Στο σπίτι έχουμε φωτογραφίες από τη Γκάνα, την πατρίδα του μπαμπά, ο οποίος πέθανε, όταν ήμουν μωρό.
Δεν έχω πάει ποτέ, γενικότερα δεν έχω ταξιδέψει ποτέ στο εξωτερικό.
Η μαμά μου, η Φατίμα, είναι από τη Σιέρα Λεόνε κι έχω τέσσερα αδέρφια, δυο αδερφούς και μια αδερφή μεγαλύτερους και μια αδερφή μικρότερη.
Ο ένας μου αδερφός, ο μεγαλύτερος, έπαιζε μπάλα, όσο ήταν στην Αφρική, και μετά, όταν πήγε στην Γαλλία, συνέχισε να αγωνίζεται, πλέον όμως έχει μεγαλώσει και μάλιστα έχει αποκτήσει και ένα παιδάκι.
Ο άλλος μου αδερφός δεν ασχολήθηκε με τον αθλητισμό, είναι κι αυτός μεγάλος σε ηλικία και μένει εδώ μόνος του.
Εγώ μένω στο σπίτι με τη μητέρα μου, η οποία δουλεύει στο κομμωτήριο που έχουμε στην Κυψέλη, και τις δύο αδερφές μου, απ’ τις οποίες η μία έκανε παλιότερα κολυμβητήριο και πλέον ασχολείται με τον χορό, η μικρότερη θα γραφτεί μάλλον στον στίβο.
Στην οικογένειά μας υπάρχει τεράστια αγάπη, στη μαμά μου οφείλω τα πάντα, αυτή είναι η αλήθεια, έχει γίνει θυσία για εμένα και για τα αδέρφια μου, δούλεψε πολύ σκληρά και δεν ένιωσα ποτέ στέρηση στη ζωή μου.
Ο μεγαλύτερός μου στόχος είναι κάποια στιγμή να κερδίσω πολλά χρήματα και να τα προσφέρω στη μαμά μου, ώστε να ζήσει όμορφα και άνετα.
Δεν με νοιάζει να αποκτήσω φήμη, δεν είναι στις φιλοδοξίες μου, ό,τι κάνω στο ποδόσφαιρο το κάνω γι’ αυτήν, ό,τι θυσίες κάνω τις κάνω για τη μάνα μου, να την κάνω την πιο χαρούμενη γυναίκα του κόσμου, η οποία ήδη είναι πολύ περήφανη για μένα.
Πήγα Παιδικό Σταθμό στην Κυψέλη και μετά Νηπιαγωγείο. Στον Παιδικό Σταθμό ήμουν μόνο εγώ έγχρωμος, μετά στο Νηπιαγωγείο είχε και άλλα παιδιά όπως εγώ.
Πάντως,δεν ένιωσα ποτέ άβολα, απεναντίας είχα και πολλές συμπάθειες από εκείνο το περιβάλλον, εκεί μάλιστα γνώρισα και τον κολλητό μου φίλο που ξεκινήσαμε μαζί να παίζουμε μπάλα.
Έβλεπα ποδόσφαιρο από νωρίς, παλιά μου άρεσε ο Ροναλντίνιο, μετά ο Κριστιάνο Ρονάλντο αλλά και οι Νεϊμάρ, Εμπαπέ, Σον.
Από μικροί παίζαμε μπάλα, πιο πολύ στη Φωκίωνος Νέγρη, αρχικά σε έναν χώρο που είχαμε βρει και αργότερα λίγο πιο ψηλά όπου βρήκαμε έναν μεγαλύτερο.
Σιγά-σιγά πηγαίναμε και παίζαμε έξω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, στην πλατεία, απ’ όπου όμως μας έδιωχναν συνέχεια, μας έλεγαν ότι τους σπάγαμε τα πράγματα, αλλά εμείς συνεχίζαμε.
Πλέον, όταν ανεβαίνω την Φωκίωνος αλλά και σε άλλα μέρη της Κυψέλης, με σταματούν άνθρωποι για να μου δώσουν συγχαρητήρια και να μου πουν πόσο καλός παίκτης, τους οποίους και ευχαριστώ πάρα πολύ για τα καλά τους λόγια.
Και την Κυψέλη δεν την αλλάζω, δεν σκέφτομαι να μετακομίσω από εδώ, είμαστε καλά με την οικογένεια, δεν θέλω να φύγω από τη γειτονιά όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα. δεν ξέρω βέβαια τι θα γίνει στο μέλλον και πώς θα είναι οι καταστάσεις.
Η πρώτη μου ομάδα, ο Άτλαντας Κυψέλης, βρίσκεται στο πάνω μέρος της Κυψέλης, στην «Αλεπότρυπα», όπως λέμε, και πήγαινα με τον κολλητό μου και τον πατέρα μου.
Αργότερα, στην Κορωνίδα Γαλατσίου με πήγαιναν η αδελφή μου ή η μάνα μου, αλλά, όσο μεγάλωνα, πήγαινα μόνος μου με το λεωφορείο.
Πλέον έχω αγοράσει ένα μικρό αυτοκίνητο, μόνο και μόνο για να πηγαίνω στην προπόνηση.
Όταν πρωτοπήγα στον Άτλαντα, ήμουν μικρός και πιο πολύ πήγαινα μόνο για να διασκεδάζω, η αλήθεια είναι, ήθελα απλώς να είμαι χαρούμενος με τους φίλους που είχα κάνει τότε.
Ούτε αργότερα, στα 15 μου, όταν πήγα στον ΠΑΟ ΡΟΥΦ, είχα καταλάβει ότι είμαι καλός με την μπάλα, πήγαινα για την ευχαρίστησή μου και εκεί.
Όταν στα 17 μου εντάχθηκα στο αντρικό τμήμα του συλλόγου, εκεί συνειδητοποιούσα σιγά-σιγά και μου το έλεγαν ότι ήμουν καλός, καταλάβαινα τις ικανότητές μου.
Τα σωματομετρικά μου προσόντα ήταν καλά, είχα καλή σωματοδομή από μικρός, πράγμα που με βοηθάει να εξελιχθώ, όπως και το ύψος μου είναι καλό, 1.85.
Η αλήθεια είναι πως πάντα έλεγα ότι θα παίξω μπάλα, ότι θα γίνω ποδοσφαιριστής, οπότε τα είχα κάνει όλα τα άλλα στην άκρη.
Έτσι και το σχολείο, έλεγα στους καθηγητές και τους συμμαθητές μου «εγώ θα παίξω μπάλα, δεν είναι το βιβλίο για εμένα», μάλιστα έχω μείνει και μετεξεταστέος σε μια τάξη στο Γυμνάσιο.
Είχα και έχω βάλει στόχο για ένα πράγμα στη ζωή μου, να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα, οπότε έχω αφοσιωθεί μόνο σε αυτό.
Τώρα είμαι ποδοσφαιριστής της Κηφισιάς, δεν ξέρω καν αν στα επόμενα βήματά μου θα ήθελα να φορέσω τη φανέλα κάποιας άλλης ελληνικής ομάδας.
Θέλω να βγω στο εξωτερικό και, όταν έρθει η στιγμή και είμαι σε μια ηλικία που θα αποφασίσω να γυρίσω στην Ελλάδα, τότε θα ξέρω σε ποια ομάδα θα θέλω να παίξω.
Αν μου έκανε τώρα πρόταση μια μεγάλη ελληνική ομάδα, θα μιλούσα με το γραφείο μου, με τον μάνατζέρ μου, τον Πασχάλη Τουντούρη, βοηθοί του οποίου είναι ο Μιχάλης Σηφάκης, ο παλιός τερματοφύλακας, και ο Αντρέας Κυριακόπουλος, και θα με συμβούλευε το καλύτερο για εμένα.
Εάν μου έλεγε να μείνω Ελλάδα, θα τον εμπιστευόμουν, ενώ, αν μου έλεγε ότι η ευκαιρία για το εξωτερικό θα ήταν καλύτερη, θα ήταν αλλιώς.
Και μιλώντας για τις ελληνικές ομάδες, αξίζει να αναφέρω πως, όταν μπήκα μέσα στην «Αγιά Σοφιά», για τον αγώνα της ομάδας μας με την ΑΕΚ στο πλαίσιο του Κυπέλλου, ένιωσα πολύ χαρούμενος, είναι ένα πράγμα που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου, ότι δηλαδή μπήκαμε και παίξαμε μέσα σε ένα γήπεδο που μόλις είχε φτιαχτεί.
Ταυτόχρονα, γνώρισα την αποθέωση από τους οπαδούς της ΑΕΚ για την προσπάθειά μου, μου έλεγαν όλοι ότι είμαι καλός παίκτης, αλλά πιστεύω ότι με επευφημούσαν και γιατί ήξεραν πως ζω στην Κυψέλη και οι περισσότεροι φίλοι μου είναι ΑΕΚτσήδες.
Προσεύχομαι πολύ, είμαι Χριστιανός, στον Άγιο Γεώργιο πηγαίνω συνέχεια κι ανάβω κεράκι, όπως βέβαια και σε άλλες εκκλησίες, καθώς, όποτε πηγαίνουμε αποστολές και με την ομάδα μου, μπαίνω μέσα και κάνω την προσευχή μου.
Στον αγώνα με τον ΟΦ Ιεράπετρας στην Κρήτη, πηγαίνοντας στο γήπεδο, σταματήσαμε σε μια εκκλησία για την οποία υπάρχει ένας μύθος, σύμφωνα με τον οποίον, αν δεν σταματήσεις, καθώς περνάς από εκεί αρχικά, θα έχεις κάποιον λόγο να σταματήσεις στον γυρισμό. Σταματήσαμε λοιπόν, μπήκαμε μέσα, ανάψαμε κερί και εγώ προσευχήθηκα για τους δικούς μου ανθρώπους.
Η Κηφισιά είναι ένας μεγάλος σταθμός, είναι οικογένεια για εμένα, εκεί έχω δεχτεί τη μεγαλύτερη αγάπη και προσπαθώ να προσφέρω όσο πιο πολύ μπορώ στη διάκριση και την άνοδο της ομάδας, ενώ και οι φίλαθλοι με αγαπούν πολύ, όπως κι εγώ εκείνους.
Η Ελλάδα είναι η πατρίδα μου, είναι η μεγάλη μου αγάπη, δεν θα την άλλαζα με καμία χώρα, εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα, εδώ γνώρισα όλους τους φίλους μου, εδώ ένιωσα την αγάπη μου για το ποδόσφαιρο, ίσως να μην έπαιζα καν, αν ήμουν σε άλλη χώρα, και στα απώτερα όνειρά μου είναι η Εθνική Ελλάδος.
Μου λένε μάλιστα ότι η ζωή μου έχει ομοιότητες με αυτήν του Γιάννη Αντετοκούνμπο, ο οποίος αποτελεί για μένα έμπνευση και πρότυπο. Αυτές οι ομοιότητες καθοδηγούν την καριέρα και τη ζωή μου, δηλαδή στο να μην τα παρατάει κανείς ποτέ και, όσο βρίσκεται στα φώτα, να συνεχίζει να δουλεύει σκληρά, να επιμένει, να μην τρελαίνεται και να βοηθά τον κόσμο.
Σε καμία περίπτωση δεν την έχω ψωνίσει και η αλήθεια είναι ότι κάποιες φορές δεν θέλω καν να καταλαβαίνει ο κόσμος ποιος είμαι, δεν θέλω να με αναγνωρίζουν, φοράω καπέλο ή κουκούλα για να μην φαίνομαι. όταν γίνεσαι διάσημος, δεν έχεις πια προσωπική ζωή, δεν σε αφήνουν ήσυχο, δεν μπορείς να πας κάπου να καθίσεις, να βγεις, γιατί μπορεί κατευθείαν να σου ζητήσουν πχ φωτογραφίες.
Στην εμφάνισή μου μου άρεσε πάντα να έχω κάποια κάθετα ξυρίσματα (δύο γραμμές) στα φρύδια μου, το κάνω από τα 13 μου χρόνια και μου έχει μείνει από τότε, είναι το χαρακτηριστικό μου αυτό, μάλιστα κάποιες φορές που μεγαλώνουν με ρωτούν οι φίλοι μου «τι έγινε, πώς και δεν έχεις “πάρει” τα φρύδια σου;».
Τα μαλλιά μού τα φτιάχνει η μαμά, όταν έκανα κοτσιδάκια, μου τα έφτιαχνε όλη την ώρα.
Έβαλα και σκουλαρίκι και έχω και ένα τατουάζ στο σώμα μου που γράφει «Time heals all wounds», «o χρόνος θεραπεύει όλες τις πληγές».
Ο χρόνος θα επουλώσει ό,τι κι αν βιώσεις!
Κι εγώ έχω μια πληγή που θα ήθελα να επουλωθεί, τον χαμό του πατέρα μου, είναι πολύ δύσκολο το ότι δεν τον γνώρισα ποτέ.
Ο Ανδρέας Τεττέι είναι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα για τον Γιάννη Αντετοκούνμπο
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Στέφανος Κοτσόλης: Η μέρα που καθόρισε τη ζωή μου