Εδώ και δεκαετίες, οι τουρίστες στον Άγιο Πέτρο ακούν από τους ξεναγούς της Ρώμης την ίδια ιστορία για την Κυριακή της Πεντηκοστής του ’72.
Τότε που το πλήθος των αμέριμνων πιστών πρόσμενε να εμφανιστεί ο Πάπας, αλλά την προσοχή τους τράβηξε ένας μουρλός Ούγγρος γεωλόγος, ονόματι Λάσλο Τοτ, που φώναζε «είμαι ο αναστάς Ιησούς» και με ένα σφυρί στα χέρια επιτέθηκε στο νούμερο ένα έργο τέχνης της βασιλικής.
Την Πιετά του Μικελάντζελο.
Έκοψε ένα χέρι, ως τον αγκώνα, του αγάλματος της Παναγίας, έσπασε τη μύτη, χάλασε το ένα μάτι.
Έφαγε, με όλο το ακαταλόγιστο, δύο χρόνια φυλακή.
Έπεσε δάκρυ και οδυρμός στο φιλότεχνο σύμπαν και οι εργασίες (της τέλειας) αποκατάστασης κατάληξαν σήμερα ο επισκέπτης να αντικρύζει την Παρθένο μέσα σε γυάλα που δεν τη διαπερνά ούτε σφαίρα.
Το σχόλιο του Σαλβαδόρ Νταλί ήταν: «Τι περιμένεις; Η μεγάλη τέχνη εγείρει μεγάλα πάθη».
Το ποδόσφαιρο είναι μεγάλη τέχνη. Ως τέτοια, ζει από το μεγάλο πάθος. Ειδάλλως, δεν θα υπήρχε. Ουδείς θα ήθελε να ξέρει γι’ αυτό, να το βλέπει, να διαβάζει, ουδείς θα ενδιαφερόταν να ρίχνει τα λεφτά του σ’ αυτό.
Το πάθος είναι το αίμα του ποδοσφαίρου. Το νόημά του, η καρδιά, η ψυχή και το πορτοφόλι του. Το πάθος είναι αδύνατον, ενίοτε, να μην εκτρέπεται. Θα συμβαίνει, πάντοτε. Είναι, σε τούτο το σενάριο, θέμα διαχείρισης.
Οι καραμπινιέροι τις προάλλες στο πέταλο του «Ολίμπικο», Ρόμα-Γιουνάιτεντ, όταν μανιασμένοι κοπανούσαν με τα κλομπ πεσμένους χάμω (Άγγλους) θεατές, οι οποίοι μάλιστα δεν έμοιαζαν και τόσο… χουλιγκάνοι, οπωσδήποτε δεν έδιναν την ακριβώς ορθόδοξη ερμηνεία αυτού που εννοούν στη Βρετανία ως crowd control.
Οι Άγγλοι, εννέα φορές στις δέκα, ευρίσκονται στην καρδιά τέτοιων περιστατικών. Ένας βασικός λόγος είναι η drinking culture, η κουλτούρα του ποτού.
Από ένα σημείο και μετά, άμα πιεις, είναι ανέφικτο να ομιλείς με ειρμό. Αλλά, και τύφλα να ‘σαι, μπορείς έξοχα να τραγουδάς. Μόνο που αυτό είναι νορμάλ ότι θα ξεσηκώσει, κάποια φορά, την ντόπια αντίδραση.
Ο κάτοικος της πόλης ή ο φαν της γηπεδούχου θα νιώσει ότι απειλείται να κατακτηθεί από τον επελθόντα βάρβαρο. Αλλά, πάλι, δίχως τον συνδυασμό τραγούδι+ποτό+πάθος το ποδόσφαιρο θα ‘ταν σαν μπίρα δίχως αλκοόλ.
Το ποδόσφαιρο; Πρωτίστως. Όχι μόνον αυτό, ωστόσο.
Ο αθλητισμός είναι, γενικώς, ιστορία πάθους.
Ο Σάιμον Μπαρνς έγραφε τις προάλλες στους «Τάιμς» ότι το πάθος στο κεντρικό κορτ του Ουίμπλεντον είναι το ίδιο με του Κοπ στο «Άνφιλντ», απλώς διαφέρει στο πώς εκφράζεται. Στο τένις κυριαρχεί η (υπερ)ένταση των σιωπών.
Το πάθος είναι, αυτονόητα, επικίνδυνη ύλη. Εύφλεκτη. Οδηγεί, μία στο τόσο ή δύο, έως το έγκλημα.
Αλλά, όπως το έγκλημα ερωτικού πάθους (όταν ο σύζυγος πιάνει τη σύζυγο στο κρεβάτι με τον κολλητό του) δεν είναι λόγος για να τεθεί εκτός νόμου ο θεσμός-γάμος, ίσα ίσα το έγκλημα κρίνεται επιεικώς σε σύγκριση με το εν ψυχρώ, άλλο τόσο το έγκλημα αθλητικού πάθους δεν είναι λόγος για να τεθεί «εκτός νόμου» το φαινόμενο ποδόσφαιρο.
Το πάθος εξηγεί πολλά, αλλά ενέχει και την ιδιότητα να μη δικαιολογεί τίποτα.
Η παθιασμένη δημόσια εκδήλωση που λέγεται γήπεδο δεν δικαιολογεί την παθιασμένη αντιμετώπιση των αστυνομικών. Προαπαιτεί το άκρο αντίθετο. Την εντελώς ψυχρή, καθόλου θερμοκέφαλη, ελεγκτική αντιμετώπιση. Η οποία και πάλι, η άρτια αστυνόμευση δηλαδή, δεν πρόκειται να αποτρέψει όποια επανάληψη συγκρούσεων κάποια άλλη στιγμή κάπου αλλού.
Το στοίχημα εναντίον της βίας επανέρχεται και θα επανέρχεται και θα επανέρχεται.
Ας μιλήσουμε λοιπόν για το πάθος με εργαλείο το όπλο της καθαρής λογικής.
Είναι ο πιο χρήσιμος τρόπος το να παίρνουμε αυτή την απόσταση αντί να εμπλεκόμαστε και οι ίδιοι στον κυκεώνα ώστε να εξηγούμε και να κατανοούμε (δίχως, συγχρόνως, να δικαιολογούμε).
Η εξήγηση και η κατανόηση είναι η αφετηρία προς τη ρεαλιστική καταπολέμηση.
Ο Αλέξης Σπυρόπουλος είναι δημοσιογράφος.
Το συγκεριμένο κείμενο δημοσιεύτηκε στις 15/4/2007 στην εφημερίδα SportDay και αποτελεί απόσπασμα του βιβλίου «Ta διαμάντια είναι παντοντινά» του Αλέξη Σπυρόπουλου, εκδόσεις Sport Book.