Πάμε να κάνουμε ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο. Στο 2001.
Εργάζομαι ήδη περίπου δύο χρόνια στο πλευρό του Γιούργκεν Ρέμπερ, προπονητή τότε της Χέρτα Βερολίνου, ως σκάουτερ. Η δουλειά μου ήταν να βλέπω τα παιχνίδια των επόμενων αντιπάλων μας και να ετοιμάζω μια αναφορά για τον κόουτς, αλλά και να παρακολουθώ παιχνίδια παικτών, οι οποίοι ενδιέφεραν τη Χέρτα για πιθανή μεταγραφή μελλοντικά.
Ακούγεται ότι ο Ότο Ρεχάγκελ είναι ο επικρατέστερος ανάμεσα σε άλλους υποψηφίους, για να αναλάβει την Εθνική Ελλάδος. Εγώ μπορεί να είχα γεννηθεί στην Ελλάδα, αλλά ζούσα πλέον πολλά χρόνια στη Γερμανία, είχα χάσει κάθε επαφή με την πατρίδα σε επαγγελματικό επίπεδο. Σκέφθηκα ότι σίγουρα θα ήταν ωραία μια τέτοια προοπτική για μένα, ωστόσο δεν ήξερα πραγματικά κανέναν άνθρωπο στο ελληνικό ποδόσφαιρο ή την ΕΠΟ, ούτε τον ίδιο τον Ρεχάγκελ, φυσικά. Οπότε, δεν έδωσα και ιδιαίτερη σημασία.
Ελσίνκι, Βερολίνο και τελικά… Αθήνα
Έρχεται, λοιπόν, ένας συνάδελφος σκάουτερ, και αυτός στη Χέρτα, και μου λέει:
«Γιάννη, ο Ρεχάγκελ πάει στην Εθνική Ελλάδος, εσύ είσαι προπονητής με δίπλωμα UEFA Pro από τη σχολή της Κολωνίας, μιλάς άψογα Ελληνικά και Γερμανικά, είσαι ο ιδανικός να είσαι στο πλευρό του»!
Ο ίδιος άνθρωπος, όταν του είπα ότι δεν έχω τις γνωριμίες ή την πρόσβαση στον ίδιο τον Ρεχάγκελ, προσφέρθηκε να με βοηθήσει, δίνοντάς μου το τηλέφωνο ενός φίλου του Γερμανού προπονητή. Πράγματι, έτσι έγινε, ωστόσο ομολογώ πως ήμουν πολύ διστακτικός και επιφυλακτικός στο να τον πάρω. Και τελικά, δεν επικοινώνησα εκείνη τη στιγμή.
Στο σημείο αυτό, να κάνω μια παρένθεση και να πω κάτι που ίσως λίγοι γνωρίζουν και ακόμα λιγότεροι θυμούνται:
Ο Ότο Ρεχάγκελ δεν ανέλαβε την Εθνική ομάδα στην τύχη, ούτε είχε άγνοια για το πού πήγαινε.
Ίσως, ήταν και καρμικό, αν σκεφτεί κανείς ότι ήταν καλεσμένος της Γερμανικής Ομοσπονδίας και είχε συνοδεύσει την αποστολή των «Πάντσερ» στην Αθήνα, έξι μήνες πριν, στις 28 Μαρτίου 2001, στο παιχνίδι τότε Ελλάδα-Γερμανία 2-4, στο Ολυμπιακό Στάδιο, για τα προκριματικά του Μουντιάλ 2002. «Τότε, είδα για πρώτη φορά την Ελλάδα, είδα ότι έχει πολύ καλό υλικό, έπαιξε επιθετικά και στα ίσα την αντίπαλό της και είναι σε πολύ καλύτερο επίπεδο το ποδόσφαιρο εδώ, απ’ ό,τι περίμενα», μου αποκάλυψε αργότερα.
Έρχεται, λοιπόν, η ώρα για το πρώτο παιχνίδι του Γερμανού, το ντεμπούτο του Ρεχάγκελ στην Εθνική ομάδα. 5 Σεπτεμβρίου, αγώνας με τη Φινλανδία, για τα προκριματικά του Μουντιάλ του 2002. Η Χέρτα με στέλνει στο Ελσίνκι, για να δω, αφενός, τη νέα Εθνική Ελλάδος, αλλά, κυρίως, έναν Φινλανδό ποδοσφαιριστή που μας ενδιέφερε τότε, τον Φορσέλ, έναν νεαρό επιθετικό.
Την παραμονή, πετώντας για Ελσίνκι, αποφασίζω να τηλεφωνήσω για πρώτη φορά στον φίλο του Ρεχάγκελ. Μου ζητάει να του στείλω το βιογραφικό μου και τα στοιχεία επικοινωνίας μου, για να το στείλει κι αυτός με τη σειρά του στον κόουτς, αλλά μου λέει ότι ο Ότο δεν έχει αποφασίσει ακόμη οριστικά αν θα μείνει στην Ελλάδα.
Φθάνω στο Ελσίνκι, είναι Τετάρτη, η Εθνική μας χάνει με το βαρύ 5-1, φεύγω και επιστρέφω στο Βερολίνο, χωρίς, φυσικά, να δω ούτε τον Ρεχάγκελ ούτε κάποιον από την Ομοσπονδία. Τις επόμενες μέρες, ακούγεται, μάλιστα, ότι το αποτέλεσμα είναι τόσο απογοητευτικό, ώστε μάλλον ο Γερμανός προπονητής δεν θα μείνει για πολύ καιρό στη θέση του.
Επιστρέφοντας στη Γερμανία, το Σαββατοκύριακο, πρέπει να πάω να παρακολουθήσω για λογαριασμό της Χέρτα το παιχνίδι Νυρεμβέργη-Αμβούργο.
Στον δρόμο, χτυπάει το τηλέφωνο από ένα άγνωστο νούμερο: «Καλησπέρα σας. Είμαι ο Ότο Ρεχάγκελ. Μπορώ να σας συναντήσω αύριο στο Βερολίνο»; Δεν πίστευα στ’ αφτιά μου!
Του εξήγησα ότι ταξιδεύω για δουλειά, αλλά θα επιστρέψω άμεσα, οπότε κλείσαμε ραντεβού σε ένα κεντρικό ξενοδοχείο της πρωτεύουσας για την άλλη μέρα.
Βρεθήκαμε, λοιπόν, και συζητήσαμε για περίπου τρεις ώρες. Ανταλλάξαμε απόψεις για τα πάντα. Για τη Bundesliga, την Εθνική Γερμανίας, το ελληνικό ποδόσφαιρο και την Εθνική Ελλάδος, το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. «Θα το σκεφτώ και θα σε πάρω τηλέφωνο να σε ενημερώσω. Παίζουμε στις 6 Οκτωβρίου στην Αγγλία και μάλλον θα χρειαστώ κάποιον άνθρωπο δίπλα μου. Δεν μπορώ, όμως, να σου υποσχεθώ τίποτα. Μπορεί, μετά από αυτό το παιχνίδι και ανάλογα με την έκβασή του, να μην συνεχιστεί η συνεργασία μου με την Ομοσπονδία», μου είπε στο τέλος.
Σε μια εβδομάδα, μου ξανατηλεφωνεί. «Άκου να δεις, Γιάννη. Το σκέφτηκα και θέλω να έρθεις μαζί μου στο Μάντσεστερ, παίζουμε με την Αγγλία. Είναι το τελευταίο παιχνίδι των προκριματικών. Θα επικοινωνήσει κάποιος μαζί σου από την ΕΠΟ, τους έχω ενημερώσει, ώστε να σου πουν τις λεπτομέρειες και να σου στείλουν το εισιτήριό σου. Σου ξαναλέω, όμως, ότι ίσως και να είναι μόνο για ένα παιχνίδι». Εμένα, όμως, δεν με ένοιαζε καθόλου, ακόμα και για ένα παιχνίδι να ήταν! Πετούσα από τη χαρά μου! Και μόνο η εμπειρία να το ζήσω αυτό, δίπλα στον Ότο, στον πάγκο της Εθνικής Ελλάδος, μου έφτανε και μου περίσσευε!
Έρχομαι στην Ελλάδα, μια εβδομάδα πριν ταξιδέψουμε για Αγγλία.
Πραγματικά, έγινα μέλος της ομάδας από το… πουθενά. Ήρθα ουρανοκατέβατος! Δεν ήξερα κανέναν, δεν με ήξερε κανείς, παρότι είχα, από το 1994, δίπλωμα προπονητή από τη Γερμανία. Και, μάλιστα, θυμάμαι ότι υπήρχε και μια προκατάληψη, κάποια αρνητικά σχόλια, και στον Τύπο και γενικά, για το πού και πώς με βρήκε ο Ρεχάγκελ! Δεν το κρύβω, πέρασα δύσκολα και σκέφτηκα ακόμα και να φύγω, μιλώντας στο τηλέφωνο με τους δικούς μου ανθρώπους και την οικογένειά μου.
Στο μεσοδιάστημα, είχα μιλήσει και με τη Χέρτα, τους είχα εξηγήσει την κατάσταση και τους είχα ενημερώσει έγκαιρα ότι, σε περίπτωση που η συνεργασία με τον Ότο Ρεχάγκελ και την Ομοσπονδία προχωρήσει, θα πρέπει να αποχωρήσω. Άλλωστε, η δική μου δουλειά, αυτό που είχα σπουδάσει, ήταν προπονητής και όχι σκάουτερ.
Πράγματι, πήγαμε με την Εθνική στο Μάντσεστερ και, παρά το κλίμα δυσπιστίας για την ομάδα και τις ικανότητές της, κάναμε ένα φοβερό παιχνίδι, μια πολύ καλή εμφάνιση και πήραμε ισοπαλία 2-2. Ένα “γλυκό” φινάλε στα προκριματικά, το οποίο ήρθε να “σβήσει” σε έναν βαθμό τη βαριά ήττα από τη Φινλανδία, να αφήσει μια γλυκιά γεύση στο τέλος.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ο Ρεχάγκελ μού λέει: «Πάω για λίγες μέρες σπίτι μου, στο Έσεν, και θα σε ειδοποιήσω». Λίγες μέρες μετά, μου ξανατηλεφωνεί: «Γιάννη, έχουμε δύο φιλικά παιχνίδια, τον Νοέμβριο, στην Αθήνα, με Εσθονία και Κύπρο. Θέλω να έρθεις και πάλι. Αλλά σου υπενθυμίζω ότι δεν υπάρχει ακόμη τίποτα σίγουρο, ούτε για μένα, συνεπώς, ούτε και για σένα». «Το καταλαβαίνω και σας ευχαριστώ», του απάντησα και, φυσικά, ήρθα και ήμουν πάλι στη διάθεσή του.
Παίξαμε και αυτά τα δύο παιχνίδια, λοιπόν, νικήσαμε 4-2 την Εσθονία, χάσαμε 2-1 από την Κύπρο, επιστρέφουμε αμφότεροι στη Γερμανία, ο καθένας στο σπίτι του. Πριν από τα Χριστούγεννα, επικοινωνεί ξανά μαζί μου:
«Μιλήσαμε με την Ομοσπονδία και τον Πρόεδρο και αποφάσισα να συνεχίσω στην Εθνική Ελλάδος. Όταν ήρθε η συζήτηση στους συνεργάτες που θα έχω, τους είπα ότι θέλω εσένα. Εσύ το σκέφτηκες καλά; Θέλεις να έρθεις; Θα πρέπει να αφήνεις για μεγάλα χρονικά διαστήματα το σπίτι σου. Συζήτησέ το με την οικογένειά σου, γιατί μπορεί να μείνουμε για χρόνια».
Η αρχή μιας υπέροχης φιλίας και συνεργασίας
Λες κι εκείνος ήξερε τι θα ακολουθήσει, αλλά εμένα, εκείνη τη στιγμή, δεν με ένοιαζε είτε ήταν για έξι μήνες είτε για δέκα χρόνια, όπως και έγινε, τελικά. σχεδόν εννέα αξέχαστα χρόνια.
Κατέβηκα πάλι στην Ελλάδα, υπογράψαμε και αυτή ήταν η αρχή μιας υπέροχης συνεργασίας.
Μιας συνεργασίας που άρχισε ως επαγγελματική και εξελίχθηκε στην πορεία των ετών, φθάνοντας να είναι προσωπική. Αποτελεί ιδιαίτερη τιμή και χαρά για μένα, να με θεωρεί ο σπουδαίος Ότο Ρεχάγκελ φίλο του και πρόσωπο της απολύτου εμπιστοσύνης του.
Και αυτό ήταν απόλυτα φυσιολογικό, καθώς εγώ ήμουν ο μοναδικός άνθρωπος, σε αυτά τα εννέα χρόνια, ο οποίος δεν έλειψε από δίπλα του ούτε λεπτό. Και δεν μιλάω μόνο για τα παιχνίδια, επίσημα ή φιλικά. Σε οτιδήποτε κι αν έπρεπε να κάνει, όπου έπρεπε να πάει, με όποιον κι αν είχε να συναντηθεί, όσο υψηλά ιστάμενος κι αν ήταν, εγώ ήμουν εκεί. Παρών. Υπήρξε χημεία, δέσαμε αμέσως και ήμουν όχι μόνο η σκιά του, αλλά ένα… δεύτερο ζευγάρι μάτια και αφτιά για εκείνον. Και δεν ήμουν μόνο αυτό. Όλο το προπονητικό επιτελείο ήταν ουσιαστικά ένας άνθρωπος: εγώ. Βοηθός προπονητή, γυμναστής, σκάουτερ και ανάλυση αγώνων, μεταφραστής, ακόμα και προπονητής τερματοφυλάκων!
Για παράδειγμα, πριν αρχίσουν τα προκριματικά του Euro 2004 και παράλληλα με την προετοιμασία μας, φεύγω από Αθήνα, πάω Βαρκελώνη, μέσω Γερμανίας. Φτάνω ξημερώματα, εκεί νοικιάζω αυτοκίνητο, περιμένω λίγες ώρες σε ένα ξενοδοχείο και φεύγω οδικώς για Ανδόρα, για να δω την Αρμενία, μια από τις αντιπάλους μας.
Μετά, όταν προκριθήκαμε πια στο Euro και μάθαμε σε ποιον όμιλο είμαστε, πήγαινα να δω και συλλόγους που είχαν πολλούς διεθνείς από τις άλλες ομάδες. Είδα Ντεπορτίβο Λα Κορούνια, για παράδειγμα, γιατί τότε έπαιζαν εκεί πολλοί Ισπανοί διεθνείς, είδα Λοκομοτίβ Μόσχας, γιατί είχε αρκετούς Ρώσους και, φυσικά, την Πόρτο που πήρε και το Champions League εκείνη τη σεζόν, καθώς είχε αρκετούς Πορτογάλους διεθνείς.
Και είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος, γιατί ο Ότο Ρεχάγκελ είναι ένας άνθρωπος, ο οποίος αναγνώριζε την προσφορά μου και, μάλιστα, δημόσια με κάθε ευκαιρία. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχει πει «Ήμουν τυχερός, γιατί επέλεξα τον Γιάννη ως άμεσο συνεργάτη μου». Μάλιστα, μια φορά γύρισε και μου είπε «Εσένα, έπρεπε να σε έχω γνωρίσει νωρίτερα, να σε έχω βοηθό σε όλη μου την προπονητική καριέρα».
Ήταν μια αναγνώριση για μένα όλα αυτά. Και κάποιες φορές που δεν ήταν στην Ελλάδα και έπρεπε να αποφασίσω εγώ για κάτι και να πάρω την ευθύνη, πάντα μου έλεγε: «Αποφάσισε εσύ και πες, σε όποιον σε ρωτήσει, ότι το είπε ο Ρεχάγκελ».
Πώς τα κατάφερα όλα αυτά; Για μένα ο Ότο Ρεχάγκελ ήταν μια εμβληματική φιγούρα του γερμανικού ποδοσφαίρου, πριν ακόμη τον γνωρίσω. Ήταν ένας προπονητής, του οποίου παρακολουθούσα την πορεία, έβλεπα τα παιχνίδια, κατέγραφα την ποδοσφαιρική φιλοσοφία, το κοουτσάρισμα. Τον είχα μελετήσει, δηλαδή, ως προσωπικότητα, εντός και εκτός γηπέδου, χωρίς να ξέρω ότι στο μέλλον θα συνεργαστώ, τελικά, μαζί του.
Στην αρχή, βεβαίως, όλα ήταν δύσκολα. Ο Ρεχάγκελ είναι ένας άνθρωπος από τη φύση του κλειστός και απόμακρος με ανθρώπους που δεν γνωρίζει. Και έπρεπε να προσέχω πολύ τι θα πω, πώς θα του μιλήσω, μέχρι να με γνωρίσει καλύτερα και να ανοιχτεί ο ένας στον άλλο. Είναι χαρακτηριστικό πως, από την πρώτη μέρα της γνωριμίας μας, από σεβασμό -φυσικά- προς το πρόσωπό του, τον αποκαλούσα «Herr Rehhagel», δηλαδή «Κύριε Ρεχάγκελ». Μετά από λίγο καιρό, μόνος του μου είπε «Γιάννη, δεν θέλω να με λες άλλο έτσι. Μπορείς απλά να λες «trainer» (προφέρεται «τρένερ» στα γερμανικά, δηλαδή «κόουτς/προπονητή»)».
Για ένα χρονικό διάστημα, και εμένα με κρατούσε σε απόσταση, ασχέτως αν τελικά αυτή η σχέση εξελίχθηκε σε μια βαθιά και ειλικρινή φιλία και αμοιβαία εμπιστοσύνη. Και έχω να πω ότι η συμπεριφορά του απέναντί του ήταν πάντα άψογη. Πάντα κύριος και στήριγμα, κάθε μέρα από αυτά τα εννέα χρόνια. Και όταν πια ένιωσε οικεία, όταν έγινε αυτό με μένα και με τους παίκτες, έδειξε μια άλλη πλευρά του εαυτού του αλλά και το χιούμορ του! Ένας άνθρωπος σοβαρός, όταν έπρεπε, αλλά που δεν παρέλειπε να αστειευτεί με εμένα και τους ποδοσφαιριστές, όταν έπρεπε.
Κάθε αρχή και δύσκολη
Η πολύ στενή συνεργασία μας άρχισε στα προκριματικά του Euro 2004. Και άρχισε υπό αντίξοες συνθήκες:
Ήττα από την Ισπανία εντός έδρας στη «Λεωφόρο», ήττα, και μετά, από την Ουκρανία εκτός έδρας. Αυτό το χρονικό διάστημα θεωρώ πως ήταν και το πιο δύσκολο στη θητεία του. Για να το πω λαϊκά, το “μαγαζί” κινδύνεψε να τιναχτεί στον αέρα! Τέτοιο άσχημο κλίμα!
Μετά, άρχισε η ανάκαμψη, ήρθε η νίκη μέσα στην Ισπανία, η επικράτηση επί της Ουκρανίας, μια ακόμα επιτυχία μέσα στη Βόρεια Ιρλανδία και, κάπου εκεί, άρχισε και να αισθάνεται πιο οικεία απέναντί μου, βλέποντας και τη δουλειά μου.
Μας ευνόησαν και οι συνθήκες και άρχισαν να έρχονται και τα θετικά αποτελέσματα, γιατί, κακά τα ψέματα, όσο καλός και να είσαι, η επιτυχία είναι το επιστέγασμα των προσπαθειών σου.
Η χειρότερη στιγμή και το «αντίο»
Η πιο καλή και χαρούμενη στιγμή είναι ασφαλώς το Euro της Πορτογαλίας, δεν χωράει αμφιβολία νομίζω, για κάθε Έλληνα και κάθε Ελληνίδα που το έζησε, θα μείνει αξέχαστο, όπως και για όλους μας, φυσικά.
Εγώ θα σας μιλήσω για την πιο δύσκολη. Ήταν τέσσερα χρόνια μετά, στο επόμενο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα. Η κόντρα του Ολυμπιακού με την ΑΕΚ και όσα είχαν γίνει σε εκείνο το πρωτάθλημα που κρίθηκε στα χαρτιά, επηρέασαν την ομάδα. Οι παίκτες ήταν στα μαχαίρια, είχαν πολύ κακές σχέσεις και ήταν αδύνατο να διορθωθεί από εμάς, μέσα σε τόσο λίγο χρόνο που είχαμε ως το τουρνουά.
Σε μια προπόνηση, τελειώνουμε το ζέσταμα και σφυρίζω, όπως πάντα, για να μαζευτούμε στο κέντρο. Και εκεί, κάποιοι παίκτες άρχισαν να μαλώνουν μπροστά σε όλους! Τσακώθηκαν τόσο πολύ, δεν σταματούσαν με τίποτα και έφυγαν μόνοι τους για τα αποδυτήρια.
Τρελάθηκε ο Ρεχάγκελ! Τον πείραξε πάρα πολύ! Και τον πείραξε, γιατί φορτωνόταν κάτι, για το οποίο δεν είχε καμία ευθύνη. Για μια στιγμή, μάλιστα, δεν το κρύβω, σκέφτηκε ακόμα και να αποχωρήσει. Δεν είχε μάθει να δουλεύει κάτω από τέτοιες συνθήκες. Τελικά, μετά από ψύχραιμη και ώριμη σκέψη, αποφάσισε να παραμείνει και να μην αφήσει την ομάδα μετέωρη, πριν από μια τόσο μεγάλη διοργάνωση.
Ήταν ένα γεγονός αυτό, το οποίο που δεν συζήτησε ποτέ δημόσια και ανοικτά. Ήταν ρεαλιστής, κοιτούσε μόνο το παιχνίδι, το ποδόσφαιρο και το τι συνέβαινε στον αγωνιστικό χώρο. Ποτέ δεν έψαχνε για δικαιολογίες. Μίλησε μόνο κατ’ ιδίαν στους παίκτες, το κακό, όμως, είχε ήδη γίνει.
Ξέρετε, πάντα υπήρχαν αντιπαλότητες στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Αλλά αυτές ποτέ δεν επηρέαζαν την Εθνική.
Ο Ρεχάγκελ είχε καταφέρει να τα κρατά όλα αυτά έξω από την πόρτα του ξενοδοχείου, να υπάρχει ένα κλίμα σύμπνοιας και ομόνοιας στην ομάδα και εκείνη ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που η κατάσταση ξέφυγε.
Η κατάσταση αυτή επηρέασε και την πορεία μας στη διοργάνωση, στο Euro 2008. Δεν πήραμε αυτό που αξίζαμε, μείναμε μακριά από τον καλό μας εαυτό, όπως και στο Μουντιάλ του 2010, στην τελευταία μεγάλη διοργάνωση, όπου οδηγήσαμε την Εθνική. Ήμασταν σε έναν όμιλο, από όπου μπορούσαμε να περάσουμε στην επόμενη φάση. Αλλά η ιστορία γράφτηκε και δεν μπορούμε πια να την αλλάξουμε. Στη Νότια Αφρική, γράφτηκε το φινάλε. Ο επίλογος. Ήρθε η ώρα του αποχαιρετισμού.
Ο Ρεχάγκελ στεναχωρήθηκε πολύ, γιατί τελείωσε αυτή η συνεργασία και πάντα πίστευε (ακόμη το πιστεύει) ότι είχε κι άλλα να δώσει, να προσφέρει. Η Ελλάδα ήταν ένα πολύ μεγάλο και σημαντικό κομμάτι της ζωής του. Πολλά και ωραία χρόνια εδώ. Στο «αντίο» του, στο ξενοδοχείο, συγκινήθηκε. Έκλαψε μπροστά σε όλους, σε εμένα και την ομάδα. Και, ίσως, αυτός ήταν κι ο λόγος, η συναισθηματική φόρτιση των στιγμών, για τον οποίον αποφάσισε να μην επιστρέψει με την αποστολή στην Ελλάδα, αλλά να μείνει λίγες μέρες ακόμα στη Νότια Αφρική.
Ο προπονητής και ο άνθρωπος Ρεχάγκελ
Ως προπονητής, ο Ότο Ρεχάγκελ είχε συγκεκριμένες αρχές και φιλοσοφία. Έναν τρόπο δουλειάς και μια ρουτίνα που έδινε ασφάλεια σε όλους μας, συνεργάτες και παίκτες, όλα αυτά τα χρόνια.
Η εντεκάδα που επέλεγε κάθε φορά για οποιοδήποτε παιχνίδι, ήταν η εντεκάδα που πίστευε ότι θα πάρει κάτι θετικό. Δεν επέλεγε πάντα τους 11 καλύτερους ο Ρεχάγκελ, αλλά τους 11 καταλληλότερους, για να φέρουν σε πέρας τη δουλειά.
Από την αρχή της προετοιμασίας ενός αγώνα, είχε ένα σχήμα στο μυαλό του. Αλλά την εντεκάδα την αποφάσιζε (κατά 99%) τη μέρα του παιχνιδιού και την ανακοίνωνε, στο μίτινγκ της ομάδας, μια ώρα πριν αναχωρήσουμε με το πούλμαν από το ξενοδοχείο για το γήπεδο του αγώνα.
Ως προσωπικότητα, είναι ένας τζέντλμαν στην συμπεριφορά του, ένας ευγενικός άνθρωπος, με σεβασμό προς όλους, απόμακρος, στην αρχή, ζεστός και εγκάρδιος, όταν σε εμπιστευθεί. Δυναμικός, πάντα με κίνητρο και θέληση. Λατρεύει την Ελλάδα, πάντα τη λάτρευε, μιλούσε με θαυμασμό, όταν πρωτοήρθε, για τον ελληνικό πολιτισμό. Τη λάτρεψε ακόμα περισσότερο, μετά από αυτά τα εννέα χρόνια.
Μια από τις τελευταίες φόρες που μιλήσαμε στο τηλέφωνο ήταν λίγο καιρό πριν αρχίσει το Euro. Παρά του 83 του, ακμαίος, με διαύγεια και τη γνώριμη αίσθηση του χιούμορ.
«Τι κάνεις Γιάννη; Εγώ κάνω διακοπές στο Ζιλτ (ένα νησί στη Βόρεια Θάλασσα, στα σύνορα με τη Δανία). Αρχίζει το Ευρωπαϊκό, αλλά χωρίς την Ελλάδα», μου λέει.
«Τρένερ, πώς να προκριθεί χωρίς εμάς;», του απάντησα και γέλασε δυνατά!
Ο Γιάννης Τοπαλίδης είναι προπονητής ποδοσφαίρου.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξανδρος Σωτηρόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Γιάννης Τοπαλίδης: Παιχνίδι με το παιχνίδι