ΜΕΡΟΣ Α
Επί δύο αιώνες το Βυζάντιο ήταν εξασθενημένο και σχεδόν εξουθενωμένο από τις πολιτικές και θρησκευτικές έριδες, μια σκιά ουσιαστικά σε σχέση με την παλιά ένδοξη Αυτοκρατορία. Η εγκατάλειψη από τη Δύση, η απώλεια ανθρώπινου δυναμικού και η κατάληψη της Καλλίπολης το 1354 από τους Οθωμανούς σταδιακά είχαν οδηγήσει στη συρρίκνωση και το μοιραίο φάνταζε εγγύτερο από ποτέ.
Η τελευταία προσπάθεια να αποφευχθεί η καταστροφή έγινε από τον Ιωάννη Η’ Παλαιολόγο, όταν, στην περίφημη Σύνοδο της Φερράρα και της Φλωρεντίας, αποδέχθηκε την πλήρη υποταγή της Ορθόδοξης στην Καθολική Εκκλησία, μήπως κατ’ αυτόν τον τρόπο εξασφαλίσει τη βοήθεια των Δυτικών Δυνάμεων και να απωθήσει την οθωμανική επέλαση. Ο Μωάμεθ Β’ όμως είχε ήδη εισβάλει στις ελληνικές κτήσεις της Πελοποννήσου για να εμποδίσει τον «Δεσπότη του Μορέως» να σπεύσει σε βοήθεια της Πόλης και η τακτική πολιορκία ήταν ζήτημα χρόνου. Την τιμή των Ελλήνων κλήθηκε να υπερασπιστεί με αυτοθυσία ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος, με μοναδική “δυτική” βοήθεια από τον γενουάτη πολεμιστή Ιουστινιάνη. Η οικοδόμηση, στις ευρωπαϊκές ακτές των στενών του Βοσπόρου, του επιβλητικού φρουρίου Ρούμελη-Χισάρ επέφερε την αποκοπή της πρωτεύουσας από τα λιμάνια του Ευξείνου, αποστερώντας της και τη δυνατότητα προμήθειας σιτηρών. Η Πόλη έπνεε τα λοίσθια.
Βάσει της συγκεκριμένης αλληλουχίας των γεγονότων, τα οθωμανικά στρατεύματα είχαν μείνει απερίσπαστα και υπήρχε ο χρόνος να αφοσιωθούν πλήρως στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, η οποία ακόμα και σήμερα θεωρείται ένα από τα πιο δραματικά γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας. Η τουρκική υπεροπλία ήταν συντριπτική, η αναλογία του έμψυχου δυναμικού ανήρχετο σε 10 προς 1 και με τη γενική επίθεση της 29ης Μαΐου του 1453 η Κωνσταντινούπολη, παρά την ηρωική αντίσταση των ολιγάριθμων υπερασπιστών της, έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Η θηριωδία των σφαγών και των λεηλασιών επιτάχυνε την πτώση και των υπόλοιπων περιοχών. Τελευταία παρέδωσε τα όπλα η Τραπεζούντα το 1461. Τότε, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπαψε να υπάρχει και τυπικά πια.
Η πνευματική παράδοση του Βυζαντίου δεν έσβησε με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και την υποταγή της Αυτοκρατορίας. Η επίδρασή της παρέμεινε αισθητή στα ευρωπαϊκά κράτη, ενώ συνετέλεσε στη διατήρηση της πνευματικής ταυτότητας των Βαλκανίων.
Κληρονόμος αυτών των πνευματικών παραδόσεων και πολιτικών ιδεών φιλοδοξούσε να γίνει η Ρωσία. Η «Τρίτη Ρώμη», όπως θεωρήθηκε η Μόσχα επί Τσάρου Ιβάν του 3ου, εξαιτίας του γάμου του με την ανιψιά του τελευταίου Βυζαντινού Αυτοκράτορα, υιοθέτησε τον Δικέφαλο Αετό στα λάβαρά της και εισήγαγε στην κουλτούρα του Ρωσικού λαού βυζαντινά τελετουργικά και ήθη.
Η Δυτική Ευρώπη έμεινε να παρακολουθεί και, επί της ουσίας από τα χρόνια του Ανθρωπισμού και της Αναγέννησης, άντλησε από το Βυζάντιο το αρχαίο πνεύμα και αφομοίωσε πολιτιστικά ήθη και έθιμα, μεταξύ των οποίων και συγκεκριμένες αθλητικές δραστηριότητες.
Η αποκαμωμένη ελληνική κοινωνία, υπό ασφυκτικό μαρασμό και ανέχεια, ήταν αδύνατον να παρακολουθήσει την ευρωπαϊκή εξέλιξη στους τομείς της άθλησης, παρά το γεγονός ότι από τις αρχές του 16ου αιώνα Καλβινιστές και Πουριτανοί στράφηκαν εναντίον των αθλητικών δραστηριοτήτων.
Οι αγώνες στην υπόλοιπη Ευρώπη διοργανώνονταν από χωρικούς σε δημόσιους χώρους, συνήθως το «Sabbath» («Σάββατο»), και ακολούθως γίνονταν γιορτές και γλέντια με κρασί και χορό. Από το 1500 έως το 1600 αυτές οι εκδηλώσεις σχεδόν δαιμονοποιήθηκαν, με πρόσχημα τα ευτράπελα και την “ιερότητα” του Σαββάτου. Την ίδια στιγμή ωστόσο με τους αγώνες των αριστοκρατών στην ιδιόκτητη γη τους δεν υπήρχε πρόβλημα, γεγονός που μετέτρεψε ξανά τον αθλητισμό σε “ταξικό” ζήτημα, όπως ακριβώς είχε γίνει και στην αρχαιότητα. Ενώ οι ανθρωπιστές διακήρυτταν ότι η σωματική άσκηση ανήκει σε όλους και πρέπει να αποτελεί βασικό μέρος της εκπαίδευσης των νέων από την ανώτερη κοινωνική τάξη, ήρθε ο Μαρτίνος Λούθηρος και ανήγαγε τη σωματική άσκηση σε παράγοντα ολοκλήρωσης.
Συν τω χρόνω, στις αρχές του 18ου αιώνα προέκυψαν και οργανώθηκαν αθλήματα όπως το γκολφ, το κρίκετ, η ιστιοπλοΐα, η ξιφασκία, η ιππασία, στην πλειοψηφία τους “αριστοκρατικά” σπορ, εν αντιθέσει με την πυγμαχία ή τα παιχνίδια με μπάλα που εθεωρούντο πιο “λαϊκά”.
Το τεράστιο ενδιαφέρον του κοινού και η απήχηση κυρίως στους νέους ανθρώπους οδήγησαν κατά την εποχή του Διαφωτισμού και στη δημιουργία των πρώτων αθλητικών συλλόγων. Η οργάνωση έφερε μαζί της τη θέσπιση των πρώτων ενιαίων κανονισμών, τα ιδιαίτερα γεωγραφικά γνωρίσματα ξεκίνησαν να δημιουργούν και τις πρώτες σημαντικές παραδόσεις. Τα σπορ είχαν ξαναγίνει θέαμα, πρωτοσυναντάται τότε και ο στοιχηματισμός, κυρίως στον ιππόδρομο και την πυγμαχία, και ο αθλητισμός λαμβάνει τη μορφή κοινωνικού φαινομένου.
Χώρες όπως η Αγγλία, η Γαλλία και η Γερμανία θεσμικά αναγνώρισαν τη σημασία και την αξία της γυμναστικής, την εισήγαγαν βαθμηδόν στην εκπαίδευση και με φυσικό τρόπο εμφανίστηκε το πρώτο προοδευτικό ρεύμα Φυσικής Αγωγής. Το ανθρωπιστικό ουσιαστικά κίνημα εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη, το αγκάλιασαν ιατροί, παιδαγωγοί, καθηγητές και άνθρωποι του πνεύματος.
Τη νέα τάση αγκάλιασαν πολύ σημαντικές προσωπικότητες του Δυτικού πολιτισμού και τη σημασία του αθλητισμού στις ζωές μας ανέδειξαν ο Ελβετός παιδαγωγός και μεταρρυθμιστής της εκπαίδευσης, πρότυπο του κινήματος του Ρομαντισμού, Γιόχαν Χάινριχ Πεσταλότσι, ο σπουδαίος φιλόσοφος και συγγραφέας, Ζαν Ζακ Ρουσσώ, και πλείστοι ακόμα ευγενείς Διαφωτιστές που είχαν μελετήσει ενδελεχώς την αρχαία ελληνική ιστορία και τη μετεξέλιξαν στα δεδομένα της εποχής τους.
Με το ξεκίνημα της Βιομηχανικής Επανάστασης του 19ου αιώνα, ο τρόπος ζωής στις περισσότερες χώρες του κόσμου είχε πια διαφοροποιηθεί. Η δημιουργία των μεγάλων αστικών κέντρων έκανε αδήριτη την ανάγκη αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου των πολιτών και ο αθλητισμός αναδείχθηκε ως το πιο ενδεδειγμένο μέσο. Τα κράτη δημιουργούσαν χώρους άθλησης, παιχνιδιού και ψυχαγωγίας επί τούτω, υποστήριζαν θεσμικά και οικονομικά αγώνες μεταξύ πανεπιστημίων και συλλόγων, είχαν πια εντάξει τον αθλητισμό στις βασικές δομές της κοινωνίας. Η ύπαρξη ενιαίων και όχι πλέον “τοπικών” κανονισμών κρίθηκε ως αναγκαία συνθήκη για περαιτέρω εξάπλωση του αθλητικού κινήματος, προέκυψαν οι πρώτες ενώσεις σωματείων και οι πρώτοι άτυποι ελεγκτικοί μηχανισμοί, με σκοπό να θεσπίζονται και να εφαρμόζονται οι κανόνες καθώς και να υπάρχουν κατηρτισμένοι επιβλέποντες αυτών.
Μετά τα μεγαλειώδη κινήματα της Αναγέννησης, της Μεταρρύθμισης και του Διαφωτισμού, ήταν θέμα χρόνου να αναπτυχθούν τα συστήματα Φυσικής και Γυμναστικής Αγωγής, οι τρεις πρώτες “σχολές” ουσιαστικά αθλητισμού της ανθρωπότητας.
Στις αρχές του 1800 εκκολάπτετο το Αγγλικό σύστημα, το οποίο προέτασσε την άσκηση σε ανοικτούς χώρους και έδινε έμφαση στα ομαδικά σπορ και την κωπηλασία, το Γερμανικό σύστημα, το οποίο είχε στρατιωτικές και εθνικιστικές αναφορές, και η Σουηδική σχολή, σύμφωνα με την οποία η γυμναστική λάμβανε θεραπευτικό και ορθοπαιδικό χαρακτήρα, βασιζόμενη στη φυσιολογία και την ανατομία του ανθρώπινου σώματος.
Το ιδεολογικό ρεύμα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, επιχειρώντας ουσιαστικά να μεταφέρει τις ιδέες και τις αξίες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, εκτιμάται ότι επηρεάστηκε περισσότερο από μια τέταρτη σχολή, τη Γαλλική, με την οποία μας συνδέουν βαθύτατοι ιδεολογικοί, νομικοί, φιλολογικοί, γλωσσικοί και φιλοσοφικοί δεσμοί και εκτός του μονοσήμαντου αθλητικού πλαισίου.
ΜΕΡΟΣ B
Όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη εξελίσσονταν κοινωνικά και φιλοσοφικά μοντέλα, στην Ελλάδα κατακρημνίζονταν οι θρησκευτικές, οικογενειακές και κοινωνικές αξίες, παρασύροντας μαζί τους και τον αθλητισμό. Οργανωμένες δραστηριότητες δεν υπήρχαν. Ό,τι απέμεινε, μας το εξιστορεί η παράδοση μέσω των δημοτικών τραγουδιών. Οι ρίψεις των αρματολών και κλεφτών, η «περπατησιά», η αντοχή, το δοκίμι (ιδιότυπη άρση βαρών), το άλμα, η σκοποβολή, το «πάλαιμα» και κάποια παιχνίδια εντάσσονται στην παράδοση του Εθνικού Απελευθερωτικού Αγώνα και τραγουδιούνται με πόνο και καημό. Ο αθλητισμός επέζησε στο ταμπούρι, το κονάκι, τις ρεματιές, τα ποτάμια και τις πλατείες. Αγωνιστικοί χώροι ήταν τα προαύλια των εκκλησιών, τα «χρυσά και μαρμαρένια αλώνια», οι αυτοσχέδιοι αγώνες των πιτσιρικάδων στα χωριά.
Το 1813, όταν η Γαλλική Ακαδημία απέστειλε κλιμάκιο ερεύνης στην Αρχαία Ολυμπία και οι Γάλλοι αρχαιολόγοι επέκτειναν τις ανασκαφές στους Δελφούς και τη Δήλο, κατέστη σαφής ο ξεχασμένος ρόλος της Ελλάδας στη διαμόρφωση της ιστορίας του αθλητισμού. Η Ελλάδα ήταν ανεπανόρθωτα πληγωμένη, αλλά είχε ήδη στα σπάργανα την επιστροφή της στη Δύση.
Από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα είχαν ήδη διαφανεί οι απαρχές του εθνικού κινήματος που οδήγησε στην Επανάσταση.
Η διάδοση της παιδείας και της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας στην Ευρώπη ενεργοποίησε τα ενοχικά σύνδρομα της Δύσης, οι Έλληνες της διασποράς έσπειραν τη μεγάλη ιδέα του έθνους, το οποίο όχι απλώς διεκδικεί αλλά και δικαιούτο την απόλυτη πολιτική ύπαρξή του, και η Ελλάδα επρόκειτο να επιστρέψει.
Από την ευλογημένη ημέρα της ίδρυσης της Φιλικής Εταιρείας στην Οδησσό το 1814 και τον προσεταιρισμό των παραδοσιακών Ελληνορθοδόξων υπό την ακούσια/εκούσια στήριξη της Τσαρικής Ρωσίας, ξεκίνησε ο μέγας επαναστατικός αναβρασμός με στόχο την απελευθέρωση.
Οι επαναστατικές εστίες στην αρχή ήταν δεκάδες. Έπειτα εκατοντάδες. Το Ελληνικό έθνος έβγαλε σφυγμό και, αρχής γενομένης από την εισβολή στη Μολδοβλαχία τον Φεβρουάριο του 1821, μετά από 368 χρόνια νάρκης, έβαλε τα θεμέλια της παλιγγενεσίας του.
Στο σώμα των τεκμηρίων της Εθνεγερσίας αποτυπώνεται εναργώς τόσο η ίδρυση και η λειτουργία των βασικότερων οργάνων εκπροσώπησης του έθνους κατά τη διαδικασία της συγκρότησης της ανεξάρτητης εθνικής κρατικής οντότητας όσο και ο αγώνας των αφανών Ελλήνων στο μεταίχμιο της μεταμόρφωσής τους από υπόδουλους σε ελεύθερους πολίτες.
Όταν ο Στρατηγός Φαβιέ πρωτοέβαζε το 1824 τα θεμέλια του ελληνικού τακτικού στρατού, για πρώτη φορά ύστερα από αιώνες ολόκληρους τα Ελληνόπουλα μπήκαν στην γραμμή, βάδισαν συντεταγμένα «με βήμα συγκροτί», όπως υπεδεικνύετο από τους τότε κανονισμούς, και επιδόθηκαν στη λεγομένη «gymnastique d’ assouplissement» («γυμναστική ευκαμψίας»). Επί της ουσίας, αυτή η γυμναστική δίχως όργανα είναι η πρώτη καταγεγραμμένη ομαδική αθλητική έκφραση της ελεύθερης Ελλάδας, η πρόφαση για να στραφεί σύσσωμη η απλή Δημογεροντία των Αθηνών για πρώτη φορά στον οργανωμένο αθλητισμό. Οι δάσκαλοι με την άδεια των γονέων ξεκίνησαν να πηγαίνουν τα παιδιά στα μέρη της άσκησης των «τακτικών», τα παιδιά με τη σειρά τους ενθουσιάζονταν με τα γυμνάσια και κάπως έτσι γεννήθηκε το πρώτο επίσημο μέτρο, η πρώτη φροντίδα της ελεύθερης Ελλάδας για τη γυμναστική εκπαίδευση των νέων της ανθρώπων.
Δεν ήταν ακόμη μια Ελλάδα ελεύθερη σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα και τους νόμους, αλλά μια Ελλάδα αποφασισμένη να τιμήσει το χυμένο αίμα των ηρώων της στο σκλαβωμένο χώμα με τη δική της βούληση. Πέρασαν και χάθηκαν γενιές ολόκληρες, αφήνοντας η μια στην άλλην την κληρονομιά της ελληνικής ιδέας, τα απέραντα κτήματα των εθνικών πόθων, τους θησαυρούς των παραδόσεων, σαν μια άτυπη σκυταλοδρομία εθνικού φρονήματος μέχρι το τέρμα και το τίμιο στεφάνι της νίκης του δίκαιου Αγώνα.
Εκείνη την τιμημένη Δημογεροντία των Αθηνών διαδέχθηκε η Κυβέρνηση της απελευθερωμένης πλέον Ελλάδας και δέκα χρόνια αργότερα, το 1834, οικοδομείτο το πρώτο μεγάλο δημόσιο γυμναστήριο του Ναυπλίου, με καθοδηγητή τον Γερμανό γυμναστή, Λούντβιχ Κορκ. Η σπίθα είχε ανάψει, ο σπόρος είχε μπει και ευδοκιμούσε.
Ένας νεαρός Έλληνας, ο Γεώργιος Παγών, ταξίδεψε στη Γερμανία για να σπουδάσει την επιστήμη της Φυσικής Αγωγής και μάλιστα μετεκπαιδεύτηκε και στο Μόναχο. Ο Παγών ήταν ο πρώτος Έλληνας γυμναστής και δάσκαλος του Ορφανοτροφείου Αθηνών και του Βασιλικού Διδασκαλείου, ο άνθρωπος που έγραψε το πρώτο αμιγές αθλητικό βιβλίο στη νεότερη ιστορία της χώρας, το περίφημο «Περίληψις περί Γυμναστικής» (Γεωργίου Θ. Παγώντα | Αθήναι, 1837).
Η γυμναστική και τα παιχνίδια εντάχθηκαν σιγά-σιγά σε όλα τα σχολεία και εκπαιδευτήρια της χώρας, θεσπίστηκε η υποχρέωση να κρατούνται σε όλα τα σχολεία και δύο απογεύματα, κάθε Τετάρτη και Σάββατο, για την εκγύμναση των παιδιών.
Σε κάθε τόπο, σε κάθε πολιτεία ανθρώπων, τρεις έγιναν οι δυνάμεις της δημιουργίας: το άτομο, ο ελεύθερος συνεταιρισμός και το κράτος.
Το άτομο είναι η πρώτη και η κορυφαία μορφή, το άτομο συλλαμβάνει την ιδέα, την καλλιεργεί στον νου και την ψυχή του, τη μετατρέπει σε πεποίθηση και, όταν εκείνη γιγαντώνεται, γίνεται πίστη. Έτσι διαδόθηκε η ιδέα του αθλητισμού. Έτσι ανασύρθηκε από τη λήθη και τον σκοταδισμό της περιόδου της Τουρκοκρατίας. Τα άτομα δίνουν αξία στο συνεταιρίζεσθαι, τα άτομα συνθέτουν τον κύκλο των δυνατών και φωτισμένων ανθρώπων που παρακινούν την κοινωνία να αγκαλιάσει κάτι νέο, άφθαρτο και αμόλυντο.
Το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος εκείνη την εποχή ήταν παρακολούθημα εκείνων των πολύ σπουδαίων ανθρώπων που επί της ουσίας σήμαναν τη νέα εποχή της εθνικής αναδημιουργίας στον αθλητισμό.
Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν ο ευπατρίδης Έλληνας της διασποράς, Ευαγγέλης Ζάππας, ο οποίος, συνεπικουρούμενος από τον οραματιστή Ιωάννη Φωκιανό και αργότερα από πιονέρους της Φυσικής Αγωγής, όπως ο Ιωάννης Χρυσάφης, ο Σπυρίδων Λάμπρου, ο Κωνσταντίνος Μάνος, ο Τιμολέων Φιλήμων, ο Δημήτριος Βικέλας κ.α., “νομιμοποίησε” το κράτος να εκκινήσει τους μηχανισμούς του προκειμένου να γίνει ο αθλητισμός αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας όλων των Ελλήνων. Και, όταν ο πνευματικός κόσμος της χώρας αγκαλιάζει μια ιδέα και στις κορυφαίες βαθμίδες του κράτους βρίσκονται άνθρωποι όπως ο Παναγιώτης Σούτσος και ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, το αμάλγαμα που δημιουργείται συγκεντρώνει όλα τα θετικά χαρακτηριστικά των συστατικών του στοιχείων.
Η Ελλάδα, από την 3η Φεβρουαρίου του 1830 και την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου από τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις (Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία και Ρωσία), έχει αναγνωριστεί ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος. Είχαν περάσει εννέα χρόνια από την έναρξη του Αγώνα και μόλις τρία από την κεφαλαιώδους σημασίας επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου.
Η Τρίτη Εθνοσυνέλευση είχε ήδη αναθέσει τη διακυβέρνηση του νεοσύστατου κράτους στον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος, καταφθάνοντας στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1828, ηγήθηκε της εθνικής προσπάθειας επαναθεμελίωσης του Ελληνικού κράτους.
Οι διπλωματικοί ελιγμοί του Καποδίστρια οδήγησαν στην αναθεώρηση του πρώτου Πρωτοκόλλου του Μαρτίου του 1829, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα θα γινόταν ένα αυτόνομο κράτος, υποτελές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, υπό έναν εκλεγμένο Χριστιανό Πρίγκιπα και θα περιελάμβανε τις «τρεις καρδιές» της ελληνικής εξέγερσης: τη Μορέα (Πελοπόννησος), την Ηπειρωτική Ελλάδα και τις Κυκλάδες.
Με το ιστορικό Πρωτόκολλο του 1830 τα σύνορα του Βασιλείου της Ελλάδος εκτείνονταν νότια της συνοριακής γραμμής του Αχελώου και του Σπερχειού, Κυβερνήτης του νεοσύστατου κράτους ορίζετο ο Ιωάννης Καποδίστριας και απέμενε η ενθρόνιση του Μονάρχη. Εν αρχή επελέγη ο μετέπειτα Βασιλιάς του Βελγίου, Πρίγκιπας τότε της Σαξονίας-Κόμπουργκ, Λεοπόλδος, ο οποίος αρνήθηκε την ανάληψη των καθηκόντων του. Στις 9 Οκτωβρίου του 1831 ο Καποδίστριας δολοφονείται από μέλη της οικογένειας Μαυρομιχάλη μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο και η χώρα βυθίζεται σε νέο κύκλο αναρχίας, καθιστώντας εκ νέου ζωτικής σημασίας την παρέμβαση των ξένων Δυνάμεων.
Κατόπιν ζυμώσεων και παρά την ανοιχτή διαφωνία των Βρετανών, με την περαιτέρω αναθεώρηση του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου τον Μάιο του 1832, οι Δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης της Βαυαρίας, κατέληξαν στην ενθρόνιση του 17χρονου Όθωνα, Πρίγκιπα των Βίττελσμπαχ της Βαυαρίας και υιού του φιλέλληνα Λουδοβίκου Α’ της Βαυαρίας.
Ο Όθωνας αποβιβάζεται στο Ναύπλιο στις 25 Ιανουαρίου του 1833, τον Απρίλιο διορίζεται η Κυβέρνηση Σπυρίδωνος Τρικούπη και περί τα τέλη του Ιουνίου εκδίδεται η εφημερίδα «Ήλιος» από τον Άγγελο Αγγελίδη, ενός εκ των ιδιοκτητών της «Τυπογραφία Α. και Ν. Αγγελίδων και Κ. Νικολαΐδου», ο οποίος πριν το Ναύπλιο δραστηριοποιείτο και στην Αίγινα.
Αρχισυντάκτες του νέου φύλλου οι αδελφοί Αλέξανδρος και Παναγιώτης Σούτσος, οι οποίοι μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1833, όταν και υπεγράφη το διάταγμα «περί του δικαιώματος του μετέρχεσθαι την τυπογραφίαν, λιθογραφίαν ή βιβλιοπωλίαν» και ψηφίστηκαν οι νόμοι «περί της Αστυνομίας του Τύπου» και «περί εγκλημάτων εκ της καταχρήσεως του Τύπου», είχαν δώσει κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα στην εφημερίδα, με σταθερά παρεμβατική και ρηξικέλευθη αρθρογραφία.
Στην εφημερίδα Ήλιος πρωτοδημοσιεύτηκε (εκδόθηκε αργότερα στη συλλογή «Νεκρικός Διάλογος») το ποίημα του Σούτσου με την παραβολική έκκληση του Πλάτωνα για την αναβίωση των Αγώνων, ως πολύ δυνατό μήνυμα εθνικής ομοψυχίας:
«Αν ηδύνατο στην γη σας η σκιά μας να πετάξη,
Προς τους Υπουργούς του Θρόνου ήθελε με τόλμη κράξει.
Άφετε τα μικρά πάθη, τας ματαίας έριδάς σας,
Άθλιοι συλλογισθήτε τ’ ήταν πάλαι η Ελλάς σας.
Δεν με λέγετε πού είναι οι αρχαίοι σας αιώνες;
Οι ωραίοι σας πού είναι Ολυμπιακοί Αγώνες;
πού τα Παναθήναιά σας;
Αι μεγάλαι τελεταί σας, τα μεγάλα θέατρά σας;
Πού εικόνες κι ανδριάντες, πού βωμοί και πού τεμένη;
Κάθε πόλις, κάθε δάσος και καθείς ναός προ πάντων
ήσαν πάλαι πληθυσμένοι·
Με ογήρυσιν σιγώσαν μαρμαρίνων ανδριάντων
Τους βωμούς σας ξένα έθνη στόλιζαν με προσφοράς,
με χρυσούς ο Γύπας πίθους.
Και ο Κροίσος με κρατήρας και με πλάκας αργυράς
και με πολυτίμους λίθους.
Ήγοιγε των Ολυμπίων η ενδοξοτάτη πάλη
έρρεεν εις τον αγώνα λαού χείμαρρος πολύς.
Και κατέβαιναν εις τούτον αθληταί οι βασιλείς.
Ο Ιέρων και ο Γέλων και ο Φίλιππος και άλλοι
εις Ελλήνων χιλιάδας τεσσαράκοντα εκθάμβους.
Ο Ηρόδοτος παρίστα στην κομψήν του ιστορίαν
τους προσφάτους των θριάμβους.
Ήκουεν ο Θουκυδίδης την ωραίαν αρμονίαν
της πεζής ποιήσεώς του,
Και ηλείφετο εις πάλην ένδοξος αντίζηλός του».
Οι Φαναριώτες αδελφοί Σούτσου, όταν συμμετείχαν στην συγγραφή της εφημερίδας, ήταν 30 και 27 ετών αντίστοιχα και είχαν ήδη συγγραφική εμπειρία, όντες γιοι δύο σπουδαίων ανθρώπων της Πόλης, του Κωνσταντίνου Σούτσου και της συζύγου του, Ελένης, αδελφής του Ιακωβάκη Ρίζου Νερουλού, και ως πνευματικά τέκνα του Νεόφυτου Βάμβα του φημισμένου Γυμνασίου της μεγάλης Σχολής της Χίου.
Μετά τον πρόωρο χαμό του πατέρα τους, βρέθηκαν το 1820 στο Βουκουρέστι και τη διετία 1820-22 με φροντίδα του θείου τους, Ηγεμόνα της Μολδαβίας, Μιχαήλ Σούτσου, συνέχισαν τις σπουδές στο Παρίσι, όπου εκπαιδεύτηκαν από τον Αδαμάντιο Κοραή και δημοσίευσαν την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης στα γαλλικά, ενισχύοντας το εκεί φιλελληνικό συναίσθημα. Μετά από μια διετία και στην Ιταλία, το 1825 επέστρεψαν στην Ελλάδα, με τον Παναγιώτη να παραμένει στο Ναύπλιο και τον Αλέξανδρο να επιστρέφει στο Παρίσι.
Ο πρεσβύτερος Αλέξανδρος Σούτσος, παρότι αρχικά ακραιφνής οπαδός του Καποδίστρια, προσχώρησε αργότερα στην παράταξη των Συνταγματικών και, μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη (την οποία χαιρέτησε ως σωτήριο γεγονός για το Ελληνικό έθνος), εμπιστεύτηκε τη Βαυαρική Αντιβασιλεία, μέχρις ότου να στραφεί και εναντίον αυτής. Υπέστη συνεχείς διώξεις, δίκες, φυλακίσεις, καταστροφές και κατασχέσεις των έργων του, οι οποίες τον εξανάγκασαν να περιπλανηθεί σε Δύση και Ανατολή, συγγράφοντας αδιάκοπα επαναστατικά κείμενα.
Ο βενιαμίν Παναγιώτης Σούτσος, στον οποίον αποδίδεται το ισχυρότατο ποίημα του Ήλιου, δημοσίευσε τη γαλλόφωνη ποιητική συλλογή «Odes d’ un jeun grec suivies de six chants de guerre ecrits en vers grecs par le meme autteur et traduits en prose francaise». Διετέλεσε Νομάρχης και Γραμματέας της Γερουσίας στην Κυβέρνηση Καποδίστρια, απομακρύνθηκε ωστόσο γρήγορα, εξαιτίας της αντικυβερνητικής του στάσης. Χαιρέτησε, όπως και ο αδελφός του, τη δολοφονία του Καποδίστρια ως σωτήριο για το έθνος γεγονός και στάθηκε ένθερμος υποστηρικτής του Όθωνα, ευελπιστώντας πως ο Βασιλιάς θα παραχωρήσει Σύνταγμα στον Ελληνικό λαό, σύντομα όμως, όταν διαπίστωσε ότι το Παλάτι ακολουθεί διαφορετική πολιτική, ανέπτυξε έντονη αντιοθωνική δράση.
Η απομάκρυνσή του από την πολιτική, συνέπεια της αντιοθωνικής δράσης του, και οι διώξεις εναντίον του αδερφού του, Αλεξάνδρου, τον απογοήτευσαν και τον έκαναν να στραφεί προς τον άκρως συντηρητικό χώρο και την υποστήριξη της Μεγάλης Ιδέας. Υπήρξε ένας από τους εισηγητές του Ρομαντισμού στον ελληνικό χώρο, αλλά στα έργα του ανιχνεύονται στοιχεία Διδακτισμού, με ευθείες παραπομπές στον Γαλλικό Διαφωτισμό και ψήγματα ουτοπικού Σαινσιμονισμού. Κατά μια έννοια, σύμφωνα με τον (επηρεασμένο από τον Φραγκίσκο Πυλαρινό) Παναγιώτη Σούτσο, οι ελίτ καλούντο να μεταρρυθμίσουν την πίστη και να οργανώσουν την παραγωγική εργασία, ώστε σε επόμενη φάση να προσηλυτιστεί και ο λαός χάρη στη συνδυασμένη συμβολή της παράδοσης, της θρησκείας και της τέχνης. Είναι γεγονός ότι από αυτά τα θραύσματα ιδεών, από αυτά τα επιλεκτικά αποσπάσματα θεματικών του Σαινσιμονισμού προήλθε και το δηκτικό και “θυμωμένο” ποίημα του Ήλιου.
Ο Σούτσος, είτε προσέβλεπε προς την κατεύθυνση ενός ανήσυχου, αμφισβητιακού κοινωνικού προβληματισμού είτε ήθελε να αφυπνίσει προς την κατεύθυνση της τεχνικής και οικονομικής ανάπτυξης, κατόρθωσε να “κάνει θόρυβο”. Μπορεί να χαρακτηρίστηκε αιρετικός, και όχι μόνον από εκείνους για τους οποίους η Ορθοδοξία ήταν καταστατικά και εκ προοιμίου «ο ιδεολογικός αντίπαλος των δυτικοφερμένων θεωριών» αλλά και από τους φιλοευρωπαίους, προοδευτικούς, εκσυγχρονιστές ή πρώιμους «Κοινωνιστές». Οι ιδέες του θρήσκου μεταξύ άλλων Παναγιώτη Σούτσου οδήγησαν στη διαμόρφωση μιας θεωρίας, στην οποία το περιεχόμενο του Σαινσιμονικού/Νεοχριστιανισμού αναπλάθεται σύμφωνα με τον χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας.
ΜΕΡΟΣ Γ
ΜΕΡΟΣ Δ
Ο Παναγιώτης Σούτσος ενέπνευσε τον Ζάππα, για τον εθνικό ευεργέτη ήταν ο θεμελιωτής της σύγχρονης ελληνικής Ολυμπιακής ιδεολογίας και υπήρξε ο ουσιαστικός εισηγητής της ίδρυσης των παράλληλων πολιτιστικών δρωμένων και των εκθέσεων, έχοντας μάλιστα ως πρότυπο την πρώτη Διεθνή Έκθεση του Λονδίνου που έγινε το 1851. Ο Ζάππας, γνωρίζοντας τις αποτυχημένες προσπάθειες του παρελθόντος, συνέταξε το υπόμνημα για την καθιέρωση ενός θεσμού που θα βοηθούσε την Ελλάδα να ακολουθήσει τους ρυθμούς της Βιομηχανικής Επανάστασης. Αυτό το υπόμνημα εστάλη στις αρχές του 1856 και διατύπωνε την πρόταση για διοργάνωση Αγώνων στην Αθήνα ανήμερα της 25ης Μαρτίου του 1857. Ο Ζάππας αναλάμβανε εξολοκλήρου τα έξοδα καθώς και την ανέγερση ενός Ολυμπιακού κτηρίου, όπου θα γινόταν μια έκθεση δειγμάτων ελληνικής τέχνης και βιομηχανίας και θα λειτουργούσε ως μουσείο. Απέστειλε 2.000 φιορίνια μόνο και μόνο για την τέλεση των πρώτων Ολυμπίων, βρισκόταν εν συνεχεία σε τακτική επαφή και διαρκείς συνομιλίες με τον εκπρόσωπο της Ελληνικής Κυβέρνησης και τότε Υπουργό Εξωτερικών, Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή, ο οποίος συνέτεινε από πλευράς του τα μέγιστα για την τελική διαμόρφωση του νεοσυσταθέντος θεσμού. Η βούληση του Ζάππα αποτυπώθηκε με σαφήνεια ιδιαίτερα στην εντολή που άφηνε στον ξάδερφό του, Κωνσταντίνο: «Να κτισθεί το κατάστημα των Ολυμπίων, μετά του Σταδίου αυτού, αξιοπρεπές και ευρύχωρον, κατά το σχέδιον όπου έχω στείλει εις τον κ. Ραγκαβή».
Η οικονομική και πολιτική επιρροή του Ζάππα, η δυνατότητα να επικοινωνεί απευθείας με το Παλάτι, όπως και έγινε με την περίφημη επιστολή προς Όθωνα το 1856, όταν και προσέφερε 400 μερίσματα της εθνικής ατμοπλοΐας, ώστε τα κέρδη να χρησιμοποιηθούν για την ίδρυση των Ολυμπιακών Αγώνων, ήταν το ένα. Το ευτύχημα να έχει τεθεί την ίδια περίοδο επικεφαλής του Υπουργείου Εξωτερικών ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, μεγαλωμένος στην αυλή του Ηγεμόνα της Βλαχίας, Αλεξάνδρου Σούτσου, και εξάδερφος του Αλεξάνδρου και του Παναγιώτη, ήταν το δεύτερο. Η σημασία κρύβεται πάντοτε στις λεπτομέρειες. Ο «επί των Εξωτερικών και του Βασιλικού Οίκου γραμματεύς της Επικράτειας» Ραγκαβής ήταν ο σωστός άνθρωπος στη σωστή θέση, ένας ευρυμαθής και πολυπράγμων λόγιος, ο οποίος, εκτός από τη διαδρομή στην πολιτική και τη διπλωματία, υπήρξε σημαντικότατος Ρομαντικός ποιητής και πεζογράφος της πρώτης Αθηναϊκής Σχολής και κορυφαίος καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Τα έργα «Οδοιπόρος» (του Παναγιώτη Σούτσου) και «Δήμος και Ελένη» (του Αλεξάνδρου Ρίζου Ραγκαβή) θεωρήθηκαν τα ορόσημα για την αφύπνιση του πνευματικού κόσμου της Αθήνας στις αρχές της δεκαετίας του ‘30. Καθ’ όλη τη διάρκεια των χρόνων της “εξόρμησης” μέχρι το 1850, η Επανάσταση τροφοδοτούσε την ποίηση. Από εκείνο το χρονικό σημείο και μετά έγινε αδήριτη ανάγκη η πρόοδος, η ακμή, η ενσωμάτωση των λαϊκών στρωμάτων στην εθνική πνευματική παλιννόστηση σε συνδυασμό με την οικονομική ανάπτυξη.
Αυτήν τη θεωρία εικάζεται ότι ασπάστηκε ο επιχειρηματίας, φιλάνθρωπος και εθνικός ευεργέτης, Ευαγγέλης Ζάππας, διαβάζοντας και ερμηνεύοντας την πλατωνική παραβολή στον Ήλιο. Επιθυμία του Ζάππα ήταν να ενισχύσει το εθνικό φρόνημα, να υπηρετήσει το «έκαστος δέον τη πατρίδι χρήσιμος γενέσθαι και ουδέποτε άχθος αυτής» και να τιμήσει τη μια από τις δύο πατρίδες του, όπως συνήθιζε να λέει, όντας εγκατεστημένος στο Βουκουρέστι από το 1831.
Γιος του Βορειοηπειρώτη μεγαλεμπόρου, Βασιλείου Ζάππα, και της Σωτηρίας Μέξη, ο Ευαγγέλης εντάχθηκε στην τρυφερή ηλικία των 13 ετών στη στρατιωτική υπηρεσία του Αλή Τεπελενλή, Πασά των Ιωαννίνων. Μετά την εκτέλεση του Αλβανού Τοπάρχη από τα σουλτανικά στρατεύματα, ακολούθησε τον Μάρκο Μπότσαρη στις νότιες ελληνικές επαρχίες και συμμετείχε σε σειρά μαχών της επαναστατικής περιόδου, ενταγμένος ως κατώτερος Αξιωματικός στα σώματα της οικογένειας των Μποτσαραίων και του Νάκου Πανουργιά, κάτω από την αρχηγία του οποίου πήρε τον βαθμό του Ταξιάρχου και ανέλαβε τη Διοίκηση των Βλαχοχωρίων της επαρχίας Σαλώνων στη Ρούμελη.
Παρότι ως Αξιωματικός είχε τη δυνατότητα να αποκτήσει γη, επέστρεψε στη γενέτειρά του, το Κάτω Λάμποβο, για να αναλάβει τις εμπορικές δραστηριότητες του πατέρα του. Εκδιώχθηκε από τις τοπικές Αρχές λόγω της συμμετοχής του στην Επανάσταση, μετοίκησε για λίγο στη Βέροια και αποφάσισε να κινηθεί προς τις παραδουνάβιες επαρχίες, οι οποίες μαζί με την Αίγυπτο αποτελούσαν τις μοναδικές περιοχές με ευοίωνες προοπτικές για ανάπτυξη του εμπορίου. Από την εγκατάστασή του στο Βουκουρέστι και μετέπειτα, απέκτησε στενές σχέσεις με κορυφαία μέλη της ελληνικής παροικίας και της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, με αποτέλεσμα, επιδεικνύοντας εξαιρετικές εμπορικές ικανότητες και ταλέντο, να γίνει εκ των κορυφαίων επιχειρηματιών όσον αφορά στην εκμίσθωση και την εκμετάλλευση γαιοκτησιών. Εκείνον τον καιρό η οικονομία στηρίζετο σχεδόν αποκλειστικά στην πρωτογενή παραγωγή και με τη μεγιστοποίησή της οι Ζάππες αγόρασαν το περιώνυμο κτήμα Μπροστένι, προμετωπίδα των προσοδοφόρων κτημάτων της Βλαχίας. Προϊόντος του χρόνου, αγοράστηκαν κι άλλα κτήματα και ο Ευαγγέλης και ο εξάδερφός του, Κωνσταντίνος, ως κάτοχοι μιας κολοσσιαίας πια περιουσίας, απέκτησαν και την ανάλογη κοινωνική εμβέλεια, η οποία τους καθιέρωσε ως ισχυρότατους παράγοντες και επιφανείς προσωπικότητες του Βουκουρεστίου και της ευρύτερης περιοχής.
Η συμμετοχή και η συμβολή του στον Απελευθερωτικό Αγώνα αντικατοπτρίζονται στην αγωνία ενός αποσπάσματος δικής του αφήγησης: «Από το έτος 1821 ως και το 1830 εδούλευσα πιστότατα την πατρίδα μου στρατιωτικώς, πάντα υπό την οδηγία του μακαρίτου Μάρκου Μπότσαρη σε όλους τους πολέμους του Σουλίου. Μετέπειτα, επέρασα εις τα Σάλωνα υπό τις οδηγίες του Πανουργιά. Εις όλους τους πολέμους της Ανατολικής Ελλάδος, Βασιλικών, Θερμοπυλών, Γραβιάς κ.α. υπό την οδηγίαν του αθανάτου αρχηκαπετάνιου Κίτσου Τζαβέλλα, ως ο επικεφαλής όλων των Βλαχοχωρίων του Σαλώνου, με βαθμό Ταξιάρχου και ως επικεφαλής των στρατιωτών μου και των στρατιωτών του Πανουργιά. Και διαλύσαν αυτού του πολέμου απέρασα εις την Πελλοπόνησον. Η δε σεβαστή μου, γηραιά μήτηρ, δια προσταγής του Κιουταχή Βεζύρη, στα 1825, αρπάχθη από την οικία μου και εφέρθη σιδηροδέσμιος εις Ιωάννινα, όπου ερρίφθη εις υπόγειον φυλακήν του εκεί νησίου δύο χρόνους, τα δε της οικίας μου σκεύη έγιναν λάφυρα του απεσταλμένου του Κιουταχή ονόματι Καλιμπέη Καστρινού, επί τη ελπίδι του να έβγω εγώ να προσκυνήσω όστις κατεφρόνησα όλα και μητέρα και οικίαν και εφύλαξα ακλόνητον τον ιερόν της επαναστάσεως όρκον μου, και τον οποίο θέλω τον φυλλάτη υπέρ της πατρίδος μέχρις εσχάτης μου πνοής». Ούτε ο τεράστιος πλούτος του, ούτε η υψηλή κοινωνική του θέση τον κατέστησαν επιλήσμονα, διότι οι Ζάππες «ούτε προς την ελεύθερον ούτε προς την δούλην αυτών πατρίδα, ούτε προς αυτόν τούτον τον τόπον, εν ώ εθησαύρισαν…».
ΜΕΡΟΣ Ε
Ο αθλητισμός, η ανάσυρση του Ολυμπιακού Ιδεώδους, το αρχαιοελληνικό δόγμα του υγιούς νου μέσα στο υγιές σώμα κρίθηκαν και ήταν το όχημα της εθνικής πολυεπίπεδης αντεπίθεσης, η “κραυγή” ότι η Ελλάδα επέστρεψε και μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για το Παλάτι να εξασφαλίσει πόρους. Από τις 9 Φεβρουαρίου του 1837 ο Όθωνας έχει ήδη εκδώσει το διάταγμα σύστασης της δωδεκαμελούς επιτροπής για την εμψύχωση της εθνικής βιομηχανίας, της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Έναν χρόνο αργότερα έγινε πρώτη προσπάθεια για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων από τον δήμο των Λετρίνων, γειτονικά της Ολυμπίας, παραμένει ωστόσο άγνωστο και ατεκμηρίωτο εάν πραγματικά τελέστηκαν.
Καταλυτικό ρόλο στην αλλαγή πλεύσης πολιτικής του Βασιλιά αποτέλεσε η αν μη τι άλλο γενναία οικονομική προσφορά του Ζάππα, κάμπτοντας έτσι τις όποιες αντιδράσεις και την αρχική αρνητική στάση του Όθωνα (την είχε χαρακτηρίσει παράδοξη και γελοία) σχετικά με την αναβίωση των Αγώνων.
Ο Ραγκαβής καλεί τον Ζάππα να μεταποιήσει την πρότασή του, να την εντάξει σε ένα ευρύτερο “βιομηχανικό” πλαίσιο, κάνοντας λόγο ότι «σήμερα, τα έθνη δεν διακρίνονται έχοντας τους καλύτερους αθλητές και δρομείς, αλλά από τους πρωτοπόρους της βιομηχανίας και της γεωργίας». Η αντιπρόταση του Ραγκαβή ολοκληρωνόταν με την εισήγηση να διοργανωθούν Βιομηχανικοί Αγώνες που επρόκειτο να ονομαστούν «Ολύμπια» και θα τελούντο κάθε τέσσερα χρόνια. Κατά τους Αγώνες αυτούς θα βραβεύονταν και θα αναδεικνύονταν παντός είδους διανοητικά, βιομηχανικά, υλικά και αθλητικά επιτεύγματα της Ελλάδας, με παράλληλη έκθεση ελληνικών προϊόντων, διάρκειας ενός μήνα. Την πρώτη εβδομάδα θα προβάλλοντο τα έργα της βιομηχανίας, τη δεύτερη της γεωργίας, την τρίτη της κτηνοτροφίας και την τέταρτη τα καλλιτεχνικά έργα. Κατά τη διάρκεια των εβδομάδων αυτών, τις Κυριακές θα διεξάγοντο και οι αγώνες που είχε προτείνει ο Ζάππας.
Ο Ευαγγέλης αποδέχτηκε τις προτάσεις του Ραγκαβή, ήταν διατεθειμένος να χρηματοδοτήσει τους αγώνες, την ανέγερση του οικοδομήματος που επρόκειτο να στεγάσει την Έκθεση, την ανακατασκευή του Παναθηναϊκού Σταδίου και το συνοδό έργο της γέφυρας του Ιλισσού προς το στάδιο. Η δαπάνη για όλα αυτά τα έργα ξεπερνούσε τα 1.2 εκατ. δραχμές και, όταν ο Ζάππας ολοκλήρωσε τη δωρεά, στις 19 Αυγούστου του 1858 εκδόθηκε το διάταγμα για την ίδρυση των Ολυμπίων.
Η πρώτη προσπάθεια αναβίωσης των Αγώνων έλαβε χώρα στις 15 Νοεμβρίου του 1859, ημερομηνία ορόσημο στη νεότερη ιστορία. Δεδομένου ότι οι εργασίες αναστήλωσης του Καλλιμάρμαρου είχαν καθυστερήσει, οι Αγώνες διεξήχθησαν στην πλατεία Λουδοβίκου (πλατεία Ομονοίας σήμερα), λαμβάνοντας καθαρά εθνικό χαρακτήρα, με συμμετοχές αθλητών που ήταν είτε Έλληνες υπήκοοι είτε Έλληνες της διασποράς, διάφορων κοινωνικών τάξεων. συμμετείχαν αγρότες, εργάτες, κρατικοί υπάλληλοι, στην πλειοψηφία τους νέοι άνθρωποι.
Μετά το πέρας των αγωνιστικών και μη εκδηλώσεων, ανακοινώθηκαν και οι νικητές:
- Στάδιο Βουποδών (δρόμος 192μ.): Δ. Αθανασίου εξ Ασπροποτάμου
- Δίαυλος (δρόμος 284μ.): Γ. Αρσένης εκ Τριπόλεως
- Δόλιχος (δρόμος 1.354μ.): Πέτρος Βελισάριος εκ Σμύρνης
- Δισκοβολία εις ύψος: 1ος Κ. Χρήστου εξ Άργους, 2ος Κ. Βασιλάκης εξ Αθηνών
- Ακοντισμός: 1ος Κ. Χρήστου εξ Άργους, 2ος Ν. Μπακόπουλος εκ Σερρών
- Ακοντισμός ευθυβολίας: 1ος Κ. Χρήστου εξ Άργους, 2ος Ηλίας Κύπριος (στρατιώτης)
- Άλμα απλό: Δ. Καραθανάσης
- Άλμα υπέρ τα εσκαμμένα: 1ος Μπενούκας εκ Σουλίου, 2ος Χ. Κεκκούκης εξ Ελευσίνος.
Μέσα από την ίδια τη διοργάνωση έγινε αντιληπτό ότι η αρχική τάση για την απόδοση μεγαλύτερης σημασίας στις εκθέσεις των προϊόντων υποχωρούσε, ενώ καλλιεργούντο και κινούσαν το ενδιαφέρον οι άλλες παράμετροι, εκείνες των πολιτιστικών και αθλητικών δραστηριοτήτων. Επί της ουσίας, η μοναδική “Ζάππεια” Ολυμπιάδα που διεξήχθη με τον εμπνευστή και χρηματοδότη της εν ζωή ήταν η μοναδική δίχως υπεραυξημένο αθλητικό ενδιαφέρον.
Ο Ευαγγέλης, συντάσσοντας τη διαθήκη του τον Νοέμβριο του 1860, έναν μόλις χρόνο μετά τα Α’ Ολύμπια και πέντε πριν τον θάνατό του, ανέδειξε την πραγματιστική πλευρά του οράματός του και κατέδειξε ότι όχι μόνο είχε κατανοήσει την αναγκαιότητα των εμποροβιομηχανικών εκθέσεων αλλά και επιζητούσε τη μέγιστη δυνατή μέριμνα για την προστασία και την αναβάθμισή τους. Άκληρος και μοναχικός, ιδιότροπος αλλά νουνεχής, ο Ζάππας είχε πλήρη συναίσθηση του μεγέθους της πράξης του. ∆ιορατικός, έμπειρος, οικονομικά ανεξάρτητος, οξύνους και φιλόπατρις, γνώριζε εκ των προτέρων την εμβέλεια του θεσμού που καθιέρωνε με τη χορηγία του. Εξ αυτού του λόγου, στη διαθήκη του φρόντισε να τονίσει ότι όχι μόνον οι συγγενείς του αλλά και «πας Έλλην, χωρίς εξαίρεσιν, έχει το δικαίωμα να επαγρυπνήση εις την εκτέλεσιν των διατάξεων της παρούσης διαθήκης». Ο Ευαγγέλης μερίμνησε για τη διεξαγωγή των Ολυμπίων διαθέτοντας μετοχές της Ατμοπλοϊκής Εταιρείας στην επιτροπή Ολυμπίων ή Κληροδοτημάτων και 1.500 φιορίνια ετησίως. Σε πολλές εφημερίδες της εποχής δημοσιεύθηκε, είτε σε περίληψη είτε ολόκληρη, η διαθήκη του, συγκινώντας μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού. Όπως έγραψε και ο Ευθυμίου στον «Αποχαιρετισμό του Θείου Έλληνος» στις 24 Ιουνίου του 1865, «οι συγγραφείς σε εγκωμιάζουσι, η νεολαία σε θαυμάζει, το ορφανοτροφείον σε δοξάζει, και η Ελλάς άπασα προστάτην σε κηρύττει».
Η Ελλάδα ευγνωμονούσα, η Ελλάδα που είχε εξαναγκάσει τον Όθωνα να εγκαταλείψει τον θρόνο του στην κορυφαία στιγμή της αντιμοναρχικής εκστρατείας με επικεφαλής το ίνδαλμα των νέων, Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, και με την επικείμενη Ναυπλιακή Επανάσταση και τη σύσταση της προσωρινής Κυβέρνησης υπό τους Βούλγαρη, Κανάρη και Ρούφο. Εκείνη η Ελλάδα των διαρκών κοινωνικοπολιτικών αναβρασμών διερωτάται διά του καθηγητή Χρήστου «τι είναι εκείνο το οποίον οδηγεί ανθρώπους, ως ο Ευαγγέλης Ζάππας, εις το να αφιερώνονται εις τόσον υψηλούς σκοπούς και να υφίστανται τόσας θυσίας υπέρ των κοινών». Τον άνθρωπο οδηγεί το ήθος, «το οποίον απέκτων διά της περιωρισμένης εις χρόνον αλλά εντατικής μορφώσεώς των εις την οικίαν, εις το σχολείον και εις τον ναόν, και το οποίον συχνάκις εσφυρηλατείτο εντονώτερον εις απελευθερωτικούς αγώνας», τα πρότυπα, η πεποίθηση ότι «ο πλούτος δεν είναι περιουσία ατομική ανεξέλεγκτος, αλλά δώρον του Θεού αποβλέπον εις τη θεραπείαν κοινωνικών αναγκών διότι ο κατέχων τον πλούτον είναι διαχειριστής του Θεού».
Εάν λοιπόν τα Ολύμπια του 1859 είχαν άλλον χαρακτήρα και έγειραν προς την οικονομική ανάπτυξη, η δεύτερη διοργάνωση έδωσε το σύνθημα για την ανάπτυξη της εκπαίδευσης. Μια δεκαετία μετά τα Α’ Ολύμπια, με τον Γεώργιο Α’, δευτερότοκο γιο του Βασιλιά της Δανίας, ήδη για μια εξαετία στον θρόνο, τον Ιούλιο του 1869 ανακοινώθηκε επίσημα η διοργάνωση των δεύτερων Ολυμπίων. Σημειολογικά, την ίδια χρονιά ιδρύεται ο Κερκυραϊκός Σύλλογος Ριπής, το πρώτο αθλητικό σωματείο στην ιστορία της χώρας, ενώ έναν χρόνο πριν ο 23χρονος πτυχιούχος φυσικομαθηματικός, μαθητής του Γιώργη Παγώντα και του Ιουλίου Ένιγκ στο Δημόσιο Γυμναστήριο, ο Ιωάννης Ορφάνογλου, κατά κόσμον Φωκιανός, διορίζεται με υπουργική απόφαση «διδάσκαλος της γυμναστικής» στο Γυμναστήριο Αθηνών. Αυτός ο άνθρωπος επρόκειτο να ανακηρυχθεί στον κορυφαίο Έλληνα γυμναστή του 19ου αιώνα.
Ο αθλητισμός και η γυμναστική δεν είναι πια υπόθεση ολίγων, αναμένοντας τα Ολύμπια, η αρμόδια συσταθείσα επιτροπή φρόντισε να σχεδιάσει μια άψογη διοργάνωση. Η Επιτροπή, τιμώντας τη βούληση και την μνήμη του ευπατρίδη Ζάππα, κάλυψε όλα τα έξοδα των αθλητών που επρόκειτο να συμμετάσχουν και ήδη προπονούντο επί τρεις μήνες στο ανακαινισμένο Παναθηναϊκό Στάδιο, χωρητικότητας πλέον 30.000 θεατών.
Στη διοργάνωση των Β’ Ολυμπίων του 1870 όλα ήταν οργανωμένα στην εντέλεια, οι 31 συνολικά συμμετέχοντες αθλητές έφεραν ειδικές ομοιόχρωμες ενδυμασίες, “αθλητικά” σανδάλια και επρόκειτο να καταπλήξουν τα πλήθη. Λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών, αντί της επίσημης έναρξης της 1ης Νοεμβρίου, οι Αγώνες εκκίνησαν στις 15 του μηνός, παρουσία 25.000 θεατών, και παράλληλα ξεκίνησαν και οι διαγωνισμοί εικαστικών τεχνών. Η Αθήνα γιόρταζε.
Για πρώτη φορά οι νικητές κέρδισαν και σεβαστά χρηματικά έπαθλα και οι τρεις πρώτοι κάθε αγωνίσματος τιμήθηκαν και με την απονομή κλάδου ελιάς, ενόσω ειδική ορχήστρα παιάνιζε τον Ολυμπιακό ύμνο που είχε γραφεί ειδικά για τον σκοπό. Κριτές ήταν κυρίως καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’ απένειμε τα μετάλλια, ο Τύπος της εποχής αφιέρωσε διθυράμβους και αμέτρητα εγκωμιαστικά σχόλια για τη διοργάνωση.
Μεγάλοι νικητές ανακηρύχθηκαν:
- Δίαυλος (δρόμος 384μ.): 1ος Ε. Σκορδαράς εξ Αθηνών, 2ος Γ. Ξυδέας εξ Αθηνών, 3ος Χατζηαναστάσης εκ Κρήτης
- Άλμα εις τριπλούν: 1ος Γ. Τσαντήλας εξ Ελευσίνος, 2ος Π. Σκουπόπουλος εκ Καρύστου, 3ος Δ. Πανταζίδης εκ Θεσσαλονίκης
- Άλμα απλούν υπέρ τα εσκαμμένα: 1ος Γ. Τσαντήλας εξ Ελευσίνος, 2ος Δ. Πανταζίδης εκ Θεσσαλονίκης, 3ος Ε. Σκορδαράς εξ Αθηνών
- Δισκοβολία: 1ος Σωτήριος Ιωάννου εκ Καλλιπόλεως, 2ος Π. Ντούρος εκ Μεσσηνίας, 3ος Ιωάννης Ψύχας εκ Κύμης
- Ακοντισμός επί σκοπόν: 1ος Σωτήριος Ιωάννου εκ Καλλιπόλεως, 2ος Π. Ντούρος εκ Μεσσηνίας, 3ος Ιωάννης Ψύχας εκ Κύμης
- Άλμα επί κοντώ: 1ος Κ. Καρδαμυλάκης εκ Κρήτης, 2ος Γ. Γαλίφος εκ Σίφνου, 3ος Δ. Κασσανδρής εκ Κεφαλληνίας
- Αναρρίχησης επί ιστόν: 1ος Θεοφάνης Τρούγκας εξ Αθηνών, 2ος Π. Καναρέλης εξ Άνδρου, 3ος Θ. Παπαγεωργίου εκ Γορτυνίας
- Πάλη μεθ’ αλινδύσεως: 1ος Κ. Καρδαμυλάκης εκ Κρήτης, 2ος Κόκκας εξ Αθηνών, 3ος Δ. Λυπητεράκης εξ Αθηνών
- Αναρρίχησης επί κάλω: 1ος Γ. Ακεστορίδης εκ Κωνσταντινουπόλεως, 2ος Ι. Βενετσανόπουλος εκ Κωνσταντινουπόλεως, 3ος Κ. Ντεφιζής εξ Άργους
- Διελκυστίνδα: 1ος Ιωάννης Ψύχας εκ Κύμης, 2ος Κ. Καρδαμυλάκης εκ Κρήτης, 3ος Δ. Λυπητεράκης εξ Αθηνών.
Τα επινίκια και η γιορτή στην Αθήνα υπήρξαν παροιμιώδη, το εντυπωσιακό ήταν η ευπρέπεια, το κάλλος, η επισημότητα και η αίσθηση του γεγονότος ότι γραφόταν η ιστορία.
Επί της ουσίας, η σπίθα που έβαλαν ο Σούτσος, ο Ραγκαβής και ο Ζάππας είχε γίνει φωτιά. Η Ελλάδα είχε αγκαλιάσει τον αθλητισμό, απέμεναν μονάχα οι σύγχρονοι εκφραστές του, οι συνεχιστές του οράματος, οι επιστήμονες που επρόκειτο να τον οδηγήσουν στο επόμενο επίπεδο, μιας και το στοίχημα της μετατροπής του σε κοινωνικό φαινόμενο είχε ήδη κερδηθεί.