Διαβάζοντας το βιβλίο «Homo Ludens» (ο παίζων άνθρωπος) του Johan Huizinga προσπαθώ να αποσαφηνίσω -όχι μόνο τα χαρακτηριστικά και τις ποιότητες του παιχνιδιού {1}, αλλά και τη- σημασία του στον πολιτισμό, την τέχνη, τη φιλοσοφία, τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα.
Ταυτόχρονα, ταξιδεύω στην παιδική μου ηλικία, την καριέρα μου ως αθλητής αλλά και τη μετέπειτα πορεία μου, εντός και εκτός αθλητισμού.
Σε όλα δηλαδή τα παιχνίδια που συμμετείχα και συμμετέχω, με την κάθε έννοια του όρου, αλλά πάνω απ’ όλα στα παιχνίδια που παίζω με τη κόρη μου. Επίσης, ταξιδεύω στο μέλλον και τα μελλοντικά της παιχνίδια.
Παιχνίδι μπορεί να είναι ο τελικός του παγκοσμίου πρωταθλήματος ποδοσφαίρου ή το να πλάθουμε πλαστελίνη με ένα παιδί. Μπορεί να είναι ένας αγώνας βόλεϊ, ένα επιτραπέζιο παιχνίδι ή το κουτσό στην αυλή του σπιτιού μας. Ο πολιτισμός και η κουλτούρα είναι, επίσης, ένα παιχνίδι αλλά ταυτόχρονα και προϊόν παιχνιδιού.
Ο Huizinga αναφέρει: «Το γνήσιο και καθαρό παιχνίδι είναι η βάση του πολιτισμού και ο πολιτισμός χτίζεται σαν παιχνίδι και μέσα στο παιχνίδι».
To παιχνίδι είναι μια εθελοντική δραστηριότητα. Ένα είδος ελευθερίας. Έχει μια διττή έννοια. Λαμβάνει χώρα σε περιβάλλον ελευθερίας αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και έκφραση ελευθερίας ενός ατόμου. Επίσης, είναι πέρα από τα όρια της καθημερινής -κανονικής- μας ζωής αλλά και πέρα από τα όρια του χρόνου.
Ένα παιχνίδι 40 λεπτών μπορεί να κρατήσει δύο ώρες, για παράδειγμα. Είναι ένα βήμα σε έναν άλλο κόσμο με τους δικούς του κανόνες και τα δικά του όρια.
Σπάζοντας αυτούς τους κανόνες, καταργούμε την τάξη και το παιχνίδι. Ένας τόπος παιχνιδιού είναι ένας «ιερός» χώρος, ο οποίος υπάρχει για συγκεκριμένο σκοπό. Την πραγμάτωση της έννοιας του ανθρώπου.
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά χρόνου, χώρου και τάξης δημιουργούν ένα παράδοξο σχετικά με το παιχνίδι. Το γεγονός ότι το παιχνίδι τοποθετείται πέραν της καθημερινότητας είναι κάτι που δεν πρέπει να το πάρουμε στα σοβαρά.
Το παιχνίδι δεν υπάρχει για να αποκτήσει αξίες και ιδανικά αλλά έχει τις δικές του, έμφυτες, αξίες. Για το λόγο, όμως, αυτό πρέπει, ταυτόχρονα, να το πάρουμε στα σοβαρά. Αυτό είναι το παράδοξο.
Μέσα στο παιχνίδι, οι κανόνες του είναι απορροφητικοί και απόλυτοι, ενώ εκτός παιχνιδιού είναι πολλές φορές σχεδόν ανούσιοι. Άλλο ένα παράδοξο.
Μέσω του παιχνιδιού, ταξιδεύουμε στην ομορφιά, τη χαρά, τη λύπη, τον πόνο, την ανακούφιση, τον έρωτα, το διαφορετικό, την αποδοχή, την κατανόηση, σε προβληματισμούς και σκέψεις.
Βουτάμε μία στο Διονυσιακό και μία στο Απολλώνιο. Επικοινωνούμε, κάνουμε τέχνη ή δημιουργούμε νόμους και θεσμούς.
Επίσης, φιλοσοφούμε, διατυπώνουμε θεωρίες (βλ. Θεωρία Παιγνίων) και φτάνουμε ακόμα και στην κάθαρση, στις περιπτώσεις που το παιχνίδι έχει στοιχεία αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.
Είναι εκείνη η δραστηριότητα που μετατρέπει τον παίζοντα άνθρωπο (Homo Ludens) σε άνθρωπο δημιουργό (Homo Faber), όπως θα έλεγε και ο Νίκος Δήμου.
Το παιχνίδι είναι, επίσης, ανταλλαγή κουλτούρας. Χαρακτηριστικό καθημερινό παράδειγμα οι παιδικές χαρές που παίζω, εδώ στη Γαλλία, με την κόρη μου, στις οποίες βλέπεις παιδιά όλων των εθνικοτήτων, χρωμάτων, θρησκειών, κοινωνικών τάξεων να παίζουν μεταξύ τους, χωρίς καν να μιλούν ή χωρίς να μιλούν την ίδια γλώσσα. Αυτό είναι το πρώτο τους παιχνίδι, μια από τις πιο αρχαίες δραστηριότητες του πολιτισμού μας, και είναι τυχερά που μεγαλώνουν σε ένα τέτοιο πολυπολιτισμικό περιβάλλον. Είναι τυχερά που γνωρίζουν από μωρά το διαφορετικό και την αξία του να σέβεσαι τη διαφορετικότητα.
Το παιχνίδι είναι το έσχατο αγαθό στη ζωή μας, όπως υποστηρίζει με μία δόση υπερβολής η «Ακρίδα» του Αισώπου, στον Σωκρατικό διάλογο του Bernard Suits. Απλά, η Ακρίδα αναφέρεται σε μια ουτοπική κοινωνία και θέτει ερωτήματα σχετικά με το αν η ζωή πρέπει να είναι γεμάτη από παιχνίδια ή αν είναι η ίδια ένα παιχνίδι.
Από την Ουτοπία της Ακρίδας έρχομαι ξανά στον πεσιμιστικό ρομαντισμό του Huizinga, ο οποίος θεωρεί ότι όσο οι κοινωνίες προχωρούν εμπρός, μέσω του παιχνιδιού, μετά ωριμάζουν και, όπως οι ενήλικες, «παίζουν» λιγότερο, με αποτέλεσμα να έρχονται σε παρακμή.
Στο σημείο δηλαδή που ο Homo Ludens {2} χάνει τη παιδικότητά του, τον αυθορμητισμό του και γίνεται ελεγχόμενος. Αυτό, αυτομάτως, μου φέρνει στο μυαλό το εξής: Το παιχνίδι ενός παιδιού αποτελεί την ουτοπία του κόσμου των μεγάλων και η ματαιοδοξία των μεγάλων αποτελεί το τέλος του παιδικού αυθορμητισμού.
Προχωράω τη σκέψη μου και αντικαθιστώ τη λέξη «μεγάλος» με τη λέξη «γονέας», ο οποίος θυσιάζει τη παιδικότητα στο βωμό των ονείρων που δεν πραγματοποίησε ή της ματαιοδοξίας του.
Θα σταθώ λίγο στο κομμάτι «αθλητισμός» (ο οποίος εμπεριέχει πολλά είδη παιχνιδιού) και γονείς, γιατί αποτελεί, κατά την άποψή μου, ένα από τα πιο σοβαρά θέματα, σήμερα, αναφορικά με τις μελλοντικές γενιές.
Οι γονείς μου δεν είχαν καμία σχέση με τον αθλητισμό και ο ρόλος τους περιορίστηκε στο να με ενθαρρύνουν και να με πηγαινοφέρνουν στις προπονήσεις. Όντας παιδί, πίστευα ότι αυτό ήταν ατυχία. Τώρα, λέω ότι ίσως να ήταν και τύχη. Ίσως να μην είχα γνωρίσει τόσο καλά τον Homo Ludens. Ποιος ξέρει; Ταυτόχρονα, μπορεί τα παιδιά μου, για τον ίδιο λόγο, να είναι άτυχα.
Θα προσπαθήσω να μην είναι εφαρμόζοντας τα παρακάτω…
Ως γονείς, πρέπει να προσπαθούμε να παρέχουμε το καλύτερο για τα παιδιά μας. Όταν πρόκειται όμως για αθλήματα (κυρίως ομαδικά), πάρα πολλοί γονείς φαίνεται να χάνουν κάθε ιδέα για το τι είναι καλό.
Σε διάφορες χώρες, στον Καναδά για παράδειγμα, γίνονται συζητήσεις για το αν οι γονείς θα πρέπει να παρακολουθούν τις προπονήσεις, ενώ ορισμένα πρωταθλήματα έχουν φτάσει στο σημείο να μην αφήνουν οι γονείς να μιλούν κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού.
Αυτά είναι τα «Σιωπηλά Σάββατα» (Silent Saturdays).
Ο σκοπός είναι οι παίκτες να απολαύσουν το παιχνίδι. Τα παιδιά πρέπει να αναπτύσσουν πρωτοβουλίες, ηγετικές δεξιότητες, πνεύμα συνεργασίας και να αναπτυχθούν σωστά. Παράλληλα, το «Σιωπηλό Σάββατο» είναι ένας τρόπος αυτοπειθαρχίας και για τους ίδιους τους γονείς.
Όσο δελεαστικό μπορεί να φανεί σε μερικούς (και σε μένα πολλές φορές), η απαγόρευση των γονέων από τα αθλήματα των νέων δεν είναι η καλύτερη λύση στο πρόβλημα. Οι γονείς πρέπει να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο και ο ρόλος που παίζουν μπορεί επηρεάσει το ενδιαφέρον και τον ενθουσιασμό του παιδιού για τον αθλητισμό για τα επόμενα χρόνια.
Οι μελέτες έχουν δείξει μια θετική σχέση μεταξύ των γονέων που ασχολούνται σωστά με τις αθλητικές δραστηριότητες του παιδιού τους και της απόλαυσης της δραστηριότητας από την πλευρά του παιδιού.
Η σωστή γονική συμμετοχή (για παράδειγμα, χωρίς να γίνει οπαδός του παιδιού του ή της ομάδα που αυτό παίζει) μπορεί να βοηθήσει ένα παιδί να έχει μια θετική αθλητική εμπειρία, η οποία θα του δώσει κίνητρο να θέλει να συνεχίσει να κάνει αθλητισμό {3}.
Η παροχή της κατάλληλης συναισθηματικής υποστήριξης μπορεί να είναι δύσκολη για έναν ενήλικα σε μια κοινωνία που δίνει έμφαση στη νίκη και κάνει κοινωνικές συγκρίσεις. Όμως, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι τα παιδιά δεν είναι ενήλικες και δεν μπορούμε να έχουμε τις ίδιες προσδοκίες για αυτά, με αυτές που έχουμε για έναν ενήλικα ή επαγγελματία αθλητή. Πρέπει να ενθαρρύνουμε τα παιδιά να παίζουν χωρίς καμμία απολύτως άλλη ανάμιξη.
Για να παρέχουμε την κατάλληλη συναισθηματική υποστήριξη για το παιδί μας, πρέπει να αλλάξουμε άποψη για το παιχνίδι και για το τι σημαίνει επιτυχία. Να ευθυγραμμιστούμε, περισσότερο, με τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά βλέπουν το κόσμο γύρω τους. Τα παιδιά παίζουν για τη ψυχαγωγία και την απόλαυση τους. Η νίκη δεν είναι ψηλά στη λίστα των προτεραιοτήτων τους. Στην πραγματικότητα, ένα πράγμα που λένε τα παιδιά ότι επιθυμούν να αλλάξουν στον αθλητισμό είναι να υπάρχει περισσότερο έμφαση στο παιχνίδι.
Τα παιδιά δεν μας χρειάζονται για να φωνάζουμε στο διαιτητή, να βρίζουμε αντιπάλους, να παρενοχλούμε τον προπονητή για να παίζουν περισσότερο, να τους δίνουμε οδηγίες ή να τους πιέζουμε να φέρουν θετικά αποτελέσματα.
Αυτό θα τους δώσει αρνητική γνώμη για εμάς, τους γονείς. Τα μαθαίνει να αντιμετωπίζουν όλους τους ενήλικες αλλά και τα υπόλοιπα παιδιά με έλλειψη σεβασμού και, ενδεχομένως, τα φέρνει σε αμηχανία.
Επίσης, μπορεί να προκαλέσει πολύ άγχος και αντιδράσεις των άλλων παιδιών εναντίον τους. Όταν ακούν πολλές φωνές, στο τέλος, δεν ακούν καμία. Όλα αυτά τους καταστρέφουν τον παιδικό αυθορμητισμό και την αθωότητα.
Αυτό που χρειάζονται από εμάς είναι η αγάπη και η υποστήριξή μας. Πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στην προσπάθεια, την προσωπική βελτίωση, στις αξίες και τα ιδανικά του παιχνιδιού παρά στο τελικό αποτέλεσμα[4].
Ας μην συγκρίνουμε τη μικρή μας Μπεάτα με τη μικρή Μαρία που ζει δίπλα. Κάθε παιδί είναι εξίσου θαυμάσιο με τον δικό του μοναδικό και ξεχωριστό τρόπο. Ας θυμηθούμε ότι όλα τα παιδιά μεγαλώνουν και αναπτύσσονται με διαφορετικούς ρυθμούς.
Σκεφτείτε επίσης αυτό: όταν το παιδί μας μεγαλώσει τι θα έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη του;
Εγώ, προσωπικά, από τη παιδική μου ηλικία, θυμάμαι πολύ περισσότερο στιγμές παιχνιδιών, παρά τα αποτελέσματα παιδικών ή εφηβικών αγώνων, στην ομάδα βόλεϊ που ξεκίνησα στην Αμαλιάδα.
Το γεγονός ότι μια επαγγελματική καριέρα δεν ήταν αυτοσκοπός, είχε μόνο θετικά αποτελέσματα στη μετέπειτα πορεία μου. Οι μικρές στιγμές του παιχνιδιού βοηθούν τα παιδιά να αναπτύξουν μια αίσθηση ολοκλήρωσης και ικανότητας, καλλιεργούν τη φαντασία και αναπτύσσουν τη συναισθηματική νοημοσύνη.
Κάποια παιχνίδια είναι σαν τα παραμύθια. Πρέπει εμείς, οι μεγάλοι, να τα διαβάζουμε στα παιδιά, χωρίς απαραίτητα να συμμετέχουμε σε αυτά.
Παραφράζοντας μια φράση του Αινστάιν, αν θέλετε το παιδί σας να γίνει πιο έξυπνο αφήστε το να παίξει ελεύθερα, αν θέλετε να γίνει ακόμα πιο έξυπνο, αφήστε το να παίξει ακόμα περισσότερο.
{1} Υπάρχουν πολλοί ορισμοί για το παιχνίδι, όπως αυτοί του Johan Huizinga (1983), του Lev Vygotsky (1978) και του Kenneth Rubin (1983), όμως όλοι μας προτρέπουν να δώσουμε τον δικό μας ορισμό, παίζοντας. Εξάλλου ο Wittgenstein υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει μόνο ένας ορισμός για το παιχνίδι.
{2} Μια από τις έννοιες του “ludus” στα λατινικά ήταν το κέντρο εκπαίδευσης των Μονομάχων, στην αρχαία Ρώμη. Επομένως, σύμφωνα με την έννοια αυτή, ο Homo Ludens έχει ήδη χάσει τη παιδικότητά του.
{3} Για περισσότερες πληροφορίες, βλέπε Sean Cumming και η Martha Ewing, του Ινστιτούτου Μελέτης της Αθλητικής Νεολαίας του Πανεπιστημίου του Michigan στις ΗΠA.
{4} Ο Michael Clark, του Ινστιτούτου για τη Μελέτη του Αθλητισμού των Νέων, λέει ότι: «δίνοντας έμφαση στους αθλητές και την προσπάθειά τους, ο όρος «νίκη» επαναπροσδιορίζεται, έτσι ώστε «νίκη» σημαίνει προσωπική καλλιέργεια. Παρομοίως, οι Owen Slot, Simon Timson and Chelsea Warr, στο βιβλίο «The Talent Lab», αναφέρουν ότι οι περισσότεροι γονείς ρωτούν αυθόρμητα το παιδί τους στο δρόμο για το σπίτι μετά τον αγώνα ή τη προπόνηση, αν κέρδισε. Αυτή είναι η χειρότερη ερώτηση που θα μπορούσαν να του κάνουν.
* Κεντρική φωτό: Esteban Lopez