Το μικρόβιο του να ασχοληθώ με το ποδόσφαιρο, το είχα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου.
Έχω μια συνέντευξη, είμαι ή 8 ή 9 ετών. Με ρωτάνε «Τι θες να γίνεις;» και έλεγα ότι, αν δεν γίνω ποδοσφαιριστής, θέλω να γίνω γυμναστής. Ήθελα να ασχοληθώ με το ποδόσφαιρο, με τον αθλητισμό γενικά. Δεν μου είχε περάσει κάτι άλλο από το μυαλό. Δεν είναι ότι από τότε ήμουν ώριμος, για να πεις ότι ήξερα τι ήθελα. Το ήθελα, όμως. Πολύ. Αν δεν γινόμουν ποδοσφαιριστής, να γινόμουν γυμναστής.
Έπαιξα ποδόσφαιρο και ήμουν στις ακαδημίες της Ξάνθης, από τα 12 μέχρι και όταν μπήκα στο πανεπιστήμιο, τα 18 μου δηλαδή.
Ήθελα να γίνω ποδοσφαιριστής, όπως πολλά παιδιά. Όχι απλώς ποδοσφαιριστής. Μεγάλος ποδοσφαιριστής.
Στην Ξάνθη έπαιζα στη θέση «8». Πέρασα και από δεξί εξτρέμ και από δεξί μπακ. Όταν συνέχισα ερασιτεχνικά το ποδόσφαιρο, από το πανεπιστήμιο και μετά, έμεινα στη θέση «8».
Στο πανεπιστήμιο ήξερα ότι θα πάρω ειδικότητα «Ποδόσφαιρο». Ήταν αδιαπραγμάτευτο. Ο λόγος, για τον οποίον πήγα Γυμναστική Ακαδημία στην Κομοτηνή, ήταν διότι -τότε- από εκεί δίνονταν τα πτυχία UEFA. Τότε, αν θυμάμαι καλά, τα έδιναν τα ΤΕΦΑΑ Αθήνας και Κομοτηνής.
Από το δεύτερο έτος, είχα ξεκαθαρίσει ότι θέλω να γίνω προπονητής και είχα αποφασίσει ότι θα κάνω το μεταπτυχιακό μου στο εξωτερικό. Ή μάλλον, όχι απλώς στο εξωτερικό, αλλά στην Ιβηρική χερσόνησο. Συγκεκριμένα. Δεν σκέφτηκα ούτε την Αγγλία ούτε την Γερμανία ούτε γενικά την Κεντρική Ευρώπη. Θεωρούσα ότι μου πάει αυτό το στυλ. Ακόμα και όταν έπαιζα ποδόσφαιρο και ονειρευόμουν καριέρα, έλεγα πως δεν θα ήθελα να παίξω στην Αγγλία ή την Γερμανία, αλλά στην Ισπανία. Ίσως, διότι έζησα την εποχή των μεγάλων «Clasico», την περασμένη δεκαετία.
Από το τέταρτο έτος, είχα ξεκινήσει να ψάχνω για να κάνω τα χαρτιά μου. Στο πέμπτο έτος, ξεκίνησα να κάνω μαθήματα Ισπανικών. Έμαθα τα βασικά. Ή μάλλον “έμαθα”, διότι τα Ισπανικά τα έμαθα εκεί, όταν έγιναν καθημερινότητα. Είχα αρχίσει να ψάχνω να δω τον τρόπο, με τον οποίον θα πήγαινα στη Μαδρίτη, αλλά τελικά βρέθηκα στο Μπιλμπάο, όπου είχα μια οικογένεια γνωστών που με βοήθησε πάρα πολύ.
Εκεί, έμεινα οκτώ μήνες και ξαναέπαιξα ποδόσφαιρο. Βρέθηκα στην Γκέτσο, ομάδα ενός παραθαλάσσιου προαστίου του Μπιλμπάο. Δεν ήταν να παίξω ποδόσφαιρο εκεί. Εγώ πήγα ως βοηθός προπονητή. Μιλάμε για ομάδα Κ23.
Εκείνο το διάστημα, κάνω ταχύρυθμα μαθήματα Ισπανικών για άτομα που έρχονται από το εξωτερικό. Εκεί, γνώρισα μια κοπέλα που έπαιζε στην ομάδα ποδοσφαίρου, και μου είπε ότι θα μιλήσει για μένα στους ανθρώπους της ομάδας. «Σίγουρα θα θέλουν μια βοήθεια» μου είπε.
Στην πρώτη προπόνηση, στην οποία πήγα, απλά τους είπα ότι είχα αγωνιστικό ρυθμό, διότι τότε ακόμη έκανα κανονικά προπονήσεις. Την επόμενη μέρα, πήγα στην προπόνηση και ο προπονητής είπε στους ανθρώπους της ομάδας «Πρέπει να βγάλουμε δελτίο στον Παναγιώτη. Δεν θα είσαι βοηθός μου, σε χρειάζομαι στο γήπεδο».
Έκανα την καλύτερη σεζόν της ζωής μου, αλλά μιλάμε για γήπεδα “χαλιά”. Σε όλο το Μπιλμπάο και όπου και να παίξαμε. Εμείς ήμασταν Α2 και θέλαμε να πάμε Α1. Ερασιτεχνικό. Για τέτοιο επίπεδο, και μιλάμε για “χαλιά”…
Φτάσαμε Απρίλιο και έμεναν τρία παιχνίδια. Έπρεπε να φύγω, να γυρίσω Ελλάδα, να πάω στην οικογένεια, για επαγγελματικούς λόγους. Δεν μπορούσα να μείνω. Είμαστε μεταξύ 3ης και 4ης θέση, με την 3η θέση να δίνει άνοδο.
Πριν το τελευταίο μου παιχνίδι, ο αρχηγός βγάζει το περιβραχιόνιο και μου το δίνει. Μιλάμε για περιβραχιόνιο που έχει τη σημαία των Βάσκων. Για εκείνους είναι κάτι ιερό. Είναι η ζωή τους. Δε νιώθουν Ισπανοί. «Παναγιώτη, θα το πάρεις εσύ». Το αρνήθηκα. Δεν θα μπορούσα να το κάνω. Μου ζήτησαν να δώσω εγώ το σύνθημα, πριν μπούμε στο γήπεδο. Το έκανα. Αλλά να φορέσω το περιβραχιόνιο; Ξέρω τι σημαίνει για αυτούς και από σεβασμό δεν το έκανα…
Μετά το τέλος του αγώνα, μου έκαναν δώρο μια φανέλα με το όνομά μου, με αγκάλιασαν. Πουθενά δεν έχω πάρει τόση αγάπη, όση εκεί. Στο Μπιλμπάο, “μπήκα” στον χώρο του ποδοσφαίρου της Ισπανίας.
Και όλα αυτά, χάρη σε μια οικογένεια που άνοιξε την πόρτα της, με δέχθηκε, με στήριξε. Στο Μπιλμπάο έκανα φιλίες ζωής, από αυτές που αφήνουν σημάδι στη ζωή σου, αυτές που είναι σημείο αναφοράς.
Τον επόμενο Σεπτέμβριο, πήγα στη Μαδρίτη. Όσο ήμουν στο Μπιλμπάο, έψαχνα να βρω πανεπιστήμιο για να κάνω το μεταπτυχιακό μου. Μιλούσα με ένα πανεπιστήμιο που εξειδικευόταν στην ανάλυση, και ένα που εξειδικευόταν στην προπονητική και την μεθοδολογία.
Είχα ζητήσει από έναν καθηγητή από το πανεπιστήμιο της ανάλυσης να με συστήσει οπουδήποτε θα μπορούσα να κάνω πρακτική. Τον Ιανουάριο, μου τηλεφώνησε. «Ένας φίλος μου, σε μεγάλη ομάδα της Ισπανίας, ψάχνει κάποιον να τον βοηθάει στο κομμάτι της ανάλυσης. Θα σου τηλεφωνήσει».
Μετά από λίγες ημέρες, μου τηλεφώνησε ο Κάρλος Φονσέκα, προπονητής Κ17 της Χετάφε.
«Χρειαζόμαστε κάποιον να είναι ο αναλυτής μας. Μπορώ να σε δω για μια συνέντευξη»; Από το πουθενά, θα είμαι στη Χετάφε; Πρακτική; Πρακτική. Μια ευκαιρία.
Πήγα στη συνέντευξη. Του εξήγησα πως δεν έχω πλήρη εξοικείωση με τη γλώσσα. Και δε θα ξεχάσω ποτέ την απάντησή του: «Παναγιώτη, έχεις όρεξη για ποδόσφαιρο»; «Εννοείται», του απάντησα. «Το άλλο άσ’ το πάνω μου»!
Αυτός ο άνθρωπος μού έδωσε τις βάσεις.
Όταν πήγα στην Ισπανία, “νόμιζα” ότι ήξερα από ποδόσφαιρο. “Νόμιζα” ότι ξέρω πολλά πράγματα για το ποδόσφαιρο. Τότε “κατάλαβα” ότι δεν ξέρω τίποτα και πως πρέπει να ξεκινήσω από το μηδέν. Ήταν η πιο δύσκολη περίοδος της ζωής μου, προπονητικά. Ένιωσα ότι είμαι πολύ πίσω και αναρωτιόμουν το «Γιατί». Προβληματίστηκα. Ίσως να έφταιγα και εγώ, διότι όλα τα προηγούμενα χρόνια, όσα παιχνίδια ποδοσφαίρου έβλεπα, τα έβλεπα “μηχανικά”. Δούλεψα πολύ. Πάρα πολύ. Δεν θυμάμαι να έχω αφοσιωθεί τόσο στη δουλειά μου. Πολλές ώρες στον υπολογιστή, πολλές ώρες διάβασμα. Έπρεπε να φτάσω στο επίπεδό τους.
Ξεκίνησα στην Χετάφε, με την ομάδα να έχει στόχο να μπει στα play-off, όπου ήταν η πρώτη δυάδα. Αυτός ήτα ο στόχος. Στον όμιλο μας ήταν η Ρεάλ και Ατλέτικο.
Στην ομάδα ήμασταν ένα team 6 ατόμων. Ο προπονητής, ο βοηθός, ο γυμναστής, ο αναλυτής, ο υπεύθυνος αποκατάστασης και η υπεύθυνη διατροφής. Ο Κάρλος Φονσέκα είχε στήσει ένα επαγγελματικό γκρουπ από “ερασιτέχνες”. Τότε, πολλοί μάς κουνούσαν το δάχτυλο, διότι η ομάδα είχε ένα τέτοιο team. Ο προπονητής έστησε ένα γκρουπ ανθρώπων, οι οποίοι οικειοθελώς τον βοήθησαν. Οι μόνοι επαγγελματίες ήταν οι δυο προπονητές.
Στο τέλος, τα καταφέραμε. Κερδίσαμε και την Ατλέτικο και την Ρεάλ. Η Ρεάλ θορυβήθηκε και μας πήρε τρεις παίκτες. Τους έκλεισε τον Απρίλιο για το καλοκαίρι. Τα παιδιά αυτά ξετρελάθηκαν. Η Ρεάλ, όμως, έψαχνε και αναλυτές….
Μου τηλεφώνησαν να με ενημερώσουν: «Η Ρεάλ ψάχνει αναλυτές, έχουν ακούσει για σένα και τη δουλειά που έγινε εδώ. Έχουν πολλούς υποψήφιους. Θέλουν να προσλάβουν 6 άτομα και έχουν συγκεντρώσει 80-85 ονόματα. Θα δώσω το τηλέφωνό σου, για να σε περάσουν συνέντευξη…».
Όντως, μου τηλεφώνησαν από τη Ρεάλ. Ήταν ο υπεύθυνος του τμήματος ανάλυσης της πρώτης ομάδας. «Έχουμε ακούσει καλά λόγια για σένα. Πότε μπορείς να κάνουμε ένα skype»; Είναι καλοκαίρι και έχω γυρίσει στη Θάσο. «Δεν θα κάνουμε skype, θα έρθω να μιλήσουμε από κοντά». Μου είπε ότι δεν χρειαζόταν να ταξιδέψω καλοκαιριάτικα για μια συνέντευξη, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει κάτι τέτοιο. Και το πρώτο πράγμα που μου είπε, όταν βρεθήκαμε από κοντά, ήταν το πόσο εκτίμησε την κίνηση αυτή…
Μου ζήτησαν να τους δείξω τη δουλειά μου στη Χετάφε. Ήμουν προετοιμασμένος. Είχα περάσει ατελείωτες ώρες στον υπολογιστή, για να στήσω μια βάση δεδομένων για την ομάδα, για όλα τα παιδιά, με στατιστικά που κρατούσα εγώ. Δεν υπήρχαν δεδομένα σε πλατφόρμες στατιστικών. Του έδειξα και την ανάλυση που είχα κάνει για τη Ρεάλ Μαδρίτης, πριν το μεταξύ μας παιχνίδι. Μου είπε πως ήταν ευχαριστημένος από αυτά που είδε, και μου εξήγησε πως θα πρέπει να περάσω και άλλη συνέντευξη, όταν θα συγκεντρώσουν τους τελικούς υποψήφιους. Με άφησε “στον αέρα”…
Γύρισα Θάσο και, μετά από λίγες ημέρες, το τηλέφωνο ξαναχτύπησε, αυτή τη φορά από τον προπονητή μου στην Χετάφε.
«Παναγιώτη, δεν ξέρω πώς το έχεις καταφέρει αυτό, αλλά μου τηλεφώνησαν από την Ατλέτικο και μου είπαν ότι θέλουν τον αναλυτή μου»!
Εντάξει, πλάκα μου κάνουν, δεν γίνονται αυτά. Μου τηλεφώνησε ο αναλυτής της πρώτης ομάδας της Ατλέτικο και μου είπε: «Μίλησα με τον Κάρλος, του έχω εμπιστοσύνη. Δεν χρειάζεται να περάσεις συνέντευξη. Έρχεσαι τώρα και υπογράφεις. Θα σου δώσουμε την Κ15 και την Κ16».
Ειλικρινά, εύχομαι σε κάθε παιδί που αγαπάει αυτό που κάνει, να ζήσει ένα τέτοιο δίλημμα, μια τέτοια στιγμή. Σα να βρίσκεσαι μπροστά στην πόρτα των ονείρων σου, να τη χτυπάς και να ανοίγει. Να έχεις απλώς να κάνεις το βήμα να την περάσεις.
Πριν κλείσει το τηλέφωνο, η επικεφαλής ανάλυσης της Ατλέτικο μου είπε: «Έχεις τρεις μέρες διορία να αποφασίσεις. Ξέρω ποιοι άλλοι σε θέλουνε»…
Την τρίτη μέρα, μου τηλεφώνησε ο Νταβίντ Ντελγάδο, βοηθός αναλυτή του «Cholo» Σιμεόνε. Γνωριζόμαστε τα τελευταία χρόνια μέσω του Κάρλος. «Να ξέρεις, αν έρθεις εδώ, θα σε έχω από κοντά». Προσπάθησε με τον τρόπο του να με πείσει. Είμαι πλέον έτοιμος να πω το «Ναι» στην Ατλέτικο. Με προσέγγισαν αρκετά καλά. Δεν έχω παράπονο από τη Ρεάλ.
Μίλησα και με τους δικούς μου ανθρώπους, τους είπα τι συνέβαινε. Ο πατέρας μου δεν με πίστευε. «Μιλάς για τις δυο φιναλίστ του Champions League του 2014 και του 2016. Τι είναι αυτά που με λες»;
Η οικογένειά μου ήταν και είναι ένα μεγάλο στήριγμα για εμένα. Η βάση μου, οι άνθρωποι που με αγαπούν, που συζητάμε τα πάντα, που ξέρω πως θα είναι εκεί για μένα και, φυσικά, κι εγώ εκεί πάντα για αυτούς.
Πριν πάρω την απόφασή μου, μίλησα με τον Κάρλος, ο οποίος είναι “φουλ” Ατλέτικο. «Παναγιώτη, ξέρεις τι ομάδα είμαι. Είμαι, όμως, και επαγγελματίας. Αν πας στην Ατλέτικο, στη Ρεάλ δε θα πας ποτέ. Ποτέ. Αν πας στη Ρεάλ, όταν φύγεις, θα μπορείς να πας σε όλες τις ομάδες του κόσμου»… Εκείνη η μέρα ήταν ένα τρελοκομείο!
Μου τηλεφωνούν από την Ρεάλ: «Παναγιώτη, δεν χρειάζεται να περάσεις από άλλη συνέντευξη. Θέλουμε να έρθεις σε εμάς, αντί για την Ατλέτικο. Έλα να υπογράψεις»!
Δεν ξέρω (μπορώ, βέβαια, να φανταστώ) από πού και τι έμαθαν, αλλά μπήκε το εγωιστικό μέσα τους. Μιλάμε για τη Ρεάλ Μαδρίτης. Δεν μπορείς να πεις «Όχι».
Δες πόσες συγκυρίες πέρασαν, για να φτάσει αυτή η στιγμή. Θέλει και τύχη. Λένε ότι η τύχη είναι με τους ικανούς. Λέω στον εαυτό μου: «Παναγιώτη, σκέψου τι έχεις κάνει, ώστε να φτάσεις εδώ. Βρέθηκες στην Χετάφε, δούλεψες, πάλεψες, χωρίς να έχεις στο μυαλό σου όλο αυτό. Το έκανες για την ομάδα. Εθελοντικά βρέθηκες εκεί… Επειδή αυτό που θες να κάνεις, το αγαπάς». Και αυτό αποδείχθηκε σημαντικό.
Κάθε μέρα, για να πάω από το σπίτι μου στο προπονητικό της Χετάφε και για να γυρίσω, ήθελα 2,5 ώρες. Πρώτα έπαιρνα μετρό και μετά τρένο. Δεν το σκεφτόμουν καν, δεν υπήρχε περίπτωση να με πτοήσει αυτό. Ήξερα ότι δεν είμαι και ο φιλόσοφος του ποδοσφαίρου για να πει η Ρεάλ Μαδρίτης «Αυτό το παιδί το θέλω οπωσδήποτε στην Κ17». Ήξερα, όμως, πως υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι, αν τους ζητούσαν συστατικές, θα έλεγαν όλα αυτά που έκανα. Και αυτές οι συστατικές ξέρω πως έπαιξαν ρόλο. Σίγουρα έπαιξε σημαντικό ρόλο, επίσης, το γεγονός ότι “μπλέχτηκε” και η Ατλέτικο Μαδρίτης. Και σε αυτά, η Ρεάλ δε θέλει να χάνει τίποτα. Δεν υπάρχει η λέξη «Ήττα» στο λεξιλόγιό τους. Αυτή είναι η φιλοσοφία τους. Έχουν μόνο τρεις λέξεις. «Επίθεση, νίκες, τίτλοι»!
Πήγα στο προπονητικό της Ρεάλ. Το γραφείο μου ήταν απέναντι από αυτό του Ραούλ και του Ρομπέρτο Κάρλος. Τις πρώτες ημέρες, όταν με πετύχαινε στον διάδρομο ο Ραούλ και με χαιρετούσε σα να είμαι ένας από αυτούς, μου κόβονταν τα πόδια. Με κοιτούσε στα μάτια, μου έλεγε «Buenos días» και δεν ένιωθα τα πόδια μου. Στα 11 μου, είχα πάρει τη φανέλα του Ζιντάν στη Ρεάλ, με το «5» στην πλάτη. Από τις πρώτες φανέλες που είχα πάρει. Οι «Galácticos» μού έλεγαν «Καλημέρα»! Τι να λέμε… Είναι ευλογία!
Το εύχομαι στον καθένα. Να κυνηγήσει το όνειρό του, να δουλέψει, να έχει πίστη και, φυσικά, τύχη. Είναι ευλογία να φτάνεις στα όνειρά σου. Υπάρχουν, πολλές φορές, καταστάσεις -εξωγενείς ή ενδογενείς- που δεν σου το επιτρέπουν. Είναι ευλογία…
Ο Παναγιώτης Τσίκνας είναι προπονητής – αναλυτής ποδοσφαίρου.
Επιμέλεια κειμένου: Αντώνης Τσακαλέας
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Λουίς Γιόπις: Η «τρέλα» ενός κορυφαίου