Τρεις τη νύχτα. Από την κλειστή πόρτα του δωματίου κάποιες ακτίνες φωτός μάταια προσπαθούν να ξεφύγουν, ο Χαβιέρ δεν έχει ύπνο.
Έχει πάρει το τάμπλετ στο χέρι και χαζεύει παλιά βίντεο. Το δικό του placebo για τη νοσταλγία είναι ακριβώς αυτά τα βιντεάκια με τα highlights λίγων λεπτών. Βλέπει το Ρονάλντο, «τον καλύτερο όλων, γιατί εκείνος τα έκανε όλα με συμπαίκτες τον Κοέ, το Φρέζι και το Ζε Ελίας». Τα λεπτά, οι ώρες περνούν. Ο Χαβιέρ αποκοιμήθηκε με το φως ανοικτό και το τάμπλετ επάνω στο κρεβάτι να αναπαράγει βίντεο στον αυτόματο. Χαμογελάει με κλειστά μάτια, μάλλον βλέπει ένα από τα ωραιότερα όνειρα της ζωής του, κι ας μην θυμηθεί τίποτα, όταν ξυπνήσει.
«Fútbol pasión de multitudes». «Ποδόσφαιρο, το πάθος του πλήθους». Έτσι είναι στην Αργεντινή. Ζουν και αναπνέουν για μπάλα. Σε κάθε γωνιά, κάθε σπιθαμή της χώρας. Στο Dock Sud, τη νότια περιοχή του Μπουένος Άιρες, πέντε μεγάλες ομάδες κατοικοεδρεύουν σε απόσταση λίγων μέτρων. Ιντεπεντιέντε, Ρασίνγκ, Μπάνφιλντ, Λανούς, Τέμπερλεϊ. Δεν “γλυτώνεις” με τίποτα, όταν είσαι πιτσιρικάς. Θέλοντας και μη, θα ασχοληθείς, θα παίξεις, θα πορωθείς, θα προσπαθήσεις.
Περνάει φευγαλέα η εικόνα της Βιολέτας, της γεμάτης στοργής μάνας του. Πάντα παρούσα, πάντα εκεί, στα εύκολα και τα δύσκολα της παιδικής ηλικίας. Στο πρώτο κλάμα, στην πρώτη αδικία, στην πρώτη συνειδητοποίηση ότι δεν ανήκει στους προνομιούχους. Η γειτονιά του Partido di Avellaneda κοντά στο λιμάνι ήταν για δεκαετίες ολόκληρες ξεχασμένη από την κυβέρνηση και την τοπική αυτοδιοίκηση. Ο Χαβιέρ έπρεπε από πολύ μικρός να συνεισφέρει στα εισοδήματα του σπιτιού, ακολουθούσε τον πατέρα του, τον Ροντόλφο, στην (πολύ) πρωινή δουλειά, πριν εκείνος τον γυρίσει σπίτι για να πάει στην οικοδομή.
Μοίραζαν γάλα από πόρτα σε πόρτα. Κάθε πρωί, από τις 04.00 μέχρι τις 08.00 που η γειτονιά πια είχε ξυπνήσει για τα καλά. Ήταν ισχνός, αδύνατος και λυγερόκορμος σαν καρφί. Αγώνα είχε δώσει ο μαιευτήρας εκείνη την υγρή μέρα του Αυγούστου του ’73 για να τον κρατήσει στη ζωή, γιατί το νεογνό είχε σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα. Επέζησε. Έτσι ήταν γραμμένο εκείνα τα χρόνια που η ιατρική περίθαλψη επαφίετο στις “ανώτερες δυνάμεις”.
«Meñique» («μικρό δάχτυλο») τον φώναζαν χαϊδευτικά οι νοικοκυρές στη γειτονιά. Πού και πού τον φίλευαν ένα κουλούρι, μια φέτα ψωμί με ζάχαρη, ένα φρούτο. Πάντα αρνιόταν από ντροπή, μονάχα όταν οι νοικοκυρές επέμεναν, άπλωνε το χέρι. Έτσι τον είχε μάθει ο Ροντόλφο, περήφανος γιος του Πάολο, ενός Ιταλού εμιγκρέ από το Πορντενόνε. Στις διαδρομές απ’ το ένα κατώφλι στο άλλο, ο Ροντόλφο μιλούσε στο μικρό για τα κατορθώματα του Πασαρέλα, του Μάριο Κέμπες, της μεγάλης Αργεντινής από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978. Δεν δηλητηρίαζε την ψυχή του γιου του με τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα ο Ροντόλφο, δεν ήθελε ο γιος του να κουβαλάει το δικό του σταυρό. Σκληρές εποχές, μέρες και νύχτες «Βρώμικου Πολέμου» για την Αργεντινή. Το πρόσωπο του Χαβιέρ δεν χαμογελάει πια, τα φρύδια σμίγουν, τα χείλη κλειδώνουν.
Το κυβερνητικό πρόγραμμα συστηματικής καταστολής των μαρξιστικών και περονιστικών ανταρτικών ομάδων φουντώνει.Θα λερωθεί σε λιγότερο από μια δεκαετία, με 2.300 πολιτικές δολοφονίες και περίπου 30.000 αγνοούμενους, «εξαφανισμένους», όπως έλεγαν, όσους έπεφταν στα χέρια του στρατού. Η Αργεντινή βιώνει τη Χούντα του Βιδέλα, στις γειτονιές κυριαρχεί εκείνος ο αδιόρατος φόβος, η αίσθηση ότι ανά πάσα στιγμή ένας βαθμοφόρος μπορεί να ζητήσει εξακρίβωση στοιχείων και μια οικογένεια να διαλυθεί. Στη γειτονιά οι θεσμοί είναι απασχολημένοι σε άλλα μέτωπα, δεν υπάρχει μέριμνα να γίνει ένα γηπεδάκι για να παίζουν τα παιδιά, ένας χώρος να ονειρευτούν ελεύθερα.
Ο Ροντόλφο μαζί με άλλους γονείς βρίσκουν ένα εγκαταλελειμμένο οικόπεδο, το καθαρίζουν από τις πέτρες, τα σίδερα και τα σκουπίδια, ρίχνουν άμμο από την παραλία του λιμανιού, φτιάχνουν ένα σκάμμα. Ουσιαστικά δημιουργούν μια αυτοσχέδια αλάνα στη γειτονιά, έναν τόπο για φιλίες, κοινωνικοποίηση, παιχνίδι, «ανταγωνισμό». Εκεί πρωτόπαιξε μπάλα ο Χαβιέρ, εκεί ένιωσε για πρώτη φορά ότι αυτό είναι το πεπρωμένο του.
Τις Κυριακές στο σπίτι άκουγε τις ιαχές από το γήπεδο της Μπάνφιλντ, περιδιάβαινε με τη φαντασία τα «αχ», τα «γκολ», τη βοή του γηπέδου σε κάθε του έκφανση. Πολύ δυνατά συναισθήματα για ένα παιδί. Κάθε που είχε αγώνα, όλη η γειτονιά ήταν σε αναστάτωση και μιλούσε γι’ αυτό μια ολόκληρη εβδομάδα, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά. Το ίδιο το Dock Sud είχε μια ομάδα που έπαιζε στη δεύτερη κατηγορία τότε, όταν έπαιζε η γειτονιά ερήμωνε, μικροί, μεγάλοι πήγαιναν στο γήπεδο.
Ο Χαβιέρ παρατηρούσε τις κινήσεις των παικτών, προσπαθούσε να τις αναπαραστήσει στο μικρό γηπεδάκι άμμου. Ήταν γρήγορος, το παράδοξο παρά το αναπνευστικό πρόβλημα στη γέννα ήταν ότι είχε και αντοχή. Δεν κουραζόταν ποτέ, όταν τα άλλα παιδιά έσκυβαν και έπιαναν τα γόνατά τους, ο Χαβιέρ ανυπομονούσε να ξεκινήσει ξανά το παιχνίδι. «Είμαι ο Μπουρουσάγκα, σε τριπλάρω σαν τον Μποτσίνι». Ο μύθος της Ιντεπεντιέντε του τριβέλιζε το μυαλό. Δυο κατακτήσεις Διηπειρωτικού είχε τότε το καμάρι της Αβεγιανέδα, στις αρχές της δεκαετίας του ’80 εθεωρείτο η καλύτερη ομάδα σε ολόκληρη την Αργεντινή.
Στη γειτονιά πια αρκούσαν δυο τσάντες για να φτιάξουν τα πιτσιρίκια ένα νοητό τέρμα, τα λιγοστά αυτοκίνητα σταματούσαν να χαζέψουν τα παιδιά να παίζουν μπάλα. «Fútbol de barrio» («ποδόσφαιρο της γειτονιάς») το λέγανε, δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο στον κόσμο. Τα παιδιά σε κάθε ευκαιρία έπαιζαν ποδόσφαιρο. Στο σχολείο τύλιγαν τη λευκή ποδιά, κολλούσαν τις άκρες και τη χρησιμοποιούσαν σαν μπάλα ποδοσφαίρου. Τέτοιο χρυσωρυχείο δεν το άφηναν ανεκμετάλλευτο όλες οι οργανωμένες ομάδες της πόλης. Διοργάνωναν από καιρού εις καιρόν “τουρνουά”, έψαχναν τον επόμενο τοπικό ήρωα, βοηθούσαν με τον τρόπο τους την Αργεντινή να ξαναβρεί το δρόμο της αμέσως μετά τη λήξη της Χούντας των Συνταγματαρχών.
Ένα τέτοιο τουρνουά διοργάνωσε η Ιντεπεντιέντε, το είπε «Πρωτάθλημα συνοικιών» και ο σκοπός του ήταν διπλός. Να εμποδίσει τα παιδιά να ξεστρατίσουν και να τραβήξουν επικίνδυνους δρόμους και ίσως ανάμεσα στα δεκάδες να εντοπιστεί και ένα χαμένο ταλέντο. Εκεί εντόπισαν οι «Diablos Rojos» («Κόκκινοι Διάβολοι», το προσωνύμιο της Ιντεπεντιέντε) τον Χαβιέρ Ζανέτι, τότε ξεκίνησε ουσιαστικά το ταξίδι του στο οργανωμένο ποδόσφαιρο.
Ήταν πολύ λεπτός ακόμη, σχεδόν καχεκτικός, αλλά σε ευθεία αντίθεση με την εικόνα του ήταν οι αντοχές, η ταχύτητα και η άνεσή του με τη μπάλα στα πόδια.
Δεν είχε κλείσει καν τα 10 του χρόνια, παιδάκι κανονικό. Μπήκε στις ακαδημίες της ομάδας, έμαθε τι σημαίνει οργάνωση, ομαδικότητα, σύνολο, τακτική, πειθαρχία. Επτά ολόκληρα χρόνια ξυπνούσε το πρωί με την προσμονή να πάει για προπόνηση, να μάθει το επόμενο κόλπο, να καταλάβει την επόμενη οδηγία του προπονητή, να προσπαθήσει να κάνει κι εκείνος το κόλπο που είδε στην τηλεόραση από τους ήρωές του. Στα 17 η πρώτη ψυχρολουσία. «Πολύ αδύνατος, σε επαγγελματικό επίπεδο θα τον φάνε ζωντανό», είναι η ετυμηγορία των ιθυνόντων της ομάδας. Ήταν μεγάλο ρίσκο να ρίξουν έναν έφηβο στο λάκκο των λεόντων της «Apertura». Το πρόσωπο του Χαβιέρ είναι ανέκφραστο, μονάχα μια μικρή σύσπαση μαρτυρά ότι το όνειρο γίνεται ενοχλητικό.
Η απογοήτευση δεν ήταν απλώς μεγάλη, ήταν τεράστια. Στο σπίτι ήταν αμίλητος, διάβαζε με τις ώρες στο δωμάτιό του, έβγαινε μονάχα για το φαγητό και τις ώρες που επέστρεφε ο πατέρας. Του ζήτησε να τον ξαναπάρει μαζί, αυτή τη φορά όχι για να μοιράσουν γάλα αλλά για να βοηθάει στην οικοδομή. Σκληρή δουλειά, αλλά στο μυαλό του Χαβιέρ θα τον βοηθούσε να δέσει μυϊκά, να δυναμώσει και να μην τον ξαναπούν «τσιγαρόχαρτο» ποτέ. Διάβασμα, οικοδομή και κρυφά προπόνηση. Χανόταν με τη μπάλα μόνος του, έκανε ξανά και ξανά τις ασκήσεις που είχε διδαχθεί στην ακαδημία. Προπόνηση την Παραμονή των Χριστουγέννων, προπόνηση την πρώτη του έτους, προπόνηση σε κάθε λεπτό του ελεύθερου χρόνου.
Ένα βράδυ καθόταν απογοητευμένος πάνω από ένα βιβλίο, το ημίφως έκρυβε τη στεναχώρια στο βλέμμα του. Ο Ροντόλφο χτύπησε την πόρτα, πριν καν ο Χαβιέρ τού απαντήσει να περάσει, ο πατέρας ήταν ήδη στο δωμάτιο, είχε βάλει το χέρι του στον ώμο του γιου του. «Τα βιβλία είναι καλά Χαβιέρ. Σε κάνουν καλύτερο, πιο ολοκληρωμένο άνθρωπο. Αλλά πρέπει να επιστρέψεις στο ποδόσφαιρο». Ο Χαβιέρ αντέδρασε ακαριαία. «Για να παίξω ποδόσφαιρο, πρέπει να με θέλουν. Κι εμένα με απέρριψαν».
Εκείνον τον καιρό, ο κατά 10 χρόνια μεγαλύτερος αδερφός του, ο Σέρχιο, ψευτοέπαιζε ποδόσφαιρο στην Ταγέρες Ντε Ρεμέδιο Ντε Εσκαλάδα, μια άσημη ομάδα στην δεύτερη κατηγορία. Ο Ροντόλφο λέει στο μικρό ότι ο αδελφός του έχει κανονίσει ένα δοκιμαστικό για να τον δουν. Ο Χαβιέρ γίνεται έξαλλος, δεν θέλει με τίποτα να συμβιώνει με τη “ντροπή της σύστασης”, δεν θέλει ν’ ακούει για “μιλημένα” πράγματα. Όταν ο αδερφός του μετακομίζει στη Ντεπορτίβο Εσπανιόλ, ο δρόμος ανοίγει.
Κάνει ένα δοκιμαστικό, οι προπονητές που τον βλέπουν να κινείται στο χορτάρι πείθονται. Δεν του προσφέρουν επαγγελματικό συμβόλαιο, είναι πολύ νωρίς για να πάρουν το ρίσκο. Ο Χαβιέρ εξακολουθεί να δουλεύει οικοδομή, ενισχύοντας τη σωματική του διάπλαση. Έχουν περάσει δυο χρόνια από τότε που εκδιώχθηκε ως «καχεκτικός» από την Ιντεπεντιέντε, το κορμί του έχει δέσει, οι μηριαίοι μύες θυμίζουν επαγγελματία ποδοσφαιριστή. Τα πάντα αποτέλεσμα της ατομικής προπόνησης και των “ασκήσεων” που έκανε με τους γεμάτους μπετό και ασβέστη τενεκέδες.
Οι ιθύνοντες της Ταγέρες με τον καιρό απορούν πώς η Ιντεπεντιέντε άφησε ένα τέτοιο διαμάντι να ξεγλυστρίσει. Συνήθως η διαδρομή ήταν η ανάποδη. Σε αυτή την κωμόπολη του Partido de Lanùs, στην ευρύτερη Περιφέρεια του Μπουένος Άιρες, ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1991 η δεύτερη ποδοσφαιρική ζωή του Χαβιέρ. Τον φώναζαν «Pupi», «τρυφερό και στοργικό παιδί», για την ευγένεια και το χαρακτήρα του, πιο πολύ όμως εξ ανάγκης, γιατί στην Ταγέρες Εσκαλάδα υπήρχαν ακόμη επτά με το όνομά του.
Τον «Pupi» τον συμπαθούν όλοι, συμπαίκτες και προπονητές έχουν από μια καλή κουβέντα, όχι μόνο για το πόσο καλός παίκτης μπορεί να γίνει αλλά για την αγωγή και τους τρόπους του. Γίνεται κάτι σαν παράδειγμα προς μίμηση στο σύλλογο, παρακολουθεί με την πρώτη ευκαιρία και τις υπόλοιπες ομάδες, σε όλα τα αθλήματα. Ένα απόγευμα οι φίλοι του τον πείθουν να τους συνοδεύσει στους αγώνες των γυναικείων τμημάτων του βόλεϊ και του μπάσκετ. Το συνήθιζαν τότε οι 18άρηδες-20άρηδες, ήταν ο τρόπος να φλερτάρουν, να γνωρίσουν το κορίτσι τους. Στον αγώνα του βόλεϊ ο Χαβιέρ μοιάζει αδιάφορος, όταν ξεκινάει το παιχνίδι του μπάσκετ, δεν μπορεί να πάρει τα μάτια του από το παρκέ.
Είναι χειμώνας του 1991, σε εκείνον τον αγώνα μπάσκετ είδε για πρώτη φορά τη γυναίκα της ζωής του, τη μοναδική γυναίκα γι’ αυτόν, την Πάουλα Ντε Λα Φουέντε. Έρωτας κεραυνοβόλος, αγάπη παντοτινή. Εάν μπορεί ένας άνθρωπος να ισχυριστεί ότι “του ανήκει” ο Ζανέτι, είναι η Πάουλα. Η καλύτερή του φίλη, το κορίτσι του, η γυναίκα του, η μητέρα των παιδιών του.
Ο έρωτας του δίνει φτερά στα πόδια, κάθε που η Πάουλα είναι στην εξέδρα να τον παρακολουθήσει, παίζει και για να την εντυπωσιάσει, να κερδίσει το θαυμασμό της, να την κάνει να τον πιστέψει. Προπονείται ακόμα πιο σκληρά, αφιερώνεται εξ ολοκλήρου στο ποδόσφαιρο, θέλει με κάθε τρόπο να γίνει μέλος της πρώτης ομάδας. Αναμειγνύει τα τεχνικά του χαρακτηριστικά με τις βασικές του τακτικές δεξιότητες, καταλαβαίνει το παιχνίδι, μαθαίνει -και γίνεται- αφεντικό της δεξιάς πτέρυγας, με τρομερή επίδραση στην αγωγιμότητα του κάθε αγώνα.
Στις 22 Αυγούστου του 1992, λίγες μόνο ημέρες αφότου συμπλήρωσε τα 19 του χρόνια, πραγματοποιεί το επαγγελματικό του ντεμπούτο στην Primera B. Άλλαξε έναν πιο έμπειρο συμπαίκτη του, θυμάται ακόμη εκείνα τα βασανιστικά δευτερόλεπτα που παρατηρούσε το συμπαίκτη να τρέχει ράθυμα προς το μέρος του. Εκατοντάδες σκέψεις στο μυαλό, δεκάδες σενάρια. 22 Αυγούστου ξεκίνησαν 22 χρόνια καριέρας, 22 χρόνια που δεν ξανάφυγε ποτέ από το γήπεδο.
Ο ύπνος του Χαβιέρ γίνεται ευχάριστα ανήσυχος, το κεφάλι του στριφογυρίζει στο μαξιλάρι. Το όνειρο αποκτά υψηλές ταχύτητες, οι εικόνες περνούν με κινηματογραφική ταχύτητα από τον εγκέφαλο και το υποσυνείδητό του. Βλέπει τον εαυτό του να σκοράρει το μοναδικό του γκολ με τη φανέλα της Ταγέρες, περνάει από τους διαδρόμους του μυαλού του η αλματώδης εξέλιξη, η πρόταση της Μπάνφιλντ με 160.000 δολάρια για να τον κάνει δικό της.
Έχει περάσει μόλις ένας χρόνος, έχει κάνει δική του τη φανέλα με τον αριθμό «4», δεν θα αλλάξει νούμερο ποτέ ξανά. Παίζει ασταμάτητα, δεν τραυματίζεται, δεν κουράζεται, δεν “μανουριάζει” ποτέ. Εξήντα έξι εμφανίσεις, έχει προσθέσει και το γκολ στο ρεπερτόριο, τις τελικές πάσες, τις μνημειώδεις κούρσες στη γραμμή.
Είναι στο πατρικό του, όταν του τηλεφωνούν από την ομάδα. Τον θέλει ο Πασαρέλα, έχει κληθεί στην Εθνική. Δακρυσμένος φιλάει τη μάνα του, αγκαλιάζει σφιχτά τον πατέρα του, του ψιθυρίζει στ’ αυτί ότι δίχως την επιμονή του δεν θα τα κατάφερνε ποτέ.
Ο θρύλος της Ίντερ και της Ρόμα, ο Ιταλοαργεντινός Αντόνιο Αντζελίλο, παρακολουθεί μια προπόνηση της Ολυμπιακής ομάδας της Αργεντινής, προσκεκλημένος του φίλου του, Ντανιέλ Πασαρέλα. Σε έναν χρόνο είναι οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Ατλάντα και οι Αργεντινοί έχουν επενδύσει πάρα πολλά σε αυτή την ομάδα. Από τον κανονισμό επιτρέπονται μονάχα τρεις ποδοσφαιριστές άνω των 23 ετών. Ο Πασαρέλα έχει επιλέξει τον Ντιέγκο Σιμεόνε, το Νέστορ Σενσίνι και τον Χοσέ Αντόνιο Τσαμότ. Οι υπόλοιποι, οι “πιτσιρικάδες”, είναι όλοι ένας κι ένας. Ρομπέρτο Αγιάλα, Ματίας Αλμέιδα, Κλάουντιο Λόπες, Αριέλ Ορτέγκα, Ερνάν Κρέσπο, Μαρσέλο Γκαγιάρδο, Χουάν Πάμπλο Σορίν, Γουστάβο Λόπες, Χουάν Σεμπάστιαν Βερόν, Γκιγιέρμο Μπάρος Σκελότο και ο δεξιός μπακ με το «4». Ο Χαβιέρ Αντελμάρ Ζανέτι.
Ο Αντζελίλο ειδοποιεί έναν φίλο κάμερα-μαν, καταγράφει την προπόνηση και λέει στο φίλο του να εστιάσει στο «4». Λίγες μέρες μετά, για την ακρίβεια στις 13 Μαΐου του 1995, η κασέτα από εκείνη την προπόνηση βρίσκεται επάνω στο γραφείο του νέου ιδιοκτήτη της Ίντερ, ενός νεαρού και πολύ πλούσιου ανθρώπου, ο οποίος έχει βάλει σκοπό της ζωής να επιστρέψει ο σύλλογος στο μεγαλείο που θυμόταν από τα χρόνια του πατέρα του, Άντζελο. Ο πλούσιος νεαρός είναι ο Μάσιμο Μοράτι.
Ερωτεύεται κεραυνοβόλα τον Ζανέτι, δίνει εντολή να δοθεί γη και ύδωρ για να εξασφαλιστεί η υπογραφή του ποδοσφαιριστή και η συναίνεση της Μπάνφιλντ. Είναι η δεύτερη αγορά της εποχής Μοράτι, το πρώτο μεγάλο μεταγραφικό απόκτημα και πολύ πιο διαφημισμένο από τον Ζανέτι είναι ο επίσης Αργεντινός Σεμπάστιαν Ράμπερτ της Ιντεπεντιέντε, ένας από τους πολλούς “επόμενους Μαραντόνα” που χάθηκαν στη λήθη.
Αρχές Ιουνίου του 1995, ο Ζανέτι παρουσιάζεται στην Terrazza Martini στο περιθώριο της φρενίτιδας για τον ομοεθνή του. Τον κοιτούν περίεργα, πιο πολύ με έκπληξη για τη συμπεριφορά και το σουλούπι του. Ντροπαλό βλέμμα, ελάχιστες δηλώσεις, μόνη παράκληση η επιθυμία του να ευχαριστήσει εκείνον που του έδωσε αυτή τη μεγάλη ευκαιρία και η ανυπομονησία για προπόνηση. Οι δημοσιογράφοι πολύ γρήγορα παύουν να ασχολούνται μαζί του, πολύ ντροπαλός, πολύ φειδωλός, “ακατάλληλος” ακόμα και για μονόστηλο.
Καταφθάνει στο Καβαλέζε, όπου η Ίντερ έχει ξεκινήσει την προετοιμασία με μια σακούλα σούπερ μάρκετ και τα ποδοσφαιρικά παπούτσια στο χέρι. Τον περιμένουν μάλλον αδιάφορα δυο δημοσιογράφοι. Ένας απλός χαιρετισμός, ένα φευγαλέο «ciao» και προπόνηση. Στο γήπεδο τον υποδέχεται ο Μπέπε Μπέργκομι, παλιά καραβάνα, μεγάλος αρχηγός και διαχρονικός ηγέτης εκείνης της ομάδας.
Πιο δίπλα ο Σάντρο Ματσόλα, παλιά δόξα του συλλόγου και πιο δύσπιστος απ’ όλους. «Πού θες να πας να παίξεις;», τον ρωτά ο καλός Σάντρο, εννοώντας πού θέλει να δοθεί δανεικός. «Δεξιά θέλω να παίζω», απαντά ο ντροπαλός Χαβιέρ.
Το άβολο της στιγμής δεν επέτρεψε στο Ματσόλα να εξηγήσει τι εννοούσε, με ένα νεύμα έκανε νόημα στον Μπέργκομι «να πιέσει το μικρό». Πρώτη άσκηση κατοχή μπάλας. Ο Μπέργκομι κολλημένος επάνω του, ο Χαβιέρ να την έχει κολλημένη στο πόδι του, να μην την χάνει ποτέ, σε οποιοδήποτε καθεστώς πίεσης. Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πράγμα ο «Zio» («Θείος», το παρατσούκλι του Μπέργκομι σε Ίντερ και Εθνική Ιταλίας), μετά το τέλος της προπόνησης είπε στον Ματσόλα ότι ο ντροπαλός Αργεντινός θα αφήσει εποχή. Είχε δίκιο.
Στις 27 Αυγούστου του 1995 η Ίντερ υποδέχεται τη Βενέτσια. Το παιχνίδι θα μείνει στην ιστορία αφ’ ενός για την απίθανη εκτέλεση φάουλ του Ρομπέρτο Κάρλος και αφ’ ετέρου για το αυθόρμητο επιφώνημα θαυμασμού του San Siro, κάθε που ο Ζανέτι έκανε επέλαση στη δεξιά πλευρά. Ήταν απίστευτο, ο Χαβιέρ έμοιαζε με τρακτέρ που οργώνει το χορτάρι, θαρρείς και είχε χαράξει αυλάκια σε ολόκληρη τη δεξιά πλευρά, μπροστά και πίσω. Προστάτευε τη μπάλα με το σώμα και ξαφνικά έδινε ένα τρομερό τίναγμα στο κορμί του και επιτάχυνε, αφήνοντας τον προσωπικό αντίπαλο μέτρα πίσω του.
Όταν τελείωσε εκείνο το ματς, ο Χαβιέρ δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ήταν το πρώτο από τα περισσότερα από 800 (!) που έπαιξε με την κυανόμαυρη φανέλα. Θαρρείς και γεννήθηκε «Nerazzurro», θαρρείς και ήταν γραφτό να γίνει η προσωποποίηση όλων των θριάμβων και των δεινών εκείνης της ομάδας. Βιονικός, ταπεινός, άτρωτος, Tractòr από την αρχή μέχρι το τέλος. Trabajo, sudor y gloria. Δουλειά, ιδρώτας και δόξα. Πάντα στην υπηρεσία της ομάδας, πάντα με την Ίντερ κορωνίδα στις προτεραιότητες.
Η μοναδική έξαλλη αντίδραση της καριέρας του στο Μιλάνο υπήρξε η αντίδρασή του στον Ρόι Χόντσον, το φλεγματικό Βρετανό, που εισηγήθηκε την πώληση του Ρομπέρτο Κάρλος στη Ρεάλ Μαδρίτης, «επειδή είναι πολύ απείθαρχος». Ουδέποτε άλλοτε δημιούργησε πρόβλημα, πάντοτε λειτουργούσε εκών άκων ως παράδειγμα προς μίμηση, ως ζωντανό μνημείο των αρχών και της ιστορίας της Ιντερνατσιονάλε του Μιλάνου.
Έβαλε το περιβραχιόνιο του αρχηγού σε ένα αδιάφορο ματς Kυπέλλου εναντίον του Καστέλ Nτι Σάνγκρο και δεν το ξανάβγαλε ποτέ.
Η κατάκτηση του UEFA το 1997 στο Parc des Princes και με δικό του γκολ, τα Πρωταθλήματα και τα Κύπελλα, το Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων, το πολυπόθητο Champions League στα στερνά, μετά από 45 χρόνια αναμονή και έναν ολόκληρο σύλλογο να κλαίει.
Για οποιονδήποτε άλλον ποδοσφαιριστή, αυτά θα ήταν τα αξιομνημόνευτα, γι’ αυτά θα γραφόταν βιβλίο και θα αποτελούσαν σημεία αναφοράς της καριέρας του.
Ο Χαβιέρ όμως δεν ήταν αυτά. Έτσι θα τον εξιστορούν μονάχα εκείνοι που δεν έχουν γνώση, δεν πήραν ποτέ μυρωδιά της σημασίας και του μεγαλείου του.
Ο Ζανέτι είναι τα δάκρυα στην απόλυση του Τζίτζι Σιμόνι, η εναντίωση του στις τρέλες και τα λάθη της διοίκησης Μοράτι, η αναδίπλωση μετά από κάθε ήττα, ακόμα και την πιο άδικη, την πιο επίπονη απ’ όλες. Ο Ζανέτι είναι η διαλυμένη φιγούρα της 5ης Μαΐου μετά το φράγμα του Ιουλιάνο, το παγωμένο βλέμμα μετά το “κρακ” του Ρονάλντο στο Olimpico στον “τελικό” με τη Λάτσιο, το μικρό παιδί που κλαίει με αναφιλητά τρία λεπτά πριν το τέλος του Τελικού του 2010 που χάρισε το ιστορικό Τρεμπλ σε μια ομάδα που άξιζε περισσότερα απ’ όσα κατέγραψε η ιστορία.
Έκλαψε πολύ όλα αυτά τα χρόνια. Η δική του Ίντερ έμοιαζε πολύ και με τη δική του Αργεντινή. Πάντα ξεχωριστή, πάντα μόνη, με την έννοια του μοναχικού και του μοναδικού ταυτόχρονα. Στον τρόπο σκέψης, δράσης, σχέσης με ολόκληρο τον κόσμο που τις περιέβαλε. Η σημασία να υποφέρεις, να πονάς, να επενδύσεις στον εαυτό σου πριν την έκσταση.
Θρίαμβοι που φάνταζαν αδύνατοι, στο μίξερ με δεκάδες απογοητεύσεις, συνταρακτικά χτυπήματα στον εγωισμό και το χαρακτήρα. Οι αγώνες της ζωής του, τα πέρα από κάθε φαντασία άλματα στο κενό. Εν τέλει, στον τελικό απολογισμό, όλα μια ευλογία.
Της ζωής τα γραμμένα δεν μπορείς να τ’ αλλάξεις. Χιλιόμετρα ολόκληρα εκεί στα δεξιά, με τη χωρίστρα πάντα στη θέση της, με το μαλλί ανέγγιχτο. Η εικόνα του ασβέστη να ορίζει το γρασίδι κι εκείνος κομψός, αέρινος, με στάση σώματος μονίμως συνδυασμένη στο μοναδικό αγωνιστικό πνεύμα, με αλλόκοτη, “ξένη” για το ποδόσφαιρο του σήμερα, συμπεριφορά και ταμπεραμέντο σεβαστό από κάθε αντίπαλο και κάθε σύνθεση των αποδυτηρίων της ομάδας.
Πιστός στο κυανό και το μαύρο του «Bauscia», όπως αποκαλείται η Ίντερ στην τοπική διάλεκτο του Μιλάνου. Ηγέτης στις νύχτες της χαράς και του πόνου, εικόνα και είδωλο μιας υπόσχεσης τόσο παλιάς που οι επόμενες γενιές τη σέβονται, επειδή είναι ήδη ιστορία.
Από το παράθυρο μπαίνει το φως, ο ήλιος πέφτει στα μάτια του. Τα βλέφαρα κινούνται, το μάτι ξεκινάει να παίζει. Ο Χαβιέρ ξυπνάει και συνειδητοποιεί ότι αποκοιμήθηκε με το φως ανοιχτό. Το τάμπλετ έχει αδειάσει από μπαταρία ακριβώς τη στιγμή που έμπαινε το βίντεο της 18ης Μαΐου του 2014, το τελευταίο του παιχνίδι εναντίον της Κιέβο Βερόνα. Σηκώνεται και δεν θυμάται τίποτα από το όνειρο που είδε. Ρίχνει μια στοργική ματιά στο δωμάτιο των παιδιών, δίνει ένα φιλί στην Πάουλα και δένει τη γραβάτα στον καθρέφτη.
Αφήνει τη μια οικογένεια για να πάει στην άλλη. Αυτό είναι πια για εκείνον η Ίντερ. Οικογένεια. Μπαίνει στο γραφείο και ένα παιδί που κάνει πρακτική τον υποδέχεται προσφωνώντας τον «κύριο Αντιπρόεδρο». Είναι-δεν είναι 20 χρόνων. Σταματάει και μιλάει μαζί του μερικά λεπτά. Τον ρωτάει από πού είναι, πώς κατέληξε στην Ίντερ για να κάνει την πρακτική του, τι θέλει να κάνει στη ζωή του. Το παιδί απαντάει τετριμμένα, κοφτά και με πολύ τρακ. Ο Χαβιέρ του πιάνει τον ώμο, ακριβώς όπως ο Ροντόλφο έπιασε τον δικό του πριν πολλά χρόνια στο Dock Sud.
«Ό,τι κι αν γίνει, όσα κι αν συμβούν, μην σταματάς να κάνεις όνειρα».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ντιέγκο Σιμεόνε, κάτι παραπάνω από ένας προπονητής
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro