Ο τίτλος «ο επόμενος Αντετοκούνμπο» είναι πιασάρικος. Αλλά αν εμείς που είμαστε μέσα στο γήπεδο μέναμε στη λεζάντα, θα τα είχαμε παρατήσει.
Άλλωστε, πιο σημαντικό δεν είναι αν και πότε θα βγει ένας νέος σταρ.
Αλλά ότι είμαστε σε μία κατάσταση στην οποία πιθανότατα, λόγω διαδικασιών, λειτουργιών, προπονητικών αστοχιών και γραφειοκρατίας, έχουμε χάσει άλλους δέκα «Αντετοκούνμπο».
Ούτε αυτό, βεβαίως, μας απογοητεύει.
Δεν γίνεται να το παρατήσεις, καθώς στο μυαλό μας είναι να σώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά και να τους δώσουμε εφόδια, ώστε και εάν δεν παίξουν επαγγελματικά, να ενσωματωθούν ομαλά στην κοινωνία.
Η ενασχόληση με τις ακαδημίες, και ειδικότερα με ομάδες που είχα στόχευση σε πιτσιρίκια οικογενειών μεταναστών, δεν είναι εύκολη. Είναι, ωστόσο, μία έμπνευση για εμάς και, ίσως, μία ψυχοθεραπεία.
Συνεχίζω, πλέον στην ομάδα Ρουφ ’80, μετά τον Ανταίο. Κοιτάζω αυτά τα παιδιά στα μάτια και αν και ακούγεται υπερβολικό, κλισέ, μελό ή δεν ξέρω ‘γω και τι άλλο, ζω με το χαμόγελό τους.
Υπάρχουν αγόρια και κορίτσια στις ομάδες αυτές που περπατούσαν πέντε και έξι χιλιόμετρα για να έρθουν να κάνουν προπόνηση. Ήταν η μοναδική διέξοδός τους.
Δεν γίνεται να γυρίσεις την πλάτη σε αυτά τα παιδιά ή να ζητάς εσύ υπερβολές από αυτά, όταν ξέρεις πως αν φύγουν από τον αθλητισμό δεν θα βρουν άλλη διέξοδο και πιθανότατα θα μπλέξουν…
Το κίνητρό μου για να συνεχίζω σε ακαδημίες μπάσκετ για παιδιά μεταναστών είναι διπλός. Δεν μπορώ να κρύψω πως το θέμα είναι και βιοποριστικό, γιατί δεν έχω άλλη εργασία ή έσοδα.
Παρότι η ιστορία με την ανάδειξη του Γιάννη Αντετοκούνμπο έφερε στην πόρτα μου κάποιες μεγάλες ομάδες, για ενδεχόμενη συνεργασία.
Αυτά τα σωματεία, ωστόσο, ζητούσαν άλλα πράγματα. Αντί να διδάσκω, ήθελαν να φέρνω έτοιμους παίκτες. Μονάχα που δεν μπορούσα να δουλέψω γι’ αυτές και να πηγαίνω στα μικρά συνοικιακά σωματεία, να το κάνω και να «κλέβω» νέους παίκτες…
Διαπίστωσα, κοινώς, ότι δεν υπήρχε εκτίμηση στο πρόσωπό μου σαν προπονητής και ήθελαν να εκμεταλλευτούν απλώς το όνομά μου, λόγω της υπόθεσης του Γιάννη, ώστε να προσελκύουν ευκολότερα παιδιά από άλλες ομάδες. Ωστόσο, εξακολουθώ να ασχολούμαι με μετανάστες για εσωτερική μόνο γαλήνη.
Αν και με αποκάλεσαν «”Τρελό” με όραμα».
Η ομάδα κοριτσιών του Ανταίου, στην οποία υπήρξα τεχνικός διευθυντής, έφτασε σε τρία χρόνια στον τελικό με τον Παναθηναϊκό, ο οποίος μας είχε «αρπάξει» την καλύτερη μας παίκτριά.
Ταυτόχρονα, δεχόμαστε ένα εσωτερικό, τρόπον τινά, «σαμποτάζ», αφού οι γονείς των Αφρικανών δεν πιστεύουν στο αθλητικό μέλλον των παιδιών τους και δεν στηρίζουν τις προσπάθειές μας.
Όλη η κατάσταση είναι πολύ κουραστική, με πολλή πίεση, καθώς δεν παλεύεις μόνο για το μπάσκετ, αλλά και κόντρα στο κοινωνικό περιβάλλον.
Όμως, δεν κρύβω πως έχω εξάρτηση με την ανάδειξη ενός νέου Αντετοκούνμπο, όχι μ’ αυτό καθ’ αυτό τον στόχο, αλλά για να βιώνω την αγάπη αυτών των παιδιών, όταν ξεφεύγουν από τη δύσκολη καθημερινότητά τους.
Όλη αυτή η προσπάθεια να συνεργάζομαι με αυτά τα παιδιά είναι η ζωή μου και η πληρωμή μου είναι το χαμόγελό και η χαρά τους.
Το να γίνεις αθλητής απαιτεί πόνο, θυσία. Το να θέλεις να βοηθήσεις έναν αθλητή, το ίδιο.
Χρειάζεται και ένα περιβάλλον στήριξης βέβαια.
Στις ομάδες επικρατεί ένα περιβάλλον που αντί να ασχολούνται οι προπονητές με την βελτίωση των νέων παικτών, ασχολούνται οι γονείς. Χάνεται ο μπούσουλας…
Είναι αναγκαία η συνθήκη για μία συνολική δουλειά. Ο κόσμος αγνοεί, γιατί συχνά παρεμβαίνουν και οι μάνατζερ και συντηρούν όλη αυτή τη νέα «βιομηχανία» γυμναστών, διατροφολόγων, που δεν πονάνε το όνειρο των παιδιών. Δεν καταλαβαίνουν τη θυσία και όχι τα χρήματα που απαιτούνται.
Έχουμε παιδί στην ομάδα, από τις δομές, το οποίο δεν έχει χρήματα και δεν του παίρνουμε λεφτά για να κάνει προπόνηση. Τι να κάνουμε; Να το πιέσουμε; Αν γίνει αυτό, θα το χάσουμε και αυτό δεν το θέλουμε.
Το χρήμα επηρέασε πολύ το μπάσκετ και γενικά τα σπορ και υπάρχουν πράγματα, καταστάσεις που δεν «αγοράζονται».
Οι μάνατζερ βάζουν μεν χρήματα, όμως πορεύονται μη ορθολογικά. Κατανοώ ότι έχουν τον στόχο τους, όμως χωρίς όραμα δεν υπάρχει συνέχεια.
Τα παιδιά των μεταναστών είναι πονηρεμένα, ξέρουν να αυτοπροστατεύονται και αυτό με χαροποιεί.
Δεν προσπαθώ να υποδυθώ την πατρική φιγούρα. Υπάρχουν παιδιά που δεν κατάφεραν στο μπάσκετ, αλλά προόδευσαν στη ζωή τους.
Ένας είναι ο Κώστας Κούλου, ο οποίος με πήρε τηλέφωνο από το Λονδίνο, όπου ζει πλέον, για να με ευχαριστήσει και να μου θυμίσει πράγματα που είχα ξεχάσει.
Ήταν ένας Έλληνας που έπαιζε στο Ολυμπιακό Αιθιοπίας και όταν πέθανε ο ένας γονιός του, χάθηκαν τα χαρτιά του στον εμφύλιο.
Μιλούσε ελληνικά όπως όλοι μας, ήταν Έλληνας, όμως δεν είχε χαρτιά.
Ήταν 15 χρονών και κάρφωνε, με πολύ ταλέντο, αλλά δεν μπορούσαμε να του βγάλουμε δελτίο στον Εθνικό Πατησίων. Το κράτος δεν τον αναγνώριζε.
Του είχα βρει δουλειά και σπίτι.
Ένα άλλο παιδί, ο Γιώργος Ζαχαρόπουλος, αργότερα, στα 16 του, στο Σπόρτιγκ, πέθανε από ναρκωτικά…
Υπάρχουν και εκείνοι που δεν τα καταφέρνουν και αυτό είναι το λυπηρό, πέρα από τα σπορ.
Ο Μπάμπης Μαπούτα, επίσης στο Σπόρτιγκ, δεν μπορούσε να βγάλει χαρτιά.
Ήταν ένα παιδί 2,02μ., είχε γεννηθεί στη Γιουγκοσλαβία, καθώς πολλές αφρικανικές οικογένειες, για ξεφύγουν από τους πολέμους, είχαν φτάσει στα Βαλκάνια.
Αυτά τα παιδιά, ωστόσο, ήταν στα αζήτητα.
Ένα άλλο ταλέντο, ο Κέισι Ογκουνόρι, ζει πια στην Αυστραλία. Ο Κέισι δεν έπαιξε, παρότι πήγε στον Παναθηναϊκό και τον Πανελλήνιο, γιατί όταν έφυγε, ήταν 17 ετών και δεν γινόταν να του βγάλουν δελτίο.
Ασχολήθηκα προσωπικά, γιατί σκεφτόμουν ότι όλα αυτά τα παιδιά, που έχουν περισσότερο ταλέντο από όσο είχα εγώ, να μην έχουν ευκαιρίες να αναδειχθούν.
Οι ομάδες δεν μεριμνούν για αυτούς τους ανθρώπους.
Στον Πήγασο Κυψέλης, ο Πολωνός Ματέο, ένα παιδί 16 ετών με ύψος 2,05μ., είναι χαμένος και δεν έχουμε πια νέα του…
Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που χάρισαν όραμα σε αυτά τα παιδιά. Ένας από αυτούς ήταν ο Λουκάς Καρακούσης, έφορος του Φιλαθλητικού.
Κανένας δεν έχει ενδιαφερθεί να τον βραβεύσει. Κανένας, επίσης, δεν έχει σκεφτεί αυτό που είπαμε, ότι βγήκε ένας Αντετοκούνμπο, αλλά χάθηκαν άλλοι δέκα.
Βεβαίως, οι αντιξοότητες υπάρχουν και στο σπίτι, καθώς πολλοί γονείς είναι επιφυλακτικοί.
Θέμα προκατάληψης πάντα θα υφίσταται. Όταν με ρώτησαν παλαιότερα γι’ αυτό, είχα πει πως «αν είσαι Άραβας και φτάσεις με κότερο στη Μύκονο, οι Έλληνες θα πέσουν πάνω τους για το ποιος θα τους εξυπηρετήσει πρώτος.
»Αν φτάσεις στη χώρα με πλαστική βάρκα, δεν είναι το ίδιο».
Δεν είναι θέμα χρώματος, αλλά κοινωνικής και οικονομικής υπόστασης.
Θυμάμαι όταν ρώτησα τον Θανάση και τον Γιάννη Αντετοκούνμπο τη χώρα προέλευσής τους, ο πρώτος μου είπε «Ελλάδα» και ο δεύτερος «Νιγηρία».
Την αγάπησε με τον καιρό, βεβαίως, την Ελλάδα. Δεν τον προέτρεπα να αγαπήσει να αγαπήσει μία χώρα στην οποία δεν ήταν νόμιμος.
Διότι η πείρα μού έχει δείξει ότι παιδιά που αγάπησαν χωρίς αντίκρισμα (π.χ. τα χαρτιά τους), πολλές φορές τρελάθηκαν στο αδιέξοδο.
Άθελά μου τους έδειχνα κι εγώ μία σκληρή αγάπη, όπως είχα μάθει κι εγώ από την μητέρα μου.
Όταν ο πατέρας μου κέρδισε κάποια χρήματα από την επιχείρησή του, θέλησε να με γράψει σε ιδιωτικό σχολείο. Η μητέρα μου, όμως, αν και εκείνη προερχόταν από μεσοαστική οικογένεια και ήταν εκπαιδευτικός, προτίμησε να πάω σε δημόσιο, ώστε να μάθω να διαχειρίζομαι το bullying.
Εκείνη μου έλεγε πως πρέπει να μάθω να αντιμετωπίζω ακόμη και δέκα άτομα που θα θελήσουν να με εκφοβίσουν.
Ήταν όπως μου τα έλεγε όταν πήγα στο σχολείο, γιατί ήμουν λίγο διαφορετικός, Ήμουν ξανθός από τα γερμανικά γονίδιά μου, δεν καταλάβαινα πολλά πράγματα στην Ελλάδα, όμως η μάνα μου μού έλεγε πως πρέπει να γίνω έτοιμος για τις καταστάσεις που θα βρω μπροστά μου.
Μετά την ομιλία μου στο TEDx της Αθήνας, ένας σύλλογος προπονητών που διοργανώνει σεμινάρια στη Λατινική Αμερική, με κάλεσε στη Βραζιλία.
Η κατάσταση στις φαβέλες μοιάζει με αυτή των παιδιών μεταναστών στην Ελλάδα. Κάναμε κάποιες προπονήσεις εκεί, βλέποντας πως η πορεία του Γιάννη Αντετοκούνμπο είχε ξεπεράσει εξαρχής τα όρια της Ελλάδας. Κάτι που ήταν λογικό σε μία αγορά σαν την Αμερική.
Όπως και με παιδιά Αφρικανών στην Αθήνα, έτσι και στη Βραζιλία παρατηρείς πολλούς νέους με ταλέντο και με φοβερή δυναμική, όμως δεν υπάρχουν πολλοί να τους δώσουν ένα χέρι και να τα τραβήξουν από τις δυσκολίες. Να τα βοηθήσουν να προσπαθήσουν να ξεχωρίσουν.
Εκτός από τις προπονήσεις, αναφέρθηκα και στο μοντέλο που εφαρμόζουμε στην Ελλάδα. Δηλαδή, πως θα υπάρχουν οικογένειες που θα πληρώνουν τις ακαδημίες, για τα παιδιά που δεν θα μπορούν να εκπληρώσουν αυτές τις υποχρεώσεις, αλλά στο τέλος όλοι να κερδίζουν.
Χρωστάμε, φυσικά, σε αυτούς τους γονείς ένα μεγάλο «ευχαριστώ».
Τους επισήμανα ότι επειδή δεν είναι δυνατόν να βγάζεις δέκα ταλέντα σε μία χρονιά ή φουρνιά, θα υπάρχουν και νεαροί τους οποίους δεν στηρίζεις για τον αθλητισμό, αλλά για να τα βοηθάς κοινωνικά.
Όλοι συχνά αισθανόμαστε αδικημένοι, ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε πως, ταυτόχρονα, υπάρχουν άλλοι πιο ικανοί ή ταλαντούχοι από εμάς που δεν λαμβάνουν καν την ευκαιρία που έχουμε εμείς.
Όλες αυτές οι ιστορίες, πέρα από το μπάσκετ, μπορούν να εμπνεύσουν τα παιδιά.
Η μητέρα μου έλεγε να μην υποτιμάμε τον άνθρωπο της γειτονιάς, γι’ αυτό και προέτρεψε να πάω να παίξω μπάσκετ στον Άτλαντα Θυμαρακίων και όχι στον μεγάλο Παναθηναϊκό και τον μεγάλο Πανελλήνιο. Είδα πολλά στην Αμερική, αλλά και η Ελλάδα μού άνοιξε τα μάτια. Οι πολλοί «χαμένοι Αντετοκούνμπο» υπάρχουν και σε άλλους τομείς, όχι μόνο στον αθλητισμό.
Στην Ελλάδα έφτασε κατατρεγμένος ένας πυρηνικός επιστήμονας από την πρώην Σοβιετική Ένωση και δεν ασχολήθηκε άνθρωπος μαζί του. Ήταν απλώς «μετανάστης».
Υπάρχει Έλληνας, Πόντιος από το Καζακστάν, που είναι ένας από τους τρεις καλύτερους γυμναστές άρσης βαρών, τον οποίο δεν συμπεριέλαβαν στην ολυμπιακή ομάδα.
Έρχονται οι Αμερικάνοι και τον επισκέπτονται στον Ασπρόπυργο, για να πάρουν την τεχνογνωσία του. Και οι Έλληνες του αθλήματος «τρέχουν» στην Αμερική για τον ίδιο λόγο, ενώ ο ειδικός είναι δίπλα τους…
Το μάρκετινγκ μετρά σήμερα και όχι οι αξίες που είναι δίπλα μας.
Στο μπάσκετ του Ρουφ ’80 έχουμε περίπου 150 παιδιά, εκ των οποίων ο αριθμός των Αφρικανών αυξάνεται.
Πολλά παιδιά μεταναστών δεν σκέφτονται αρχικά την ιστορία με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, που έφτασε να αναδειχθεί δις MVP στο ΝΒΑ. Δεν το θεωρούν ακριβώς έμπνευση ή μπούσουλα επιτυχίας.
Αλλά συγκινούνται και με ρωτούν πολλά πράγματα, όταν βλέπουν να έρχονται στο γήπεδο δημοσιογράφοι και φωτογράφοι.
Σκέφτονται ότι ο προπονητής τους έχει πετύχει κάτι.
Το ωραίο στα παιδιά είναι πως όλα τα λόγια και όλοι οι τίτλοι, όλες οι «ταμπέλες», εξαφανίζονται την ώρα της προπόνησης.
Αν την προπόνηση δεν την νιώθουν δίκαιη, δεν σε σώζει κανένας τίτλος και καμία «λεζάντα».
Αυτό είναι και ωραίο, αλλά και δύσκολο.
Εγώ προσαρμόστηκα σ’ αυτό. Δεν κρύφτηκα ποτέ πίσω από «ταμπέλες» ή χαρακτηρισμούς, για να πάρω δουλειές. Διάλεγα δύσκολα σωματεία, γιατί αυτό με ενέπνεε και κάτι άλλο ίσως να μην με «γέμιζε». Ίσως αυτός να ήταν ο «ιερός» σκοπός μου.
Ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι κάνουμε χάρη στα παιδιά που έρχονται να παίξουν μπάσκετ.
Ενδεχομένως να μας κάνουν αυτά χάρη, γιατί είναι χαρισματικά και μας βοηθούν να γνωρίσουμε και οι ίδιοι οι προπονητές καλύτερα τους εαυτούς μας.
Ο Σπύρος Βελλινιάτης είναι προπονητής μπάσκετ και υπεύθυνος ακαδημιών της ομάδας Ρουφ ’80.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
Photo Credits: Ανδρέας Παπακωνσταντίνου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Σπύρος Βελλινιάτης: «Ένα πάντρεμα κόσμων»
Νικόλας Δεληγιάννης: «Η σημασία του Μέντορα»