Είχαμε μόλις τελειώσει την κυριακάτικη απογευματινή προπόνηση. Η ώρα ήταν, αν θυμάμαι καλά, λίγο μετά τις 9. Το μήνυμα της αδερφής μου συνταρακτικό… «Σκοτώθηκε ο Κόμπι».
Ήταν 26 Ιανουαρίου 2020, βράδυ για την Ελλάδα, μεσημέρι για την Καλιφόρνια. Μαζί του σκοτώθηκε η 13χρονη κόρη του και άλλοι επτά επιβαίνοντες στο ελικόπτερο. Στο μυαλό μου ήρθε ένα άλλο πρωινό, με ένα άλλο άσχημο μαντάτο.
Τότε που, στις 7 Ιουνίου 1993, με ξύπνησε η μητέρα μου και μου είπε ότι ο Ντράζεν Πέτροβιτς έχασε τη ζωή του σε αυτοκινητικό δυστύχημα στη Γερμανία.
Δεν μπορώ να ξεχάσω καμία από τις δύο αυτές μελαγχολικές στιγμές. Κάποιοι θεώρησαν τη λύπη του απλού κόσμου υπερβολική. Ωστόσο, δεν μπορείς να επιβάλλεις σε κάποιον με τι και πόσο θα στεναχωριέται.
Τον Κόμπι Μπράιαντ είχα την τύχη να τον συναντήσω και να περάσω μία μέρα μαζί του, τον Σεπτέμβριο του 2011, όταν είχε έρθει στην Ελλάδα για λογαριασμό της αθλητικής εταιρίας-χορηγού του.
Το σοκ της τραγικής είδησης ήταν το ίδιο με εκείνο για τον Ντράζεν, ο οποίος ήταν η μπασκετική λατρεία μου. Θυμάμαι πως στο παιδικό δωμάτιό μου είχα μία συνέντευξη του Βλάντο Τζούροβιτς για τον Πέτροβιτς.
Ήταν λίγο πριν σκοράρει τους 62 πόντους με τη Ρεάλ, στον τελικό του Κυπελλούχων με την Καζέρτα στο ΣΕΦ, τον Μάρτιο του 1989. Την παραμονή, μάλιστα, τον είχαν δει στα τρία μέτρα απόσταση, γιατί ήμασταν στο ίδιο γήπεδο, σε προπόνηση με τα κλιμάκια της Εθνικής.
Εκείνη τη συνέντευξη η μητέρα μου την είχε βάλει σε κορνίζα και ο Τζούροβιτς έλεγε πως όταν ο Ντράζεν έχασε έναν τελικό στα 15 του, πήγαινε κάθε πρωί στις 6 στο γήπεδο και έκανε 1.000 σουτ!
Με τον Ντράζεν δεν μπόρεσα ποτέ να μιλήσω. Με τον Μπράιαντ, όμως, έζησα μία εμπειρία μοναδική, στο καμπ που διοργανώθηκε στις εγκαταστάσεις του Δούκα, όταν βρέθηκε στην Αθήνα.
Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι η ταπεινότητα αυτού του σπουδαίου παίκτη και μεγάλου σταρ. Ήταν «γήινος», αν και πέντε φορές πρωταθλητής ΝΒΑ με τους Λέικερς.
Ήταν προσιτός με όλους, άμεσος στις κουβέντες του με ανθρώπους που δεν είχε συναντήσει ποτέ στη ζωή του!
Συχνά, σε τέτοιες διοργανώσεις, σε καμπ, πολλοί αστέρες συμπεριφέρονται σαν να κάνουν αγγαρεία. Ίσως και λίγο ψεύτικα.
Εκείνος, όμως, ήταν πολύ αληθινός και το έζησε αυτό που έκανε μαζί μας. Μαζί με εκείνα τα παιδιά που είχαν την τύχη να μοιραστούν λίγο χρόνο μαζί του.
Ήταν σχεδόν απίστευτο ότι παρά το «φορτωμένο» πρόγραμμά του, δεν έδειχνε να θέλει να φύγει. Χαμογελούσε διαρκώς και στην κυριολεξία απόλαυσε κάθε λεπτό μαζί με αυτά τα πιτσιρίκια που τον αντίκριζαν με δέος.
Με τον Κόμπι μιλήσαμε για αρκετή ώρα για το ευρωπαϊκό μπάσκετ και τις Εθνικές ομάδες.
Ο ίδιος έδειχνε πάντα μεγάλο ενδιαφέρον για το «υπόλοιπο» μπάσκετ, έξω από τα όρια των Η.Π.Α., έχοντας φυσικά και την προσωπική σύνδεσή του με την Ευρώπη.
Μεγάλωσε και έζησε πολλά χρόνια στην Ιταλία, όταν ο πατέρας του αγωνιζόταν στη γειτονική χώρα και έμαθε εκεί να αγαπά το άθλημα. Συνήθως, παίκτες του επιπέδου του δεν γνωρίζουν καν ομάδες και παίκτες στα δικά μας μέρη.
Είχε άποψη για κάθε ρόστερ και μας είπε τη γνώμη του και για την Εθνική Ελλάδας, αναφέροντας ονόματα και τρόπο παιχνιδιού κάποιων διεθνών μας.
Όλα αυτά τα έλεγε και τα έκανε με μοναδική αμεσότητα. Κάποια στιγμή, σε ένα αστείο που ειπώθηκε, με έπιασε αυθόρμητα και με αγκάλιασε! Κάτι είπε ένα αγόρι από κάτω και η αντίδρασή του ήταν να με πιάσει και να μη σταματά να γελά.
Κάποια στιγμή, έπαιξε ένας εναντίον ενός με έναν νέο παίκτη των «μικρών» εθνικών, τον Νίκο Χουχούμη. Όταν ο μικρός τού έβαλε δύο καλάθια, ο Κόμπι τρελάθηκε!
Ακόμη και αυτό επιβεβαίωνε το πόσο σπάνιο είναι ένας σπουδαίος αθλητής να είναι τόσο ταπεινός άνθρωπος. Ήταν κάτι που έκανε εντύπωση σε όλους όσοι ήμασταν εκεί.
Εκείνη η μέρα στο «Δαΐς» παραμένει μία τεράστια τιμή για μένα. Δεν περίμενα ποτέ ότι θα είχα την ευκαιρία να γνωρίσω από τόσο κοντά έναν παίκτη αυτού του βεληνεκούς.
Και συμφωνώ με όσους λένε ότι ο Μπράιαντ είναι ό,τι πιο κοντινό στον Μάικλ Τζόρνταν.
Αυτό που κράτησα είναι το πόση αγάπη είχε γι’ αυτό που έκανε. Ήταν αληθινός, δίχως ίχνος νοοτροπίας ντίβας -αν και τεράστιο μέγεθος στο ΝΒΑ- και φαινόταν με γυμνό μάτι, με τις κινήσεις και τα λόγια του, πως όσα κατάφερε στην καριέρα και τη ζωή του δεν ήταν τυχαία.
Η δουλειά και ο ιδρώτας που είχε ρίξει στο παρκέ δεν έβγαιναν από μέσα του ως κάτι δεδομένο, αλλά σαν ένα διαρκές μάθημα. Κάθε μέρα, σε κάθε προπόνηση, ακόμη και σε ένα γήπεδο της Ελλάδας με παιδιά απέναντί του.
Όταν παρατηρείς έναν τέτοιον αθλητή, λαμβάνεις αυτόματα και εύκολα το μεγαλύτερο παράδειγμα για τα νέα παιδιά. Για να τους δώσεις να καταλάβουν ότι ο δρόμος προς την καταξίωση είναι ένας, είτε έχεις λίγο ταλέντο είτε έχεις περισσότερο.
Ακόμη και σήμερα, δέκα και πλέον χρόνια μετά τη συνάντησή μας και έναν χρόνο μετά τον θάνατό του, αυτή η αμεσότητα, η αφοσίωση και η λατρεία του για το μπάσκετ είναι κάτι που δεν μπορώ να ξεχάσω.
Στην Αμερική πολλοί έλεγαν ότι επειδή είναι απαιτητικός πάνω απ’ όλα με τον εαυτό του, ήταν «κακός» συμπαίκτης. Αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση αρνητικό.
Όταν έχεις δουλέψει τόσο σκληρά για να φτάσεις στο υψηλότερο επίπεδο και έχεις τόσες προσδοκίες, ως μέλος μίας ομάδας, απαιτείς από τους συμπαίκτες σου να κάνουν το καλύτερο δυνατό.
Να φτάνουν στο μέγιστο δυνατό σε κάθε προπόνηση, γιατί για εκείνον η προπόνηση ήταν «πόλεμος»! Δεν υπάρχει κουμπί στην προπόνηση και όπως θα γυμναστείς, έτσι θα παίξεις. Αυτό είναι κανόνας στα σπορ.
Όπως είπε και ο επίσης ανταγωνιστικός Μάικλ Τζόρνταν στο ντοκιμαντέρ «The Last Dance», «ποτέ δεν ζήτησα από τους συμπαίκτες μου να κάνουν κάτι που δεν έκανα εγώ».
Ο Τζόρνταν είχε μεγάλη επιρροή στον Κόμπι και αυτό διαμόρφωσε το παιχνίδι και τον τρόπο σκέψης του, το πώς προσέγγιζε το ίδιο το παιχνίδι.
Ο Μπράιαντ, πάντως, ήταν πιο «γήινος» από τον Τζόρνταν. Δεν ήταν κάτι το «άπιαστο», ως πρόσωπο. Ήταν ένας «χειροπιαστός» και εξωστρεφής σταρ.
Αυτή η εξωστρέφεια και η προσέγγιση στο άθλημα είναι παραδείγματα για να καταλάβουν τα νέα παιδιά -και αυτό είναι το πιο σημαντικό- το πόσο ταπεινός πρέπει να μένεις όσο μεγαλώνεις και ανεβαίνεις επίπεδα. Από αυτό πάσχουμε στην Ελλάδα… Βλέπεις πολλούς νέους παίκτες, όταν γίνεται ντόρος γύρω από το όνομά τους, να αλλάζει η νοοτροπία τους και θεωρούν ότι γίνονται κάτι.
Σε ένα βαθμό αυτό είναι φυσιολογικό. Διότι δεν έχουν την ωριμότητα να διαχειριστούν αυτές τις καταστάσεις σε εφηβική ηλικία ή στο όριο της ενηλικίωσης.
Όταν όμως βλέπεις τον Κόμπι να παραμένει δουλευταράς για να βελτιώνεται κάθε μέρα, ακόμη και όταν έχει πετύχει τα πάντα, έχεις ένα παράδειγμα που όμοιό του δεν υπάρχει για την οπτική του μπάσκετ.
Αυτό που έκανε ο Μπράιαντ στην Αθήνα και σε κάθε επίσκεψή του, ήταν ξεκάθαρο όσο ήσουν δίπλα του πως είναι αληθινό. Δεν ήταν ψεύτικο, δεν ήταν επικοινωνιακό. Το αντιλαμβανόσουν.
Η συμπεριφορά του δεν είχε κανένα ίχνος βεντετισμού. Δεν επιθυμούσε να υποδυθεί κάποιον, δεν χρειαζόταν να το «παίξει» σταρ. Ήταν σταρ και άφηνε απλώς το παιχνίδι του να το αποδείξει αυτό. Δεν ξέρω αν ο Τζόρνταν ήταν έτσι γενικά, όμως σίγουρα προτιμούσε να είναι πάντα πιο απόμακρος από κοινό και Μ.Μ.Ε..
Το γεγονός ότι υπάρχουν άνθρωποι, και δεν αναφέρομαι σε όσους έχουν εμμονές αλλά είναι καλοπροαίρετοι προς το ίδιο το μπάσκετ, που συγκρίνουν τον Κόμπι με τον Τζόρνταν, αποδεικνύει το πόσο ο πρώτος άγγιξε ή ξεπέρασε το «ταβάνι» του.
Σε σχέση με το ταλέντο του πέτυχε το καλύτερο που μπορούσε. Δεν ξεπέρασε απλώς μπασκετικά «φράγματα».
Η ζωή του ήταν ένα μάθημα ζωής, για όλους εμάς. Καθώς αν δεν ξεπεράσεις τον εαυτό σου δεν μπορείς να επιτύχεις σε τίποτα, σε κανέναν τομέα της καθημερινότητας ή της ενασχόλησής σου.
Αυτό ήταν το μεγαλείο του Μπράιαντ. Το ότι μπαίνει στην ίδια πρόταση με μύθους, όσο κι αν είναι ανούσιες οι κουβέντες περί του κορυφαίου όλων των εποχών, είναι ένα ακόμη «παράσημό» του.
Κάποιοι αξιολογούν το ταλέντο, την προσωπικότητα και την επιτυχία του και τον κατατάσσουν τόσο ψηλά. Κάτι που δεν χρειαζόταν και το τραγικό συμβάν του θανάτου του, το οποίο γιγάντωσε εύλογα τον δικό του μύθο.
Ο τύπος αυτός διέλυσε τον αχίλλειο τένοντά του και μπήκε στο παρκέ με ένα πόδι και σούταρε δύο βολές! Ήταν μεγαλείο καρδιάς και ψυχής και μόνο όσοι έχουν παίξει μπάσκετ το καταλαβαίνουν και δεν το θεωρούν υπερβολή.
Η παρακαταθήκη που άφησε πίσω του, η περίφημη Mamba Mentality είναι σπουδαία και για το παγκόσμιο μπάσκετ και για τον καθένα από εμάς που ασχοληθήκαμε ή ασχολούμαστε ακόμη με το αγαπημένο μας άθλημα.
Ο Γιώργος Λιμνιάτης είναι προπονητής μπάσκετ.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Τζορτζ Παπαδάκος: «Ρόι» / Μιχάλης Πελεκάνος: «ΑΛ-ηθινός και ΑΛ-ησμόνητος»
Κόμπι Μπράιαντ, η εκτυφλωτική νοοτροπία του «τίποτα δεν πάει χαμένο»…
Θρύλοι, όπως ο Κόμπι Μπράιαντ, δεν πεθαίνουν ποτέ…
Ο Κόμπι Μπράιαντ ήταν ιδανικός «συμπαίκτης» έξω από το παρκέ
Ο Κόμπι Μπράιαντ «έλαμψε» γιατί συνήθισε τις θυσίες στο σκοτάδι
Kobe! / «Ο Κόμπι μου έδωσε τη μπάλα! Ο Κόμπι!»
Η Σαμπρίνα Ιονέσκου παίζει για τις ρίζες της, τις γυναίκες και τον Κόμπι