Είχε ήδη πατήσει στην τέταρτη δεκαετία του, ήταν ήδη πατέρας τεσσάρων παιδιών, ένας πετυχημένος ποδοσφαιριστής στην τελική ευθεία της καριέρας του, έτοιμος για το υπόλοιπο της ζωής του.
Μα μέχρι τότε κανένας δεν είχε μιλήσει πιο εύστοχα για εκείνον. Μέχρι δηλαδή οι Άγγλοι Architects να φέρουν στη ζωή το «Burn Down My House» με τις βαριές, αργόσυρτες κιθάρες και τον εθιστικό μελωδικό χορό της φωνής και να μιλήσουν -ακούσια- για εκείνον.
Και ταυτόχρονα για αμέτρητους ακόμα ανθρώπους στον πλανήτη. Για όλα τα απρόσωπα και διαδικαστικά κενά ενδιαφέροντος «Πώς είσαι;». Και τις τυποποιήμενες, προψημένες, τρομακτικά αυθόρμητες απαντήσεις τους. Για όλα τα ψεύτικα «Μια χαρά», τα γεμάτα ανασφάλεια και άγχος «Όλα καλά», τα ολοσκότεινα «Ήσυχα μωρέ». Και όλα τα απολιθώματα τραυμάτων που δεν εκτονώθηκαν, δεν αντιμετωπίστηκαν ποτέ και καταπιέστηκαν τόσο που στο τέλος χαλυβδώθηκαν και έγιναν άρρηκτο κομμάτι τόσων άρρωστων ψυχών.
«Στο ορκίζομαι πως είμαι εντάξει, άκου απλώς τις λέξεις που δεν λέω», έγραψαν και, αν κάπου τους άκουσε ο Τρόι Ντίνι, μάλλον μειδίασε. Γιατί αυτές οι λέξεις που δεν έλεγε ήταν όλη του η ζωή.
Η ιστορία του δεν είχε να κάνει ποτέ με ποδόσφαιρο, με γκολ, με τίτλους. Ήταν όλη κρυμμένη σε αυτές τις λέξεις. Αυτές που είχε μάθει να μη λέει και να θάβει μέσα του, ορκιζόμενος πως είναι εντάξει, λίγο πριν τις δει να γίνονται θλίψη, σκοτάδι, βία, εθισμός, χαμένος χρόνος. Οι ίδιες που στο τέλος, όταν επιτέλους ειπώθηκαν, έγιναν σκοπός της ύπαρξής του.
Από τα αμέτρητα τραύματα μιας σκοτεινής παιδικής ηλικίας ως τον θάνατο του ήρωά του, τη φυλακή, τη λύτρωση και τη λάμψη της Premier League. Ο Τρόι Ντίνι ήταν πάντα η μάχη του με τον λαβύρινθο της ψυχής του, οι «λέξεις που δεν έλεγε». Μέχρι που τις είπε. Για χάρη όλων αυτών που μπορούσε να πείσει πως «είναι εντάξει να μην είναι εντάξει», όπως κι εκείνος, ένας κορυφαίος ποδοσφαιριστής. Ή, μάλλον, κάτι παραπάνω από αυτό.
Πόσα παιδιά ξυπνούν ξαφνικά μέσα στο βράδυ εξαιτίας κάποιου τρομακτικού γδούπου; Και πόσα βλέπουν το σώμα του πατέρα τους να διαλύει την πόρτα του δωματίου τους;
Ο Τρόι ήταν περίπου οκτώ ετών, όταν ένα βράδυ, κάπου στο ξημέρωμα για την ακρίβεια, ξετρύπωσε το κεφάλι του από την κουκέτα του και κοίταξε στο πάτωμα του δωματίου. Ήταν ο μπαμπάς του που πάλευε με δύο αστυνομικούς. «Μην ανησυχείς, αγόρι μου, απλώς παίζω με τους φίλους μου», του είπε ανάμεσα στις γροθιές και το μάταιο κυνηγητό.
Όταν ξύπνησε το επόμενο πρωί, έμαθε πως ο μπαμπάς του είχε πάει κάπου με τους φίλους του και πως θα γύριζε σύντομα. Έτσι του είπε η μητέρα του, δεν μπορούσε να μην την πιστέψει. Μα στην πραγματικότητα ο πατέρας του είχε μπει στη φυλακή. Ξανά. Ακόμα ένα περιπετειώδες βράδυ, ακόμα μια σύλληψη, ακόμα ένα ψέμα.
Δεν είχε σημασία αν καταλάβαινε στα αλήθεια ή όχι. Ο Τρόι λάτρευε τον πατέρα του όπως ήταν. «Όταν ήμουν παιδί, ήταν ο βασιλιάς μου, ο ήρωάς μου. Ήταν ο Σούπερμαν, ο Γκοτζίλα και ο Μπάτμαν μαζί. Ήταν αυτός που έφτιαχνε τα πάντα. Ήταν ψηλός, πολύ μυώδης, η ψυχή κάθε πάρτι και κάθε συνάντησης. Μόνο που ήταν επίσης… εμ, δεν μπορώ να το πω αλλιώς. Ήταν εγκληματίας», έχει γράψει ο Ντίνι.
Μπαινόβγαινε στη φυλακή για συμπλοκές, μικροκλοπές, διακίνηση ναρκωτικών. Ήταν εθισμένος. Στο αλκοόλ, τα ναρκωτικά, την παρανομία.
Μα ακόμα κι έτσι, έβρισκε τον τρόπο να δείχνει την αγάπη του στα παιδιά του, τον Τρόι, τον αδερφό του, Έλις, και την αδερφή του, Σάσα, και να κερδίζει τη δική τους, να είναι ο ήρωάς τους.
Σύντομα πάντως η εικόνα που ο μικρός Ντίνι είχε χτίσει για τον μπαμπά του θα διαλυόταν. Η μητέρα του ήταν αυτή που στην πραγματικότητα έκανε τα πάντα για τα παιδιά της. Αυτή που δούλευε σε κάθε είδους δουλειά για ώρες ολόκληρες, αυτή που τους πρόσεχε και έτρεφε ένα σπίτι μόνη της, όσο ο σύντροφός της βρισκόταν πίσω από τα σίδερα.
Αυτή που για καιρό υπέμενε τα πάντα. Μέχρι και την κακοποίηση.
«Το θυμάμαι σαν τώρα. Η μαμά μου είχε αφήσει τον μπαμπά μου, ήταν αρκετά όλα όσα είχε τραβήξει. Μόνο που, επειδή ο μπαμπάς μου ήταν -για όλους τους λανθασμένους λόγους- κάποιος στην περιοχή, δεν του άρεσε το να ντροπιαστεί έτσι. Μια μέρα μάς μάζεψε από το σπίτι της θείας μας. Η μαμά είχε μετακομίσει σε ένα άλλο σπίτι, επειδή πλέον δεν ήταν ασφαλές να μένει μαζί του. Όταν μπήκαμε στο αμάξι, ο πατέρας μου είχε ένα βλέμμα που δεν είχα δει ποτέ ξανά. Απλώς έλεγε συνέχεια “Πήγαινέ με στο σπίτι, πρέπει να δω τη μαμά σου, πήγαινέ με στο σπίτι”.
Δεν θέλαμε να του πούμε τον δρόμο, αλλά δεν είχαμε επιλογή. Όταν φτάσαμε, έσπασε την πόρτα και είδε τη μαμά μου σε μια πολυθρόνα. Της φώναζε πως έπρεπε να γυρίσει σπίτι κι εκείνη τού έλεγε “Όχι, όχι, όχι”. Σε κάθε της άρνηση, της έριχνε και μια γροθιά. Προσπαθούσα να μπω μπροστά του, να τον σταματήσω, αλλά χτύπησε και εμένα και με έριξε κάτω. Το έκανα ξανά και ξανά, με χτυπούσε ξανά και ξανά».
Η αστυνομία, ευτυχώς, πρόλαβε να παρέμβει. «Δεν ξέρω τι θα είχε συμβεί. Δεν τον σταματούσε τίποτα», θυμάται ο Τρόι.
Αλλά τίποτα δεν ήταν ίδιο από εκείνη την ημέρα κι έπειτα. Ο κόσμος του κατέρρευσε και, ακόμα κι αν οι κοινωνικές υπηρεσίες αγκάλιασαν τον ίδιο και την οικογένειά του, για τον ίδιο ήταν δύσκολο να διαχειριστεί την κατάσταση, σχεδόν αδύνατο να μιλήσει. Οι πρώτοι σπόροι τραύματος ήταν εκεί. «Μέχρι τότε δεν ήξερα τι είναι η βία, αλλά μετά άρχισα να μπλέκω». Πλακωνόταν, δημιουργούσε φασαρίες, είχε αποφασίσει πως δεν πρόκειται ποτέ ξανά να είναι το θύμα στη ζωή του και κάποιο προβληματικό μονοπάτι του μυαλού του τον έπεισε να είναι ο θύτης.
Μέσα σε όλη αυτή την ομίχλη των παιδικών του χρόνων, το φτωχό σπίτι, τις δύσκολες σχέσεις, το ποδόσφαιρο δεν είχε ποτέ πρωταγωνιστικό ρόλο για εκείνον. Απλώς υπήρχε. Ήταν εκεί, δίπλα του, ως παιχνίδι και ως διαφυγή, αλλά όχι ως η ίδια του η ζωή.
Και ο ίδιος άργησε πολύ να πιστέψει πως μπορεί να γίνει ποδοσφαιριστής. Δεν ξεχώριζε, δεν πήγε ποτέ σε κάποια μεγάλη ακαδημία, δεν ήταν ποτέ wonderkid. Ήταν απλώς ένα παιδί που έψαχνε τον δρόμο του και ονειρευόταν να βρει τα χρήματα για μια καλύτερη ζωή.
Δύσκολη αποστολή, μιας και ο Ντίνι τελείωσε το σχολείο και δεν είχε τίποτα να ονειρευτεί, ούτε καν το ποδόσφαιρο. Τότε αγωνιζόταν στην Τσέλμσλι των ημιεπαγγελματικών κατηγοριών και πληρωνόταν ψίχουλα, 120 λίρες την εβδομάδα. Είχε αρχίσει να δουλεύει σε οικοδομές και το ενδεχόμενο να γίνει κι αυτός όπως ο μπαμπάς του δεν έδειχνε πια τόσο απίθανο.
«Τον θαύμαζα. Η πραγματικότητά μου είχε αλλάξει, αλλά, ακόμα και μετά από όσα έκανε στη μαμά μου, ήμασταν κοντά. Ήταν σαν κολλητός μου, βγαίναμε μαζί, πίναμε μαζί». Τίποτα δεν έβγαζε νόημα, τίποτα δεν είχε ουσία. Γρήγορα λεφτά, ακόμα πιο γρήγορη σπατάλη σε μπαρ και παμπ, με τους φίλους του, τον μπαμπά του, γυναίκες. Κάποιος όμως είχε διαφορετικό πλάνο. Το έχει πει και ο ίδιος: Πιστεύει σε μια ανώτερη δύναμη του σύμπαντος και χωρίς αυτή μάλλον δεν θα είχε καταφέρει τίποτα.
Ήταν Παρασκευή και ένα έργο που δούλευε στην οικοδομή είχε μόλις τελειώσει. Πληρώθηκε, δεν ήξερε πότε θα βρει ξανά δουλειά. Έδωσε κάποια χρήματα στη μαμά του και το βράδυ βγήκε, έγινε χάλια, πέρασε μια “γαμάτη Παρασκευή”.
Κάθε Σάββατο πρωί η μητέρα του καθάριζε το σπίτι. Μπήκε στο δωμάτιό του και έσκισε το πέπλο του hangover, τον ξύπνησε και τον έβγαλε από το δωμάτιό του. Το κεφάλι του ακόμη γύριζε, μα υπήρχε μόνο ένα πράγμα που μπορούσε να κάνει. Ήταν Σάββατο, ήταν μέρα ποδοσφαίρου. Άνοιξε το κινητό του, είδε ότι έπαιζε η ομάδα του και απλώς πήγε. Ήταν ακόμη μεθυσμένος, αλλά έβαλε πολλά γκολ. Δεν θυμόταν πόσα. Περισσότερα από τέσσερα, λιγότερα από εφτά.
«Το πλάνο μου ήταν απλώς να γίνω χάλια την Παρασκευή, να γίνω χάλια το Σάββατο, να γίνω χάλια την Κυριακή. Και μετά να δω τι θα κάνω με τη ζωή μου, γιατί δεν θα είχα πια δουλειά».
Με κάποιον τρόπο, στο γήπεδο του ερασιτεχνικού, όπου ο Ντίνι ξεσούρωσε σκοράροντας, βρισκόταν ένας από τους σκάουτ της Γουόλσολ, η οποία τότε βρισκόταν στην τέταρτη κατηγορία. Του ζήτησε να πάει για δοκιμαστικά. Δεν είχε ιδέα τι ομάδα είναι, δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν. Μα είπε «ναι» σχεδόν διαδικαστικά, δίχως να καίγεται.
Το πλάνο του Σαββατοκύριακου πάντως δεν άλλαξε. Ο Ντίνι έγινε λιώμα την ίδια μέρα, έγινε λιώμα και την Κυριακή. Πολύ λιώμα. Τόσο που τα δοκιμαστικά σχεδόν σβήστηκαν από το κεφάλι του.
Το πρωί της Δευτέρας ξύπνησε από κάποια χτυπήματα στο παράθυρο του δωματίου του. Τού πήρε λίγη ώρα να συνδεθεί με την πραγματικότητα. Ήταν ο κύριος Μπρέναν, ο φροντιστής της Τσέλμσλι, ο οποίος έτρεξε σπίτι του για να τον σώσει. «Έχεις τα δοκιμαστικά, σήκω», του φώναξε. «Πότε;», ρώτησε ο Τρόι. «Τώρα!», απάντησε και του έδωσε 20 λίρες για το ταξί.
«Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Αυτό ήταν το πρώτο μου επαγγελματικό συμβόλαιο. Πιστεύω πως τα πάντα ευθυγραμμίστηκαν για να το υπογράψω. Τόσες συμπτώσεις. Κάποιος εκεί πάνω είπε: “Ας συνεχίσω να βοηθάω αυτό το παιδί, γιατί αλλιώς θα καταστραφεί”. Έτσι τα κατάφερα», θυμάται.
Ο Τρόι ήταν πια επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, είχε βρει τη δική του διαφυγή και μπορούσε να βγάζει χρήματα, κάνοντας αυτό που αγαπά. Αυτό ήταν που τον ένοιαζε, το να μπορεί να βγάζει τα βασικά. Για ένα παιδί που μεγάλωσε με τα ελάχιστα, αυτό ήταν τεράστιο.
Και για αυτό, όταν, τέσσερα χρόνια μετά, η Γουότφορντ τον προσέγγισε, δεν σκέφτηκε τίποτα. Ρώτησε πόσα χρήματα θα έβγαζε και δέχθηκε αμέσως. Ήταν 22 ετών και με έναν μισθό επιπέδου Championship, εξαπλάσιο από όσα έπαιρνε πριν, επιτέλους ένιωθε βασιλιάς.
Πια μπορούσε να κάνει όσα δεν μπορούσε να κάνει μια ζωή και όλα τα υπόλοιπα δεν είχαν καν σημασία. Δεν έπαιζε στην αρχή, μα δεν τον ένοιαζε καν.
«Όταν έφτασα στη Γουότφορντ, υπήρχαν δύο επιθετικοί πιο ψηλά από εμένα. Δεν έπαιζα, αλλά έβγαινα με τους κολλητούς μου και περνούσαμε γαμάτα. Αν ήξερα ότι θα έπαιζα, έμενα μέσα τις Παρασκευές, αλλιώς έβγαινα κάθε Παρασκευή, κάθε Σάββατο, κάθε Κυριακή. Ζούσαμε ένα όνειρο που δεν πιστεύαμε πως είναι δυνατό, οπότε τα είχα κάνει σκατά στο ποδόσφαιρο. Δεν πήγαινα στις προπονήσεις. Και, όταν το έκανα, έπινα τέσσερα κουτάκια Jack Daniels με Coca Cola πηγαίνοντας και άλλα τέσσερα γυρνώντας. Συν όλο το υπόλοιπο αλκοόλ της ημέρας».
Ο Τρόι βρισκόταν στην αριστερή λωρίδα ενός αυτοκινητόδρομου που τον οδηγούσε με σχεδόν μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή. Ήταν παιδί. Λεφτά, αλκοόλ, καλοπέραση. Δεν έβρισκε κανένα άλλο νόημα. Μέχρι που τα πάντα διαλύθηκαν, πριν διαλυθεί ο ίδιος, μόνο και μόνο για να αλλάξει η ζωή του για πάντα.
Δεν είχε ιδέα, δεν θέλησε ποτέ να το εξωραΐσει, μα τα πάντα άλλαζαν, όταν το ζαλισμένο του κεφάλι έδινε τις μοιραίες εντολές, όταν οι σφιγμένες του γροθιές προσγειώνονταν στο πρόσωπο εκείνου του παιδιού, όταν τα πόδια του κλωτσούσαν το στομάχι του, πιο δυνατά από κάθε μπάλα που κλώτσησε. Ο Τρόι είχε πιάσει πάτο. Ήταν ένα ακόμα βράδυ έξω που εξελίχθηκε σε παρολίγον τραγωδία. Ο αδερφός του είχε έναν μικρό τσακωμό με έναν τύπο και ο Τρόι τον υπερασπίστηκε. Διαλύοντας κάθε όριο. Τον έσπασε στο ξύλο, σχεδόν τον σκότωσε. Ίσως να το έκανε, αν δεν τον συλλάμβανε η αστυνομία. Όλα τα καταπιεσμένα συναισθήματα αναδύονταν στην επιφάνεια σε εκείνα τα χτυπήματα, όλη η θλίψη, όλη η οργή, όλα τα “γιατί;”, τα πάντα.
Το ποτήρι της ψυχής του είχε ξεχειλίσει μια μέρα πριν. Είχε πάει τον άρρωστο πατέρα του στον γιατρό, εκεί που έμαθε πως έχει καρκίνο στον οισοφάγο, πως είναι σοβαρά. Φυσικά, ο μπαμπάς του δεν μίλησε για αυτό, απλώς πήγε ξανά στην παμπ, όπως έκανε πάντα. Λίγο καιρό πριν είχε πεθάνει και η γιαγιά του.
Οι λέξεις που κανείς δεν έλεγε, ούτε αυτός, ούτε ο πατέρας του, ούτε η μητέρα του, ούτε κανένας, πλέον τον έπνιγαν, σαν σφιχτή θηλιά στον λαιμό. «Δεν μπόρεσα να διαχειριστώ τα συναισθήματά μου». Πώς να μπορέσει; Δεν το είχε κάνει ποτέ. Είχε μάθει πως δεν επιτρέπεται να μιλάς, δεν επιτρέπεται να κλαις, να δείχνεις αδύναμος, δεν επιτρέπεται να είσαι το θύμα σε καμία κατάσταση.
«Αν το είχα κάνει, μάλλον θα είχα αντιμετωπίσει καλύτερα την ασθένεια του μπαμπά μου. Αντί για αυτό, κατέληξα στη φυλακή». Ήταν η δεύτερη σεζόν του στη Γουότφορντ. «Ποδοσφαιριστής-αλήτης καταδικάστηκε σε δεκάμηνη φυλάκιση», έγραφε το πρωτοσέλιδο που στιγμάτισε τη ζωή του, που τον έκανε να νιώσει σαν να ήταν αληθινά άρρωστος, πιο χάλια από ποτέ.
Ο πατέρας του πέθανε, ο Τρόι τον έθαψε Παρασκευή και Δευτέρα μπήκε στη φυλακή. Είχε καταστρέψει τα πάντα.
Μα στο πιο χαμηλό σημείο της ζωής του, ανάμεσα στη μιζέρια και την απογοήτευση, βρήκε την ευκαιρία να κάνει τα πρώτα του βήματα. Αυτά, τα πιο δύσκολα για όλους, για εκείνον ήρθαν υποχρεωτικά. Αναγκάστηκε να κόψει το αλκοόλ, αναγκάστηκε να κάνει συναντήσεις με έναν σύμβουλο, τον πρώτο του ψυχολόγο.
Δεν ήταν εύκολο. Ούτε να το κάνει ούτε να καταλάβει. Μα από τότε δεν άφησε ποτέ τη θεραπεία. «Απέκτησα επίγνωση για τα θέματά μου, αυτό με βοήθησε πολύ. Επιτέλους μίλησα για αυτά κι αυτό ήταν επίσης σπουδαίο. Όλο αυτό το στρες, όλο το φορτίο έφυγε από πάνω μου σταδιακά. Τίποτα δεν είναι τέλειο και δεν θα γίνει ποτέ. Απλώς έμαθα πώς να αντιμετωπίζω τις πληγές μου».
Κι αν δεν το έκανε, τίποτα δεν θα ήταν ίδιο. Γιατί θα έμενε ίδιος. Τα πάντα άλλαξαν μετά το επεισόδιο, τον θάνατο του μπαμπά του, τη φυλακή, τη θεραπεία. Ο Ντίνι έγινε άλλος ποδοσφαιριστής, επειδή απέκτησε την επιθυμία να γίνει άλλος άνθρωπος, παραμένοντας ο εαυτός του. Και να δουλέψει σκληρά πάνω σε αυτή, πάνω στο όραμά του.
Η Γουότφορντ τον κράτησε στην ομάδα, μέχρι να λήξει το συμβόλαιό του, αλλά εν τέλει τον είδε να γίνεται σημαία της. Να σκοράρει ένα από τα πιο εμβληματικά γκολ στην ιστορία του παιχνιδιού, να την ανεβάζει στην Premier League, να μένει εκεί μαζί της.
Μόνο που το ποδόσφαιρο δεν είχε πια σημασία. Ήταν ένα παιχνίδι, μια διαφυγή και πια ένα βήμα. Τα πάντα για εκείνον περιστρέφονταν γύρω από τη δεύτερη ζωή του και τις λέξεις που για καιρό δεν έλεγε, αυτές που σαν βαρίδι τον βύθισαν στην άβυσσο. Μέχρι να μάθει πως μπορεί να ανοίξει το στόμα και να μην το κλείσει ποτέ ξανά.
Δεν το έκλεισε ποτέ για τον ρατσισμό στην Αγγλία, για τον τρόπο που μεγαλώνουν τα παιδιά, για τα προβλήματα στα σχολεία της χώρας του. Και φυσικά ούτε για την ψυχική υγεία. Ο Τρόι δεν το έκρυψε ποτέ. Αυτή κόντεψε να τον καταστρέψει.
Κι αν ένας κορυφαίος ποδοσφαιριστής, ένας ήρωας τόσων ανθρώπων, ένας τύπος με τρομακτικά μπράτσα και πόδια σαν θερμοσίφωνες, ένας πρώην κατάδικος μπορεί να έχει μέχρι σήμερα μέρες που αισθάνεται σκατά, τότε γιατί να μην μπορείς κι εσύ; Όπως λέει άλλωστε, από όταν έμαθε να μη φοβάται τις λέξεις: «Όλοι έχουμε κάποια θέματα στην ψυχή και το κεφάλι μας, διαφορετικά στον καθένα μας. Συμβαίνει σε όλους μας. Όμως είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως είναι εντάξει να μην είμαστε εντάξει».
Το να μην το αποδεχόμαστε, το να το κρύβουμε είναι αυτό που δημιουργεί το φορτίο, που του δίνει δύναμη. Και τύποι όπως ο Τρόι, άνθρωποι-σύμβολα, είναι αυτοί που το αποδυναμώνουν, που το κάνουν να μη δείχνει τόσο τρομακτικό.
Με τις ίδιες λέξεις. Αυτές που κάποτε δεν έλεγαν, ορκιζόμενοι πως όλα είναι εντάξει. Αυτές που τώρα χρησιμοποιούν για να χτίσουν έναν κόσμο στον οποίον ο καθένας θα μπορεί να νιώθει αδύναμος. Και θα είναι οκέι. Γιατί θα ξέρει πως μόνο από αυτή την αφετηρία θα μπορέσει να γίνει δυνατός. Όπως ο Τρόι Ντίνι.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ο Αντριάνο πέταξε τη μπάλα που έβαλε ο θεός στα πόδια του, για να ζήσει ως άνθρωπος