Μια συρόμενη πόρτα με εκείνα τα παλιά σαγρέ τζάμια να αφήνουν τη φαντασία να ταξιδεύει. Το φως μέσα υποδεικνύει ότι το δωμάτιο είναι “ζωντανό”, λειτουργεί, κατοικείται.
Η πόρτα ανοίγει, ένα παλιό γραφείο βρετανικού στυλ με σκαλιστά τελειώματα, ένα συντηρητικό πορτατίφ να συγκρατεί το ημίφως και μια τεράστια, αναπαυτική πολυθρόνα.
Θα μπορούσε να είναι γραφείο πολιτικού, Υπουργού, Ανώτατου Αξιωματούχου, όμως μισό λεπτό.
Στον τοίχο πίσω από το γραφείο κολλημένα δεκάδες κίτρινα χαρτάκια, πολυάριθμα post-its, το καθένα με τη δική του ιστορία. Στη μέση με λίγο πιο έντονα μαύρα γράμματα μια παλιά ιαπωνική παροιμία: «Πέσε επτά φορές. Σήκω οκτώ».
Εκεί γυρίζει και εστιάζει το βλέμμα ο άνθρωπος που κάθεται στην καρέκλα. Έχει την παροιμία πίσω του, στην ουσία την έχει πάντα μαζί του. Μπροστά, πίσω, παντού.
«Μια φορά κι έναν καιρό», έτσι ξεκινούσε τις σοβαρές του τις κουβέντες ο Τζιανλούκα Βιάλι. «Λούκα» για τους φίλους. Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια ομάδα. Ταλαντούχα, χαρούμενη, γεμάτη κέφι και δίψα για δόξα. Μια παρέα φίλων, επαγγελματίες όλοι τους, αλλά φίλοι. Δεν είναι ότι η Σαμπντόρια δεν υπάρχει πια, ότι έσβησε. Επιβιώνει όμως μονάχα με το μύθο της και τυλίγεται στη θλίψη.
Ο Λούκα δεν ξεχνά. Δεν θέλει να ξεχάσει. Και δεν θέλει να ξεχαστεί. Ένα αγόρι που μεγάλωσε στην πίσω αυλή, ένα τέκνο της Κρεμόνα, μιας πόλης που δεν έπαψε ποτέ να λογίζεται χωριό εκεί ψηλά στη Λομβαρδία.
Μεγάλη οικογένεια, προστατευτικά αδέρφια, πολλοί φίλοι και ποδόσφαιρο. Έπαιζαν εκεί, στην πίσω αυλή, όπως ήθελε ο μπαμπάς Τζιανφράνκο.
Όλοι οι πιτσιρικάδες ερωτευμένοι με την μπάλα, κορυφαίος στην παρέα ο μικρός Λούκα. Δεν ήθελε πολύ για να το καταλάβεις, κάποια παιδιά καλώς ή κακώς ξεχωρίζουν, κάποια “το έχουν” περισσότερο από άλλα. Δεν είναι κακό, δεν είναι κατακριτέο, εκείνη την εποχή κιόλας ήταν η νόρμα.
Το μόνο πράγμα που χρειαζόταν ήταν κι ένα τυχαίο γεγονός, μια σύμπτωση, τα σωστά μάτια στη σωστή στιγμή.
Ο Φράνκο Κριστιάνι ήταν δάσκαλος στο σχολείο. Έκανε και στα πιτσιρίκια γυμναστική. Στον ελεύθερο χρόνο του προπονούσε και τα νεαρά παιδιά στο παράπλευρο χωριό, το Πιτσιγκετόνε. Αυτός ο άνθρωπος είδε για πρώτη φορά τη δύναμη του ταλέντου του Τζιανλούκα Βιάλι και αποφάσισε να μιλήσει στον πατέρα του.
Ο μικρός ήταν 12 χρόνων, τα καλοκαίρια τα περνούσε στο Γκρουμέλο, στο εξοχικό σπίτι της οικογένειας, στους «αγρούς», όπως αρέσει στους Ιταλούς να λένε.
Πήρε το παιδί και το έγραψε στην ομάδα, ο μικρός έκανε αμέσως θαύματα. Για λίγες μέρες (γεννημένος την 9η Ιουλίου) “έχασε” τη φουρνιά με τους συνομηλίκους και τον πήγαν στα μεγαλύτερα παιδιά. Κανένα πρόβλημα κι εκεί.
Τόσο που βγήκε μπροστά ολόκληρη Κρεμονέζε και πρόσφερε μισό εκατομμύριο (λίρες) στην περιχαρή Πιτσιγκετόνε για τον αποκτήσει. Δεν κρατιόταν. Τρία σερί Πρωταθλήματα με τα μικρά, δεν τον χωρούσε ο τόπος. Από τα 16 βασικός στην πρώτη ομάδα, εκείνα τα χρόνια δεν λογάριαζαν ηλικίες μπροστά στο ταλέντο.
Πάτησε τα χωράφια της Serie C1 (η δική μας Γ’ Εθνική) και για καλή του τύχη την επόμενη χρονιά η Κρεμονέζε προβιβάστηκε στη δεύτερη κατηγορία.
Άλλα ήθη, άλλα έθιμα η Serie B. “Κανονικό” ποδόσφαιρο, σκληρό αλλά τίμιο.
Με τον Βιντσέντσι προπονητή είναι ψαρωμένος, όταν αναλαμβάνει ο Μοντόνικο, απελευθερώνεται και καταπλήττει. Τον λάτρευε ο Εμιλιάνο, τον πίστεψε όσο κανένας άλλος στα πρώτα χρόνια της καριέρας του.
Η ομάδα σώζει την κατηγορία, την επόμενη σεζόν ο Λούκα “μεγάλωσε” είναι 17 στα 18. Η ομάδα χάνει στα μπαράζ την άνοδο στη μεγάλη κατηγορία, στην Ιταλία αρχίζει να κυκλοφορεί το όνομα «Βιάλι» στα υψηλά κλιμάκια.
Παρά τις διακριτικές ενοχλήσεις, ο Λούκα μένει στην Κρεμόνα και μαζί της ζει το όνειρο της ανόδου. Δέκα γκολ είναι το τελευταίο δώρο στην ομάδα της πόλης του, γιατί η Σαμπντόρια του Πάολο Μαντοβάνι τον έχει “καπαρώσει”.
Ο Πρόεδρος της Κρεμονέζε, ο Λουτσάρα, μίλησε, ως όφειλε, και με την ομάδα που συνέδεε παραδοσιακά την Κρεμόνα με το Τορίνο. Η προνομιακή λωρίδα με τη «Γιούβε» είχε φέρει στο Comunale Πραντέλι, Μαροκίνο, Μπονίνι, Καμπρίνι. Ο Μπονιπέρτι είδε τον μικρό, αποφάσισε ότι δεν ήταν ακόμη έτοιμος για το μεγάλο άλμα.
Τρία δισεκατ. λίρες και ο Βιάλι αφήνει για πρώτη φορά στη ζωή του την Κρεμόνα. Ένα ψαρωμένο παιδί πριν τα 20, με μπούκλες στα μαλλιά και μοναδικό εφόδιο την άγνοια κινδύνου. Πήγε να ζήσει μεταξύ Νέρβι και Μπολιάσκο, σε έναν παράδεισο φωλιασμένο θαρρείς ανάμεσα στον ουρανό και τη θάλασσα. Ονειρικό περιβάλλον, ονειρικός ποδοσφαιριστής.
Έβαζε τα χέρια πίσω στο κρεβάτι και παρακολουθούσε τον εαυτό του στο ποδόσφαιρο που μετράει. Καμάρωνε που ανήκει στο ποδόσφαιρο των μεγάλων, αδημονούσε να ζήσει τη σημασία της Serie A. Εκείνος που ήταν παιδί, αισθανόταν ακόμη παιδί κι αυτό τον βοήθησε να επιβιώσει επί οκτώ χρόνια στη Γένοβα.
Πρωτοπήγε ως ταλέντο, για κάποιους σαν καπρίτσιο του Μαντοβάνι που ήθελε πάντα να ανακαλύπτει τους επόμενους μεγάλους Ιταλούς ποδοσφαιριστές. Με τον Βιάλι ο Μαντοβάνι έκανε το δικό του πραξικόπημα, επέμενε για έναν άσημο επιθετικό από την Κρεμόνα, όταν στη Serie A σφύριζαν δισεκατομμύρια και καλός επιθετικός λογιζόταν πάντα κάποιος Λατινοαμερικανός.
Στην αρχή καθυβρίστηκε ο Μαντοβάνι, στο τέλος οι οπαδοί της «Σαμπ» τον αναγόρευσαν Παύλο τον VII, τον υψηλότερο Πάπα των φιλοδοξιών της Σαμπντόρια. Χρωστά πολλά στον Πρόεδρο ο Λούκα, υπήρξε καταλύτης των ονείρων και της ελπίδας για τη μισή Γένοβα, το σύμβολο που προστάτευε και οδηγούσε εκείνη την ομάδα. Χωρίς ταβάνι, χωρίς φρένο.
Για όλα τα νέα παιδιά που είχε φέρει στην ομάδα, ήταν ο σοφός πατέρας, η ασπίδα που απορροφούσε τα χτυπήματα, μέχρι να γίνουν μεγάλοι και τρανοί. Δεν κόβεται ποτέ αυτός ο ομφάλιος λώρος, δεν ξεχνιέται ποτέ ο άνθρωπος που σε βοηθάει, όταν όλοι είναι έτοιμοι να σε κατασπαράξουν.
Στα οκτώ χρόνια στη Γένοβα και ο Λούκα αντιστάθηκε πολλάκις στο τραγούδι των Σειρήνων. Δεν κατέβηκε ούτε μια φορά από την τριήρη, δεν πέρασε καν από το νου του, ακόμα κι όταν ο Μπερλουσκόνι χρύσωσε τον Μαντοβάνι με 15 και 20 δισεκατ. «Πάνω απ’ όλα ο ανθρώπινος παράγοντας», είχε απαντήσει ο Λούκα. Ο Σίλβιο το θεώρησε ασέβεια και δεν ξανασχολήθηκε σοβαρά μαζί του.
Είχε δίκιο όμως ο Λούκα. Από την παρθενική σεζόν είχε φανεί ότι κάτι πολύ μεγάλο γεννιέται. Βιάλι, Μαντσίνι, Βιέρκοβουντ, Μανίνι, Πελεγκρίνι, Πάρι. Άρχισαν να γνωρίζονται και να δένονται και το Κύπελλο Ιταλίας κόντρα στη Μίλαν ήταν το απαραίτητο συστατικό για παραπάνω. Κι όταν στη θέση του καλοκάγαθου Μπερσελίνι προσλαμβάνεται ο Βούγιαντιν Μπόσκοφ, το πράγμα εκτυλίσσεται σαν χορογραφία του Μπαρίσνικοφ.
Ο Γιουγκοσλάβος είναι σοφός και ειρωνικός. Ίσως τα δυο πιο απαραίτητα συστατικά για έναν δάσκαλο με την παλιά έννοια. Το θέλουν το τσίγκλισμα οι Πρωταθλητές, δεν αρκούν η ρουτίνα, η προπόνηση και τα λεφτά στον τραπεζικό λογαριασμό. Στις οικογένειες είναι απαραίτητα και τα καυγαδάκια, οι εντάσεις, ο θυμός, πριν φιλιώσεις ξανά.
Αυτός ο άρρητος δεσμός μπορεί να κάνει τα όνειρα πραγματικότητα. Κι εκείνη η “οικογένεια”, ήδη από το καλοκαίρι του Παγκόσμιου Κυπέλλου στο Μεξικό, αποφάσισε ότι θα χτυπήσει το Scudetto. Ναι, το Scudetto. Η Σαμπντόρια για κάποιους ήταν ιδιότροπη, αδύναμη, αστεία. Δεν έβλεπαν ότι μπορεί να γίνει όμορφη, δυνατή και διασκεδαστική.
Οι “μεγάλοι” έκαναν τα πάντα για να σπάσουν εκείνον το δεσμό. Η Νάπολι του Ντιέγκο πρόσφερε 50 δισεκατ., ο ίδιος ο Τζιάνι Ανιέλι ζήτησε “πακέτο” Βιάλι, Μαντσίνι και Βιέρκοβουντ για την «Κυρία». Συνεχείς αρνήσεις, διαρκής τρέλα και της διοίκησης και των ίδιων των ποδοσφαιριστών. Γιατί, όταν ο Μαντοβάνι έσπαγε, όπως μετά το χαμένο Τελικό με τη Μπαρσελόνα στη Βέρνη, κρατούσαν τα μπόσικα οι ίδιοι οι παίκτες.
Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν, υπήρχε μια τρατορία, την έλεγαν Edilio και ιδιοκτήτης ήταν ο ομώνυμος Εντίλιο Μπουσκάλια. Κάθε Πέμπτη μαζεύονταν εκεί οι παίκτες της «Σαμπ», σαν τους νάνους γύρω από τη Χιονάτη τους. Ο Βιάλι ήταν ο “επικεφαλής”.
Ιδιωτικό πίσω δωμάτιο με τηλεόραση, ελευθερία λόγου, μακριά από βλέμματα και κακεντρέχειες. Μαντσίνι, Μανίνι και ο τεχνικός διευθυντής Μπορέα, παρέα με τον Ντομένικο Αμούτσο (υπεύθυνο των ακαδημιών), τον Αντόνιο Σοντσίνι (προπονητή των Νέων) και τον Γκουίντο Μοντάλι, “υπεύθυνο διαιτησίας”, για να υπάρχει έτσι και λίγο πιπέρι στην ατμόσφαιρα.
Η μεγαλειώδης μοίρα εκείνης της ομάδας θεμελιώθηκε σε εκείνα τα τραπέζια του Edilio. Εκεί δόθηκαν μεταξύ σοβαρού και αστείου οι υποσχέσεις, εκεί συντάχθηκαν οι κώδικες τιμής, εκεί υπογράφηκε το σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας και πίστης για το Scudetto.
Ενωμένοι και αδιαίρετοι μέχρι το Scudetto. Όλο αυτό το ζωτικό φορτίο μεταδόθηκε και στην υπόλοιπη ομάδα, γουλιά γουλιά, χρόνο με το χρόνο.
Ο Μπόσκοφ στρατηγός, να απελευθερώνει τους ήρωές του και με πρωτοπαλλήκαρα τον Βιάλι και τον Μαντσίνι να ξεπηδούν και οι υπόλοιπες τεράστιες προσωπικότητες. Ο Παλιούκα, ο Μπέπε Ντοσένα, ο Ατίλιο Λομπάρντο, ο Σρέτσκο Κάτανετς, ο μεγάλος Τονίνιο Σερέζο που ήρθε από τη Ρόμα κι έγινε σημείο αναφοράς.
Μέχρι τότε η ομάδα είχε κατακτήσει τρία Κύπελλα Ιταλίας και ζούσε με την απογοήτευση του χαμένου Τελικού στο Κυπελλούχων το ’89. Έναν χρόνο αργότερα στο Γκέτεμποργκ τα πράγματα μπήκαν στη σειρά τους.
Ο Τελικός με την Άντερλεχτ ήταν άλυτος γρίφος. Μέχρι που ανέλαβε ο Βιάλι. Γκολ στο 105′, γκολ στο 108′, η «Σαμπ» Κυπελλούχος Ευρώπης. Όλη η Ιταλία μιλάει για τον Βιάλι, με το Μουντιάλ να διοργανώνεται εντός έδρας, γίνεται ο προφήτης στον τόπο του. Για λίγο.
Ο τυφώνας Τοτό Σκιλάτσι κάνει το τουρνουά της ζωής του. Όλοι εκείνον θυμούνται από τη «Squadra Azzurra» σε εκείνο το Παγκόσμιο Κύπελλο. Για να παίξει ο Σκιλάτσι, βγήκε από την ενδεκάδα ο Βιάλι. Απομονώθηκε, άρχισε να μιλάει λιγότερο, έχασε το κέφι του.
Κυκλοφορούσαν και διάφορα κίτρινα δημοσιεύματα τότε, έκαναν την κατάσταση πολύ χειρότερη για όλους. Δηλητηριώδη φίδια κι ο Λούκα στη μέση ολομόναχος. Το αντίδοτο μπορούσε να είναι μόνο το θερμοκήπιο της «Σαμπ».
Η μοναδική ουσιαστική προσθήκη είναι ο Μιχαελιτσένκο, τη δουλειά την ξέρουν καλά οι υπόλοιποι. Τούτη τη φορά έπρεπε να βοηθήσουν τον καπετάνιο τους.
Τον εξέλεξαν ομόφωνα αρχηγό. Φωναχτά, χωρίς δεύτερες σκέψεις. Η ομάδα ήταν ασταμάτητη, ο Λούκα ξαναβρήκε τη λάμψη στο βλέμμα κι άρχισε να πυροβολεί ακατάπαυστα. Σκόραρε 19 φορές σε 26 παιχνίδια. Πήρε την ομάδα από το χέρι και την πήγε εκεί όπου όλοι μαζί είχαν ονειρευτεί στου Edilio. «Μια διαυγής τρέλα», είπε ο Μπόσκοφ.
Το επόμενο Άγιο Δισκοπότηρο είναι το Ευρωπαϊκό Κύπελλο των γιγάντων. Η Σταχτοπούτα Σαμπντόρια είναι και εκεί ασταμάτητη. Ρόζενμποργκ, Χόνβεντ, Ερυθρός Αστέρας, Άντερλεχτ και Παναθηναϊκός λυγίζουν στο διάβα της. Ο Παναθηναϊκός δεν έχασε κιόλας σε εκείνο το πρώτο “πειραματικό” Champions League. 1-1 στο Marassi, 0-0 στη χιονισμένη Αθήνα. Ο Λούκα σκόραρε έξι φορές. Το έβδομο θα το έβαζε στον Τελικό.
Δεν τα κατάφερε, γιατί η «Μπάρσα» έκανε το ίδιο αστείο στη «Σαμπ». Η οβίδα του Κούμαν στο 110′, το τρελό σπριντ του μέσα στο Wembley, το γραμμάτιο που ο Λούκα δεν ξέχασε ποτέ. Ο κύκλος έκλεισε. Σε εκείνον τον χαμένο Tελικό. Πλέον η Γιουβέντους εκτός από χρήματα πρόσφερε και πέντε (!) πρωτοκλασάτους ποδοσφαιριστές στον Μαντοβάνι. Απέμενε μόνο η σύμφωνη γνώμη του Βιάλι.
«Καλύτερα μια “Σαμπ” χωρίς τον Βιάλι στη Serie A παρά μαζί με τον Βιάλι στη Serie B». Ειπώθηκε ότι η δήλωση ήταν στυγνός λαϊκισμός, η ίδια η ιστορία τον δικαίωσε.
Στη Γιουβέντους δεν ήταν όλα ρόδινα, το Τορίνο δεν είναι Γένοβα. Αισθανόταν σαν να προσκρούει σε τοίχο με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ο αστικός μύθος λέει ότι στην αρχή ο Ανιέλι τον “τιμωρούσε”, επειδή είχε αρνηθεί την «Κυρία» νωρίτερα. Δεν δεχόταν «όχι» ο Avvocato.
Ένα μείγμα νοσταλγίας, τραυματισμών, τακτικών παρεξηγήσεων και ασυνεννοησίας τον κρατά μακριά από την καρδιά της ομάδας. Δεν γίνεται μέλος της, δεν μπολιάζει. Ξεκινούν οι πρώτοι ψίθυροι, όχι σπάνια γίνονται κραυγές. Πάλι επιλέγει να γίνει αόρατος, μέχρι να περάσει η ομοβροντιά.
Η «Γιούβε» όμως δυσκολεύεται, ειδικά στο Πρωτάθλημα είναι πολύ κάτω του αναμενομένου. Ο Τραπατόνι προσπαθεί να τον μεταμορφώσει σε μέσο, είναι μια καταστροφική ιδέα που εκθέτει ανεπανόρθωτα τον ποδοσφαιριστή. Αντιδρά, μιλάει περισσότερο απ’ όσο πρέπει και θέτει εαυτόν και εκτός Εθνικής ομάδας.
Η Γιουβέντους είναι “του Μπάτζο“ και σωστά, γιατί με γκολ του Βούδα κατακτά το UEFA εναντίον της Ντόρτμουντ στην καταστροφική σεζόν 1992-1993. Αυτό το Κύπελλο είναι η μοναδική ικανοποίηση του Βιάλι σε ολόκληρη τη διετία. Ήρθαν οι σοβαροί τραυματισμοί, το ηθικό κατέπεσε, το Τορίνο έγινε η πιο άσχημη πόλη του σύμπαντος. Κι όμως, οι οπαδοί ακόμη τον αγαπούν, στην ομάδα όλοι οι συμπαίκτες τον εκτιμούν.
Ακόμα και ο Ανιέλι υπαναχώρησε. Μίλησε μαζί του, τον κατάλαβε, στο τέλος τον απόλαυσε. Μιλούσαν πολλή ώρα για ποδόσφαιρο μαζί, αντάλλαζαν ιδέες, σχολίαζαν τα δρώμενα. Ο Avvocato εντυπωσιάστηκε από μια αλησμόνητη ατάκα: «σέβομαι τις ιδέες των άλλων, κρατώ όμως τις δικές μου».
Αυτός ήταν ο Βιάλι. Ξεροκέφαλος και αισθηματίας, “τετράγωνος” αλλά μικρό παιδί. Έτσι μίλησε και στον Λίπι και ο Πολ Νιούμαν σάστισε. Εκείνος του εξηγούσε ότι θέλει να τον αναγεννήσει και να στήσει την επίθεση γύρω του και ο Λούκα του απάντησε ότι θέλει να γυρίσει στη Γένοβα. Ο Μαρτσέλο κατάλαβε. Το πρόβλημα ήταν κυρίως ψυχολογικό, εμπιστοσύνης.
Του είπε ότι θα πάψει να είναι εγκαταλελειμμένος στη μέση του χωραφιού, ότι θα τον προστατεύσει όσο γίνεται στη μάχη. Κι όταν ο Λούκα αισθανόταν προστατευμένος, πετούσε.
Μεταλλάχθηκε στον πολιορκητικό κριό του περίφημου tridente της «Γιούβε» στην πρώτη εποχή του Λίπι. Η δύναμη και η επιμονή του Βιάλι, η απίθανη αυτοθυσία του Ραβανέλι, η φωσφορική κλάση του Ρόμπι και το αναδυόμενο αστέρι του Άλεξ Ντελ Πιέρο. Σαράντα οκτώ (48) γκολ πέτυχαν οι τέσσερείς τους.
Ναι, μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε και “ιταλική” Γιουβέντους, η οποία τα κέρδιζε όλα με τον τρόπο της. Πρωτάθλημα μετά από εννέα χρόνια, Τελικός UEFA (ηττήθηκε από το θαύμα της Πάρμα), Κύπελλο, Super Cup και στο βάθος η αναγκαιότητα να επουλωθεί η πληγή του Heysel.
Στις 22 Μαΐου του 1996 στο Olimpico ο μεγάλος Άγιαξ υποτάχθηκε στην «Κυρία». Στα πέναλτι, αλλά υποτάχθηκε.
Η αγκαλιά με τον Μαρτσέλο, τα δάκρυα και αδρεναλίνη στο Θεό, όταν ύψωσε το Κύπελλο στον ουρανό της Ρώμης, ένα μέρος από το γραμμάτιο του Wembley.
Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε ότι είχε έρθει η στιγμή να αποχωρήσει. Μετά από μια αλλόκοτη τετραετία, δυο χρόνια σιωπηλά και επώδυνα και ένα ονειρώδες τέλος. Στη συλλογική φαντασία των Γιουβεντίνων θα παραμείνει ο αρχηγός του θυμού, του θάρρους, της επιστροφής.
Με παρακαταθήκη τα καλλιτεχνικά του γκολ και την προσωπικότητά του, επιλέγει την πιο αποκλειστική, την πιο “δύσκολη” γειτονιά του Λονδίνου. Το Τσέλσι. Προ Αμπράμοβιτς, πριν αρχίσουν να ρέουν τα χρήματα και οι χλιδές. Παίκτης-προπονητής τότε ο Ρουντ Γκούλιτ, ο άνθρωπος που εισηγήθηκε και την απόκτηση του Λούκα από τη «Γιούβε».
Η σχέση τους μετά το μήνα του μέλιτος θυελλώδης. Ο Ολλανδός τον αφήνει εκτός ομάδας, το “sexy football” δεν χωράει τελικά τον Βιάλι. Ταπεινωμένος ο Ιταλός, καταστρώνει την εκδίκησή του. Περιμένει στωικά να έρθει η στιγμή. Ο Γκούλιτ απολύεται και τον Φεβρουάριο του 1998 η διοίκηση της Τσέλσι επαναφέρει τον Βιάλι και τον χρίζει παίκτη-προπονητή.
Εκμεταλλευόμενος στο έπακρο το διπλό του ρόλο, οδηγεί την Τσέλσι στην κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων, του Ευρωπαϊκού Super Cup και του League Cup.
Τη λάτρεψε την Αγγλία. Δεν τον ενοχλούσε κανείς, έκανε τα ψώνια του στο σούπερ μάρκετ σαν κανονικός άνθρωπος, πήγαινε στον κινηματογράφο, χρησιμοποιούσε ταξί. Όλα πράγματα που στην Ιταλία ήταν απαγορευμένα.
Ίσως αν δεν πίστευε τόσο έντονα στην “ιδέα” Γουότφορντ του Έλτον Τζον, να μην είχε φύγει ποτέ από την Αγγλία. Ουσιαστικά εκεί τελείωσε ως προπονητής. Ήταν πολύ μεγάλο όνομα για να βάζει μάνατζερ να τον προτείνουν, πολύ εγωιστής για να αυτοπροταθεί οπουδήποτε στην Ιταλία. Κι ας ήξερε ότι θα τον προσλάμβαναν αμέσως.
Το τηλέφωνό του δεν χτύπησε ποτέ. Όχι από εκεί όπου ήθελε τουλάχιστον. Δεν ήταν εύκολος τύπος για σύλλογο, για Πρόεδρο, για αθλητικό διευθυντή, άλλωστε. Ήταν άβολος, μιλούσε χωρίς να κάνει πολιτική, στην ουσία δεν είχε ποτέ αφεντικά κι αυτό πολλούς ισχυρούς ανθρώπους τους ξενίζει.
Περίμενε “κάτι” από την Ομοσπονδία και μόνο. Γιατί αισθανόταν ότι δεν έδωσε ποτέ όσα μπορούσε στη «Squadra Azzurra», δεν της συμπεριφέρθηκε όπως της άξιζε. Πολλές παρεξηγήσεις, συγκαλυμμένες διαμάχες, αντιδημοφιλείς δηλώσεις και αλλεπάλληλες παραιτήσεις. Από την Εθνική, από την προετοιμασία, από τη θεωρία.
«Αντισυμβατικό» θα τον έλεγαν οι επιδερμικοί ψευτοαναλυτές. Δεν ήταν. Είχε μια δύσκολη, πολύ ιδιαίτερη προσωπικότητα και μια δική του θεώρηση των πραγμάτων, πολλές φορές ενάντια στην κοινή λογική, ειδικότερα για το πλαίσιο μιας Εθνικής ομάδας. Με τον Μπέαρτζοτ τον πρωτοείδαμε, πέρασε από τον Βιτσίνι, ήταν παρών-απών σε όλα τα μεγάλα ραντεβού. Δεν επισκίασε κανένα.
Η ιστορία με τον Σκιλάτσι ήταν μάλλον ο επιθανάτιος ρόγχος του Λούκα στην Εθνική. Ήταν στο περιθώριο, τον είχε καταπιεί ένας -κυριολεκτικά- διάττων αστέρας. Ο Τοτό μετά από εκείνο το Παγκόσμιο δεν εμφανίστηκε πουθενά ξανά.
Με τον Σάκι δεν υπήρχε περίπτωση να ταιριάξει, παρά την αμοιβαία εκτίμηση.
Έμεινε έξω με «επιλογή της τεχνικής ηγεσίας», όπως έγραφαν και τα Δελτία Τύπου της Ομοσπονδίας. Στην πραγματικότητα αντιμιλούσε στον Αρίγκο, αμφισβητούσε το περίεργο πολλές φορές πλάνο, ήταν αντίθετος στο πλήρες καλούπωμα των ποδοσφαιριστών στο σύστημα. Ο Σάκι τα ξεπλήρωνε με αστείες παρατηρήσεις, «μην ακουμπάτε τους αγκώνες στο τραπέζι, όταν τρώτε», τέτοια πράγματα. Αυτά ο Βιάλι και ο Ζένγκα δεν τα σήκωναν και γι’ αυτό τελείωσαν αμέσως από την Εθνική.
Η τελική ρήξη με τον Πρόεδρο της Ομοσπονδίας, τον Ματαρέζε, χαρίζει άπειρα πρωτοσέλιδα στη γείτονα και ατέλειωτες ώρες κουβέντας στις ποδοσφαιρικές εκπομπές. Ο Βιάλι είναι ο άσωτος υιός που δεν χωράει και δεν γυρίζει πίσω. Δεν τον ήθελε κανείς στην ομάδα, τον ενόχλησε, το κουβάλαγε χρόνια κι αυτό.
Ελάχιστα πράγματα είχε παραδεχτεί ότι κουβαλούσε μέσα του. Ένας επαγγελματίας με την καριέρα και τις επιτυχίες του, με τίτλους σε όλες τις μεγάλες ομάδες από τις οποίες πέρασε, είχε ένα τεράστιο κενό. Ανθρώπινο, γήινο. Γιατί ανθρώπινος ήταν κι αυτός, απλός, αιωρούμενος ανάμεσα σε φιλοδοξίες κι επιθυμίες, σε φόβους και αδυναμίες.
Τον Νοέμβριο του 2017, η διάγνωση με τον καρκίνο στο πάγκρεας. Ο ανεπιθύμητος συνοδοιπόρος του ταξιδιού για αγαπημένα πρόσωπα πολλών από εμάς, για φίλους, για γνωστούς, για συναδέλφους.
Άλλαξε ο Λούκα. Ποιος δεν αλλάζει άλλωστε;
Προσπάθησε τον ανεπιθύμητο συνοδοιπόρο να τον κάνει φίλο, να τον έχει από κοντά, μήπως αργά ή γρήγορα κουραστεί και τον αφήσει ήσυχο. Επέστρεψε στο Λονδίνο, στην οικογένειά του, στους ανθρώπους του. Την πρώτη φορά που τους αντίκρισε ένιωσε ότι δεν τους είχε κοιτάξει έτσι ποτέ ξανά.
Βρήκε τη δύναμη την επόμενη μέρα και ανακοίνωσε τα νέα στην Ολίβια και τη Σοφία, στις κόρες του. Έστησε μια καταπληκτική ομιλία, έκανε ολόκληρο σενάριο, ξεστόμισε αμετροέπειες, προσπάθησε να το “διασκεδάσει”. Με το χρόνο όμως οι θεραπείες τον ζάλιζαν, το σώμα δοκιμάστηκε, η διάθεση χάλασε. Αισθανόταν ντροπή, ότι φταίει εκείνος, άρχισε να φοράει φαρδιά ρούχα για να μην φαίνεται πόσο έχει αδυνατίσει.
Κοιτούσε τον εαυτό του στον καθρέφτη και δεν τον αναγνώριζε, δεν ήταν πια «ο Βιάλι». Σε όσους τον αναζήτησαν και γύρεψαν μια αληθινή κουβέντα έλεγε μισόλογα, μόνο το ένα μέρος της αλήθειας. Μόνο όταν έμεινε μόνος του, αφέθηκε στο έλεος της αποθάρρυνσης. Πέταξε τη μάσκα του ισχυρού, κλείστηκε στο μπάνιο κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς κυριευμένος από φόβο. Τότε κατάλαβε. Όταν γνώρισε τον αληθινό φόβο.
Αυτό ήταν το σημείο καμπής. Ο καθηγητής Ντέιβιντ Κάνινγκχαμ, ο διακεκριμένος ογκολόγος που τον παρακολουθούσε και μεγάλος οπαδός της Τσέλσι, πίστεψε στην ανάρρωσή του, έδωσε -έστω λίγες- ελπίδες. Ο Λούκα συνειδητοποίησε ότι, για να είναι καλά ψυχικά, όφειλε να ξορκίσει τα άγχη που τον βασάνιζαν. Άρχισε να μιλάει, να αναλύει το φόβο, να αναδιοργανώνει την πνευματική του ζωή.
Έκανε διαλογισμό, δήλωσε γοητευμένος και ευγνώμων που έστω σε προχωρημένη ηλικία προσέγγισε αυτή τη φιλοσοφία. Ξυπνούσε νωρίς, επικεντρωνόταν σε ευχάριστες λεπτομέρειες, οραματιζόταν τον εαυτό του στο μέλλον. Κι ήταν τα χρόνια λίγα. Διάβαζε κι σημείωνε τουλάχιστον μια φράση την ημέρα.
Τώρα μάλιστα, έγινε κατανοητό αυτό το χάος με τα post-its πίσω από το ακριβό γραφείο. Ήταν η πανοπλία του Λούκα, η πνευματική του δύναμη. «Ένα βέλος μπορεί να εκτοξευθεί, μόνο αφού έχει τραβηχτεί πίσω. Όταν σε σέρνουν πίσω, οι δυσκολίες της ζωής πρόκειται να εκτοξευθούν σε κάτι σπουδαίο», έγραψε σε ένα άλλο χαρτάκι.
Αυτό θα μπορούσε να έχει απλώς τη μορφή του Μαντσίνι να χαμογελά. Συμπτωματικά την ίδια χρονιά με τον ανεπιθύμητο συνοδοιπόρο, ο Πρόεδρος της Ομοσπονδίας, Γκαμπριέλε Γκραβίνα, κυρίως όμως ο νέος επικεφαλής του τεχνικού επιτελείου της «Squadra Azzurra», Ρομπέρτο Μαντσίνι, πληκτρολόγησαν τον αριθμό του και του πρότειναν να συνεργαστούν.
Ο «Μάντσιο» δεν του είπε ούτε για πλάνο, ούτε για τακτικές, ούτε τίποτα. Του ζήτησε να ανάψουν μαζί τη φλόγα του Edilio, να ξανακάνουν το θαύμα.
«Επικεφαλής της αποστολής της Εθνικής Ιταλίας, Τζιανλούκα Βιάλι». Δεν ήταν απλώς συγκινητικό, ήταν σαν κάθαρση, σαν κλείσιμο μιας πληγής που δεν υπήρχε τρόπος να κλείσει ποτέ. Το δίδυμο Μαντσίνι-Βιάλι λειτούργησε για την Ιταλία ως πρωτοφανής ευκαιρία για λύτρωση.
Το ένδοξο παρελθόν στο ταπεινό παρόν. Η Ιταλία ήταν μια χρεοκοπημένη ομάδα, μια παρέα κακομαθημένων παιδιών με τατουάζ και υπερμεγέθη “εγώ” δίχως λόγο κι αφορμή. Οι παίκτες υποτάσσονται στο μέγεθος των δύο γιγάντων, το καράβι πέρασε το πρώτο μεγάλο κύμα.
Δεν έχουν ιδέα ότι ο Λούκα και ο Ρομπέρτο κάθονται μαζί τα βράδια, ταλαιπωρούν το ουίσκι τους και φέρνουν στο νου εκείνη τη νύχτα του ’92 στο Wembley. Την κουβαλούσε και ο Μαντσίνι εκείνη τη χαρακιά στο κορμί του, όχι μόνο ο Βιάλι.
Περνούν 50 ημέρες από την προετοιμασία στο Φορτ Βίλατζ μέχρι τον Τελικό της 11ης Ιουλίου στο Wembley. Και στις 50 ημέρες γινόμαστε μάρτυρες απίθανων στιγμιοτύπων. Ένα κρεσέντο δηλώσεων και συμπεριφορών, η θρυλική ομιλία “Ρούσβελτ” στα αποδυτήρια πριν τον Τελικό. «Ο Άντρας στην Αρένα».
Έσπασε, άδειασε, άφησε το είναι του με εκείνη την ομιλία και οι παίκτες έπαιξαν και γι’ εκείνον στον Τελικό. Ήταν ό,τι πιο εγκάρδιο, ό,τι πιο ανθρώπινο, ό,τι πιο υπερβατικό έχει κάνει ο Τζιανλούκα Βιάλι στο ποδόσφαιρο. Κι ό,τι “πιο Βιάλι” είναι η αγκαλιά με τον Μαντσίνι με το σφύριγμα της λήξης, με τα δάκρυα να τρέχουν ποτάμι για χίλιους δυο λόγους και όχι για εκείνο το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα.
Τα γραμμάτια πληρώθηκαν, η πόρτα του χρηματοκιβωτίου έκλεισε.
Μια βδομάδα μετά από εκείνη τη στέψη, ο Λούκα πήγε στο Γκρουμέλο, εκεί όπου περνούσε πιτσιρικάς τα καλοκαίρια του.
Σταμάτησε κοντά στο Ιερό της Beata Vergine della Speranza, μιας εκκλησίας του 18ου αιώνα. Το post-it γράφει «είναι ώρα για ευγνωμοσύνη… ήρθε η ώρα να είμαστε ευγνώμονες». Το δημοσίευσε στα social γεμάτος χαρά και συγκίνηση.
Όλα τελικά τα κεφάλαια κλείνουν με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Υπομονή και επιμονή χρειάζεται.
Έσκασε το περίφημο χαμόγελο, εκείνο μεταξύ ειρωνείας και αυτοσαρκασμού. Περιστρέφει μια ακόμα φορά την καρέκλα στο γραφείο. Στο χέρι κρατούσε κάτι που έχει γράψει πριν από λίγο.
Παραμερίζει λίγο το ιαπωνικό ρητό, στο πλάι κολλάει ένα δικό του: «μερικές φορές η μόνη διέξοδος είναι να συνεχίσουμε να προχωράμε. Κι όπου κι όσο φτάσουμε».
Αποχώρησε από την Εθνική Ιταλίας, εισήχθη σε ιδιωτική κλινική του Λονδίνου, προσπάθησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις. Τα πράγματα όμως με την κατάσταση της υγείας του ήταν δυσοίωνα. Πριν τα Χριστούγεννα του 2022 ταξίδεψε στην Αγγλία και η 87χρονη μητέρα του, η Μαρία-Τερέζα. Την είδε μπροστά του και γέμισαν τα μάτια του.
Στις 6 Ιανουαρίου του 2023 γέμισαν τα δικά μας μάτια. Ο Λούκα έφυγε. Ήταν 58. Νωρίς. Άδικα. Όπως συμβαίνει πάντα. Η πόρτα στο γραφείο κλείνει, το φως είναι σβηστό, το τελευταίο post-it έμεινε κενό.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
EURO 2020 Face Control: Ρομπέρτο Μαντσίνι
Φαμπρίτσιο Ραβανέλι, Ο «Λευκός Ιππότης»
Η μαγεία της μελαγχολίας του Ρομπέρτο Μπάτζο
Άλεξ Ντελ Πιέρο, Ο «Pinturicchio»
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro