Το όμορφο παιχνίδι ήταν ανέκαθεν κομμάτι του εαυτό του.
Κατάφερε να το συνδυάσει με τίτλους και να κερδίσει για πάντα μια θέση στην καρδιά των φιλάθλων.
«Η λογική θα σε πάει από το Α στο Ω. Η φαντασία θα σε πάει παντού», είχε πει ο μεγάλος Άλμπερτ Αϊνστάιν.
Για τον Βασίλη Καραπιάλη η φαντασία ήταν όλη η ουσία του ποδοσφαίρου. Και τον πήγε παντού.
Από τη γειτονιά των Αμπελοκήπων Λάρισας στο καμάρι του νομού. Κι έπειτα στην αγαπημένη του ομάδα, δίπλα στη θάλασσα, αφήνοντας πίσω το σκοτάδι και φτάνοντας στ’ αστέρια.
Από την ώρα που τελείωνε το σχολείο, ο Βασίλης δεν ενδιαφερόταν για τίποτα άλλο. Πήγαινε σπίτι, άφηνε την τσάντα και ξεχυνόταν στη γειτονιά για να παίξει μπάλα. Ήταν το δώρο που ζητούσε πάντα, εκείνο που σκεφτόταν όλη την ημέρα.
Ο κόσμος του περιστρεφόταν γύρω από την ασπρόμαυρη θεά, όμως η σχέση ήταν αμοιβαία. Εκείνη κολλούσε στα πόδια του και δεν άφηνε άλλον να την αγγίξει, ακόμα κι όταν ο πιτσιρικάς έπαιζε απέναντι σε μεγαλύτερους.
Στο πρωταθληματάκι των γειτονιών ήταν που τον ανακάλυψε ο Τοξότης Λάρισας και τον ενέταξε από τις αλάνες στο οργανωμένο ποδόσφαιρο. Κι έπειτα το τοπικό πρωτάθλημα αποδείχτηκε το καλύτερο σχολείο.
Ο Καραπιάλης έμαθε να είναι ομαδικός κι ανθεκτικός, να μένει συγκεντρωμένος και να κάνει το παιχνίδι του υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Όσο πιο δυνατά τον μάρκαραν, τόσο καλύτερα έπαιζε.
Όλος ο νομός σιγά σιγά έμαθε για τον μικρό με τα μαγικά πόδια και το όνειρό του να μετακομίσει από το γήπεδο του Τοξότη στο γειτονικό Αλκαζάρ πήρε σάρκα και οστά το καλοκαίρι του 1985.
Ο κόσμος τού έδωσε ώθηση κι εκείνος έπρεπε να αποδείξει πως ήταν εκεί για να βοηθήσει την ΑΕΛ να γράψει ιστορία.
Η πολύ καλή ομάδα των «βυσσινί» που χτιζόταν από το ξεκίνημα της δεκαετίας του ’80 έφτασε στην κορύφωσή της τη σεζόν 1987-1988, με την κατάκτηση του πρωταθλήματος.
Προπονητής ήταν ο Γιάτσεκ Γκμοχ, ο οποίος πίστεψε από την αρχή το «δεκάρι» του και, μετά την περίοδο προσαρμογής, όλα πήραν τον δρόμοτους.
Ο Γκμοχ κατάλαβε την αξία του «Μπίλι» και τον απελευθέρωσε, χτίζοντας πάνω του όλη την ανάπτυξη και προστατεύοντάς τον όταν η ομάδα δεν είχε την μπάλα.
Τη χρονιά του τίτλου ο Καραπιάλης έκανε 30 συμμετοχές, τις περισσότερες στη «βυσσινί» του καριέρα.
Το πανό «Καραπιάλη you are magic» τα έλεγε όλα. Εκπληκτική τεχνική, ντρίπλα, διείσδυση και δύο πόδια που έστελναν την μπάλα εκεί που αυτός όριζε.
Μετά το πρωτάθλημα, αρκετοί παίκτες αποχώρησαν από την ΑΕΛ, αλλά ο Καραπιάλης έμεινε ακόμα τρεις χρονιές. Αρχηγός, με όλες τις ευθύνες πάνω του. Κι όταν έφυγε, ήταν γιατί οι άνθρωποι της ομάδας τον πίεσαν, καθώς χρειάζονταν τα χρήματα της μεταγραφής.
Προσπάθησαν να τον παραχωρήσουν στον Παναθηναϊκό, όμως εκείνος ήταν ανένδοτος. Αν ήταν να φύγει, θα το έκανε μόνο για τον Ολυμπιακό. Τελευταία μέρα των μεταγραφών το καλοκαίριτου 1991, η επιθυμία του έγινε πράξη.
Όταν είδε το πλήθος να τον περιμένει στα γραφεία για να υπογράψει, ήταν σαν να ζούσε σε όνειρο. Στην πρώτη του προπόνηση 3.000 οπαδοί κατέκλυσαν τον Ρέντη. Γρήγορα όμως προσγειώθηκε στην πραγματικότητα.
Έχοντας κερδίσει ήδη ένα πρωτάθλημα με την ομάδα της Λάρισας, ο Καραπιάλης πίστευε ότι η μετάβαση του στον Ολυμπιακό θα σήμαινε επιπλέον τίτλους. Έπεσε, όμως, στα «πέτρινα χρόνια» της πειραϊκής ομάδας.
Κάθε χρόνος που περνούσε χωρίς πρωτάθλημα έκανε τα πράγματα χειρότερα. Πέρασε αρκετούς μήνες απλήρωτος, αισθανόταν τη διοικητική αβεβαιότητα, όμως, ακόμα κι όταν μάζεψε τα πράγματά του από τα αποδυτήρια έτοιμος να αποχωρήσει, έμεινε για να παλέψει.
Η μεγαλύτερή του απογοήτευση ήταν το ότι δεν μπορούσε να εκπληρώσει τους στόχους του. Αλλά ήταν εκεί. Στήριγμα στα δύσκολα για τον κόσμο, ο οποίος τον λάτρεψε.
Η ικανότητά του με την μπάλα αποτελούσε το καλύτερο βάλσαμο. Την τελευταία σεζόν των «πέτρινων χρόνων» σημείωσε 19 γκολ.
Η διοικητική εξομάλυνση με τον ερχομό του Σωκράτη Κόκκαλη και η ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας από τον Ντούσαν Μπάγεβιτς άλλαξαν τα πάντα.
Ο Καραπιάλης πίστεψε ξανά και ο «Ντούσκο» έβαλε τη σφραγίδα του. Έφερε την πειθαρχία, πρόσθεσε νέα στοιχεία στο παιχνίδι του Βασίλη, τον έκανε να αφοσιωθεί και πάλι στο ποδόσφαιρο και να ξεχάσει κάθε είδους περισπασμό.
Το πρώτο πρωτάθλημα άναψε για τα καλά τη φλόγα μέσα του. Ζούσε και πάλι για την Κυριακή.
Όταν τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, οι συμπαίκτες του ήξεραν πού να δώσουν την μπάλα και το χάρισμά του επιτέλους βρήκε την κατάλληλη υποστήριξη. Έδωσε φαντασία στην ποδοσφαιρική μηχανή του Μπάγεβιτς.
Ο Καραπιάλης κατέκτησε τέσσερα συνεχόμενα πρωταθλήματα και ένα κύπελλο. Το νταμπλ του 1999 συνδυάστηκε με την πορεία μέχρι τα προημιτελικά του Champions League και με την πρόκριση που χάθηκε στις λεπτομέρειες από τη Γιουβέντους.
Ουσιαστικά, τα καλύτερά του χρόνια στον Ολυμπιακό ήρθαν μετά τα 30 και συνοδεύτηκαν από αυτό που ήθελε πάντα: τον συνδυασμό του όμορφου παιχνιδιού με τους τίτλους.
Ο συνδετικός κρίκος των σκοτεινών χρόνων μετα όμορφα έγινε ένας από τους αγαπημένους ποδοσφαιριστές στην καρδιά του «ερυθρόλευκου» κόσμου.
Ο Θάνος Σαρρής είναι δημοσιογράφος.
Το συγκεκριμένο κείμενο αποτελεί απόσπασμα του βιβλίου «30 θεοί του ελληνικού ποδοσφαίρου» του Θάνου Σαρρή (Εκδόσεις ΟΞΥ -Brainfood).
ΓΙΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ, ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Χρίστος Τασουλής: «Η μπάλα στην κερκίδα» δείχνει πως υπάρχει ελπίδα