Από τη μέρα που θυμάμαι τον εαυτό μου, θυμάμαι δύο πράγματα. Την οικογένειά μου ενωμένη και εμένα να αντικρίζω μία μπασκέτα.
Κολλημένη στον τοίχο του δωματίου ή στην πόρτα του σπιτιού.
Με θυμάμαι, φυσικά, και σε ένα γήπεδο.
Είναι σαν τώρα…
Είμαι παιδάκι και ακολουθώ τον πατέρα μου, σε όλες τις προπονήσεις του Αμαρουσίου.
Παρακολουθώ, με τα μάτια ορθάνοικτα, όλους αυτούς τους μεγάλους παίκτες να περνούν από την ομάδα.
Βλέπω τον Παναγιώτη Γιαννάκη να κάνει παρατήρηση από τον καλύτερο μέχρι τον μικρότερο με την ίδια ηρεμία, τον ίδιο σεβασμό.
Βλέπω τον Σπανούλη, στα πρώτα του βήματα, σε «κοκορομαχίες» με τον Κορωνιό, να δείχνει την επιθυμία του να εδραιωθεί και να φτάσει ψηλά.
Ζω τις στιγμές δόξας με τον Μανωλόπουλο, ως αρχηγό, να σηκώνει ψηλά το τρόπαιο του Σαπόρτα.
Ζω, δηλαδή, από κοντά, την τρομερή επιτυχία μιας ομάδας, την οποία λατρεύει και υπηρετεί η οικογένειά μου.
Δεν σταματώ να παρατηρώ τις φωτογραφίες και ορισμένα βίντεο του πατέρα μου. Συζητώ μαζί του ατελείωτες ώρες για το μπάσκετ. Ακούω τις ιστορίες του. Τον έχω προλάβει σε all-star παλαιμάχων. Καταλαβαίνω τι ήταν αυτοί οι παίκτες για τον κόσμο. Περνώντας έξω από το Καλλιμάρμαρο, τον ακούω να μας λέει: «Εδώ, έχω παίξει τελικό του Κυπέλλου και ήμουν ο καλύτερος παίκτης».
Ξαναγίνομαι, για λίγα λεπτά, 18-19 ετών. Έχω ήδη καταφέρει να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα. Παίζω στο αντρικό του Αμαρουσίου. Έχει φτάσει το 2009 και είμαι παίκτης του, στο Βερολίνο, όπου παίρνουμε την πρόκριση για τους ομίλους της Ευρωλίγκας. Ζω μεγάλες επιτυχίες με τις μικρές Εθνικές.
Αλλά και τώρα, με δέκα χρόνια επαγγελματικής πορείας στο μπάσκετ, νιώθω την ίδια πείνα που είχα στα πρώτα δύο. Την ίδια δίψα για κάτι καλύτερο για την καριέρα και τη ζωή μου.
Τώρα πια, όμως, είμαι έμπειρος και μπορώ να αντιμετωπίσω ωριμότερα τις καταστάσεις. Καλές και κακές.
Όσο περνούν τα χρόνια, αποκτάς αυτοπεποίθηση. Ξεπερνάς τα κόμπλεξ, τις ανασφάλειες, την πίεση. Το άγχος που μπορεί να έβαζες μόνος σου στον εαυτό σου και σου δημιουργούσε αμφιβολία. Αποδεικνύεις το πού μπορείς να σταθείς στην εκάστοτε ομάδα με τον ανάλογο ρόλο.
Σίγουρα, μετά από κάθε κακό παιχνίδι, δημιουργείς μια αμφιβολία μέσα σου για το αν είσαι αυτός ο παίκτης που θέλεις να είσαι. Θες να αποδείξεις κάτι στο επόμενο παιχνίδι.
Αλλά, πλέον, το χαμένο σουτ, τη χαμένη βολή και το λάθος τα συγχωρείς στον εαυτό σου, γιατί ήσουν σίγουρος γι’ αυτό που έκανες. Θα πας την επόμενη ημέρα στο γήπεδο και θα δουλέψεις.
Προσωπικά, τη χαμένη φάση, τη δουλεύω πάντα στην προπόνηση, ως μορφή «τιμωρίας», προκειμένου να μειώσω τις πιθανότητες αποτυχίας την επόμενη φορά.
Μέσω της δουλειάς, της συγκέντρωσης, της καλής ζωής, της διατροφής, μειώνω τις πιθανότητες αποτυχίας, έτσι ώστε στο τέλος του «ταξιδιού» να μην πω «μπορούσα να έχω κάνει κάτι καλύτερο».
Θα μπορούσα, για παράδειγμα, να έχω βάλει εκείνες τις δύο βολές κόντρα στον Ολυμπιακό, το 2016, να είχαμε κερδίσει και να ήμουν ακόμη στην ΑΕΚ. Αλλά, είναι κάτι για το οποίο δεν μπορώ να μετανιώσω. Εγώ, πρώτος, περισσότερο από τον καθένα, ήθελα να μπουν. Μόνο αυτό μου έχει κάτσει άσχημα, ως τώρα. Μακάρι να είχα αλλάξει κάτι, εκείνη την ημέρα.
Αλλά, προσωπικά, πιστεύω πολύ στα βιώματα. Όχι στις συμβουλές. Στο παράδειγμα που θα ζήσεις και θα σε πονέσει. Είτε από τη γκόμενα που θα σε χωρίσει είτε από τη χαμένη βολή. Όταν το ζήσεις, το νιώσεις και το ξεπεράσεις μόνος σου. Εμένα, αυτές οι δύο χαμένες βολές, με άλλαξαν. Με έκαναν πιο δυνατό. Πολύ πιο έτοιμο για την επόμενη φορά.
Με του που έφυγα από την ΑΕΚ, έπαιξα τελικό κυπέλλου της δεύτερης κατηγορίας της Ισπανίας με την Αραμπέρι και πέτυχα τρίποντο και βολή σε «νεκρό χρόνο», πηγαίνοντας το ματς στην παράταση. Στο ένα παιχνίδι ήμουν στο +2 και τις έχασα, στο άλλα στο -1 και την έβαλα. Οπότε, έγινα σίγουρα καλύτερος από αυτό.
Την κριτική των «απ’ έξω», εξάλλου, δεν την υπολογίζω. Όταν εκτίθεσαι στο χώρο του αθλητισμού, στα media και, όπως έχει γίνει η ζωή μας, στα social media, αποκτάς και αντιπάθειες. Δεν γίνεται να είμαστε αρεστοί σε όλους.
Ο κόσμος, δυστυχώς, ζηλεύει. Δεν θέλει να πει την καλή κουβέντα. Δυστυχώς, του μέσου Έλληνα, δεν του αρέσει να πετυχαίνει ο μέσος Έλληνας. Δεν είναι αποδεκτό ο μέσος Έλληνας να ξεχωρίσει, γιατί κατάφερε να δουλέψει ή γιατί ήταν πιο τυχερός ή πιο ικανός -γιατί η τύχη πηγαίνει κοντά στην ικανότητα.
Κάποιος που δεν είναι… 2.15, που δεν είναι ο πιο αθλητικός ή δεν σουτάρει σαν τον Στεφ Κάρι από τα 8 μέτρα, κατάφερε να παίξει στην ΑΕΚ, την τρίτη δύναμη της Ελλάδας. Εγώ έτσι το έβλεπα, όταν δεχόμουν αρνητική κριτική.
Σίγουρα, σε κάθε ομάδα που βρίσκομαι, υπερασπίζομαι με πάθος τα συμφέροντα και τη φανέλα της και αυτό δημιουργεί αντιπάθειες στους αντιπάλους. Γι’ αυτό το λόγο, μπορεί και να έχω χάσει «επόμενες δουλειές». Αλλά δεν θα άλλαζα κάτι. Και στην ομάδα τη δική τους να ήμουν, το ίδιο θα έκανα.
Για μένα, είναι καλό να έχει μια ομάδα έναν παίκτη που θα βγει μπροστά και θα υπερασπιστεί τα «πιστεύω» της και τους συμπαίκτες του. Με αυτό τον τρόπο, δείχνω το σεβασμό μου στον κόσμο της και τον ιδιοκτήτη.
Δεν είναι λαϊκισμός αυτό. Όπως δεν ήμουν ΑΕΚ τότε, δεν είμαι Πανιώνιος τώρα. Την ομάδα που υποστηρίζεις από παιδί δεν την αλλαζεις ποτε. Δεν θα το παίξω «κάτι», για να γίνω αρεστός. Δεν είμαι ψεύτικος.
Απλά, είμαι αφοσιωμένος στις ομάδες που αγωνίζομαι και δίνω τη ψυχή μου γι’ αυτές. Αυτό συνέβαινε πάντα, αυτό συμβαίνει και με τον Πανιώνιο.
Παραδέχομαι πως δεν θεώρησα ποτέ τον εαυτό μου «ταλαντούχο». Πάντα, όμως, δούλευα σκληρά στην προπόνηση. Ό,τι έχω καταφέρει να βάλω στο παιχνίδι μου είναι από αυτές τις ώρες δουλειάς στο γήπεδο. Και από την αυτοπεποίθηση που αποκτώ, κάνοντας σκληρή προπόνηση, χειμώνα-καλοκαίρι.
Το ξέρω πως δεν έχω το ταλέντο του Παππά, του Γιάνκοβιτς, του Σλούκα. Μου αρέσει να παραμένω ταπεινός και να πιέζω τον εαυτό μου. Ίσως, αυτό, να το έχω πάρει από τον πατέρα μου. Ποτέ δεν μας άφηνε με τον αδερφό μου, τον Φώτη, να έχουμε «ύφος».
Σε καλή εμφάνιση, ποτέ δεν μου έλεγε «μπράβο». Ακόμη και αν είχα πετύχει 25 πόντους. Μου έλεγε πως θα μπορούσα να κάνω διαφορετικά κάποια πράγματα. «Μα, ρε πατέρα, ήμουν ο καλύτερος παίκτης», έχω γυρίσει να του πω. Δεν του άρεσε να επαναπαυόμαστε. Ήθελε να πηγαίνουμε την επόμενη ημέρα στην προπόνηση με την ίδια όρεξη, την ίδια συγκέντρωση και την ίδια σοβαρότητα.
Ποτέ, όμως, δεν με πίεσε να γίνω μπασκετμπολίστας. Απλώς, μου μετέφερε τη νοοτροπία που είχε και εκείνος ως αθλητής. Ήταν σκληρός παίκτης, δουλευταράς. Δεν ήταν ποτέ του ευνοημένος. Έτσι κι εγώ, προσπαθούσα να κερδίσω τον κάθε προπονητή και το χρόνο συμμετοχής μου με την αξία μου και τη συμπεριφορά μου στο γήπεδο.
Η μητέρα μου, από την πλευρά της, όταν ήμουν μικρός, ήθελε να σπουδάσω. Το μπάσκετ δεν μπορούσε να μας εξασφαλίσει κάτι για το μέλλον. Η οικογένειά της έχει ένα συγκεκριμένο υπόβαθρο. Ο πατέρας της και οι θείοι μου έχουν τη δική τους πορεία στο δικηγορικό και πολιτικό χώρο και η κατεύθυνση για τα παιδιά της ήταν, ξεκάθαρη. Η Νομική.
Ευτυχώς, για μένα, αυτό ήρθε με το «άνευ». Είχαμε πολλές επιτυχίες με την Εθνική ομάδα κι έτσι μου δόθηκε η δυνατότητα στην 3η Λυκείου να είμαι πιο άνετος με τα μαθήματα και να παίζω μπάσκετ.
Όλη η οικογένεια ήταν περήφανη και χαρούμενη για μένα και τα ξαδέρφιά μου. Τα ξαδέρφιά μου πέρασαν στη Νομική, ο αδερφός μου έχει τελειώσει κι αυτός τη Νομική στην Κύπρο.
Είμαστε μια παραδοσιακή οικογένεια. Κάθε Κυριακή, τρώγαμε στη γιαγιά. Βρίσκονταν όλα τα αδέρφια μαζί. Γινόταν και η σχετική πλάκα για το μπάσκετ.
Ήμασταν και είμαστε ενωμένοι.
Τώρα πια, όμως, τίποτα δεν είναι ίδιο…
Τον θείο μου και νονό μου, τον Μιχάλη Ζαφειρόπουλο, τον εκτέλεσαν εν ψυχρώ στο γραφείο του, τον Οκτώβριο του 2017.
Είναι μια φρίκη στο μυαλό μου, όλο αυτό.
Είναι κάτι πολύ άσχημο που έζησε και ζει η οικογένειά μου. Είναι κάτι που δεν θα αλλάξει. Ο θείος μου δεν θα γυρίσει πίσω. Σε κάθε γιορτή, δεν θα υπάρχει χαρά. Θα υπάρχει ένα βαρύ κλίμα. Αυτό που συνέβη ήταν κάτι τραγικό. Και μόνο να σκέφτεσαι πως δουλεύουν ο αδερφός σου και ο ξάδερφός σου στο ίδιο γραφείο…
Θα μπορούσαν να είναι, εκείνη τη στιγμή, εκεί και να είχαν αντιδράσει διαφορετικά από το συνεργάτη του θείου μου, ο οποίος σίγουρα φοβήθηκε. Δεν αντέδρασε, όπως θα το έκανε ένα μέλος της οικογένειας, για να προστατέψει ο ένας τον άλλο.
Είναι πολύ δύσκολο. Πολύ σκληρό.
Δεν ήθελα ποτέ να μιλήσω γι’ αυτό. Δεν είμαι από αυτούς που θα ανοιχτούν. Το ψιλο-κοροϊδεύω, όταν βγάζει κάποιος στα social media την απώλεια ενός ανθρώπου του. Έτυχε πρόσφατα να γράψω κάτι πολύ μικρό. Το ένιωσα και το έκανα.
Γενικά, η οικογένειά μας είναι πολύ δεμένη. Ήταν μεγάλο το χτύπημα.
Το χειρότερο που συνέβη εκείνη την ημέρα, πέρα από το ίδιο το γεγονός, ήταν το πώς το έμαθα.
Δεν θα το ξεχάσω ποτέ…
Τελειώνω την προπόνηση με την ομάδα μου. Όπως κάθε φορά, παίρνω πρώτα τον πατέρα μου για να του πω: «όλα καλά, τελείωσα, πάω στο σπίτι». Το άγχος του πατέρα – πρώην αθλητή, μήπως χτυπήσει ο γιος του. Το άγχος όλων των γονιών…
Όμως, δεν μου το σηκώνει κανείς, παρότι εκεί, γύρω στις 8, είναι πάντα όλοι διαθέσιμοι. Πηγαίνω για φαγητό στη Λάρισα.
Δεν με έχει πάρει κανείς τηλέφωνο και δέχομαι ένα μήνυμα στο Facebook, το οποίο ξεκινά με «συλλυπητήρια». Εκείνα τα δευτερόλεπτα, χάνεται η γη κάτω από τα πόδια μου. Σίγουρα, έχω χάσει κάποιον δικό μου, αλλά δεν ξέρω ποιον!
Δεν υπάρχει δεύτερη σκέψη. Φεύγω, κατευθείαν, για την Αθήνα, για να βρεθώ στο πλευρό της οικογένειάς μου…
Όταν βλέπεις, εκεί, τη μητέρα σου, το θείο σου, τον πατέρα σου, όλη την οικογένειά σου, να κλαίνε και να έχουν λυγίσει και εσύ να πρέπει να βρίσκεσαι στην Πάτρα για να παίξεις αγώνα σε δύο ημέρες…
Το να μην είσαι στην κηδεία του θείου σου είναι κάτι δύσκολο. Πάρα πολύ δύσκολο.
Η τότε ομάδα μου, ο Φάρος, ήταν πολύ σωστή απέναντί μου. Δεν μου επέβαλλε να αγωνιστώ.
Αυτό που έκανα, λοιπόν, ήταν να μιλήσω με τη θεία μου. Τη ρώτησα: «Τι θέλεις να κάνω; Έχω αγώνα». Μου απάντησε: «Θα κάνεις αυτό που θέλει ο Μιχάλης! Κι αυτό που θέλει είναι να σε δει να κάνεις τη δουλειά σου. Να μας κάνεις υπερήφανους…». Οπότε, πήγα κανονικά στο παιχνίδι. Πέτυχα 19 πόντους. Το θυμάμαι και δακρύζω…
Ο πόνος της απώλειας, βαρύς. Σε αυτήν την περίπτωση, δεν έχει να κάνει αν είσαι ο πιο πλούσιος ή ο πιο φτωχός. Ο πιο γνωστός ή ο πιο άγνωστος.
«Η ζωή συνεχίζεται», λένε. Η μόνη διαφυγή είναι αυτό που έχεις ως επάγγελμα, ως ασχολία. Το κάνεις για να ξεχαστείς. Ειδικά, το πρώτο διάστημα, το μόνο που με βοήθησε ήταν η μπάλα. Γενικά, η μπάλα είναι ψυχοθεραπεία στα πάντα, για μένα. Πόσο μάλλον σε αυτό.
Ένας λόγος που άργησα να «κλείσω» σε ομάδα ήταν πως ήθελα να είμαι κοντά στην οικογένειά μου για τα δικαστήρια που ήταν στις αρχές του Σεπτεμβρίου. Ήμασταν αντιμέτωποι με το Νο1 και το Νο2 της αλβανικής μαφίας στην Ελλάδα. Με αυτούς που κάνουν κουμάντο στη φυλακή. Δεν μπορούσα να αφήσω τους γονείς μου.
Από τη στιγμή που δεν είχα κάποια τρομερή πρόταση, θα έκανα υπομονή, γιατί ήθελα να είμαι κοντά τους.
Ακόμη και τώρα, έχω πολύ θυμό μέσα μου. Όσα νιώθω, δεν θα μου φύγουν! Αλλά δεν μπορώ να κάνω και κάτι. Το ελληνικό σύστημα και η ελληνική δικαιοσύνη, δεν σε βοηθούν, έτσι και αλλιώς.
Φυσικά, έχω και φόβο. Ο αδερφός μου είναι από τους κύριους μάρτυρες στη δίκη. Οι γονείς μου, σίγουρα, δεν κοιμούνται όταν βγαίνουμε μια βόλτα. Έχουν το άγχος.
Μιλάμε για κάτι που δεν είναι «ένα παιχνίδι». «Ένα χαμένο σουτ». Είναι πολύ πιο σοβαρό. Και αυτό που ακολουθεί είναι ακόμη πιο δύσκολο για την οικογένειά μας. Πιο επικίνδυνο. Με αυτούς τους ανθρώπους, δεν μπορείς να είσαι σίγουρος.
Τα βλέπουμε στις ταινίες, αλλά τελικά συνέβη στην οικογένειά μας.
Ήταν κάτι πολύ δύσκολο και δεν θα αλλάξει ό,τι έγινε. Δεν θα αλλάξει ποτέ.
Άλλαξε μόνο ο τρόπος σκέψης μου. Πια, δε στεναχωριέμαι για τίποτα. Δεν μπορεί να με στεναχωρήσει ένα χαμένο σουτ. Δεν μπορεί να με στεναχωρήσει ένα λάθος. Μπασκετικά, έχω ηρεμήσει. Θύμωνα με την κάθε βλακεία. Δεν δίνω σημασία, πλέον. Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει.
Είναι κλισέ, είναι βαρετό, αλλά ισχύει.
Πιστεύω πως η περσινή ήταν η καλύτερη χρονιά, για μένα. Από εκείνη τη μέρα, με όλα αυτά, ξεκίνησα να παίζω καλύτερα. Ίσως να πείσμωσα.
Ένιωσα πως ενεργοποιήθηκα περισσότερο. Πως «ξύπνησα».
Σαν να «μεγάλωσα» και να πρέπει να κάνω κάτι παραπάνω…
Να σταθώ δίπλα στον ξάδερφό μου, με τον οποίο έχουμε μεγαλώσει μαζί. Να στηρίξω περισσότερο τη μάνα μου, γιατί κλαίει τα βράδια για τον αδερφό της.
Να δώσω σε όλους χαρά!
Κάθε φορά που μπαίνω στο παρκέ, αυτό θέλω.
Επειδή πιστεύω στο Θεό, όπως ένιωθα πέρυσι πως ο θείος μου ήταν εκεί μαζί μου, έτσι και φέτος νιώθω πως έχει μετακομίσει, εδώ, στη Νέα Σμύρνη.
Photo Credits: Ανδρέας Παπακωνσταντίνου
Επιμέλεια κειμένου: Λουκάς Μαστροδήμος