Τη σχέση μου με τον αθλητισμό θα την χαρακτήριζα απλή.
Είμαι κι εγώ ένας από τους πολλούς απλούς φιλάθλους που παρακολουθεί τα μεγάλα γεγονότα, και διαβάζει -όχι όμως σε καθημερινή βάση- τις αθλητικές ειδήσεις σε κάποιο site.
Το άθλημα που θα παρακολουθήσω λίγο παραπάνω είναι το τένις. Μου αρέσει περισσότερο γιατί έπαιζα μικρός και ήμουν καλός.
Υπήρχε μάλιστα και η προοπτική να μπω μέσω του αθλήματος στην Γυμναστική Ακαδημία χωρίς να δώσω εξετάσεις, αλλά, η μητέρα μου, μού έλεγε πως η γυμναστική δεν είναι δουλειά.
Τότε, υπήρχε, ας το πούμε, μία «παλιά» νοοτροπία.
Τελικά, πήγα στη Νομική. Η ιδέα να σπουδάσω σ’ αυτήν προέκυψε από τον τρόπο με τον οποίο είχα διαμορφώσει στο μυαλό μου την εικόνα ενός δικηγόρου. Τον σκεφτόμουν ως έναν ήρωα που αθωώνει τους φτωχούς και τους «κατατρεγμένους».
Μπήκα στην σχολή την χρονιά που ο αδερφός μου, δικηγόρος σήμερα στο επάγγελμα, ολοκλήρωνε τις δικές του σπουδές του στη Νομική. Τότε κατάλαβα πως αυτό που συνέβαινε, δεν είχε καμία σχέση με εκείνο που νόμιζα και είχα στο μυαλό μου.
Δεν ήταν το σενάριο κάποιας ταινίας και φυσικά δεν ήμουν ο πρωταγωνιστής!
Η πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική!
Με το πέρασμα των χρόνων άρχισε να με «τραβάει» το σινεμά. Οι ιστορίες και οι ταινίες. Πολλές από αυτές, μάλιστα, πήγαινα να τις δω χωρίς παρέα.
Κάποια στιγμή μού πρότειναν να πάω στην σχολή Κινηματογράφου και Τηλεόρασης Σταυράκου, επειδή λειτουργούσε τα απογεύματα και με διευκόλυνε.
Πήγα, αλλά στην αρχή, δεν το ‘ξερε κανείς. Πήγαινα κρυφά.
Κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’90, άρχισα παράλληλα με τις σπουδές μου, να δουλεύω στην τηλεόραση.
«Έπεσα» πάνω στην περίοδο της άνθησής της. Τότε τα πράγματα ήταν κάπως πιο εύκολα και τα χρήματα αρκετά.
Για να καταλάβετε τι εννοώ, εκείνα τα χρόνια, ένας ασκούμενος δικηγόρος έπαιρνε 800 ευρώ το μήνα, κι εγώ, ως βοηθός σκηνοθέτη, έπαιρνα 1000 ευρώ την εβδομάδα.
Έμεινα, λοιπόν, στην σκηνοθεσία.
Αυτό που προτιμούν να κάνουν οι σκηνοθέτες, είναι εκείνα που έχουν ονειρευτεί. Το δικό μου όνειρο ήταν να κάνω ταινίες. Στην πορεία, βέβαια, προέκυψε να κάνω και ντοκιμαντέρ, ωστόσο, αυτά είναι πολύ λιγότερα σε σχέση με τις ταινίες μυθοπλασίας.
Το τελευταίο διάστημα, πάντως, ήμουν σε μια περίοδο που με ενδιέφερε να κάνω κάτι δημιουργικό. Η εταιρεία παραγωγής που ανέλαβε τη δημιουργία του ντοκιμαντέρ για τον Παύλο Γιαννακόπουλο γνώριζε τη δουλειά μου, και η παραγωγός, Βίκυ Λάσκαρη, με την οποία υπάρχει αμοιβαία εκτίμηση, μού πρότεινε να κάνω την σκηνοθεσία.
Αν και έχω κάνει διάφορα ντοκιμαντέρ, ποτέ στο παρελθόν δεν είχα δοκιμάσει ένα αθλητικό ντοκιμαντέρ.
Το 2009, βέβαια, έκανα μια κινηματογραφική ταινία, την «Κληρονόμο», η βάση της οποίας ήταν το ποδόσφαιρο, όμως, άλλο οι ταινίες μυθοπλασίας κι άλλο τα ντοκιμαντέρ.
Το συγκεκριμένο, για τον Παύλο Γιαννακόπουλο, ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Αφορούσε ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο το οποίο παρακολουθούσα στην εποχή του, κι αυτό ήταν αρκετό για να με εμπνεύσει.
Φυσικά, επιπλέον κίνητρο ήταν και η ευκαιρία που είχα να βάλω την υπογραφή μου σε κάτι που θα αφορούσε μια τόσο σημαντική προσωπικότητα.
Γνωρίζω πως το κοινό που παρακολουθεί ταινίες μυθοπλασίας δεν είναι ίδιο με εκείνο που παρακολουθεί τα αθλητικά ντοκιμαντέρ, όμως, τα τελευταία χρόνια παρατηρώ μια αλλαγή.
Ο κόσμος έχει αρχίσει να μη μένει στο καθαυτό αθλητικό κομμάτι που αφορά τους αθλητές ή ένα γεγονός και δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον να μάθει για την προσωπικότητα των ανθρώπων.
Οι ιστορίες, πλέον, αυτών μπορούν να τραβήξουν την προσοχή ακόμα και των θεατών που βρίσκονται έξω από το αυστηρά φίλαθλο κοινό.
Αυτό, έχει κάποιο ενδιαφέρον.
Αν είχα ξανά την ευκαιρία να κάνω ένα ντοκιμαντέρ, δεν θα έλεγα όχι. Θα το έκανα, όμως, υπό την προυπόθεση, να υπάρχει ένα θέμα το οποίο θα με αφορά. Να νιώσω, δηλαδή, την ανάγκη να πω κάτι μέσα από αυτό.
Κάτι το οποίο που ισχύει και για την περίπτωση του σινεμά.
Τις περισσότερες φορές τα πράγματα γίνονται καλύτερα όταν, πέραν του επαγγελματισμού που πρέπει να επιδείξει ένας σκηνοθέτης, νιώθει και την ανάγκη να πει κάτι μέσα από την ιστορία που θα αφηγηθεί στο κοινό.
Κατά καιρούς σκέφτομαι πολλές ιδέες για ταινίες-ντοκιμαντέρ. Ένα από τα θέματα που με ενδιαφέρουν πολύ, αλλά στην παρούσα φάση είναι λίγο δύσκολο να το οριοθετήσω, είναι τα όνειρα που κάνουν οι άνθρωποι που ζουν στην επαρχία.
Να μιλήσω γι’ αυτά και να παρουσιάσω τους ανθρώπους που ζουν μακριά από το κέντρο των εξελίξεων.
Να δείξω σε ποια κατάσταση βρίσκονται, κι αυτό που τους συμβαίνει όταν τελικά τα όνειρά τους «ξεθωριάζουν» και τους αφήνουν απλά ένα αποτύπωμα.
Ενα ακόμη θέμα που με ενδιαφέρει είναι να παρουσιάσω τον Προμηθέα Πάτρας. Μια δυνατή και ανερχόμενη ομάδα στον χώρο μπάσκετ, αλλά, ταυτόχρονα και μια περίπτωση συλλόγου με υγιή αθλητικά επιτεύγματα και πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία.
Η παρουσίαση της ιστορίας του, θα μπορούσε να προσελκύσει το κοινό.
Σε περιπτώσεις που αφορούν συλλόγους ή αθλητές, οι σκηνοθέτες συνήθως αναζητούν να βρουν το θέμα που θα ξεφεύγει από το καθαρά αθλητικό γεγονός.
Ψάχνουν την ιστορία πίσω από τα πρόσωπα και τους πρωταγωνιστές. Την εξέλιξη του ατόμου ή του συλλόγου, τον τρόπο με τον οποίο πήγε ένα βήμα παρακάτω, την πορεία του, τον λόγο που τον κάνει να ξεχωρίζει από τους άλλους.
Κάποια στιγμή, σκοπεύω να το προτείνω στους παράγοντες του Προμηθέα γιατί πιστεύω πως η αφήγηση της ιστορίας του, θα είχε απήχηση σ’ όλο το κοινό και όχι μόνο σε αυτό της Πάτρας.
Οι συνήθειες των θεατών, εξάλλου, τα τελευταία 10-15 χρόνια έχουν αλλάξει. Δείχνουν πιο έτοιμοι να δουν ένα ντοκιμαντέρ, μια σειρά ντοκιμαντέρ ή απλά μια σειρά…
Στην αμερικανική βιομηχανία μάλιστα, το τελευταίο διάστημα υπάρχει ένας προβληματισμός αν οι κινηματογραφικές ταινίες πρέπει να μοιάζουν στις σειρές, αν πρέπει να έχουν μικρότερη διάρκεια , π.χ 70 λεπτά, ή αν πρέπει να γίνουν μεγαλύτερες και να «γυρίζονται» σίκουελ.
Όπως έγινε για παράδειγμα με την περίπτωση των «The Avengers» ή κάποιων άλλων ταινιών που βασίζονται σε ιστορίες και ήρωες των κόμικς.
Τώρα, όσον αφορά την Ελλάδα και τα αθλητικά ντοκιμαντέρ πιστεύω πως το κοινό σήμερα διαθέτει την ωριμότητα να δει κάτι που θα ξεφεύγει από τα οπαδικά πλαίσια.
Η αρχή έγινε, αν δεν κάνω λάθος, με το “90 Χρόνια ΠΑΟΚ: Νοσταλγώντας το μέλλον» του Νίκου Τριανταφυλλίδη. Στη συνέχεια ακολούθησε η ιστορία της ΑΕΚ, και το «1968» του Τάσου Μπουλμέτη, όπου εκεί υπήρξαν στοιχεία ντοκιμαντέρ συνδεδεμένα με ιστορίες μυθοπλασίας.
Αυτή η ταινία ίσως να ήταν και η αφορμή για τον ιδιοκτήτη του Παναθηναϊκού, κύριο Δημήτρη Γιαννακόπουλο, να σκεφτεί την παραγωγή, τόσο του ντοκιμαντέρ για τον Παύλο Γιαννακόπουλο, όσο και της ταινίας που αφορά την ιστορία του Ερασιτέχνη, σκηνοθέτης της οποίας είναι ο Χρήστος Δήμας.
Υποθέτω πως έχουν γίνει κι άλλα αθλητικά ντοκιμαντέρ, αλλά, αυτά συνήθως πραγματοποιούνται υπό την σκέπη ενός τηλεοπτικού καναλιού από αθλητικούς δημοσιογράφους, και ο τρόπος παρουσίασης δεν ξεφεύγει από το αθλητικό πλαίσιο.
Αν η ιστορία ενός συλλόγου και τα πρόσωπα που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο παρουσιαστούν με μια διαφορετική διάσταση, τότε το ντοκιμαντέρ, ίσως να τραβήξει το ενδιαφέρον των θεατών ακόμα κι αυτών που βρίσκονται π.χ στην Χιλή, που μπορεί να ταυτιστούν με αυτό που θα δουν.
Φυσικά, πολλά εξαρτώνται και από το πως θα περάσεις στο κοινό την ιστορία που θα διηγηθείς.
Αν αρχίσεις απλά να λες, για παράδειγμα, ο Προμηθέας ήταν μια ομάδα που ξεκίνησε από εκεί, μετά έκανε αυτό, μετά κέρδισε εκείνον τον αγώνα και μετά ήρθε ο τάδε διοικητικός παράγοντας, πάει… Βαρεθήκαμε όλοι!
Αν, όμως, δώσεις μια άλλη διάσταση, κάνεις μια διαφορετική παρουσιάση και προσεγγίσεις το θέμα με διαφορετικό τρόπο, τότε, μπορεί να τραβήξεις ένα ευρύτερο κοινό, πέραν του αθλητικού.
Οι Έλληνες θεατές, πάντως, είναι έτοιμοι να παρακολουθήσουν αθλητικά ντοκιμαντέρ που ξεφεύγουν από την οπαδική ματιά. Το ξέρω από προσωπική, πια, εμπειρία, μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ για τον Παύλο Γιαννακόπουλο.
Για να είμαι ειλικρινής δεν περίμενα να δεχθώ τόσα πολλά συγχαρητήρια από ανθρώπους οι οποίοι, αν και δεν είναι φίλαθλοι του Παναθηναϊκού, είδαν ολόκληρο το ντοκιμαντέρ και το χάρηκαν. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση!
Επομένως στο συμπέρασμα που καταλήγουμε, είναι πως ένα ντοκιμαντέρ με αθλητική θεματολογία, μπορεί να κερδίσει τον θεατή, είτε γιατί αυτό μπορεί να αναφέρεται σε μια μεγάλη προσωπικότητα που πράγματι έχει πετύχει σπουδαία πράγματα, είτε γιατί το θέμα που θα παρουσιαστεί, ξεφεύγει από το καθαρά αθλητικό πλαίσιο.
Πριν από λίγο καιρό, είδα την ταινία – ντοκιμαντέρ για τον Μαραντόνα (Diego Maradona).
Σπουδαίος παίκτης! Αυτό το ξέρουμε όλοι. Το στοιχείο, όμως, που έκανε την ιστορία πιο ενδιαφέρουσα ήταν ο τρόπος παρουσίασής της. Ειδικά στο κομμάτι που αφορούσε την περίοδο που πήγε στη Νάπολι, όπου ενώ τον είχαν υποδεχθεί σαν Θεό, τελικά τον έδιωξαν λόγω των θεμάτων που υπήρχαν.
Άλλο ένα πολύ πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι ο «Τελευταίος Χορός» #TheLastDance.
Η επιτυχία του οφείλεται, καταρχάς στο γεγονός ότι πρωταγωνιστής είναι ο Μάικλ Τζόρνταν. Ίσως ο κορυφαίος, κατά την άποψή μου, αθλητής της εποχής μας, και όχι μόνο στο μπάσκετ.
Αυτό, από μόνο του αρκούσε για να προσελκύσει το κοινό.
Από εκεί και πέρα, όμως, οι δημιουργοί του ντοκιμαντέρ θέλησαν να δείξουν όλα όσα είχαν σχέση με τη ζωή του ίδιου και την ομάδα των Σικάγο Μπουλς, χρησιμοποιώντας, μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις, στοιχεία της μυθοπλασίας.
Είδαμε τι συνέβαινε πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος μιας προετοιμασίας, ενός αγώνα ή μίας αγωνιστικής σεζόν, τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούσαν, αλλά και τον ρόλο που διαδραμάτιζαν εντός και εκτός του γηπέδου.
Τις αποφάσεις που λάμβαναν οι παράγοντες, το πόσο μπορούσαν αυτές να επηρεάσουν τους αθλητές, αλλά και πολλές άλλες λεπτομέρειες, που στους περισσότερους θεατές ήταν σχεδόν άγνωστες, διότι, μέχρι πρότινος έβλεπαν απλά έναν αθλητή και μια ομάδα να παίζουν μπάσκετ.
Βέβαια, ήταν ξεκάθαρο πως οι παραγωγοί είχαν αποφασίσει από την αρχή να δαπανήσουν ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, κάτι που έδωσε τη δυνατότητα στον σκηνοθέτη και τους υπόλοιπους συντελεστές να κάνουν ό,τι έπρεπε προκειμένου να εξασφαλιστεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Η καταγραφή με κάμερα κάθε κίνηση της ομάδας εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου, λέει πολλά.
Κάποιες φορές παίζει κι αυτό τον ρόλο του, αφού, το κόστος μιας παραγωγής είναι αυτό που θα οδηγήσει τον σκηνοθέτη στο πώς θα γίνει μια δουλειά και πώς αυτή θα παρουσιαστεί.
Στο ντοκιμαντέρ για τον Παύλο Γιαννακόπουλο, ας πούμε, μιλήσαμε με τον Ντομινίκ Ουίλκινς από εδώ, από την Αθήνα. Αν, όμως, πηγαίναμε στο σπίτι του στην Αμερική, θα ήταν αλλιώς…
Είναι μια λεπτομέρεια που στην προκειμένη περίπτωση δεν επηρέασε το τελικό αποτέλεσμα. Το αντίθετο θα έλεγα.
Ο Παύλος Γιαννακόπουλος είχε τόσο ισχυρή προσωπικότητα και ήταν τόσο σπουδαίος άνθρωπος, που το ντοκιμαντέρ για τη ζωή του, έτσι όπως παρουσιάστηκε στον κόσμο, είχε μεγάλη απήχηση. Για μένα αυτό, ήταν σπουδαίο.
Αν στο μέλλον προέκυπτε να κάνω μια ταινία που θα αφορούσε κάποιο πρόσωπο του αθλητισμού, θα το έκανα εφόσον το επέτρεπαν οι συνθήκες και το θέμα αφορούσε την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του πρωταγωνιστή. Αν με ρωτούσε κάποιος ποια πρόσωπα του αθλητισμού θα μπορούσαν να γίνουν ταινία, θα έλεγα τον Βασίλη Χατζηπαναγή και τον Νίκο Γκάλη.
Δυο σπουδαίοι αθλητές, με σημαντική προσωπικότητα. Ένα καλό σενάριο για ταινία θα μπορούσε επίσης να είναι και ο άθλος της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου το 2004.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας, ωστόσο, και όλα όσα στο διαδραματίστηκαν από την περίοδο που η Ελλάδα ανέλαβε τη διοργάνωση τους μέχρι τη διεξαγωγή και την ολοκλήρωσή τους, για μένα θα είχε, επίσης, πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Έχω ακούσει αρκετές ενδιαφέρουσες ιστορίες για εκείνην την περίοδο.
Για την ώρα, μένω σ’ αυτά που σχεδιάζω για το μέλλον. Την ταινία μεγάλου μήκους που θέλω να κάνω.
Αυτή την στιγμή, βρίσκομαι στο στάδιο της συγγραφής του σεναρίου.
Παράλληλα, όμως, σκέφτομαι να κάνω και μία ταινία μικρού μήκους.
Βλέπετε, όσες ταινίες μεγάλου μήκους και να κάνω, πάντα θα θέλω παρουσιάζω μικρές ιστορίες.
Τις ιστορίες των ανθρώπων…
Επιμέλεια κειμένου: Έλενα Βογιατζή