Μια παλιά λάμπα αιωρείται ελαφρά στον αέρα.
Κρέμεται μονάχα από έναν λεπτό σιδερένιο σκελετό, ο οποίος την τυλίγει σε σχήμα αχλαδιού. Είναι γυμνή, δεν προστατεύεται από γυαλί, δεν έχει ύφασμα να της προσδίδει χαρακτήρα, να την κάνει πιο θελκτική.
Κρέμεται, ταλαντεύεται ελαφρά, εκτεθειμένη στον ήλιο και τη βροχή, τον άνεμο και το κρύο, δίχως να προβάλει αντίσταση. Η ύπαρξή της υπογραμμίζεται από τους χτύπους ενός ρολογιού, το οποίο κάνει τα δευτερόλεπτα να κυλούν συγχρόνως με τον ανεπαίσθητο χορό της.
Το πλάνο ανοίγει, η λάμπα γίνεται φλουό, συνειδητοποιούμε ότι δεν κρέμεται σε εσωτερικό χώρο, βρίσκεται στο δρόμο και μπροστά της περνούν γυναίκες φορτωμένες σαν ξεκληρισμένες, οι οποίες κουβαλούν το βιός τους. Είναι η εναρκτήρια σκηνή ενός αριστουργήματος της έβδομης τέχνης, του «Hitori Musuko» («ο Μοναχογιός»), του πολύ σπουδαίου Ιάπωνα σκηνοθέτη, Γιασουχίρο Όζου.
Η ζωή τού Χιντετόσι Νακάτα είναι σαν αυτή τη λάμπα. Αυστηρή, με μια σπάνια δωρική ομορφιά, μακριά από περιττά πράγματα και φιοριτούρες. Οι Ιάπωνες το ονομάζουν «ikigai».
Κάθε άνθρωπος έχει από ένα «ikigai». είναι αυτό, το οποίο οι Γάλλοι φιλόσοφοι θα προσδιόριζαν ως «raison d’être» («λόγο ύπαρξης»). Κάποιοι το έχουν ήδη βρει κι έχουν πλήρη συνείδηση αυτού. άλλοι το κουβαλούν μέσα τους, αλλά εξακολουθούν να το ψάχνουν.
Το «ikigai» είναι πολύ καλά κρυμμένο μέσα μας, απαιτεί πολύ υπομονετική εξερεύνηση προκειμένου να φτάσουμε στο βάθος τού εαυτού μας και να το βρούμε. Η ανακάλυψή του προσφέρει τεράστια ικανοποίηση και δίνει νόημα στη ζωή. χρησιμοποιείται για να φανερώσει συναισθηματικά και πνευματικά γεγονότα, μέσα από τα οποία οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ότι είναι μοναδικοί.
Δεν συνδέεται με την οικονομική κατάσταση ή το κοινωνικό κύρος, η αξία του δεν είναι καταστροφική, έχει να κάνει μονάχα με δημιουργία. Εκεί έγκειται και η δυσκολία τής εσωτερικής αναζήτησης, στον διχασμό μεταξύ των πραγματικών αναγκών και των διφορούμενων φιλοδοξιών του ανθρώπου.
Όσοι ακολουθούν το «ikigai», το κάνουν με ακραίο πάθος, διακινδυνεύοντας να χαθούν στη δίνη της χαμηλής αυτοεκτίμησης και της θολωμένης αυτογνωσίας. Ο μοναδικός τρόπος αποφυγής αυτής της δίνης είναι η πίστη στο θεμελιώδες αξίωμα: την απόρριψη του εαυτού.
Αρμονία, βιωσιμότητα, χαρά για τα μικρά πράγματα, τα οποία για τον καθέναν μας μπορούν να γίνουν μεγάλα. Δεν έχει σημασία πότε, πού και γιατί. Όλα συμβαίνουν εδώ, τώρα. αν η στιγμή περάσει, δεν θα υπάρξει επόμενη. Γι’ αυτό, τη στιγμή τη ζούμε, όταν συμβαίνει.
Ο Νακάτα είναι καθισμένος στον πάγκο των αποδυτηρίων, διαβάζει απορροφημένος ένα βιβλίο, συμπεριφέρεται, σα να βρίσκεται σε μια πολυθρόνα στο σαλόνι του. Γύρω του επικρατεί πανικός, η Ρόμα έχει μόλις κατακτήσει το πρωτάθλημα του 2001 και συμβαίνει αυτό που θα συμβαίνει πάντα στα αποδυτήρια του Πρωταθλητή.
Στον Ιάπωνα δεν αρέσουν τα φιλιά, η φυσική επαφή, οι αγκαλιές. Από τον βρυχηθμό των τρελαμένων συμπαικτών του, προτιμά την ηρεμία, τη σιωπή, ένα χαμόγελο, τον ήχο των σελίδων, οι οποίες γυρνούν. Ήταν ήσυχος, μειλίχιος ο Νακάτα. Σε άλλον επαγγελματικό στίβο θα χαρακτηριζόταν ζεν.
Δεν τον θυμάται σχεδόν κανένας τον Νακάτα σε εκείνη την Πρωταθλήτρια. Κι όμως, δικό του ήταν το γκολ στο Τορίνο με τη Γιουβέντους, το γκολ που σήμανε την ανατροπή και τον εξοστρακισμό της Μεγάλης Κυρίας από την κορυφή του Campionato. Άλλωστε, δεν έπαιζε πολύ, είχε την ατυχία να είναι η ρεζέρβα του Φραντσέσκο Τόττι, ενός τοτέμ της ομάδας που φύσει και θέσει δεν έβγαινε (σχεδόν) ποτέ από την ενδεκάδα. Στην Ιταλία είχε ταξιδέψει, έχοντας άγνοια κινδύνου, υπέγραψε στην Περούτζια εν μέσω μιας δικαιολογημένης δυσπιστίας, η οποία είχε τις ρίζες της στην τότε μεγαλομανία τού Λουτσιάνο Γκαούτσι “να ανοίξει τις αγορές”.
Στην υποδοχή του στο αεροδρόμιο δεν υπήρχε μεταφραστής, οι ελάχιστοι ρεπόρτερ και η κάμερα της RAI του είχαν πάρει τις πιο σουρεάλ δηλώσεις στην ιστορία. Μια συνεννόηση με χειρονομίες, “παγκόσμιους” ιδιωματισμούς, αμήχανα χαμόγελα. Η είδηση πέρασε σαν αδιάφορο σκρολ αναμονής σε ουρά δημόσιας υπηρεσίας. Είχε ξεχαστεί την επόμενη στιγμή. Κι όμως, στην Ιαπωνία ο μαρασμός ήταν απίστευτος, για τους Ιάπωνες ήταν ο δικός τους “Μαραντόνα“, ο καλύτερος, ο πολυτιμότερος όλων.
Είχαν ταξιδέψει χιλιάδες στο ντεμπούτο του εναντίον της Γιουβέντους, το γήπεδο ήταν γεμάτο φωτογραφικές μηχανές και ευγενικά χαμόγελα. Κανένας δεν περίμενε έναν τέτοιο παίκτη, κανείς δεν περίμενε δυο γκολ στο ντεμπούτο εναντίον του Γολιάθ.
Η παρουσία του στη μεσαία γραμμή ήταν υπέροχη, οι κινήσεις του γεμάτες κομψότητα, η αντίληψη τού παιχνιδιού απροσδόκητη. Τα έκανε όλα με τον τρόπο του.
Δεν εκνευριζόταν, δεν φώναζε, δεν έπεφτε για να κερδίσει χρόνο, δεν “έδειχνε” τον συμπαίκτη στο λάθος. Απέφευγε τη λαογραφία των κραυγών, του φολκλόρ και της υπερβολής του ιταλικού ποδοσφαίρου, κρατούσε το στόμα του κλειστό, σεβόταν τον διαιτητή.
Κινείτο σε μια δική του εσωτερική διάσταση, όπως ακριβώς έκανε και κατά την προετοιμασία των αγώνων.
Μια ώρα πριν από κάθε παιχνίδι, ξάπλωνε σε ένα κρεβάτι και έκανε διαλογισμό. Παρακαλούσε τους υπόλοιπους να τον αφήσουν να χαθεί στη μοναξιά του, για να βρει τους τρόπους να φορτίσει σώμα και μυαλό, προκειμένου να ανταπεξέλθει.
Έτσι λένε ότι έκανε και στη Χιρατσούκα, την πρώτη του ομάδα, από την οποία έφυγε, πριν καν συμπληρώσει τα 21 του χρόνια, για να έλθει αντιμέτωπος με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα.
Περούτζια, Ρόμα, Πάρμα, Μπολόνια, Φιορεντίνα. Και στους πέντε σταθμούς ήταν κύριος, κομβικός, όσο του επέτρεπαν οι συνθήκες.
Η περιπλάνησή του στην Ιταλία άφησε μονάχα γλυκιά γεύση στο ποδοσφαιρικό κοινό, ήταν ένας μέσος σπάνιας κάστας, με βασικό προσόν την τακτική ανάγνωση του παιχνιδιού, κι όταν το 2006 πήγε στη Μπόλτον, το ιταλικό ποδόσφαιρο έχασε περισσότερα απ’ όσα υπολόγιζε.
Ως τότε, δεν είχε κάνει κανέναν μας κοινωνός τού κόσμου του. Γνωρίζαμε και κρίναμε μονάχα τα πεπραγμένα εντός αγωνιστικών γραμμών. Όλος αυτός ο υπόγειος κόσμος του, αναδύθηκε το 2006, όταν ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από το ποδόσφαιρο σε ηλικία 29 ετών.
Κι αυτό το έκανε με τον τρόπο του, δημοσιεύοντας μια επιστολή, στην οποία ανέλυσε το ταξίδι, όπως το βίωσε ο ίδιος. «Όλα ξεκίνησαν μια μέρα στο προαύλιο του δημοτικού σχολείου στο Γιαμανάσι. Εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα. Ήμουν 8 χρονών, ήταν χειμώνας, ο ουρανός σκοτεινός και έκανε κρύο».
Μοιάζει σαν πρελούδιο οικείας πεζογραφίας, σαν το ξεκίνημα της αφήγησης ενός ανατριχιαστικά συγκινητικού παραμυθιού.
Ο Νακάτα εξιστορεί μοναδικά την ανάπτυξή του, την είσοδο στην ακαδημία ποδοσφαίρου, την πρώτη επαφή με τα εθνικά κλιμάκια, την απόφαση να ασχοληθεί επαγγελματικά με το ποδόσφαιρο, την ακόμα πιο γενναία απόφαση να μετρήσει τις δυνάμεις του στην Ευρώπη, όπου ουσιαστικά επιβεβαίωσε το ταλέντο του.
Εξήγησε ότι δεν γεννήθηκε σε λάθος τόπο, ότι δεν ζήτησε από κανέναν να τον δικαιολογήσει ή να τον καταλάβει περισσότερο. Ακόμα και την απόφασή του να εγκαταλείψει τόσο νωρίς, την περιγράφει ως προϊόν ηρεμίας και ώριμης σκέψης.
Χωρίς ίχνος λύπης, απωθημένων ή παραπόνων. Σταμάτησε το ποδόσφαιρο έχοντας στο νου του μια αναπόφευκτη συνέπεια ενός φυσικού τέλους. «Είχα αποφασίσει να αποσυρθώ από το ποδόσφαιρο έξι μήνες, πριν το ανακοινώσω. Λίγο μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο στη Γερμανία. Δεν υπήρξε αφορμή ή συγκεκριμένος λόγος, ώστε οδηγήθηκα στην απόφαση αυτή. Απλώς ένιωσα ότι είχε έρθει η ώρα να αφήσω πίσω μου αυτόν τον κόσμο και να ξεκινήσω ένα καινούργιο ταξίδι που θα με βοηθήσει να ανακαλύψω καινούργια πράγματα. Αυτό είναι όλο».
Το «ikigai» του Νακάτα είναι το «Αυτό είναι όλο». Μια ήπια, γαλήνια διαπίστωση, η οποία, αν διαβαστεί λάθος, μπορεί να παρερμηνευθεί, να εκληφθεί ακόμα και ως μείωση του ίδιου του εαυτού του.
Το ζητούμενο του Χιντετόσι ήταν να απομακρυνθεί από τα φώτα και τον κίνδυνο της φήμης του, για να κυνηγήσει κάτι άλλο, το οποίο ξεκινά από εντελώς διαφορετικά σημεία και δεν έχει την παραμικρή σχέση με όσα είχε ζήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Σε όλη του την καριέρα έλαβε τόσα κομπλιμέντα, τόσες φιλοφρονήσεις, με αποτέλεσμα να έχει την ψευδαίσθηση ότι μπορούσε να κάνει τα πάντα. Μερικές φορές, υπέφερε πολύ κι από ένα είδος κριτικής που είχε ως στόχο να τον χτυπήσει σε προσωπικό και ανθρώπινο επίπεδο.
Είναι η μοίρα ορισμένων ποδοσφαιριστών. Απ’ όταν γίνονται επαγγελματίες, σιγά-σιγά αναγκάζονται να ξεχάσουν πώς είναι να αγαπάς το ποδόσφαιρο. Να το λαχταράς. Να σου αρέσει.
Το ποδόσφαιρο είναι ειλικρινές, γεννά συναισθήματα, απευθύνεται σε χορδές πολύ βαθιά ριζωμένες μέσα μας. Για τους μεγάλους ποδοσφαιριστές αποτελεί και ευθύνη, βαθμηδόν γίνεται κομμάτι μιας επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας που δεν έχει όρια.
Η προπόνηση γίνεται μηχανικά, οι αγώνες αποκτούν λιγότερη σημασία, το παιδικό συναίσθημα της λαχτάρας για μπάλα, χάνεται στο άγχος και τον κυκεώνα του πρωταθλητισμού ή της επιβίωσης. Χαρές, λύπες, τραυματισμοί, φόβοι, προσδοκίες. Όλα γίνονται ένα κουβάρι.
Ο Νακάτα, ο υπέροχος ποδοσφαιριστής Νακάτα, ήταν ίσως πολύ μετριοπαθής, ασύμβατος, “ξένος” μέσα στο ίδιο το πεδίο της πραγματικότητας, η οποία τον περιέβαλε.
Είχε την ικανότητα να παραμείνει σε πολύ υψηλό επίπεδο με λαμπρά αποτελέσματα για πολλά χρόνια. Κατάφερε πολλά, προερχόμενος από μια ήπειρο με εντελώς διαφορετική κουλτούρα και κώδικες, οι οποίοι για όλους μας είναι ακατανόητοι.
Η αποστροφή, η απογοήτευση, η αδικία, η σιωπηλή κάθοδος στα νερά πραγμάτων, τα οποία άλλοτε γοητεύουν κι άλλοτε πνίγονται. Η ιστορία του Χιντετόσι Νακάτα είναι πολύ διδακτική, το ποδόσφαιρο για εκείνον ήταν σαν μια παράδοση σκυτάλης από εποχή σε εποχή, από το καυτό και ανέμελο καλοκαίρι στο μελαγχολικό και λιγότερο φωτεινό φθινόπωρο.
Με την πάροδο των ετών είχε στήσει ένα παχύ, στιβαρό τείχος για να προστατεύσει τα συναισθήματά του από διάφορες δυσάρεστες και μη καταστάσεις. Μερικές φορές συμπεριφέρθηκε κρύα, αλλόκοτα, σαν να μην είχε συναισθήματα. Στο τέλος, αυτό το τείχος το έριξε ο ίδιος, γιατί όλα όσα κρατούσε μέσα του, έπρεπε να ξεχυθούν σαν ορμητικό ποτάμι.
Στο τελευταίο του παιχνίδι προσπάθησε να απομνημονεύσει την αίσθηση, να κρατήσει τη μυρωδιά από το χορτάρι, να κρατήσει σαν φυλαχτό την πλειάδα συναισθημάτων και τη μεγαλοπρέπεια της αντίδρασης των θεατών στο «αντίο».
Η ένταση των συναισθημάτων είναι εκείνη που τα κατηγοριοποιεί μέσα μας. Συνήθως, υποπίπτουμε στο ίδιο σφάλμα, και όταν θυμόμαστε μεγάλους ποδοσφαιριστές. Μνημονεύουμε κι αραδιάζουμε τίτλους, κύπελλα, γκολ και στατιστικά. Μειώνουμε τα πάντα, φέρνοντάς τα στα μέτρα μας, μετατρέποντάς τα σε ψυχρά νούμερα.
Τα σημαντικά είναι αυτά που κρύβονται πίσω από το υποτιθέμενε τείχος, το οποίο στα μάτια μας είναι φτιαγμένο από σκυρόδεμα, αλλά είναι τόσο εύθραυστο, όσο τα ξηρά φύλλα.
Ο Νακάτα σταμάτησε, επειδή ήθελε να ταξιδέψει ελεύθερα και να γνωρίσει τον κόσμο. Τρία χρόνια έγινε νομάδας και έμαθε τις πόλεις, τις οποίες είχε δει μονάχα κλεισμένος με την υπόλοιπη αποστολή σε δωμάτια ξενοδοχείων, ακολουθώντας ένα αυστηρό πρόγραμμα, το οποίο άλλοι συνέτασσαν για εκείνον.Λόγω χαρακτήρα και παιδείας, στην τριετή του αναζήτηση, ωθήθηκε να ανακαλύψει ανθρώπους, πνεύμα, σιωπές. Ξαναβρήκε τη λαχτάρα να κλωτσήσει μια μπάλα, όμοια μ’ εκείνη, την οποία είχε, όταν ήταν παιδί. Ξεχώρισε έναν τρόπο επικοινωνίας με τον εαυτό του, έβαλε σε τάξη τις αγωνίες και τα πάθη του.
Περιπλανήθηκε στη Λατινική Αμερική, το Βιετνάμ, την Αυστραλία, ποιος ξέρει σε πόσα άλλα μέρη.
Επέστρεψε στην Ιαπωνία και καταπιάστηκε με την ιαπωνική χειροτεχνία. Έγινε παραγωγός του δικού σάκε με τον συμβολικό τίτλο “N”, σχεδίασε κοσμήματα για γνωστούς ευρωπαϊκούς οίκους, βοηθώντας φιλανθρωπικές δράσεις.
Ζει την επόμενη ζωή του, για την ακρίβεια κάποια από τις επόμενες ζωές του. Μία από τις πολλές, χωρίς απαραίτητα να γνωρίζει ποια είναι καλύτερη και ποια χειρότερη από την προηγούμενη. Γιατί δεν έχει σημασία. Είναι, όπως ένα ταξίδι μεγάλης απόστασης με το τρένο. σαν εκείνες τις ώρες, κατά τις οποίες μένουμε μόνοι με τον εαυτό μας, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο τις εναλλαγές των οπτικών ερεθισμάτων της διαδρομής.
Περνούν φευγαλέα από μπροστά μας βουνά, πεδιάδες, γέφυρες, λόφοι, πόλεις, χωριά, σταθμοί, τούνελ και άνθρωποι. Όλα είναι μέρος του ταξιδιού, όλα ανήκουν στη διαδρομή. Δεν αφαιρούνται, δεν διαγράφονται. Κάποια μας κάνουν εντύπωση και τα κρατάμε μέσα μας, κάποια άλλα τα πετάμε, τα περισσότερα περνούν φευγαλέα.
Σπίτι μας είναι τα φώτα, σπίτι μας και οι σκιές.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro