Η επιστολή ήταν επίσημη, με γραμματόσημο και επίσημη σφραγίδα του κράτους.
Απευθύνετο στον Νταμιάν Σιμάνσκι, αλλά όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, το παρέλαβαν πρώτοι οι γονείς του.
Όταν ο πιτσιρίκος επέστρεψε από το σχολείο, η απόφαση των γονέων ήταν να μην τον προειδοποιήσουν, να μην τον προϊδεάσουν, αλλά να τον αφήσουν να το διαχειριστεί μόνος του.
Ο Νταμιάν ξεκίνησε να διαβάζει και λέξη-λέξη. Όσο οι κόρες των ματιών του διαστέλλονταν, οι μορφασμοί στο πρόσωπό του ολοένα και πλήθαιναν.
Ύψωσε το βλέμμα τρομαγμένος, ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που καλείτο να διαχειριστεί μια τόσο σοβαρή κατάσταση. Αναζήτησε τη θαλπωρή στο βλέμμα του πατέρα του, γνωρίζοντας όμως ότι είχε κάνει λάθος.
«Διατάραξη κοινής ησυχίας και φθορά δημόσιας περιουσίας. Για ποιο λόγο το κάνεις αυτό Νταμιάν;», ρώτησε αυστηρά ο πατέρας.
Ποιος να το περίμενε ότι ένα απλό, ανέμελο παιχνίδι με τις σχολικές τσάντες να παριστάνουν τα δοκάρια στους δρόμους του Κράσνικ θα επέφερε τόση αναστάτωση.
Ίσως επειδή σ’ αυτήν την κωμόπολη της ευρύτερης περιοχής του Λούμπλιν, οι κάτοικοι ήταν μαθημένοι στην απόλυτη ησυχία και πως να μην είναι οι άνθρωποι που κατοικούν σε μια οδό που πήρε το όνομά της από τον Γέρζι Ποπιελούσκο, τον Πολωνό καθολικό ιερέα που δολοφονήθηκε από το καθεστώς.
Ήταν αρκετή μια καταγγελία μιας γειτόνισσας στο διαχειριστή του οικοδομικού συγκροτήματος και το θέμα έφτασε να απασχολεί τους περισσότερους κατοίκους της γειτονιάς.
Ο Νταμιάν τρομαγμένος στράφηκε στον πατέρα του, αναρωτήθηκε τι συνέπειες θα έχει η «επονείδιστη» πράξη του.
Ο Κριστόφ Σιμάνσκι δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Πήρε την επιστολή και είπε στο γιο του να μπει στο αυτοκίνητο. Δεν αρκέστηκε στο διαχειριστή, κατευθύνθηκε απ’ ευθείας στον υπεύθυνο της κοοπερατίβας στην τοπική Νομαρχία.
Μπήκε μπαρουτιασμένος στο γραφείο και έμαθε στο γιο του πως να υπερασπίζεται τον εαυτό του υψώνοντας τη φωνή:
«Δεν ντρέπεστε να απευθύνετε τέτοιες επιστολές σε ένα εννιάχρονο παιδί; Περιμένατε και απάντηση δηλαδή από ένα παιδί του δημοτικού;».
Τα μάτια του Νταμιάν μεμιάς έλαμψαν και όταν άκουσε τη γραμματέα να απολογείται λέγοντας ότι θεωρούσαν πως επρόκειτο για 20χρονο ταραξία, χαμογέλασε με ανακούφιση.
Από τέτοια βιώματα διαμορφώνονται οι χαρακτήρες, μετά από τέτοια «σοκ» προκύπτουν τα βασικά γνωρίσματα των ανθρώπων στην υπόλοιπη ζωή τους. Ο Νταμιάν Σιμάνσκι από εκείνο το απόγευμα στο γραφείο της νομαρχίας, έμαθε ότι στην πορεία μας όλα διεκδικούνται και η αδικία δεν θριαμβεύει.
Τουλάχιστον όχι τόσο συχνά όσο θέλουν ορισμένοι να μας κάνουν να πιστεύουμε.
Ο μικρός με τόλμη σχεδόν «ανακοίνωσε» στους γονείς του ότι θέλει να γίνει ποδοσφαιριστής και η εγγραφή του στο αθλητικό γυμνάσιο του Κράσνικ ήταν η πρώτη επαφή με αυτό που έχουμε μάθει να αποκαλούμε οργανωμένο ποδόσφαιρο.
Σχεδόν ταυτόχρονα τον πρόσεξε η τοπική Σταλ, τον ενέταξε στις ακαδημίες της και επί της ουσίας επένδυσε επάνω του ορμώμενη από τα φυσικά και τεχνικά προσόντα που δεν τα εντόπιζες εύκολα σε μικρό παιδί.
Από εκείνο το σημείο κι έπειτα, η πορεία του Σιμάνσκι υπήρξε σταθερή και αλματώδης, σε βαθμό να αναγκάσει και το επιτελείο των εθνικών κλιμακίων της Πολωνίας να ασχοληθεί μαζί του.
Από την τοπική Σταλ στις ακαδημίες της Μπελχάτοβ, στην Κ21, στη β΄ ομάδα και εν τέλει στην πρώτη.
Όταν η Γιαγκελόνια του Μπιάλιστοκ κινήθηκε για την απόκτησή του, ο Νταμιάν ήταν ήδη 21 ετών, με περισσότερες από 50 συμμετοχές στην Ekstraklasa και διεθνής με την Ελπίδων.
Το παιχνίδι του ήταν ήδη ώριμο, οι πάσες του ακριβείς και ψύχραιμες και η τεχνική του σε αρκετά καλό επίπεδο.
Σε έναν χρόνο, ακόμα ψηλότερα, στην Βίσλα του Πλοκ. Με τον Κίμπου Βικούνια έμαθε να κινείται σωστά στο χώρο ευθύνης του, με τον Ισπανό απέκτησε τακτική ενσυναίσθηση και δεν αρκείτο μόνο στο δυναμισμό του.
Ο Βικούνια, πιστός του δόγματος Μπιέλσα, έπεισε τους ποδοσφαιριστές της ομάδας του ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι η προσαρμογή στον αντίπαλο, αλλά η απαρέγκλιτη υπηρέτηση του πλάνου της ομάδας.
Δεν έχουν σημασία οι μονάδες, αλλά το σύνολο και ο ποδοσφαιριστής μόνο μέσω της ομάδας βελτιώνει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του.
Στη Βίσλα πρόσθεσε στα χαρακτηριστικά και το γκολ, την πιο σημαντική συστατική επιστολή ενός χαφ.
Αν δεν είχε περάσει εκείνον τον σοβαρό τραυματισμό με τη ρήξη στον αχίλλειο τένοντα που τον πήγε πίσω έξι μήνες στα χρόνια της Μπελχάτοβ, πιθανότατα η εξέλιξή του θα ήταν διαφορετική και δεν θα «καθυστερούσε» η μεταγραφή.
Είναι πολύ σημαντικό να εμπιστεύεται ο ποδοσφαιριστής τον προπονητή και να είναι δεκτικός στην καθοδήγηση.
Ο Σιμάνσκι τον Βικούνια τον άκουγε με θρησκευτική ευλάβεια και συμπεριφερόταν σαν παιδί των ακαδημιών. Τον ενέπνεε, του δίδασκε καινούρια πράγματα, τον έκανε να βλέπει το ποδόσφαιρο από διαφορετική οπτική.
Δεκάδες ερωτήσεις, προβληματισμοί, αμφιβολίες. Γιατί η μπάλα στο χώρο, πότε είναι η σωστή στιγμή «για να πάρεις διαγώνιο», με ποιο τρόπο ελέγχεται ο ρυθμός, πώς κερδίζει η ομάδα μέτρα από μια περιστροφή ή μια επιλογή του χαφ.
Είναι πράγματα βαρετά για τον θεατή, αλλά απολύτως ουσιαστικά στο σύγχρονο ποδόσφαιρο.
Ένα νεαρό παιδί στα 23 του χρόνια ανακάλυψε και ένα διαφορετικό είδος ποδοσφαίρου, πιο συλλογικό και πιο επιθετικό συνάμα. Η προσήλωση και η πίστη έφερε την κλήση στην εθνική Πολωνίας, τη συμμετοχή στο Nations League.
Πλέον ο Νταμιάν ήθελε κι άλλο, επιζητούσε το παραπάνω, είχε εμπιστοσύνη στα πόδια, στο μυαλό και στις δυνατότητές του.
Έβαλε στόχο να πάρει μεταγραφή στο εξωτερικό, να δοκιμάσει και εκτός της θαλπωρής της χώρας που γεννήθηκε. Άλλωστε όπως είπαμε, ήξερε να διεκδικεί από μικρός.
Κούρεμα πεζοναύτη, μικρές πλην όμως ορατές ουλές στο μέτωπο, πάντοτε όμως ψύχραιμο βλέμμα. Το πρώτο σημάδι το κληρονόμησε όταν πολύ νεαρός επέστρεφε στο σπίτι και γλίστρησε στο πλατύσκαλο.
Χτύπημα στη γωνία του μαρμάρου, σηκώθηκε ζαλισμένος και πλημμυρισμένος στο αίμα, μπήκε στο σπίτι και τηλεφώνησε στη μάνα του να το ανακοινώσει. «Μάνα, χτύπησα το κεφάλι μου. Τι κάνω;».
Η Μάρτζενα Σιμάνσκα ήταν στη δουλειά της, υπέθεσε ότι επρόκειτο για ένα απλό τραύμα.
«Μάνα τρέχει πολύ αίμα, ζαλίζομαι και νομίζω ότι θα λιποθυμήσω», πρόλαβε να πει στη μητέρα του πριν σωριαστεί στο πάτωμα.
Αν δεν παρείχε τις πρώτες βοήθειες μια γειτόνισσα, κανείς δεν ξέρει που θα οδηγούσε εκείνη η ακατάσχετη αιμορραγία.
Σήμερα ο Νταμιάν γελάει όταν θυμάται τα ατυχήματά του, σχεδόν τα διακωμωδεί. Το δεύτερο σημάδι το απέκτησε στα δέκα. Έσπρωξε τόσο δυνατά έναν φίλο του στις κούνιες και στην επιστροφή η κούνια τον βρήκε στο μέτωπο. Το χτύπημα ήταν τόσο δυνατό που ξύπνησε στο νοσοκομείο.
Έχει σπάσει το χέρι του τρεις φορές, τη μια μάλιστα πολύ σοβαρά με διπλό κάταγμα. Έχει κοπεί κατ’ επανάληψη, έχει πέσει μέχρι κι από τη σκεπή του σπιτιού του. Ο πατέρας του συνήθιζε να τον λέει «καταραμένο».
Μια φαινομενικά βαρετή μεσοαστική οικογένεια. Ο πατέρας στρατιωτικός, η μάνα δουλειά γραφείου στην τράπεζα.
Ο Κριστόφ, όπως είναι η μοίρα κάθε στρατιωτικού με συνεχείς μεταθέσεις μακριά από τη φαμίλια του. Βρότσλαβ, Κατοβίτσε, Βαρσοβία, όπου καλούσε το καθήκον.
Η μάνα εκτός σπιτιού πολλές ώρες και ο Νταμιάν, όπως και η αδερφή του η Σίλβια, από πολύ μικρός έμαθε να διαχειρίζεται μόνος τον ελεύθερο χρόνο του.
Για τα δικά μας μέτρα μοιάζει αδιανόητο, αλλά ο Νταμιάν από 6 ετών κυκλοφορούσε μόνος του.
Σχολική τσάντα στην πλάτη, το κλειδί του σπιτιού κρεμασμένο με αλυσίδα στο λαιμό και περιπλάνηση στους δρόμους του Κράσνικ.
Κάθε μέρα τέσσερα χιλιόμετρα ποδαρόδρομο μόνος του για το σχολείο, κάθε μέρα «αυτοδιαχείριση».
Το μικρόβιο για το ποδόσφαιρο του το κόλλησε ο θείος του ο Αντρέι που έπαιζε ερασιτεχνικά ποδόσφαιρο στην τοπική Σταλ.
Ο θείος του τον πήγε απ’ το χεράκι στο γήπεδο, του εξήγησε τι παιχνίδι είναι αυτό, γιατί οι άνδρες φορούν κοντά παντελονάκια και κυνηγούν μια μπάλα.
Τον παρέλαβε στην πρώτη δημοτικού ο γυμναστής και δάσκαλος Βόιτσιχ Στόπα και τον έβαλε κατόπιν ωρίμου σκέψεως να προπονείται με παιδιά δυο και τρία χρόνια μεγαλύτερα. Ο Στόπα ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έκανε την ποδοσφαιρική ακτινογραφία του μικρού Νταμιάν.
Διέγνωσε ότι το σκαρί του και η ανάπτυξή του θα είναι τέτοια που ποδοσφαιρικά θα βασίζει τα ατού του στη δύναμη και τη μεταβίβαση, στον αντίποδα δεν ήταν ποτέ γρήγορος και εκρηκτικός, ούτε επρόκειτο να γίνει.
Στα 12, ο Στόπα είχε ήδη φάκελο στον υπολογιστή με τα στοιχεία και τα προσόντα του μικρού.
Στο τουρνουά του Λούμπλιν που τον πήρε μαζί του, επελέγησαν 18 παιδιά. Ανάμεσά τους και ο μετέπειτα φορ της Βίσλα, Γιάροσλαβ Νιέζγκοντα, το παιδί που πήγαν και οι περισσότεροι scouts να παρακολουθήσουν.
Όλοι όμως εξεπλάγησαν από το ξανθωπό αγόρι με το νούμερο 5 στη φανέλα του που είχε φέρει μαζί του ο Στόπα.
Ο πιτσιρικάς ήταν εσωστρεφής, αλλά φιλόδοξος, με πολλές οικογενειακές ιστορίες να τον καθορίζουν.
Ουσιαστικά, δεν είχε αυστηρή οικογενειακή καθοδήγηση, μόνος του επέλεξε το δρόμο του, γιατί ο πατέρας του, παρόλο που το ήθελε, δεν μπορούσε να είναι μονίμως δίπλα και να τον παρακολουθεί.
Ο Κριστόφ Σιμάνσκι το 1999 έφυγε για τη Βοσνία. Ο Νταμιάν ήταν τεσσάρων. Είναι η πρώτη ανάμνηση χαραγμένη στην ψυχή του. Ο πατέρας του λέει και ξαναλέει ότι δεν χαιρέτισε τα παιδιά του γιατί δεν άντεχε να κλάψει μαζί τους.
Το θυμάται και ο Νταμιάν, άσχετα αν επιλέγει να μην μιλάει συχνά γι’ αυτό. Το ίδιο και για το 2003, όταν οι σκληρές αναμνήσεις είναι πια ζωντανές και δεν χάνονται στο χρόνο. Ο πατέρας θα έφευγε για το Ιράκ.
Το κλίμα στο σπίτι πνιγηρό, σχεδόν ασήκωτο για τις πλάτες της Μάρτζενα.
Το ποδόσφαιρο ήταν κάτι σαν αντίδοτο για τον μικρό και διέξοδος για τη μάνα που δεν γνώριζε και δεν ήταν προγραμματισμένη να διαχειριστεί την κατάσταση. Ο μικρός χανόταν με τη μπάλα, η μάνα τον άφηνε. Όταν δεν έβρισκε παιδιά να παίξει, συνέχιζε μόνος του. Η μάνα τον άφηνε.
Ένα βράδυ η θεία του τον βρήκε χαμογελαστό με τη μπάλα παραμάσχαλα με μείον δεκαπέντε βαθμούς να της χτυπά την πόρτα. «Ξεχάστηκα, αλλά ήθελα να παίξω κι άλλο».
Μόνος του τηλεφώνησε και έκλεισε τη δοκιμή του στο τουρνουά του Μπελχάτοβ, μόνος του αποφάσισε να γίνει ποδοσφαιριστής.
Το ανακοίνωσε στον πατέρα του την ημέρα που έπρεπε να πάει 250 χιλιόμετρα μακριά, σε εκείνη τη δοκιμή στο Μπελχάτοβ.
Δεν εξεπλάγη ακριβώς ο Κριστόφ, αλλά σίγουρα δεν περίμενε ότι ο γιος του ήθελε να ακολουθήσει το συγκεκριμένο δρόμο επαγγελματικά. Ήταν σχετικά καλός στο σχολείο, τα κατάφερνε κυρίως στα μαθηματικά και τη φυσική.
Δεν είναι εύκολο για έναν έφηβο να μείνει μόνος, όσα παιδιά άφησαν τα σπίτια τους και εντάχθηκαν σε ακαδημίες το έχουν βιώσει στο πετσί τους. Ο Νταμιάν όμως είχε μάθει μόνος από παιδί.
Δούλεψε σκληρά, έμαθε να τρέχει, να κατανέμει σωστά τις δυνάμεις του, να μασκαρεύει τις ατέλειές του. Δεν είναι εύκολο να γίνεις επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, απαιτεί πολλές θυσίες και πολλές, αμέτρητες στερήσεις σε όλα τα επίπεδα.
Υπάρχουν πάντοτε οι φανταχτερές περιπτώσεις ατόφιου ταλέντου, υπάρχουν όμως κι εκείνοι που μόχθησαν, το κυνήγησαν με λύσσα, το έκαναν αυτοσκοπό της ζωής τους, επειδή έτσι ήταν φτιαγμένοι. Ο Νταμιάν το ξέρει ότι δεν είναι πολύ καλός. Δεν συνθηκολογεί όμως και παλεύει.
Πολλά είναι θέμα τύχης, περισσότερα προϊόντα συμπτώσεων. Ο Σιμάνσκι ήταν μεγαλωμένος με τέτοιον τρόπο που δεν τον «κατάπιε» ο δύσκολος δρόμος του επαγγελματία.
Δεν έγινε ένα ακόμα «ταλέντο» που χάθηκε επειδή τραυματίστηκε (άλλωστε είχε τον πολύ σοβαρό τραυματισμό με τη ρήξη στον αχίλλειο τένοντα), δεν τα έριξε στους μάνατζερ και στα κυκλώματα.
Η ιστορία του καθενός μας καθορίζει, τα βιώματά μας τα κουβαλάμε μαζί οποιαδήποτε δουλειά κι αν επιλέξουμε να κάνουμε, όποιον δρόμο και να διαλέξει η ζωή για μας.
Για 292 ημέρες μετά την εγχείρηση ο Νταμιάν έλεγε και ξαναέλεγε στον εαυτό του ότι θα παίξει ποδόσφαιρο επαγγελματικά στο εξωτερικό.
Η πρόταση από την Αχμάτ Γκρόζνι μπορεί να μην ήταν αυτό που ονειρεύτηκε, ήταν όμως μια αρχή.
Όταν γίνεσαι επαγγελματίας είναι ακόμα περισσότερες οι δυσκολίες και οι κρίσιμες αποφάσεις για μια σωστή καριέρα.
Ο Νταμιάν έχει ένα moto που ακολουθεί στη ζωή του: «να ανησυχείς για πράγματα που γίνονται και όχι γι’ αυτά που δεν θα γίνουν ποτέ».
Η Ρωσία ήταν ένα πολύ μεγάλο μάθημα, μπήκε ξαφνικά στη ζωή του και ενώ ο πατέρας είχε πια αποστρατευθεί και η ομπρέλα του ήταν εκεί.
Η οικογένεια έχει αλλάξει σπίτι, έφυγε από την οδό Γέρζι Ποπιελούσκο, πήγε στην εξοχή.
Ο γιος άλλαξε κι εκείνος, έφυγε από την Πολωνία και μέσω Ρωσίας βρέθηκε στην Ελλάδα. Η ΑΕΚ είναι η πρώτη ομάδα που πίστεψε σε εκείνον σε μια περίοδο που όλοι έδειχναν να τον εγκαταλείπουν.
Στις πρώτες του δηλώσεις είχε φροντίσει ήδη να υποδείξει και τον επόμενο στόχο:
«Θέλω να πετύχω πράγματα με την ΑΕΚ και ως μέσος θέλω να δείξω στον κόσμο και στο club ότι είμαι ένας καλός παίκτης.
Πιστεύω ότι το club θα μου δώσει την ευκαιρία να επιστρέψω στην Εθνική για το Euro».
Η κλήση που περίμενε με λαχτάρα, εν τέλει δεν ήρθε. Κάτι οι αλλοπρόσαλλες σεζόν της ΑΕΚ στο ελληνικό πρωτάθλημα, κάτι ο covid, κάτι οι τραυματισμοί, τού στέρησαν το πρώτο “εθνικό” παράσημο της καριέρας του. Ο Πολωνός δεν πτοήθηκε, επέστρεψε ακόμα πιο διψασμένος. Στο παιχνίδι εναντίον της φιναλίστ του Euro, Αγγλίας, για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Κατάρ, σκόραρε το γκολ της ισοφάρισης στα τελευταία λεπτά, ένα γκολ “φορίσιο” απ’ εκείνα που θέλουν τσαγανό και χρειάζονται άγνοια κινδύνου.
GOAL!
Poland look to have snatched a point at the death, with Szymanski's first international goal 🇵🇱#WCQ #EuropeanQualifiers #POLENG
Watch Now – https://t.co/hkoevnV6B4 pic.twitter.com/xiD2JLOBYx
— beIN SPORTS (@beINSPORTS_EN) September 8, 2021
Με τον τρόπο του φώναξε ότι είναι ακόμα εδώ, ότι δεν πτοείται, ότι δεν εγκαταλείπει το όνειρο.
Είναι από τους ποδοσφαιριστές που βοηθούν την ομάδα όταν υπηρετείται ένα πλάνο, όταν μαζί του λειτουργούν και τα υπόλοιπα γρανάζια, όταν γύρω του υπάρχει ποιότητα και οι ατομικές δεξιότητες αναδεικνύουν την αξία του συνόλου.
Κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό με τους συμπαίκτες του ζει κι ο Σιμάνσκι, απλώς για όλους είναι διαφορετικός ο ορίζοντας.
Ξεκίνησε το δικό του Jumanji υπηρετώντας το αναγκαίο, βαθμηδόν πέρασε στο εφικτό και ξαφνικά τέθηκε ενώπιον του αδύνατου.
Το ζήτημα ποτέ δεν ήταν μόνο να επιστρέψει.
Το ζήτημα είναι και παραμένει να ξεπεράσει τα όριά του.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro