Μεγάλωσε κι εκείνο στα ίδια στενά, στο Σάο Γκονσάλο, ανάμεσα στους ετοιμόρροπους τοίχους των σύγχρονων παραπηγμάτων μιας ακόμα φαβέλας λίγο έξω από το Ρίο Ντε Τζανέιρο.
Εκεί όπου ο κίνδυνος κι η φτώχεια είναι η μόνη πραγματικότητα. Και η μπάλα μια από τις λιγοστές, αν όχι η μόνη, διεξόδους. Την είδε κι εκείνο για πρώτη φορά να τον υπακούει πιστά στο ίδιο κλειστό βόλεϊ με τα δύο μικρά τέρματα στις άκρες του και το φιλέ που μαζευόταν για να βαφτίσει την παρατημένη γεμάτη υγρασία σάλα σε «γήπεδο» ποδοσφαίρου. Ξεκίνησε κι εκείνο το ταξίδι του από το ίδιο μέρος, το «Escola Flamengo», την ακαδημία της Φλαμένγκο, με τα ίδια όνειρα.
Ήταν ένα ακόμα παιδί από τα αμέτρητα που ονειρεύονται να γίνουν όπως εκείνος ο τύπος στις αφίσες του τοίχου της ακαδημίας. «Πάμε, Βινίσιους, δείξε τους τι μπορείς να κάνεις», οι λέξεις δίπλα στη φωτογραφία του. Ήταν ένα ακόμα παιδί που ήθελε να γίνει όπως Βίνι. Και, όταν ο Jack Lang του Athletic τού ζήτησε να του πει τι σημαίνει για αυτό ο Βινίσιους, τι συμβολίζει, τι είναι, εκείνο απάντησε τόσο εύστοχα. «Με μια λέξη;», ρώτησε, πριν αποκριθεί: «Superação».
Παραδόξως στα ελληνικά δεν συναντάται αυτή η λέξη. Με απλά λόγια σημαίνει «αυτός που ξεπερνά». Αυτός που ξεπερνά τις δυσκολίες, τα εμπόδια, την αμφισβήτηση, την ανθρωποφαγία, το μίσος. Αυτός που ξεπερνά ακόμα και την καλύτερη έκδοση του εαυτού του. Κάποιος δηλαδή όπως ο Βινίσιους Ζούνιορ. Από το τίποτα στην κορυφή του κόσμου κι ακόμα παραπέρα.
Κάποιος που μπόρεσε να γίνει ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στον πλανήτη και ταυτόχρονα να είναι κάτι μεγαλύτερο, κάτι σπουδαιότερο ακόμα κι από αυτό. Για χάρη της δικής του μάχης, μιας μάχης εντός και εκτός γηπέδου. Σημαντικότερης από κάθε απίθανη ντρίμπλα, κάθε κομβικό γκολ, κάθε τρόπαιο, κάθε ρεκόρ. Μιας μάχης σημαντικότερης του ίδιου του παιχνιδιού. Μιας μάχης για όλα τα μαύρα παιδιά από τη φαβέλα «που ο κόσμος δεν αντέχει να βλέπει στην κορυφή».
Χαμογελώντας στον βούρκο
«Θυμάμαι πως κάποτε τον είδα να περνάει την μπάλα πάνω από το κεφάλι ενός αντιπάλου και αμέσως μετά να την περνά πάνω και από τον τερματοφύλακα και να σταματάει πάνω στη γραμμή του τέρματος, να τους κοιτά και να γελάει μαζί τους», έχει πει για εκείνον ο φροντιστής της ακαδημίας της Φλαμένγκο.
Και αυτή η χαρά, το πλατύ χαμόγελο ήταν αυτό που ανέκαθεν τον όριζε. Ειδικά όταν επρόκειτο για όλα όσα έκανε με την μπάλα στα πόδια. Ο Βίνι ήταν πάντα ένα χαρούμενο παιδί, ένα παιδί με ενδημική ευτυχία, με μια αύρα χαράς που παρέσυρε μικρούς και μεγάλους γύρω του. Έτσι τον θυμούνται όσοι τον ήξεραν από μικρό.
Και γινόταν ακόμα πιο χαρούμενος, όταν είχε την μπάλα στα πόδια του. Έκανε τους γύρω του ακόμα πιο χαρούμενους, όταν είχε την μπάλα στα πόδια του. Κανείς δεν ξέρει ποιος Θεός αγγίζει αυτά τα παιδιά στις φτωχογειτονιές του Ρίο, πώς και γιατί τα ευλογεί με αυτό το σχεδόν μαγικό χάρισμα, με ποιον τρόπο δημιουργεί την παθιασμένη τους σχέση με το τόπι.
Αλλά ό,τι κι αν ισχύει, ο Βινίσιους το είχε από πάντα. Ήταν ξεχωριστός από πάντα, ήταν καλύτερος από κάθε άλλον κοντά στην ηλικία του, ήταν φτιαγμένος για αυτό. Κάτι που αποτυπωνόταν στο περίφημο χαμόγελό του.
Ακόμα κι αν δεν ήταν πάντα τόσο εύκολο να το διατηρεί, η χαρά του ήταν επιλογή του και βασιζόταν στα απλά πράγματα, ξεπερνούσε τις δεδομένες δυσκολίες. Μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια, βουτηγμένος στην εγκληματικότητα της φαβέλας, μόνο με τα βασικά. Κάποιες φορές δίχως ούτε αυτά. Μεγάλωσε μακριά από τον πατέρα του, ο οποίος δεν είχε άλλη επιλογή από το να δουλεύει στο Σάο Πάολο, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από την οικογένειά του. Μεγάλωσε όμως και με απεριόριστη αγάπη, έμαθε πως τίποτα δεν θα του στρωθεί, πως πρέπει να παλεύει κάθε μέρα.
Όταν τα “μάτια” της Φλαμένγκο τον ξεχώρισαν ανάμεσα σε τόσα άλλα παιδιά, χρειαζόταν να ταξιδεύει πάνω από τέσσερεις ώρες την ημέρα για να πηγαίνει στις προπονήσεις. Ήταν μόλις έξι. Η μητέρα του τον συνόδευε μέχρι ένα σημείο με το λεωφορείο και έπειτα τον περίμενε υπομονετικά να γυρίσει. Το ταλέντο του ήταν ό,τι πιο κοντινό σε εγγύηση για μια καλύτερη ζωή για όλη του την οικογένεια. Όμως το μεγαλύτερο όπλο του ήταν η αύρα του, ο τρόπος με τον οποίον αντιμετώπιζε κάθε αντιξοότητα της δύσκολης παιδικής του ηλικίας. Χαμογελώντας. Και παίζοντας.
«Neguebinha»
Αστείρευτο ταλέντο, υπέροχη ποδοσφαιρική φαντασία, ανεκπλήρωτες υποσχέσεις και κατρακύλα. Ο Γκιγιέρμε Νεγκέμπα έμεινε στην ιστορία της Φλαμένγκο ως ο απόλυτος παίκτης που δεν μπόρεσε να δικαιώσει τις προσδοκίες, να σηκώσει το βάρος της συναρπαστικής αναστάτωσης που συνόδεψε το όνομά του στα πρώτα του βήματα. Ήταν κι αυτός ένα -φαινομενικά- θαματουργό παιδί της Φλαμένγκο, έκανε το ντεμπούτο του στα 18, ενθουσίαζε.
Αλλά η πτώση του υπήρξε ανελέητη και στα 25 του ήδη αγωνιζόταν στη δεύτερη κατηγορία της Βραζιλίας, πριν καταλήξει στην Κορέα και την Ταϊλάνδη. Η ιστορία του σημάδεψε τον κόσμο της «Φλα» τόσο ώστε να τον μετατρέψει σε ανέκδοτο, σε μια ταμπέλα που από εκεί και στο εξής θα φορούσε κάθε παιδί που λύγιζε προ των παράλογων απαιτήσεων, των συγκρίσεων, της ανάγκης για τον «νέο Πελέ», τον «νέο Ροναλντίνιο», τον «νέο Νεϊμάρ».
Ο Βινίσιους δεν το έκανε αυτό, δεν λύγισε, δεν κατρακύλησε. Μόνο που από την πρώτη στιγμή κλήθηκε να κουβαλήσει ανεπανάληπτο βάρος. Ή μάλλον οριακά πριν καν την πρώτη στιγμή. Άλλωστε, είχε προλάβει να γράψει μόνο οκτώ -ναι, οκτώ- λεπτά συμμετοχής στην πρώτη ομάδα της Φλαμένγκο, πριν η Ρεάλ Μαδρίτης γυρίσει ανάποδα τον κόσμο για να τον κάνει δικό της, με την τότε δεύτερη ακριβότερη μεταγραφή Βραζιλιάνου ποδοσφαιριστή στην ιστορία.
Ήταν καλοκαίρι του 2017 και ο Βίνι είχε μόλις κλείσει τα 17 του, όταν οι «Merengues» με 45 εκατ. ευρώ εξασφάλισαν τις υπηρεσίες του από την επόμενη σεζόν. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει, κανείς δεν μπορούσε να βρει τη λογική αυτής της κίνησης, ούτε στην Ισπανία ούτε καν στη Βραζιλία. Κι αυτό έκανε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα για τον Βινίσιους. Ετοιμαζόταν για μια χρονιά στην πατρίδα του, σε αυτή την ηλικία είχε όλα τα βλέμματα, τα οποία αδυνατούσαν να κατανοήσουν, πάνω του, να τον περιμένουν να δικαιολογήσει την πίστη της «Βασίλισσας» σε κάθε επαφή, σε κάθε ντρίμπλα, σε κάθε ενέργεια.
Ήταν σκληρό, ο Βίνι δεν είχε την παραμικρή εμπειρία στο κορυφαίο επίπεδο, αναγκαστικά τα σκαμπανεβάσματα ήταν πολλά. Είχε στιγμές λάμψης και μεγάλα λάθη, κακές αποφάσεις, έλλειψη συνέπειας σε όσα έκανε. Ήταν φυσιολογικό.
Όμως αμέτρητες αφελείς γλώσσες τόλμησαν από πολύ νωρίς να τον αποκαλέσουν «Neguebinha», «μικρό Νεγκέμπα» δηλαδή, να προεξοφλήσουν τη συνέχειά του, το άδοξο τέλος. Σίγουρα πλέον έχουν κοπεί… Και τι δεν άκουσε για τις εμφανίσεις του. «Δεν μπορεί καν να σουτάρει», «Είναι χαζός», «Η Ρεάλ πιάστηκε κορόιδο, θα τον πουλήσει, πριν καν φορέσει τη φανέλα της», μόνο μερικά από αυτά. Όχι από αντίπαλους οπαδούς, όχι για πλάκα. Αλλά από δημοσιογράφους, με απόλυτη σοβαρότητα.
Κι όμως, εν μέσω της ασύλληπτης πίεσης, στις ρωγμές αυτής της παράνοιας, το άνθος του Βίνι βρήκε τον τρόπο να φυτρώσει και ο βλαστός του τον τρόπο να το στηρίξει, να δει τα φύλλα του να μεγαλώνουν και τα μπουμπούκια του να ανοίγουν. Σταδιακά ο 17χρονος Βινίσιους, πάντα πιστός στο πλατύ του χαμόγελο, άρχισε να βελτιώνεται θεαματικά. Φάση τη φάση, παιχνίδι το παιχνίδι, μήνα τον μήνα γινόταν καλύτερος.
Ίσως όχι για την κορυφαία ομάδα στον κόσμο, όμως για εκείνη αυτό δεν είχε σημασία τότε. Η Ρεάλ ήξερε από την αρχή και είχε φροντίσει να πείσει κι εκείνον. Μπορούσε, είχε όλα όσα χρειαζόταν για να γίνει ο καλύτερος στον κόσμο. Η δική της πίστη έγινε κερί στα αφτιά του, εξουδετέρωσε κάθε εξωτερικό θόρυβο. Όλοι αυτοί που δεν πίστευαν και το φώναζαν δεν είχαν την παραμικρή μπροστά στην απόλυτα ήρεμη και σιωπηλή «Βασίλισσα». Οι άνθρωποί της σχεδίασαν τον τέλειο χάρτη για την πορεία του. Είχε περισσότερους λόφους, περισσότερες απότομες πλαγιές, περισσότερα βουνά, μα ήταν σχεδιασμένος για κάποιον που θα ξεπερνούσε κάθε εμπόδιο. Πρώτα Κ19, μετά Καστίγια, μετά Άνδρες. Με υπομονή και επιμονή.
Την ίδια επιμονή βέβαια που επιδείκνυαν σε κάθε του βήμα οι ορκισμένοι επικριτές του. Στην Ισπανία δεν ήταν «Neguebinha» αλλά σίγουρα κάτι παρόμοιο. Ένα ταλαντούχο παιδί, ναι, το οποίο όμως δεν άξιζε τον κόπο, τα χρήματα, την προσοχή. Που μπορούσε μόνο να τρέξει, που νοιαζόταν μόνο για τις ντρίμπλες και τα έκανε θάλασσα σε κάθε τελική απόφαση. Η αλήθεια είναι πως τα πρώτα του βήματα στη Μαδρίτη δεν απείχαν πολύ από αυτό, όμως απείχαν απίστευτα από το τελικό προϊόν.
Ο Βίνι έγινε ξανά σάκος του μποξ, ανέκδοτο, αστείο, η προσωποποίηση μιας μυθικής αποτυχίας της Ρεάλ. Κι ας ήταν μόλις 18, 19, 20 ετών.
Κι ας ήξεραν όλοι πως η ρήξη μηνίσκου που υπέστη, μόλις είχε αρχίσει να γκαζώνει το 2019, ήταν κομβική στο απότομο φρενάρισμα της ανάπτυξής του. Η κατάσταση ήταν πιο δύσκολη από ποτέ. Ο Βινίσιους επέστρεψε στη δράση και έδειχνε ακόμα χειρότερος…, φανερά επηρεασμένος. Έπιασε τον δικό του πάτο. Το Bernabéu τον αποδοκίμαζε, μέχρι και οι συμπαίκτες του είχαν χάσει την πίστη τους σε εκείνον. «Στο ορκίζομαι, είναι σαν να παίζει εναντίον μας, απλώς μην του δίνεις την μπάλα». Το μικρόφωνο και η κάμερα της φυσούνας έπιασαν την ατάκα του Μπενζεμά στον Μεντί.
Ο Βινίσιους δεν είχε κανέναν με το μέρος του, και η παραμικρή λάμψη στο τούνελ απλώς δεν ήταν ορατή ούτε για τους πιο αισιόδοξους. Λίγο πριν η προφητεία του «Neguebinha» αποκτήσει πραγματική υπόσταση όμως, κάποιος κύριος ονόματι «Καρλέτο» σήκωσε το φρύδι και του έκλεισε το μάτι…
Στην κορυφή του κόσμου εν μια νυκτί
Μια νύχτα. Μερικές φορές μια νύχτα είναι αρκετή για να γυρίσει ο κόσμος ανάποδα, να συντελεστούν οι μεγαλύτερες αλλαγές. Ή μάλλον όχι να συντελεστούν, αλλά να φανούν. Σε μια νύχτα άλλωστε ο Βινίσιους των λαμπερών παρενθέσεων, των κακών αποφάσεων, των τραγικών επιλογών, της ασυνέπειας, των memes και της υποτίμησης έγινε ο Βινίσιους. Αυτός ο απίθανος ποδοσφαιριστής.
Χρειάστηκαν πέντε χρόνια ιδρώτα, δυσκολιών, πίστης, σκληρής δουλειάς. Μα όλα αυτά, με τη βοήθεια της αστερόσκονης του Αντσελότι, έφτασαν στο απόγειο της έκφρασής τους μέσα σε μια νύχτα. Ο Καρλέτο επέστρεψε στη «Βασίλισσα» και εξαπέλυσε το απόλυτο βέλος της δεύτερης μαδριλένικης θητείας του. Ο ίδιος παίκτης, ο Μπενζεμά, που μια σεζόν πριν παρακαλούσε τους συμπαίκτες του να αγνοούν τον Βίνι, τώρα τον αποκαλούσε «φαινόμενο», τρεφόμενος από τη δική του ασταμάτητη δημιουργία.
Όλα τα κομμάτια είχαν πια μπει στις θέσεις τους. Ο Βίνι ντρίμπλαρε σαν δαίμονας, χορεύοντας ανάμεσα στους αμυντικούς και τα μάταια ντουμπλαρίσματά τους. Τραβούσε πάνω του τους αντιπάλους του και στον τέλειο χρόνο τους εξέθετε, ταΐζοντας με ευκαιρίες επί ευκαιριών τους συμπαίκτες του. Ή απλώς ανάγκαζε τους τερματοφύλακες να μαζεύουν μπάλες από τα δίχτυα τους. Μετά από κούρσες, μετά από τέλεια τρεξίματα που τον έβαζαν στις καλύτερες θέσεις εκτέλεσης, με τελειώματα μέσα από την περιοχή, με πλασεδάρες, με σουτ από κάθε σημείο.
Τα έκανε όλα. Μαζί. Ταυτόχρονα. Σε ασύλληπτα φονικό βαθμό. Ξαφνικά ο Βινίσιους ήταν όλα όσα “έπρεπε” να γίνει από την πρώτη στιγμή, αυτά που οι επικριτές του ορκίζονταν πως δεν θα γίνει ποτέ.
Και εκείνο το βράδυ στο Παρίσι, μόλις στα 21 του, χαλύβδωσε το πρώτο κεφάλαιο της χρυσής κληρονομιάς του. Αυτό το απλό σπρώξιμο της μπάλας στα δίχτυα της Λίβερπουλ χάρισε στη Ρεάλ το 14ο Champions League.
Για τον ίδιο ήταν κάτι παραπάνω. Ένα στέμμα για την πρώτη πραγματικά υπερηχητική σεζόν του, επιστέγασμα του ιδρώτα, της ανιωθίλας του στη σκληρή κριτική. Και μαζί, μόνο η αφετηρία. Ο Βίνι βάσισε τα τούβλα και το τσιμέντο του σε εκείνη τη σεζόν, σε εκείνο το βράδυ, έφτιαξε τα δικά του θεμέλια και έχτισε το δικό του status για το μέλλον του. Το status του καλύτερου παίκτη στον κόσμο.
Δεν κοίταξε ποτέ ξανά πίσω του, δεν φρέναρε ποτέ ξανά, δεν άκουσε ποτέ ξανά κάποιον να τον υποτιμά. Πολύ απλά γιατί ήταν ο καλύτερος στον κόσμο. Πανέμορφος με την μπάλα στα πόδια, παρών σε κάθε σημαντική στιγμή, σε κάθε μεγάλο βράδυ, σε κάθε κρίσιμη περίσταση. Να δικαιώνει τη «Βασίλισσα» για την πίστη της, να την οδηγεί σε τίτλους και να γίνεται ολοένα και πιο σπουδαίος στην ιστορία του ομορφότερου παιχνιδιού. Και ταυτόχρονα, κάτι παραπάνω από αυτό.
Το θλιμμένο παιδί, ο δήμιος των ρατσιστών
Λένε ότι το μίσος είναι σαν το νερό. Ότι, όσο κι αν προσπαθήσει κανείς να το περιφράξει, εκείνο θα βρει τον τρόπο να εκφραστεί. Θα αλλάξει κατεύθυνση και θα ξετρυπώσει από την πιο μικρή ρωγμή ή θα φουσκώσει από οργή και θα περάσει όλα τα εμπόδια. Πια κανείς δεν μπορούσε να πει τίποτα για τις εμφανίσεις του Βινίσιους μέσα στο γήπεδο. Κανείς δεν μπορούσε να τον κοροϊδέψει, να πει ότι δεν τα κατάφερε.
Και το μίσος βρήκε μια άλλη διέξοδο. Δεν υπήρχαν λάθη, χαμένες ευκαιρίες, κακές αποφάσεις για να μιλήσουν. Κι έτσι μιλούσαν για το χρώμα του δέρματός του. Όσο έλαμπε στο χορτάρι, ο Βίνι έβλεπε το τσουνάμι του μίσους και του ρατσισμού να κατευθύνεται προς τα πάνω του με ολοένα και μεγαλύτερη ορμή.
Άκουγε οπαδούς να μιμούνται τις μαϊμούδες με τα χέρια και τα στόματά τους, να τον λένε «γ@@@μένο μαύρο», να του εύχονται να πεθάνει. Είδε παιδιά να του επιτίθενται λεκτικά, είδε οπαδούς να φτιάχνουν μια κούκλα με το όνομά του και να τον “κρεμάνε”. Είδε παράγοντες και αντιπάλους να τον λένε προκλητικό, αντιπαθητικό. Ίσως και να ήταν, αλλά πάντα στα όρια του παιχνιδιού. Να του λένε πως «χρησιμοποιεί ως δικαιολογία» τον ρατσισμό, όσο ολόκληρα στάδια ορμούσαν με μίσος απέναντί του.
Όπως τότε στο Mestalla. Ήταν ακόμα μια ρατσιστική επίθεση, μα ο Βίνι δεν άντεχε άλλο. Έδειξε έξαλλος τον ανεγκέφαλο που του επιτέθηκε, το ανέφερε στον διαιτητή και αντέδρασε, όταν οι αντίπαλοί του προσπάθησαν ξανά να τον βγάλουν τρελό. Αποβλήθηκε. Μα δεν κράτησε ποτέ κλειστό το στόμα του. Ακόμα κι αν είχε χάσει το χαμόγελο που πάντα τον οδηγούσε, ακόμα κι αν δεν ήταν πια το ίδιο παιδί. «Δεν ήταν η πρώτη φορά, ούτε η δεύτερη, ούτε η τρίτη. Στη La Liga ο ρατσισμός είναι κανονικότητα. Η Ισπανική Ομοσπονδία δεν έχει πρόβλημα με αυτό, οι αντίπαλοι τον επικροτούν. Λυπάμαι… Το Πρωτάθλημα που κάποτε άνηκε στον Ροναλντίνιο, τον Ρονάλντο, τον Κριστιάνο και τον Μέσι σήμερα ανήκει στους ρατσιστές», είπε.
Ήταν μάλλον η στιγμή που η αφόρητη πίεση έσκασε σαν χύτρα μέσα του. Η πρώτη μέρα του υπόλοιπου της ζωής του. Ο Βίνι ήταν ο καλύτερος παίκτης στον κόσμο, μα από τότε αποφάσισε πως θα γίνει κάτι πολύ πιο σπουδαίο. Ένα σύμβολο.
Έναν χρόνο μετά τίποτα δεν διαφοροποιήθηκε. Ο ίδιος, σχεδόν μόνος σε αυτή τη μάχη, γύρισε στο ίδιο γήπεδο, στο γήπεδο που άλλαξαν τα πάντα για εκείνον, και σκόραρε δύο φορές. Σήκωσε στον ουρανό τη μαύρη σφιγμένη του γροθιά. Εικόνα παντοδύναμη, γεμάτη ουσία. Δεν θα έμενε ποτέ ξανά σιωπηλός, ποτέ ξανά αδρανής. Ένας 23χρονος απέναντι στον κόσμο της κακίας και του μίσους. Πόσο δύσκολο μπορεί να είναι αυτό;
«Ίσως ο κόσμος δεν ξέρει τι είναι ο ρατσισμός. Στα 23 μου πρέπει να τους δείξω εγώ τι είναι, πώς με επηρεάζει», είπε τη μέρα που ο ποδοσφαιρικός πλανήτης πάγωσε μαζί του. Στο πρόσωπό του δεν υπήρχε κανένα χαμόγελο, μόνο δάκρυα και πόνος, τρεμάμενα λόγια που άφηναν τα βρεγμένα χείλη του: «Νιώθω όλο και πιο λυπημένος, έχω όλο και λιγότερη επιθυμία να παίζω. Αλλά θέλω να συνεχίσω να μάχομαι. Με συγχωρείτε… Απλώς θέλω να παίζω ποδόσφαιρο».
Το μίσος είχε λυγίσει το πιο χαρούμενο παιδί στον κόσμο, αυτό που χαμογελούσε μέχρι και στον βούρκο στον οποίον μεγάλωσε, αυτό που θεωρητικά είχε τα πάντα. Αλλά ταυτόχρονα το είχε σφυρηλατήσει, γιατί ο Βινίσιους ήταν πάντα «Superação», αυτός που ξεπερνούσε ό,τι έβρισκε μπροστά του. Ό,τι.
Στην αρχή ήταν οι ορκισμένοι επικριτές του, μετά αυτοί που απλώς τον αντιπαθούσαν και στη συνέχεια αυτοί που αποφάσισαν πως δεν γουστάρουν το χρώμα του δέρματός του. Αυτοί που, σύμφωνα με έναν από τους πιο κοντινούς του ανθρώπους, «δεν αντέχουν να βλέπουν ένα μαύρο παιδί από τη φαβέλα να φτάνει στην κορυφή του κόσμου». Τόσο μικρός μα τόσο τεράστιος. Ο Βίνι αγκάλιασε την πραγματική αποστολή του, αποφάσισε πως αυτό δεν θα το ξεπερνούσε απλώς, αλλά θα προσπαθούσε να το διαλύσει. Πως πλέον θα ήταν κάτι σπουδαιότερο.
Όταν τρεις από αυτούς που του επιτέθηκαν ρατσιστικά στο Mestalla καταδικάστηκαν σε φυλάκιση και αποκλεισμό από τα γήπεδα, ο Βινίσιους Ζούνιορ πανηγύρισε την πρώτη μικρή του νίκη. Έστειλε το μήνυμα της συνέχειας: «Πολλοί μού ζήτησαν να το αγνοήσω, πολλοί μού είπαν πως η μάχη μου είναι μάταιη, πως πρέπει απλώς να παίζω ποδόσφαιρο. Αλλά, όπως λέω πάντα, εγώ δεν είμαι θύμα του ρατσισμού, είμαι ο δήμιος των ρατσιστών. Η πρώτη καταδίκη για ρατσισμό στην ιστορία της Ισπανίας δεν είναι για μένα αλλά για όλους τους μαύρους. Ρατσιστές, να φοβάστε, να ντρέπεστε, να κρύβεστε στις σκιές».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: