«Θεωρώ τη σκληρή δουλειά πολυτιμότερη από το ταλέντο.
Μπορείς να επιβιώσεις και να κάνεις καριέρα μόνο με πολύ σκληρή δουλειά, δεν μπορείς μόνο με το ταλέντο.
Λάτρευα την προπόνηση, γιατί ήθελα να γίνω ο καλύτερος και στις κεφαλιές και στις εκτελέσεις φάουλ και στο διάβασμα του παιχνιδιού και στο πλασέ» –παύση και αμήχανο χαμόγελο.
Ίσως, στο πλασέ, το ταλέντο να υπερίσχυσε λίγο της προπόνησης, τελικά».
Γι’ αυτό, ακριβώς, το πλασέ λατρεύτηκε ο Τιτί.
Αυτό το πλασέ και εκείνη η εκνευριστική αυθάδεια και ένδειξη ανωτερότητας ήταν τα βασικά συστατικά που μετέτρεψαν την αποτυχημένη επιλογή της Γιουβέντους, στον υπερπαίκτη της Άρσεναλ.
Ναι, διότι, παρά το γεγονός ότι ο Ανρί πέρασε και από τη Μπαρσελόνα και από τη Γιουβέντους -μεγέθη αντικειμενικά μεγαλύτερα της Άρσεναλ- με τη φανέλα των gunners έμεινε στο θυμικό και για εκείνη τη χρυσή επταετία θα μνημονεύεται εσαεί.
Ο Ανρί μεγάλωσε μαζί με την Άρσεναλ, έγινε μέρος του τόξου της πιο ελκυστικής ομάδας των ‘00ς, κι όταν εκείνη η ομάδα άρχισε να δύει, το ερώτημα πια έγινε αν ο εκείνος είναι ο καλύτερος σε ολόκληρη την ιστορία της.
Ελάχιστοι παίκτες στην ιστορία του σπορ είχαν και έχουν την πολυτέλεια να αποφασίζουν εξ ολοκλήρου μόνοι σχετικά με αυτό που είναι καλύτερο για το σύνολο.
Ακόμα πιο λίγοι είχαν και έχουν το θράσος να θεωρούν εαυτόν ικανό να πάρει τη μπάλα στο κέντρο του γηπέδου, να τους περάσει όλους και να σκοράρει.
Τέτοιος ήταν ο Τιτί. Με τη διαφορά ότι ο Τιτί δεν σούταρε. Πλάσαρε.
Αυτό τρελαίνει τον θεατή. Το «γλυκό» πλασέ, το εσωτερικό φάλτσο, το αριστοκρατικό άγγιγμα στη μπάλα. Είναι μια κίνηση που δεν εμπεριέχει επ ουδενί αυτήν την εξίσου γοητευτική αλητεία του «εξωτερικού» που θεωρείται παλιομοδίτικη και κινδυνεύει να εκλείψει.
Ο Τιτί, παρότι μεγάλωσε σε μια φτωχογειτονιά του Παρισιού, από πολύ μικρός, αισθανόταν αριστοκράτης.
Δεν το εξωτερίκευε στην αρχή της καριέρας του, ήξερε καλά ότι το ταλέντο είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να μπει στον προθάλαμο με τους κορυφαίους, δίχως όμως την άκρατη επιθυμία της διαρκούς βελτίωσης, το ταλέντο δεν φτάνει.
Χρειάζεται η μελέτη, σκληρή μελέτη και των δυνατών και των αδύνατων σημείων στο παιχνίδι, η σωστή κρίση σε όσα μας περιβάλλουν, η ορθή ανάγνωση των συνθηκών και του αγώνα και των ανθρώπων που τον δίνουν.
Ο Ανρί δημιούργησε τον εαυτό του, ανακαλύπτοντάς τον στην πορεία της καριέρας του.
Ξεκίνησε πεπεισμένος ότι πρέπει να αγωνίζεται στα άκρα, να έχει χώρο για να εκμεταλλεύεται την ταχύτητα και την έκρηξή του σε βάρος των συνήθως πιο αργών πλάγιων αμυντικών.
Μόνος του αποφάσισε να γίνει κυνηγός, μόνος του αντιλήφθηκε ότι το γκολ είναι τελικά μια πολύ προσωπική υπόθεση.
Βρήκε, ασφαλώς, και τον κατάλληλο, τον πιο διαλλακτικό προπονητή που κυκλοφορούσε στην Premiership εκείνα τα χρόνια, τον Αρσέν Βενγκέρ.
Ο Αλσατός τού έσωσε την καριέρα, τραβώντας τον από τον βάλτο της Γιούβε, το 1999. Συζήτησε μαζί του, κατέληξαν ότι ο μικρός Τιτί και θέλει και μπορεί να αντικαταστήσει τον φορ Νικολά Ανελκά που μόλις είχε πάρει μεταγραφή για τη Ρεάλ Μαδρίτης.
«Θα παίξεις στην κορυφή της επίθεσης», είπε στον Τιτί που δεν υπήρχε περίπτωση να φέρει αντίρρηση.
Απέναντί του είχε έναν άνθρωπο που τον γνώριζε από τα 17 του χρόνια, όταν συνυπήρξαν στη Μονακό.
Ο Αρσέν, τότε, του είχε πει ότι διαθέτει μια μαγική ικανότητα να δημιουργεί ευκαιρίες και επικίνδυνες καταστάσεις, ουσιαστικά τον ήθελε πιο αλτρουιστή, λιγότερο φορ.
Οι έξυπνοι άνθρωποι όμως αλλάζουν κι όταν ξαναβρέθηκαν να συνεργάζονται στο Highbury, ο Βενγκέρ κατάλαβε ότι ο Τιτί ήταν έτοιμος.
«Θα δουλέψεις στα τελειώματα, θα δεις ό,τι βίντεο κυκλοφορεί με Γουεά και Φαν Μπάστεν και θα γίνεις καλύτερος. Το μεγαλύτερο προσόν σου είναι το μυαλό σου». Αυτές είναι ατάκες που μένουν βαθιά χαραγμένες στο μυαλό ενός 22χρονου με ημι-κατεστραμμένη καριέρα όπως ήταν ο Ανρί, όταν μεταγράφηκε στην Άρσεναλ.
Δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί στον καινούριο ρόλο είναι η αλήθεια, κάποτε ο παλιός συμπαίκτης του, ο Ντίξον, είχε πει στις κάμερες ότι «και στην ομάδα δεν φαίνεται ότι είναι φορ, δεν αισθανόμαστε ότι παίζουμε με φορ».
Ο Τιτί κατάλαβε ότι για να αποδώσει και ο ίδιος πρέπει να μάθει και την ομάδα, τα χούγια της, να αποκωδικοποιήσει το dna της.
Τον βοήθησε ο ιστορικός αρχηγός, Τόνι Άνταμς, του μίλησε για τις ιδιαιτερότητες του club, για τα δύσκολα αποδυτήρια, το απαιτητικό κοινό, την αλλαγή που ιδιοκτησία και Βενγκέρ προσπαθούσαν να περάσουν στον σύλλογο.
Χρειάστηκε να περάσουν οκτώ αγωνιστικές για να βρει τον δρόμο προς τα δίχτυα ο Τιτί. Νίκη με το δικό του γκολ κόντρα στη Σαουθάμπτον.
Έκλεισε τη σεζόν με 26 γκολ, η ομάδα δεύτερη πίσω από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο πρωτάθλημα και έναν χαμένο τελικό στο κύπελλο UEFA από την Γαλατά.
«Αιώνιοι δεύτεροι», «losers», «underachievers», όλα αυτά, εκείνη την περίοδο ξεκίνησαν, γιατί η Άρσεναλ και την επόμενη σεζόν τερμάτισε πίσω από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ (και μάλιστα με το βαρύ 6-1 του Φεβρουαρίου στο Old Trafford να την κατατρέχει) και έχασε έναν ακόμα τελικό, αυτή τη φορά του FA Cup κόντρα στη Λίβερπουλ του Όουεν.
Ο Ανρί σκόραρε, είχε προσαρμοστεί, αλλά η ομάδα δεν κέρδιζε. Για την ακρίβεια, η ομάδα έφτανε κοντά αλλά δεν κατακτούσε τον τελικό στόχο.
Στο ξεκίνημα της τρίτης σεζόν, ο Βενγκέρ τους μάζεψε, τους μίλησε, τον έχρισε ηγέτη. Ο Τιτί μιλούσε τα καλύτερα αγγλικά από τους υπόλοιπους και είχε σφαιρική εικόνα για τον σύλλογο.
«Ταλέντο έχουμε. Αυτό που δεν έχουμε είναι σύμπνοια και μεταξύ μας αντίληψη του παιχνιδιού», είπε ο Ανρί και εννοούσε ότι η κίνηση χωρίς μπάλα του τεράστιου Ντένις Μπέργκαμπ πρέπει να κεφαλαιοποιηθεί από την πίσω γραμμή και τα ανεβάσματα του Πατρίκ Βιεϊρά στον άξονα και των Φρέντι Λιούνμπεργκ και Ρομπέρ Πιρές στα άκρα.
Αυτό το «συμμετοχικό» ποδόσφαιρο των πολλών πασέρ ήταν ό,τι καλύτερο και για τον ίδιο τον Ανρί, διότι έτσι ξεκίνησε κι ο ίδιος: σαν assistman.
Ήξερε πολύ καλά τη σημασία μιας πάσας «πάρε-βάλε», μια επιλογή που δείχνει και αλτρουισμό αλλά και εμπιστοσύνη στις ικανότητες του συμπαίκτη.
Η Άρσεναλ, υπηρετώντας αυτό το «συμμετοχικό» ποδοσφαιρικό μοντέλο, έκλεισε τη σεζόν 2001/02 αήττητη εκτός έδρας και κατακτώντας το FA Cup. Ο Τιτί σκόραρε 32 φορές και βγήκε πρώτος σκόρερ.
Ώριμος, ηγέτης, συνειδητοποιημένος ότι πλέον είναι ο #1 στην ομάδα, εμφάνισε και τα πρώτα ψήγματα αυτής της «αφ’ υψηλού» αντιμετώπισης των αντιπάλων που τον ακολούθησε σε ολόκληρη την καριέρα του.
Έχει κάτι από Κρόιφ -όχι τυχαία άλλωστε είχε τυπωμένο το 14 στη φανέλα- στην όλη συμπεριφορά του και εντός και εκτός γηπέδου, χωρίς βέβαια να υπονοείται ότι πλησίαζε το μέγεθος του Γιόχαν.
Και μόνο το γεγονός, ωστόσο, ότι μπαίνει το όνομά του δίπλα σε εκείνο του απόλυτου ποδοσφαιριστή, καταδεικνύει και την πρόοδο και τις ικανότητές του.
Η αέρινη έκρηξη, η ικανότητα και στην πάσα και στο τελείωμα, το απαράμιλλο στυλ είναι τα στοιχεία που τον κατατάσσουν στους κορυφαίους του καιρού του, με τα νούμερα να αποτυπώνουν και την πραγματικότητα.
Πάνω από 20 γκολ και 20 ασίστ κάθε σεζόν, εκείνο όμως που τον έκανε να ξεχωρίσει πραγματικά ήταν το «παραπάνω», το «εξεζητημένο» που χάριζε στο κοινό και σήμερα θα γινόταν viral σε κάθε πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης.
Ακόμα και τότε, όμως, η έκφρασή του ήταν ίδια κι απαράλλακτη, συμπεριφερόταν σαν να είχε κάνει κάτι φυσιολογικό, κάτι που έχει ξαναγίνει.
Είναι πολύ λεπτή η ισορροπία μεταξύ επίγνωσης και υπερεκτίμησης των ικανοτήτων ενός ποδοσφαιριστή. Ο Ανρί έδινε την εντύπωση στο θεατή ότι δεν συγχωρεί τίποτα στον εαυτό του, ότι κάθε γκολ είναι ίδιο με το επόμενο, ότι κάθε αγώνας έχει την ίδια σημασία.
Συνηθίζουμε να το λέμε και να το ισχυριζόμαστε, αλλά δεν ισχύει. Δεν είναι ούτε όλα τα ματς ίδια, ούτε όλα τα γκολ έχουν την ίδια σημασία.
Αυτά είναι κοινοτοπίες προπονητών και δημοσιογράφων, αφορούν το ποδόσφαιρο σε χαμηλότερο επίπεδο και όχι στα μεγέθη του Τιερί Ανρί.
Ο Γάλλος ικανοποιημένος ήταν μόνο τη σεζόν που η Άρσεναλ κατέκτησε αήττητη (!) την Premier League, επίτευγμα που όμοιό του μοιάζει αδύνατο στις μέρες μας.
Ήταν 25 ετών, σε πλήρη ανάπτυξη και αρμονία σε ψυχή και σώμα, με τη διαφορά ότι το μυαλό του είχε ξεφύγει από τα στενά ποδοσφαιρικά στάνταρ και όρια.
Γυρνάει μόνος του το παιχνίδι με τη Λίβερπουλ που προηγήθηκε δυο φορές, σκοράρει τα 4 από τα 5 γκολ εναντίον της Λιντς, τελειώνει τη μαγική σεζόν με 39 γκολ σε 51 παιχνίδια.
Ήταν μαγική χρονιά η σεζόν των «Invincibles», η Άρσεναλ έδινε μοναδικές παραστάσεις σε ολόκληρο το νησί, έπαιζε ένα ποδόσφαιρο πολύ σύγχρονο, πολύ γρήγορο, πολύ τεχνικό, από τα θελκτικότερα που είχαμε δει μέχρι τότε.
Όλα τα μέλη της ενδεκάδας αποφασισμένα, όλοι οι ποδοσφαιριστές με ικανότητα στην τρίπλα, στην πάσα, στο σουτ και στην κορυφή της επίθεσης ο πιο μοντέρνος επιθετικός που είχαν δει τα μάτια μας: ο Τιερί Ανρί.
Αντιπαθητικός, αναιδής, με «υφάκι», αλλά κανείς δεν τολμούσε να τον χαρακτηρίσει κακό παίκτη, όσο συνέχιζε με τους ίδιους ρυθμούς.
Το 2005, που η ομάδα κέρδισε ξανά το FA Cup, τελείωσε με 30 γκολ.
Το 2006, που η ομάδα άγγιξε το τρόπαιο του Champions League, ολοκλήρωσε με 33.
Ίσως, αν σε εκείνον τον τελικό η εξέλιξη ήταν διαφορετική, να είχε γραφτεί και διαφορετικά η ιστορία του θεσμού.
Ο Πατρίκ Βιεϊρά, ο πραγματικός αρχηγός και διόσκουρός του στην Άρσεναλ, αποχώρησε για την Γιουβέντους. Το πλήγμα τεράστιο, αλλά Βενγκέρ και ιδιοκτησία είχαν ήδη θέσει προ πολλού βασική προτεραιότητα το νέο γήπεδο.
Λόγω της προσωπικότητας του Τιτί και της «μαγιάς» των περασμένων ετών, παρέμεινε η χρυσόσκονη στην ομάδα.
Ο Ανρί ξεπέρασε τον μεγάλο Ίαν Ράιτ, έγινε ο αρχισκόρερ των gunners, πέτυχε σημειολογικά τα τελευταία γκολ στο Highbury που αισθανόταν «σαν τον κήπο του σπιτιού του», όπως είχε πει και σε μια συνέντευξη.
Το γυαλί είχε ραγίσει, παρά το γεγονός ότι ο Βενγκέρ επένδυσε σε πολύ μεγάλα prospects, όπως ο Σεσκ Φάμπρεγκας και ο Ρόμπιν Φαν Πέρσι.
Το Emirates, για τον δοξασμένο στην προηγούμενη εποχή Ανρί, ήταν κρύο, χωρίς προσωπικότητα, δίχως ψυχή.
Σε συνδυασμό με την απώλεια του τίτλου στο Παρίσι και τη μεταγραφή του Πατρίκ στη Γιούβε, ο Ανρί στάθμισε τα πράγματα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κύκλος, μετά από μια επταετία γεμάτη δόξα, είχε κλείσει.
Στην Μπαρσελόνα, κατέκτησε το πολυπόθητο Champions League, αμφιβάλλω όμως αν του το πιστώνει κανένας.
Ήταν μέλος της μαγικής επιθετικής τριάδας των 100+ γκολ στη σεζόν, χάρισε ανεπανάληπτες στιγμές και δεκάδες γλυκά πλασέ και στο κοινό του Καμπ Νου, ποτέ όμως δεν άγγιξε επίπεδα Άρσεναλ, ποτέ δεν συνδέθηκε το όνομά του με την ομάδα.
Έκανε, απλώς, αυτό που ήξερε να κάνει καλύτερα και τίποτε περισσότερο.
Πήγε και στις Η.Π.Α. κι εκεί σκόραρε κι εκεί τίμησε το συμβόλαιό του. Ήξεραν όμως όλοι, συμπεριλαμβανομένου και του ιδίου, ότι όφειλε να κλείσει το κεφάλαιο «Άρσεναλ».
Κι επειδή ο θεός του ποδοσφαίρου είναι μεγάλος, ο Τιτί πήγε με δίμηνο συμβόλαιο, τον Φεβρουάριο του 2012, πίσω στην Άρσεναλ.
Ντεμπούτο σαν αλλαγή για τον τρίτο γύρο του κυπέλλου εναντίον της Λιντς στο Emirates. Αυτό:
Με πλασέ, με εσωτερικό φάλτσο, με αγκαλιά στον Βενγκέρ, με τον Ντέιβιντ Μπέκαμ να παρακολουθεί από την εξέδρα και το γήπεδο στο πόδι να αποθεώνει τον μύθο.
Στο τελευταίο του παιχνίδι, ο θεός του ποδοσφαίρου ήταν και πάλι εκεί.
Καθυστερήσεις, το σκορ εναντίον της Σάντερλαντ κολλημένο στο 1-1. Τελευταία επίθεση, σέντρα από αριστερά. Γκολ.
Αποχαιρέτισε με δυο γκολ την ομάδα που του γέννησε τα μοναδικά συναισθήματα εντός γηπέδου στη ζωή του, δυο γκολ στα τελειώματα της καριέρας του, στα 35, χωρίς το ξεπέταγμα, χωρίς την έκρηξη, χωρίς τα φυσικά προσόντα που τον έκαναν να ξεχωρίσει, χωρίς καν τον αγαπημένο του αριθμό, το 14 του Κρόιφ.
Πάντοτε, όμως, τα στερνά τιμούν τα πρώτα, σπανίως η ζωή δεν επιστρέφει τα «δανεικά» της.
Κατέκτησε τίτλους, δόξα, χρήματα, αμέτρητο σεβασμό για προσωπικά επιτεύγματα, έφτασε στο υψηλότερο σκαλί του βάθρου και σε συλλογικό και σε εθνικό επίπεδο.
Σταμάτησε το ποδόσφαιρο το 2014, έγινε προπονητής, ξαναγύρισε στο Λονδίνο που του έχουν στήσει άγαλμα και τον λατρεύουν, επειδή τους κατάλαβε και τους λάτρεψε κι εκείνος.
Όλοι θυμούνται το ξέσπασμά του με τη Λιντς στην επιστροφή του, κανείς δεν ξεχνάει τον τρόπο που έκλεισε το μεγαλύτερο κεφάλαιο της ζωής και της καριέρας του.
Γιατί ο Ανρί άλλαξε. Ο Τιτί κατάλαβε ότι τελικά δεν είναι όλα τα ματς ίδια, δεν είναι όλα τα γκολ τα ίδια, δεν είναι όλοι το ίδιο.
Ναι, το τέλειο δεν υπάρχει, αλλά προσεγγίζεται και κάποια στιγμή στην καμπύλη της ζωής μας το προσεγγίζουμε, αχνοφαίνεται, οι πιο ικανοί και οι πιο τυχεροί το αγγίζουν κιόλας.
Και το αντιλαμβάνονται αργότερα, όταν γίνονται πιο ταπεινοί και αναγνωρίζουν τη σημασία των εξαιρέσεων.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro