Δεν πρωτοκολύμπησα στην Κρήτη, απ’ όπου είναι η καταγωγή μου, αλλά στην Κόρινθο.
Ο μπαμπάς ήταν από την Κρήτη, η μαμά απ’ την Κόρινθο, οπότε ο μπαμπάς, ως καλός ερωτικός μετανάστης, έφυγε απ’ τον τόπο του και ήρθε σε εκείνον της μητέρας μου.
Στην Κόρινθο μεγάλωσα, αλλά εννοείται ότι τα καλοκαίρια για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα μέναμε στην Κρήτη, οπότε έχω αναμνήσεις και απ’ τα δύο μέρη.
Στους γονείς μου άρεσε πολύ ο αθλητισμός, παρόλο που δεν ήταν οι ίδιοι αθλητές, ίσως και για αυτό να είχαν κάτι σαν απωθημένο.
Είχαν ξεκινήσει την αδερφή μου (τρία χρόνια μεγαλύτερη) στο κολυμβητήριο και αργότερα, όταν έφτασα κι εγώ 3.5 χρόνων, πήγαν και εμένα πισίνα.
Τότε πρωτομπήκα μέσα και δεν ξαναβγήκα ποτέ. Απ’ την αρχή είχα πάθος, από μικρός, ποτέ δεν σκέφτηκα να πάω κάπου αλλού, σε κάποιο άλλο άθλημα, με τη μία πέσαμε σε αυτό που μου ταίριαζε περισσότερο.
Επειδή από μικρός ήμουν πολύ καλός και στην επαρχία οι ομάδες δεν αριθμούν πολλούς αθλητές (όπως πχ στην Αθήνα), πάντα με έβαζαν να κάνω προπόνηση με μεγαλύτερα παιδιά.
Από την προαγωνιστική ηλικία, από 10-11 ετών, ήμουν ήδη σε επίπεδο αγωνιστικό και είχα ξεκινήσει να κάνω και πρωινές προπονήσεις, τύπου 06:00.
Ήταν πολύ βαρύ και τώρα που το σκέφτομαι απορώ κι εγώ πώς το έκανα, αλλά τότε, ίσως λόγω της αγάπης και της τρέλας γι’ αυτό, δεν μου φαινόταν καν δύσκολο.
Σε ηλικία 17-18 ετών κολυμπούσα ακόμη στην Κόρινθο και ο προπονητής μου έφυγε.
Δεν υπήρχε άλλος στην περιοχή εκείνη την περίοδο, ήταν έτοιμη να διαλυθεί η ομάδα, οπότε αναγκάστηκα να πάρω μεταγραφή στην Αθήνα αργότερα.
Εκείνα τα δύο χρόνια όμως έκανα προπόνηση… με φαξ, δεν υπήρχε το email τότε και μου έστελναν το πρόγραμμα με φαξ στο μαγαζί του πατέρα μου.
Εκείνος εκτύπωνε το πρόγραμμα και του έλεγα να έρχεται στην προπόνηση να μου πιάνει χρόνους, ήταν ο χρονομέτρης μου, τα απογεύματα.
Για τα πρωινά μού είχαν δώσει κλειδιά από τον Δήμο, άνοιγα εγώ το κολυμβητήριο (μου είχαν δείξει πώς ανοίγουν τα φώτα κτλ) και έκανα μόνος μου προπονήσεις στις 06:00. Μετά κλείδωνα και έφευγα.
Τότε είχα προπονητή τον Μάρκο Μανταλούφα.
Και μάλιστα, για τα διαστήματα που δε λειτουργούσε η πισίνα (υπήρχαν προβλήματα, καθώς είναι πολύ παλιά η πισίνα της Κορίνθου), το πιο κοντινό κολυμβητήριο ήταν εκείνο της Τρίπολης, οπότε ερχόταν ο πατέρας μου από το σχολείο, με έπαιρνε κατευθείαν με το αυτοκίνητο μετά τη δουλειά, πηγαίναμε Τρίπολη, έκανα προπόνηση και γυρνούσαμε.
Αυτό το σκέφτομαι τώρα και λέω «πώς το έκανα αυτό;». Αν μου το έλεγε κάποιος τώρα, δεν ξέρω αν θα το έκανα και στο παιδί μου. Δεν ξέρω πώς το έκανα εγώ, δεν ξέρω πώς το έκανε ο πατέρας μου.
Ήταν τυχερή η γενιά μου, γιατί την περίοδο της εφηβείας και των πρώτων χρόνων στο αγωνιστικό, στα 14-15, ανακοινώθηκε ότι πήραμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, οπότε ναι μεν μπορεί να φαινόταν πολύ μακρινό αυτό, αλλά ήταν το όνειρο για όλους μας.
Μας βοήθησε πάρα πολύ στο να βάλουμε στόχους, κυρίως τον υπέρτατο στόχο με τον οποίον όλοι μας μεγαλώσαμε.
Αλλά και τα σημερινά παιδιά, οι σημερινοί αθλητές μεγαλώνουν με το όνειρο της συμμετοχής σε Ολυμπιακούς Αγώνες, η οποία είναι η κορύφωση για εμάς. όλοι οι αθλητές αυτήν έχουν ως στόχο, όχι τόσο τη διάκριση.
Γιατί πραγματικά είναι πολύ δύσκολο και μόνο να συμμετάσχεις στους Ολυμπιακούς, η πρόκριση έχει γίνει ακόμα δυσκολότερη από το παρελθόν, έτσι όπως έχει εξελιχθεί πλέον η κατάσταση, πιο δύσκολα τα όρια, οι αγώνες δεν είναι όπως πριν, η ΔΟΕ, όσο περνούν τα χρόνια, μειώνει τους αθλητές, οπότε αμέσως-αμέσως οι προκρίσεις περιορίζονται σε όλα τα αθλήματα.
Ήμουν λοιπόν τυχερός, γιατί είχα αυτόν τον τεράστιο στόχο στην κρίσιμη περίοδο της εφηβείας και ταυτόχρονα έζησα και τα “χρυσά χρόνια” στη χώρας μας, τα χρόνια που υπήρχαν αρκετά χρήματα, που έπεσαν πολλά λεφτά τόσο από την Ολυμπιακή Επιτροπή όσο και από το κράτος λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων.
Οπότε ήμουν σε μια γενιά που μπορώ να πω ότι οι συνθήκες προπόνησης και όσα μπορούσαμε να πάρουμε ήταν παραπάνω από αυτά που είχαμε. όχι βέβαια ότι ήταν ιδανικά, στην Ελλάδα δεν μπορούμε να έχουμε ιδανικές συνθήκες, αλλά τουλάχιστον τότε ήταν πιο εύκολα, είχαμε πιο πολλές δυνατότητες, μπορούσαμε να κάνουμε προετοιμασίες, να πάμε στο εξωτερικό, να μετάσχουμε σε περισσότερους αγώνες.
Δεν πρόκειται λοιπόν να ξεχάσω ποτέ την τελετή έναρξης, το συναίσθημα που νιώσαμε εκεί και την απίστευτη δύναμη που πήραμε.
Κατά τη διάρκεια της παρέλασης η ομάδα μας μπήκε στο στάδιο τελευταία, ως διοργανώτρια χώρα, και, μόλις πατήσαμε το πόδι μας και είδαμε 75.000 κόσμο (κυρίως Έλληνες) να ζητωκραυγάζει, ανατριχιάσαμε, προσπαθούσαμε να συνειδητοποιήσουμε πού βρισκόμαστε.
Στο αγωνιστικό κομμάτι, θυμάμαι την ημέρα που αγωνιστήκαμε στη σκυταλοδρομία 4×200 και πετύχαμε τον τεράστιο στόχο να προκριθούμε σε Τελικό, κάτι που νομίζω ότι καμία άλλη σκυταλοδρομία δεν το έχει καταφέρει γενικά.
Κολυμπούσα τελευταίος και, όταν τερμάτισα και ουσιαστικά επιβεβαιώθηκε ότι έχουμε προκριθεί, μόλις βγήκα από τη σκάλα, λιποθύμησα.
Ήταν τα δύο πιο κρίσιμα λεπτά της καριέρας μου, λιγότερο από δύο λεπτά, και από πίσω τους βρίσκονταν πάρα πολλά χρόνια προσπαθειών ακριβώς γι’ αυτήν την στιγμή.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι ανέβαινα τη σκάλα και περνούσαν όλα από το μυαλό μου, όλα αυτά που είχα περάσει, κούραση, άγχος, αποτυχίες.
Γιατί, καλώς ή κακώς, ένας Πρωταθλητής, αυτός που κάνει πρωταθλητισμό, συνήθως θυμάται πιο έντονα τις αποτυχίες, όχι τόσο τις επιτυχίες, γιατί στις πρώτες είναι πιο έντονα τα συναισθήματα.
Εκείνη τη στιγμή λοιπόν πέρασαν όλα γρήγορα, βγήκε όλη η ένταση και μετά… θυμάμαι λίγα δευτερόλεπτα έναν γιατρό πάνω απ’ το κεφάλι μου να μου κάνει αέρα.
Ναι μεν είχαμε κολυμπήσει και πάλι σε αγώνες τους οποίους να παρακολουθεί 15.000 κόσμος μέσα στο κολυμβητήριο, αλλά αυτό στην Αθήνα με τόσον κόσμο και κυρίως Έλληνες ήταν άλλο πράγμα!
Κανένα απωθημένο δεν μου έμεινε από τη μη κατάκτηση ενός Ολυμπιακού μεταλλίου. Αυτό το μότο που λένε όλοι, αυτό που με στιγμάτισε, αυτό που συνειδητοποίησα, από την τελετή έναρξης στην Αθήνα, ότι δηλαδή σημασία έχει η συμμετοχή και όχι η διάκριση, είναι και αυτό που μετράει. Τότε κατάλαβα πραγματικά πόσο σημαντικό είναι ένας αθλητής να συμμετέχει σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Τότε είπα ότι για εμένα το όνειρο επετεύχθη.
Θεώρησα τον εαυτό μου ολοκληρωμένο, μετά ήρθε και η όγδοη θέση, παραπάνω δηλαδή από αυτό που είχα ονειρευτεί, οπότε για μένα ήταν το τέλειο.
Δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό μου ότι θέλω ένα μετάλλιο, ήμουν απόλυτα ικανοποιημένος, κέρδισα περισσότερα από αυτά που ήθελα.
Μετά τους Ολυμπιακούς, σε ένα διάστημα δύο μηνών που είχαμε για να ηρεμήσουμε και να ξεκινήσουμε τον νέο κύκλο, σκέφτηκα ότι το όνειρό μου πλέον θα ολοκληρωνόταν, αν μπορούσα να τελειώσω την καριέρα μου μετά από μια ακόμα Ολυμπιάδα.
Το κλείσιμο του κύκλου
Συμμετείχα και στο Πεκίνο λοιπόν, εκεί η απόδοσή μου ήταν λίγο κατώτερη από αυτό που περίμενα, αλλά δεν είχε για εμένα καμία σημασία, και πάλι ήταν όνειρο το ότι κατάφερα να πάω σε δεύτερους σερί Ολυμπιακούς Αγώνες.
Αυτός ήταν και ο λόγος που σε σχετικά μικρή ηλικία (στο open water μπορείς να πας και σε λίγο μεγαλύτερη ηλικία, στην κολύμβηση είναι πιο δύσκολο) αποφάσισα να αποχωριστώ τον πρωταθλητισμό.
Τελείωσαν οι Ολυμπιακοί του Πεκίνου, ήξερα ότι δεν είμαι αυτός που ήθελα να ήμουν, χωρίς βέβαια να έχει πέσει η απόδοσή μου, σκεπτόμενος όμως ότι οι επόμενοι Ολυμπιακοί θα ήταν σε τέσσερα χρόνια, το σκέφτηκα με τον εαυτό μου, μόνος μου, χωρίς να θέλω να με επηρεάσει κανένας, και αποφάσισα ότι ήρθε η ώρα να σταματήσω.
Ήμουν 26 χρόνων, είχα δηλαδή και άλλα χρόνια μπροστά μου, αλλά δεν ήθελα να μου μείνει μια πικρή γεύση, ήθελα να φύγω με το κεφάλι ψηλά και να είναι καθαρά δική μου απόφαση, όχι το αποτέλεσμα της απόδοσής μου και των καταστάσεων που θα με ανάγκαζε να σταματήσω.
Μάλιστα, το τέλος ήρθε ακριβώς με τον τρόπο που περίμενα. Γυρίσαμε Αύγουστο από το Πεκίνο, τον Σεπτέμβριο σιγά-σιγά ξεκίνησα να κολυμπάω, αφού πρώτα είχα φτάσει στην απόφαση να σταματήσω, και τον Δεκέμβριο υπήρχε το Κύπελλο Χριστουγέννων, αγώνες που αποτελούν τη μεγαλύτερη διοργάνωση του χειμώνα για την κολύμβηση.
Οι αγώνες γίνονταν στο Αγρίνιο, την πόλη δηλαδή όπου έκανα τα πρώτα μου τρία Πανελλήνια ρεκόρ σε ηλικία 13 ετών, οπότε το σκέφτηκα πολύ ρομαντικά, «τέλεια, θα σταματήσω εκεί από όπου ουσιαστικά ξεκίνησα».
Αγωνίστηκα, τερμάτισα, έκανα μια υπόκλιση και έφυγα, τόσο απλό!
Για την ιστορία, βγήκα δεύτερος, πίσω από τον Ζήσιμο, με τον οποίον είχαμε πάει μαζί και στους δύο Ολυμπιακούς Αγώνες.
Βρέθηκα επίσης στην τυχερή γενιά που αναπτύχθηκε η σκυταλοδρομία 4×200, με πρώτη μεγάλη επιτυχία το 2001 και το Χρυσό μετάλλιο στους Μεσογειακούς αγώνες μέχρι και την ολοκλήρωσή της το 2008, όταν σταμάτησα κι εγώ.
Υπήρχαν πάρα πολλοί αθλητές, τουλάχιστον οκτώ με 10 παλεύαμε κάθε φορά για να μπούμε στην σκυτάλη, ήταν πολύ υψηλό το επίπεδο.
Προσωπικό κατόρθωμα κι έχω να το λέω για εμένα ότι ήμουν ο μοναδικός αθλητής που κάθε χρόνο αυτήν την επταετία βρισκόμουν μέσα στην τετράδα!
Έδειξα μια σταθερότητα, ενώ όλοι οι άλλοι αθλητές άλλαζαν, πραγματικά υπήρχε απίστευτος συναγωνισμός, οι επιδόσεις που είχαμε τότε σε επίπεδο οχτάδας δεν υπάρχουν ούτε τώρα στην ελληνική κολύμβηση.
Επίσης, έχει παραμένει ακόμη το Πανελλήνιο ρεκόρ μου στα 400μ. ελεύθερο σε 25άρα πισίνα.
Από τη μία πλευρά, σίγουρα αποτελεί χαρά για εμένα, σημαίνει ότι ήταν ένας πολύ καλός χρόνος, ώστε να έχει μείνει τόσα χρόνια. Από την άλλη όμως, δεν μπορώ να πω ότι χαίρομαι άνευ όρων, καθώς είμαι μέσα στον χώρο και θέλω οι αθλητές να τα πηγαίνουν καλά, να είναι πολύ καλύτεροι από εμάς του παρελθόντος.
Οπότε, όταν έρθει η ώρα να καταρριφθεί το ρεκόρ αυτό, από τα λίγα παλιά που έχουν μείνει, θα είμαι πολύ χαρούμενος, αυτή είναι η εξέλιξη, τα ρεκόρ είναι για να σπάνε, θέλω να σπάσει και να προχωρήσουν οι αθλητές μας.
«Να ακούσουμε τη φωνή σου»
Μόλις αναφέρω το όνομά μου, οι άνθρωποι με ρωτούν κατευθείαν τι σχέση έχω με τον Νίκο Ξυλούρη.
Τώρα βέβαια έχουν περάσει αρκετά χρόνια και οι νεότεροι δεν τον έχουν ζήσει τόσο έντονα, γιατί έφυγε το 1980, αλλά πιο παλιά με ρωτούσαν συνεχώς.
Μόλις άκουγαν «Νίκος Ξυλούρης», κατευθείαν μου έλεγαν «Τι σχέση έχεις; Για να ακούσουμε τη φωνή σου!».
Εννοείται ότι έχουμε συγγένεια, όλοι οι Ξυλούρηδες είμαστε ένα σόι, δεν υπάρχουν συνωνυμίες, όλοι προερχόμαστε από τα διάσημα Ανώγεια της Κρήτης.
Εκεί μεγάλωσε κι έζησε κι ο παππούς μου, αλλά κάποια στιγμή έφυγε, γιατί η γιαγιά ήταν από το Ηράκλειο, ο πατέρας μου μεγάλωσε δηλαδή στο Ηράκλειο, κάτω στη Μεσαρά, στην Παναγιά.
Οπότε χωριό μου είναι και τα Ανώγεια και η Παναγιά!
Ο παππούς μου κι ο πατέρας μου λοιπόν είχαν πάρα πολύ στενή σχέση με τον συγχωρεμένο τον Νίκο Ξυλούρη, ήταν συνέχεια μαζί, όπως και με τη γυναίκα του, την Ουρανία, έχουμε εξαιρετικές σχέσεις.
Πριν κολυμπήσω, πάντα άκουγα τραγούδια του Νίκου Ξυλούρη, μου έδιναν δύναμη και λάτρευα τη χροιά που είχε! Είναι τεράστια τιμή που φέρω ένα τόσο ιστορικό όνομα, τιμή και μόνο που με ρωτούν «τι τον έχεις;».
Δυστυχώς δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω, γιατί γεννήθηκα μετά τον θάνατό του, το 1982, παρόλ’ αυτά έχω ακούσει αμέτρητες ιστορίες για εκείνον, τα καλύτερα για εκείνον, οπότε έχω να πω κι εγώ πολλά για αυτόν, κάθε φορά που έρχεται κάποιος με θαυμασμό και με ρωτάει αν είμαι συγγενής του, συνειδητοποιώντας εκείνη τη στιγμή πόσο μεγάλος άνθρωπος ήταν!
Η ζωή “μετά”
Όταν σταμάτησα τον πρωταθλητισμό, επέστρεψα σιγά-σιγά στην Κόρινθο, γιατί έπρεπε να ξεκινήσω το νέο κεφάλαιο της ζωής μου που είχε να κάνει με επιχειρήσεις.
Απομακρύνθηκα λίγο από τον χώρο της πισίνας, προκειμένου να μπορέσω να μπω στα νέα δεδομένα, γιατί η ζωή του αθλητή δεν έχει καμία σχέση με την “άλλη”.
Μέσα στον covid, ενάμιση χρόνο πριν τις εκλογές για την ηγεσία των Ομοσπονδιών, υπήρξε ένα τηλεφώνημα του Κυριάκου Γιαννόπουλου, ξεκινώντας και ο ίδιος σιγά-σιγά να φτιάχνει την ομάδα του.
Με τον Κυριάκο δεν είχαμε γνωριστεί ποτέ από κοντά, τον ήξερα ως όνομα, μου άρεσε πάρα πολύ η συζήτησή μας και κανονίσαμε, μόλις άρχισε να ανοίγει λίγο η κατάσταση του covid, ένα ραντεβού από κοντά.
Μου άρεσε πολύ το πρότζεκτ που είχε σκεφτεί και θεώρησα ότι μπορούσα να βοηθήσω, γιατί τόσα χρόνια μέσα στην Εθνική ομάδα γνώριζα πράγματα που έλειπαν από τον χώρο.
Έτσι ξεκίνησε όλο αυτό και μετά ακολούθησε τον δρόμο του με την εκλογή της παράταξής μας στην Κολυμβητική Ομοσπονδία.
Ο πιο μεγάλος στόχος της ΚΟΕ είναι να μπορέσουμε να απολαύσουμε έναν κολυμβητή ή μια κολυμβήτρια στο βάθρο των Ολυμπιακών αγώνων!
Προσωπικά, νιώθω ευλογημένος, γιατί εκπροσωπώ τόσο την ελληνική κολύμβηση στην Ομοσπονδία όσο και τον υγρό στίβο στην Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή. ήταν τεράστια τιμή που με ψήφισαν τα σωματεία και με έβγαλαν εκπρόσωπο, δεν το περίμενα, για να είμαι ειλικρινής.
Έχω λοιπόν δύο θέσεις που αγαπώ πολύ, όπως βέβαια αγαπώ και την ελληνική κολύμβηση και όλα όσα πρεσβεύουν γενικότερα ο αθλητισμός και η ιδέα του Ολυμπισμού.
Όνειρό μου και πρωταρχικός στόχος, για να έρθουν μετά και οι επιτυχίες, είναι να κάνω ό,τι μπορώ ώστε οι συνθήκες για τους αθλητές μας να γίνουν καλύτερες, να γίνει ένας προγραμματισμός σωστός, στημένος πάνω στους αθλητές και τους προπονητές τους, δύο κομμάτια που πάνε “πακέτο” και αποτελούν τη συνταγή της επιτυχίας.
Γι’ αυτό λέω ότι το μακρινό, το μεγάλο και το δύσκολο είναι το Ολυμπιακό μετάλλιο, αλλά δεν είναι μόνο αυτό, έχουμε πάρα πολλά βήματα μπροστά μας.
Δυστυχώς προέκυψε ο covid, ήταν μια τεράστια πληγή για τον ελληνικό αθλητισμό και κατ’ επέκταση για την ελληνική κολύμβηση, ειδικά για την επόμενη γενιά της οποίας χάθηκαν πολύτιμα χρόνια, πόσο μάλλον στο δικό μου το άθλημα, καθώς ήταν το τελευταίο που επέστρεψε στην κανονικότητα.
Ευτυχώς όμως υπάρχει πάλι ανάπτυξη σιγά-σιγά, κάτι ευχάριστο και ελπιδοφόρο, και πιστεύω ότι τα επόμενα χρόνια θα βγάλουμε πολύ μεγάλους αθλητές και αθλήτριες.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Γιάννης Δρυμωνάκος: Ζεις Μόνο Μια Φορά
Σπύρος Γιαννιώτης: Επιστροφή Στο Σχολείο
Καρολίνα Πελενδρίτου: Ενάντια Στις Πιθανότητες
Νέρι Νιανγκουάρα: Οξυγόνο / Η Αξία Του Αθλητισμού
Η στιγμή μου: Άλκης Κυνηγάκης / Άννα Ντουντουνάκη
Χαράλαμπος Ταϊγανίδης: Ένας Ευτυχισμένος Άνθρωπος
Αλεξάνδρα Σταματοπούλου: Η αποδοχή αρχίζει από μέσα σου
Δημοσθένης Μιχαλεντζάκης: Από τον Έβρο μέχρι το Τόκιο
Απόστολος Παπαστάμος: Το Τέλος Της Εφηβείας
Ανδρέας Βαζαίος: Η τέλεια κούρσα!
Κέλλυ Αραούζου: Η θάλασσα μέσα μου
Ντενίζ Δημάκη: Δεν ήταν θυσία, ήταν επιλογή
Σπύρος Χρυσικόπουλος: Επιμονή / Χωρίς Όρια / Πρόκληση / Στις παραισθήσεις των ονείρων