Όταν ήμουν έξι ετών, ο πατέρας μου, ο οποίος έπαιζε μπάσκετ, όπως και ο μεγαλύτερος αδελφός μου, με πήγε στην ακαδημία «Αστέρια» του Θόδωρου Ροδόπουλου.
Με άφησε, μέχρι να τελειώσει η προπόνηση, και θυμάμαι ακόμη και τώρα ότι, μόλις το κατάλαβα ότι ήμουν μόνος μου, έβαλα τα κλάματα. Ήρθε ο Ροδόπουλος, με πήρε αγκαλιά, με ηρέμησε και… αυτό ήταν!
Όλα μετά ήταν εύκολα, μόλις πέρασε το αρχικό σοκ! Πήγα και στην επόμενη προπόνηση και την μεθεπόμενη και σε όλες από κει και μετά.
Στα «Αστέρια» έμεινα ως τα 17 μου κι έμαθα πολλά από αυτό τον σπουδαίο προπονητή, μια μεγάλη μορφή του ελληνικού μπάσκετ, τον κόουτς Ροδόπουλο.
Από τους πρώτους μου αγώνες στο μίνι μπάσκετ πήρα το νούμερο «14», γιατί το φορούσαν ο πατέρας μου αλλά και ο μεγαλύτερος αδελφός μου.
Η αλήθεια είναι ότι έβλεπα το μπάσκετ κάπως… χαλαρά, αλλά άρχισα σιγά-σιγά να ξεχωρίζω, με αποτέλεσμα να κληθώ στις Εθνικές ομάδες. Πρώτα στην Παίδων, μετά στην Εφήβων και αργότερα στη Νέων.
Κατάλαβα ότι μπορώ να πετύχω κάποια πράγματα.
Η μεταγραφή στον ΠΑΟΚ
Το ενδιαφέρον όχι μόνο του ΠΑΟΚ αλλά και άλλων ομάδων της Α1 κατηγορίας υπήρχε από το 2003, αλλά προτίμησα μετά τα «Αστέρια» να παίξω για έναν χρόνο στο «Ανατόλια», μέχρι να αποφοιτήσω από το Λύκειο και να δώσω εξετάσεις.
Το 2005, στα 18 μου χρόνια, αποφασίζω να αποδεχθώ την πρόταση του ΠΑΟΚ. Προπονητής στην ομάδα είναι ο Μπάνε Πρέλεβιτς. Εγώ εκείνες τις μέρες είμαι στη Χαλκιδική και επιστρέφω στη Θεσσαλονίκη για να υπογράψω.
Μπαίνω στο «Παλατάκι» στην Πυλαία και αντικρίζω οπαδούς του ΠΑΟΚ και καμία 15αριά δημοσιογράφους και κανάλια να με περιμένουν! Σοκ για έναν έφηβο, όπως εγώ! Υπέγραψα και έγινε η παρουσίασή μου από τον τότε Πρόεδρο του ΠΑΟΚ, τον αείμνηστο Τάκη Πανελούδη.
Αυτή η τριετία στον «Δικέφαλο του Βορρά» είναι πολύ σημαντική για μένα, είναι τα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής μου καριέρας στο μπάσκετ.
Έχω να θυμάμαι το πρώτο μου ντέρμπι Άρης-ΠΑΟΚ στο Αλεξάνδρειο, καθώς σε ηλικία 18 ετών είμαι πεντάδα σε ένα τόσο σημαντικό παιχνίδι, το οποίο το περιμένει όλη Θεσσαλονίκη.
Στα πρώτα λεπτά του αγώνα μπαίνω για τα καλά στο κλίμα, όταν τρώω μια αγκωνιά σε ένα σκριν από τον Γιώργο Σιγάλα και δεν ήξερα πού βρισκόμουν!
Πολύ σημαντική στιγμή για μένα επίσης το γεγονός ότι υπήρξα ο νεότερος αρχηγός στην ιστορία του ΠΑΟΚ, σε ηλικία μόλις 20 ετών, όπως και το γεγονός ότι ο κόσμος της ομάδας με αγάπησε και άκουσα το όνομά μου να γίνεται σύνθημα από τους οπαδούς στην εξέδρα! Μοναδικό συναίσθημα!
Από την άλλη πλευρά, αυτά τα τρία χρόνια στην ομάδα αλλάξαμε επτά προπονητές! Σίγουρα αυτό δεν είναι καλό, ούτε για την ομάδα ούτε για τους παίκτες, σε αποσυντονίζει και λειτουργεί σε βάρος της προσπάθειας.
Και η αλήθεια είναι ότι η προσπάθεια που κάναμε ήταν μεγάλη. Για παράδειγμα, την τρίτη μου χρονιά στον ΠΑΟΚ νικήσαμε τον Ολυμπιακό, ο οποίος είχε προπονητή τον Γκέρσον και παίκτες όπως ο Τεόντοσιτς και ο Γκριρ!
Κάνωντας το παραπάνω βήμα
Η τρίτη μου σεζόν στον ΠΑΟΚ αποδείχθηκε ορόσημο από πλευράς απόδοσης και επιδόσεων. Αυτό προκάλεσε το ενδιαφέρον του Παναθηναϊκού. Συναντήθηκα με τον Δημήτρη Ιτούδη και ακολούθησε η επίσημη πρόταση των «Πρασίνων».
Σίγουρα είναι σημαντική και πολύ τιμητική η πρόταση, ωστόσο αυτό που ήθελα πραγματικά και αρχικά είχα ζητήσει ήταν να μείνω στον ΠΑΟΚ μια ακόμα χρονιά ως δανεικός.
Σκεφτόμουν ότι έπρεπε να ωριμάσω μπασκετικά ακόμα παραπάνω, να μείνω, να πάρω ακόμα περισσότερα παιχνίδια και να πάω πλέον στον Παναθηναϊκό πιο έτοιμος.
Το ήθελα αυτό, γιατί ήξερα ότι θα ήταν πολύ δύσκολο τη δεδομένη στιγμή να πάρω σημαντικό χρόνο συμμετοχής σε μια ομάδα που ειδικά εκείνη τη διετία διέθετε την πληρέστερη ίσως περιφερειακή γραμμή όλων των εποχών, με Διαμαντίδη, Σπανούλη, Γιασικεβίτσιους, Νίκολας και Χατζηβρέττα.
Κέρδισα πολλά αυτά τα δύο χρόνια, δίπλα στον Ομπράντοβιτς, τον Ιτούδη αλλά και σε τόσο σπουδαίους συμπαίκτες. Είδα επίσης πόσο αγαπούσαν την ομάδα ο Παύλος και ο Θανάσης Γιαννακόπουλος.
Κατάλαβα τι σημαίνει να είσαι επαγγελματίας μπασκετμπολίστας στη νοοτροπία. Πώς πρέπει να λειτουργώ με το σώμα μου, τη διατροφή μου, την έξτρα προπόνηση, τα έξτρα σουτ. Ο αγώνας είναι η βιτρίνα. Πίσω απ’ αυτήν υπάρχουν ατελείωτες ώρες δουλειάς.
Μπορεί να μην έπαιξα πολύ, αλλά αυτά που έζησα είναι αλησμόνητα.
Την πρώτη σεζόν κατακτήσαμε τα πάντα, Πρωτάθλημα, Ευρωλίγκα, Κύπελλο. Τα πάντα. Ήταν μαγικές στιγμές. Όπως μαγική στιγμή ήταν η γιορτή στο ΟΑΚΑ για την αποχώρηση του Φραγκίσκου Αλβέρτη από την ενεργό δράση. Νιώθω ευλογημένος που ήμουν παρών, μάλιστα θυμάμαι ότι έχω παίξει σε αυτό το παιχνίδι με αντίπαλο την ΤΣΣΚΑ κι έχω βάλει δύο τρίποντα.
Από την άλλη βέβαια, πολύ σημαντικές όλες αυτές οι εμπειρίες, αλλά ένας παίκτης στα 21-22 του θέλει να παίζει. Αυτό είχα πλέον ανάγκη, έχοντας ζήσει το όνειρο. Έτσι, αν και είχα συμβόλαιο για έναν ακόμα χρόνο, μετά την πρώτη διετία ζήτησα να φύγω.
Η προοπτική του Άρη και ο τραυματισμός
Είμαι πολύ καλά προπονημένος αυτή τη διετία, με τους καλύτερους συμπαίκτες. Έχω όρεξη και διάθεση να δείξω πράγματα και η προοπτική του Άρη μοιάζει ιδανική για μένα.
Η μεταγραφή ολοκληρώνεται αρχές Σεπτεμβρίου. Υπάρχουν κάποιες αντιδράσεις λόγω της πρότερης θητείας μου στον ΠΑΟΚ, αλλά πάντα σε λογικά πλαίσια. Ασφαλώς έχει μετρήσει και το γεγονός ότι δεν πήγα απευθείας από τη μια ομάδα της Θεσσαλονίκης στην άλλη, αλλά έχει μεσολαβήσει η διετία του Παναθηναϊκού.
Δυστυχώς, στο ξεκίνημα της σεζόν, έρχεται ένας σοβαρός τραυματισμός. Ό,τι χειρότερο μπορούσε να μου συμβεί.
Θυμάμαι ο αγώνας που χτύπησα είναι Σάββατο και λίγες μέρες μετά, την Τρίτη, παίζουμε ευρωπαϊκό παιχνίδι. «Θα ξεπρηστεί το πόδι μου και θα παίξω», λέω σε όλους, περιμένοντας τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων.
Δεν ξέρω καν ότι έχω πάθει ρήξη χιαστών στο γόνατο, όλοι με ρωτάνε αν έχω ακούσει αυτό το… χαρακτηριστικό «κρακ» στο πόδι μου. Δεν έχω ακούσει τίποτα, ξέρω μόνο ότι έχω τρομερή επιθυμία να παίξω και δεν περιμένω ότι έχω κάτι σοβαρό μέχρι να κάνω τη μαγνητική.
Ακούγοντας τη διάγνωση, μου κόπηκαν τα πόδια. Πολύ σοβαρός τραυματισμός, απαιτεί πολύμηνη απουσία και αποθεραπεία και -κυρίως- αυτό έρχεται σε πολύ κακό τάιμινγκ. Όλη η χρονιά θα πάει χαμένη.
Έκανα τα πάντα με ευλάβεια για να επανέλθω όσο γρηγορότερα και όσο πιο έτοιμος γινόταν.
Διπλές θεραπείες, κολυμβητήριο, γυμναστική, ενδυνάμωση. Με στήριγμα κυρίως την οικογένειά μου, η οποία ήταν στο πλευρό μου καθημερινά, τους φίλους μου αλλά και την ομάδα, ζούσα και ανέπνεα για τη στιγμή που θα ξαναέμπαινα στο γήπεδο.
Και πράγματι, κατάφερα να επιστρέψω, έστω και με μικρή συμμετοχή, στα πλέι οφ, προς το τέλος της σεζόν. Μπήκα αρχικά στην αποστολή, να πάρω λίγη… μυρωδιά γηπέδου, ώστε να είμαι έτοιμος για την επόμενη χρονιά.
Ακόμα κι αν περάσουν οι μήνες και νιώθεις απολύτως καλά, πάντα χρειάζεται χρόνος να ξεπεράσεις το σοκ του τραυματισμού.
Να αισθανθείς και πάλι το πόδι σου γερό, όπως πριν. Χρειάζεται χρόνος, προπόνηση, παιχνίδια, αλλά νομίζω ότι πάντα το έχεις στο μυαλό σου, όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Η επόμενη σεζόν είναι πραγματικά όπως την περιμένω. Γεμάτη σε χρόνο και εμπειρίες. Είναι μια χρονιά που μου δίνει την πρώτη μου ευκαιρία να δοκιμάσω στο εξωτερικό.
Ο Φώτης Κατσικάρης έχει δημιουργήσει μια ελληνική παροικία στη χώρα των Βάσκων, με Κώστα Βασιλειάδη, Νίκο Ζήση και γυμναστή τον Γιάννη Μεραχωβίτη, και μου κάνει πρόταση να ακολουθήσω την προετοιμασία, με προοπτική να μείνω για όλη τη σεζόν.
Δυστυχώς όμως, μετά από λίγο διάστημα η ομάδα αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα, με αποτέλεσμα η μεταγραφή να μην προχωρήσει και να γυρίσω στον Άρη.
Ενδιάμεσα μεσολάβησε και μια νέα πρόταση του Παναθηναϊκού, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε μπει στην μετά-Ομπράντοβιτς εποχή, με προπονητή τον Αργύρη Πεδουλάκη, αλλά προτίμησα να πάω σε ένα οικείο περιβάλλον, όπως του Άρη, όπου φυσικά θα είχα και περισσότερο χρόνο συμμετοχής.
Συνολικά, ζω μια τριετία στον Άρη, όπου, πέραν του τραυματισμού μου, νιώθω ότι είμαι σε μια μεγάλη ομάδα και βιώνω έντονα συναισθήματα. Βρήκα τον χρόνο αλλά και τις προϋποθέσεις αγωνιστικά να ξεπεράσω το σοκ του τραυματισμού.
Και φυσικά να ζήσω στιγμές όπως η αξέχαστη γιορτή προς τιμήν του Νίκου Γκάλη τον Μάιο του 2013, λίγο πριν αποχωρήσω από την ομάδα.
Περνώντας τα σύνορα…
Στη θητεία μου στον Άρη είχα γνωρίσει τον Σάσο Βεζένκοφ, τον πατέρα του Σάσα, ο οποίος έχει φέρει τον γιο του στην ομάδα της Θεσσαλονίκης σε ηλικία 14 ετών.
Αυτός μου κάνει την πρόταση να πάω στη Λουκόιλ, καθώς είναι Τζένεραλ Μάνατζερ της βουλγαρικής ομάδας. Είναι ο μεγαλύτερος σύλλογος μπάσκετ στη χώρα, με την σπουδαιότερη ιστορία και τους περισσότερους τίτλους. Από το 2003 ως το 2017 η ομάδα πήρε 14 από τα 15 Πρωταθλήματα!
Αποδέχομαι την πρόταση, αφενός γιατί είναι πολύ καλή, αφετέρου επειδή η ομάδα παίζει στο Eurocup και υπάρχει το κίνητρο της Ευρώπης.
Πηγαίνω σε μια ξένη χώρα, αλλά μαζί με έναν άνθρωπο που τον γνωρίζω και που στο τέλος της σεζόν εκτός από Γενικός Διευθυντής γίνεται και προπονητής μου!
Η ομάδα είναι πολύ οργανωμένη και συνεπής οικονομικά, πραγματικά οι συνθήκες είναι πολύ καλύτερες απ’ αυτές που θα έβρισκα σε αρκετές ελληνικές ομάδες εκείνη την εποχή.
Πρώτη φορά «Κυανέρυθρος»
Τον επόμενο Οκτώβριο επιστρέφω στην Ελλάδα για τον Πανιώνιο. Η ομάδα παίζει στο κλειστό της Αρτάκης. Η πρόταση έρχεται αργά, όταν αρχίζει το Πρωτάθλημα.
Είναι μια περιπετειώδης σεζόν, καθώς έχουμε αλλάξει τρεις προπονητές μέσα στη χρονιά!
Η ομάδα δημιουργήθηκε αργά, χωρίς να κάνουμε ουσιαστικά προετοιμασία, και αυτό κόστισε, όπως κόστισαν και οι συνεχόμενες αλλαγές προπονητών και παικτών.
Εκείνη τη χρονιά αλλάξαμε περίπου 25 παίκτες! Αυτή η αστάθεια δεν βοήθησε στο να φτιαχτεί ένας βασικός κορμός που θα αντεπεξέλθει στις δυσκολίες.
Είχαμε καλό υλικό, είχα συμπαίκτες όπως ο Βασίλης Ξανθόπουλος ή o Ρώσος Γιάροσλαβ Κορόλεφ, ο οποίος είχε γίνει ντραφτ από τους Λέικερς στο Νο.12 το 2005, αλλά τελικά η ομάδα έπεσε. Χάσαμε πολλά παιχνίδια στον πόντο. Με μια-δύο νίκες παραπάνω, όλα θα ήταν διαφορετικά.
Και μπορεί τα αποτελέσματα να μην ήταν καλά, ωστόσο ο κόσμος στήριζε την ομάδα, ήταν πάντα δίπλα μας και γέμιζε το γήπεδο. Ήταν η πρώτη μου επαφή με τον σύλλογο και τον κόσμο του, ήρθε αυτό το δέσιμο, με αποτέλεσμα στη συνέχεια της καριέρας μου να επιστρέψω άλλες δύο φορές.
Πρώτη φορά επαρχία
Το 2015 πηγαίνω για πρώτη φορά σε ομάδα εκτός Αθήνας και Θεσσαλονίκης, στον Απόλλωνα Πάτρας.
Δύο χρόνια πολύ όμορφα, ειδικά το πρώτο, αλλά και το δεύτερο, κατά το οποίο μάλιστα η ομάδα με έχρισε αρχηγό, κάτι ιδιαίτερα τιμητικό, αφού διαδέχθηκα τον σπουδαίο Νίκο Αργυρόπουλο, έναν παίκτη-σύμβολο για τον Απόλλωνα.
Ο Απόλλων είναι ένας μεγάλος σύλλογος, με κόσμο, γήπεδο και ιστορία. Αναφέρθηκα ειδικά στην πρώτη χρονιά, καθώς η ομάδα πήγε πολύ καλά, κάναμε σπουδαίες νίκες και ήμασταν πέρα από ομάδα και μια εξαιρετική παρέα με τους συμπαίκτες μου κι έξω από το γήπεδο.
Αν θυμάμαι κάτι χαρακτηριστικά από τη ζωή μου στην Πάτρα είναι ότι στα Ψηλαλώνια και στο κέντρο, στη Ρήγα Φεραίου, τον πιο εμπορικό δρόμο της πόλης, ήπια τους περισσότερους καφέδες στη ζωή μου! Στην επαρχία υπάρχει χρόνος, γιατί όλα είναι κοντά!
Λαύριο, Θεσσαλονίκη, Αθήνα
Στο Λαύριο βρέθηκα στην τρίτη σεζόν της ομάδας στην Α1 κατηγορία. Ο κόουτς Σερέλης έρχεται στη Θεσσαλονίκη για να με δει και να μιλήσουμε, να μου εξηγήσει τα σχέδιά του. Ήταν κάτι που εκτίμησα πολύ και δεν δίστασα να πω το «ναι» αρκετά νωρίς.
Είμαι πλέον 30 χρόνων και είναι πια η στιγμή που νιώθω αρκετά έμπειρος και αυτό που λέμε… “μπαρουτοκαπνισμένος”. Καταλαβαίνω ότι πλέον χρησιμοποιώ και την εμπειρία μου στο παιχνίδι.
Αγωνίζομαι πλέον καθαρά στη θέση του πλέι μέικερ, έχοντας περισσότερο οργανωτικό ρόλο, με συμπαίκτες εξαιρετικούς Αμερικανούς σκόρερς όπως ο Μακένζι Μουρ και οι Γουίγκινς, Λαμπ, Γκρέι και Μέιερ.
Είναι μια μαγική χρονιά, καθώς η ομάδα για μεγάλο χρονικό διάστημα βρέθηκε στην τρίτη θέση της βαθμολογίας, πίσω από Παναθηναϊκό και Ολυμπιακό!
Το παιχνίδι μάλιστα της κανονικής περιόδου στο ΟΑΚΑ με τον Παναθηναϊκό, εκείνο το 120-118 που χάσαμε μετά από δύο παρατάσεις, είναι ένα από τα πλέον ιστορικά παιχνίδια όλων των εποχών στην ιστορία της Α1 κατηγορίας! Πραγματικά αξέχαστο!
Μπορεί το Λαύριο να μην είχε την ιστορία άλλων ομάδων, όμως τη δημιουργεί όλα αυτά τα χρόνια με την παρουσία του στο τοπ επίπεδο του ελληνικού μπάσκετ.
Την επόμενη χρονιά επιστρέφω στον Άρη μετά από πέντε χρόνια.
Η ομάδα είναι μεν σε δύσκολη φάση, αλλά έχει τις προϋποθέσεις να κάνει κάτι καλό. Είναι μια εύκολη απόφαση που την πήρα νωρίς, στην αρχή του καλοκαιριού.
Η χρονιά βέβαια δεν εξελίχθηκε αγωνιστικά όπως το ήθελα και, παρότι ήμουν “εντός έδρας”, στην πόλη μου, αισθάνθηκα ότι ζορίστηκα.
Στο τέλος, επιστρέφω για δεύτερη φορά στον Πανιώνιο. Το κλειστό της Αρτάκης αποτελεί παρελθόν, έχει γκρεμιστεί και μάλιστα θυμάμαι ότι εγώ και κάποιοι ακόμα παίκτες έχουμε κάνει ένα γύρισμα για τις ανάγκες ενός βίντεο στα χαλάσματα του γηπέδου, όπου λέμε ότι το γήπεδο θα ξαναγεννηθεί.
Η έδρα της ομάδας είναι πλέον το «Σοφία Μπεφόν» στο Παλαιό Φάληρο. Η ομάδα κάνει την προσπάθειά της και εγώ παίρνω το περιβραχιόνιο του αρχηγού.
Παρά τις αλλαγές προπονητών για μια ακόμα φορά, πηγαίνουμε απρόσμενα καλά, έχοντας κερδίσει εκτός έδρας Ηρακλή και Άρη. Σε μια από αυτές τις νίκες μας μάλιστα, είχαμε και υποδοχή στο αεροδρόμιο από φιλάθλους του Πανιωνίου!
Λόγω Covid η σεζόν δεν ολοκληρώνεται. Το Πρωτάθλημα σταματά τον Μάρτιο. Περιμένω τον Πανιώνιο, όμως η ομάδα αποφασίζει λόγω οικονομικών θεμάτων να μην επιστρέψει στην Α1, όπως έκαναν επίσης το Ρέθυμνο και ο Ήφαιστος.
Επιστρέφω στη Θεσσαλονίκη ξανά, αυτή τη φορά για τον Ηρακλή. Και αυτή χρονιά Covid, δύσκολη για όλους τους αθλητές. Με συνεχόμενα τεστ και χωρίς κόσμο.
Κόουτς αρχικά ο Βαγγέλης Ζάγκος, ένας προπονητής που χάρηκα πολύ τη συνεργασία μαζί του και ευχαρίστως θα το έκανα ξανά, αν οι συνθήκες το επέτρεπαν.
Θεωρώ ιδιαίτερα τιμητικό για την καριέρα μου το γεγονός ότι έπαιξα και στους τρεις μεγάλους συλλόγους της πόλης όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα!
Θεωρώ επίσης τυχερό τον εαυτό μου που έπαιξα σχεδόν σε όλη μου την καριέρα σε ομάδες των οποίων ο κόσμος όχι απλώς ήταν στο πλευρό τους αλλά ήξερε και το άθλημα, ήταν μπασκετικός.
Δεν υπάρχει αθλητής που να μην τον εξιτάρουν, να μην τον ωθούν η εξέδρα και ο παλμός των φιλάθλων.
Σίγουρα υπάρχει πίεση σε τέτοιες συνθήκες, μπαίνει πολλές φορές στη μέση το “πρέπει”, αλλά αυτό το άγχος σε εμένα προσωπικά λειτουργεί δημιουργικά και με βοηθά να αποδώσω ακόμα καλύτερα.
Πρώτη φορά στην Α2
Το 2021, στα 34 μου πια, αφήνω την Α1 κατηγορία για να παίξω πρώτη φορά στην Α2, με την Καρδίτσα. Είναι μια σημαντική απόφαση για μένα, το είδα ως μια πρόκληση.
Σίγουρα είχα έναν αρχικό ενδοιασμό, είναι ένα τελείως διαφορετικό Πρωτάθλημα, μάλιστα στο πρώτο παιχνίδι που έπαιξα, εκτός έδρας στο Αγρίνιο, δεν ήξερα πού πατούσα και πού βρισκόμουν!
Τελικά όμως δεν το μετάνιωσα καθόλου. Μου έδειξαν από την αρχή ότι με θέλουν και σίγουρα ήταν πολύ σημαντικό κίνητρο για μένα ότι υπήρχε ο στόχος της ανόδου στην Α1. Μου αρέσει ως άνθρωπος να βάζω στόχους και να τους πετυχαίνω.
Η Καρδίτσα ήταν μια πολύ οργανωμένη ομάδα και προσωπικά είχα μια εκπληκτική συνεργασία με τον Γιάννη Μπουρούση, ο οποίος μέσα στο παρκέ ηγήθηκε της προσπάθειας για την άνοδο.
Πάντα με τον Γιάννη παίζαμε αντίπαλοι στην Α1, τώρα ήταν η στιγμή να είμαστε συμπαίκτες και πραγματικά το διασκεδάσαμε!
Εν τέλει, η Καρδίτσα τα κατάφερε και, όσον αφορά σε εμένα, ακολούθησε η τρίτη μου φορά στον Πανιώνιο, η πιο χαρούμενη, με την επιστροφή της ομάδας από τη Β’ Εθνική στην Α2 και τελικά στην Α1 κατηγορία!
Γράμμα στον νεότερο εαυτό μου….
Όλα αυτά τα χρόνια στα γήπεδα χαίρομαι πραγματικά να βλέπω νέα παιδιά να ξεχωρίζουν και να κάνουν το παραπάνω βήμα στην καριέρα τους.
Το ελληνικό μπάσκετ χρειάζεται νέο αίμα και εύχομαι τα επόμενα χρόνια να βγουν παιδιά που θα πρωταγωνιστούν στα Πρωταθλήματα αλλά και στην Εθνική ομάδα.
Για να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει αφενός τα νέα παιδιά να έχουν τη σωστή νοοτροπία, αφετέρου οι προπονητές αλλά και οι ομάδες να έχουν τη διάθεση να βοηθήσουν και να επενδύσουν σε αυτά.
Σε προσωπικό επίπεδο, νιώθω γεμάτος, γιατί έπαιξα σε πολλές ομάδες, με πολύ καλές συνθήκες και όμορφες στιγμές στην πλειοψηφία τους. Κέρδισα τρόπαια, έπαιξα στην Ευρώπη, στις μικρές Εθνικές ομάδες, σε πολλές διοργανώσεις, σε Πανεπιστημιάδα αλλά και στην Εθνική Ενόπλων, με την οποία μάλιστα βγήκαμε δεύτεροι στον κόσμο!
Αν μπορούσα να κάνω ένα ταξίδι στον χρόνο και να δώσω δύο συμβουλές στον 18χρονο Δημήτρη Βεργίνη στο ξεκίνημά του λοιπόν, θα του έλεγα ότι η καριέρα που θα κάνει θα εξαρτηθεί από τη δουλειά που θα ρίξει στην προπόνηση, από τη θέληση που θα έχει, από τις επιλογές του, από τις συνεργασίες του και φυσικά από τις συγκυρίες και τους τραυματισμούς.
Όταν ξεκίνησα την επαγγελματική μου πορεία, είχα πολλές απαιτήσεις από τον εαυτό μου.
Ξέρω ότι έχω σωστή νοοτροπία, αλλιώς δεν θα έφτανα ως εδώ. Όλα αυτά με ικανοποιούν.
Δούλεψα πολύ. Κι αν μπορούσα να γυρίσω τα χρόνια πίσω, αυτό που ίσως θα έκανα θα ήταν να δουλέψω ακόμα παραπάνω.
Να προπονηθώ περισσότερο και πιο σκληρά, τις διπλάσιες και παραπάνω ώρες από όσες το έκανα, για να πετύχω ακόμα περισσότερα πράγματα.
Το πιο σημαντικό όμως απ’ όλα για έναν παίκτη στη διάρκεια της καριέρας του είναι να μην τα παρατήσει, όποια δυσκολία κι αν βρεθεί στον δρόμο του.
Μπορεί να υπάρξουν τραυματισμοί, ατυχίες, να αντιμετωπίσεις την έλλειψη εμπιστοσύνης από τον προπονητή σου, να έχεις ψυχολογικά σκαμπανεβάσματα είτε για αγωνιστικούς είτε για εξωαγωνιστικούς λόγους.
Αν θες να λέγεσαι επαγγελματίας, πρέπει να είσαι εκεί, συνεπής, και να μην αφήνεις μέρα να πάει χαμένη χωρίς να δουλεύεις και να βελτιώνεσαι.
Ο Δημήτρης Βεργίνης είναι επαγγελματίας καλαθοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξανδρος Σωτηρόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Δημήτρης Βεργίνης: Η επιστροφή του Πανιωνίου