Στα χρόνια της ηγεμονίας του μέχρι και τον Νοέμβριο του 1993 που έπεσε νεκρός, ο Πάμπλο Εσκομπάρ υπολογίζεται ότι δολοφόνησε κοντά στους 4.000 ανθρώπους.
Μεταξύ αυτών δεν ήταν διόλου μικρός ο αριθμός αστυνομικών και κρατικών αξιωματούχων γενικότερα. Ο διασημότερος βαρώνος ναρκωτικών στην ιστορία ήταν ο απόλυτος φόβος και τρόμος των πάντων. Ένα νεύμα, μία εντολή του και μία ζωή χανόταν.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 αποφάσισε να μπει στο ποδόσφαιρο. Έκανε δική του την Ατλέτικο Νασιονάλ και το 1989 συνέβη το “θαύμα”. Για πρώτη φορά ομάδα από την Κολομβία κατακτούσε το Copa Libertadores. Με την ηγετική μορφή του Ρενέ Ιγκίτα στην εστία να κυριαρχεί, οι Κολομβιανοί πήραν ένα τρόπαιο το οποίο για πάντα ωστόσο θα έμενε στοιχειωμένο από τις φήμες περί δωροδοκιών, εκβιασμών και απειλών προς τους αντιπάλους.
Σε αυτό το περιβάλλον, μεταξύ δόξας και δόλου, έναν μόλις χρόνο αργότερα ο Φαουστίνο Ασπρίγια βρέθηκε να κάνει το άλμα και να βρίσκεται στην κορυφή της επίθεσης της Ατλέτικο. Ο Φρανσίσκο Ματουράνα, ο κορυφαίος προπονητής στην ιστορία της χώρας, o οποίος μόλις είχε οδηγήσει και την Εθνική Κολομβίας στο Μουντιάλ της Ιταλίας έπειτα από 28 χρόνια, είχε ξετρελαθεί μαζί του σε αγώνα εναντίον της ομάδας του. Ο 20χρονος ζογκλέρ με τις ατρόμητες επελάσεις έβγαζε μάτια με την Κουκουτά, σκοράροντας 17 γκολ στην πρώτη σεζόν του στα επαγγελματικά Πρωταθλήματα.
Τον είχε τσεκάρει προσωπικά και ο Εσκομπάρ, ο οποίος έστειλε ο ίδιος υπογεγραμμένο το συμβόλαιο του παίκτη, δίχως καν να τον ρωτήσει. Η συμφωνία είχε κλείσει από… μόνη της. Ποιος θα μπορούσε να την αμφισβητήσει;
Ο Ασπρίγια τα είχε καταφέρει. Είχε νικήσει την διαρκή απόρριψη της παιδικής ηλικίας. Τότε που δοκιμάστηκε στις Ντεπορτίβο και Αμέρικα και τον έδιωξαν. Ενώ λοιπόν στην πόλη του Κάλι τον σνόμπαραν, το αντίπαλο δέος των καρτέλ, εκείνο του Μεντεγίν, κατάλαβε το ταλέντο του.
Ο μικρός μπήκε δυναμικά στην 11άδα, στο πλευρό του καλύτερου συμπατριώτη του επιθετικού της εποχής, κάνοντας άμεσα τον Βίκτορ Ούγο Αριστισάμπαλ να φαίνεται δευτεροκλασάτος δίπλα του. Στην πρώτη του χρονιά έχασαν το Πρωτάθλημα, αλλά στη δεύτερη το σήκωσαν, με τον ίδιο να πυροβολεί 12 φορές.
Ήταν ήδη το νέο μεγάλο αστέρι και με αυτή την ιδιότητα ταξίδευε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης 1992, εκεί όπου θα προκαλούσε το ενδιαφέρον αρκετών ευρωπαϊκών ομάδων. Θα έπρεπε όμως πρώτα να λύσει ένα τεράστιο πρόβλημα που τον περίμενε πίσω στην πατρίδα.
Η μηχανή του Εσκομπάρ
Μία από τις βασικές εντολές του Εσκομπάρ προς τους παίκτες της ομάδας του ήταν ότι πρέπει να φροντίζουν τον εαυτό τους και να μην τον θέτουν σε κανέναν κίνδυνο. Οπότε, σε αυτό το πλαίσιο, απαγορευόταν και το να έχουν στην κατοχή τους μηχανές. Και ο Φαουστίνο με τον πρώτο κιόλας μισθό είχε αγοράσει μία 1.000 κυβικών. Είχε μάλιστα προσπαθήσει να το κρατήσει μυστικό, αλλά ο βαρώνος το έμαθε. Και τότε ο νεαρός επιθετικός έδειξε ότι δεν φοβόταν τίποτα και κανέναν, καθώς αρνήθηκε να την πουλήσει.
«Εκεί, η αλήθεια είναι ότι έπαιξα με τη φωτιά. Τώρα που το σκέφτομαι, ήμουν νέος και ανόητος, αλλά μου αρέσει που ήμουν τέτοιος», θα παραδεχθεί σε μεταγενέστερη συνέντευξή του.
Εννοείται ότι ο Εσκομπάρ δεν θα το άφηνε έτσι. Τον αγαπούσε όμως τον μικρό και δεν ήθελε να τον βλάψει. Έδωσε επομένως εντολή να του κλέψουν το μηχανάκι. Ο Ασπρίγια το πληροφορήθηκε από συμπαίκτη του και πρόλαβε να το χαρίσει στον αδερφό του. Τότε ο Εσκομπάρ τον πήρε τηλέφωνο και του είπε ότι θα έφευγε. Εάν αρνούνταν, θα του συνέβαινε κάτι πολύ κακό. Ο «Τίνο» δεν θα μπορούσε σε αυτή την περίπτωση να παραμείνει ατρόμητος. Συμφώνησε. Και τελικά δεν τον χάλασε καθόλου. Η άγνοια κινδύνου που είχε επιδείξει τον είχε βάλει στο αεροπλάνο για ένα τρελό ταξίδι.
Το θαύμα της Πάρμα
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 ένας τρελός Ιταλιάνος είχε βαλθεί να πραγματοποιήσει όσα απίθανα ονειρεύτηκε. Ο Ερνέστο Τσεζαρίνι πήρε την άσημη Πάρμα και με τον νεαρό τεχνικό τότε, Αρίγκο Σάκι, την πήγαν στη Serie B. Ώσπου το 1989 κατάφερε να κλείσει συμφωνία με τη μεγάλη εταιρεία Parmalat. Πλέον είχε χρήμα και τα πάντα μπορούσαν να συμβούν.
Η δουλειά δόθηκε στον Νέβιο Σκάλα και αμέσως έπιασε τόπο. Το 1990 τη βρήκε στα σαλόνια και, καθώς υπήρχε ρευστό, ξεκίνησε η διαρκής ενίσχυση. Ο Σκάλα που αναζητούσε το κάτι παραπάνω βρισκόταν στη Βαρκελώνη το 1992 και παρακολούθησε όλα τα παιχνίδια της Κολομβίας. Η εντολή είχε δοθεί και το timing δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο. Ο Εσκομπάρ τον έδιωχνε, οι Τζαλομπλού είχαν λεφτά και το deal έκλεισε στα 11 εκατ. δολάρια, ποσό σοβαρό για την εποχή.
Όταν ο Ασπρίγια έφτασε στο Ennio Tardini, τους βρήκε εκεί φρέσκους Κυπελλούχους, να πανηγυρίζουν το πρώτο τρόπαιο της ιστορίας τους. Και μπήκε δυναμικά στο παιχνίδι.
Ο Σκάλα είχε την ευτυχία να έχει στην επίθεση ένα εκπληκτικό δίδυμο με τον Κολομβιανό και τον Τζαφράνκο Τζόλα στα καλύτερά του. Και ξωπίσω τους ο πειθαρχημένος Σουηδός, Τόμας Μπρολίν, να διαφεντεύει τους κανόνες της οργάνωσης.
Τα δύο πρώτα που έκανε στην Ιταλία ήταν τα εξής. Αρχικά, έβαλε μία εκπληκτική φαουλάρα από τα 30 μέτρα, με την οποία τερμάτισε το αήττητο σερί των 58 αγώνων της θρυλικής Μίλαν των Ολλανδών και του Φάμπιο Καπέλο. Και έπειτα, πήγε και ζήτησε να του αγοράσουν μία Honda Transalp, με την οποία έκανε ασταμάτητα βόλτες, για να τον βλέπουν όλοι και να ξορκίσει το παρελθόν του φόβου. Ήταν ευτυχισμένος και αυτό έβγαινε στο γήπεδο.
Χορός και τρόπαια
Αυτό που είδαν αρχικά στην Πάρμα δεν είχε όμοιό του. Είχε να κάνει με τη μουσική ψυχή της πατρίδας του. Η παλιά κούμπια σε συνεργασία με το καινούργιο αλήτικο ρεγκετόν και μαζί τα ακούσματα των ιθαγενών έκαναν εκείνον τον Καφετέρο να βγάζει γκάζι και να πανηγυρίζει τα γκολ του χορεύοντας. Το παιχνίδι του έμοιαζε με ένα ερωτικό παιχνίδισμα από πνευστά, φλογέρες και τάστα, προσδίδοντας εκρηκτικότητα στο τέμπο. Έδειχνε να τα κάνει όλα τόσο καλά.
Και το φινάλε της σεζόν έφερε μαζί με το θέαμα και την επίτευξη του στόχου. Στον νικηφόρο Τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων του 1993 (3-1 την Αντβέρπ) ήταν τραυματίας. Είχε φροντίσει όμως να σκοράρει τέσσερεις φορές σε αυτήν την πορεία και μάλιστα να βάλει τα δύο στο τρελό πέρασμα με 1-2 από την Ατλέτικο Μαδρίτης στα ημιτελικά. Λίγους μήνες αργότερα με το 0-2 στο San Siro θα φέρουν τούμπα την ήττα στο πρώτο ματς και κόντρα στη Μίλαν θα σηκώσουν το Super Cup Ευρώπης.
Πλέον όλοι στην Ευρώπη μιλούν για το φαινόμενο της Πάρμα αλλά και για εκείνον. Το 1994 θα φτάσουν και πάλι στον Τελικό του Κυπελλούχων, αλλά θα τους λυγίσει η Άρσεναλ (1-0). Είναι όμως η εποχή των «Gialloblu» και θα επιστρέψουν άμεσα. Αυτή τη φορά έχουν απέναντί τους τη Γιουβέντους στον Τελικό του UEFA. Για να φτάσουν εκεί, έχει βάλει αυτός τα γκολ που πρέπει. Θα σκοράρει τρεις φορές στα ημιτελικά με τη Λεβερκούζεν και στο τέλος η ομάδα του θα επικρατήσει με συνολικό σκορ 2-1 της «Γιούβε».
Όλα φαντάζουν εκπληκτικά. Δεν είναι όμως. Ο Σκάλα είναι καιρό που δεν τον θέλει.
Τον βλέπει να σέρνεται και να βαριέται στις προπονήσεις. Στα παιχνίδια είναι πιο ζωηρός, αλλά μαλώνουν αρκετές φορές στα αποδυτήρια. Το ανέμελο της αλεγκρίας. Αυτό που, απελευθερωμένο από τα “πρέπει” της Ευρώπης, προστάζει το ποδοσφαιρικό χρωμόσωμά του, δεν του επιτρέπει να μπει σε αγωνιστικά καλούπια.
Αυτοκαταστροφή
«Δεν είχα μυαλό. Βαριόμουν τις προπονήσεις και δεν μπορούσα να κατανοήσω τι μου ζητούσαν οι προπονητές μου. Είχα μάθει να παίζω χωρίς κανόνες και δεν ήθελα να πετάξω την ελευθερία μου για χάρη της τακτικής. Αυτό είναι και το μεγάλο πρόβλημα του ποδοσφαίρου. Δεν επιτρέπει στους παίκτες να βγάλουν αυτό που έχουν μέσα τους και τους μετατρέπει σε ρομπότ», θα αιτιολογηθεί, αλλά το πρόβλημά του δεν ήταν μόνο αυτό.
Η απειθαρχία του δεν είχε να κάνει αποκλειστικά με την τακτική. Καθώς αναζητούσε διαρκώς την ελευθερία του, γινόταν ολοένα και πιο αιχμάλωτος των παθών και τον προσωπικών επιθυμιών του. «Δεν έκανα καλή ποδοσφαιρική ζωή. Μεθούσα, χόρευα μέχρι αργά και ξυπνούσα αργά. Συνήθως κοιμόμουν για πολλά βράδια στη σειρά και με διαφορετική γυναίκα. Το ποδόσφαιρο είχε πάψει να βρίσκεται σε πρώτο πλάνο στο κεφάλι μου. Και δεν είχα κανένα όριο σε όσα έκανα», θα παραδεχτεί για τις ατελείωτες φιέστες και τα όργια που βίωνε στην Ιταλία.
Και είναι ακριβώς αυτή η απουσία πειθαρχίας που δεν θα του επιτρέψει να κάνει όσα μπορούσε. Που δεν θα γίνει η γέφυρα μεταξύ του στόχου και της επίτευξης του στόχου.
Θα πέσει πιωμένος με τη δεύτερη μηχανή του. Θα διαλύσει την ολοκαίνουργια Africa Twin και λίγο καιρό αργότερα το δελτίο ατυχημάτων του θα καταγράψει πέντε τροχαία και ισάριθμα τρακαρισμένα αυτοκίνητα. Τα πρωτοσέλιδα θα γεμίσουν από φωτογραφίες του με διάσημα μοντέλα σε πανάκριβα εστιατόρια του Μιλάνου. Θα χάσει προπονήσεις, επειδή ταξίδεψε χωρίς άδεια στη Ρώμη.
Παράλληλα, ο Σκάλα έχει πάρει στην ομάδα τον πολύπειρο Χρίστο Στόιτσκοφ και σα δεύτερη επιλογή προτιμάει τον νεαρό Πίπο Ιντζάγκι. Παίζει ελάχιστα, έχει έρθει η ώρα να φύγει.
Εκεί είναι που θα εμφανιστεί ο Κέβιν Κίγκαν και, γνωρίζοντας τα παραπάνω, θα πάρει τα ρίσκα του. Άλλωστε, το Νιούκαστλ στο οποίο θέλει να τον πάρει είναι ένα βροχερό, σκοτεινό μέρος, όπου το μόνο που θα μπορούσε να βρει είναι βαρετές, θλιμμένες pub, στις οποίες συχνάζουν πρώην ανθρακωρύχοι.
Νιούκαστλ
Είναι Φλεβάρης και η Νιούκαστλ προπορεύεται. Βλέπει όμως τη διαφορά των 12 βαθμών του Γενάρη να ροκανίζεται ασταμάτητα από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Στο Saint Jame’s Park τον υποδέχονται σα σούπερ σταρ. Μπαίνει αλλαγή στο πρώτο ματς και το γυρίζει με δύο ασίστ. Δεν θα έχει ανάλογη συνέχεια.
Σε ένα παιχνίδι με την Άρσεναλ θα βγει αλλαγή και θα σηκωθεί να φύγει με τη μηχανή που μόλις έχει αγοράσει. Όταν τον ρωτούν γιατί έφυγε, απαντάει με θράσος στους δημοσιογράφους ότι «Δεν υπήρχε λόγος να μείνω. Άλλωστε, δεν καταλαβαίνω καν τι λέει ο προπονητής, όταν μιλάει». Ο Κίγκαν γίνεται έξαλλος, θεωρώντας ότι αυτός ο τρελός τού κάνει ξαφνικά την ομάδα άνω-κάτω. Και έχει δίκιο.
Ο Κολομβιανός θα σκοράρει μόλις τρεις φορές και θα χαθεί ο τίτλος, τον οποίον άγγιξαν τόσο ρεαλιστικά για πρώτη φορά από το 1927. Θα τον κατηγορήσουν ότι ευθύνεται γι’ αυτήν την απώλεια.
Θα το εξηγήσει καλύτερα ο συμπαίκτες του, Ντέιβιντ Μπάτι: «Είχαμε ένα σύστημα και δούλευε εξαιρετικά. Μπήκε ο Φαουστίνο στην ομάδα και τα αναποδογύρισε όλα. Μπορεί να ήταν παικταράς, αλλά τα έκανε όλα με δικό του τρόπο και μας μπέρδευε όλους. Χαλούσε τη σειρά και τη λογική του παιχνιδιού μας, καθώς έπαιρνε την μπάλα και έκανε ό,τι του κατέβαινε εκείνη τη στιγμή».
Παράσταση και πτώση
Την επόμενη χρονιά ο Κολομβιανός προσπάθησε κάπως περισσότερο να συνδεθεί με την ομάδα. Δίπλα του βρέθηκε και ο κορυφαίος Άγγλος επιθετικός της εποχής, Άλαν Σίρερ, ο οποίος αποκτήθηκε από τη Μπλάκμπερν. Ο Ασπρίγια έβαλε μόλις τέσσερα γκολ στο Πρωτάθλημα και εννέα συνολικά στη σεζόν και η ομάδα τερμάτισε και πάλι στη δεύτερη θέση, φτάνοντας και στα προημιτελικά του Κυπέλλου UEFA.
Το κοινό και ο Τύπος είχαν διφορούμενη άποψη. Είχαν μπροστά στα μάτια τους ένα αυθεντικό ποδοσφαιρικό διαμάντι. Τον αποκάλεσαν «χταπόδι», καθότι άπλωνε τα πόδια του παντού και πιο γρήγορα από κάθε άλλον. Ένας φοβερός τύπος που κάλπαζε σε όλες τις θέσεις τις επίθεσης, πρόσθετε φαντασία και ανεμελιά στον γκρίζο βρετανικό Βορρά, αλλά δεν μπορούσε να βάλει εύκολα γκολ και έκανε πάντα το εύκολο δύσκολο. Και, φυσικά, συνέχιζε να πίνει και να ξενυχτάει ακόμα και στα βαρετά μπαρ της περιοχής.
Η επόμενη χρονιά τους βρήκε στον όμιλο του Champions League. Εκεί που ο «Τίνο» θα έδινε την κορυφαία παράσταση της καριέρας του. Απέναντι στην Μπαρτσελόνα των Φίγκο, Ριβάλντο, Κλάιφερτ, Γκουαρδιόλα, Λουίς Ενρίκε, θα στήσει ένα εκπληκτικό χατ τρικ. Κόντρα στους πιο σπουδαίους αντιπάλους βρίσκει το κίνητρο. «Εκείνες τις μέρες κοιμήθηκα νωρίς, έφαγα σωστά και δεν ήπια καθόλου», θα ομολογήσει.
Θα είναι από τα τελευταία γκολ του στο Νησί. Τον Φεβρουάριο του 1998 ο Κένι Νταλγκλίς, ο οποίος έχει αντικαταστήσει τον Κίγκαν, θα τον στείλει από εκεί που ήρθε. Στην Πάρμα τον περιμένει ο Κάρλο Αντσελότι. Μόνο που δεν θα του δώσει ευκαιρίες. Τον θέλει για βοηθητικό. Λογικό, στη γραμμή κρούσης του έχει τους Ερνάν Κρέσπο, Ενρίκο Κιέζα.
Ακόμα και έτσι όμως θα κατακτήσει το Κύπελλο Ιταλίας και θα αποχωρήσει. Έχει έρθει η ώρα να επιστρέψει στη Λατινική Αμερική.
Ανοησίες
Είναι 30 ετών, όταν πηγαίνει στη Βραζιλία. Μόνο που είναι πλέον αργός. Δεν έχει έκρηξη, δεν σοφίζεται το γκολ όπως παλιά. Δεν έχει μεγαλώσει τόσο, αλλά όλ’ αυτά τα χρόνια δεν έχει δουλέψει ποτέ σοβαρά. Πορεύτηκε με το ταλέντο. Αυτό τον πήγε από το “Α” στο “Δ”. Για να πας όμως παρακάτω, πρέπει να μοχθήσεις και αυτός δεν γουστάρει τον μόχθο.
Θα αρχίσει επομένως τις ανοησίες. Μέχρι το 2004 θα περάσει από Μεξικό, Κολομβία και Χιλή. Περισσότερα από τα γκολ του θα είναι ωστόσο τα πρωτοσέλιδα για τους λάθος λόγους. Θα τον φωτογραφίσουν σε αγώνα με το μόριό του να κρέμεται έξω από το σορτσάκι, θα πρωταγωνιστήσει σε προκλητική διαφημιστική καμπάνια για προφυλακτικά και θα κατηγορηθεί για συμμετοχή σε κύκλωμα κοκαΐνης, όπου τελικά θα αθωωθεί, ενώ θα πάρει ένα πιστόλι και θα αρχίσει να ρίχνει, για να εμψυχώσει τους συμπαίκτες του στην Ουνιβερσιδάδ Ντε Τσίλε, στο τέλος θα καταλήξει σε τηλεοπτικά σήριαλ και reality, ντροπιάζοντας το ποδοσφαιρικό παρελθόν του.
«Γνωρίζω καλύτερα από τον καθένα τις δυνατότητες που είχα. Με κατηγορούν ότι ήμουν τεμπέλης και πέταξα τόσο ταλέντο στα σκουπίδια. Και τι να έκανα δηλαδή; Να άκουγα άσχετους προπονητές να μου λέν’ πώς πρέπει να παίξω; Τι ξέρουν όλοι αυτοί; Εμείς οι παίκτες ξέρουμε καλύτερα τι πρέπει να κάνουμε. Άλλωστε ήθελαν απλώς να δίνω την μπάλα και να κάνω κίνηση. Μα εγώ τους έλεγα ότι είμαι ο “Τίνο” και ότι, όταν έχω την μπάλα, δεν μπορεί να μου την πάρει κανείς. Εγώ φταίω; Εκείνοι δεν ήθελαν να με ακούσουν. Για εμένα η μπάλα ήταν πάντοτε διασκέδαση και το να βγάλω καλά χρήματα. Τα έκανα και τα δύο και είμαι ευχαριστημένος με αυτό».
Ο Φαουστίνο Ασπρίγια δεν έκανε κέφι το αθλητικό κατεστημένο. Έπαιξε με τους δικούς του κανόνες και ίσως κάπου να κέρδισε, αλλά κυρίως φαίνεται να έχασε. Να μην είδε το σωστό φινάλε της ταινίας του.
Μα δεν τον απασχολεί. Εκείνος ήταν απλώς χαρούμενος με το να λικνίζεται. Όπως έκανε από μικρός στους λασπωμένους δρόμους στη γειτονιά της Τούλα. Και δεν τον απασχολεί η άποψη των άλλων. Άλλωστε, στο φινάλε της ημέρας μπορεί απλώς να καβαλάει τη μηχανή του και να υπερηφανεύεται πως δεν φοβήθηκε ποτέ του κανέναν.
Ούτε καν τον Πάμπλο Εσκομπάρ…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: