Exordium

‏‏‎ Exordium
«ὅπου γὰρ ἅμιλλα, ἐνταῦθα καὶ νίκη ἔστιν»
«εκεί όπου υπάρχει άμιλλα, εκεί είναι και η νίκη»
‏‏‎ ‎

ΜΕΡΟΣ Α

Η τίμια, η αγαθή, η ευγενής άμιλλα είναι η ανώτατη αρετή. Αυτός είναι, κατά τον Αριστοτέλη, ο οδηγός της προόδου και της εξέλιξης, το μεγαλείο της ανάδειξης πέρα από κάθε φθόνο και ιδιοτέλεια.

Ο αθλητισμός είναι ένα βαθύτατα ανθρώπινο φαινόμενο, καθολικό, αρμονικό, ενστικτώδες. Αγγίζει και πραγματεύεται όρια πολιτισμικά, κοινωνικά, όρια προσωπικά που αγγίζουν φιλοσοφικές πτυχές με μαχητές και ακαταμάχητες εσωτερικές διαδικασίες δοκιμασίας του “ενστίκτου της κίνησης”. Από εκεί εκκινούν όλα, από το ένστικτο. Μετά, προστίθενται η χάρη, το θάρρος, η ρώμη και όλα τα απαραίτητα συστατικά για τη διαμόρφωση ενός ακόμα αξιακού κώδικα στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Ο αθλητισμός εντάσσεται στο ευρύτερο πολιτιστικό πλέγμα, εγκολπώνει βασικές αρχές δικαίου, ηθικής, φιλοσοφίας. Μπορεί να γίνει επιστήμη, τέχνη, θρησκεία, όπως κάθε τι που γεννά συναίσθημα. Το ένστικτο που οδηγεί στην ψυχική και σωματική ισορροπία, η κίνηση που οδηγεί στην προσδοκία της δόξας, η δύναμη που φέρνει τη νίκη, το ορατό και αδιόρατο κάλλος που προσδίδει στον αθλητή και τον φίλαθλο. Ο αθλητισμός είναι βασική εκδήλωση ανθρώπινου πολιτισμού.

Ο ηρωικός χαρακτήρας του δικού μας πολιτισμού οφείλει πολλά στην κατανόηση της σημασίας του αθλητισμού και την αλληλεπίδρασή του με τις υπόλοιπες τέχνες. Ο Ελληνικός πολιτισμός δεν διεκδικεί την πατρότητα της αθλητικής έκφρασης. Έχουν διασωθεί τοιχογραφίες από την 3η χιλιετία π.Χ. στους προϊστορικούς λαούς της Ανατολής, με αποκορύφωμα τα ανάγλυφα στους τάφους του Μπενί Χασάν στην Αίγυπτο και τις αναπαραστάσεις εγγενών αθλητικών δραστηριοτήτων. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, επρόκειτο περισσότερο για παιγνιώδους και όχι αγωνιστικού χαρακτήρα δραστηριότητες ατόμων που τέρπονταν με τις παιδιές, τις τρόπον τινά ακροβασίες, την πάλη και την πυγμή.

Οργανωμένα αθλήματα, με συγκεκριμένους κανόνες και στοιχειώδη τεχνική κατάρτιση, απαντώνται αποκλειστικά στον ελληνικό χώρο περί τις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ., κατά την ανάπτυξη του Μινωικού πολιτισμού στην Κρήτη. Πυγμαχία, πάλη, κυβίστημα (ακροβατικό αγώνισμα με τα χέρια στο έδαφος και τον κορμό τεντωμένο) και τα ταυροκαθάψια (ένα άθλημα που ανεδείκνυε την τόλμη και την ευλυγισία των νεαρών αθλητών, οι οποίοι έκαναν άλματα και ακροβατικές ασκήσεις, ανεβαίνοντας στη ράχη του ζώου).

Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτών των πρώιμων αθλητικών αγώνων ήταν η άμιλλα μεταξύ των νεαρών αθλητών, διαπίστωση που αποτέλεσε το θεμέλιο για τη μελέτη των διαδικασιών και των μετασχηματισμών που οδήγησαν στην ανάπτυξη και την εδραίωση του αθλητισμού στο αρχαιοελληνικό πολιτιστικό γίγνεσθαι.

Συν τω χρόνω, οι αγώνες αποτέλεσαν έναν από τους σημαντικότερους παρακολουθητικούς θεσμούς της ιστορικής εξέλιξης, αφομοιώνοντας ανά περίοδο τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας που τους περιέβαλε, είτε επρόκειτο για θετικά είτε για αρνητικά στοιχεία, όπως τεκμαίρεται από τα διασωθέντα ομηρικά έπη. Είναι καταπληκτικό, αλλά η ακροβασία μεταξύ έπους και μύθου, η οποία ισχύει ακόμα και μέχρι σήμερα στον αθλητισμό, έχει τις ρίζες της στις κοινωνίες του Ομηρικού πολιτισμού, όπου περιγράφεται πλουσιότατη αθλητική δραστηριότητα με πλειάδα αγωνισμάτων.

Από την εποχή της επικράτησης των Αχαιών και του Μυκηναϊκού πολιτισμού είχαν ήδη εμφανιστεί τα αγωνίσματα στίβου και εισήχθησαν και οι αρματοδρομίες, με φυσικό επακόλουθο την παράλληλη ανάπτυξη του αθλητικού πνεύματος με τα ηρωικά ιδανικά. Είναι πιθανότατα η πρώτη φορά οπότε και εισήχθη και η έννοια της διττής ψυχαγωγίας στον αθλητισμό, αφού πλην των αγωνιζομένων ψυχαγωγείτο και το κοινό.

Οι αφορμές, κατά τη μυθολογία, όπως διεσώθη στην αρχαία ελληνική γραμματεία αλλά και την πιο λαϊκή μορφή έκφρασης του κοινωνικοπολιτικού σύμπαντος που προσέδιδαν τα ομηρικά έπη, ήταν ποικιλόμορφες. Πέραν του αμιγώς ψυχαγωγικού του πράγματος, προέκυπταν αγώνες “επιβολής” για την ανάδειξη του πιο δυνατού και ρωμαλέου, αγώνες εκπαιδευτικού χαρακτήρα εν είδει “προπόνησης” για πολεμικές μάχες, ευκαιριακοί αγώνες επίδειξης αλλά και πολύ σημαντικοί εθιμικοί και επιτάφιοι αγώνες, οι οποίοι εν τέλει μετέτρεψαν τον αθλητισμό σε πηγή έμπνευσης και εξέλιξης για τον Ελληνικό πολιτισμό και τις τέχνες.

Στην Ιλιάδα περιγράφονται πολλάκις “νέα” αγωνίσματα προς τέρψιν θεατών, άδεται η αρετή του αθλητισμού ως μέρος της καθημερινότητας και παρατηρείται για πρώτη φορά η μετεξέλιξη του μυκηναϊκού εθίμου των επιτάφιων αγώνων σε άτυπη διοργάνωση εξειδικευμένων αγώνων. Στο νεότερο έργο της Οδύσσειας διαφαίνεται και η εθιμικώ δικαίω πιο οργανωμένη διάρθρωση των αγώνων μετ’ επάθλων (από τριποδικούς λέβητες, χρυσό και σίδηρο μέχρι δούλους και ζωντανά), η εισαγωγή αυστηρών κανόνων και αναφέρεται για πρώτη φορά και η λέξη «ἀθλητήρ», η οποία επικράτησε και υιοθετήθηκε παγκοσμίως από τις περισσότερες σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες.

Ο αθλητής αυθωρεί αποκτούσε στοιχεία ανταγωνισμού, διεκδικούσε υπεροχή, στοχοθετούσε τη νίκη ως ύψιστη τιμή. Από το αγωνιστικό ιδανικό των ομηρικών ηρώων του «αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων» που είπε ο Ιππόλοχος στον Γλαύκο και τους περίφημους νεκρικούς αγώνες που διοργάνωσε ο Αχιλλέας με αφορμή την ταφή του Πατρόκλου, ο αθλητισμός εξελισσόταν σε κάτι πολύ μεγαλύτερο, εντάσσοντας στον πυρήνα του “το θέαμα εντός του θεάματος”. Πλέον γινόταν ασαφές το πλαίσιο ικανοποίησης ενός τελετουργικού ή μιας νεκρικής ιεροτελεστίας προς τιμήν του εκλιπόντος ή των θεών, μιας και ο αθλητισμός είχε γίνει αδήριτη ανάγκη των ανθρώπων, είχε εισβάλει στην καθημερινότητά τους και, όπως κάθε πολύτιμο αγαθό, τους “έλειπε”.

blank

ΜΕΡΟΣ Β

Ο αθλητικός αγώνας είναι γνώρισμα ηρωισμού, τα πεδία των μαχών έγιναν εστίες δημιουργίας ανταγωνισμού και άμιλλας, γεννούσαν ήρωες. Οι κοινωνίες ανέκαθεν είχαν ανάγκη από ήρωες, τρέφονταν και τροφοδοτούσαν τις επόμενες γενιές με ιστορίες ανθρώπων που έδιναν νόημα και χάρασσαν το πρώτο μονοπάτι για εκείνους που επρόκειτο να ακολουθήσουν. Η δίψα για τη δόξα, το κλέος, η σφοδρή επιθυμία για διάκριση, αριστεία και νίκη ανέκαθεν αποτελούσαν μέρος της ιδιοσυγκρασίας του ανθρώπου και ευχαριστούσαν τα κοινωνικά υποσύνολα. Η προσδοκία, η ελπίδα, η αγωνία, η χαρά, η λύπη ήταν και θα είναι μέρος της καθημερινής ζωής μας, τέρπουν την ψυχή και το πνεύμα.

Με το πέρασμα του χρόνου, ακόμα και στους επιτάφιους αγώνες, το αθλητικό πνεύμα παρέμενε ανέπαφο και ανεπηρέαστο, η τιμή του νεκρού δεν επηρεάζετο, οιοσδήποτε κι αν επικρατούσε. Η ιεροτελεστία από θρησκευτική μετετρέπετο σε κοσμική, το έπαθλο αποκτούσε τον διττό χαρακτήρα και της τιμής προς τον εκλιπόντα και της δόξας του πρωτεύσαντος.

Η κοινωνία, ο άνθρωπος είχε διαπλάσει τη δική του ερμηνεία, είχε αφομοιώσει και μετουσιώσει το ένστικτο σε κάτι απτό, διαδραστικό, ατέρμονο. Ο αθλητισμός ωρίμαζε μαζί με την κοινωνία, λαμβάνοντας και τα θετικά και τα αρνητικά χαρακτηριστικά της, οι αγώνες άρχισαν να αντανακλούν επαναλαμβανόμενες πρακτικές τελετουργιών και δρωμένων, αποκτούσαν αριστοκρατικό, ευγενή ή λαϊκό χαρακτήρα αναλόγως την αφορμή και την περίσταση.

Πολλοί μελετητές και ιστοριοδίφες αρέσκονται σε διαχωρισμούς, κατηγοριοποιήσεις και “ταξικές” αναφορές στα μοντέλα της εξέλιξης των αγώνων και του αθλητισμού. Στην πραγματικότητα, ο αθλητισμός και οι αγώνες ανέκαθεν ήταν ένα μέσο για την ικανοποίηση πολλαπλών σκοπών και στόχων. Σαφώς και αυτοί οι στόχοι μπορούν να είναι “εξωαθλητικοί”, ακόμα σαφέστερα να εντάσσονται στο άρμα ικανοποίησης και πλήρωσης προσωπικών φιλοδοξιών και στόχων. Δίχως «εγώ» δεν προκύπτει «εμείς», χωρίς «εμείς» δεν έχει νόημα το «εγώ». Και γι’ αυτό, από αρχαιοτάτων χρόνων, προκύπτουν πάντοτε συγκριτικά ερωτήματα και αναζητήσεις.

Όταν ο Όμηρος χαρακτήριζε έναν άνδρα όμοιο με τους θεούς, τον περιέγραφε μυώδη, δυνατό, σε νεανική ακμή και ευρωστία. Ο ομηρικός ήρωας είναι ευτυχής, όταν αναγνωρίζεται ως διακρινόμενος και υπερέχων μεταξύ των ομοίων του. Είναι μια υπέροχη διαπίστωση που καταδεικνύει και το μεγαλείο των νεότερων Ελλήνων ηρώων, προεξεχόντων του Κολοκοτρώνη, του Νικηταρά και των υπόλοιπων ηρώων της παλιγγενεσίας, οι οποίοι οδηγούσαν τους αφανείς ήρωες που ακολουθούσαν πίσω τους. Χωρίς τους αφανείς δεν αναδεικνύεται ποτέ ο ήρωας. χωρίς ιερό σκοπό δεν αποκτά σημασία το επίτευγμα. χωρίς διακύβευμα δεν υπάρχει νόημα στη μάχη.

Σε όλες τις ανταγωνιστικού τύπου κοινωνίες, η επιδίωξη της δόξας και της τιμής ταιριάζει απόλυτα στον ελεύθερο άνθρωπο. Όταν ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος, η έννοια της ανδρείας λαμβάνει πολύ διαφορετικές διαστάσεις και ξεφεύγουμε ασφαλώς από τα στενά όρια του αθλητισμού. Αυτή είναι όμως η “λεπτή κλωστή” διασύνδεσης του αθλητισμού με τον ηρωισμό. Η μάχη στα όρια, η συνεχής προσπάθεια, η αναχαίτιση του φράγματος των εσωτερικών και μη ορίων του καθενός.

Στην Αρχαία Ελλάδα η έννοια του αγώνος είχε πολλαπλή σημασία. ο «ἀγών» εν γένει εξακολουθεί να διαθέτει πλείστες εφαρμογές και ερμηνείες. Εκείνον τον καιρό ήταν διασυνδεδεμένος με τον πόλεμο, αλλά η έννοια ήταν και είναι μεταφορική. Ο αγώνας είναι μια έννοια βαθύτατα φιλοσοφική, κοινωνική, πολιτική, η οποία γεννήθηκε και μέσα από τον αθλητισμό. Στα ομηρικά έπη ο αγών ήταν τόπος συνάθροισης, κοινωνική έκφανση, η παράδοξη συνύπαρξη ενός “αφελούς” παιχνιδιού με τη σοβαρότατη διάσταση της υπεροχής. Δόξα, υστεροφημία, υπεροχή, όλα προϊόντα ενός “παιχνιδιού” που στην ουσία είναι η ανθρώπινη τάση για επιβολή και επικράτηση. Η ήττα από αρχαιοτάτων χρόνων λάμβανε τον χαρακτήρα της αισχύνης και από τότε ισχύουν παραδοσιακά γνωρίσματα αθλητισμού, όπως οι ηθικοί κώδικες, συμπεριλαμβανομένων των προεκτάσεών τους.

Ο αθλητισμός εξ ορισμού δεν είναι πάντα δίκαιος. Δεν μπορεί να είναι δίκαιος. Είτε για λόγους πανουργίας και ευνοιοκρατίας είτε εξαιτίας εξωγενών και μη προβλέψιμων παραγόντων που διαμορφώνουν το τελικό αποτέλεσμα. Στην Αρχαία Ελλάδα αυτοί οι λόγοι απεδίδοντο στη «θεϊκή παρέμβαση», την εύνοια των θεών προς τους κοινούς θνητούς που αρίστευαν. Από αυτήν την άτυπη διασύνδεση με την θρησκεία προέκυψε η ενσωμάτωση στο λατρευτικό τυπικό και η ένταξη των αγώνων στην θρησκευτική λατρεία, η οποία, παράλληλα με την ανάπτυξη του αρχαίου θεάτρου και των τεχνών, ανέδειξε τους αθλητές σε οντότητες πολύ κοντά στα θεία.

Αυτό το μωσαϊκό υψηλότατου καλλιτεχνικού και δημιουργικού βάθους σε συνδυασμό με τον θρησκευτικό και ιερό χαρακτήρα, τον οποίον η πρακτική του αθλητισμού και η φιγούρα του ίδιου του αθλητή κατείχαν στο πολιτιστικό και ιδεολογικό πλαίσιο του πολιτισμού της Αρχαίας Ελλάδας, έκαναν κατανοητά βασικά αξιώματα της αρχαιοελληνικής κουλτούρας.

Η εξέλιξη του αθλητισμού φρόντισε να αποδοθεί μεγάλη σημασία στη σωματική υγεία και άσκηση, την εκγύμναση, τους αγώνες και τις προκλήσεις, με κεντρική ιδέα να παραχθούν ρωμαλέοι νέοι, χωρίς όμως να παραμεληθεί η δύναμη του πνεύματος. Επί της ουσίας, οι Αρχαίοι Έλληνες ανακάλυψαν την πιο ελκυστική και πρωτότυπη μορφή αθλητισμού, προκειμένου να επιτύχουν μια αρμονική και ισορροπημένη ανάπτυξη του νου και του σώματος, με στόχο την υπέρτατη χαρά ενός λειτουργικού ανθρώπου.

Αφήνοντας συλλήβδην την ομηρική προσέγγιση, στην οποία έγινε ήδη αναφορά, η αρχαία ελληνική λογοτεχνία προσέφερε μυριάδες καλλιτεχνικά επιτευγμάτων που σχετίζονται με διάφορους αθλητικούς κλάδους. Ο αθλητισμός αποτέλεσε αναπόσπαστο μέρος των εκδηλώσεων της δημόσιας και της ιδιωτικής ζωής και χαρακτηρίστηκε ως ανθρώπινη εμπειρία που μπορεί να ανιχνευτεί στο θεϊκό. Το αποτέλεσμα του αγωνίσματος και η ποιότητα της απόδοσης του αθλητή καθορίστηκαν μεν από τη θεϊκή παρέμβαση, διά του μυθολογικού ωστόσο του πράγματος κατέστη σαφής ο ιερός χαρακτήρας του ανταγωνιστικού πνεύματος στην κοινωνία.

Από τους αγώνες στην μνήμη του Πατρόκλου και την ωδή τους στον Όμηρο έγινε αντιληπτό ότι ορισμένα αγωνίσματα είχαν παγιωθεί στη συνείδηση των πολιτών, ενώ για πρώτη φορά έγινε κατανοητή και η σημασία των κανόνων. Αυτή η συχνή επιμονή σε στοιχεία που έχουν τεράστια σχέση με τους σημερινούς αγώνες έκανε αναπόσπαστα κομμάτια του αθλητισμού την τεχνική, το ανταγωνιστικό πνεύμα, τον σεβασμό στο κανονιστικό πλαίσιο, τη δύναμη της θέλησης και τον σπουδαίο ρόλο του κοινού.

Ο αθλητισμός έγινε αναπόσπαστο μέρος της παιδείας, βασικό στοιχείο του Ελληνικού πολιτισμού και «ήλιος από χρυσό που καίει τα υπόλοιπα άστρα», όπως γράφει ο Πίνδαρος στον «Πρώτο Ολυμπιόνικο».

Η Ολυμπία ήταν τόπος ιερός, αγνός και φημισμένος. Εκεί αναδιοργανώθηκαν τον 8ο αιώνα π.Χ. οι αγώνες, αποκτώντας πλέον επίσημο χαρακτήρα κοινωνικού φαινομένου που συνδέεται άρρηκτα με τη δημιουργία και ανάπτυξη της πόλης-κράτους. Η κάθοδος των Δωριέων, η οποία εκ των πραγμάτων οδήγησε σε πολλαπλών μορφών μετανάστευση, επέφερε τη διάδοση του αθλητισμού σε ολόκληρη τη χώρα. Βασικό μέλημα της εκάστοτε πολιτείας  ήταν η “υποβοήθηση” του αθλητισμού ακόμα και μέσω νομοθετημάτων, προκειμένου οι νέοι να παραμένουν ενεργοί, ρωμαλέοι, σφριγηλοί και ετοιμοπόλεμοι.

Δύο αιώνες μετά, τον 6ο αιώνα π.Χ., καθιερώθηκαν οι τρεις ιεροί Πανελλήνιοι Αγώνες που ξεχώρισαν περισσότερο στις συνειδήσεις των Αρχαίων Ελλήνων. Σχηματικά, τα Ίσθμια (582 π.Χ.), τα Πύθια (586 π.Χ.) και τα Νέμεα (573 π.Χ.) που μαζί με τους αγώνες τοπικού χαρακτήρα στις Θερμοπύλες (480 π.Χ.), τα Ελευθέρια των Πλαταιών (479 π.Χ.), τα Παναθήναια και πολλούς άλλους μαρτύρησαν τη συνειδησιακή σχέση των πολιτών με τον αθλητισμό και όλα όσα πρεσβεύει, όπως τεκμαίρεται από τους ιερούς χώρους σε κάθε άκρη της χώρας. Η Δήλος, η Επίδαυρος, η Ρόδος μετέτρεψαν σε φορείς αθλητισμού όλους τους Έλληνες.

Ο Ηρακλής, ο Θησέας, ο Περσέας, ο Κάστωρ, ο Πολυδεύκης έπαψαν πλέον να είναι μονάχα μυθικές μορφές, αλλά αποτέλεσαν τα πρώιμα μοντέλα ηρωισμού και αθλητικών επιδόσεων στους νέους ανθρώπους. Μια μαρτυρία, η οποία εκπλήσσει για τις σχεδόν σύγχρονες ρεαλιστικές πινελιές της και συνδέεται με μια σειρά “τεχνικών” μοντέλων αθλητικής αφήγησης που κωδικοποιούνται από τη μυθική παράδοση, είναι ο αγώνας πυγμαχίας που περιέγραψε συγκλονιστικά ο Θεόκριτος στο 22ο Ειδύλλιο στον «Ύμνο προς Διόσκουρους»:

«ἤτοι ὅγ’ ἔνθα καὶ ἔνθα παριστάμενος Διὸς υἱός
ἀμφοτέρῃσιν ἄμυσσεν ἀμοιβαδίς, ἔσχεθε δ’ ὁρμῆς
παῖδα Ποσειδάωνος ὑπερφίαλόν περ ἐόντα.
ἔστη δὲ πληγαῖς μεθύων, ἐκ δ’ ἔπτυσεν αἷμα
φοίνιον· οἱ δ’ ἅμα πάντες ἀριστῆες κελάδησαν,
ὡς ἴδον ἕλκεα λυγρὰ περὶ στόμα τε γναθμούς τε
ὄμματα δ’ οἰδήσαντος ἀπεστείνωτο προσώπου.
τὸν μὲν ἄναξ ἐτάρασσεν ἐτώσια χερσὶ προδεικνύς
πάντοθεν· ἀλλ’ ὅτε δή μιν ἀμηχανέοντ’ ἐνόησε,
μέσσης ῥινὸς ὕπερθε κατ’ ὀφρύος ἤλασε πυγμῇ,
πᾶν δ’ ἀπέσυρε μέτωπον ἐς ὀστέον».

Παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν πως η ορολογία «αθλητική λογοτεχνία και γλώσσα» είναι αδόκιμη, αποτελεί κοινή αίσθηση ότι αποτελούν ξεκάθαρο προνόμιο του Ελληνικού πολιτισμού. Το όποιο ζήτημα εγείρεται αφορά στο εάν είναι ορθό να αναφέρονται ως πραγματικά αθλήματα όλα όσα περιγράφονται στα ελληνικά ποιήματα.

Ο «ανταγωνισμός» δεν συνεπάγεται ρητή αναφορά στην έννοια του αθλητισμού, σίγουρα όμως υπηρετεί την αθλητική ιδέα. Πιο πολύ προσομοιάζει με αφετηριακή “ορολογική σύγκρουση” παρά με πραγματικό προβληματισμό, αφού, είτε πρόκειται για συμπληρωματικές δραστηριότητες είτε όχι, η αθρόα συμμετοχή του κοινού και η ατμόσφαιρα αυτών των παιχνιδιών, οι οποίες απεικονίζονται σε πλείστα έργα, δεν είναι διαφορετικές από εκείνες ενός σύγχρονου αθλητικού γεγονότος.

ΜΕΡΟΣ Γ

blank

Με την εξέλιξη και την τελική διαμόρφωση των αγώνων και της γυμναστικής αγωγής εν γένει, ο αθλητισμός απέκτησε αυθύπαρκτη οντότητα και, παρόλο που η αποκοπή από την θρησκεία υπήρξε υστερογενής, το πνεύμα της έννοιας επικράτησε της πρακτικής αυτής καθαυτήν. Οι αγώνες διεξάγοντο πάντοτε στο πλαίσιο μεγάλων θρησκευτικών εορτών και εκδηλώσεων, πραγματοποιούντο διάφορες εκδηλώσεις λατρείας με πομπές και θυσίες, όταν όμως ξεκινούσε το ανταγωνιστικό μέρος, το άπαν ήταν ο αγώνας.

Στα ελληνικά ιερά αγωνιστικά κέντρα πραγματώθηκε το όραμα της ενότητας και της ειρήνης του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Στην Ολυμπία έγινε συνείδηση η πνευματική συγγένεια των Ελλήνων, τα κοινά χαρακτηριστικά που τους ένωναν, πέρα από διαφορές και αντιδικίες. Στην Ολυμπία σφυρηλατήθηκαν ήρωες πολέμων και μεγάλων ιστορικών συγκρούσεων. Οι παραστάσεις των γλυπτών του «Αγώνα» και της «Νίκης» στην Ολυμπία επέδρασαν στον ψυχισμό των Αρχαίων Ελλήνων. Κάθε τετραετία στο στάδιο της Ολυμπίας γίνονταν προς τιμήν του Ολύμπιου Δία οι σπουδαιότεροι και αρχαιότεροι αγώνες της ανθρωπότητας.

Στο Γυμνάσιον συντελέστηκε η ψυχοσωματική ανάπτυξη του ατόμου. Μέσω της άσκησης βελτιώθηκε η κοινωνική υγεία, απέκτησαν οι νέοι αρετή και καταπολεμήθηκαν αντιλήψεις περί διαφοράς κοινωνικών τάξεων. Οι αγώνες έγιναν μέσο διαμόρφωσης της ελληνικής ιδιοσυστασίας. Ο «φιλότιμος και εύδοξος βίος» έγινε συνώνυμο μιας ανώτερης μορφής ζωής, χάριζε αφειδώς ευδαιμονία.

Το κίνητρο της δόξας, το κυνήγι της υστεροφημίας ενισχύουν τον πόθο για την αρετή που οδηγεί στην αθανασία. Τους ιερονίκες, τους νικητές στα Ολύμπια, τα Πύθια, τα Νέμεα και τα Ίσθμια τούς υποδέχονταν στον τόπο τους θριαμβευτικά. γκρέμιζαν ένα μέρος του τείχους για να περάσουν. Δεν ήταν μόνον ο κότινος ή το υλικό έπαθλο το ζητούμενο. Η νίκη, ο θρίαμβος είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτά.

Από τον πρώτο επίσημο αθλητή στην ιστορία του οργανωμένου αθλητισμού, τον Ολυμπιονίκη Κόροιβο, στο αγώνισμα του σταδίου δρόμου και την ιερή αγριελιά από τον ιερό ναό του Διός, ο αθλητής συγκέντρωνε φήμη, δόξα, κλέος, εξασφάλιζε τη θέση του στην ιστορία. Κάτω από την σκιά του Κρόνιου λόφου, η ευγενής άμιλλα, η αγαθή έριδα των Ελλήνων, προσέγγισε την έννοια της  θρησκείας και δημιούργησε μια αδιανόητη σχολή αγωγής των νέων ανθρώπων.

Όλες οι αρχαίες ελληνικές πόλεις υιοθέτησαν το μοντέλο, θεώρησαν ότι οφείλουν να εκπαιδεύσουν τους νέους προκειμένου να γίνουν καλοί στρατιώτες και άξιοι πολίτες. Χρησιμοποιήθηκαν παιδοτρίβες, οι οποίοι δεν φρόντιζαν μόνο για την καλλιέργεια της φυσικής κατάστασης αλλά και την ψυχή και το πνεύμα. Η γυμναστική και η μουσική έγιναν οι δυο κύριες μέθοδοι διδασκαλίας στο «Γυμνάσιον», όπως ονομάστηκε ο χώρος εκπαίδευσης. Ο αθλητισμός ήταν το όχημα για να καλλιεργήσουν οι παιδοτρίβες την πίστη των παιδιών στην πατρίδα, τους θεούς, τις τέχνες, τα γράμματα, μιας και αργότερα εντάχθηκαν στο πρόγραμμα και η ανάγνωση με τη γραφή. Όλοι οι νέοι όμως τη δόξα και τις τιμές ονειρεύονταν.

Από το 776 π.Χ., έτος που τοποθετούμε ως χρονική αφετηρία των Αγώνων, μέχρι το ακυρωτικό διάταγμα του Θεοδοσίου το 394 μ.Χ. έλαβαν χώρα 293 Ολυμπιακοί Αγώνες. Στην αρχή, μικρής διάρκειας. συν τω χρόνω, από τους 77ους Αγώνες και μετά, διαρκούσαν πέντε ημέρες. Ο χρόνος τέλεσης εκκινούσε κατά την πρώτη πανσέληνο μετά το θερινό ηλιοστάσιο και οι Αγώνες τελούντο κάθε τέσσερα πλήρη χρόνια, αποτελώντας επί της ουσίας το πρώτο πανελλήνιο σύστημα χρονολόγησης, αντικαθιστώντας τα επιμέρους τοπικά συστήματα.

Πλην αυτού, οι Αγώνες εισήγαγαν τον θεσμό της Ιερής Εκεχειρίας, έναν θεσμό που αφορούσε στην ομαλή διεξαγωγή τους και είχε καθολική επίδραση σε ολόκληρη την ελληνική ιστορία. Οι σπονδοφόροι κήρυκες περιόδευαν σε όλες τις πόλεις, ανήγγειλαν την έναρξη των Αγώνων, την αναστολή των πολέμων και την παύση κάθε μορφής εχθροπραξιών για ένα χρονικό διάστημα (αρχικά ενός μήνα, από τον 5ο αιώνα και μετά τριών μηνών). Αγώνες δεν ματαιώθηκαν ούτε μια φορά στη μακρόχρονη ιστορία τους. Ακόμα και το 480 π.Χ., όταν οι Πέρσες προσέγγιζαν τις Θερμοπύλες, η 75η Ολυμπιάδα διεξήχθη κανονικά.

Η αίγλη των Αγώνων προσέδωσε ακόμα μεγαλύτερη σημασία και στους υπολοίπους. όλοι φρόντιζαν να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους.

Τα Πύθια επίσης διεξάγονταν κάθε τέσσερα χρόνια προς τιμήν του θεού Απόλλωνα, του θεού της αρμονίας και του φωτός. Στην αρχή, οι αγώνες ήταν μόνο μουσικοί. Αργότερα, το 582 π.Χ., προστέθηκαν οι γυμνικοί και οι ιπποδρομιακοί, ανά κατηγορίες Παίδων, Εφήβων και Ανδρών.

Τα Ίσθμια προς τιμήν του Ποσειδώνα, του θεού του υγρού στοιχείου, ιστορικά καταγράφονται για πρώτη φορά το 582 π.Χ. και διεξάγοντο κάθε διετία στον ιερό χώρο που διέθετε στάδιο, παλαίστρα και ιππόδρομο.

Τα Νέμεα προς τιμήν του Δία διεξάγοντο επίσης κάθε διετία, συνήθως το καλοκαίρι. Σύμφωνα με τον μύθο, τους αγώνες ίδρυσε ο Ηρακλής, μετά τον άθλο με το λιοντάρι, για να τιμήσει τον πατέρα του.

Στην Αθήνα αναδιοργανώθηκαν τα Παναθήναια το 566 π.Χ., τα οποία εξελίχθηκαν στη λαμπρότερη γιορτή των Αθηναίων. Στο Παναθηναϊκό Στάδιο γίνονταν οι γυμνικοί αγώνες, οι ιπποδρομίες και οι αρματοδρομίες διεξάγοντο κοντά στο Μοσχάτο, οι κολυμβητικοί και η άμιλλα «νηών» στον όρμο του Φαλήρου, η λαμπαδηδρομία μεταξύ Κεραμεικού και Ακαδημίας. Τα Παναθήναια ήταν τεράστιο πολιτιστικό γεγονός, με ταυτόχρονη διεξαγωγή μουσικών αγώνων, με κιθαρωδίες, ραψωδίες, αυλωδούς, πνευματικά αγωνίσματα, ευανδρία στο θέατρο.

Ο κύκλος όλων των Πανελλήνιων Αγώνων και λοιπών εορταστικών εκδηλώσεων κάλυπτε μια τετραετία. Mόνο στην Ολυμπία και τους Δελφούς οι αγώνες ήταν πεντετηρικοί. Εκείνο που είχε σημασία ήταν ότι, με την ακμή του Ολυμπιακού αθλητισμού και της γυμναστικής της πόλης, ξεκίνησε και η επίδραση του αθλητισμού στις εικαστικές τέχνες.

Η κλασσική γλυπτική ασχολήθηκε επισταμένως με θεούς, ήρωες και αθλητές σε χαρακτηριστικές στάσεις ή κατά τη διάρκεια άσκησης αθλητικών δραστηριοτήτων. Μέσω των έργων τέχνης καθίσταται εφικτό να αξιολογηθούν στάσεις, κινησιολογία, σωματικά πρότυπα, μυϊκή διάπλαση και όλη η φυσιογνωμία του αρχετύπου του αθλητή, όπως παγιώθηκε στην αρχαιότητα.

Μαζί με τους πρώτους ανδριάντες στην Ολυμπία που αναφέρει ο Παυσανίας, εμφανίζονται τα πρώτα έργα αττικής πλαστικής, με αθλητές σε επιτύμβιες και ανάγλυφες στήλες. Το πρώτο σχετιζόμενο με τον αθλητισμό έργο είναι ο «Ιππέας Rampin», μάλλον νικητής στα Ίσθμια ή τα Πύθια, ο οποίος χρονολογείται περί το 550 π.Χ. και αποδίδεται σε Αθηναίο τεχνίτη.

Ο σπουδαίος ρόλος της τέχνης στον αθλητισμό βοήθησε να γίνουν αντιληπτές οι τέσσερεις βασικοί “δημοφιλείς” αθλητικοί κλάδοι που απασχολούσαν τις δομές της κοινωνίας. Ο αμιγώς αθλητικός κλάδος με το τρέξιμο, το άλμα και τις ρίψεις. τα μαχητικά πεδία με την πάλη, την πυγμαχία και το παγκράτιο. το ιππικό μέρος με τα άρματα. ο πιο καλλιτεχνικός κλάδος της γυμναστικής, του χορού και των αγώνων δρόμου με οπλισμό.

Όλη η αρχαιοστατική ανατομία που εφαρμόζεται στα αγάλματα κυρίως του 6ου και του 5ου αιώνα π.Χ. επέτρεψε να καλυφθούν τα κενά που, λόγω της αντικειμενικής έλλειψης επιστημονικών και τεχνικών στοιχείων των αρχαιολόγων και των μελετητών Ιστορίας της Τέχνης, είχαν οδηγήσει σε λάθη ερμηνείας και παραμόρφωσαν ιστορικά ταυτοτικά δεδομένα πολλών αριστουργημάτων.

Πολλά αγάλματα επανέκτησαν μεταγενέστερα την “αθλητική” τους ταυτότητα, προεξεχόντων του «Αποξυομένου του Λυσίππου» (ενός εξαίσιου γλυπτού που αναπαριστά έναν αθλητή να σκουπίζει την σκόνη και τον ιδρώτα του, χρησιμοποιώντας την στλεγγίδα), της «Νικηφόρου Νεότητας» (γλυπτού που στην πραγματικότητα αναπαριστά έναν ακοντιστή και αποδίδεται στον ίδιο τον Λύσιππο ή σε μαθητή του) και του «Παγκρατιστή Αγία από τα Φάρσαλα» (τον οποίον δώρισε ο Δάοχος στους Δελφούς και κοσμεί μέχρι σήμερα το μουσείο).

Σε πάρα πολλά έργα τέχνης χρειάστηκε να κωδικοποιηθούν νέες μέθοδοι μελέτης και έρευνας, ώστε να κατανοηθεί η κινητική δραστηριότητα και μια ιδιότυπη αρχαιοστατική ανατομία για τον εντοπισμό του αθλήματος που ασκείτο από το πρόσωπο. Η σωματομετρία των μυών, η χαρακτηριστική φυσιογνωμία λεπτομερειών, όπως οι γενειάδες των αθλητών του “σκληρού” παγκρατίου, ενός αθλήματος με συνδυασμό πάλης, λακτισμάτων και πυγμαχίας, οδήγησαν την επιστήμη της Φυσικής Αγωγής σε υπερπολύτιμα συμπεράσματα. Η ομορφιά του αθλητισμού καθοδήγησε και τον ιδεαλισμό της τέχνης και άνοιξε διόδους και σε επίλοιπες κοινωνικές στενωπούς.

Όπως είναι ιστορικά κατανοητό, από τις αρχαιοελληνικές αθλητικές αναφορές απουσιάζουν οι γυναίκες. Η συμμετοχή τους απαγορευόταν κατά κανόνα στους Αγώνες. Στους Ολυμπιακούς προς τιμήν του Δία ωστόσο λάμβαναν μέρος γυναίκες ως ιδιοκτήτριες ίππου ή άρματος. Η Κυνίσκα είναι η πρώτη γυναίκα νικήτρια, καθώς πρώτευσε στο αγώνισμα του τέθριππου το 392 π.Χ.

Έναν μήνα πριν ή έναν μήνα μετά τους Αγώνες Ανδρών διεξάγοντο τα Ηραία, αγώνες προς τιμήν της Ήρας που διοργάνωσε για πρώτη φορά η Ιπποδάμεια, η γυναίκα του Πέλοπα. Στους Αγώνες Γυναικών μετείχαν ανύπαντρες γυναίκες που συναγωνίζονταν σε αγώνα δρόμου περίπου 160 μέτρων, ντυμένες με κοντούς χιτώνες και τα μαλλιά τους λυμένα. Συνήθως θριάμβευαν οι Σπαρτιάτισσες, ως πιο σκληραγωγημένες και φυσικά κατηρτισμένες σε σχέση με τις υπόλοιπες Ελληνίδες.

Όσον αφορά στο ψυχαγωγικό κομμάτι, μόνον οι ανύπαντρες γυναίκες είχαν δικαίωμα παρακολούθησης των Αγώνων, με μοναδική εξαίρεση την ιέρεια της παλαιάς χθόνιας θεότητας, Δήμητρας Χαμύνης (προσωνυμία που σημαίνει «καθιστή στο χώμα»), η οποία παρακολουθούσε τα αγωνίσματα καθισμένη δίπλα στον πέτρινο βωμό στην αριστερή πλευρά του σταδίου. Οποιαδήποτε άλλη παντρεμένη γυναίκα απαγορευόταν να παρακολουθήσει τους Αγώνες διά νόμου.

Η γυναίκα που παραβίασε τον νόμο και δεν θανατώθηκε ήταν η Καλλιπάτειρα της Ρόδου, κόρη του Διαγόρα και αδελφή και μητέρα Ολυμπιονικών. Μετά τον θάνατο του συζύγου της, ανέλαβε την εκπαίδευση και την προετοιμασία του γιου της, Πεισιδώρου, και τον συνόδευσε μεταμφιεσμένη σε άντρα γυμναστή προκειμένου να αγωνιστεί στην 96η Ολυμπιάδα το 396 π.Χ. Ο Πεισίδωρος νίκησε τον αγώνα της πυγμαχίας, η Καλλιπάτειρα όρμησε να τον αγκαλιάσει και αποκαλύφθηκε. Δεν τιμωρήθηκε, διότι οι ελλανοδίκες έκριναν ότι πρέπει να αφεθεί ελεύθερη, λόγω της γενναίας πράξης της και επειδή καταγόταν από οικογένεια Ολυμπιονικών.

Το τελετουργικό των Αγώνων διεχωρίζετο σε ημέρες και συγκεκριμένη αλληλουχία.

Την πρώτη ημέρα γινόταν η πανηγυρική υποδοχή της επίσημης πομπής στην Άλτη, μιας πομπής που αποτελείτο από άρχοντες της Ήλιδας, ιερείς, ελλανοδίκες, κριτές, αθλητές, γυμναστές και τους παίδες, οι οποίοι συνοδεύονταν από τον πατέρα και τους αδελφούς τους. Ακολουθούσε η εγγραφή και ο όρκος στο Βουλευτήριο ενώπιον του αγάλματος του Ορκίου Διός, η κλήρωση για τους Αγώνες με την επικείμενη ανακοίνωση των ονομάτων στο λεύκωμα και η ημέρα έκλεινε με τους αγώνες των σαλπιγκτών και των κηρύκων στον βωμό της εισόδου, τις δεήσεις και τις θυσίες στους προστάτες-θεούς.

Τη δεύτερη ημέρα, η πομπή εισερχόταν στο στάδιο από την ειδική είσοδο της νοτιοανατολικής πλευράς, συνοδεία των ελλανοδικών, του αλυτάρχη και της ιέρειας της Δήμητρας Χαμύνης. Ακολούθως, ο προϊστάμενος των ελλανοδικών, υψώνοντας το κλαδί του φοίνικα, έδινε το σύνθημα για να σαλπίσει η σάλπιγγα και να κηρύξει ο κήρυκας την έναρξη των Αγώνων. Οι σταδιοδρομείς έμπαιναν στο στάδιο, ο κριτής προσέφερε στους αγωνιζομένους τα όστρακα με τα ψηφία της σειράς τους και ακολουθούσαν τα αγωνίσματα Παίδων σε πάλη, πυγμαχία και παγκράτιο.

Η τρίτη ημέρα αφορούσε σε αρματοδρομίες τεθρίππων, ιπποδρομίες τελείων κελήτων, απήνη (συνωρίς ημιόνων), αγώνες κάλπης (αρματοδρομίες φορβάδων), συνωρίς ίππων, αρματοδρομίες τεθρίππων πώλων, συνωρίς πώλων και ιπποδρομίες πώλων, με τα άρματα να πρέπει να διατρέξουν 10 φορές τον ιππόδρομο. Κάθε γύρος ήταν 1.770 περίπου μέτρα και, όταν ολοκληρωνόταν, ξεκινούσε ο αγώνας του πεντάθλου. Άλμα, δισκοβολία, δρόμος, ακόντιο και πάλη. Η ημέρα έκλεινε με ιεροτελεστίες προς τιμήν του Πέλοπα, ιδρυτή της αρματοδρομίας, και τη θυσία ενός μαύρου κριαριού στο Πελόπιο.

Η τέταρτη ημέρα της ιερής πανσελήνου εκκινούσε με την εορταστική πομπή των επίσημων απεσταλμένων των πόλεων, των αρχιθεωρών και θεωρών, των ιερέων, των αθλητών και των πρεσβειών, με προσφορά δώρων και αναθημάτων από το Πρυτανείο στον βωμό του Δία. Η κορυφαία προσφορά ήταν η εκατόμβη των Ηλείων στον Δία, με σφαγή 100 βοδιών μπροστά στον βωμό. Ακολουθούσαν οι λοιπές θυσίες και εν συνεχεία ξεκινούσε η διεξαγωγή των κύριων αθλημάτων. Στάδιο, δίαυλος, δόλιχος (άπαντα αγωνίσματα δρόμου), πυγμαχία, πάλη, παγκράτιο και οπλιτοδρομία (αγώνισμα με τους αθλητές να φέρουν δόρυ, ασπίδα και κράνος), διά της οποίας έληγε συμβολικά η εκεχειρία.

Η τελευταία ημέρα περιελάμβανε ευχαριστίες και θυσίες, την επίσημη στέψη των νικητών μπροστά στον ναό του Διός και επίσημο γεύμα στο Πρυτανείο από τους Ηλείους, αφιερωμένο στους μεγάλους νικητές. Κατ’ αντιστοιχία, το βράδυ παρετίθετο δείπνο από τους επίσημους αντιπροσώπους των πόλεων και λοιπούς αριστοκράτες ιδιώτες προς τιμήν των αρίστων.

Με την πάροδο των ετών, μοιραία όλο αυτό το θάμβος οδηγήθηκε και στην παρακμή. Σκληρή προετοιμασία, άκρατη ματαιοδοξία, κεκαλυμμένη ευνοιοκρατία οδήγησαν τον αθλητισμό και το ιδεώδες της άμιλλας στην υπερβολή και την κατάπτωση. Τη θέση της πνευματικής και σωματικής υγείας έλαβαν ο ψυχαναγκασμός και η κόπωση από την εξειδικευμένη και υπερβολική σωματική άσκηση.

Είναι φαινόμενα που απαντώνται κατά κόρον και στον σύγχρονο αθλητισμό των υπερηρώων και υπερανθρώπων, οι οποίοι από τη μία εντυπωσιάζουν και προκαλούν πάταγο, από την άλλη ωστόσο αποθαρρύνουν εντελώς τους νέους ανθρώπους από την ερασιτεχνική ενασχόληση με τον αθλητισμό.

Η νίκη έγινε αυτοσκοπός, το έπαθλο ο μοναδικός στόχος και οι νικητές έπαψαν να είναι ανιδιοτελείς, ευγενείς και υπηρέτες του έπους. Η σωματική ρώμη έπαψε να είναι το μοναδικό προαπαιτούμενο του ανδρός στην ακμή του. Σημασία είχε η ψυχική διαύγεια, ο χαρακτήρας, η ικανότητα να αντιμετωπίζει τον σκοπό και τις δυσχέρειες των εχθροπραξιών και των (συχνών) πολέμων.  Εν ολίγοις, η πνευματική αξία υπερέχει και πρέπει να υπερέχει της σωματικής ισχύος, διαπίστωση που αποτέλεσε και τη βασική πηγή κριτικής κατά την περίοδο των Ελληνιστικών χρόνων.

Η πολιτική εκμετάλλευση, οι υπερβολικές τιμές, οι παροχές και οι κοινωνικές διακρίσεις μετέτρεψαν την άθληση σε επιδίωξη επαγγελματικής ενασχόλησης. Η σωκρατική διδαχή της αρμονίας σώματος και πνεύματος απείχε παρασάγγας από την αθλητική συνθήκη της εποχής. Η σικελική διατροφή (αναγκοφαγία) οδήγησε στην υπερβολική ανάπτυξη του σώματος, το οποίο παρέπεμπε πλέον σε μια ωμή βαναυσότητα. Οι αθλητές έγιναν υπερβολικά ογκώδεις, δύσμορφοι και απομακρύνθηκαν από το αρχαίο μέτρο και την αρμονία. Ο αποκλειστικός στόχος τους ήταν η κατάρριψη των επιδόσεων, ο συναγωνισμός με τους παλαιότερους αθλητές, η σύγκριση και η ανάδειξή τους σε «κορυφαίους».

Σπέρματα επαγγελματισμού είχαν ήδη διαφανεί, μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, αλλά τον 4ο αιώνα π.Χ., με τον κλονισμό του αρχαίου αυστηρού ήθους του πολίτη και με τη συμμετοχή στους Αγώνες αθλητών από χαμηλά κοινωνικά στρώματα, η νίκη μετατράπηκε σε προσωπική επιτυχία που αποτιμάτο οικονομικά.

ΜΕΡΟΣ Δ

ΜΕΡΟΣ Ε

blank

Ο σημαντικότερος αποτρεπτικός παράγων ωστόσο, ο οποίος εκτιμάται πως έφερε το σημαντικότερο πλήγμα στον αθλητισμό και τους αγώνες εν γένει, ήταν ο φανατισμός της νεοσυσταθείσας θρησκείας και η μάχη των Νεοπλατωνιστών να θαφτεί ο αθλητισμός όσο πιο βαθιά γίνεται. Η λύτρωση, κατά τον Χριστιανισμό, επέρχεται με τον θάνατο, οι ιεροκήρυκες της εποχής παρεξήγησαν βασικές αρχές της θρησκείας και επέμεναν ότι κάθαρση του σώματος επιτυγχάνεται μόνο διά της νηστείας και της στέρησης και η οποιαδήποτε περιποίηση του σώματος συνιστά ενοχή.

Ο Μέγας Βασίλειος ως θρησκευτικός ηγέτης και εν συνεχεία ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος ως ηγέτης του νεοϊδρυθέντος Ρωμαϊκού Ανατολικού κράτους καταδίωξαν κάθε τι το αρχαιοελληνικό απηνώς και αρειμανίως. Το διάταγμα του Θεοδοσίου, έναν χρόνο μετά την τελευταία Ολυμπιάδα το 394 π.Χ., ήταν η χαριστική βολή για τους Ολυμπιακούς Αγώνες και τη διασύνδεσή τους με το αθλητικό ιδεώδες, όπως διαπλάστηκε κατά την Κλασσική περίοδο.

Μετά από 12 αιώνες, οι Ολυμπιακοί Αγώνες “παύθηκαν”, κατά μια έννοια ευεργετήθηκαν από τον περαιτέρω εκφυλισμό και την παντελή εξαφάνισή τους στο βάθος των αιώνων. Κάποια περίοδο, ο Ιουλιανός προσπάθησε να βοηθήσει την αναβίωση του αρχαίου πνεύματος, απάλλαξε την Ηλεία από πάσα μορφή φόρου, δίνοντας πνοή στα αρχαία θρησκευτικά κέντρα, αλλά ο θρησκευτικός φανατισμός δεν άφησε την προσπάθεια να ευδοκιμήσει.

Η ευθύνη του εκπαιδευτικού συστήματος είχε περάσει πια στην Εκκλησία, η σωματική αγωγή είχε αποκλειστεί και το επίσημο κράτος δεν αναγνώριζε οργανωμένη αθλητική δραστηριότητα. Οι Αγώνες τίθεντο εκτός, λόγω σύγκρουσης με τη νέα τάξη, το απρεπές των γυμνών σωμάτων, πάνω απ’ όλα επειδή κατά την τέλεσή τους οι Αγώνες τιμούσαν τους θεούς του Ολύμπου.

Το ένστικτο των ανθρώπων για άσκηση και παιχνίδι ικανοποιείτο με άλλους τρόπους, πιο πολύ ως πολεμική αρετή. Η τζόστρα (η μάχη δυο έφιππων ιπποτών) και ο τορνεμές (συμπλοκή ομάδων έφιππων ανδρών) είναι δύο από τα κορυφαία παραδείγματα εγγενούς αθλητικής δραστηριότητας.

Το απολύτως παράδοξο της Βυζαντινής περιόδου είναι ότι και η Ανατολική Αυτοκρατορία δεν εγκατέλειψε τη συνταγή του άρτου και θεαμάτων, με αιματηρές αρματοδρομίες στους ιπποδρόμους της Κωνσταντινούπολης, βία και πολλές φορές θανατώσεις εντός “αγωνιστικού χώρου”.

Μεταγενέστερα, υπάρχουν καταγεγραμμένες μαρτυρίες οργανωμένων αθλητικών αγώνων και εκδηλώσεων στη Βυζαντινή περίοδο, κάποιοι δημόσιοι και κάποιοι ιδιωτικοί αγώνες, πιο πολύ “επίδειξης”, με τη συμμετοχή επαγγελματιών αθλητών. Διά νόμου επιτρέπονταν πέντε βασικά αθλήματα (η πάλη, η πυγμαχία, το άλμα, ο δρόμος και η δισκοβολία) και τέσσερα ελεύθερα (το ακόντιο, η άρση βαρών, η τοξοβολία και η σφαιροβολία).

Δημοφιλή αθλήματα, και εξαιτίας του ερμαφρόδιτου γεωγραφικού χαρακτήρα, ήταν και το περσικό τζικάντιο αλλά και οι κονταρομαχίες. Όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος ολοκλήρωσε τον Μεγάλο Ιππόδρομο της Πόλης, έγινε με μιάς κέντρο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της πόλης και σιγά-σιγά η κτηνωδία που επικρατούσε έδωσε τη θέση της σε πιο ήπιου χαρακτήρα κοινωνικοθρησκευτικές εκδηλώσεις.

Ο αθλητισμός άρχισε να ξαναμπαίνει στη ζωή των ανθρώπων. Στην Ευρώπη οι χωρικοί ανακάλυπταν τα παιχνίδια με μπάλα, οι φεουδάρχες, ως έχοντες και κατέχοντες, είχαν πρόσβαση σε εγκαταστάσεις και υψηλότερου επιπέδου αθλητικές δραστηριότητες. Τουρνουά, ζιουτ, εξευγενισμός του αθλητισμού και επιστροφή σε ξεχασμένα ιδεώδη. Η ιστορία είχε κάνει τον κύκλο της, το δυστύχημα όμως ήταν ότι η Ελλάδα βρισκόταν στα πρόθυρα της εισόδου της στα 368 χρόνια της υποδούλωσης και του σκοταδισμού.

Στη δε περίοδο των Ρωμαϊκών χρόνων η σημασία της συμμετοχής στους αθλητικούς αγώνες άλλαξε ολοκληρωτικά. Όταν, το 146 π.Χ., έπεσε και η Κόρινθος, το τελευταίο προπύργιο του Ελληνισμού, κάθε τι ελληνικό άρχισε να χάνει την αυθυπαρξία και την υπόστασή του. Οι Ρωμαίοι εγκαθίδρυσαν τη δική τους (πολύ πιο μπρούσκα) φιλοσοφία και ο αθλητισμός αφενός οργανώθηκε με τέτοιον τρόπο ώστε να εξυπηρετεί αυστηρά στρατιωτικούς σκοπούς και αφετέρου, στην πιο ανώδυνη έκφρασή του, αφιερώθηκε στην τέρψη των θεατών.

Οι Ρωμαίοι ούτως ή άλλως υπηρετούσαν το δόγμα «άρτος και θεάματα», προκειμένου να ικανοποιούν το λαϊκό αίσθημα, και μοιραία τα αγωνίσματα έγιναν βίαια και επικίνδυνα για τη σωματική ακεραιότητα των αθλητών. Τα στάδια έδωσαν τη θέση τους στα ιπποδρόμια, η νέα τάξη πραγμάτων ευτέλισε την Ολυμπία, Ρωμαίοι αυτοκράτορες μετέτρεψαν τον ιερό χώρο σε προσωπική τους παλαίστρα.

Οι θηριομαχίες, με μοναδικό στόχο την εκτόνωση του όχλου, επηρέασαν και κατηύθυναν τις τάσεις, οδήγησαν στην εξαχρείωση και την καθίζηση του φρονήματος, ώστε το αθλητικό πνεύμα των Ελλήνων επλήγη. Ο “ασταθής ψυχικά” Νέρων πίστευε ότι ήταν ο πρώτος κιθαρωδός, τραγωδός και αρματηλάτης, εξεδίωξε όλους τους ανταγωνιστές ως «ανάξιους να συναγωνιστούν μαζί του» και ανέβαλε την 211η Ολυμπιάδα, προκειμένου να συμπέσει με τα Πύθια και τα Ίσθμια και να νικήσει και στους τρεις Αγώνες.

Παρά την απαξίωση και τη διαπόμπευση ουσιαστικά του αθλητισμού, ορισμένες αθλητικές υπερβάσεις διατήρησαν ακμαία την πατριωτική συνείδηση, λειτούργησε το αίσθημα αυτοσυντήρησης των Ελλήνων, η παράδοση, η εξιστόρηση του αθλητικού ιδεώδους από στόμα σε στόμα. Το παρελθόν παραήταν ένδοξο για να χαθεί στη λήθη.

Έγινε μια προσπάθεια στην Pax Romana από φιλέλληνες αυτοκράτορες, όπως ο Αδριανός, ο Αντωνίνος και ο Ηρώδης ο Αττικός, να αναβιώσουν οι Αγώνες, αλλά ο άκρατος επαγγελματισμός ήταν αποτρεπτικό στοιχείο για τη συμμετοχή των μαζών. Οι νέοι είχαν πια εγκαταλείψει τις παλαίστρες και τα γυμνάσια, κύριο μέλημά τους έγιναν οι τέχνες και τα γράμματα, η απόκτηση μιας εγκυκλίου παιδείας που εκείνη την εποχή ήταν η γραμματική, η ρητορική, η διαλεκτική, οι Μαθηματικές Επιστήμες, η αστρονομία, η μουσική.

Ο σημαντικότερος αποτρεπτικός παράγων ωστόσο, ο οποίος εκτιμάται πως έφερε το σημαντικότερο πλήγμα στον αθλητισμό και τους αγώνες εν γένει, ήταν ο φανατισμός της νεοσυσταθείσας θρησκείας και η μάχη των Νεοπλατωνιστών να θαφτεί ο αθλητισμός όσο πιο βαθιά γίνεται. Η λύτρωση, κατά τον Χριστιανισμό, επέρχεται με τον θάνατο, οι ιεροκήρυκες της εποχής παρεξήγησαν βασικές αρχές της θρησκείας και επέμεναν ότι κάθαρση του σώματος επιτυγχάνεται μόνο διά της νηστείας και της στέρησης και η οποιαδήποτε περιποίηση του σώματος συνιστά ενοχή.

Ο Μέγας Βασίλειος ως θρησκευτικός ηγέτης και εν συνεχεία ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος ως ηγέτης του νεοϊδρυθέντος Ρωμαϊκού Ανατολικού κράτους καταδίωξαν κάθε τι το αρχαιοελληνικό απηνώς και αρειμανίως. Το διάταγμα του Θεοδοσίου, έναν χρόνο μετά την τελευταία Ολυμπιάδα το 394 π.Χ., ήταν η χαριστική βολή για τους Ολυμπιακούς Αγώνες και τη διασύνδεσή τους με το αθλητικό ιδεώδες, όπως διαπλάστηκε κατά την Κλασσική περίοδο.

Μετά από 12 αιώνες, οι Ολυμπιακοί Αγώνες “παύθηκαν”, κατά μια έννοια ευεργετήθηκαν από τον περαιτέρω εκφυλισμό και την παντελή εξαφάνισή τους στο βάθος των αιώνων. Κάποια περίοδο, ο Ιουλιανός προσπάθησε να βοηθήσει την αναβίωση του αρχαίου πνεύματος, απάλλαξε την Ηλεία από πάσα μορφή φόρου, δίνοντας πνοή στα αρχαία θρησκευτικά κέντρα, αλλά ο θρησκευτικός φανατισμός δεν άφησε την προσπάθεια να ευδοκιμήσει.

Η ευθύνη του εκπαιδευτικού συστήματος είχε περάσει πια στην Εκκλησία, η σωματική αγωγή είχε αποκλειστεί και το επίσημο κράτος δεν αναγνώριζε οργανωμένη αθλητική δραστηριότητα. Οι Αγώνες τίθεντο εκτός, λόγω σύγκρουσης με τη νέα τάξη, το απρεπές των γυμνών σωμάτων, πάνω απ’ όλα επειδή κατά την τέλεσή τους οι Αγώνες τιμούσαν τους θεούς του Ολύμπου.

Το ένστικτο των ανθρώπων για άσκηση και παιχνίδι ικανοποιείτο με άλλους τρόπους, πιο πολύ ως πολεμική αρετή. Η τζόστρα (η μάχη δυο έφιππων ιπποτών) και ο τορνεμές (συμπλοκή ομάδων έφιππων ανδρών) είναι δύο από τα κορυφαία παραδείγματα εγγενούς αθλητικής δραστηριότητας.

Το απολύτως παράδοξο της Βυζαντινής περιόδου είναι ότι και η Ανατολική Αυτοκρατορία δεν εγκατέλειψε τη συνταγή του άρτου και θεαμάτων, με αιματηρές αρματοδρομίες στους ιπποδρόμους της Κωνσταντινούπολης, βία και πολλές φορές θανατώσεις εντός “αγωνιστικού χώρου”.

Μεταγενέστερα, υπάρχουν καταγεγραμμένες μαρτυρίες οργανωμένων αθλητικών αγώνων και εκδηλώσεων στη Βυζαντινή περίοδο, κάποιοι δημόσιοι και κάποιοι ιδιωτικοί αγώνες, πιο πολύ “επίδειξης”, με τη συμμετοχή επαγγελματιών αθλητών. Διά νόμου επιτρέπονταν πέντε βασικά αθλήματα (η πάλη, η πυγμαχία, το άλμα, ο δρόμος και η δισκοβολία) και τέσσερα ελεύθερα (το ακόντιο, η άρση βαρών, η τοξοβολία και η σφαιροβολία).

Δημοφιλή αθλήματα, και εξαιτίας του ερμαφρόδιτου γεωγραφικού χαρακτήρα, ήταν και το περσικό τζικάντιο αλλά και οι κονταρομαχίες. Όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος ολοκλήρωσε τον Μεγάλο Ιππόδρομο της Πόλης, έγινε με μιάς κέντρο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της πόλης και σιγά-σιγά η κτηνωδία που επικρατούσε έδωσε τη θέση της σε πιο ήπιου χαρακτήρα κοινωνικοθρησκευτικές εκδηλώσεις.

Ο αθλητισμός άρχισε να ξαναμπαίνει στη ζωή των ανθρώπων. Στην Ευρώπη οι χωρικοί ανακάλυπταν τα παιχνίδια με μπάλα, οι φεουδάρχες, ως έχοντες και κατέχοντες, είχαν πρόσβαση σε εγκαταστάσεις και υψηλότερου επιπέδου αθλητικές δραστηριότητες. Τουρνουά, ζιουτ, εξευγενισμός του αθλητισμού και επιστροφή σε ξεχασμένα ιδεώδη. Η ιστορία είχε κάνει τον κύκλο της, το δυστύχημα όμως ήταν ότι η Ελλάδα βρισκόταν στα πρόθυρα της εισόδου της στα 368 χρόνια της υποδούλωσης και του σκοταδισμού.

Στη δε περίοδο των Ρωμαϊκών χρόνων η σημασία της συμμετοχής στους αθλητικούς αγώνες άλλαξε ολοκληρωτικά. Όταν, το 146 π.Χ., έπεσε και η Κόρινθος, το τελευταίο προπύργιο του Ελληνισμού, κάθε τι ελληνικό άρχισε να χάνει την αυθυπαρξία και την υπόστασή του. Οι Ρωμαίοι εγκαθίδρυσαν τη δική τους (πολύ πιο μπρούσκα) φιλοσοφία και ο αθλητισμός αφενός οργανώθηκε με τέτοιον τρόπο ώστε να εξυπηρετεί αυστηρά στρατιωτικούς σκοπούς και αφετέρου, στην πιο ανώδυνη έκφρασή του, αφιερώθηκε στην τέρψη των θεατών.

Οι Ρωμαίοι ούτως ή άλλως υπηρετούσαν το δόγμα «άρτος και θεάματα», προκειμένου να ικανοποιούν το λαϊκό αίσθημα, και μοιραία τα αγωνίσματα έγιναν βίαια και επικίνδυνα για τη σωματική ακεραιότητα των αθλητών. Τα στάδια έδωσαν τη θέση τους στα ιπποδρόμια, η νέα τάξη πραγμάτων ευτέλισε την Ολυμπία, Ρωμαίοι αυτοκράτορες μετέτρεψαν τον ιερό χώρο σε προσωπική τους παλαίστρα.

Οι θηριομαχίες, με μοναδικό στόχο την εκτόνωση του όχλου, επηρέασαν και κατηύθυναν τις τάσεις, οδήγησαν στην εξαχρείωση και την καθίζηση του φρονήματος, ώστε το αθλητικό πνεύμα των Ελλήνων επλήγη. Ο “ασταθής ψυχικά” Νέρων πίστευε ότι ήταν ο πρώτος κιθαρωδός, τραγωδός και αρματηλάτης, εξεδίωξε όλους τους ανταγωνιστές ως «ανάξιους να συναγωνιστούν μαζί του» και ανέβαλε την 211η Ολυμπιάδα, προκειμένου να συμπέσει με τα Πύθια και τα Ίσθμια και να νικήσει και στους τρεις Αγώνες.

Παρά την απαξίωση και τη διαπόμπευση ουσιαστικά του αθλητισμού, ορισμένες αθλητικές υπερβάσεις διατήρησαν ακμαία την πατριωτική συνείδηση, λειτούργησε το αίσθημα αυτοσυντήρησης των Ελλήνων, η παράδοση, η εξιστόρηση του αθλητικού ιδεώδους από στόμα σε στόμα. Το παρελθόν παραήταν ένδοξο για να χαθεί στη λήθη.

Έγινε μια προσπάθεια στην Pax Romana από φιλέλληνες αυτοκράτορες, όπως ο Αδριανός, ο Αντωνίνος και ο Ηρώδης ο Αττικός, να αναβιώσουν οι Αγώνες, αλλά ο άκρατος επαγγελματισμός ήταν αποτρεπτικό στοιχείο για τη συμμετοχή των μαζών. Οι νέοι είχαν πια εγκαταλείψει τις παλαίστρες και τα γυμνάσια, κύριο μέλημά τους έγιναν οι τέχνες και τα γράμματα, η απόκτηση μιας εγκυκλίου παιδείας που εκείνη την εποχή ήταν η γραμματική, η ρητορική, η διαλεκτική, οι Μαθηματικές Επιστήμες, η αστρονομία, η μουσική.

blank