Την ιστορία τη λέει ο Ιβάν στον αδερφό του, τον δόκιμο μοναχό Αλιόσα.
Την περίοδο της ακμής της Ιεράς Εξέτασης, ο Χριστός επιστρέφει στην γη. Εμφανίζεται στη Σεβίλλη και κάνει ξανά θαύματα, με ευθεία αναφορά και σύγκριση σε εκείνα που αναφέρονται στα Ευαγγέλια.
Οι άνθρωποι αναγνωρίζουν ποιος είναι, προσκυνούν την θεία φύση του και τον λατρεύουν στον τοπικό καθεδρικό. Οι τοπικοί Ιεροεξεταστές όμως τον συλλαμβάνουν και τον καταδικάζουν σε θάνατο μέσω της πυράς. Ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής την παραμονή της εκτέλεσης επισκέπτεται τον Ιησού στο κελί του. Μόνο και μόνο για να του μεταφέρει πως η Εκκλησία πλέον δεν τον χρειάζεται, εξηγώντας του πως η επιστροφή του παρεμποδίζει την εκκλησιαστική αποστολή.
Ο Ιεροεξεταστής βασίζει την καταγγελία του στους τρεις πειρασμούς που έθεσε ο Σατανάς στον Ιησού, όταν αυτός δοκιμαζόταν, στον πρώτο του ερχομό, στην έρημο.
Να μετατρέψει δηλαδή τις πέτρες σε ψωμί για να τραφεί, να εκδιωχθεί από τον Ναό μόνο και μόνο για να τον σώσουν οι άγγελοι και να κυριαρχήσει, δείχνοντας την δύναμή του, σε όλα τα βασίλεια της γης.
Ο Ιεροεξεταστής εξηγεί στον Ιησού πως λάθεψε. Έναν προς έναν έπρεπε να αποδεχτεί τους πειρασμούς-προκλήσεις του Σατανά. Να μετατρέψει σε ψωμί τις πέτρες: οι άνθρωποι πάντα θα ακολουθούν αυτόν που γεμίζει τα στομάχια τους. Να σωθεί από τους αγγέλους: θα αποδείκνυε τη θεότητά του. Να κυριαρχήσει σε όλα τα βασίλεια της γης: θα διασφάλιζε τη φυσική σωτηρία των ανθρώπων.
Παραδέχεται πως ο Ιησούς αρνήθηκε να υποκύψει στους πειρασμούς για χάρη της ελευθερίας, ωστόσο εκτιμά πως έκρινε λάθος την ανθρώπινη φύση, αφού δεν πιστεύει πως η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων είναι σε θέση να διαχειριστεί (σοφά) την ελευθερία που ο Ιησούς τους προσφέρει και έτσι, με την δυνατότητα επιλογής που δίνει στους ανθρώπους, ουσιαστικά στερεί από την πλειονότητα της ανθρωπότητας τη λύτρωση, καταδικάζοντάς την να υποφέρει.
Μέρος μόνο το παραπάνω της ιστορίας του πονήματος του Μεγάλου Ιεροεξεταστή, ένα αυτόνομο και πιθανώς πιο ξακουστό κομμάτι του τελευταίου αριστουργήματος της ζήσης του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, «Αδελφοί Καραμαζόφ». «Μερικές φορές, καθοδηγούμαστε από περίεργες, παράξενες δυνάμεις. Δυνάμεις που πάντα θα πρέπει να αμφισβητούμε, ακόμα και αν είναι κομμάτι της ζωής, της παράδοσης, της κουλτούρας μας».
Δικαιολογία, αποκούμπι ή μήπως οδηγός το συγκεκριμένο, κομματάκι παραφρασμένο, εδάφιο για να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίον πορεύτηκε ο Ζβόνιμιρ Μπόμπαν; Αγαπημένο βιβλίο της εφηβείας του οι «Αδελφοί Καραμαζόφ». Αγαπημένο βιβλίο της ζωής του. Ζωή που, έτσι όπως την διάβηκε εντός μα κυρίως εκτός γηπέδων, είναι λες και βάλθηκε να δικαιώσει την επιχειρηματολογία του Ιεροεξεταστή.
Είχε την ελευθερία να διαλέξει. Το έκανε, αδιαφορώντας για την προσωπική του λύτρωση και για το αν -και πόσο- τελικά υπέφερε από τις πράξεις του. Φτάνει που αμφισβήτησε…
Το πεπρωμένο
Γεννήθηκε στο Ίμοτσκι, στα σύνορα της Κροατίας με την Βοσνία. Θύλακας, γνωστός διαχρονικά, εθνικιστικών τάσεων. Ο πατέρας του, o Μάριν, παπούτσια πούλαγε σε ένα κατάστημα που λεγόταν «Bosna», «Βοσνία» δηλαδή. Το μεγαλύτερο μέρος του μεροκάματου που έφερνε στο σπίτι όμως ήταν βρίσκοντας και πουλώντας ελαφρώς ελαττωματικά Adidas (τότε, στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, η εταιρεία είχε τεράστιο εργοστάσιο παραγωγής στο Βελιγράδι). Προφανώς όχι νόμιμα.
Του Ζβόνε συνεπώς ποτέ δεν του έλειψαν παπούτσια. Ακόμα και όταν ξέμειναν μαζί με τον αδερφό και την αδερφή του στην φροντίδα των παππούδων τους, αφού οι γονείς του αποφάσισαν, αναζητώντας καλύτερη τύχη, να ξενιτευτούν για δύο χρόνια στην Γερμανία. Τούβλα έστρωνε ο πατέρας του εκεί, νοσοκομεία καθάριζε η μητέρα του, Μάριγια. Δεν άντεξαν, δεν κατάφεραν να φέρουν τα παιδιά τους μαζί και έτσι αποφάσισαν να γυρίσουν στο Ίμοτσκ.
Το ποδόσφαιρο το είχε πάντα. Είτε διαβάζοντας είτε παίζοντας.
Δεν τον πίεσε κανείς, ούτε για το ένα ούτε για το άλλο (άντε, λίγο για το σχολείο η Μάριγια). Είχε κλίση, του άρεσαν. Και τα γράμματα τα έπαιρνε και στο τόπι. Ο συνδυασμός επέτρεπε όνειρα. Ιστορίες κόμικ λοιπόν. Πρωταγωνιστής τους ένας Άγγλος ποδοσφαιριστής, ονόματι Νίπερ Λόρενς, ο οποίος έπαιζε στην Μπλάκπορτ Ρόβερς.
Δεν υπήρχε φυσικά στον πραγματικό κόσμο, αλλά στο παιδικό μυαλό του, επειδή ακριβώς και οι δύο σε λιμάνια έδραζαν, η Μπλάκπορτ ήταν η Λίβερπουλ. Και κάπως έτσι ακόμα και τώρα είναι μια από τις αγαπημένες του ομάδες. Η λατρεία του όμως διαδοχικά (και πιθανότατα και αξιολογικά) για την Εθνική Κροατίας, την Ντιναμό Ζάγκρεμπ και τη Μίλαν ακολούθησε, διαμορφώθηκε από το δικό του… κόμικ.
Πρώτα βέβαια έπρεπε να δεχτεί και κυρίως να δείξει πώς θα το δημιουργήσει, πώς θα γίνει δηλαδή ποδοσφαιριστής. Η θέληση δεν αμφισβητούταν.
Το πρώτο μεγάλο παιχνίδι της ζωής του το έδωσε 12 χρόνων. Η ομάδα του Δημοτικού που πήγαινε αγωνιζόταν στον Τελικό του σχολικού πρωταθλήματος στο κλειστό γήπεδο της πόλης (γήπεδο που ονομαζόταν, στην Κροατία, σε εθνικιστικό θύλακα, «Partizan»).
Η σέντρα του ήταν προγραμματισμένη γύρω στο μεσημέρι. Ο 12χρονος πιτσιρικάς βρισκόταν μέσα στο γήπεδο από τις 05:00 το χάραμα, κλωτσώντας ασταμάτητα. Δεν σταμάτησε ούτε στον Τελικό. Έληξε 4-0. Η ομάδα του τον κέρδισε. Ο ίδιος πέτυχε και τα τέσσερα γκολ. Την ίδια χρονιά μετακόμισε στα τσικό της Χάιντουκ. Μόνο και μόνο γιατί το Σπλιτ ήταν πιο κοντά στο χωριό του.
Το πεπρωμένο του όμως δεν μπορούσε να το αποφύγει. Και ούτε και να το καθυστερήσει. Για έναν χρόνο έμεινε μόνο στη Χάιντουκ, προτού τελικά το συναντήσει, πηγαίνοντας 13 χρόνων στον κροατικό Βορά, στο Ζάγκρεμπ και την Ντιναμό. Δύο χρόνια έφταναν σε φυτωριακές ομάδες των «μπλε», έφταναν και περίσσευαν και έτσι στα 16.5 του ήταν ήδη σταθερό μέλος της πρώτης ομάδας.
Οι «Χιλιανοί»
Κανείς δεν περίμενε, παραμονές του Παγκόσμιου Κυπέλλου Νέων του 1987, πως η ομάδα της Γιουγκοσλαβίας θα μπορούσε να πετύχει κάτι. Τόσο έντονη ήταν μάλιστα αυτή η πεποίθηση, ακόμα και στο εσωτερικό της εγχώριας Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, ώστε είχε συζητηθεί -σοβαρότατα- να μην πάει καν η ομάδα στην Χιλή, όπου και θα πραγματοποιούταν η τελική φάση.
Μια ματιά στο τότε ρόστερ των «plavi» φτάνει για να χαρακτηρίσει αυτήν την (διόλου φευγαλέα) σκέψη, ασύλληπτα αδικαιολόγητη. Μπόμπαν, Προσινέτσκι, Σούκερ, Μιγιάτοβιτς, Γιάρνι, Πέτριτς, Στίματς, Μπρνόβιτς, Πάβλιτσιτς, οι ξεχωριστοί παρόντες. Σίνισα Μιχάιλοβιτς, Βλάντιμιρ Γιούγκοβιτς, Άλεν Μπόκσιτς, οι αναλόγως ξεχωριστοί απόντες, όπως και ο Σλάβεν Μπίλιτς.
Επίσημη δικαιολογία της μη κλήσης του τελευταίου ένας τραυματισμός στον αστράγαλο. Ανεπίσημη -και ιδιαιτέρως αποδεκτή μεταξύ των Κροατών– το γεγονός ότι ο πατέρας του ανοιχτά δεν δεχόταν ο γιος του να εκπροσωπήσει την ενιαία Γιουγκοσλαβία, συντασσόμενος ανοιχτά από τότε με την αυτονόμηση της Κροατίας (εφεξής ποτέ ο Μπίλιτς δεν αγωνίστηκε με την ενιαία Γιουγκοσλαβία, σε οποιοδήποτε ηλικιακό αντιπροσωπευτικό της συγκρότημα).
Το τάλαντο προφανώς περίσσιο. Δεν κρυβόταν. Οι Βαλκάνιοι έκαναν παρέλαση στον όμιλο τους. Τρεις νίκες κόντρα σε Χιλή, Αυστραλία και Τόγκο, σημειώνοντας μια ντουζίνα γκολ. Στα προημιτελικά απέκλεισαν την Βραζιλία, στα ημιτελικά την Ανατολική Γερμανία (με νίκες 2-1), φτάνοντας στον Tελικό κόντρα στην Δυτική Γερμανία.
Με γκολ του Μπόμπαν προηγήθηκαν στο 85′. Δύο λεπτά αργότερα όμως ισοφαρίστηκαν. Η παράταση δεν ξεχώρισε το 1-1 και έτσι έγινε από την διαδικασία των πέναλτι. Δέκα εκτελέστηκαν, μόνο το πρώτο χάθηκε. Ήταν γερμανικό. Το τελευταίο που έκρινε τον νικητή, χαρίζοντας το τρόπαιο στους Γιουγκοσλάβους, το πήρε ο Μπόμπαν (για την ιστορία, ούτε αυτός ούτε ο Προσινέτσκι είχαν το «10» στη φανέλα. ο πρώτος είχε το «8», ο δεύτερος το «9», Μιγιάτοβιτς και Σούκερ είχαν το «11» και το «13» αντίστοιχα).
Το Χρυσό έγινε δεκτό με επίσημους εορτασμούς που κράτησαν για δύο μέρες στην χώρα. Κίνηση που δεν συνηθιζόταν στην πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβία και που έδωσε στους 18χρονους τότε Παγκόσμιους Πρωταθλητές φήμη και αναγνωρισιμότητα που ξεπερνούσε κατά πολύ τόσο την ηλικία τους όσο (προφανώς) και τις εθνολογικές διαφορές τους.
Ναι, εξυπακούεται πως το ερώτημα που ποδοσφαιρικά κυριαρχεί εξαιτίας εκείνης της επιτυχίας και της φουρνιάς ποδοσφαιριστών είναι (ένα ακόμα) «what if» . Τι δηλαδή θα μπορούσε να γίνει, αν όλοι αυτοί που ήταν στη Χιλή και όλοι αυτοί που δεν πήγαν έμεναν μαζί και συνέχιζαν ως Γιουγκοσλάβοι και όχι ως Σέρβοι, Κροάτες, Βόσνιοι και Μαυροβούνιοι.
Φιλοσοφική πλέον αναζήτηση, τελείως θεωρητική και μάταιη. Οι Κροάτες πάντως έστω και μια τζούρα την πήραν, μια απάντηση έδωσαν, με την «Hrvatska» -βασισμένη στους «Χιλιάνους», όπως ονομάστηκαν οι Παγκόσμιοι Πρωταθλητές Νέων του ’87- να φτάνουν στην τρίτη θέση του κόσμου στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998 και μιαν ανάσα, πραγματικά μιαν ανάσα από τον Τελικό. Αλλά ας όψεται ένα λάθος. Του Μπόμπαν…
Μέχρι τις 13 Μαΐου 1990
Στις 6 Μαΐου του 1990 ολοκληρώθηκαν οι πρώτες βουλευτικές εκλογές στην Κροατία μετά το 1938. Εκλογές που δεν αφορούσαν απλώς στην επάνδρωση του τοπικού Κοινοβουλίου, αλλά πρακτικά ήταν το πρώτο, ξεκάθαρο μήνυμα προς την ομόσπονδη Γιουγκοσλαβία των προθέσεών της μιας εκ των εταίρων της.
Το Δεξιό κόμμα του Φράνιο Τούτζμαν κέρδισε την πλειοψηφία των εδρών. Η πρακτικά εθνικιστική ρητορική του (μετέπειτα πρώτου Προέδρου της ανεξάρτητης Κροατίας) ήταν ανάλογη του αφηγήματος δεκαετιών των συμπατριωτών του. Αυτονομία-ανεξαρτησία, πατώντας στην -όπως ισχυριζόταν- για χρόνια καταπιεστική κεντρική διακυβέρνηση, η οποία πάντα ευνοούσε τα σέρβικα συμφέροντα.
Κανείς τότε δεν στάθηκε στο ότι ο Τούτζμαν ήταν -επί του θεωρητικού και πρακτικού δημιουργού της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, του στρατάρχη Τίτο– Αρχιστράτηγος του γιουγκοσλαβικού στρατού, έχοντας (εκ της θέσης του) διατελέσει και ως κεφαλή, εποπτεύουσα αρχή της (σέρβικης) Παρτιζάν. Σε μια χώρα που έβραζε, το παρελθόν δεν ενδιέφερε.
Ρητορική που σε κάθε περίπτωση έβρισκε ιδανικό ταίρι και προφανώς ταιριαστή δικαιολογία για όσα απαιτούσαν πλέον οι Κροάτες, ρίχνοντας κι άλλο λάδι στη φωτιά που σιγόκαιγε, στον ομόλογο του Τούτζμαν εκείνη την εποχή στην Σερβία και για χρόνια σημαίνον γρανάζι του κυβερνητικού μηχανισμού, Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Ανοιχτά και χωρίς την παραμικρή διάθεση συμβιβασμών για χάρη της Ομοσπονδίας, έκανε λόγο για επανίδρυση της Μεγάλης Σερβίας, με τα σύνορα της να περιορίζονται μόνο «ως εκεί που Σέρβος έχει ζήσει».
Αντικατοπτρισμός της εκατέρωθεν ανόδου των εθνικιστικών τάσεων το ποδόσφαιρο. Η Ντιναμό Ζάγκρεμπ από την πλευρά της Κροατίας, ο Ερυθρός Αστέρας από την πλευρά της Σερβίας.
Οι οργανωμένοι τους οπαδοί πυρήνες ουσιαστικά της έκφρασης αυτών των τάσεων, προάγγελοι πρώτοι των όσων εμφυλιοπολεμικά κατακερμάτισαν την Γιουγκοσλαβία.
Bad Blue Boys ο κυρίαρχος οπαδικός σύνδεσμος της Ντιναμό, ο οποίος ζήτημα είναι να μετρούσε τέσσερα χρόνια ζωής εκείνες τις μέρες, μα οι συνθήκες και το καθρέφτισμα της ομάδας των όσων μπορούσε το γήπεδο να συνεισφέρει και να προπαγανδίσει στον/για τον εθνικό σκοπό είχε βοηθήσει στο να γιγαντωθεί πολύ γρήγορα.
Τόσο ώστε ουσιαστικά προκάλεσε την ίδρυση των Delije, του αντίστοιχου δηλαδή συνδέσμου οπαδών του Ερυθρού Αστέρα, ο οποίος και γεννήθηκε το 1989, ενώνοντας υπό την σκέπη και το έμβλημά του όλα τα προηγούμενα οργανωμένα, κυρίαρχα οπαδικά γκρουπ στην εξέδρα του Marakana, υπό το πολύ απλό και σαφές σύνθημα: «Zvezda je život, ostalo su sitnice», δηλαδή «ο Αστέρας είναι ζωή, τα υπόλοιπα απλώς είναι τίποτα».
Μια εβδομάδα μετά τις εκλογές στην Κροατία, στις 13 Μαΐου, στο Ζάγκρεμπ θα γινόταν το ντέρμπι του Γιουγκοσλαβικού Πρωταθλήματος μεταξύ της δεύτερης στην κατάταξη Ντιναμό και του πρωτοπόρου Ερυθρού Αστέρα.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που άπαντες ανέμεναν επεισόδια σε αναμέτρηση των δύο ομάδων. Γίνονταν και σοβαρότατα μάλιστα και στο παρελθόν. Ήταν όμως η πρώτη φορά που όντως το μπαρούτι που μύριζε σε όλη την Γιουγκοσλαβία έμοιαζε να συγκεντρώνεται στο γήπεδο της Ντιναμό, το Maksimir. Χωρίς όμως να αφορά ή να εμπλέκει βαθμούς και ποδόσφαιρο…
13 Μαΐου 1990 – η κλωτσιά
Από την Παρασκευή, δύο μέρες πριν τη σέντρα, ήταν προγραμματισμένο το ταξίδι από το Βελιγράδι στο Ζάγκρεμπ των περίπου 3.000 οπαδών της «Zvezda». Την καθοδήγησή τους είχε αναλάβει ο επικεφαλής πλέον των Delije, Ζέλικο Ραζνάτοβιτς.
Ήδη διαβόητος, με διεθνή εντάλματα σύλληψης να εκκρεμούν εναντίον του, προετοίμαζε το έδαφος τότε για την δική του… μετεξέλιξη στον «πολέμαρχο Αρκάν», το παραστρατιωτικό πρωτοπαλλήκαρο της Σέρβικης Εθελοντικής Εθνοφρουράς, των γνωστότερων «Τίγρεων του Αρκάν», με πλούσια, ανεξέλεγκτη, εγκληματική δολοφονική δράση κατά την διάρκεια του Εμφυλίου που ακολούθησε, η οποία και τον μετέτρεψε σε εγκληματία πολέμου, παρότι μόλις δύο χρόνια μετά την έναρξή του σκοτώθηκε.
Τότε, έχοντας δεξαμενή το μεγαλύτερο οπαδικό κίνημα στη Σερβία και καύσιμο την εθνικιστική προπαγάνδα, “ψάρευε”, “επένδυε” μέσω των Delije, όπως φυσικά αντίστοιχα έκαναν και οι ηγέτες (όχι πάντως ανάλογα… ξακουστοί) των Bad Blue Boys. Πρώτα τα μέλη τους εκατέρωθεν δοκιμάστηκαν στις εξέδρες, πριν πάρουν θέσεις αντικριστά ο ένας στο άλλον στο πεδίο των μαχών.
Ο «Αρκάν» μάλιστα, οπλοφορώντας όπως επιβεβαιώθηκε, καθόταν στον πάγκο του Ερυθρού Αστέρα σε εκείνο το παιχνίδι, χωρίς φυσικά να έχει καμία επίσημη αρμοδιότητα ή ρόλο στον σύλλογο, ενώ το συνδεσμιακό του alter ego, επίσης διαβόητος για την εγκληματική του δραστηριότητα, ο Ράτκο Ντόγκιτς, αλώνιζε χωρίς το παραμικρό πρόβλημα στα επίσημα του Maksimir πριν τη σέντρα το παιχνιδιού.
Εκεί βρισκόταν και ο τότε Πρόεδρος της Σλοβενίας (και πρώτος μετά την ανεξαρτησία της ως και το 2002), Μίλαν Κούτσαν. Δεκάδες δημοσιογράφοι έχουν επιβεβαιώσει πως τους ζητούσε πολύ πριν τη σέντρα να ενημερώσουν και να ζητήσουν να μην γίνει το παιχνίδι, να εκκενωθεί το γήπεδο και να ενισχυθεί η ασφάλεια, αφού θα ακολουθούσαν πρωτοφανή έκτροπα. Δεν κόμιζε κάτι που δεν αναμενόταν. Σε κάθε περίπτωση, ήταν ο μόνος που το ανέφερε.
Το ταξίδι στο Ζάγκρεμπ των οπαδών του Αστέρα έγινε με τρένο. Τρόπος συνηθισμένος για την εποχή. Συνοδεία ομοσπονδιακών αστυνομικών, οι οποίοι ουσιαστικά παρέδωσαν μετά από διάφορες στάσεις που κράτησαν ως το πρωί της Κυριακής το κονβόι στον έλεγχο των συναδέλφων τους, με το που πάτησαν κροατικό έδαφος.
Δεν κατάφεραν να περιορίσουν τις συγκρούσεις που ξεκίνησαν με την άφιξη των φιλοξενούμενων οπαδών στο Ζάγκρεμπ, ήταν όμως κάτι γνωστό, διαχειρίσιμο και εντός πλαισίου. Γι’ αυτό και η προσπάθεια περιορισμού της έντασης δεν διέφερε από τη συνηθισμένη πρακτική της τοπικής (αλλά ομοσπονδιακής) αστυνομίας.
Οι οπαδοί του Αστέρα τοποθετήθηκαν σε σιδερόφρακτο χώρο στα όρια του ενός πετάλου του Maksimir. Δεν ήταν προγραμματισμένο να τοποθετηθούν εκεί, ο τότε Υπεύθυνος Ασφαλείας άλλαξε το πλάνο, λίγο πριν μπουν στο γήπεδο. Θεωρητικά δεν (θα) μπορούσε να τους πλησιάσει κανείς, δεν μπορούσε να τους αγγίξει κανείς. Το ήθελαν όμως. Και από την απέναντι πλευρά, επίσης αστυνομοκρατούμενη, στο αντίπαλο πέταλο, το περίμεναν.
Ξεκίνησε πριν καν τη σέντρα, από το ζέσταμα κιόλας των δύο ομάδων. Πρώτα με πετροβολισμό στην πλευρά των Σέρβων. Αναρίθμητες πέτρες. Απάντηση πρώτη με συνθήματα: «Το Ζάγκρεμπ είναι Σερβία», «Θα σκοτώσουμε τον Τούτζμαν». Από την άλλη πλευρά, ανάλογο το πλαίσιο: «Θα σκοτώσουμε τον Στόικοβιτς» (σ.σ. ο αρχηγός του Αστέρα. Χρόνια αργότερα ειπώθηκε, χωρίς όμως ποτέ να επιβεβαιωθεί με στοιχεία, ότι οι τοπικές αρχές γνώριζαν πως οι Bad Blue Boys είχαν καταστρώσει σχέδιο δολοφονίας του Σέρβου μέσου).
Συνεχίστηκε με ξήλωμα καθισμάτων από τους Σέρβους και πέταγμά τους παντού, όπου μπορούσαν να φτάσουν. Σειρά πήραν οι διαφημιστικές πινακίδες, οτιδήποτε τέλος πάντων ξηλωνόταν, ώστε να δημιουργηθεί δίοδος, δρόμος στους πρώτους γειτνιάζοντες αντίπαλους οπαδούς.
Έτσι όμως δόθηκε το σύνθημα στο άλλο πέταλο. Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, οι κλειδαριές ήταν σπασμένες, τα σύρματα επιμελώς κομμένα τόσο ώστε να μην φαίνονται από τις αστυνομικές δυνάμεις, αλλά με ένα… φύσημα ουσιαστικά να πέσουν και να μην εμποδίσουν την πρόσβαση στον αγωνιστικό χώρο. Η πρώτη απόπειρα αποτράπηκε. Στη σέρβικη πλευρά όμως ο χαμός μαινόταν ανεμπόδιστος. Έτσι, η δεύτερη και πιο μαζική απόπειρα να μπουν οι Κροάτες στο γήπεδο δεν γινόταν να σταματήσει.
Το παιχνίδι εννοείται πως δεν είχε καν ξεκινήσει, με τους ποδοσφαιριστές στον αγωνιστικό χώρο να έχουν μάτια και νου στο τι γινόταν στην εξέδρα. Στην πρώτη εισβολή σχεδόν όλοι έφυγαν για τα αποδυτήρια. Μερικοί μόνο Αξιωματούχοι της Ντιναμό έμειναν στο χορτάρι μαζί με τον αρχηγό της -είχε ήδη γίνει, από τα 19 του κιόλας, ο Μπόμπαν– και κανά-δυο ακόμα συμπαίκτες του.
Έξαλλος από όσα βλέπει, κυρίως όμως εστιάζοντας στο πέταλο των φιλοξενούμενων οπαδών και το μένος των οπαδών του Αστέρα, συλλαμβάνεται από τις κάμερες να φωνάζει «Πού είναι η αστυνομία; Πού είναι η γαμημένη αστυνομία»; Και η αλήθεια είναι πως εκείνη την ώρα οι αστυνομικοί εστίαζαν στο να αποτρέψουν τους εφορμούντες εκατοντάδες οπαδούς της Ντιναμό να διανύσουν τον αγωνιστικό χώρο και να φτάσουν σε εκείνους του Αστέρα.
Δεν το κάνουν ευγενικά. Ένας αστυνομικός έχει ρίξει στο έδαφος και χτυπάει μανιωδώς με το γκλομπ του έναν οπαδό στο κέντρο του γηπέδου. Ο Μπόμπαν μαζί με δύο-τρεις συμπαίκτες του βλέπουν το περιστατικό και σπεύδει να βοηθήσει τον οπαδό. Δεν το καταφέρνει, δέχεται δύο γκλομπιές, αλλά, αντί να οπισθοχωρήσει, λοκάρει τον υπεύθυνο αστυνομικό, τον κυνηγάει -μόνος του, χωρίς συνδρομή άλλων- και τον κλωτσάει κατάστηθα, χτυπώντας τον ταυτόχρονα και στο πρόσωπο.
Ο αστυνομικός σωριάζεται στο έδαφος. Στον Μπόμπαν τρέχουν ο προπονητής της Ντιναμό, Γιόζιπ Κούζε, και κάποιοι από τους οπαδούς για να τον προστατεύσουν από τα αντίποινα. Τριάντα χρόνια αργότερα ο αστυνομικός που χτυπήθηκε αποκάλυψε πως εκείνη την ώρα οι συνάδελφοί του τον παρότρυναν να βγάλει το όπλο του και να πυροβολήσει. Το σκέφτηκε και ο ίδιος. Το παραδέχτηκε. Ευτυχώς, δεν πήρε γρήγορα την απόφαση, με αποτέλεσμα ο αρχηγός της Ντιναμό να φυγαδευτεί ασφαλής στα αποδυτήρια.
Ο χαμός στο γήπεδο συνεχίστηκε για ώρες. Και ουσιαστικά περιορίστηκε σε συγκρούσεις των (ενισχυμένων) αστυνομικών δυνάμεων με τις εκατέρωθεν οπαδικές παρατάξεις, οι οποίες κατέστρεψαν ουσιαστικά το Maksimir. Έτσι κι αλλιώς, μετά την ενέργεια του Μπόμπαν, ο στόχος είχε αλλάξει και αντί για τους οπαδούς του Αστέρα αντίπαλος των Bad Blue Boys ήταν αυτοί που έβλεπαν ως όργανο της σέρβικης καταπίεσης, οι ομοσπονδιακοί δηλαδή αστυνομικοί.
13.5.1990. – 13.5.2015. 25 godina od nikad odigrane utakmice #Dinamo – Crvena Zvezda #zagreb #hrvatska pic.twitter.com/qlVAzsxuen
— GNK Dinamo (@gnkdinamo) May 13, 2015
Μετά την 13η Μαΐου 1990
Τα έκτροπα κράτησαν για περίπου έξι ώρες ακόμα. Στο γήπεδο. Γιατί συνεχίστηκαν και στην αναχώρηση των Σέρβων οπαδών στον σιδηροδρομικό σταθμό του Ζάγκρεμπ. Απολογισμός; Πάνω από 140 εκατέρωθεν συλλήψεις, 117 τραυματίες αστυνομικοί, 39 τραυματίες οπαδοί του Αστέρα και 37 της Ντιναμό Ζάγκρεμπ.
Ένας από αυτούς, ο οπαδός στην βοήθεια του οποίου πρόστρεξε ο Μπόμπαν, ο Μπρούνο Σίροκ. Πιτσιρικάς τότε, εξελίχτηκε (και παραμένει ακόμη), αφού πρώτα πολέμησε στον Εμφύλιο, σε εμβληματική μορφή των Bad Blue Boys.
Ο αστυνομικός πάνω-κάτω συνομήλικος αυτών που κυνηγούσε, απέχει αρκετά από το συλλογικό θυμικό των Κροατών που διαμορφώθηκε αστραπιαία μετά την κλωτσιά που δέχτηκε από τον Μπόμπαν («Σέρβοι δολοφόνοι» το σύνθημα που ένωσε τους Κροάτες στο Maksimir).
Λέγεται Ρέφικ Αχμέτοβιτς. Ακόμα είναι αστυνομικός, διανύοντας πλέον πάνω από τριάντα χρόνια ενεργούς υπηρεσίας. Τότε υπηρετούσε στο Ζάγκρεμπ. Είναι Βόσνιος μουσουλμάνος. Βόσνιος. Μουσουλμάνος. Από την Σρεμπρένιτσα. Την Σρεμπρένιτσα…
Μίλησε δεκαετίες μετά το συμβάν και παραδέχτηκε πως για μέρες αναζητούσε τον Μπόμπαν στα στέκια του. Οπλισμένος. Με πολιτικά ρούχα. Και συνοδεία συναδέλφων του, από τους οποίους δεχόταν κάθε λογής bullying για τον δημόσιο εξευτελισμό που υπέστη, χωρίς -ουσιαστικά- να κάνει το παραμικρό (και εν τέλει, λίγες εβδομάδες αργότερα από τα επεισόδια τον ανάγκασε να ζητήσει και να πάρει μετάθεση).
Ο Μπόμπαν όμως τότε ήταν -απλώς- ανέγγιχτος, λαμβάνοντας την απόλυτη προστασία 24/7 από τους Bad Blue Boys.
Οι δυο τους βρέθηκαν πριν μερικά χρόνια. Μακριά από φακούς και κάμερες. Ο ένας απολογήθηκε για την ενέργειά του, όχι όμως για τον σκοπό της. Ο άλλος κατάλαβε την αιτία. Δεν φίλιωσαν. Εξηγήθηκαν.
Οι παίκτες του Αστέρα -μεταξύ των οποίων ο Κροάτης αλλά με Σέρβα μητέρα, Ρόμπερτ Προσινέτσκι, ο Βόσνιος Ραφίκ Σαμπανάτζοβιτς και άλλοι Μαυροβούνιοι και Σκοπιανοί– έμειναν στα αποδυτήρια για ώρες. Για την ασφάλειά τους επιλέχθηκε να φύγουν από το γήπεδο με ελικόπτερο. Με την επιστροφή στο Βελιγράδι, ο Στόικοβιτς αξίωσε την παραδειγματική τιμωρία του Μπόμπαν, κατά του οποίου απαγγέλθηκαν ποινικές κατηγορίες.
Τελικά, την γλύτωσε απλώς με εξάμηνο αποκλεισμό από κάθε ποδοσφαιρική δραστηριότητα, γεγονός που του κόστισε τη θέση στην αποστολή της Γιουγκοσλαβίας για τα τελικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1990.
Το παιχνίδι, το οποίο δεν έγινε ποτέ, θεωρήθηκε ως ο προπομπός του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας. Το CNN το κατηγοριοποίησε ως ένα από τα πέντε σημαντικότερα της ιστορίας, όχι του αθλήματος αλλά του κόσμου. Οι Bad Blue Boys επιχαίρουν ακόμα και σήμερα, στήνοντας μάλιστα μνημείο λίγα στενά μακριά από το γήπεδο της Ντιναμό, αφιερώνοντάς το στους πεσόντες του πολέμου με την επιγραφή: «Εδώ όπου οι οπαδοί της Ντιναμό ξεκίνησαν τον πόλεμο με τη Σερβία».
Υπερβολές. Μύθος. Το Γιουγκοσλαβικό Πρωτάθλημα ολοκληρώθηκε κανονικά εκείνη τη σεζόν. Και διεξήχθη κανονικά και την επόμενη, με την Ντιναμό να επισκέπτεται το Βελιγράδι και τον Αστέρα το Ζάγκρεμπ.
Ο σκοπός των όσων ήταν να γίνουν εκείνο το μεσημέρι δεν είχε να κάνει με την επίσπευση του πολέμου. Οι πρώτες άλλωστε τουφεκιές έπεσαν δέκα μήνες αργότερα. Ο πόλεμος -φαίνεται εκ των υστέρων, αλλά και τότε ακόμα ήταν εμφανές πως- δεν γινόταν να αποφευχθεί, η διάσπαση ήταν νομοτελειακή σε μια ασύνδετη ομοσπονδία, ο συνεκτικός ιστός της οποίας είχε διαλυθεί (αν υπήρξε ποτέ) και οι όποιοι δεσμοί που την κρατούσαν ενωμένη, είχαν προ πολλού πάψει να είναι στο επίκεντρο.
Οι τάσεις αυτονόμησης ήταν τόσο ισχυρές, ώστε δεν επέτρεπαν τίποτα διαφορετικό. Εκείνο το απόγευμα στο Maksimir επιβεβαιώθηκαν απλώς δύο πράγματα: πρώτον, πως δεν υπήρχε το παραμικρό περιθώριο συνεννόησης και, δεύτερον, πως για τους εθνικιστές Κροάτες, για τους Κροάτες εν γένει, η αντίσταση κατά των Σέρβων είχε βρει στιγμιότυπο και πρόσωπο: τον Μπόμπαν και την κλωτσιά του στον αστυνομικό.
«Να ‘μαι λοιπόν. Ένα δημόσιο, αναγνωρίσιμο πρόσωπο, έτοιμος να ρισκάρω τη ζωή μου, την καριέρα μου, τα πάντα που αυτή και η φήμη θα μπορούσαν να μου προσφέρουν για έναν σκοπό και μόνο: τον εθνικό σκοπό της Κροατίας», τα λόγια που ξεστόμισε, ποδοσφαιριστής ακόμη, ο Μπόμπαν σε τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ.
Τριάντα χρόνια μετά έχει λειάνει την άποψή του. Ένας αιματηρός, πολύχρονος, καταστροφικός Εμφύλιος, με αναρίθμητους νεκρούς και σημάδια στο κάθε τι στην εμπλεκόμενη στον πόλεμο πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβία, δεν αφήνει περιθώρια σε σώφρονα άνθρωπο να μην αναθεωρεί.
Όχι όμως και να το μετανιώσει. Ποτέ. Και δεν το κρύβει. «Ήταν μια πράξη αντίστασης, ελευθερίας. Όχι κατά του αστυνομικού. Κατά του καθεστώτος. Είναι σωστό να κλωτσάς κάποιον; Όχι. Απαντούσα όμως με τον ίδιο τρόπο, δεν γινόταν αλλιώς. Απλώς δεν περίμενα, ούτε καν τότε, πως θα γινόταν πόλεμος. Ήμουν νέος, αφελής και βλάκας».
Το ότι η αντίσταση, όπως την όριζε τουλάχιστον εκείνη την στιγμή των εκατοντάδων σφυγμών και του νεανικού αίματος να βράζει μέσα του, ήταν (ή έγινε) το βασικό του ζητούμενο, το επιβεβαίωσε με την άμεση συμπεριφορά του.
Από την στιγμή που μπήκε προστατευόμενος στα αποδυτήρια του Maksimir πήγε αμέσως σε αυτά του Αστέρα, δίνοντας προσωπικές εγγυήσεις για την ασφάλεια των παικτών της «Zvezda». «Ήμασταν φίλοι, είχαμε υπάρξει συμπαίκτες, είχαμε κερδίσει μαζί. Δεν είχα τίποτα μαζί τους».
Η Μίλαν, η Κροατία και το μαράζι
Ανεξαρτήτως τι θα έκανε στην καριέρα του, είχε ξεπεράσει κατά πολύ τα κοσμικά, ποδοσφαιρικά επίπεδα.
Για τους συμπατριώτες του ήταν, παρέμεινε και παραμένει η οντότητα που άλλαξε τον ρου της ιστορίας, που με τη δική του μπότα άνοιξε κλωτσώντας τον δρόμο προς την ανεξαρτητοποίηση.
Με το τέλος της Γιουγκοσλαβίας, η Μίλαν τον αγόρασε. Ελέω περιορισμού στον αριθμό των μη Ιταλών στο ρόστερ, περνάει την πρώτη του σεζόν στο Campionato δανεικός στην Μπάρι, βλέποντας εκεί, ζώντας από εκεί το ξέσπασμα του πολέμου. Καλοκαίρι του ’92 πατάνε στο Μιλάνο μαζί με τον (Μαυροβούνιο στη καταγωγή) Ντέγιαν Σαβίτσεβιτς, τον οποίο οι «Rossoneri» έχουν μόλις αγοράσει. Από τον Ερυθρό Αστέρα.
Μαζί σκόρπισαν την Μπαρτσελόνα του Γιόχαν Κρόιφ στον Tελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1994 στην Αθήνα. Εκείνη η “τεσσάρα” και η κατάκτηση του τροπαίου το αποκορύφωμα μιας εννιαετίας κατά την οποία κατέκτησε τα πάντα.
Έγινε ο «Ζορό» των τιφόζι, κέρδισε την προτίμηση (και όχι μόνο) του ιδιοκτήτη της Μίλαν (και όχι ακόμη Ιταλού Πρωθυπουργού), Σίλβιο Μπερλουσκόνι, (τόσο μάλιστα, ώστε μέχρι και την προσωπική του ολόχρυση σαρκοφάγο του είχε δείξει ο «καβαλιέρε». από τότε την είχε έτοιμη…), λατρεύτηκε από τα ιταλικά media για την ευρυμάθειά του και τις εγκυκλοπαιδικές του γνώσεις αλλά και για το ότι ποτέ, για κανέναν λόγο και αιτία, δεν μασούσε τα λόγια του (είτε τα ξεστόμιζε στα ιταλικά είτε στα αγγλικά που έμαθε να επικοινωνεί).
Έκανε λογοτεχνικές αναλύσεις, φτάνοντας -live σε τηλεοπτική εκπομπή- να σκαρώσει ένα φανταστικό ποδοσφαιρικό παιχνίδι, με αντιπάλους Ιταλούς και Κροάτες λογοτέχνες. Αράδιασε 11 από κάθε μεριά, ξεκαθάρισε πως οι πατριώτες του δεν θα είχαν καμία τύχη σε ένα τέτοιο γήπεδο όπου το λογοτεχνικό/καλλιτεχνικό αποτέλεσμα θα αντιστοιχούσε στο γκολ, αφήνοντας εύλογα παρευρισκομένους και κοινό με το στόμα ανοιχτό.
Ποδοσφαιριστή άλλωστε που να συστήνεται με τα παιδικά του αφηγήματα από τους λατρεμένους του Τσέχοβ και Ντοστογιέφσκι και να προχωράει αναλύοντας δοκίμια και λογοτεχνικό έργο Ιταλών δεν είχαν συναντήσει ποτέ. Και ούτε πρόκειται να συναντήσουν άλλον.
Ο ερχομός του Ρουί Κόστα στις αρχές του 21ου αιώνα το σημάδι που αρκούσε. Έχοντας έτσι κι αλλιώς με την πάροδο των χρόνων ολοένα και φθίνουσα συμμετοχή στη Μίλαν, ζητάει να φύγει. Μετακομίζει στη Θέλτα, δανεικός και εκεί ήταν που το κατάλαβε.
Πριν καλά καλά ξεκινήσει το πρωτάθλημα, σε μια προπόνηση, εκτελώντας μιαν άσκηση, αδυνατεί επαναλαμβανόμενα να περάσει τον προσωπικό του αντίπαλο. Κάποτε κίνηση ρουτίνας, επιτυχημένη σε συντριπτικό ποσοστό, έμοιαζε πλέον βουνό αδιάβατο. Και δεν είχε καμία πρόθεση να το διαβεί, αφού επί τόπου ανακοίνωσε και την αποχώρησή του από το ποδόσφαιρο, έχοντας μόλις συμπληρώσει τα 33 του χρόνια.
Από την «Hrvatska» το είχε κάνει δύο χρόνια νωρίτερα. Τι άλλο να πετύχαινε άλλωστε; Εδραίωσε την -κοντά θεία- θέση όπου τον είχαν τοποθετήσει οι συμπατριώτες του, οδηγώντας την Εθνική Κροατίας στην τρίτη θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998. Με -πάντα και για πάντα- το περιβραχιόνιο στο μπράτσο. Αυτό που του έμεινε όμως, το μαράζι ήταν, το μαράζι του ημιτελικού με την Γαλλία.
«Έκανα το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου. Πάνω που είχαμε πετύχει το γκολ και φώναζα, ούρλιαζα σε όλους να μείνουν συγκεντρωμένοι, να μείνουν στο παιχνίδι, να… Και όμως εκείνη την στιγμή, πουλάω την μπάλα σε “κόκκινη” ζώνη, 20 μέτρα από την εστία μας. Και η Γαλλία ισοφάρισε, γυρίζοντας το παιχνίδι. Είναι κάτι που δεν θα συγχωρήσω ποτέ στον εαυτό μου».
Μια ακόμη «κλωτσιά»
Εύλογα πολλοί και διάφοροι επιδίωξαν να εκμεταλλευτούν το στάτους του. Το κύρος του. Δεν ασχολήθηκε με τα εγχώρια ποδοσφαιρικά από την στιγμή που κρέμασε τα παπούτσια του, αγανακτισμένος από την διαφθορά που κυριαρχούσε. Αυτονόητα δεν θα το έκανε ούτε και για την πολιτική. Στην Κροατία άλλωστε ποδόσφαιρο και πολιτική συνήθως συμπορεύονται.
Έγινε καθηγητής. Έκανε το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο του Ζάγκρεμπ με το θέμα της διπλωματικής του να είναι «Ο Χριστιανισμός στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», έχοντας μάλιστα επιβλέποντα τον Πέτερ Σέλεμ, έναν από τις θεωρητικές αυθεντίες του συγκεκριμένου ακαδημαϊκού κομματιού.
Δεν τον ενδιέφερε η διδασκαλία αλλά η γνώση: «Μετά από τέσσερα χρόνια όπου ολοένα προσπαθούσα να μάθω, συνειδητοποίησα πως τώρα που ολοκλήρωσα την διατριβή μου ξέρω ακόμα λιγότερα». Ακολούθησε την άλλη του -παιδική- αγάπη, τη δημοσιογραφία. Έγινε σύμβουλος έκδοσης στον μεγαλύτερο εκδοτικό οίκο της Κροατίας, αρθρογραφώντας στο σαββατιάτικο ένθετο της μοναδικής αθλητικής εφημερίδας της χώρας.
Αυτός, ένας δηλωμένος Δεξιός, να εργάζεται σε έναν όμιλο γνωστό για την αντίθετα πολιτικά τοποθέτησή του. Κανένα πρόβλημα. Όπως και ο ίδιος δεν είχε -δημοσίως- να τοποθετηθεί υπέρ του Αριστερού υποψηφίου για τον Προεδρικό θώκο της Κροατίας, Ζόραν Μιλάνοβιτς, στις εκλογές του 2015. Τότε δεν κέρδισε την Προεδρία, την εξασφάλισε όμως στις εκλογές που έγιναν τον Φεβρουάριο του ’20.
Ο Μπόμπαν προσέφερε την στήριξη του δίνοντας συνέντευξη στην πολιτική καθημερινή εφημερίδα του ομίλου. Εφημερίδα με την οποία δεν είχε επισήμως συνεργασία ούτε σε συμβουλευτικό επίπεδο, αλλά η οποία ως πολιτικό έντυπο ήταν αυτή που εξέφραζε την παραδοσιακή -Αριστερή- “γραμμή” του ομίλου.
Τότε όμως ο όμιλος είχε εξαγοραστεί από τον Μάριαν Χατζέκοβιτς, έναν πασίγνωστο δικηγόρο, ο οποίος ήταν (και είναι) ο επονομαζόμενος «κονσιλιέρε» του Ζντράβκο Μάμιτς. Του ιδιοκτήτη δηλαδή της Ντιναμό Ζάγκρεμπ και του ανθρώπου που ουσιαστικά εδώ και τρεις δεκαετίες διαφεντεύει το κροατικό ποδόσφαιρο (και μέσω αυτού πολλές πτυχές της κροατικής κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής) και ακραιφνή υποστηρικτή της Δεξιάς στην Κροατία.
Ο Μπόμπαν λοιπόν, ο Δεξιός, το πρόσωπο της κροατικής ανεξαρτησίας, βγαίνει δημοσίως στην εφημερίδα που παραδοσιακά υποστηρίζει την Αριστερά στην χώρα, αλλά πλέον ανήκει σε έναν από τους διαχρονικούς χρηματοδότες της Δεξιάς, και συντάσσεται υπέρ του Αριστερού κυβερνητικού υποψηφίου (όντας μάλιστα και στο pay roll αυτού του ομίλου), κατακεραυνώνοντας μάλιστα και την δραστηριότητα του Μάμιτς, τον οποίο χαρακτηρίζει «νυφίτσα» και «καταστροφέα» του κροατικού ποδοσφαίρου.
Ανεπανάληπτο, πρωτοφανές, άκρως τολμηρό για τα δεδομένα της ποδοσφαιρικής Κροατίας τόσο ώστε μόνο από μια υπερβατική προσωπικότητα όπως ήταν (και είναι) ο Μπόμπαν θα μπορούσε να γίνει.
Η Διεύθυνση του ομίλου προσπαθεί αρχικά να μην δημοσιευτεί η συνέντευξη. Δεν γίνεται δεκτό από τη συντακτική ομάδα της εφημερίδας. Μετά ζητάει να μην δημοσιευτούν οι επίμαχες πολιτικές και προσωπικές ατάκες του Μπόμπαν. Επίσης η προσπάθεια πέφτει στο κενό, με τον συμβιβασμό να προκύπτει με τη δημοσίευση μεν της συνέντευξης χωρίς όμως την παραμικρή της διαφήμιση ούτε σε άλλα μέσα αλλά ούτε καν και στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας!
Αμέσως ο Μπόμπαν υποβάλλει την παραίτησή του από το πόστο του στον όμιλο και σταματάει να ασχολείται. Είχε έτσι κι αλλιώς χορτάσει, αφού για χρόνια διατέλεσε τηλεσχολιαστής σε ιταλικά κανάλια, αρθρογραφώντας μάλιστα και στην κορυφαία «Gazzetta dello Sport». Το γούσταρε, το είχε, το απολάμβανε, αλλά πλέον δεν τον γέμιζε.
Τα εστιατόρια, ο «αδερφός», το VAR και ο Τσέφεριν
Άνεργος έτσι κι αλλιώς δεν έμεινε για πολύ. Μαζί με τον αδερφό του αγοράζει το Vinodol, ένα θρυλικό εστιατόριο στο Ζάγκρεμπ. Η κουζίνα του από τότε φιλοξενεί αποκλειστικά κροατικά προϊόντα, σερβίροντας αποκλειστικά εδέσματα της χώρας του από κάθε γωνιά της. Επενδύει και με την αδερφή του, η οποία ανοίγει ένα ιταλικό εστιατόριο με την καθ’ όλα ενδεικτική ονομασία «Boban».
Για το κροατικό ποδόσφαιρο, διοικητικά τουλάχιστον, δεν ήθελε να ακούσει, για το ποδόσφαιρο όμως την ψυχή του έδινε. Τον Μάιο του 2016 διορίζεται Αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας στη FIFA, με αρμοδιότητα να προετοιμάσει, να καθοδηγήσει, να εφαρμόσει και να συστήσει το VAR. Ο ρόλος του στη σύγχρονη απαραίτητη καθ’όλα τεχνολογική μορφή που πήρε πλέον το άθλημα κομβικός, παρότι ελάχιστα διαφημισμένος.
Παίρνει μια τζούρα από διοικητικές ευθύνες στη Μίλαν, αναλαμβάνοντας, κατόπιν προτροπής του αδερφικού του φίλου, Πάολο Μαλντίνι, πόστο το καλοκαίρι του ’19, ωστόσο δεν μακροημερεύει. Μόνο εννιά μήνες συμβιώνει με τον CEO των «Rossoneri», Ιβάν Γαζίδη, ο οποίος μάλιστα κάνει το λάθος να τον απολύσει, καταγγέλλοντας αθέτηση των όρων του συμβολαίου του. Ο Μπόμπαν κατέφυγε στα δικαστήρια, δικαιώθηκε και μαζί με την αποκατάσταση της φήμης του αύξησε και τον τραπεζικό του λογαριασμό κατά 5.37 εκατ. ευρώ, ποσό που ορίστηκε ως αποζημίωση.
Το 2021 ο (Σλοβένος…) Πρόεδρος της UEFA, Αλεκσάντερ Τσέφεριν, τον προσλαμβάνει στην Ευρωπαϊκή Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, χρίζοντας τον επικεφαλής των ποδοσφαιρικών υποθέσεών της. Αρμοδιότητα γενική, αλλά επαρκής για να μοιράσει τον χρόνο του μεταξύ αυτής, των πέντε παιδιών του (μόλις ένα είναι βιολογικό, η Ρούζα. τα υπόλοιπα, τη Μάριγια, τον Γκάμπριελ, τη Μάρτα και τον Ράφαελ, τα υιοθέτησαν με τη σύζυγο του, Λεονάρντα, με την οποία ήταν μαζί από το 1994 και χώρισαν το 2021) και του τένις, το οποίο είναι το δεύτερο πλέον αγαπημένο του χόμπι. Όταν έχεις τον Γκόραν Ιβανίσεβιτς για αντίπαλο/συμπαίκτη, εύκολα γίνεται…
Ποτέ, απ’ όπου και αν βρίσκονταν, ό,τι και αν έκανε, όπως και να εκφραζόταν, δεν έκανε ούτε δράμι πίσω στην αγάπη του για τη χώρα του. Παραμένει αμετανόητος και φανατικός πατριώτης, αποστρέφεται όμως κάθε τι που ιδεολογικά επιχειρήθηκε να του χρεωθεί και συνδέει τον πατριωτισμό με το άκρο. Επανειλημμένως, συνεχώς. Όχι προσποιητά. Δεν έχει ανάγκη να πουλήσει το παραμικρό.
Ό,τι είναι, είναι. Αν πείθει, πείθει. Δεν προσπαθεί να διαγράψει το παρελθόν του. Το προτάσσει. Δεν επιδιώκει να το αλλοιώσει. Το φωνάζει. Είχε την ελευθερία να διαλέξει τον δρόμο του. Υπέκυψε στους πειρασμούς ή όχι, αυτός ξέρει, αυτός υπέφερε ή αυτός γεύτηκε.
Η προσωπική του λύτρωση αμφίβολο αν ήρθε ακόμη ή αν σώνει και καλά να είναι συνυφασμένη με εκείνη την κλωτσιά, στιγμιότυπο μιας άλλης πλέον εποχής.
Φτάνει που αμφισβήτησε όσα ο ίδιος ένιωθε πως έπρεπε να αμφισβητήσει.
Φτάνει που δεν χάνει ευκαιρία να συνεχίσει να αμφισβητεί.
«Δεν είναι ο Θεός που δεν δέχομαι, Αλιόσα. Απλώς με σεβασμό τού επιστρέφω το εισιτήριο»…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ρόμπερτ Προσινέτσκι: Στο άδειο μου πακέτο
Σίνισα Μιχάιλοβιτς: Τα πολύχρωμα τούβλα του Βούκοβαρ
Ρέφικ Σαμπανάτζοβιτς, (Not) An ordinary man
Ντράγκαν Στόικοβιτς: Καλλιτέχνης θα πει
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη