«Οκέι, οκέι, θέλω να μοιραστώ τη στιγμή με κάποιον από εσάς πάνω στη σκηνή. Ποιος είναι αρκετά νηφάλιος για να τραγουδήσει μαζί μου»;
Ο Dave -εκ των ράπερ που πρωτοστάτησαν στην αναβίωση της λονδρέζικης grime- σαλπίζει το κάλεσμά του προς το τρελαμένο κοινό του Glastonbury. Ψάχνει τον έναν ανάμεσα στους χιλιάδες. Και τον βρίσκει στα μάτια εκείνου του παιδιού που οι φίλοι του έχουν ήδη σηκώσει στους ώμους τους για να φανεί. «Ω φοράει τη φανέλα της Παρί Σεν Ζερμέν! Ξέρεις τους στίχους»; Παύση.. «Εντάξει, φαίνεται να τους ξέρει. Φέρτε τον πάνω».
Κι έτσι, ανεβαίνει στη σκηνή, φορώντας τη σκούρα μπλε μπλούζα με την κόκκινη κάθετη ρίγα, ένα γκρι bucket καπέλο και ένα τσαντάκι περασμένο στον ώμο του. «Πώς σε λένε φίλε;», τον ρωτά το είδωλό του. «Άλεξ», απαντά. Ένα παιδάκι κανονικό, σκάρτα 15 ετών, στη σκηνή ενός τεράστιου φεστιβάλ, μπροστά σε 200.000 κόσμου που είδαν τα σαγόνια τους να πέφτουν λίγο μετά. Η εθιστικά επαναλαμβανόμενη μελωδία του synth ξεχύνεται από τα ηχεία και το beat σκάει πάνω της. Ο Άλεξ γραπώνει το μικρόφωνο σαν να του ανήκει και παίζει στα δάκτυλά του τις ρίμες και τα flows, σοκάροντας τους πάντες. Σκάει από το πουθενά και ραπάρει σαν σταρ, ενώ είναι απλώς ένα παιδί. Ένα παιδί που το έκανε, ενώ δεν «έπρεπε» να μπορεί να χαρίσει αυτή την παράσταση. Ένα παιδί που τα κατάφερε, ενώ δεν «έπρεπε» να τα καταφέρει, ενώ κανείς δεν περίμενε να τα καταφέρει.
Όπως το παιδί στην πλάτη της μπλούζας του, στον τίτλο του hit του Dave. Όπως ο Τιάγκο Σίλβα. Γιατί κι εκείνος, πριν δει το όνομά του να γίνεται γνωστό σε όλον τον κόσμο, πριν το δανείσει σε συνθήματα και κομμάτια χιλιάδες μίλια μακριά από το σπίτι του, χρειάστηκε να νιώσει πως δεν «έπρεπε» να τα καταφέρει.
Χρειάστηκε να καθηλωθεί σε ένα κρεβάτι, να βρεθεί φυλακισμένος σε ένα νοσοκομείο, να δει το όνειρό του να αργοσβήνει και να ξεγλιστρήσει από τα δάχτυλα του θανάτου. Προτού γίνει κορυφαίος στο είδος του. Προτού γίνει ο Τιάγκο Σίλβα.
Μονοπάτια
Το θυμάται απ’ έξω αυτό το μονοπάτι. Μέχρι σήμερα. Θυμάται το κυνηγητό με τη δύση του ηλίου που χτυπούσε το καμπανάκι της επιστροφής. Η μπάλα σταματούσε να χορεύει στον αέρα, η πλατεία άδειαζε και ο μικρός Τιάγκο έπρεπε να γυρίσει σπίτι του. Να διασχίσει μια καλά υπολογισμένη διαδρομή, το ίδιο μονοπάτι κάθε μέρα, προσπαθώντας να αποφύγει κάθε λογής ανεπιθύμητη συνάντηση που θα μπορούσε να είχε τραγικές επιπτώσεις.
Όταν ο ίδιος μεγάλωνε στη φαβέλα Ουρουκάνια του Ρίο Ντε Τζανέιρο, η έξαρση της βίας στη βραζιλιάνικη πρωτεύουσα χτυπούσε το ταβάνι της. Μπορεί να χρειαζόταν να κρυφτεί στις σκιές, να ντριμπλάρει κλέφτες, εγκληματίες, αστυνομικούς, μα πάντα έβρισκε τον δρόμο του. «Κατέβαζα το κεφάλι μου και έτρεχα κατευθείαν προς το σπίτι μου. Πάντα ένιωθα ανακούφιση, όταν η πόρτα έκλεινε πίσω μου», θυμάται.
Η παιδική του ηλικία στη φαβέλα είχε χαμόγελα μετρημένα στα δάκτυλα. Σε αυτό δεν βοήθησε και το ότι, όταν ήταν μόλις πέντε, ο πατέρας του παράτησε τη μητέρα του, τον ίδιο και τα αδέρφια του. Η διαφυγή ήταν μία και κρυβόταν στο λίκνισμα της σφαιρικής θεάς, στα όνειρα που η ίδια τού επέτρεπε να κάνει.
Ο Σίλβα θυμάται να παίρνει το περιβραχιόνιο από τον προπονητή του στην υποτυπώδη ακαδημία της γειτονιάς του και να ονειρεύεται για πρώτη φορά πως πράγματι μπορεί να κάνει κάτι παραπάνω. Το πίστευε, πίστευε στον εαυτό του. Ακόμα κι όταν οι άλλοι δεν έδειχναν να το κάνουν. Και οι τελευταίοι ήταν αρκετοί και σημαντικοί.
Ο μικρός Τιάγκο δοκιμάστηκε σε κάθε μεγάλο σύλλογο του Ρίο, κυνήγησε την τύχη του, μα είδε μόνο πόρτες να κλείνουν μπροστά στο πρόσωπό του. Αυτή τη φορά δεν ένιωθε ανακούφιση αλλά θυμό, απογοήτευση.
Στα δοκιμαστικά στη Φλαμένγκο ο κόμπος έφτασε στο χτένι: «Οι προπονητές δεν με κοιτούσαν καν, όταν έπαιζα, είχαν γυρισμένη την πλάτη τους και χαζογελούσαν μεταξύ τους. Μετά μου είπαν πως δεν κάνω». Γύρισε σπίτι έξαλλος, έτοιμος να τα παρατήσει. «Εντάξει λοιπόν, τότε αύριο το πρωί θα ξυπνήσεις στις 04:00 και στις 04:30 θα μπεις στο βανάκι μεταφορών του αδερφού, θα πας μαζί του στη δουλειά», του είπε η μητέρα του. «Δεν θα σε πιέσω, αλλά ξέρω πως, αν αφήσεις τους άλλους να διαλύσουν το δικό σου όνειρο, τότε μόνο αυτή μπορεί να είναι η συνέχεια». Ο Τιάγκο Σίλβα δεν ξέχασε ποτέ αυτή τη συζήτηση, δεν ξέχασε ποτέ τον αδερφό του να παρεμβαίνει και να σηκώνει το ριγμένο κεφάλι του, να του λέει: «Μη διαλέξεις αυτό το μονοπάτι για τη ζωή σου».
Όπως τότε, όπως όταν ήταν ακόμη πιτσιρίκι, υπήρχε ένα μονοπάτι και, όσο σκοτεινό και δύσκολο κι αν έδειχνε, εκείνος έπρεπε να το ακολουθήσει. Το έκανε με υπομονή και επιμονή.
Από την Πεντραμπράνκα της Γ’ κατηγορίας έφτασε στη Ζουβεντούντε της Α’ κι από εκεί, αφού πραγματοποίησε μια απίστευτη πρώτη -και τελευταία- σεζόν, κέντρισε το βλέμμα του κατάλληλου ανθρώπου. Ο μεγαλοατζέντης Ζόρζ Μέντεζ είδε αξία σε εκείνο το παιδί και, δίχως να χάσει χρόνο, του έκλεισε την πρώτη μεγάλη μεταγραφή της καριέρας του.
Η γη της – ευρωπαϊκής – επαγγελίας τον καλούσε, η Πόρτο τον έκανε δικό της. Τελικά, αυτό το μονοπάτι έδειχνε πολύ πιο στρωμένο. Μέχρι βέβαια να τον οδηγήσει στον γκρεμό.
Ένα τέρας στον πνεύμονα
Ο γιατρός σήκωσε το μαύρο πλαστικό της ακτινογραφίας και το τοποθέτησε μπροστά στο φως. Στην πραγματικότητα δεν χρειαζόταν να πει τίποτα, ήταν ολοφάνερο πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο Τιάγκο μέχρι σήμερα δεν μπορεί να διαγράψει αυτή την εικόνα από το μυαλό του. Μια «τεράστια τρύπα» στον έναν του πνεύμονα και μια ολόλευκη σκιά που τον είχε καταβροχθίσει και κινούταν προς τον άλλον. «Αυτό που βλέπουμε είναι πως έχεις φυματίωση». Το είχε ακούσει ξανά, αλλά δεν ήξερε τι είναι ακριβώς, δεν ήξερε τι μπορούσε να του προκαλέσει αυτό το μυκοβακτήριο που είχε εισβάλει στο αναπνευστικό του σύστημα. Είχε αρχίσει όμως να το αισθάνεται.
Πέρασε την πρώτη του σεζόν στην Πορτογαλία στις ρεζέρβες της Πόρτο και το καλοκαίρι -χωρίς καν να περάσει ιατρικές εξετάσεις- υπέγραψε τον δανεισμό του στην Ντινάμο Μόσχας. Χρειαζόταν παιχνίδια στα πόδια του, ετοιμαζόταν για τη σεζόν του δικού του “μπαμ”.
Μόνο που οι φιλοδοξίες του δεν μπορούσαν να αποτυπωθούν στο χορτάρι. Ήταν ασύλληπτα αδύναμος στην προετοιμασία της ομάδας, μιλούσε διαρκώς για έναν πόνο στο στήθος, αλλά οι συμπαίκτες του του έλεγαν πως απλώς του λείπουν το σπίτι και η οικογένειά του, ο ίδιος πίστευε πως ήταν απλώς ένα κρύωμα, για αυτό έβηχε.
Όταν δεν μπορούσε πια να κουβαλήσει τον πόνο, πήγε στο ιατρείο της ομάδας για να δει τη γη να ανοίγει κάτω από τα πόδια του. Ήταν μόλις 20 ετών και τώρα μάθαινε πως για μήνες ολόκληρους κρυβόταν μέσα του μια θανάσιμη μολυσματική ασθένεια. Ήταν ήδη αργά, το θέμα ήταν το πόσο αργά ήταν στην πραγματικότητα.
Ο Τιάγκο Σίλβα κλείστηκε άμεσα σε ένα δωμάτιο ενός νοσοκομείου στη Μόσχα. Ήταν ολομόναχος στην άλλη άκρη του πλανήτη, σε μια μικρή φυλακή, ανήμπορος να κυνηγήσει το όνειρό του. «Οι συνθήκες ήταν άθλιες. Ήμουν σε ένα μικροσκοπικό δωμάτιο με ένα πολύ μικρό μπάνιο κι ένα ψυγείο. Το κρεβάτι μου ήταν σε μια γωνία και μπορούσα να φτάσω τον νεροχύτη για να πλύνω τα χέρια μου, ενώ καθόμουν σε αυτό. Ήταν τόσο κλειστοφοβικά. Είχα μόνο ένα κομπιούτερ. Η τουαλέτα βρισκόταν στο πάτωμα, βασικά ήταν μια τρύπα στην οποία κατέληγαν το νερό από το ντουζ μου και όλες μου οι ανάγκες».
Στην αρχή τού είπαν πως θα πρέπει να παραμείνει εκεί για τέσσερεις μήνες, δεν μπορούσε να πάει πουθενά. Οι τέσσερεις μήνες έγιναν έξι. Τρεις με τέσσερεις ενέσεις κάθε μέρα, δέκα με δεκαπέντε χάπια. Φάρμακα, θεραπεία, απομόνωση.
Το ποδόσφαιρο είχε υπάρξει όλη του η ζωή, αλλά εκείνη τη στιγμή είχε βυθιστεί πίσω από την αυλαία του αγώνα του για ζωή. «Μετά από έξι μήνες στη Μόσχα, οι γιατροί είπαν ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο και ότι έπρεπε να αφαιρέσουν ένα κομμάτι από τον πνεύμονά του για να βεβαιωθούν πως θα αναρρώσει», έχει πει η σύζυγός του, η οποία είναι μαζί του από τότε.
Αν προχωρούσε στην επέμβαση, ήταν δεδομένο πως αυτόματα δεν θα μπορούσε να παίξει ξανά. Από τη μια το όνειρο, οι κόποι και οι ελπίδες μια ζωής και από την άλλη η ζωή, σκέτο.
Ο Τιάγκο ένιωθε συντετριμμένος προ της απόφασης που έπρεπε να παρθεί. Οι Ρώσοι γιατροί δεν ήταν διατεθειμένοι να κάνουν τίποτα άλλο, μόνο νυστέρι, μέχρι που η μητέρα του τους μπλόκαρε: «Δεν θα αγγίζει κανείς το σώμα του παιδιού μου». Σε συνεργασία με τον Μέντεζ, κατάφεραν να στείλουν τον Τιάγκο πίσω στην Πορτογαλία για να συνεχίσει τη θεραπεία του.
Κάθε μέρα ήταν και μια μάχη, για έναν οργανισμό που προσπαθούσε να σκοτώσει αυτό που ήθελε να τον σκοτώσει και είχε ήδη επιβαρυνθεί με πολλά, πάρα πολλά φάρμακα. Ξεκίνησε να περπατάει. Στην αρχή δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος ούτε για πέντε λεπτά χωρίς να αισθανθεί εξουθενωμένος, χωρίς να χάσει ανάσες. Όμως πάλευε κάθε μέρα, βήμα-βήμα.
Εννέα μήνες μετά τη διάγνωση που άλλαξε τα πάντα, αυτή τη φορά τα ιατρικά νέα ήταν καλά, τα καλύτερα δυνατά. Ο Σίλβα το είχε ξεπεράσει. «Μου είπαν πως, αν η διάγνωση είχε καθυστερήσει κάποιες εβδομάδες, πιθανότατα δεν θα μπορούσαν να μου μιλάνε τότε, πως δεν θα μπορούσαν να έχουν κάνει κάτι». Άλλωστε, ο θάνατος είναι η κατάληξη για περισσότερο από το 50% των περιπτώσεων στις οποίες η φυματίωση δεν εντοπίζεται και αντιμετωπίζεται έγκαιρα ή αποτελεσματικά. Όμως ο Τιάγκο Σίλβα τα είχε καταφέρει. Έκανε μια βόλτα από την κόλαση και είπε δεκάδες «όχι σήμερα» στον θάνατο, εξουδετερώνοντας το τέρας στον πνεύμονά του.
Κι αφού είχε καταφέρει να ζήσει, ήταν καιρός να μεταμορφωθεί ο ίδιος στο Τέρας, να πραγματοποιήσει τα όνειρά του.
Το «Τέρας» που είχε τα πάντα
Τον έχει χαρακτηρίσει πολλές φορές «φύλακα άγγελό» του. Δεν αναφέρεται σε κάποιον μεγαλύτερο φίλο του που τον έσωζε από τις περιπέτειες στη φαβέλα ούτε σε κάποιον από τους γιατρούς που τον κράτησαν στη ζωή λίγο, πριν τα πνευμόνια του τον αφήσουν. Αλλά στον Ίβο Βόρτμαν, τον άνθρωπο που βρέθηκε να στηρίζει ποδοσφαιρικά τον Τιάγκο Σίλβα, όταν το χρειαζόταν πιο πολύ, σαν παιδί που έχει μόλις βγάλει τις βοηθητικές ρόδες από το ποδήλατό του και θέλει να νιώθει ένα χέρι ασφαλείας στην πλάτη του, πριν χαθεί στον άνεμο.
Ο Βόρτμαν τον ήξερε, ήταν ο προπονητής που τον καθιέρωσε στο κέντρο της άμυνας, που τον βοήθησε να τραβήξει τα βλέμματα σαν αμυντικό prodigy στη Ζουβεντούντε για να πετάξει για την Ευρώπη. Ήταν εκεί και στη Ρωσία, προπονητής της Ντινάμο, να βεβαιώνεται πως όλα βαίνουν καλώς στην ανάρρωσή του, πως κανένας γιατρός δεν θα βάλει σε κίνδυνο την καριέρα του. Και δεν θα μπορούσε να μην είναι εκεί και στην επιστροφή του, να ρίξει και πάλι το καράβι στη θάλασσα. Ο Τιάγκο χρειάστηκε να προπονηθεί μόνος του, να αναρωτηθεί από πού μπορούσε να προσπαθήσει να χτίσει ξανά την καριέρα του και ο Ίβο ήταν για να απαντήσει. Βρισκόταν πια στον πάγκο της Φλουμινένσε και σχεδόν απαίτησε από τη διοίκησή της να του φέρει στην ομάδα το αγαπημένο του παιδί, παρά τα όσα είχε περάσει.
«Όταν τον είδα, καταρρακώθηκα. Δυσκολεύτηκα να τον αναγνωρίσω. Είχε αλλάξει η μορφή του, το πρόσωπό του ήταν όλο πρησμένο και είχε πάρει 10 με 12 κιλά από όλα τα φάρμακα», θυμάται ο Βόρτμαν.
Ήταν σαφές πως δεν μπορούσε να ενταχθεί ακόμη στην ομάδα, αλλά ο Βραζιλιάνος κόουτς τον στήριζε όσο κανείς στις προπονήσεις του. Μετά από μήνες, όταν ήταν πια έτοιμος, η ατυχία τού χτύπησε την πόρτα. Ο Σίλβα αποκόμισε ένα κάταγμα στον αστράγαλό του και, μέχρι να επιστρέψει στη δράση, ο Βόρτμαν είχε απολυθεί. «Στην Ντινάμο και τη Φλουμινένσε δεν έκανα ούτε μια συμμετοχή υπό τις οδηγίες του, αλλά τίποτα δεν θα ήταν ίδιο χωρίς αυτόν. Έπαιξε τεράστιο ρόλο στην καριέρα και τη ζωή μου. Γιατί μπόρεσα να επιστρέψω χάρη σε εκείνον και, όταν το έκανα, δεν κοίταξα ποτέ πίσω», έχει πει.
Και ήταν πράγματι έτσι. Ο Τιάγκο Σίλβα δεν κοίταξε ποτέ πίσω, σαν να μη φλέρταρε με τέλος ποτέ. Σαν να μην πάλεψε με το τέρας. Με το που πάτησε το πόδι του στο γήπεδο, έγινε βασικός για τη Φλουμινένσε.
Τον βάφτισαν «Monstro», «Τέρας» δηλαδή, για τη δύναμη και την ορμή με την οποία αμυνόταν, για τον τρόπο με τον οποίον προκαλούσε εφιάλτες στους αντίπαλους αμυντικούς. Σε τρία χρόνια πανηγύρισε μαζί της ένα Κύπελλο και μπόρεσε να κερδίσει ξανά για τον εαυτό του την ευκαιρία του στο κορυφαίο επίπεδο.
Γοητευμένη από το «Τέρας», η Μίλαν αποφάσισε να του δώσει το βήμα. Δεν θα μπορούσε να βρεθεί σε πιο απαιτητικό περιβάλλον για κεντρικό αμυντικό. Δίπλα στον Νέστα, κάτω από τη σκιά του Μαλντίνι που μόλις είχε αποσυρθεί, του Σταμ, του Μπαρέζι, όλων των αμυντικών θρύλων των «Rossoneri». Κάποιος όπως ο Τιάγκο Σίλβα βέβαια δεν θα μπορούσε να μην περάσει με επιτυχία τη δοκιμασία, καθιστώντας ταχύτατα τον εαυτό του έναν από τους καλύτερους του πλανήτη. Μέχρι και ο Μπαρέζι τού είχε υποκλιθεί, όσο αγωνιζόταν με τη «rossonera» φανέλα: «Θέλω να μείνει για πολλά χρόνια στη Μίλαν, έχει απίστευτη ποιότητα και είναι σημαντικός για το μέλλον μας. Είναι δύσκολο να πω πού θα μπορούσε να βελτιωθεί, γιατί έχει ήδη αποδείξει πως έχει τα πάντα».
Η ευχή του μεγάλου Φράνκο ωστόσο δεν θα πραγματοποιούταν. Τρία επιβλητικά χρόνια έμεινε στη Μίλαν ο Σίλβα, μέχρι να γίνει ο τότε ακριβότερος αμυντικός του πλανήτη και να πηδήξει από νωρίς στο τρένο της Παρί Σεν Ζερμέν. Για οκτώ χρόνια, ακόμα κι αν δεν είχε όλα τα φώτα πάνω του, φρόντιζε με συνέπεια να επιβεβαιώνει τα λόγια του Μπαρέζι, να δείχνει πως έχει τα πάντα στην ποδοσφαιρική του φαρέτρα, πως είναι ελάχιστοι οι κεντρικοί αμυντικοί που βρίσκονται στο επίπεδό του, σχεδόν ανύπαρκτοι αυτοί που ήταν καλύτεροί του.
Μα τα πράγματα σε έναν σύλλογο όπως αυτός της γαλλικής πρωτεύουσας ποτέ δεν είναι απλά και ποτέ δεν έχουν να κάνουν μόνο με ποδόσφαιρο.
Ο Τιάγκο Σίλβα σήκωσε τα πάντα ως αρχηγός της Παρί, εκτός από αυτό το ένα για το οποίο ζούσε και ανέπνεε ο σύλλογος. Ξεκίνησε τον Τελικό του Champions League του 2020 με το περιβραχιόνιο στο μπράτσο και τον τελείωσε περνώντας μπροστά από το τρόπαιο με σκυμμένο κεφάλι.
Ένα άδοξο “αντίο” ενός τεράστιου παίκτη που αντιμετωπίστηκε με μικρότητα από τον σύλλογο στον οποίον προσέφερε τα καλύτερά του χρόνια. Άδοξο “αντίο” αλλά και αφετηρία για την τελευταία μεγάλη ρεβάνς του Τιάγκο Σίλβα.
Ρεβάνς
Το τηλέφωνό του χτύπησε. «Θα μας κάνεις αυτή τη χάρη;», τον ρώτησε ο Λέο Κάμπος, Τεχνικός Διευθυντής της Παρί Σεν Ζερμέν. Μόλις τον είχε ευχαριστήσει για όλη του την προσφορά στον σύλλογο, ανακοινώνοντάς του πως η ομάδα δεν ήθελε να τον κρατήσει μετά τη λήξη του συμβολαίου του. Ήθελε ωστόσο να μείνει μαζί της για τους τρεις μήνες της μετα-πανδημικής σεζόν και το Champions League.
Δεν ήταν η ήττα σε εκείνον τον Τελικό που κατέστησε άδοξο το “αντίο” του Τιάγκο Σίλβα, αλλά η διαχείριση της Παρί. «Δεν μου έκαναν την παραμικρή πρόταση, δεν με αποχαιρέτησαν καν. Ήμουν ο μακροβιότερος αρχηγός στην ιστορία τους και με αντιμετώπισαν σαν να είχα μείνει στην ομάδα μερικούς μήνες. Δεν πήρα τον σεβασμό που άξιζα», θα πει. Στα 37 του ο Τιάγκο Σίλβα ήταν για την Παρί μια καλά στυμμένη λεμονόκουπα.
Το «Τέρας» μέσα του όμως δεν συμφωνούσε, δεν μπορούσε να αποδεχθεί το να εξαφανιστεί απλώς από το κορυφαίο επίπεδο που για χρόνια βρισκόταν. Χρειαζόταν μια ευκαιρία, λίγα θρύμματα κινήτρου για να γράψει τον επίλογο που ο ίδιος ήθελε, που ήξερε ότι άξιζε. Και η Τσέλσι τού άνοιξε την αγκαλιά της.
Λίγους μήνες αφού περπάτησε με σκυμμένο κεφάλι δίπλα από το τρόπαιο του Champions League, αυτό που πάντα ήθελε, βρέθηκε να το κρατά σφιχτά στην αγκαλιά του, να το υψώνει περήφανα στον αέρα. Και όχι σαν κομπάρσος αλλά ως αδιαμφισβήτητος ηγέτης στην καλύτερη άμυνα της Ευρώπης, νευραλγικό μέρος μιας ομάδας που στο δεύτερο μισό εκείνης της σεζόν, με τον Τούχελ στο τιμόνι, σόκαρε με τις επιδόσεις και τα αποτελέσματά της. Η απόλυτη ρεβάνς για έναν τύπο που δεν έμαθε ποτέ να συμμορφώνεται.
Ένας 37χρονος “ξοφλημένος” δεν «έπρεπε» να είναι τόσο καλός, να αποδεικνύει ακόμη πως ανήκει στην ελίτ. Δεν «έπρεπε» να μπορεί να πανηγυρίσει το Champions League με τόσο εμφατικό τρόπο.
Αλλά πάντα αυτός ήταν… Έδωσε αμέτρητες μονομαχίες στο χορτάρι, έκανε αμέτρητα τάκλιν, έβαλε αμέτρητες κόντρες. Μα τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τον τρόπο που κόντραρε όλα τα «έπρεπε» που βρήκε μπροστά του. Από τα σκοτεινά μονοπάτια της φαβέλας και τη μάχη για τη ζωή του απέναντι στο τέρας που καταβρόχθιζε τα πνευμόνια του μέχρι την κορυφή του ποδοσφαιρικού κόσμου. Κανείς δεν περίμενε πως αυτό το παιδί θα παίξει ποδόσφαιρο, κανείς δεν πίστεψε πως θα επιστρέψει μετά τη φυματίωση, κανείς δεν περίμενε πως θα γίνει τόσο καλός, πως θα πάρει αυτό το Champions League με την Τσέλσι.
Μόνο που ο Τιάγκο Σίλβα έγινε αυτός που έγινε γιατί πάντα πήγε κόντρα σε όλα τα «έπρεπε» της -ποδοσφαιρικής και μη- ζωής του.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: