«Fuck off! Get out of it, you wankers! Go on, you Gallic fucking garlic-breath tossers! Piss off! Get in here and say that, mate! Come on! Fucking come and have it! You fucking beep? We ‘ll beep, you bastard, all over your fucking nose! Fuck off! Go on, you French bastards! Get on the other side of the road, you pricks! Go on out of it! Fuck off»!
Καθώς το κόκκινο old school british magic bus με τη σημαία του Νησιού πηγαίνει ανάποδα στην Εθνική οδό προς το Παρίσι, ο Μαντ Μέιναρντ ξεστομίζει όλα αυτά τα… καλούδια στους Γάλλους, για τους οποίους θεωρεί ότι βρίσκονται σε λάθος λωρίδα, για να καταλήξει στο τέλος να αναφωνεί εν εξάλλω: «Είμαι μπερδεμένος». Σε αυτήν τη σκηνή του εμβληματικού «Eurotrip» αλλά και σε όλη την ταινία στην ουσία υποδύεται τον εαυτό του. Έναν χουλιγκάνο που γουστάρει να τραμπουκίζει οτιδήποτε κινείται μπροστά του.
Στην πραγματικότητα όμως ο Βίνι Τζόουνς δεν ήταν μόνο αυτό. Η πολυδιάστατη προσωπικότητά του αποτυπώθηκε ήδη στην πρώτη -και ίσως καλύτερή- του ταινία. Στο «Lock, Stock and Two Smoking Barrels» του 1998, ο Μπιγκ Κρις επιβεβαιώνει ότι ο δαίμονας μέσα του έχει και ένα χαλινάρι ήθους. Έχοντας μαζί του τον γιο του, την πέφτει στον Τζον, τη στιγμή που εκείνος κάνει σολάριουμ: «I ‘ve got some bad news for you, John», εκείνος τρομάζει: «What the fuck?», με τον Μπιγκ Κρις να του στραπατσάρει τα μούτρα, λέγοντάς του: «Mind your language in front of the boy!», και τον Τζον να επικαλείται τα θεία: «Jesus Christ!», για να ξαναφάει το καπάκι του σολάριουμ στα μούτρα, με την επική ατάκα πνιγμένη σε ένα fuckin coolness: «That includes blasphemy as well!».
Μπούλετ Τουθ Τόνι, Σμάσερ Ο’Ντρίσκολ, Σφινγκξ, Τζάγκερνοτ, Κίλερ και ένας σωρός άλλοι ρόλοι που τον κατέστησαν διάσημο επί οθόνης, αλλά δεν μπορούν να συγκριθούν με την 15ετή παράστασή του στα γήπεδα.
Πρόκειται ίσως για την πιο cult ποδοσφαιρική προσωπικότητα μίας προηγούμενης εποχής, ενώ ακόμη και μέχρι σήμερα δεν μπορούμε να σκεφτούμε κανέναν που θα μπορούσε να συγκριθεί μαζί του.
Και φυσικά η κουβέντα δεν αφορά στα skills του στο χορτάρι αλλά σε μία συμπεριφορά του που είναι απόλυτα συνυφασμένη με το αγγλικό ποδόσφαιρο. Όχι με τη μορφή που το βλέπει κανείς τώρα στην πλούσια και κυριλέ Premier League, μα το γνήσιο βρετανικό παιχνίδι, στο οποίο, περισσότερο και από το γκολ, σημασία είχε να αγωνίζονται σε αυτό σκληροτράχηλα παλληκάρια.
Περιπλάνηση
Ο Βίνσεντ Πίτερ Τζόουνς γεννήθηκε στο Γουότφορντ και από την πλευρά της αγαπημένης του μητέρας ήταν Ουαλός. Ο κόσμος του πιτσιρικά έγινε απότομα σκληρός στα 12 του, όταν ο πατέρας έφυγε από το σπίτι και δεν επέστρεψε ποτέ. Μέχρι τότε ο Βίνι έπαιζε μπάλα στην Μπέντμοντ, μα εκείνη την ημέρα αποφάσισε να τα παρατήσει. Σταδιακά μετατρεπόταν σε έναν πολύ θυμωμένο έφηβο, ο οποίος δεν ήξερε να διαχειριστεί το συναίσθημά του και ξεσπούσε σε καβγάδες στις αντίπαλες γειτονιές. Στα 16 του παράτησε το σχολείο και το σπίτι και έπιασε δουλειά σε οικοδομή, κουβαλώντας τούβλα. Και ενώ η περίπτωσή του έμοιαζε χαμένη, θέλησε την ίδια στιγμή να επιστρέψει στο ποδόσφαιρο.
Ο σχεδόν επικίνδυνος και θυμωμένος νεαρός άρχισε να εκτονώνει την αρνητική ενέργειά του μεταξύ εργασίας και μπάλας. «Η δεύτερη ευκαιρία που μου έδωσε το παιχνίδι ήταν και αυτή που με έσωσε τελικά. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα μπορούσα να έχω βρεθεί μαχαιρωμένος σε κάποια παμπ».
Ταλεντάρα δεν ήταν. Δεν είχε σπουδαία τεχνική, δεν μπορούσε να κρατήσει τη θέση του, έχοντας μία περίεργη αναρχία στο χορτάρι. Περισσότερο ξεχείλιζαν από μέσα του μία ορμή, ένας πάθος και ένα πείσμα.
Από την Ουίλντστοουν θα βρεθεί στα 21 του (1986) να ταξιδεύει στη Γ’ κατηγορία της Σουηδίας με τη φανέλα της Χόλμσουντ. Αυτό συνέβη, επειδή στην ομάδα του δεν του έδιναν επαγγελματικό συμβόλαιο και δεν τον έβαζαν να παίξει. Ανάμεσα σε σκληροτράχηλους ερασιτέχνες Σουηδούς, σε λασπωμένα και παγωμένα τερέν, θα γίνει ακόμα πιο ώριμος, θα βρει ρυθμό, θα “υποτάξει” κάπως την αναρχία του στο σύστημα και έπειτα από έξι μήνες θα επιστρέψει στο Νησί. Η Γουίμπλεντον, η οποία παίζει πλέον στην πρώτη κατηγορία, θα τον εμπιστευτεί και μαζί θα γράψουν ιστορία.
Η «Τρελή Συμμορία»
Από το 1889 που ιδρύθηκε, η Γουίμπλεντον πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ιστορίας της σε ερασιτεχνικά Πρωταθλήματα.
Το 1982 συμμετείχε στην τέταρτη κατηγορία. Ήταν μία χρονιά ορόσημο για το club, καθώς ξεκίνησε να σχηματίζεται ένα από τα πιο ιδιαίτερα σχήματα που είδε ποτέ το αγγλικό ποδόσφαιρο. Ο Ντέιβ “Χάρι” Μπάσετ έθεσε τα θεμέλια μίας ημιάγριας “αγέλης”, η οποία δεν ασχολήθηκε ποτέ με το να εντυπωσιάσει δημιουργικά το κοινό. Ίσως η πιο σκληρή ομάδα που εμφανίστηκε ποτέ, οι Ντονς, βασίστηκαν στο δόγμα: αδιαπέραστη άμυνα, αδιανόητα σκληρά μαρκαρίσματα που ξεπερνούσαν το όριο του αθλητικού, πάρα πολύ σκληρά τάκλιν, μακρινές μπαλιές και όπου βγει. Μπροστά ο ψηλός, δυνατός και αδάμαστος Τζόν Φάσανου δεν μπορούσε να τζατζαριστεί.
Με αυτόν τον τρόπο άρχισε να καταπίνει κατηγορίες και σε τέσσερα χρόνια βρέθηκε καλπάζοντας να παίζει απέναντι στους μεγάλους. Τότε ήταν που αποκτήθηκε και ο Βίνι. «Αυτός ο τύπος ταιριάζει ακριβώς σε αυτό που έχουμε εδώ πέρα», θα εξηγήσει λιτά ο νέος κόουτς, Μπομπ Γκουλντ, ο οποίος θα απογειώσει την καριέρα του νέου παίκτη του.
Το πρώτο που έμαθε εκεί ο Βίνι ήταν η ιαχή που φώναζαν σε μία έκσταση αγριάδας οι αμυντικοί ξωπίσω του. Το ουρλιαχτό «Put it in the mixer» που άκουγαν οι αντίπαλοι επιθετικοί δεν γινόταν να μην τους τρομάξει. Απέναντί τους είχαν ένα τσούρμο τύπους που σημάδευαν την καρωτίδα και τα γόνατά τους. Μία ομάδα που έμοιαζε να έχει προπονηθεί για να μπαίνει στο μυαλό του αντιπάλου και να δημιουργεί τρόμο. Μία ομάδα που δεν νοιαζόταν καν για το παιχνίδι παρά μονάχα για το πώς θα πάρει αυτό που θέλει, υλοποιώντας απόλυτα το δόγμα «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».
Με το καλημέρα ο Βίνι βρήκε το περιβάλλον που είχε ανάγκη ώστε να εξωτερικεύσει όσα είχε μέσα του. Ο θυμός του έβγαινε σε κάθε προπόνηση. Ακόμα και ο Φάσανου, τον οποίον άπαντες έτρεμαν, μόνο σε εκείνον δεν τσαμπουκαλεύτηκε ποτέ. «Ο Βίνι ήταν μάλλον πιο τρελός από εμένα και έτσι είχε τον σεβασμό μου». Και η ομάδα όμως είχε βρει τον κρίκο που της έλειπε για το θαύμα που θα ακολουθούσε. Ο Βίνι Τζόουνς θα γινόταν το πιο επίτιμο μέλος του φαινομένου που ονομάστηκε «Crazy Gang» και που έναν χρόνο αργότερα θα έκανε τον κόσμο να παραμιλάει.
Οι περισσότεροι παίκτες της Γούιμπλεντον κουβαλούσαν στην πλάτη τους την ταμπέλα του προβληματικού. Όλοι τους είχαν περάσει δύσκολα και έβλεπαν ένα μεγάλο “αλλά” να πηγαίνει αγκαζέ με το όνομά τους στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο. Κι η «Τρελή Συμμορία» έμοιαζε η τελευταία ελπίδα τους να ανήκουν κάπου. Ένας σωρός από απροσάρμοστους, από ανεπιθύμητους. Ο Βίνι έχει περιγράψει την ομάδα σαν «έναν εσωτερικό κύκλο, ένα σχοινί, μία αλυσίδα που, αν έσπαγε, θα τους έκανε να επιστρέψουν στα προβλήματα τους».
Και όλ’ αυτά ξεκινούσαν από τον ίδιο τον Πρόεδρο. Ο τρελός Λιβανέζος, Σαμ Χαμάμ, άφησε τη φήμη να οργιάζει για τους περίεργους όρους που έβαζε στα συμβόλαια των παικτών. Όπως ότι θα πρέπει να παρακολουθήσουν όπερα, αν χάσουν με 4-0, κάτι που εννοείται δεν συνέβη ποτέ. Όπως, σύμφωνα με τον θρύλο, έβαλε τον κόουτς Ντέιβιντ Γκουλντ να φάει 12 αρνίσιους όρχεις, ώστε να του κάνει το χατίρι και να πάρει τον θρυλικό για τους Ντονς, Τέρι Γκίμπσον, από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Τρομοκρατία
Επομένως, με όλες αυτές τις πληροφορίες, οι αντίπαλοι ήξεραν τι τους περιμένει από τα αποδυτήρια κιόλας. Μικρά, γεμάτα υγρασία, παγωμένα και με μία μπόχα που διαπερνούσε τα πνευμόνια. Μία μελετημένη πρόγευση για όσα θα ακολουθούσαν. Σειρά έπαιρνε η φυσούνα. Ο Βίνι και οι δικοί του ξεκινούσαν το τραμπούκισμα από το πρώτο συναπάντημα. Άπειρο και χοντρό βρισίδι, σπρωξίματα, κολλήματα πρόσωπο με πρόσωπο και λυσσασμένα σάλια να πετάγονται από το στόμα μαζί με τα λόγια εκφοβισμού. Και έπιανε, επειδή ήταν αληθινό. Ένα προμήνυμα του τι θα συνέβαινε στο γήπεδο. Κακοφτιαγμένο, λασπωμένο τερέν για άντρες και όχι για βιρτουόζικα αγόρια. Η ιδανική αρένα για πολέμαρχους τύπους, όπως ο Βίνι.
Η κορύφωση της παρέας υπήρξε το δίχως άλλο ο Τελικός Κυπέλλου του 1988. Τότε που απέναντι στη θρυλική Λίβερπουλ του Κένι Νταλγκλίς, την απόυτη κυρίαρχο της εποχής στην Αγγλία, έκαναν το απρόσμενο. Το 1-0 και η μοναδική μεγάλη κούπα υπήρξε το ονειρικό τέλος μίας τρελής συντροφιάς.
Και το έκαναν με τον μοναδικό σκληρό τρόπο που ήξεραν. «Στην προπόνηση δύο μέρες πριν τον Τελικό έμοιαζαν όλοι τους ασυγκράτητοι. Μερικοί από αυτούς έμπηγαν τα νύχια τους στο δέρμα τους και άλλοι τα έξυναν στους τοίχους», θα πει με κάποια δόση υπερβολής ο Πρόεδρος του club, ο οποίος θα βρει μία παράξενη λύση για να τους ηρεμήσει: «Τους έδωσα χρήματα και την άδειά μου να μην κάνουν προπόνηση και να πάνε στο διπλανό μπαρ να τα πιουν και να κουλάρουν».
Στη φυσούνα του Wembley ο Βίνι ουρλιάζει στον Νταλγκλίς ότι θα του φάει το κεφάλι και στην πρώτη φάση πέφτει με όλες τις δυνάμεις του στο πόδι του ΜακΜάον, εξηγώντας μετέπειτα γεμάτος υπερηφάνεια: «Είχα προγραμματίσει αυτό το τάκλιν εδώ και μήνες. Ήξερα πως, όταν υποδέχεται τη μπάλα στο κέντρο, έκανε άνοιγμα για να ψάξει μια πάσα προς τα πίσω. Περίμενα και του όρμησα. Νομίζω ότι αυτό το τάκλιν έδωσε το στίγμα του αγώνα».
Θυμός
Εκείνη τη στιγμή δεν προκάλεσε κάποια απορία. Ο Βίνι έχει ήδη γίνει ο φόβος και ο τρόμος όλων. Παίζοντας στη μεσαία γραμμή δεν κυνηγούσε την μπάλα αλλά τον παίκτη στην ακτίνα δράσης του. Πρώτη η «Sun» έσπευσε να τον περιγράψει ως «Χασάπη». Θυμός σε υπέρμετρο βαθμό. Αυτό ήταν το μοναδικό χαρακτηριστικό που αποτυπωνόταν στο πρόσωπο και τις κινήσεις του. Κανείς δεν τον θυμάται να σκάει έστω ένα χαμόγελο στο γήπεδο, να κάνει μία ντρίπλα ή μία ιδιαίτερη μπαλαδόρικη ενέργεια. Για εκείνον ο θυμός αποτελούσε μία κινητήριο δύναμη. Μία ώθηση που τον έκανε σχεδόν σοφό και πήγαινε αντίθετα με το δόγμα του Μαχάτμα Γκάντι («Ο θυμός και η έλλειψη ανοχής είναι εχθροί της ορθής κρίσης»).
Αυτή η ορθή κρίση δεν είχε καμία απολύτως σημασία σε όλην αυτήν την εξίσωση. Το θύμα ήταν οποιοσδήποτε βρισκόταν μπροστά του. Δεν ήταν κάτι προσωπικό. Ήταν η ζωή του η ίδια που έβρισκε εφαρμογή στο τερέν.
Σε κάθε προπόνηση πήγαινε με αμυχές, μαυρισμένα μάτια, ράμματα στο πρόσωπο και το σώμα. Σχεδόν κάθε φορά που έβγαινε για ποτά, έπαιζε ξύλο σε κάποια παμπ. Αυτό το αυθόρμητο, αδικαιολόγητο -από αιτία και αφορμή- ζωώδες γρονθοκόπημα. Το ίδιο δηλαδή που εκφραζόταν στο γήπεδο, όπου συνολικά στην καριέρα του μάζεψε 13 αποβολές. Κανείς δεν τολμούσε να του εναντιωθεί.
Από τους πρώτους που το βίωσαν ήταν το μεγάλο ταλέντο της εποχής. Τον Φεβρουάριο του 1988 ο Πολ Γκασκόιν δεν ήταν απλώς ένας εκπληκτικός τεχνίτης με τη Νιούκαστλ αλλά και ένα μεγάλο, σκληρό κωλόπαιδο. Τότε ήταν που ο Βίνι έσπευσε να τον… ακινητοποιήσει.
Πριν αρχίσει το ματς, τον πλησίασε, κόλλησε το πρόσωπό του στο δικό του και του είπε: «Εγώ δεν πρόκειται να ακουμπήσω την μπάλα σήμερα, αλλά ούτε και εσύ θα το κάνεις». Λίγο αργότερα, στην πρώτη επαφή του Γκασκόιν με το τόπι, ξαναπήγε κοντά του και του φώναξε: «Ε, χοντρούλη. Επιστρέφω σε ένα λεπτό να λογαριαστούμε». Όταν γύρισε σε εκείνον, σε μία φάση που ο Γκασκόιν προσπάθησε να προωθηθεί, τον μάγκωσε από τα γεννητικά όργανα και του είπε χαλαρά: «Ηρέμησε, δεν έχεις να πας πουθενά», χαρίζοντας μία από τις πιο ιδιαίτερες ποδοσφαιρικές ενσταντανέ όλων των εποχών.
Αποβολές και ράμματα
Το καλοκαίρι του 1989 η Λιντς θα πληρώσει μισό εκατ. λίρες και θα τον κάνει δικό της. Θα παίξει σε όλα τα παιχνίδια και μαζί θα ανέβουν στη μεγάλη κατηγορία. Ωστόσο, η ομάδα θέλει σταδιακά κάτι πιο δημιουργικό στο κέντρο και οι Γκάρι Σπιντ, Ντέιβιντ Μπάτι θα του φάνε τη θέση.
Μία μεταγραφή στη Σέφιλντ Γιουνάιτεντ και ένα πέρασμα από την Τσέλσι (1991-1992), στην οποία θα γράψει ιστορία με την αποβολή του σε μόλις τρία δευτερόλεπτα σε ματς Κυπέλλου, γράφοντας μετά στην αυτοβιογραφία του: «Εάν δεν το έκανα στα τρία δευτερόλεπτα, μετά θα ήταν πολύ αργά».
Θα ακολουθήσει η μεγάλη επιστροφή. Είναι η πρώτη χρονιά της Premier League και η Γουίμπλεντον βρίσκεται ακόμη εκεί.
Σε μία από τις πρώτες εμφανίσεις του θα φροντίσει να δείξει στους πιο σκληρούς της εποχής ποιος είναι το μεγάλο αφεντικό. Κόντρα στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ θα κάνει ένα εμβληματικά hard core τάκλιν στον Ερίκ Καντονά και σε όλη τη διάρκεια θα χτυπάει εκτός φάσης τον Ρόι Κιν. Αμφότεροι θα σφυρίζουν αδιάφορα και δεν θα τολμήσουν να τον κοιτάξουν καν.
Θα βοηθήσει τους Ντονς να τερματίσουν στην υψηλότερη θέση τους ever (έκτη) και θα παραμείνει εκεί έξι χρόνια. Θα κλείσει τα ποδοσφαιρικά βιβλία του το 1999 με την ΚΠΡ, μετρώντας 446 παρουσίες στο Πρωτάθλημα και το διόλου ευκαταφρόνητο νούμερο των 36 γκολ, κάτι που ελάχιστοι θυμούνται και που πάντα προκαλεί έκπληξη. Εκείνο όμως που παραμένει φυσιολογικό είναι τα συνολικά 80 ράμματα, παράσημο σε αυτό το ποδοσφαιρικό φινάλε του.
Ανάμεσα στα παραπάνω, το 1992 κυκλοφόρησε ένα αμφιλεγόμενο βίντεο. Το «Soccer’s Hard Men» περιείχε πλάνα του ίδιου και πολλών άλλων «σκληρών ανδρών» του παιχνιδιού και περιλάμβανε συμβουλές για εκκολαπτόμενους «σκληρούς άνδρες». Ουσιαστικά τους εξηγούσε τι πρέπει να κάνουν για να τσακίζουν τα κόκαλα των αντιπάλων και να τους επιβάλλονται.
Μετά τη δημοσίευση, τιμωρήθηκε με πρόστιμο 20.000 λιρών και του επιβλήθηκε ποινή αποκλεισμού έξι μηνών (με αναστολή για τρία χρόνια) για δυσφήμιση του παιχνιδιού. Ο Πρόεδρος της Γουίμπλεντον ήταν ο μοναδικός που τα έβαλε μαζί του και χαρακτήρισε το μυαλό του Βίνι ως «εγκέφαλο κουνουπιού».
Μετά από αυτό το περιστατικό, ο Τζόουνς ξεπέρασε τους 40 πειθαρχικούς βαθμούς εκείνη τη σεζόν και κλήθηκε για ακόμα μία φορά στην έδρα της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, όπου όμως δεν εμφανίστηκε ποτέ. Η εξήγησή του ήταν ότι είχε πάει για ένα ποτό, για να φάει ακόμα μία καλή ποινή, με τον ίδιο να σχολιάζει ειρωνικά για τους άρχοντες της μπάλας στο Νησί: «Αντί να δουν πώς θα εξαλείψουν τον χουλιγκανισμό, απλώς βρήκαν εμένα και μου έκαναν ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη».
Ρόλοι και ζωή
Λίγο πριν το φινάλε (1998), θα τον πλησιάσει ο Γκάι Ρίτσι και εκείνος θα απογειώσει τον υπέροχο ρόλο του Μπιγκ Κρις. Το ίδιο θα κάνει δύο χρόνια αργότερα με το «Snatch», όπου ως Μπούλετ Τουθ Τόνι θα αποδειχθεί εξαιρετικά ευρηματικός στο να αποσπά τις πληροφορίες που θέλει. Πάντοτε όμως, όσο σκληρός και να είναι στη μεγάλη οθόνη, παραμένει δίκαιος. Μία συμπαθής, βαριά φιγούρα, με χαρακτηριστική προφορά και τις γκριμάτσες οργής στα μούτρα. Θα περάσει από ενδιαφέρουσες ταινίες. Ωστόσο, στο θεότρελο «Mean Machine» θα υποδυθεί τον εαυτό του και θα αφήσει εποχή σε μία cult χαβαλεδιάρικη ποδοσφαιρική ταινία φυλακής.
Το 2013 θα ξεπεράσει τον καρκίνο του δέρματος, αλλά το 2019 θα νικηθεί από την αρρώστια η αγαπημένη του σύζυγος. Έναν χρόνο αργότερα θα εμφανιστεί σε τηλεοπτική εκπομπή, θα μιλήσει για το ζήτημα και θα δακρύσει. Κανείς δεν μπορεί να το πιστέψει. Η πλέον παράταιρη αλλά και τόσο ταιριαστή εικόνα που ήρθε με άσχημο τρόπο να ολοκληρώσει το παζλ.
Τα τελευταία χρόνια δεν θέλει εντάσεις. «Προτιμώ να περνώ τον χρόνο μου ψαρεύοντας μόνος στην Αλάσκα. Συνήθως μένω σε κάποια καμπίνα χιλιόμετρα μακριά από τον πολιτισμό». Πλέον τον ενδιαφέρει η ηρεμία. Έχει πάψει να θέλει να δείρει τους πάντες, στα γήπεδα, στα μπαρ, στις ταινίες. «Ξέρω ότι δεν γίνεται να παίξω Σαίξπηρ, αλλά θα ήθελα να δοκιμάσω κάτι διαφορετικό στον κινηματογράφο», θα δηλώσει.
Μία ομολογημένη μεταβολή στη ζωή του, την οποία ερμήνευσε ο ίδιος, αποποιούμενος το πιο έντονο χαρακτηριστικό του: «Το να είσαι θυμωμένος σημαίνει να εκδικείσαι τον εαυτό σου για τα λάθη των άλλων. Και εγώ βαρέθηκα να κουβαλάω τις άσχημες παιδικές μνήμες μου». Πρόκειται για εξιλέωση που φαίνεται να έρχεται την κατάλληλη στιγμή στη ζωή του. Και που, όσο και να τον βασάνισε στο παρελθόν, του χάρισε μία παντοτινή θέση στην ποδοσφαιρική κουλτούρα της Αγγλίας.
Ο Βίνι Τζόουνς ερμήνευσε έναν ρόλο σε ένα παιχνίδι που η σύγχρονη εμπορευματική αγορά δεν μπορεί να επιτρέψει την υπάρξή του και στη λίστα με τους πιο cult παίκτες τοποθέτησε τον εαυτό του πολύ ψηλά. Και ίσως να υπήρξε πράγματι ο πιο σκληρός των γηπέδων της χώρας, στα σίγουρα όμως ήταν εκείνος που μισούσες, εάν ήσουν αντίπαλος, και λάτρευες να τον έχεις στην ομάδα σου.
Στο τέλος της ημέρας όμως, αυτός ο «χασάπης» το μόνο που υπήρξε στα γήπεδα ήταν ένα πληγωμένο παιδί που βρήκε έναν δικό του τρόπο να επιβιώσει. Και μάλλον, με κάποιον τρόπο, τα κατάφερε καλά…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: