Τον χειμώνα του 2005 ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος στο Σουδάν έφτανε προς το τέλος του με την υπογραφή της Συνολικής Ειρηνευτικής Συμφωνίας στις 9 Ιανουαρίου.
Τα 22 χρόνια που διήρκησε (ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1983) ήταν αρκετά για να αφήσουν «βαθιές πληγές» στη χώρα, οι οποίες παραμένουν ανοιχτές και «αιμορραγούν» μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα 22 χρόνια του 2ου εμφυλίου πολέμου, στο Νότιο Σουδάν έχασαν τη ζωή τους συνολικά 1,9 εκατομμύρια άνθρωποι -άμαχοι στην πλειονότητά τους- ενώ περίπου 4εκατ. υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, αναζητώντας ασφάλεια σε άλλες περιοχές ή χώρες της αφρικανικής ηπείρου.
Μεταξύ αυτών και μία γυναίκα που ζούσε στο Νασίρ, μια μικρή πόλη στο Νότιο Σουδάν, 30 χιλιόμετρα μακριά από τα σύνορα της Αιθιοπίας. Εκεί όπου, ένα πρωινό του 2005, ο σουδανικός στρατός έκανε άλλη μία επιδρομή, αφήνοντας, δυστυχώς, στο πέρασμά του, στάχτη, αποκαΐδια και δεκάδες νεκρούς.
Λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα, η γυναίκα η οποία είχε δει το σπίτι της να καίγεται κι έτρεξε στα χωράφια μαζί με τα τέσσερα παιδιά της να κρυφτεί, υποχρεώθηκε να πάρει την μεγάλη απόφαση: Να εγκαταλείψουν το Νασίρ και να δραπετεύσουν στην κοντινή Αιθιοπία, με την ελπίδα ότι θα γλίτωναν από το μένος του πολέμου.
Το μεγαλύτερο σε ηλικία από τα τέσσερα παιδιά, ο 10άχρονος Γιε, ετοιμαζόταν να κάνει με την μητέρα του το μεγάλο ταξίδι, μέχρι την στιγμή που εκείνη τού είπε. «Δυστυχώς δεν μπορώ να σας πάρω όλους. Εσύ, ως μεγαλύτερος, μπορείς να φροντίσεις τον εαυτό σου. Πρέπει να μείνεις εδώ».
«Δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ αυτά τα λόγια», εξομολογήθηκε πολλά χρόνια αργότερα ο Γιε Πουρ Μπίελ, γεννημένος το 1995, αθλητής του στίβου (800μ.) μέλος της Ολυμπιακής ομάδας Προσφύγων, κι ένα από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του Olympic Refugee Foundation, το οποίο συστάθηκε τον Σεπτέμβριο του 2017 από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή, με στόχο την στήριξη, την προστασία και την ανάπτυξη παιδιών και νέων μέσω του αθλητισμού.
Μη έχοντας άλλη επιλογή, το τότε 10άχρονο αγόρι έμεινε πίσω βλέποντας τη μητέρα του να «χάνεται» μέσα στους θάμνους, ακούγοντάς την να του φωνάζει από μακριά: «Πολύ σύντομα θα συναντηθούμε ξανά».
Μόνο που ο Μπίελ, μέχρι το 2016 δεν είχε δει τη μητέρα του. Δεν γνώριζε καν, αν ήταν ζωντανή.
Όπως δεν γνώριζε και για την τύχη του πατέρα του, όταν εκείνος έφυγε από το σπίτι τους. «Πήγε για να πολεμήσει; Πιάστηκε αιχμάλωτος από τον σουδανικό στρατό; Κανείς δεν ήξερε. Ούτε η μητέρα μου που ξύπνησε ένα πρωί κι απλά δεν τον είδε», είχε αναφέρει ο Μπίελ, ο οποίος, όταν πια έμεινε μόνος στο Νότιο Σουδάν με μοναδική συντροφιά κάποιους γείτονες που είχαν κρυφτεί κι αυτοί στα χωράφια, είχε έναν και μόνο σκοπό: να μείνει ζωντανός!
«Μόνο αν ήσουν δυνατός μπορούσες να επιβιώσεις απ’ αυτήν την κατάσταση», θυμάται ο νεαρός αθλητής επισημαίνοντας πως το ζητούμενο δεν ήταν απλά να επιβιώσει από την πείνα τρώγοντας φρούτα και φύλλα δέντρων, αλλά ταυτόχρονα να καταφέρει να μην πέσει στα χέρια των ανταρτών ή των στρατιωτών.
Αυτοί φάνταζαν ως ο μεγαλύτερος κίνδυνος, καθώς ακόμα και μετά την υπογραφή της ειρηνευτικής συμφωνίας, συνέχιζαν να κάνουν «επιδρομές» σε χωριά του Νοτίου Σουδάν, με τους αντάρτες να «μαζεύουν» και να στρατολογούν τα αγόρια ηλικίας άνω των 8 ετών.
«Για μέρες κοιμόμουν στο έδαφος στα χωράφια κι έτρωγα ό,τι φρούτο έβρισκα. Επειδή μάλιστα κάποια ήταν δηλητηριώδη, πριν τα φάω τα έτριβα πάνω στο δέρμα μου να δω αν θα κοκκινήσει», θα πει και θα συνεχίσει.
«Το θέμα βέβαια ήταν να μην με βρουν οι αντάρτες ή οι στρατιώτες, οι οποίοι εξακολουθούσαν να πηγαίνουν στα χωριά και να παίρνουν με τη βία τα αγόρια για να τα εκπαιδεύσουν να πολεμήσουν».
Τον Μάρτιο του 2005, το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε αποφάσισε να συστήσει την αποστολή των Ηνωμένων Εθνών στο Σουδάν (United Nation Mission In Sudan ) δύναμης 10.000 ανδρών και γυναικών, με την ευθύνη του αφοπλισμού των εμπολέμων, τη συμφιλίωση, τη διαφύλαξη του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την εκκαθάριση των ναρκοπεδίων και την επιτήρηση των εκλογών.
Μετά την άφιξη της αποστολής των Ηνωμένων Εθνών στη χώρα, τα μέλη της επισκέφθηκαν και το Νασίρ. Στην συνάντηση που είχε ο Μπίελ μαζί τους, τού είπαν πως ήταν πολύ επικίνδυνο να μείνει στην πόλη και τον προέτρεψαν να τους ακολουθήσει στην Κένυα, όπου υπήρχε μεγαλύτερη ασφάλεια. «Δεν ήθελα να πάω. Ήθελα να μείνω στο χωριό μου να περιμένω την μητέρα μου» θα πει, ωστόσο, στην συνέχεια κατάλαβε πως η ζωή του θα ήταν μόνιμα σε κίνδυνο αν θα παρέμενε στο Νότιο Σουδάν.
Αποφάσισε, λοιπόν, να πάει στην Κακούμα, σ’ έναν από τους μεγαλύτερους σήμερα, καταυλισμούς προσφύγων.
«Σίγουρα το περιβάλλον εκεί ήταν πιο ασφαλές», θυμάται ο Μπίελ, όμως, η εικόνα της αναζήτησης νερού, ακόμα και μέσα σε λάκκους με λάσπες, μέχρι να εγκατασταθεί σύστημα υδροδότησης στον καταυλισμό, τον «στοίχειωνε» για πολύ καιρό.
Όπως επίσης τον «στοίχειωνε» και το γεγονός ότι ζούσε χωρίς τους δικούς του, για τους οποίους, το 2015, είχε μάθει από κάποιον μακρινό συγγενή που είχε επισκεφθεί το Νότιο Σουδάν ότι ήταν ζωντανοί, αλλά εκείνη την στιγμή δεν τον πίστεψε.
Στα δέκα χρόνια της παραμονής του στον καταυλισμό, ο Μπίελ γνώρισε μια γυναίκα, την Ρεμπέκα, την οποία αποκαλεί μέχρι και σήμερα μητέρα, γιατί όπως αναφέρει «μου φέρθηκε σα να ήμουν παιδί της».
Σ’ αυτό το διάστημα πήγε σχολείο και ταυτόχρονα άρχισε να ασχολείται με τον αθλητισμό, αρχικά παίζοντας ποδόσφαιρο του οποίου δηλώνει μεγάλος θαυμαστής.
«Στην Κακούμα δεν είχαμε ούτε γυμναστήριο, ούτε όμως και τον απαραίτητο εξοπλισμό για να γυμναστούμε. Δεν είχαμε καν παπούτσια! Επίσης ήταν αδύνατο να παίξουμε πριν «πέσει» ο ήλιος γιατί είχε πολύ ζέστη.
Το ποδόσφαιρο ήταν ένας αρκετά διασκεδαστικός τρόπος για να περάσει η ώρα σου, να ξεχαστούμε, αλλά και να σε κάνει να νιώσεις ότι ανήκεις κάπου», θα πει.
Το καλοκαίρι του 2015, μετά από ένα ακόμα ποδοσφαιρικό παιχνίδι με τους φίλους του, ο Μπίελ τους άκουσε να συζητούν για έναν αγώνα δρόμου 10 χιλιομέτρων που επρόκειτο να διεξαχθεί μέσα στον καταυλισμό.
Αν και στο παρελθόν δεν είχε δοκιμάσει ποτέ να τρέξει σε αγώνες αντοχής, αποφάσισε να δηλώσει συμμετοχή λέγοντας χρόνια αργότερα πως «δεν είχα ιδέα πόσο μεγάλη ήταν η απόσταση των 10 χιλιομέτρων».
Το επόμενο πρωί βρέθηκε στην γραμμή εκκίνησης μαζί με άλλους 100 δρομείς. «Πραγματικά δεν ήξερα για ποιο λόγο έτρεχα. Δεν είχα ούτε παπούτσια. Είχα μόνο ένα ζευγάρι πλαστικές παντόφλες και φυσικά δεν μπορούσα να τρέξω μ’ αυτές. Έτρεξα ξυπόλητος -θυμάται. Μετά τα πρώτα πέντε χιλιόμετρα τα πόδια μου άρχισαν να βγάζουν φουσκάλες και λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω άρχισαν να ματώνουν. Σ΄εκείνο το σημείο σταμάτησα για τις πρώτες βοήθειες και μετά συνέχισα να τρέχω. Στη διαδρομή υπήρχαν κάποιοι θεατές που παρακολουθούσαν. Κάποιοι βλέποντάς με, άρχισαν να γελούν. Κάποιοι άλλοι, προσπάθησαν να με ενθαρρύνουν. Έκλεισα τα αυτιά μου κι άκουσα τη φωνή μου. Μού έλεγε, “πρέπει να συνεχίσεις”».
Ο συγκεκριμένος αγώνας έμελλε να γίνει αυτός που θα άλλαζε τη ζωή του σουδανού αθλητή, καθώς, τερμάτισε στην τρίτη θέση, «τραβώντας» έτσι την προσοχή ενός εκ των διοργανωτών ο οποίος ζήτησε το τηλέφωνό του.
Έδωσε το νούμερο της γυναίκας που αποκαλούσε μαμά (της Ρεμπέκα) και μερικές ημέρες αργότερα δέχθηκε ένα τηλεφώνημα.
«Μου πρότειναν να πάω στο Ναϊρόμπι στο προπονητικό καμπ της Τέγκλα Λορούπε».
Η Τέγκλα Λορούπε, μία από τις σπουδαιότερες αθλήτριες της Κένυας στους αγώνες μεγάλων αποστάσεων και μαραθωνοδρόμος, διέκρινε αμέσως το ταλέντο του Μπίελ και τον έβαλε αμέσως σε ρυθμό εντατικών προπονήσεων.
«Για πρώτη φορά στη ζωή μου απόκτησα αληθινά παπούτσια», θυμάται ο Μπίελ, ο οποίος εννέα μήνες μετά την ένταξή του στο προπονητικό καμπ, επιλέχθηκε μαζί με άλλους εννέα πρόσφυγες-αθλητές, από διάφορα σπορ να αγωνιστεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες το 2016 στο Ρίο Ντε Τζανέιρο.
Μαζί του ήταν οι συμπάτριώτες του, επίσης δρομείς, Ρόουζ Νατίκε (η σημαιοφόρος της Ολυμπιακής ομάδας), Πάουλο Αματούν Λόκορο, Τζέιμς Νιάνγκ και Αντζελίνα Ναντάι, δυο κολυμβητές από την Συρία, η Γιούσρα Μαρντίνι και o Ραμί Ανί και δυο τζουντόκα από το Κονγκό, η Γιολάντα Μαμπίκα και o Ποπόλ Μισενγκά.
Η Ολυμπιακή ομάδα Προσφύγων συστάθηκε από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή το 2015, όταν αποφάσισε να δώσει ίσες ευκαιρίες σε αθλητές που είχαν φύγει από χώρες που ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση ή είχαν χαμηλό βιοτικό επίπεδο.
Το νόημα, ωστόσο, της δημιουργίας της ομάδας ήταν να δοθεί ένα μήνυμα ελπίδας και αισιοδοξίας στους ανθρώπους που αναζητούσαν ένα καλύτερο μέλλον.
Την χρονιά της μεγάλης προσφυγικής κρίσης (2015) ο αριθμός των ατόμων που υποχρεώθηκαν να μετακινηθούν σε άλλες περιοχές ή χώρες είχε ανέλθει στα 65,3 εκατομμύρια, εκ των οποίων περίπου 21,3 εκ. ήταν πρόσφυγες, ενώ μέχρι το τέλος του 2019, ο αριθμός έφτασε στα 79,5 εκατομμύρια. Από αυτόν, 26 εκατομμύρια είναι πρόσφυγες με τους μισούς να είναι ηλικίας κάτω των 18 ετών.
Στη διοργάνωση στο Ρίο Ντε Τζανέιρο, ο Μπίελ αγωνίστηκε στα 800μ. και παρά το γεγονός ότι δεν προκρίθηκε στους ημιτελικούς του αγωνίσματος, γι’ αυτόν η συμμετοχή του και μόνο στους Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν ήδη μια μεγάλη επιβράβευση.
«Μου αρκούσε που έδειξα στον κόσμο ότι ένας πρόσφυγας μπορεί να πετύχει κάτι στη ζωή του. Είμαι υπερήφανος που εκπροσώπησα εκατομμύρια ανθρώπων που έχουν υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και τις πατρίδες τους λόγω του πολέμου, της ασιτίας, της πείνας και των φυσικών καταστροφών.
Κάποιοι, όταν ακούν ότι είσαι πρόσφυγας αυτομάτως σκέφτονται ότι είσαι βίαιος. Δείξαμε στον κόσμο πως δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Δείξαμε ότι μπορούμε να κάνουμε ό,τι κάνουν όλοι οι άνθρωποι. Όλοι οι αθλητές.
Δώσαμε ένα μήνυμα ελπίδας σ’ εκείνους που έχουν ζήσει και συνεχίζουν να ζουν καταστάσεις που έχουμε βιώσει κι εμείς», δήλωσε μετά από μερικά χρόνια αναφερόμενος στην εμπειρία του στην Βραζιλία.
Κι αν η συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν η επιβράβευση, το χρυσό μετάλλιο για τον Μπίελ ήταν το τηλεφώνημα που δέχθηκε από την Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή, κατά τη διάρκεια της διοργάνωσης.
Σ΄αυτό, ένα μέλος της ΔΟΕ του ανακοίνωσε ότι μετά από ενέργειες που έκαναν εντόπισαν τη βιολογική του μητέρα η οποία ήταν ζωντανή, επιβεβαιώνοντας έτσι την πληροφορία που του είχε δώσει ο συγγενής του.
«Μου είπαν ότι ήταν ζωντανή και με έφεραν αμέσως σε επαφή μαζί της. Της μίλησα στο τηλέφωνο στις 4 τα ξημερώματα. Ήταν η πρώτη φορά που την άκουγα από την ημέρα που χωριστήκαμε τότε στο Νασίρ. Ήταν ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί!».
Μετά τη συμμετοχή του στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Ρίο Ντε Τζανέιρο, ο Γιε Πουρ Μπίελ, προπονείται εντατικά με την ελπίδα ότι θα είναι παρών και στους Αγώνες στο Τόκιο -πάντα με την Ολυμπιακή Ομάδα Προσφύγων- ενώ ταυτόχρονα σπουδάζει με υποτροφία σε Κολέγιο της Αϊόβα, στις Η.Π.Α..
«Στόχος μου είναι να διευρύνω τις σπουδές μου. Δεν θα κρύψω, όμως πως ονειρεύομαι και την κατάκτηση ενός ολυμπιακού μεταλίου» δήλωσε πρόσφατα, τονίζοντας ωστόσο πως το μεγαλύτερο όνειρό του, είναι τούτο:
«Δεν θέλω να υποφέρουν άλλο οι άνθρωποι όπως υπέφερα εγώ.
Ελπίζω κάποτε να έχω την ευκαιρία να γυρίσω στο σπίτι μου και να φέρω την ειρήνη!».