Αφόρητη ζέστη. Ακόμα και στο μουντό και συνήθως κρύο Τορίνο, εκείνο το απόγευμα του Ιουλίου του ‘82, έκαιγε ο τόπος.
Μόλις έχει δύσει ο ήλιος και το κοινό έχει κατακλύσει το Stadio Comunale, ένα Δημοτικό Στάδιο που δεν υπάρχει πιά. Στην πλειοψηφία νεαροί. Ανυπόμονοι, αλλά ευδιάθετοι, έτοιμοι να ροκάρουν, να τινάξουν από πάνω τους έγνοιες, πίεση, τα πάντα.
Όταν από τη Fender Telecaster του Κιθ Ρίτσαρντς ακούγεται το πρώτο riff, ο κόσμος τρελαίνεται, είναι έτοιμος για τους Rolling Stones.
Από τη σκηνή ξεκινάει μια ιπτάμενη σκάλα τυλιγμένη με την τρίχρωμη σημαία της Ιταλίας. Όταν η σκάλα φτάνει πάνω από το αλαλάζον πλήθος, σηκώνεται γκαζωμένος ο Μικ Τζάγκερ και δίνει τον τόνο: Under My Thumb.
Ο frontman μιας από τις μεγαλύτερες μπάντες όλων των εποχών φοράει τη φανέλα της Squadra Azzurra, η οποία σε λίγες ώρες, στις 8 το βράδυ τοπική ώρα επρόκειτο να παίξει τον πιο αναπάντεχο τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου στην ιστορία της.
Το tricolore μπροστά, το 20 ραμμένο στην πλάτη. Ο Μικ Τζάγκερ φοράει τη φανέλα του Πάολο Ρόσι.
Εξήντα χιλιάδες άνθρωποι σε παροξυσμό. Κάτι μεταξύ απόλυτης ευφορίας, προσμονής, ελπίδας, έκστασης, όλα μαζί.
Πού να το φανταζόταν το παληκαράκι από το Prato της σοφιστικέ Τοσκάνης, ότι ο τεράστιος Μικ θα φορούσε μια μέρα τη φανέλα του. Αδιανόητο.
Τίποτε απολύτως δεν προμήνυε την αποθέωση, καμία ένδειξη δεν οδηγούσε ούτε κατά διάνοια στο συμπέρασμα ότι ο Πάολο θα γίνει μια παγκοσμίως αναγνωρίσιμη προσωπικότητα.
Δεν τον λόγιζαν καν σπουδαίο ταλέντο. Ανδρώθηκε στις ακαδημίες της Γιούβε, αλλά τον έδιναν δανεικό γιατί κανένας προπονητής δεν τον πίστεψε.
Στο Κόμο πέρασε απαρατήρητος. Ένας εξτρέμ με συγκεκριμένα τεχνικά στοιχεία και προτερήματα, με «στεγνή» σωματική διάπλαση και νεύρο.
Ακόμα και στην όψη συνηθισμένος. Με εκείνο το ακατάστατο ημίμακρο μαλλί των ‘70s που έκρυβε το μέτωπο και την αύρα του Ιταλιάνου που μόλις γυρίσεις το βλέμμα θα σε «ρίξει».
Τα φώτα έπεσαν επάνω του μόνο όταν η πυξίδα της καριέρας του έδειξε τη Βιτσέντσα, την πόλη του Αντρέα Παλλάντιο, ενός εκ των κορυφαίων από τους Αρχιτέκτονες της Αναγέννησης.
Στην τοπική Λανερόσι της serie B συστήθηκε ο Πάολο, στα χέρια του θρυλικού για τους ντόπιους Τζιμπί Φάμπρι κατάλαβε ότι δεν έχει ούτε τη σωματική διάπλαση, ούτε τις ικανότητες για να ανεβοκατεβαίνει στη γραμμή και να βγάζει σέντρες από τον ασβέστη.
Ο καινοτόμος Φάμπρι του υπέδειξε να παίξει πιο μπροστά, ουσιαστικά επινόησε τη θέση του δεύτερου κρυφού φορ και ο Πάολο έγινε λίγο φουνταριστός, λίγο δεκάρι, λίγο δεύτερος επιθετικός. Δεν χρειαζόταν κάτι περισσότερο.
Σε αυτή την τακτοποιημένη αναρχία, ο Ρόσι ξεδίπλωσε κάθε ικμάδα του έμφυτου ταλέντου του. Έπαιζε για το γκολ, «μύριζε» γκολ, έβαζε γκολ. Κι όταν απέκτησε εμπιστοσύνη στα πόδια του και κυρίως στο μυαλό του, τα γκολ άρχισαν να έρχονται από μόνα τους.
Η Λανερόσι προβιβάστηκε στη serie A, o Πάολο στο ντεμπούτο του στη μεγάλη κατηγορία ανακηρύχθηκε πρώτος σκόρερ με 24 γκολ.
Ο νεωτεριστής Φάμπρι και ο νέος μεγάλος αστέρας του campionato είχαν κάνει το ασύλληπτο και η ταπεινή Βιτσέντσα κατέκτησε τη δεύτερη θέση στο πρωτάθλημα αφήνοντας πίσω της μεγαθήρια. «Ρεάλ Βιτσέντσα», ακόμα έτσι τη θυμούνται οι παλιοί εκείνη την ομάδα.
Κι όταν η κουβέντα έρχεται στον «Παολίνο», τα μάτια βουρκώνουν από τη συγκίνηση. Ακόμα και σήμερα, ακόμα και μετά από δεκαετίες. Πολύ απλά γιατί κάποια ανδραγαθήματα, κάποια επιτεύγματα, μένουν πάντοτε βαθιά χαραγμένα στη μνήμη και δεν σβήνουν ποτέ.
Δεν ήταν δυνατόν να μην τον συμπεριλάβει ο Μπεαρτζότ στην αποστολή για το Μουντιάλ της Αργεντινής. Ήταν ένα σουρεαλιστικό Παγκόσμιο Κύπελλο εκείνο του 1978.
Διεξήχθη υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, λόγω της δικτατορίας του Βιδέλα στην Αργεντινή, με ένα σύστημα που δεν τιμά το ποδόσφαιρο και έκτοτε δεν ξαναχρησιμοποιήθηκε ποτέ από τη FIFA.
Η Ιταλία σε εκείνο το Μουντιάλ πρωτεύοντα στόχο είχε να αποτινάξει από πάνω της τη βαριά σκιά της ομάδας του ’70. Ήταν η ομάδα της ανανέωσης, της παράδοσης σκυτάλης.
Ο Πάολο βρήκε το χώρο του, σκόραρε τρεις φορές στη διοργάνωση, ήταν μάλλον το πιο καλό νέο σε μια εν γένει επιτυχημένη παρουσία των Azzurri που σταμάτησε στον οίστρο των Ολλανδών στον «ημιτελικό».
Ο Ρόσι επέστρεψε στην Ιταλία «Παμπλίτο», ήταν η καινούρια ελπίδα, το σημείο αναφοράς στην επίθεση που μετά μανίας αναζητούσαν οι Ιταλοί μετά το Ρίβα.
Άπαντες συμφωνούσαν ότι έχει μια τεράστια καριέρα μπροστά του, ότι είναι στην καλύτερη ηλικία για το τελικό μεγάλο βήμα που θα τον μετατρέψει σε παγκόσμιο πρωταθλητή.
«Είναι το όνειρό μου να σηκώσω μια μέρα αυτό το Κύπελλο». Όταν ο Πάολο διηγείτο το όνειρό του στην πρώτη συνέντευξη για το επερχόμενο Μουντιάλ της Ισπανίας, σε ένα σκοτεινό γραφείο στο δεύτερο όροφο της Εισαγγελίας της Ρώμης, ο αδέκαστος Αρνάλντο Μπράτσι υπέγραφε τα εντάλματα σύλληψης που έσυραν το ιταλικό ποδόσφαιρο στο βούρκο.
Ποδοσφαιριστές υπέρ άνω υποψίας, εξέχουσες προσωπικότητες, παράγοντες, άνθρωποι γύρω και πέριξ ενός ποδοσφαίρου που είχε ξεφύγει από τον έλεγχο.
Η 23η Μαρτίου του 1980 είναι από τις ιστορικότερες ημερομηνίες στην ιστορία της Ιταλίας. Είναι η ημέρα που εκατομμύρια κόσμος παρακολούθησε σε ζωντανή μετάδοση από τη RAI, να συλλαμβάνονται ποδοσφαιριστές και αστυνομικοί να τους περνάνε χειροπέδες μέσα στο γήπεδο.
Το πλήγμα για το φίλαθλο κόσμο ανεπανόρθωτο. Ο κόσμος πληγώθηκε για κάτι που αγαπούσε, που θεωρούσε αγνό, αμόλυντο, «ένα παιχνίδι».
Τα παράνομα στοιχήματα τα γνώριζαν, τα συζητούσαν όλοι. Κανείς δεν περίμενε, κανείς δεν υπολόγιζε ότι εμπλέκονται και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές, ότι κάποια παιχνίδια χειραγωγήθηκαν, «στήθηκαν».
Εκείνη τη μαύρη Κυριακή κατά την οποία το ιταλικό ποδόσφαιρο πυροβολήθηκε εξ επαφής, ο Πάολο Ρόσι ήταν στην Περούτζια. Έτυχε να βρίσκεται μαζί με δυο εκ των εγκεφάλων της σπείρας. Τον Ντέλα Μάρτιρα και τον Τζεκίνι. Οδηγήθηκε στα κάγκελα, ούρλιαζε στους carabinieri ότι είναι αθώος.
Η δικαιοσύνη εκτός από τυφλή είναι και εξαιρετικά βραδεία. Απονεμήθηκε με πέντε χρόνια καθυστέρηση. Ο Πάολο τελικά ήταν όντως αθώος, κι ας μην τον πίστεψε κανένας.
Ακόμα και σήμερα, η δεύτερη σκέψη οποιουδήποτε φιλάθλου στη μπότα για τον Ρόσι είναι το “Totonero”. Το «μαύρο ΠΡΟΠΟ», η θλιβερή εκείνη ιστορία που είτε σαν ψίθυρος είτε ανοιχτά τον συνοδεύει σε όλη του τη ζωή. Δυο χρόνια αποκλεισμός, δυο χρόνια μακριά από το ποδόσφαιρο, ακριβώς τη στιγμή της απογείωσης.
Επέλεξε τη σιωπή καθ’ όλη τη διάρκεια της τιμωρίας. Πιο πολύ ήταν απομόνωση, αφού έπρεπε πρώτα απ’ όλα μέσα του να αποφασίσει εάν θα συνεχίσει να προπονείται ή θα γυρίσει την πλάτη για πάντα στο ποδόσφαιρο. Ήθελε το όνομά του καθαρό, αμόλυντο, στο μυαλό του είχε ωριμάσει η σκέψη να θυσιάσει την καριέρα του στο βωμό μιας καθαρής συνείδησης.
Δεν θα υπήρχε Πάολο Ρόσι, δεν θα υπήρχε το παραμύθι του ’82, εάν ο μεγάλος Τζανπιέρο Μπονιπέρτι δεν αποφάσιζε να επέμβει έναν ολόκληρο χρόνο πριν εκπνεύσει ο χρόνος της τιμωρίας. Ο Μπονιπέρτι αναζωπύρωσε τη φλόγα για ποδόσφαιρο, ήταν μια λάμψη ελπίδας στο χειρότερο δυνατό συναίσθημα για έναν αθλητή: στην αδράνεια.
«Δεν έχει σημασία που επιστρέφεις σε ένα χρόνο. Το συμβόλαιό σου θα είναι από τα ακριβότερα της ομάδας, θα έρθεις μαζί μας στην προετοιμασία, θα προπονείσαι μαζί με την ομάδα. Για την ακρίβεια, θα προπονείσαι περισσότερο απ’ όλους τους παίκτες της ομάδας μαζί», ήταν τα λόγια του σοφού παντοτινού Προέδρου της Γιούβε.
Ήταν το χέρι που περίμενε σαν μάννα εξ ουρανού για να πιαστεί ο Πάολο, ο από μηχανής Θεός που τον έβγαζε από τις στενωπούς του δράματος.
Προπονήθηκε σαν να μην υπήρχε αύριο, γυμνάστηκε πιο σκληρά απ’ όλους. Κάθε μέρα. Στο σαββατιάτικο ρεπό πριν τους αγώνες, εκείνος έκανε ατομικό πρόγραμμα. Στους αγώνες ένιωθε σαν θηρίο στο κλουβί. Πλέον όμως είχε κίνητρο. Ήθελε να επιστρέψει πιο δυνατός, πιο καθοριστικός από πριν.
Και σαν βαρυποινίτης μετρούσε τους χάραζε τους μήνες που περνούσαν στους τοίχους των αποδυτηρίων του Comunale. Ναι, η έδρα της μεγάλης Γιούβε τότε, ήταν στο Δημοτικό Στάδιο που έδωσαν τη συναυλία οι Stones.
Η εξαντλητική αναμονή τελείωσε μια μέρα μετά την Πρωτομαγιά του ’82. Στο Friuli, σε ένα δύσκολο εκτός έδρας ματς με την Ουντινέζε, ένα ματς που κρινόταν το πρωτάθλημα.
Οι κερκίδες κατάμεστες, στην κεντρική θύρα μια γνώριμη ξερακιανή φιγούρα με γκρι στενό pin stripe κοστούμι και τα περίφημα γυαλιά ηλίου που δεν αποχωριζόταν ποτέ για να μην προδίδεται το βλέμμα του.
Ο Έντσο Μπέαρτζοτ (ή Μπεαρζότ όπως τον μάθαμε στην Ελλάδα) είναι παρών, γιατί δεν ξέχασε ποτέ τον «Παμπλίτο» του Rio de la Plata.
Στον πάγκο της Γιούβε ο Τραπατόνι, τον έχει ξεκινήσει και δεν του έχει πει τίποτα για να μην τον αγχώσει. Ο Πάολο μπαίνει τρακαρισμένος, αλλά μετά το εικοσάλεπτο κάνει σαφές ότι ήταν, είναι και θα παραμείνει ο Πάολο Ρόσι.
Το γκολ που χαρίζει στη Γιουβέντους το δεύτερο αστέρι στη φανέλα είναι δικό του. Όχι με κάποια από τις σπεσιαλιτέ του, με μια δύσκολη κεφαλιά, θαρρείς και έπρεπε ακόμα και η επιστροφή στα γκολ να μην είναι συνηθισμένη.
Ο Μπέαρτζοτ αποχωρεί έχοντας τα πάντα ξεκάθαρα στο μυαλό του. Θα κάνει την τρέλα, θα βάλει το κεφάλι του στη λαιμητόμο του ιταλικού Τύπου. Θα αφήσει έξω από την αποστολή των Azzurri τον πρώτο σκόρερ του πρωταθλήματος και ευρισκόμενο σε τρομερή φόρμα, Ρομπέρτο Προύτσο και θα επιλέξει τον Πάολο Ρόσι.
Περιττό να αναφερθεί ο χαλασμός Κυρίου που ακολούθησε, η κριτική ήταν ανελέητη, ο Μπέαρτζοτ μπορούσε να εξιλεωθεί μονάχα με πορεία ανάλογη του ’78.
Η Ιταλία είναι άθλια στα παιχνίδια του ομίλου. Προκρίνεται από καθαρή τύχη, με τρεις ισοπαλίες σε ισάριθμα παιχνίδια. Πίσω στη μπότα όλοι περιμένουν προπονητικό επιτελείο και ποδοσφαιριστές, με ακονισμένα τα νύχια για να τους κατασπαράξουν.
Στο αεροπλάνο που μεταφέρει την αποστολή από τη Γαλικία στη Βαρκελώνη για το δεύτερο όμιλο των τριών, αποφασίζεται η ιστορική αυτό-απαγόρευση δηλώσεων στον Τύπο.
Η ομάδα γίνεται μια γροθιά, ο Μπέαρτζοτ πιάνει απόμερα τον μέχρι τότε άθλιο αγωνιστικά, Ρόσι και του λέει ότι «ήρθε η ώρα».
Αρκούσε μόνον αυτό. Εντάξει, όχι μόνον αυτό. Στο πρώτο παιχνίδι με την Αργεντινή ο Τζεντίλε ακολουθεί παντού τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα και τις (πολλές) φορές που δεν κατορθώνει να τον σταματήσει ορθόδοξα, επιστρατεύει ό,τι πιο βρώμικο μπορούσε να κάνει αμυντικός εκείνη την εποχή.
Ο «ρεαλισμός» του κατενάτσιο των Ιταλών αποδίδει και η ομάδα κερδίζει την Αργεντινή.
Στο τελευταίο παιχνίδι περιμένει η πιο τεχνική Βραζιλία όλων των εποχών. Φαλκάο, Σόκρατες, Ζίκο. Δεν θα μπορούσε να γράψει τη δική του Ενάτη σε άλλο παιχνίδι ο Πάολο. Μόνο σ’ εκείνο, μόνο εναντίον των πραγματικών καλλιτεχνών του ποδοσφαίρου.
Το πρώτο γκολ μετά τη σέντρα του κολλητού Καμπρίνι είναι το έναυσμα.
Ο Πάολο εκρήγνυται, τεντώνει τα χέρια και βγάζει την κραυγή της απελευθέρωσης, πετάει από πάνω του τα βάρη που έκαναν τα πόδια και το νου να ζυγίζουν τόνους. Τελειώνει το ματς με ένα ιστορικό χατ-τρικ, τρία γκολ που σκότωσαν το joga bonito, τρία γκολ που μνημονεύονται μέχρι σήμερα στη Βραζιλία σαν η απόλυτη τραγωδία. Η τραγωδία της Σαρριά.
Ξορκίστηκε το κακό, διαγράφηκαν οι αμαρτίες, εξαφανίστηκε η αμφισβήτηση και η κριτική με εκείνα τα τρία γκολ που έβγαλαν τους Ιταλούς στους δρόμους.
Οι στιγμές ιστορικές, η Ιταλία σαν τη Σταχτοπούτα του παραμυθιού, έφτασε στο πάρτι αργά, αλλά έκλεψε όλα τα βλέμματα και όλες τις καρδιές οπαδών και ουδέτερων. Κορυφαίος της ποδοσφαιριστής, εμβληματική φιγούρα, το «μαύρο πρόβατο» από το Πράτο, «στοίχημα του Μπεαρτζότ» σε ένα αμφίσημο παιχνίδισμα των λέξεων.
Η Ιταλία κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο. Ο Πάολο σκόραρε έξι γκολ, ανακηρύχθηκε πρώτος σκόρερ του τουρνουά, κέρδισε με το σπαθί του και υπέρ άνω πάσας αμφισβήτησης και τη «Χρυσή Μπάλα» εκείνης της χρονιάς.
Από αποδιοπομπαίος έγινε το έμβλημα της επανένωσης ενός ολόκληρου λαού που ασφυκτιούσε σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο.
Η τρομοκρατία, η βομβιστική επίθεση στον κεντρικό σταθμό της Μπολόνια, τα ατάκτως ερριμμένα πτώματα, οι συνεχείς αιματηρές διαδηλώσεις, οι απαγωγές, η αστυνομική βία, η πολιτική αστάθεια και η αδυναμία να ξαναστηθεί μια χώρα στα πόδια της.
Το πρώτο στον τελικό ήταν του Πάολο. Η κραυγή του Μάρκο Ταρντέλι στο δεύτερο γκολ εναντίον της Γερμανίας στον τελικό ωστόσο, είναι η κραυγή ενός αποκαμωμένου λαού που ξανασηκώνεται.
Είναι μια κραυγή που μέχρι σήμερα σε κάνει να ανατριχιάσεις, μια κραυγή αυθόρμητη, χωρίς προετοιμασία, δίχως απώτερο σκοπό.
Μια ολόκληρη χώρα ξανασήκωσε το κεφάλι, ύψωσε το βλέμμα και βρήκε τον τρόπο να κοιτάξει μπροστά. Ξεκίνησε ξανά, άφησε πίσω το αίμα, τον διαφαινόμενο εμφύλιο, τα δεινά του παρελθόντος.
Με έμβλημα στα όρια του φετίχ, έναν ήρωα που κι εκείνος αναγεννήθηκε από τις στάχτες του.
Η εικόνα του Πάολο έγινε το σύμβολο μιας χώρας που πάτησε reset και ξεκίνησε από την αρχή.
Η εικόνα με τη μπλε φανέλα και το έμβλημα στην καρδιά, με το λευκό «20» ραμμένο στην πλάτη.
Με τη φωνή του Νάντο Μαρτελίνι να αναφωνεί τρις «Πρωταθλητές Κόσμου» και τον Πάολο να πιάνει σφιχτά το χρυσό κύπελλο και να το φιλάει σαν νεογέννητο.
Ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα.
Κάτι παραπάνω από ένα όνειρο.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro