Ήρωες

Ήρωες
Για δύο αιώνες ο αθλητισμός υπηρετήθηκε πιστά και με συνέπεια από ανθρώπους που βοήθησαν να αυξηθεί σημαντικά το αθλητικό και όχι μόνο κύρος της χώρας. Αυτοί οι άνθρωποι είναι και παραμένουν οι φωτεινοί πυλώνες και για τους επόμενους. Αυτοί οι άνθρωποι είναι οι αθλητές.
9
Κεφάλαιο

ΜΕΡΟΣ Α

Ο αθλητισμός παραπέμπει ευθέως στη δημιουργική και επωφελή αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, διαπλάθει σώματα και χαρακτήρες, συμβάλλει θετικά στην υγεία, την αρμονική συμβίωση, τη συνεργασία, την αλληλεγγύη, τη γενικότερη παιδεία. Η κοινωνική του επιρροή τον ανήγαγε σε ζήτημα συνταγματικής περιωπής, ειδικότερα μετά τη Μεταπολίτευση, περίοδο κατά την οποία οι επιτυχίες πλήθυναν, και, καθότι η μετάδοση της πληροφορίας το επέτρεψε, ο αθλητισμός έγινε μια φωτεινή πηγή εθνικής υπερηφάνειας, ένας ανεξάντλητος πόλος έλξης, κυρίως για τους νέους ανθρώπους. Ολοένα και περισσότεροι Έλληνες αγκάλιασαν τα ιδεώδη και τα ιδανικά του, δεν υπήρξαν μονάχα τα νοσηρά φαινόμενα της βίας, της διαφθοράς, της διάβρωσης. Ποτέ δεν ήταν μονοσήμαντος ο αθλητισμός, ποτέ δεν εξαντλείτο στον εσμό των αθλίων.

Για δύο αιώνες ο αθλητισμός υπηρετήθηκε πιστά και με συνέπεια από ανθρώπους που βοήθησαν να αυξηθεί σημαντικά το αθλητικό κύρος της χώρας, πολλές φορές ακούσια συνέβαλαν τα μέγιστα προκειμένου να συντελεστούν σημαντικές αλλαγές και στα υπόλοιπα πεδία της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής στην ιστορία της Ελλάδας. Αυτοί οι άνθρωποι είναι οι πρωτεργάτες της σταδιακής εγκαθίδρυσης διαδικασιών αθλητικού σχεδιασμού, αυτοί οι άνθρωποι κατοχύρωσαν την αυτοτέλεια των φορέων αθλητισμού, αυτοί οι άνθρωποι κατέστησαν σαφή τον διαχωρισμό της “απλής” ερασιτεχνικής ενασχόλησης με την επαγγελματική δραστηριότητα στους τομείς του αθλητικού θεάματος υψηλού επιπέδου. Αυτοί οι άνθρωποι είναι και παραμένουν οι φωτεινοί πυλώνες και για τους επόμενους. Και αυτοί οι άνθρωποι είναι οι αθλητές.

Όχι μόνο εκείνοι που έφεραν μετάλλια, όχι μόνο εκείνοι που κατέρριψαν ρεκόρ, έτρεξαν ή κολύμπησαν πιο γρήγορα, έβαλαν το γκολ ή το καλάθι, κέρδισαν τον πόντο ή τους βαθμούς. Υπήρξαν και υπάρχουν άνθρωποι που έγιναν φάρος για τους επόμενους, έκαναν χιλιάδες παιδιά να ονειρεύονται, έδωσαν σε όλους το δικαίωμα στην ελπίδα. Δεν υπάρχει πιο δημοκρατικός τομέας στη ζωή μας, ο αθλητισμός είναι το πιο ελεύθερο δικαίωμα του πολίτη, απευθύνεται άκριτα σε όλους και, όταν υπάρχουν οι βάσεις, το ταλέντο και τα εχέγγυα και γίνεται πρωταθλητισμός, τότε δημιουργεί ήρωες. Πραγματικούς, απτούς, από εκείνους που κοπίασαν για να φτάσουν στο ύψιστο σημείο αναγνώρισης, από εκείνους που έγιναν πρωταγωνιστές στα όνειρα εκατοντάδων χιλιάδων νεαρών Ελληνίδων και Ελλήνων.

Στους Πρωταθλητές, στους Ολυμπιονίκες οφείλονται κάποιες από τις ωραιότερες στιγμές της ζωής μας, αυτό το δυσεξήγητο συναίσθημα της συμμετοχής στη δόξα. Επιτεύγματα και κατορθώματα που ταξιδεύουν από γενιά σε γενιά, οι συγκλονιστικές ιστορίες του Λούη, του Τσικλητήρα, του Τόφαλου, του Παπανικολάου, του Κυριακίδη, του Δομάζου, του Μηγιάκη, του Γκάλη, του Χολίδη, του Μαυρωτά, του Κακλαμανάκη, του Ζαγοράκη, της Μπεκατώρου, της Μάλτση, της Μπακογιάννη, της Πατουλίδου, της Κελεσίδου, της Στεφανίδη, της Κορακάκη, οι εναλλαγές των εντυπώσεων και των βιωμάτων στη σύγχρονη εποχή δεν αφήνουν χρόνο για την επεξεργασία σε βάθος των στιγμών συγκίνησης και ενθουσιασμού. Η εποχή μας είναι επιδερμική, η ταχύτητα συμπαρασύρει τα πάντα. Οι νίκες των ηρώων μας όμως μας χάρισαν ανεπανάληπτες στιγμές με βαθύ νόημα και σημασία. Τα σπίτια, τα μπαλκόνια, οι δρόμοι, τα γήπεδα γέμισαν με Ελληνικές σημαίες. Αυθόρμητα ξεσπάσματα, πηγαία, γεμάτα συγκίνηση. Όποια ερμηνεία και να προσδοθεί σε αυτές τις εκδηλώσεις,  γεγονός είναι ότι με αφορμή αυτά τα επιτεύγματα όλοι οι Έλληνες ομονοήσαμε, αισθανθήκαμε υπερήφανοι για τον τόπο μας, είχαμε την ευκαιρία να αναλογιστούμε τι προσέφερε η Ελλάδα στην ανθρωπότητα, την τέχνη, τη φιλοσοφική σκέψη, τον αθλητισμό. Το πιο σπουδαίο είναι ότι αυτό δεν ήταν ποτέ προϊόν μιας ριζωμένης συνήθειας ή υποχρεωτικού εξαναγκασμού αλλά βίωμα και αντανακλαστικό μιας εσωτερικής ανάγκης για προσωπική συμμετοχή.

ΜΕΡΟΣ Β

Το 1896 στην Αθήνα: Από τότε, όταν ο πρωτεργάτης κάθε αξιοσημείωτης αθλητικής δραστηριότητας στην πατρίδα μας, Ιωάννης Φωκιανός, μπήκε περήφανος πρώτος στο Καλλιμάρμαρο ως άτυπος επικεφαλής της ελληνικής αποστολής, οι Έλληνες Πρωταθλητές έγιναν σημεία αναφοράς στην ιστορία της χώρας. Τα 47 μετάλλια των Αγώνων της αναβίωσης του θεσμού εξακολουθούν να παραμένουν τα περισσότερα, η δεύτερη θέση στην κατάταξη των μεταλλίων παραμένει (και πιθανότατα θα παραμείνει για πολύ καιρό) η καλύτερη θέση της Ελλάδας. 169 αθλητές, 10 Χρυσά, 18 Ασημένια και 19 Χάλκινα μετάλλια.

Τα Χρυσά μετάλλια:

  • Ο σπουδαίος οπλοδιδάσκαλος, Λεωνίδας Πύργος, γεννημένος το 1871 στην ομηρική «τερπνή χώρα», τη Μαντίνεια της Αρκαδίας, είναι ο αθλητής που κατέκτησε το πρώτο Χρυσό μετάλλιο στην ιστορία της Ελλάδας. Παρά το ευγενές του αθλήματος, τον σήκωσαν στα χέρια, τον περιέφεραν στους δρόμους της Αθήνας, έγινε ο πιο ξακουστός και σεβάσμιος εκπαιδευτής ξίφους, έγραψε εγχειρίδια, πάνω απ’ όλα έγραψε ιστορία.
  • Το δεύτερο Χρυσό το κατέκτησε ο Παντελής Καρασεβδάς (1887-1946) από τον Αστακό Αιτωλοακαρνανίας, μια κορυφαία πολυσχιδής προσωπικότητα, με προσφορά στον αθλητισμό, την πολιτική και τον στρατό. Σημαντικό στέλεχος του κόμματος των Φιλελευθέρων, Πρόεδρος του Παναθηναϊκού Αθλητικού Ομίλου και του Πανελληνίου και με τεράστια στρατιωτική συνεισφορά στους εθνικούς αγώνες, ο Καρασεβδάς ως αθλητής του Παναχαϊκού Γυμναστικού Συλλόγου κατέκτησε το Χρυσό μετάλλιο στην σκοποβολή με τυφέκιο 200 μέτρων, συγκεντρώνοντας 2.350 βαθμούς. Νομικός και πολιτικός επιστήμων με σπουδές στην Αθήνα και το Παρίσι, ακραιφνής Αντιβασιλικός Βουλευτής από το 1910 και στα στερνά του μέλος του ΕΑΜ και της Βουλής των Κορυσχάδων της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ). Ο Καρασεβδάς είναι ο άνθρωπος που κατά τη Δ΄ Εθνοσυνέλευση (1924-1925) προώθησε το ζήτημα της Περιβόλας από τον Δήμο Αθηναίων στον Παναθηναϊκό και για τη συμβολή του εξελέγη τιμητικά Πρόεδρος του Ομίλου.
  • Ο φοιτητής ιατρικής, Ιωάννης Γεωργιάδης (1876-1960), κατέκτησε το Χρυσό μετάλλιο στο ατομικό σπάθης Ανδρών, τη λεγόμενη «σπαθασκία φιλάθλων» εκείνη την εποχή. Αθλητής της Γυμναστικής Εταιρείας Πατρών και της Αθηναϊκής Λέσχης, αργότερα έγινε καθηγητής Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, εξέδωσε βιβλία Ιατρικής, επιστημονικά συγγράμματα και ίδρυσε το Ανθρωπομετρικό Τμήμα της Αστυνομίας (1909) και το Νεκροτομείο Αθηνών (1912). Πραγματικά σπουδαίος αθλητής («το ξίφος του παρέμεινε για 10 χρόνια αήττητο», είχε πει ο Χρυσάφης), συμμετείχε και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1900 και του 1924 στο Παρίσι καθώς και στη Μεσολυμπιάδα του 1906 στην Αθήνα. Είναι ο ιδρυτής του Εγκληματολογικού Μουσείου Αθηνών (1932-33) συγκεντρώνοντας επιμελώς, μεθοδικά και ακαταπόνητα πειστήρια εγκληματικών πράξεων, αντικείμενα και συλλογές ιατροδικαστικού και τοξικολογικού ενδιαφέροντος.
  • Ο Ιωάννης Μαλοκίνης (1880-1942) από τις Σπέτσες υπηρετούσε στο θωρηκτό «Ύδρα» κατά την περίοδο τέλεσης των Αγώνων. Κατέκτησε το Χρυσό μετάλλιο στα 100 μέτρα ελεύθερο, αγώνισμα με συμμετοχή μόνο Ελλήνων ναυτών ανοιχτά του λιμανιού της Ζέας.
  • Ο γεννηθείς στη Ζαχλωρού Αχαΐας το 1874, Ιωάννης Μητρόπουλος, κατέκτησε το Χρυσό μετάλλιο στους κρίκους και το χάλκινο στο δίζυγο. Μέλος του Εθνικού Γυμναστικού Συλλόγου, μαθητής του Ιωάννη Χρυσάφη και πιονιέρος της Ρυθμικής Γυμναστικής στην Ελλάδα.
  • Ο Χρυσός Ολυμπιονίκης στην αναρρίχηση επί κάλω, Νικόλαος Ανδριακόπουλος, αθλητής του Παναχαϊκού Συλλόγου, ήταν νομικός και συμβολαιογράφος. Γεννημένος στην Πάτρα το 1874, όταν επέστρεψε από τους Αγώνες της Αθήνας, έτυχε πρωτοφανούς υποδοχής και τιμήθηκε με τοπικά μετάλλια και επαίνους. Αφοσιωμένος στην επιστήμη του, το 1906 εξέδωσε την «Πραγματεία Περί Γάμου», ενώ παράλληλα εξακολούθησε να ασχολείται με τον αθλητισμό και δραστηριοποιήθηκε διοικητικά στα σωματεία της Πάτρας.
  • Ο πρώτος Ελληνοκύπριος Ολυμπιονίκης είναι ο Ιωάννης Φραγκούδης (1863-1916), Αξιωματικός Πυροβολικού και σπουδαίος οπλοδιδάσκαλος. Δεινός ξιφομάχος, στους Αγώνες του 1896 ωστόσο κατέκτησε ένα Χρυσό μετάλλιο στο περίστροφο 25 μέτρων ταχείας βολής, ένα Αργυρό μετάλλιο στο πολεμικό όπλο 300 μέτρων και ένα Χάλκινο στο ελεύθερο πιστόλι. Έως τους Αγώνες του Λονδίνου το 2012 και την κατάκτηση του μεταλλίου στην ιστιοπλοΐα από τον Παύλο Κοντίδη, ο γεννηθείς στη Λεμεσό Υπασπιστής του Βασιλιά Γεωργίου Α’, Φραγκούδης, ήταν ο μοναδικός Κύπριος που είχε κατακτήσει Ολυμπιακό μετάλλιο. Είναι ο άνθρωπος που συνέλαβε τον δολοφόνο του Βασιλιά, Αλέξανδρο Σχινά, μετά τη δολοφονία του Γεωργίου, στις 5 Μαρτίου του 1913 στη Θεσσαλονίκη.
  • Ο Γεώργιος Ορφανίδης (1861-1942) είναι Χρυσός Ολυμπιονίκης στο αγώνισμα καραμπίνας σε τρεις στάσεις από 300 μέτρα, ενώ κατέκτησε και το Αργυρό μετάλλιο στο αγώνισμα βολής με πιστόλι 25 μέτρων. Γεννήθηκε στη Σμύρνη, νομικός από αστική οικογένεια, με μεγάλη αγάπη στα όπλα και το κυνήγι. Θεωρείται από τους πιονιέρους της σκοποβολής πανευρωπαϊκά, γι’ αυτό και διετέλεσε μέλος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής για εννέα συναπτά έτη, από το 1921 έως το 1930.
  • Ο Αριστείδης Κωνσταντινίδης, με καταγωγή από το Λευκόνοικο της επαρχίας Αμμοχώστου στην Κύπρο, κατέκτησε το Χρυσό μετάλλιο στον αγώνα ποδηλασίας δρόμου 87 χιλιομέτρων, ο οποίος διεξήχθη στην διαδρομή Αθήνα-Μαραθώνας-Φάληρο. Από τους πρωτοπόρους της ποδηλασίας στην Ελλάδα, πιθανολογείται ότι είναι ένας από τους ανθρώπους που πρωτοέφεραν το ποδήλατο στη χώρα. Ίδρυσε τον Ποδηλατικό Σύλλογο Αθηνών το 1891 και την Ποδηλατική Εταιρεία, αναδεικνύοντας το ποδήλατο σε κορυφαίο μέσο άσκησης και ψυχαγωγίας.
  • Το τελευταίο και ίσως το πιο εμβληματικό Χρυσό μετάλλιο ανήκει πιθανότατα στον πιο εμβληματικό Ολυμπιονίκη από αναβίωσης του θεσμού, τον Σπύρο Λούη. Γεννημένος στις 12 Ιανουαρίου του 1873 στο Μαρούσι, από φτωχή αγροτική οικογένεια, από παιδί βοηθούσε τον «νερουλά» πατέρα του να μεταφέρει νερό στις περιοχές της Αθήνας. Η ίδια η ιστορία του Λούη, η νίκη του στον Μαραθώνιο Δρόμο, η αμφισβήτησή της, οι παράλληλες ιστορίες και φήμες που τη συνοδεύουν αποτελούν επί της ουσίας το πρώτο κεφάλαιο της “Παλαιάς Διαθήκης” του σύγχρονου αθλητισμού. Για τα μάτια και την αγκάλη της Ελένης Κόντου, θετής κόρης της πλούσιας, δύστροπης και εκκεντρικής Ασπασίας Τερζοπούλου, λέει ο μύθος ότι έτρεξε ο Λούης. Οι δάφνες του Ολυμπιονίκη θα συγκινούσαν την αρχόντισσα και θα έδινε τη συγκατάθεσή της γι’ αυτή την αδύνατη σχέση του φτωχού κι αγράμματου Σπύρου με την αριστοκράτισσα. Ο Λούης δεν προκρίθηκε από τον άτυπο προκριματικό, με πρόφαση την κακοκαιρία και την καταρρακτώδη βροχή έπεισε τους διοργανωτές ο Διοικητής του Σπύρου στον στρατό, ο Ταγματάρχης Γιώργος Παπαδιαμαντόπουλος, να επιτρέψουν τη συμμετοχή του Λούη στον Τελικό. Από τους Αμπελόκηπους στο Σύνταγμα τον έστελνε για θελήματα ο Παπαδιαμαντόπουλος κι ο Σπύρος επέστρεφε σε 20 λεπτά. Οι διοργανωτές πείστηκαν, άλλωστε ο Λούης δεν ήταν αθλητής, δεν ανήκε σε σύλλογο, δεν είχε προπονηθεί ποτέ. Σαράντα χιλιόμετρα έπρεπε να τρέξει, από τον Μαραθώνα στο Καλλιμάρμαρο, να νικήσει τον σπουδαίο Γάλλο δρομέα, Λερμιζιό, τον Αυστραλό Φλακ, τον “δικό μας” σπουδαίο μαραθωνοδρόμο, Χαρίλαο Βασιλάκο. Ο Γάλλος και ο Αυστραλός κατέρρευσαν από τη ζέστη και την καταπόνηση της απόστασης, ο Λούης συνέχισε. Ο Βασιλάκος δεν τον είδε ποτέ να προσπερνά, ο Σπύρος όμως μπήκε πρώτος στο στάδιο. Σε 2 ώρες 58 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα. Ξέφρενοι πανηγυρισμοί, πλήθος σε παροξυσμό. Ο Λούης έκανε τα τελευταία μέτρα με τον Διάδοχο Κωνσταντίνο στο πλάι του, του έταξαν λαγούς με πετραχήλια, ζήτησε μονάχα ένα γαϊδουράκι για τα κοφίνια με το νερό και την Ελένη “του”. Την παντρεύτηκε την Ελένη, τη δική του “ωραία Ελένη”, αλλά η ζωή του ποτέ δεν άλλαξε ρότα. Παρέμεινε στην αφάνεια, απασχόλησε ξανά την κοινή γνώμη πολλά χρόνια αργότερα, το 1926, όταν κατηγορήθηκε (και καταδικάστηκε) για πλαστογράφηση των στρατιωτικών του εγγράφων κι έμεινε έγκλειστος για 13 μήνες στη φυλακή. Σάλος, κοινωνική κατακραυγή, καθημερινό θέμα στον Τύπο, μέχρι που η αντάρα καταλάγιασε. Οι Έλληνες ξανάκουσαν για εκείνον τον Αύγουστο του 1936, όταν παρευρέθηκε ως τιμώμενο πρόσωπο στους Αγώνες του Βερολίνου. Φόρεσε τη φουστανέλα του, έγινε δεκτός με τιμές από τον «Κρατικό Οδηγητή των Σπορ» («Reichssportführer»), Χανς Φον Τσάμμερ-Όστεν, προσέφερε στον Αδόλφο Χίτλερ έναν κότινο, υπέγραψε αυτόγραφα. Εκείνος που δεν είχε τελειώσει ούτε το Δημοτικό. Έσβησε, λίγο πριν εισβάλλουν οι Ιταλοί στην Ελλάδα, 26 Μαρτίου του 1940. Δεκάδες λέσχες στην Ελλάδα και το εξωτερικό φέρουν το όνομά του. στο Olympia Eishalle του Μονάχου το «Spiridon-Louis-Ring» στέκει από το 1971 και οι Γερμανοί μαθαίνουν την ιστορία του. Δεν έχει σημασία ποια εκδοχή ούτε αν την εμπλουτίζουν με κακεντρέχεια. Ο μύθος του Σπύρου Λούη συνοδεύει τον Ολυμπισμό, τον αθλητισμό ολόκληρο από εκείνο το απόγευμα στο Καλλιμάρμαρο. Το Ολυμπιακό Αθλητικό Κέντρο των Αθηνών πήρε το όνομά του. Από το 1978, όταν και ξεκίνησε η κατασκευή του, μέχρι το 1982, όταν και περατώθηκε, χιλιάδες παιδιά έμαθαν την ύπαρξή του, την ιστορία του, τις μυθικές διαστάσεις της επιτυχίας του. Ο Σπύρος Λούης είναι ο πρώτος πραγματικός Παγκόσμιος Ολυμπιονίκης, ο πρώτος άνθρωπος επάνω στον οποίο οικοδομήθηκε η παγίωση της ιδέας της αναβίωσης των Αγώνων. Ο Σπύρος Λούης είναι ο “Φειδιππίδης” του σύγχρονου αθλητισμού.

ΜΕΡΟΣ Γ

blank

Τα Αργυρά μετάλλια:

    • Ο απόγονος του Οπλαρχηγού Δημήτριου Πλαπούτα, Παναγιώτης Παρασκευόπουλος (Γορτυνία 1875-Καρουσάδες Κέρκυρας 1956), ήταν σπουδαίος Έλληνας ιατρός με σπουδές στην Αθήνα και το ινστιτούτο Παστέρ του Παρισιού, ο οποίος διέπρεψε ως επιδημιολόγος-μικροβιολόγος την πολύ δύσκολη περίοδο της ελονοσίας. Στους Αγώνες του 1896 κατέκτησε το Ασημένιο μετάλλιο στη δισκοβολία ως αθλητής του ΑΟ Αθηνών, παρά το γεγονός ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος της αθλητικής του καριέρας ήταν αθλητής του Εθνικού. Δισκοβόλος, σφαιροβόλος, ποδηλάτης, ο Παρασκευόπουλος συμμετείχε και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού το 1900 και ήταν ο μοναδικός αθλητής μας που άγγιξε ένα μετάλλιο, τερματίζοντας τέταρτος στον Τελικό της δισκοβολίας. Την περίοδο των σπουδών του στη Γαλλία, ήταν μέλος της Ρασίνγκ Κλουμπ με το προσωνύμιο «Paraskè» και κατέκτησε δυο Χρυσά μετάλλια στο Γαλλικό Πρωτάθλημα στίβου στις ρίψεις σφαίρας και δίσκου, με αποτέλεσμα να γίνει μέχρι και εξώφυλλο στο αθλητικό περιοδικό «La Vie au grand air», στην έκδοση της 11ης Μαΐου του 1906. Υπήρξε μεταξύ άλλων δρομέας ταχύτητας, λιθοβόλος, άλτης του μήκους, ένας πολυπράγμων πρώιμος «δεκαθλητής» τον καιρό οπότε δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμη το αγώνισμα.
    • Ο Ζακυνθινός Μιλτιάδης Γκούσκος (ή Γούσκος) (1877-1903) είναι Αργυρός Ολυμπιονίκης στη σφαιροβολία και υπήρξε Έφεδρος Αξιωματικός του Πυροβολικού και αθλητής του Πανελληνίου. Εκτός από τις ρίψεις, ασχολήθηκε ενεργά και με την πάλη, συμμετέχοντας στα Τήνια και τα Πανελλήνια Πρωταθλήματα που διεξήχθησαν μετά τους Αγώνες του 1896. Απεβίωσε πολύ νέος, σε ηλικία 26 ετών, μετά από δάγκωμα κόμπρας στην Ινδία, όπου εργαζόταν ως σωματοφύλακας της Λαίδης Λω και στον ξακουστό Όμιλο «Ράλλη», έναν εμπορικό κολοσσό της ομώνυμης οικογένειας από τη Χίο, με υποκαταστήματα στην Ευρώπη (από το Λονδίνο μέχρι τη Μασσαλία) και τον υπόλοιπο κόσμο (Περσία, Ινδία, Ρωσία/ΕΣΣΔ και ΗΠΑ).
    • Ο Γεώργιος Κωλέττης είναι Αργυρός Ολυμπιονίκης στην ποδηλασία το 1896, στην κούρσα των 100 χιλιομέτρων που πραγματοποιήθηκε στο ποδηλατοδρόμιο του Φαλήρου. Μετά από αδυσώπητη μάχη με τον Γάλλο Πρωταθλητή, Λεόν Φλαμένγκ, ο Κωλέττης ήταν ο μοναδικός συναθλητής που άντεξε τον εξαντλητικό αγώνα και τερμάτισε δεύτερος, ενώ όλοι οι υπόλοιποι είχαν εγκαταλείψει.
    • Ο Αργυρός Ολυμπιονίκης Παύλος Παυλίδης τερμάτισε δεύτερος, πίσω από τον Παντελή Καρασεβδά, στην σκοποβολή με το στρατιωτικό τυφέκιο 200 μέτρων, στον αγώνα που διεξήχθη στο σκοπευτήριο της Καλλιθέας.
    • Ο Τηλέμαχος Καράκαλος (1866-1951) ήταν αριστούχος της φημισμένης Γαλλικής Σχολής Γυμναστικής και Οπλομαχητικής του Ζουανβίλ Λε Πον και απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων. Συνέχισε με εξειδικευμένες σπουδές Γυμναστικής και Οπλομαχητικής στην Αυστρία, τη Σουηδία και τη Γερμανία, ενώ παράλληλα δίδασκε ξιφασκία σε Αξιωματικούς και αθλητές. Είναι συγγραφέας του βιβλίου «Εισαγωγή της Γυμναστικής στο Στράτευμα» και ως αθλητής της Αθηναϊκής Λέσχης κατέκτησε το Ασημένιο μετάλλιο στο ατομικό σπάθης (σπαθασκία φιλάθλων). Κορυφαίος ξιφομάχος, συμμετείχε και στους Αγώνες του 1900 στο Παρίσι, θεωρούμενος ως εκ των κορυφαίων Ελλήνων διδασκάλων.
    • Ο Θωμάς Ξενάκης (1875-1942) κατέκτησε το Αργυρό μετάλλιο στην αναρρίχηση επί κάλω και ήταν αθλητής του Εθνικού. Στους Αγώνες κατέκτησε επίσης τη δεύτερη θέση στο ομαδικό των παράλληλων ζυγών με την Ελληνική ομάδα. Μαζί με τον Ανδριακόπουλο θεωρήθηκαν οι καλύτεροι Έλληνες αθλητές στην Καλλιτεχνική Γυμναστική.
    • Ο σπουδαίος Χαρίλαος Βασιλάκος (1877-1969), ο μεγάλος χαμένος του Μαραθωνίου με καταγωγή από τον Λυγερέα της Μάνης, ήταν νομικός και ο σημαντικότερος Έλληνας αθλητής μεγάλων αποστάσεων του 20ού αιώνα. Αθλητής της σκληρής και επίπονης προπόνησης, μέχρι τα βαθιά γεράματα ήταν αγαπητός στον κόσμο και τιμώμενο πρόσωπο σε διάφορες αθλητικές εκδηλώσεις. Διετέλεσε επίτροπος και κριτής σε αγώνες και επί 40 χρόνια υπηρέτησε ως τελώνης σε διάφορα τελωνεία της επικράτειας. Ο Βασιλάκος είναι ο άνθρωπος που εισήγαγε για πρώτη φορά το άθλημα του βάδην στην Ελλάδα, το Ασημένιο μετάλλιο των Αγώνων του 1896 το διαφύλαττε σαν κόρη οφθαλμού, κληροδοτώντας το στον γιο του, Κώστα.
    • Ο Γεώργιος Τσίτας γεννήθηκε στην Σμύρνη το 1872, ήταν παλαιστής, μαθητής του θρυλικού Παναγή Κουταλιανού και Αργυρός Ολυμπιονίκης στην Ελληνορωμαϊκή το 1896. Αρτοποιός στο επάγγελμα, τρομερά γεροδεμένος αλλά καλοκάγαθος και με χιούμορ. Τα ίχνη του χάθηκαν στην Κατοχή με αδιευκρίνιστα τα αίτια και την χρονολογία του θανάτου του.
    • Ο Σπυρίδων Χαζάπης γεννήθηκε στην Άνδρο το 1872, συμμετείχε στα 100 μέτρα ελευθέρας για ναύτες, με συμμετοχή μόνο Ελλήνων αθλητών, κατακτώντας το Ασημένιο μετάλλιο.
    • Ο γεννημένος το 1866 στην Πάτρα, Αντώνιος Πεπανός (ή Πέπανος), ήταν ο κορυφαίος Έλληνας κολυμβητής της εποχής του και Αργυρός Ολυμπιονίκης των Αγώνων του 1896. Αθλητής του Παναχαϊκού και ιδιοκτήτης καφενείου στην πλατεία Γεωργίου και στις Ιτιές στην Πάτρα, έχασε το Χρυσό μετάλλιο στα 500 μέτρα ελεύθερο από τον Αυστριακό Πάουλ Νόιμαν, εξαιτίας ενός βαρέος κρυολογήματος και ρινορραγίας. Αποσύρθηκε ως κορυφαίος Έλληνας κολυμβητής όλων των εποχών και προς τιμήν του πήρε το όνομά του το κλειστό κολυμβητήριο της Πάτρας στο Παμπελοποννησιακό Αθλητικό Κέντρο. Έφυγε από τη ζωή το 1918 και, εκτός των άλλων, για να τιμάται η μνήμη του, έχει καθιερωθεί διεξαγωγή αγώνα ιστιοπλοΐας ανοιχτής θαλάσσης από τον Ναυτικό Όμιλο Πατρών.
    • Ο αθλητής του Ομίλου Πεζοπόρων Πειραιώς, Ιωάννης Ανδρέου, γεννημένος στον Πειραιά το 1866, κατέκτησε το Αργυρό μετάλλιο στα 200 μέτρα ελεύθερο στη Ζέα, στους αγώνες που διεξήχθησαν κοντά στην έπαυλη του Στέφανου Σκουλούδη στην Φρεαττύδα (μετέπειτα αντικαρκινικό νοσοκομείο «Μεταξά»).
    • Ο Σταμάτιος Νικολόπουλος κατέκτησε δύο Αργυρά μετάλλια στην ποδηλασία, στα αγωνίσματα του ατομικού σπριντ και της ατομικής χρονομέτρησης. Μετά από συγκλονιστική μονομαχία με τον Γάλλο Πρωταθλητή, Πολ Μασόν, ο Νικολόπουλος έχασε το Χρυσό μετάλλιο για δύο δευτερόλεπτα στα τελευταία μέτρα του αγωνίσματος των 2 χιλιομέτρων σπριντ.
    • Ο Δημήτριος «Demis» Κάσδαγλης (1872-1931) ήταν Έλληνας της Αιγύπτου με Βρετανική υπηκοότητα, δις Ολυμπιονίκης στους Αγώνες του 1896, στο απλό και το διπλό (με τον Δημήτριο Πετροκόκκινο) του τένις. Γιος εύπορης οικογένειας που ασχολείτο με το εμπόριο βάμβακος, κατά τη διάρκεια της μακράς παραμονής του στην Αίγυπτο αγωνίστηκε με την Αθλητική Λέσχη Αλεξάνδρειας και μετέπειτα με τον ιδρυθέντα το 1905 Ελληνικό Αθλητικό Σύλλογο Καΐρου «Ο Ίφιτος». Προσωπικός φίλος του Καβάφη, επιτυχημένος επιχειρηματίας, με πολυτάραχη προσωπική ζωή και ιδιαίτερα αψύ χαρακτήρα.

Τα Χάλκινα μετάλλια:

    • Ο Ιωάννης Περσάκης (1877-1943) ήταν αθλητής του Πανελληνίου και Χάλκινος Ολυμπιονίκης στο τριπλούν, επιτυγχάνοντας Πανελλήνιο ρεκόρ με άλμα στα 12.52 μέτρα. Καλλονός, ψηλός και με αρχαιοπρεπές παρουσιαστικό, ο υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας, Περσάκης, καταστράφηκε οικονομικά μετά από τον αποτυχημένο γάμο του με τη «Μις Δανία».
    • Ο Σωτήριος Βερσής (1876-1918), Χάλκινος Ολυμπιονίκης στην άρση βαρών και τη δισκοβολία, ήταν αθλητής του Πανελληνίου. Απόφοιτος της Εμπορικής Ακαδημίας, εργάστηκε ως χρηματιστής και συμμετείχε και στους Αγώνες του 1900 στο Παρίσι, στα αγωνίσματα της δισκοβολίας και της σφαιροβολίας. Αργότερα ασχολήθηκε και με τη σκοποβολή, προσβλήθηκε όμως από την ασιατική γρίπη της επιδημίας του 1918 και πέθανε σε ηλικία 42 ετών.
    • Ο Περικλής Πιερράκος Μαυρομιχάλης (1863 – 1938) ήταν Έλληνας Αξιωματικός και πολιτικός, απόγονος της ιστορικής μανιάτικης οικογένειας. Κατέκτησε το Χάλκινο μετάλλιο στο ατομικό ξίφος ασκήσεων ως μέλος της Αθηναϊκής Λέσχης, της οποίας χρημάτισε και Πρόεδρος κατά την περίοδο 1932-1938. Ανθυπίλαρχος στον πόλεμο του 1897 με την Τουρκία και Αντισυνταγματάρχης στους Βαλκανικούς Πολέμους, ο Μαυρομιχάλης διετέλεσε Βουλευτής Οιτύλου και Υπουργός Εσωτερικών και Στρατιωτικών στην Κυβέρνηση Γονατά το 1922 και Υπουργός Εσωτερικών στην Κυβέρνηση Σοφούλη το 1924.
    • Ο Αθανάσιος Βούρος, παρά το γεγονός ότι στο αγώνισμα του ατομικού ξίφους ασκήσεων κέρδισε μόνο τον Γεώργιο Μπαλακάκη (έχασε από τον Εζέν Ανρί Γκραβελότ και στον άλλο αγώνα ο αντίπαλός του, Κωνσταντίνος Μηλιώτης Κομνηνός, εγκατέλειψε) στο επίσημο αρχείο της ΔΟΕ αναγράφεται ως Χάλκινος Ολυμπιονίκης.
    • Ο δικηγόρος και ευεργέτης Γεώργιος Παπασιδέρης (1875-1920) κατέκτησε την τρίτη θέση στη σφαιροβολία ως αθλητής του Εθνικού. Κορυφαία φυσιογνωμία της ευρύτερης περιοχής της Κεκρωπίας στην Αττική, προσέφερε την περιουσία του σε αγαθοεργίες και κοινωφελή έδρα, με αποτέλεσμα να είναι εξαιρετικά αγαπητός στον τόπο του. Δυνατός, σφριγηλός και με ψυχικά αποθέματα, στην αθλητική του καριέρα ασχολήθηκε και με την άρση βαρών και τη δισκοβολία.
    • Ο γεννηθείς στη Μεσσήνη το 1875, Αλέξανδρος Νικολόπουλος, ήταν αθλητής του Ομίλου Φιλάθλων και ως φοιτητής Ιατρικής συμμετείχε στους Αγώνες του 1896, κατακτώντας το Χάλκινο μετάλλιο στην άρση βαρών με το ένα χέρι, υψώνοντας 57.2 κιλά. Εκτός από την Ιατρική επιστήμη, αργότερα έγινε και καθηγητής του Διδασκαλείου Γυμναστικής Αθηνών.
    • Ο Αξιωματικός Νικόλαος Τρικούπης (1868-1959) γεννήθηκε στο Μεσολόγγι και είναι εκ των σημαντικών φυσιογνωμιών της Μικρασιατικής Εκστρατείας καθώς και πρώτος εξάδελφος του Χαριλάου Τρικούπη. Απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων, εν συνεχεία φοίτησε στη Σχολή Εφαρμογής Πυροβολικού στο Φονταινεμπλώ (Château de Fontainebleau) και εν συνεχεία φοίτησε στη Σχολή Ιππέων στην Σομίρ (Saumur) και την Ανωτάτη Σχολή Πολέμου (École spéciale militaire de Saint-Cyr) στο Παρίσι. Στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 υπηρέτησε στο μέτωπο της Θεσσαλίας, στο επιτελείο της Α’ Μεραρχίας υπό τις διαταγές του Υποστρατήγου Νικόλαου Μακρή. Αργότερα επελέγη στην ομάδα των Αξιωματικών που συγκρότησαν το Σώμα Γενικών Επιτελών, μια πρώιμη μορφή του ΓΕΣ (Γενικού Επιτελείου Στρατού), ενώ στους Βαλκανικούς πολέμους διετέλεσε Επιτελάρχης της Γ’ Μεραρχίας υπό τον Υποστράτηγο Κωνσταντίνο Δαμιανό. Διετέλεσε Διοικητής Συντάγματος Πυροβολικού, Επιτελάρχης του Γ΄ Σώματος Στρατού καθώς και Υπαρχηγός του ΓΕΣ και Αρχηγός Πυροβολικού Σώματος Στρατού. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο πολέμησε στο μακεδονικό μέτωπο ως Συνταγματάρχης, αναλαμβάνοντας Διοικητής της Γ’ Μεραρχίας. Ήταν Διοικητής του Α’ Σώματος Στρατού κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία στην περιοχή της Αφιόν Καραχισάρ, όπου ηγείτο τεσσάρων Μεραρχιών. Είναι ο Αξιωματικός που διέταξε υποχώρηση του Σώματος τη δεύτερη μέρα της τουρκικής επιθέσεως της 13ης Αυγούστου 1922, βασιζόμενος σε προφορικές αναφορές επιτελών της Δ’ Μεραρχίας που δεν διασταύρωσε ποτέ και παρουσίαζαν ως τραγική την κατάσταση. Σήμανε υποχώρηση μαζί με τον Διοικητή του Β’ Σώματος Στρατού και, μετά από πορείες και μάχες έξι ημερών, παραδόθηκε. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1923, στο πλαίσιο της ανταλλαγής αιχμαλώτων, και δεν κλήθηκε σε απολογία. Κατέκτησε το Χάλκινο μετάλλιο στη βολή με πολεμικό τυφέκιο από τα 200 μέτρα. Διετέλεσε Νομάρχης Αττικοβοιωτίας κατά τη διετία 1928-1930 και το ξίφος του βρίσκεται στο Πολεμικό Μουσείο της Άγκυρας.
    • Ο Λευκαδίτης Δημήτριος «Δημητράκης» Γολέμης (1874-1941) ήταν Πανελληνιονίκης και Χάλκινος Ολυμπιονίκης στα 800 μέτρα. Πολυσχιδής, πολυπράγμων, ιατρός, νομικός, ποιητής, γυμναστής, θεολόγος, ζωγράφος, ποτέ δεν ισορρόπησε στα ανθρώπινα μέτρα. Η ευφυΐα του και η φιλομάθειά του υπήρξαν παραδείγματα προς μίμηση. Εκδόθηκαν εννέα ποιητικές συλλογές του: «Φωσφορισμοί», «Αετώματα», «Νέφη», «Η Δύναμις του Νου», «Δόξα ή Μετασολωμικός Ύμνος», «Γκρεμισμένες Ψυχές», «Στερνές Πνοές», «Αάατα», «Αγγελοκρούσματα». Φιλολογικές εργασίες του και ιατρικές-επιστημονικές μελέτες του συγκροτούν την ταυτότητα και την ευρύτητα του πνευματικού του έργου. Επίμονος πολιτευτής στα προμεταξιακά χρόνια, πάντοτε ανεξάρτητος, πάντοτε με δικό του πρόγραμμα. Ένας ρομαντικός “αναρχικός” που λάτρευε τον στίβο.
    • Ο Πέτρος Περσάκης (1879-1952) του Πανελληνίου υπήρξε καθηγητής Γυμναστικής και Χάλκινος Ολυμπιονίκης στο άθλημα των κρίκων στους Αγώνες του 1896. Κατέκτησε και το Αργυρό μετάλλιο στο ομαδικό του δίζυγου με την ομάδα του Πανελλήνιου ΓΣ.
    • Ο γεννημένος στο Γουέστ Ντέρμπι του Λίβερπουλ, Κωνσταντίνος Πασπάτης (1878-1903), ήταν Έλληνας αθλητής της αντισφαίρισης (τένις) και τρίτος Ολυμπιονίκης στους Αγώνες του 1896.
    • Ο Νικόλαος Μωράκης (ή Δωράκης) ήταν τρίτος Ολυμπιονίκης στη σκοποβολή με στρατιωτικό περίστροφο από 25 μέτρα.
    • Ο Πανελληνιονίκης του Εθνικού ΓΣ, Ευάγγελος (Άγγελος) Δαμάσκος, ήταν Χάλκινος Ολυμπιονίκης στο άλμα επί κοντώ στους Αγώνες του 1896. Μοιράστηκε τη διάκριση με τον Ευρυτάνα Ιωάννη Θεοδωρόπουλο, κατόπιν μεταγενέστερης απόφασης της ΔΟΕ και της IAAF.
    • Ο Πατρινός Στέφανος Χρηστόπουλος, αθλητής της Γυμναστικής Εταιρείας Πατρών, ψαράς στο επάγγελμα, αναδείχθηκε τρίτος Ολυμπιονίκης στην Ελληνορωμαϊκή πάλη των Αγώνων του 1896. Ποδοσφαιριστής, αρσιβαρίστας και μετέχων και στη διελκυστίνδα, ο Χρηστόπουλος θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους αθλητές του αχαϊκού αθλητισμού στις αρχές του 20ού αιώνα.
    • Ο Δημήτριος Δρίβας από τις Σπέτσες αναδείχθηκε τρίτος Ολυμπιονίκης στην κολύμβηση. Συμμετείχε στην κούρσα των 100 μέτρων ελευθέρας ναυτών, όπου μετείχαν μόνο Έλληνες κολυμβητές.
    • Ο Κεφαλλονίτης Ευστάθιος Χωραφάς γεννήθηκε το 1871 και κατέκτησε το Χάλκινο μετάλλιο στα 500 μέτρα ελεύθερο. Κατά κάποιες πηγές τερμάτισε στη δεύτερη θέση και στα 100 μέτρα ελεύθερο και στην τρίτη θέση στα 1.200 μέτρα ελεύθερο, αλλά η ΔΟΕ δεν έχει τα απαραίτητα στοιχεία ούτως ώστε να πιστοποιήσει τις επιδόσεις του.
    • Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στον Χάλκινο Ολυμπιονίκη της Γυμναστικής, Δημήτριο Λούνδρα (6 Σεπτεμβρίου 1885-15 Φεβρουαρίου 1970), τον νεαρότερο σε ηλικία καταγεγραμμένο Ολυμπιονίκη όλων των εποχών. Ο μικρός Δημήτρης ήταν σχεδόν 11 ετών (10 ετών και 218 ημερών) και μέλος της ομάδας του Εθνικού ΓΣ στο δίζυγο. Αργότερα σταδιοδρόμησε στο Βασιλικό Ναυτικό, έγινε Ναύαρχος, όπως και ο γιος του, Κώστας, σύζυγος της δημοσιογράφου και εκδότριας των εφημερίδων «Καθημερινή» και «Μεσημβρινή», Ελένης Βλάχου. Ο Λούνδρας διετέλεσε Πρόεδρος της Ελληνικής Σκοπευτικής Ομοσπονδίας, το 1964 τιμήθηκε από την Γενική Γραμματεία Αθλητισμού για την προσφορά του στον αθλητισμό με το παράσημο του Ανωτέρου Ταξιάρχου του Τάγματος Γεωργίου Α’, ενώ το 1936 διορίστηκε Νομάρχης Λέσβου (παραιτήθηκε ωστόσο λίγους μήνες αργότερα).

ΜΕΡΟΣ Δ

blank

ΜΕΡΟΣ Ε

  • Ο Περικλής Κακούσης (1879-1939) από την Αίγινα ήταν Έλληνας αθλητής της άρσης βαρών, Χρυσός Ολυμπιονίκης στους Αγώνες του Σεντ Λιούις το 1904. Βραχύσωμος αλλά πολύ δυνατός και γεροδεμένος, ο Κακούσης ήταν αθλητής του Πανελληνίου με τεράστιες δυνατότητες αλλά πενιχρή τεχνική. Σήκωσε 111.67 κιλά, 27 περισσότερα από τον αθλητή που τερμάτισε δεύτερος, κάνοντας Παγκόσμιο ρεκόρ. Μετά τον θρίαμβό του, παρέμεινε μόνιμα στις ΗΠΑ, όπου ασχολήθηκε με την επαγγελματική πάλη και την πυγμαχία. Στους Αγώνες του 1904 μετείχε και στην Εθνική ομάδα διελκυστίνδας, η οποία κατετάγη πέμπτη, ενώ μέχρι τα στερνά του αρνείτο να εγγραφεί σε Αμερικανικό σύλλογο, επιμένοντας ότι είναι αθλητής του ΠΓΣ (δήλωνε πάντα αθλητής του Πανελληνίου), αν και είχε προτάσεις. Προς τιμήν του και προς τιμήν του Τόφαλου, η Ελληνική Ομοσπονδία Άρσης Βαρών διοργανώνει το διεθνές τουρνουά «Τόφαλος-Κακούσης».
  • Ο υψηλόσωμος Νικόλαος Γεωργαντάς γεννήθηκε στο Στενό Αρκαδίας το 1878 και κατέκτησε το Χάλκινο μετάλλιο στη δισκοβολία. Διακρινόταν και σε άλλα αγωνίσματα ρίψεων, όπως η σφαιροβολία, ο ακοντισμός, ενώ συμμετείχε και σε αγώνες διελκυστίνδας. Είχε εντυπωσιακό παράστημα με ύψος 1.85 μέτρα και στους επόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Λονδίνο καταγράφηκε ως ο πρώτος Σημαιοφόρος της Ελληνικής Ομάδας. Μετά τον Μεγάλο Πόλεμο διετέλεσε Πρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου (1955-1957) και χρίστηκε επίτιμο μέλος του ΣΕΓΑΣ. Απεβίωσε το 1958 στην Αθήνα, σε ηλικία 80 ετών.

Το 1900 στο Παρίσι: Με επικεφαλής της αποστολής τον Ζακυνθινό Αλέξανδρο Μερκάτη, αθλητή του γκολφ, αυλικό και παιδικό φίλο του Κωνσταντίνου Α’ και συνεργάτη του Ντε Κουμπερντέν, οι μόνο πέντε Έλληνες αθλητές δεν κατάφεραν να διακριθούν. Ήταν η πιο ολιγομελής ελληνική αποστολή στην ιστορία των Αγώνων και η πρώτη από τις εννέα διοργανώσεις όπου κανένας Έλληνας αθλητής δεν κατάφερε να βρεθεί στην τριάδα των Ολυμπιονικών. Αλγεινή εντύπωση προκάλεσε στην πατρίδα το γεγονός ότι ο Μερκάτης μετείχε στους Αγώνες με τα χρώματα της Γαλλίας, κατακτώντας την 11η θέση στο γκολφ.

Το 1904 στο Σεντ Λιούις (τότε Άγιο Λουδοβίκο): Και πάλι με τον Αλέξανδρο Μερκάτη επικεφαλής, η Ελλάδα κατόρθωσε να κατακτήσει ένα Χρυσό και ένα Χάλκινο μετάλλιο, με τους Περικλή Κακούση και Νικόλαο Γεωργαντά αντίστοιχα, τους μοναδικούς αθλητές που ταξίδεψαν από την Ελλάδα στις ΗΠΑ και μαζί με 15 ομογενείς συγκρότησαν την ελληνική αποστολή:

blank

ΜΕΡΟΣ ΣΤ

Το 1908 στο Λονδίνο: Με τον Γεωργαντά Σημαιοφόρο και επίσημο αρχηγό της εικοσαμελούς αποστολής τον Ιωάννη Χρυσάφη, θεμελιωτή του ελληνικού αθλητισμού, η Ελληνική ομάδα επέστρεψε στις επιτυχίες:

  • Το πρώτο μετάλλιο κατέκτησε ο σπουδαίος αρχιτέκτων, Αναστάσιος Μεταξάς (1862-1937), ο άνθρωπος που σχεδίασε και κατασκεύασε μεταξύ άλλων το σκοπευτήριο της Καλλιθέας και αναμόρφωσε το Καλλιμάρμαρο επί Αβέρωφ. Λάτρης της σκοποβολής και αθλητής του Πειραϊκού Συνδέσμου, συμμετείχε σε τέσσερεις Αγώνες, σημειώνοντας αξιόλογες επιδόσεις. Στους Αγώνες της Αθήνας κατετάγη τέταρτος στην ελεύθερη βολή των 400 μέτρων και στη βολή με στρατιωτικό τυφέκιο από τα 200 μέτρα, στο Λονδίνο αναδείχθηκε Χάλκινος Ολυμπιονίκης στη βολή κατά πήλινων δίσκων, ενώ και στη Στοκχόλμη συμμετείχε σε δύο αγωνίσματα, κατακτώντας την έκτη θέση. Γερουσιαστής και μετέπειτα Βουλευτής Αττικοβοιωτίας, μετείχε στις ομάδες αναμόρφωσης και ανακαίνισης πολλών ιστορικών κτηρίων των Αθηνών, με κορυφαία το Προεδρικό Μέγαρο και το Μουσείο Μπενάκη. Δικά του έργα ήταν το Αιγινήτειο Νοσοκομείο, το Νοσοκομείο «Συγγρού» και το Αρεταίειο. Σχεδίασε τον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου στο Φάληρο, τα Μέγαρα της Ιονικής και της Λαϊκής Τράπεζας, τη Σιβιτανίδειο, την ΑΣΟΕΕ, το Βασιλικό Θέατρο και τα κτήρια του Υπουργείου Συγκοινωνιών, του Αρσακείου Πατρών, του Δικαστικού Μεγάρου Αργοστολίου, τη Βίλα Γαλήνη, τον Πύργο Χαροκόπου στη Λάρισα, το Μαλλιαροπούλειο Δημοτικό Θέατρο Τρίπολης, τις επαύλεις Καρανικόλα και Γωγουσόπουλου καθώς και πλήθος βασιλικών κτηρίων, συμπεριλαμβανομένων των ανακαινίσεων των Ανακτόρων. Το 1939 τοποθετήθηκε αναμνηστική εντοιχισμένη μεταλλική πλάκα με τη μορφή του στο Καλλιμάρμαρο, στο περιθώριο των Πανελλήνιων Αγώνων Γυναικείου στίβου, παρουσία του Διαδόχου Παύλου, πολιτικών και πλήθους κόσμου.
  • Ο Κωνσταντινουπολίτης Μιχάλης Δώριζας (1888-1957), με καταγωγή από τα Δωριζάτα Κεφαλληνίας, ήταν Αργυρός Ολυμπιονίκης στον ακοντισμό στους Αγώνες του Λονδίνου. Απόφοιτος της Ροβέρτειου Σχολής, ξεκίνησε την αθλητική του σταδιοδρομία από τον αθλητικό σύλλογο «Άρης Μεγάλου Ρεύματος» της Πόλης και συνέχισε στον Εθνικό. Εκτός από το δεδομένο ταλέντο του στις ρίψεις, ασχολήθηκε και με την πάλη, το αμερικάνικο ποδόσφαιρο και λοιπά αθλήματα στίβου, με πλειάδα διακρίσεων. Στη συνέχεια μετανάστευσε στις ΗΠΑ και διέπρεψε στον χώρο της εκπαίδευσης. Μετά και την Ολυμπιάδα της Στοκχόλμης, μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου αναγορεύτηκε καθηγητής Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια. Μιλούσε επτά γλώσσες και άφησε πίσω του σπουδαίο επιστημονικό έργο με σπουδαίες γεωγραφικές μελέτες, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για εκπαιδευτικούς σκοπούς σε όλον τον κόσμο.
  • Το 1908 έλαμψε για πρώτη φορά στους Αγώνες το άστρο ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες αθλητές όλων των εποχών, του σπουδαίου Κωνσταντίνου (Κωστή) Τσικλητήρα. Γεννημένος στην Πύλο στις 30 Οκτωβρίου του 1888, ο Τσικλητήρας καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια, με τον πατέρα του, Ηρακλή (ιατρό στο επάγγελμα), να έχει διατελέσει Δήμαρχος Πύλου και άτυπος Πρόξενος της Γαλλίας στη Μεσσηνία. Ο προπάππος του, Νικόλαος, ναυτικός και δάσκαλος στη Βοστόνη, ήταν μέλος τη Φιλικής Εταιρείας και επέστρεψε στην Ελλάδα, εκποιώντας την περιουσία του προκειμένου να βοηθήσει τον Επαναστατικό Αγώνα. Η μητέρα του, Μαριγώ Καλογεροπούλου, ήταν αδελφή του Βουλευτή, Νομάρχη και Προξένου στην Τύνιδα, Δημητρίου Καλογερόπουλου. Οι έτεροι αδελφοί της, Κωστής και Λούλης (Σταύρος), ίδρυσαν το Αγροτικόν Κόμμα Ελλάδος μαζί με τον Ιωάννη Σοφιανόπουλο. Η οικογένεια Τσικλητήρα είχε μακρά παράδοση στον αθλητισμό καθώς και ευρύτατη παιδεία. Ο Κωνσταντίνος Τσικλητήρας από νεαρός μιλούσε αγγλικά και γαλλικά, ενώ πριν συμπληρώσει τα 17 του χρόνια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για να ασχοληθεί με τον αθλητισμό στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Επέλεξε να κατοικήσει επί της οδού Φερών, πλησίον του Πεδίου του Άρεως, όπου βρίσκονται οι εγκαταστάσεις του Πανελληνίου, στον οποίον ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του. Παράλληλα ξεκίνησε τις σπουδές του στην Ακαδημία Ρουσσόπουλου (Εν Αθήναις Βιομηχανική και Εμπορική Ακαδημία) με κατεύθυνση στα οικονομικά και τη λογιστική. Από την αρχή της παρουσίας του στην Αθήνα και παρά το νεαρό της ηλικίας, ο Τσικλητήρας επέδειξε μια αξιοζήλευτη και πρωτόγνωρη προσήλωση στον στόχο, πλήρως αποφασισμένος να τελειοποιήσει το ταλέντο του και να πρωτεύσει. Ήταν ο πρώτος πλήρως αφοσιωμένος Έλληνας Πρωταθλητής, ό,τι εγγύτερο στα σύγχρονα μοντέλα που ακολούθησαν. Έχοντας επίγνωση των προσωπικών και συναισθηματικών θυσιών, αρνείτο την ήττα, κυρίως στους διεθνείς αγώνες, μιας και στο εσωτερικό το επίπεδο ανταγωνισμού ήταν πολύ χαμηλό για να τον ανησυχήσει. Απεναντίας, εξέφραζε τη δυσαρέσκειά του για την έλλειψη ανταγωνισμού και κινήτρων στην Ελλάδα, κάνοντας λόγο για περιορισμό των δυνατοτήτων του ως αθλητή. Ο Τσικλητήρας, υπερβολικά φιλόδοξος κι εγωιστής, ήταν ο πρώτος Έλληνας αθλητής που θεωρούσε άμεσους ανταγωνιστές του τους επαγγελματίες Αμερικανούς ρέκορντμεν. Σκληρός, απόμακρος, πολλές φορές στριφνός και αντιπαθής στους γύρω του, ο Τσικλητήρας ευτυχώς στηρίχθηκε στη φιλία του με τον κατά 10 χρόνια μεγαλύτερό του, Νικόλαο Γεωργαντά, Ολυμπιονίκη στο Σεντ Λιούις και δάσκαλο στο επάγγελμα, ο οποίος φρόντισε για τις ελάχιστες ενέσεις κοινωνικοποίησης του Μεσσήνιου Πρωταθλητή. Οι σπάνιες σωματομετρικές ικανότητες, η ψυχική αφοσίωση και οι πνευματικές του αρετές επέτρεψαν στον Τσικλητήρα να ασχοληθεί παράλληλα (και με την ίδια επιτυχία) και με τον στίβο και με το ποδόσφαιρο. Από το 1906, σε ηλικία 18 ετών, ήδη είχε καταταχθεί τρίτος στους Πανελλήνιους Αγώνες στο άλμα εις μήκος άνευ φοράς και έκτος στο άλμα εις ύψος άνευ φοράς στους Μεσολυμπιακούς των Αθηνών. Από την επόμενη κιόλας χρονιά ξεκίνησαν οι κατακτήσεις των Χρυσών μεταλλίων και οι διακρίσεις σε όποιον αγώνα κι αν συμμετείχε. Κατέγραψε συνολικά 20 πρωτιές σε Πανελλήνιους Αγώνες, σε πέντε διαφορετικά αγωνίσματα στίβου, καταγράφοντας τρία Πανελλήνια ρεκόρ στα άλματα. Εν ενεργεία τερματοφύλακας στην ποδοσφαιρική ομάδα του Πανελληνίου, συμμετείχε στους Αγώνες του Λονδίνου, όντας η μεγάλη ελπίδα του ελληνικού στίβου. Κατέκτησε το Ασημένιο μετάλλιο στο άλμα εις μήκος και ακολούθησε και το Ασημένιο μετάλλιο και στο άλμα εις ύψος. Άμα τη επιστροφή του στην Ελλάδα, ακολούθησε τον “Πατριάρχη” του Παναθηναϊκού, Γιώργο Καλαφάτη, αποδεχόμενος την πρόσκληση της δημιουργίας της πρώτης ομάδας του Ποδοσφαιρικού Ομίλου Αθηνών (μετέπειτα Παναθηναϊκού Αθλητικού Ομίλου), όπου αγωνιζόμενος ως τερματοφύλακας κατέκτησε το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου που διοργανώθηκε από τον ΣΕΑΓΣ. Δύο χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1910, κατέκτησε ένα ακόμα Πανελλήνιο Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου ως μέλος του Ομίλου και κατόπιν αφοσιώθηκε στην προπόνησή του εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων της Στοκχόλμης. Ο Κωστής Τσικλητήρας είχε από πολύ μικρός ένα όνειρο, να γίνει Χρυσός Ολυμπιονίκης. Το κατόρθωσε ως Σημαιοφόρος της ελληνικής αποστολής στη Σουηδία, κατακτώντας το Χρυσό μετάλλιο στο μήκος, προσθέτοντας ένα ακόμα Χάλκινο μετάλλιο στο άλμα εις ύψος. Το Χρυσό μετάλλιο του Τσικλητήρα έγινε ορόσημο για τον ελληνικό αθλητισμό, μια ιστορική επιτυχία που άντεξε 80 χρόνια στην ιστορία, μέχρι το Χρυσό της Βούλας Πατουλίδου στη Βαρκελώνη. Όταν, λίγους μετά τον θρίαμβο της Στοκχόλμης , ξέσπασε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος, παρουσιάστηκε εθελοντικά ς στο Στρατολογικό Γραφείο Καλαμάτας και εντάχθηκε στον 11ο Λόχο του Α’ Συντάγματος Πεζικού. Τοποθετήθηκε στο κέντρο των επιχειρήσεων στη Λάρισα και, παρά τις προσπάθειες και των συγγενών και του ίδιου του Πρίγκιπα Νικολάου, το μόνο που αποφεύχθηκε ήταν η συμμετοχή του στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Παρά τις προσπάθειες να διαφυλαχθεί ως εμβληματική φυσιογνωμία και ζωντανός θρύλος της χώρας, στις 2 Φεβρουαρίου του 1913 εμφανίζει υψηλό πυρετό, σπασμούς και δύσπνοια και μεταφέρεται εσπευσμένα στο Πολιτικό Νοσοκομείο (μετέπειτα Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων). Σημαίνει συναγερμός, στο πλευρό του σπεύδει ο Πρίγκιπας Νικόλαος, αλλά στο ιατρικό συμβούλιο που ακολουθεί ο καθηγητής Λιβιεράτος ανακοινώνει τη διάγνωση σοβαρής περίπτωσης μηνιγγίτιδας φυματιώδους μορφής. Παρά τις αντικρουόμενες πληροφορίες περί βελτίωσης της υγείας του και την ιατρική φροντίδα, η κατάστασή του επιδεινώνεται και το πρωινό της 10ης Φεβρουαρίου του 1913 ανακοινώνεται ότι εξέπνευσε. Επρόκειτο για την πρώτη πανελλήνιας εμβέλειας τραγωδία του ελληνικού αθλητισμού, την πρώτη φορά όποτε το έθνος βυθίστηκε στη θλίψη εξαιτίας του χαμού ενός αθλητή. Στη νεκρώσιμο ακολουθία  στον Άγιο Γεώργιο στην Καρύτση χοροστάτησε ο Επίσκοπος Ύδρας, Προκόπιος, με παρόντες «όλους τους αθλητάς μετά του κ. Γεωργαντά και άπαντα τα μέλη των ενταύθα Γυμναστικών Συλλόγων και Σωματείων μετά των προέδρων αυτών». Παρόντες ο Πρόεδρος της Βουλής, Κωνσταντίνος Ζαβιτσάνος, ο Δήμαρχος Αθηναίων, Σπυρίδων Μερκούρης, ο Νομάρχης Αττικοβοιωτίας, Δάσιος, ενώ συναθλητές του από τον Πανελλήνιο (Γιάννης Γαλανάκης, Γιώργος Μπανίκας, Παντελής Ψύχας) και συνάδελφοι από τη στρατιωτική του μονάδα κράτησαν τις ταινίες στο φέρετρο κατά την πομπή προς το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, όπου ένοπλη διλοχία τού απέδωσε τιμές ήρωα πολέμου. Εικάζεται ότι συνδεόταν συναισθηματικά με νεαρή γυναίκα ονόματι Ηρώ, η οποία είχε ταξιδέψει κρυφά στη Στοκχόλμη για να τον παρακολουθήσει και ακολούθως παρέμεινε στο πλάι του στο νοσοκομείο. Ο μύθος κάνει λόγο πως οι φύλακες του Α’ Νεκροταφείου είχαν εντοπίσει μια μυστηριώδη γυναίκα, η οποία επί συναπτά έτη άφηνε λουλούδια στον τάφο του το πρωινό κάθε πρώτης ημέρας του χρόνου. Ουδείς είναι σε θέση να πιστοποιήσει τις μαρτυρίες και η μεταφορά της σορού του στο Α’ Νεκροταφείο Πατρών αργότερα συνετέλεσε ώστε ο θρύλος να περάσει στη λήθη. Το μνήμα της οικογένειας Τσικλητήρα στην Πάτρα φέρει τους Πέντε Κύκλους των Ολυμπιακών Αγώνων, στέκει για να υπενθυμίζει στις κατοπινές γενιές το μεγαλείο του Έλληνα Πρωταθλητή. Ο Κωνσταντίνος Τσικλητήρας δεν υπήρξε απλώς παράδειγμα προς μίμηση και πρωτοπόρος για την εποχή του, ήταν και παραμένει πιθανότατα ο κορυφαίος Έλληνας αθλητής στίβου όλων των εποχών.
blank
blank

ΜΕΡΟΣ Ζ

  • Και στο παρελθόν υπήρχαν περιπτώσεις αθλητών-θρύλων, αλλά σε εντελώς διαφορετικό πλαίσιο από τον Τσικλητήρα. Είτε επρόκειτο για λαϊκούς μύθους είτε για ερασιτέχνες αθλητές με υπερφυσική δύναμη και τη λαϊκή θυμοσοφία να συνοδεύει τα ανδραγαθήματά τους. Τέτοιος ήταν ο φημισμένος παλαιστής, Παναγής Κουταλιανός (1847-1916), ναυτικός στο επάγγελμα, με εκατοντάδες “παραστάσεις” στα λιμάνια ανά τον κόσμο. Η λαϊκή παράδοση κάνει λόγο ότι δεν έχασε ποτέ, ότι το δέρμα τίγρης που φορούσε στους αγώνες προερχόταν από τον στραγγαλισμό του άγριου ζώου σε αγώνα του με άγρια θηρία, ότι τα έβαζε με ταύρους, πούμα, ό,τι βάζει ο νους. Πιο πολύ έκανε αγώνες επίδειξης, σπάζοντας αλυσίδες, λυγίζοντας σίδερα, έσπαγε βράχους με γυμνά χέρια κ.ο.κ. Ένα από τα κατορθώματά του που θυμάται η παράδοση ήταν ότι κουβαλούσε τρία κανόνια, ένα στους ώμους και δύο στα πλευρά του, ενώ ταυτοχρόνως τα πυροδοτούσε και παρέμενε ατάραχος στην θέση του. Γύρισε όλον τον κόσμο, ουδέποτε ενεγράφη σε αθλητικό σωματείο, μιας και το είδος πάλης (κατς) στο οποίο επεδίδετο ήταν περισσότερο πάλη αρένας και όχι Ελληνορωμαϊκής. Ο Κουταλιανός (δεν ήταν το πραγματικό του επώνυμο, το οποίο εικάζεται ότι ήταν Αντωνίου) έμεινε για δεκαετίες στο λαϊκό θυμικό, έγινε μέχρι και τραγούδι και συνώνυμο της υπερφυσικής δύναμης.
  • Ο πρώτος αληθινά μεγάλος αθλητής με υπερφυσική δύναμη, ο οποίος επίσης έμεινε στο λαϊκό θυμικό ως «Άτλαντας», ήταν ο Πατρινός Δημήτριος Τόφαλος. Γεννημένος το 1884, αθλητής της Γυμναστικής Εταιρείας Πατρών, με αμέτρητες νίκες στην άρση βαρών. Εξαιτίας ενός ατυχήματος, το ένα του χέρι ήταν πιο ισχνό από το άλλο, γεγονός όμως που δεν τον εμπόδισε να γίνει Πρωταθλητής και Παγκόσμιος ρέκορντμαν. Μια ασθένεια εμπόδισε τη συμμετοχή του στους Αγώνες του Σεντ Λιούις, ενώ στο Λονδίνο δυστυχώς η άρση βαρών δεν συμπεριλαμβανόταν πλέον στα Ολυμπιακά αγωνίσματα, με αποτέλεσμα να χαθεί ένα βέβαιο Χρυσό μετάλλιο για την Ελλάδα. Το 1906 στη μη αναγνωρισμένη Μεσολυμπιάδα της Αθήνας έκανε Παγκόσμιο ρεκόρ, το οποίο έμεινε ακατάρριπτο επί οκτώ συναπτά έτη και με την πάροδο του χρόνου κατόρθωσε να γίνει ίσως ο διασημότερος αθλητής της εποχής του, έχοντας κατακτήσει 140 έπαθλα στην άρση βαρών και 251 στην ελεύθερη πάλη. Μετανάστευσε για πολλά χρόνια στην Αμερική, όπου πέρασε και στην πάλη αρένας (κατς), ενώ μεταξύ άλλων έκανε καριέρα και ως τενόρος. Υπήρξε μάνατζερ ενός ακόμα θρύλου της Ελλάδας, του Ελληνοαμερικανού Χρήστου Θεοφίλου, κατά κόσμον «Τζιμ Λόντου», ενός από τους πιο αγαπητούς αθλητές στην προπολεμική και μεταπολεμική Ελλάδα. Ο Τόφαλος το 1952 επέστρεψε στην Πάτρα, όπου έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του μέχρι τις 15 Νοεμβρίου του 1966, όταν και πέθανε σε ηλικία 82 ετών. Το κλειστό γυμναστήριο της πόλης στα Μποζαΐτικα φέρει το όνομά του, όπως και η κάθετη οδός στην Όθωνος και Αμαλίας που οδηγεί στο λιμάνι της αχαϊκής πρωτεύουσας. Το επώνυμο του σπουδαίου αθλητή με τα χρόνια έγινε συνώνυμο του πολύ δυνατού και εύσωμου άνδρα και μετέπειτα χρησιμοποιείται για να καταδείξει τους υπέρβαρους, δείγμα της επίδρασής του σε ολόκληρη σχεδόν την επικράτεια.

ΜΕΡΟΣ Η

blank

Το 1912 στην Στοκχόλμη: Αρχηγός της ελληνικής αποστολής ο Αναστάσιος Μεταξάς, ενώ Σημαιοφόρος των 34 Ελλήνων αθλητών ήταν ο Κωνσταντίνος Τσικλητήρας, ο οποίος και κατέκτησε τα μοναδικά μετάλλια (Χρυσό στο μήκος, Χάλκινο στο άλμα εις ύψος).

Το 1916 στο Βερολίνο: Ματαιώθηκαν λόγω του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου.

Το 1920 στην Αμβέρσα: Για τελευταία φορά αρχηγός της αποστολής ο Ιωάννης Χρυσάφης, ενώ Σημαιοφόρος των 54 αθλητών ήταν ο ομογενής ξιφομάχος, Βασίλειος Ζαρκάδης. Πέραν της Εθνικής ομάδας στο πιστόλι ταχείας βολής (αποτελούμενη από τους Αλέξανδρο και Ιωάννη Θεοφιλάκη, Γεώργιο Μωραϊτίνη, Αλέξανδρο Βρασιβανόπουλο και Ιάσωνα Σάππα) που κατέκτησε το Ασημένιο μετάλλιο, η Ελληνική ομάδα δεν κατόρθωσε να κατακτήσει άλλο μετάλλιο. Το ίδιο συνέβη και το 1924 στο Παρίσι και διατηρήθηκε μέχρι τη Μελβούρνη το 1956.

Το 1924 στο Παρίσι: Αρχηγοί της αποστολής ήταν οι Ιωάννης Γεωργιάδης και Φραγκίσκος Μαυρομμάτης. Μέλος της Ολυμπιακής Επιτροπής ο πρώτος, Πρόεδρος της ισχυρής τότε Πανελλήνιας Σκοπευτικής Εταιρείας ο δεύτερος, αποτέλεσαν την πρώτη δυάδα επικεφαλής στην ιστορία. Σημαιοφόρος των 42 αθλητών ο εξ Αμερικής ομογενής σφαιροβόλος, Χρήστος Βρεττός.

Το 1928 στο Άμστερνταμ: Ο Γενικός Γραμματέας της ΕΟΕ επί σειρά ετών (1924-1935) και μετέπειτα Πρόεδρος του πολυεδρικού ΣΕΓΑΣ, Μιχαήλ Ρινόπουλος, ηγείτο της αποστολής, με τον άλτη του Παναθηναϊκού, Αντώνη Καριοφύλλη, Σημαιοφόρο των συνολικά 24 αθλητών.

Το 1932 στο Λος Άντζελες: Το μέλος της ΕΟΕ, Γεώργιος Κίτσος, ετέθη επικεφαλής των 10 αθλητών, στην πλειοψηφία τους ομογενείς του εξωτερικού, και Σημαιοφόρος ο Βαλκανιονίκης των εμποδίων, Χρήστος Μάντικας της ΑΕΚ.

Το 1936 στο Βερολίνο: Στη διοργάνωση αυτή τιμήθηκε ο Σπύρος Λούης. Αρχηγός ήταν μια μεγάλη μορφή του ελληνικού αθλητισμού, ο Γενικός Γραμματέας και Αντιπρόεδρος της ΕΟΕ, Ιωάννης Κετσέας. Σημαιοφόρος των 42 αθλητών ο ομογενής ρίπτης από τη Νορβηγία, Γιάννης Σεραϊδάρης, ο οποίος εν τέλει δεν αγωνίστηκε. Το 1936, μετά από δύο σχεδόν δεκαετίες ανταγωνισμού και διαπραγματεύσεων, η Παγκόσμια Ομοσπονδία Στίβου και η Διεθνής Ολυμπιακή Ομοσπονδία κατάφεραν να ενσωματώσουν τον από το 1920 συγκροτηθέντα Γυναικείο στίβο. Η Διεθνής Ομοσπονδία Γυναικείου Αθλητισμού (FSFI, Fédération Sportive Féminine Internationale) είχε ιδρυθεί από τον Οκτώβριο του 1921 με πρωτοβουλία της Γαλλίδας Αλίς Μιλιά, ως αντίδραση στην άρνηση της ΔΟΕ να συμπεριλάβει στο πρόγραμμα των Αγώνων αγωνίσματα γυναικών. Είχε προηγηθεί στο Μονακό (Μάιος 1921) η διοργάνωση μιας γυναικείας εκδοχής Αγώνων, όπου συμμετείχαν 300 περίπου αθλήτριες από πέντε χώρες. Η εξέλιξη αυτή επί της ουσίας ήταν παρακολούθημα των εξελίξεων και της δυναμικής παρουσίας του γυναικείου κινήματος, το οποίο αναπτυσσόταν διαρκώς στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Ένα από τα κεντρικά ζητήματα στην δράση του γυναικείου κινήματος υπήρξε η συμμετοχή των γυναικών στα αγωνίσματα στίβου στους Αγώνες. Η ύφεση του γυναικείου κινήματος από τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου έως τη δεκαετία του ‘60, οπότε και γεννήθηκε το νέο κύμα διεκδικήσεων, αντανακλάται στην περιορισμένη αύξηση των γυναικείων αθλημάτων στο πρόγραμμα των Ολυμπιακών Αγώνων από το 1948 έως το 1968. Αρχής γενομένης από τη δεκαετία του 1970 και ιδίως κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, η μεταβολή υπήρξε εντυπωσιακή, με μοναδικό πια “προπύργιο” που έπρεπε να καταρριφθεί το εσωτερικό της ΔΟΕ και την περιορισμένη συμμετοχή γυναικών σε αυτό. Μόλις το 1973 επετράπη η συμμετοχή γυναικών στη ΔΟΕ, με την πρώτη γυναίκα-μέλος να εκλέγεται το 1981. Ο συσχετισμός εξακολουθεί να είναι ελλειπτικός, τα τελευταία χρόνια ωστόσο η διεθνής κοινότητα κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση.

Το 1940 αρχικά στο Τόκιο (δήλωσε παραίτηση) και κατόπιν στο Ελσίνκι / Το 1944 στο Λονδίνο: Ματαιώθηκαν λόγω του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου:

  • Η Ελλάδα βυθίστηκε στον πόλεμο, μετά στην κατοχή, τον μεγάλο λιμό, τον Εμφύλιο. Είναι η πιο ζοφερή περίοδος στην ιστορία της χώρας και συνεπεία και του ελληνικού αθλητισμού. Αθλητικά, η χώρα κρατήθηκε από έναν αθλητή-θρύλο των μεγάλων αποστάσεων, τον Στυλιανό Κυριακίδη. Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες αθλητές δρόμου αντοχής, Πανελληνιονίκης, Βαλκανιονίκης και, ως γεννηθείς στην Πάφο, πολλάκις νικητής στους Παγκύπριους αγώνες. Το 1946, μετά την λήξη της γερμανικής κατοχής και του Εμφύλιου Πολέμου, ο Κυριακίδης βρέθηκε στον 50ο Διεθνή Μαραθώνιο της Βοστώνης στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Ισχνός και ταλαιπωρημένος από την Κατοχή, αρχικά δεν έγινε δεκτός από την επιτροπή για να τρέξει στον αγώνα, καθώς θεωρούσαν πως δεν θα άντεχε και θα πέθαινε. Με πείσμα, αποφασιστικότητα και μεγάλο πόθο να τρέξει, όχι μόνο αγωνίστηκε στον Μαραθώνιο της Βοστώνης αλλά τερμάτισε και πρώτος, πετυχαίνοντας μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού. Υπήρξε ο πρώτος αθλητής εκτός Αμερικής που κέρδισε τον Μαραθώνιο της Βοστώνης και ο πρώτος που χρησιμοποίησε χρονομετρητή χειρός. Κατέρριψε το Πανελλήνιο ρεκόρ του Σπύρου Λούη καταγράφοντας 2 ώρες, 29 λεπτά και 27 δεύτερα. Όταν ήλθε στην Ελλάδα, ο Σπύρος Λούης τον δέχτηκε στο σπίτι του στο Μαρούσι και φέρεται ότι του είπε: «Παιδί μου, Στέλιο, να τρέχεις πάντα, γιατί εμείς οι Έλληνες γεννηθήκαμε για να τρέχουμε. Μόνο έτσι καταφέραμε να ζήσουμε τόσους αιώνες». Η νίκη του σπουδαίου αθλητή εντυπωσίασε το κοινό, ευαισθητοποίησε Αμερικανούς και Έλληνες ομογενείς και με δική του προτροπή εστάλη έκτακτη οικονομική βοήθεια στην Ελλάδα μαζί με είδη πρώτης ανάγκης, τα οποία ονομάστηκαν «πακέτο Κυριακίδη». Η ψυχολογική σημασία της νίκης του για τους Έλληνες υπήρξε μοναδική, ο ίδιος ταπεινός, φειδωλός, αρνήθηκε οποιοδήποτε αξίωμα ή αμοιβή για το κατόρθωμά του: «Για μένα δεν θέλω τίποτα. Μόνο για την Ελλάδα… Σας παρακαλώ, μην ξεχάσετε τη χώρα μου». Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, φωταγωγήθηκε η Ακρόπολη προς τιμήν του για πρώτη φορά μετά την Κατοχή. Έσβησε στην Αθήνα στις 10 Δεκεμβρίου του 1987, σε ηλικία 77 ετών.

Το 1948 στο Λονδίνο: Και πάλι με τον Ιωάννη Κετσέα επικεφαλής και τον ιστιοπλόο του Άρη Θεσσαλονίκης, Γεώργιο Καλαμποκίδη, Σημαιοφόρο των 57 αθλητών.

Το 1952 στο Ελσίνκι: Στην τελευταία παρουσία του Κετσέα ως επικεφαλής, Σημαιοφόρος των 53 αθλητών ήταν ο Βαλκανιονίκης δισκοβόλος, Νίκος Σύλλας, του Πανιώνιου ΓΣΣ.

Το 1956 στη Μελβούρνη: Επιστρέφουν οι επιτυχίες και ένα μετάλλιο. Με επικεφαλής αποστολής τον Γενικό Γραμματέα (1953-1960) της ΕΟΕ, Βασίλειο Λεοντόπουλο, και τη συμπαράσταση του Νώντα Πετραλιά, ο επικοντιστής του Πανελληνίου, Γιώργος Ρουμπάνης, μπήκε Σημαιοφόρος μπροστά από τους υπόλοιπους 12 Έλληνες αθλητές:

  • Ο Γιώργος Ρουμπάνης γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου 1929 στη Θεσσαλονίκη και είναι ο εν ζωή γηραιότερος Έλληνας Ολυμπιονίκης. Κατάγεται από την Στεμνίτσα Αρκαδίας και μυήθηκε στον αθλητισμό από τον γυμναστή πατέρα του, Σάββα. Αρχικά μαζί με τον αδελφό του, Αριστείδη, έπαιζαν μπάσκετ στον Πανελλήνιο, έτρεχε 110 εμπόδια και, όταν βρέθηκε στην Αμερική, ασχολήθηκε με το άλμα επί κοντώ. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Occidental, γυμνάστηκε συστηματικά υπό τις οδηγίες του Πέητον Τζόρνταν, έγινε Πρωταθλητής Ευρώπης με άλμα στα 4.60 μέτρα, επίδοση την οποία πλησίασε και στη Μελβούρνη, κατακτώντας το Χάλκινο μετάλλιο με 4.50 μέτρα. Την ίδια χρονιά βραβεύτηκε ως κορυφαίος αθλητής της χώρας για το 1956. Αποσύρθηκε το 1961 και μαζί με τον Δημήτρη Θανόπουλο ίδρυσαν το 1985 τον Σύλλογο Ελλήνων Ολυμπιονικών, του οποίου είναι Επίτιμος Πρόεδρος. Για εκείνο το σημαδιακό μετάλλιο του ελληνικού αθλητισμού έχει διηγηθεί ο ίδιος στον αείμνηστο δημοσιογράφο Δημήτρη Λυμπερόπουλο: «Ο αγώνας ξεκίνησε με 130 χιλιάδες θεατές στις 11 το πρωί και τελείωσε στις 10 το βράδυ. Πήγα στο Στάδιο ανοργάνωτος, χωρίς νερό ή κάτι άλλο για να βάλω στο στόμα μου.  Όταν έμεινα στο χάλκινο, ένοιωθα τρομερά απογοητευμένος και έβαλα τα κλάματα. Την επόμενη μέρα  όμως, όταν είδα να φθάνουν δεκάδες συγχαρητήρια τηλεγραφήματα από την Ελλάδα,  άρχισα να συνειδητοποιώ ότι κάτι σημαντικό είχα πετύχει. Στο αεροδρόμιο της Αθήνας  θυμάμαι ακόμα με συγκίνηση ότι με υποδέχθηκαν χιλιάδες φίλαθλοι κατά την επιστροφή της αποστολής». Ο Γιώργος Ρουμπάνης δεν έμεινε ποτέ μακριά από τον αθλητισμό, υπηρέτησε σε πολλές θέσεις ως παράγοντας, υπήρξε Πρόεδρος του Πανελλήνιου ΓΣ, δικαίως λογίζεται ως ζωντανός θρύλος.

Το 1960 στη Ρώμη: Με επικεφαλής και πάλι τον Βασίλη Λεοντόπουλο, στο Olimpico μπήκε Σημαιοφόρος των 51 αθλητών ο ιστιοπλόος Διάδοχος Κωνσταντίνος:

  • Το πλήρωμα του σκάφους «Νηρεύς», αποτελούμενο από τον Κωνσταντίνο (1940), τον Οδυσσέα Εσκιτζόγλου (1932-2018) και τον Γιώργο Ζαΐμη (1937-2020), κατέκτησε το Χρυσό μετάλλιο στην κατηγορία ντράγκον, σκορπώντας ανείπωτη χαρά στην Ελλάδα. Επρόκειτο για το πρώτο Χρυσό μετά το μετάλλιο του Τσικλητήρα το 1912, για μια επιτυχία η οποία και λόγω της συμμετοχής του Κωνσταντίνου προβλήθηκε ακόμα περισσότερο στην πατρίδα μας. Στον αγώνα πήραν μέρος 27 σκάφη και οι Έλληνες Χρυσοί Ολυμπιονίκες ανέφεραν πως η θαλάσσια περιοχή είχε πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τον κόλπο του Φαλήρου, ενώ η αδελφή του Κωνσταντίνου, Πριγκίπισσα Σοφία, και μετέπειτα Βασίλισσα της Ισπανίας, αποτελούσε αναπληρωματικό μέλος του πληρώματος. Στο αεροδρόμιο του Ελληνικού τον Κωνσταντίνο υποδέχθηκε ο πατέρας του, Βασιλιάς Παύλος, μέλη της βασιλικής οικογένειας και αγήματα των τριών Σωμάτων των Ενόπλων Δυνάμεων απέδωσαν τις προβλεπόμενες τιμές. Και ενώ για τον «αθάνατο» Κωνσταντίνο η μετέπειτα πορεία του είναι γνωστή και πολυεπίπεδη, ο Εσκιτζόγλου, αθλητής του ΙΟ Πειραιώς, του ΝΟ Ελλάδος και του ΠΟΙΑΘ, έκανε την πρώτη του εμφάνιση σε Πανελλήνιο Πρωτάθλημα το 1956, στους αγώνες με σκάφη τύπου λάιτνινγκ. Αναδείχθηκε πέντε φορές Πρωταθλητής Ελλάδας, Μεσογειονίκης, Πρωταθλητής Ευρώπης και κατέκτησε πολλές διεθνείς διακρίσεις, εκτός του Χρυσού της Ρώμης. Ο Πειραιώτης Γιώργος Ζαΐμης διετέλεσε Πρόεδρος του Ιστιοπλοϊκού Ομίλου Πειραιά. Το 1964 με τους Εσκιντζόγλου και Μαγουλά κατέκτησαν την όγδοη θέση στους Αγώνες στο Τόκιο, ενώ είχε λάβει μέρος και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικό το 1968. Υπήρξε σπουδαίος αθλητής και καταξιωμένος παράγοντας, προσφέροντας ανεκτίμητες υπηρεσίες στον αθλητισμό, τον οποίο υπηρέτησε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Το 1964 στο Τόκιο: Επικεφαλής της ελληνικής αποστολής ήταν ο Ναύαρχος Πύρρος Λάππας, Γενικός Γραμματέας της ΕΟΕ (1960-68) και μέλος της ΔΟΕ. Σημαιοφόρος των 19 Ελλήνων αθλητών ήταν ο εμποδιστής Γιώργος Μαρσέλλος του Πανιωνίου. Δεν κατακτήθηκε μετάλλιο.

Το 1968 στο Μεξικό: Ο Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Πάλης και παλαιός παίκτης του βόλεϊ, Ορέστης Γερασιμίδης, ήταν επικεφαλής της αποστολής, ενώ Σημαιοφόρος των 48 Ελλήνων αθλητών ήταν ο επικοντιστής Χρήστος Παπανικολάου του Παναθηναϊκού ΑΟ, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες αθλητές του περασμένου αιώνα:

  • Το Χάλκινο μετάλλιο του Πέτρου Γαλακτόπουλου (γεννηθείς το 1945) στην Ελληνορωμαϊκή, αθλητή του Εθνικού Αθηνών και σπουδαίου Έλληνα Πρωταθλητή, ήταν η επιβεβαίωση ότι ο ελληνικός αθλητισμός ξεκινούσε να δημιουργεί παράδοση στην πάλη. Ο Γαλακτόπουλος, Πρωταθλητής Ελλάδος το 1965 και μετέπειτα Βαλκανιονίκης και Πρωταθλητής Ευρώπης το 1972, θυμάται για εκείνη την επιτυχία: «Ο αρχηγός της αποστολής Ορέστης Γερασιμίδης είχε δώσει εντολή ότι όποιος αργήσει να επιστρέψει στο Ολυμπιακό Χωριό αργότερα από τις 11 το βράδυ θα επιστρέψει στην Ελλάδα. Νέοι εμείς τότε πού να κρατηθούμε, δεν ήταν εύκολο. Ένα βράδυ βγήκαμε έξω με δύο-τρεις αθλητές ακόμα και γυρίσαμε στις 3 το πρωί. Μας έπιασαν στα πράσα, ο Γερασιμίδης έλειπε και αφού ορκιστήκαμε ότι δεν κάναμε τίποτα άσχημο στην έξοδο μας, όλα τέλειωσαν ευνοϊκά. Είχα πάρει μια τρομάρα τότε… Πριν τον αγώνα με τον Σαπούνοβ είδα ένα φίδι στο όνειρό μου και το θεώρησα καλό οιωνό. Ήρθε τότε και ο προπονητής ο Πετμεζάς και μου είπε ότι θα κερδίσω τον Σοβιετικό αθλητή, είχε διαίσθηση. Έτσι και έγινε τελικά. Στη συνέχεια όμως έδωσα μέσα σε 15 λεπτά δύο αγώνες και οι δυνάμεις μου είχαν περιοριστεί σημαντικά». Ο Γαλακτόπουλος το 1970 αναδείχθηκε τρίτος στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα που διεξήχθη στο Έντμοντον του Καναδά και τέταρτος στο Ευρωπαϊκό. Επιβεβαίωσε την κλάση του και στους Αγώνες του Μονάχου το 1972, κατακτώντας αυτή τη φορά το Ασημένιο μετάλλιο στην κατηγορία των 74 κιλών, απένταντι στον Τσεχοσλοβάκο Βίτσεσλαβ Μάχα. Συνέχισε και το 1976 στο Μόντρεαλ, όπου κατετάγη όγδοος, ολοκληρώνοντας μια πάρα πολύ σπουδαία Ολυμπιακή καριέρα. Μετά την απόσυρσή του από την ενεργό δράση, έχει περάσει από διάφορες διοικητικές θέσεις, έχει διατελέσει Πρόεδρος της ΕΟΦΠ (Ελληνική Ομοσπονδία Φιλάθλων Πάλης) και μεταξύ άλλων και Πρόεδρος του ΔΣ του ΟΑΚΑ.
  • Ό,τι εγγύτερο στην φρενίτιδα για τον Τσικλητήρα και στα σημερινά δεδομένα των αθλητών-σταρς υπήρξε ο Χρήστος Παπανικολάου. Δεν κέρδισε κάποιο μετάλλιο, η κατάρριψη του Παγκοσμίου ρεκόρ όμως στο άλμα επί κοντώ στις 24 Οκτωβρίου του 1970 είναι μια από τις εμβληματικότερες επιτυχίες του ελληνικού αθλητισμού. Ο Παπανικολάου γεννήθηκε το 1941 στα Τρίκαλα, ασχολήθηκε από μικρός με τον αθλητισμό και από το 1960, ως αθλητής του ΓΣ Τρικάλων, είχε ξεπεράσει το ύψος των 4 μέτρων. Την ίδια χρονιά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και μεταγράφηκε στον Παναθηναϊκό, όπου ξεκίνησε να προπονείται εντατικότερα και πιο εξειδικευμένα. Το 1964 έφτασε τα 4.60 μέτρα και έλαβε μέρος στους Αγώνες του Τόκιο, κατακτώντας την όγδοη θέση. Απόφοιτος ΕΑΣΑ (μετέπειτα ΤΕΦΑΑ) με μεταπτυχιακές σπουδές στο San Jose State College των ΗΠΑ. Το 1966 κατέκτησε το Ασημένιο μετάλλιο στο Πανευρωπαϊκό της Βουδαπέστης, με άλμα πάνω από τα 5 μέτρα και δυο χρόνια αργότερα στους Αγώνες του Μεξικό κατέκτησε την τέταρτη θέση, πηδώντας στα 5.35μέτρα. Μπροστά του, ο δεύτερος Ολυμπιονίκης Κλάους Σιπρόφσκι και ο τρίτος Βόλφγκανγκ Νόρντβινγκ, οι οποίοι, σύμφωνα με αρχεία της Στάζι, φέρονται να είχαν κάνει χρήση απαγορευμένων ουσιών, με το ενδεχόμενο αφαίρεσης των μεταλλίων να παραμένει ανοικτό και τον Παπανικολάου να ανακηρύσσεται ενδεχομένως Αργυρός Ολυμπιονίκης. Ο Νόρντβινγκ εθεωρείτο πάντοτε ο μεγάλος του αντίπαλος και τα επόμενα χρόνια, με τον έναν αθλητή να παρακινεί τον άλλον να ξεπεράσει τα όριά του. Ο Παπανικολάου τα ξεπέρασε το Σάββατο 24 Οκτωβρίου του 1970 στο στάδιο Καραϊσκάκης. Ο ΣΕΓΑΣ είχε διοργανώσει ένα μίτινγκ μεταξύ μεικτών ομάδων Αθήνας-Βελιγραδίου, τους αγώνες παρακολούθησαν περί τους 10.000 θεατές, στην πλειοψηφία τους θαυμαστές του Τρικαλινού αθλητή. Με τον πήχη στα 4.40 μέτρα, είχε ολοκληρώσει τις προσπάθειές του ο δεύτερος του αγωνίσματος, Παντελής Νικολαΐδης (μετέπειτα βουλευτής του ΠΑΣΟΚ), και ο δρόμος για τον Χρήστο Παπανικολάου ήταν ορθάνοικτος για να το τολμήσει. Ξεκίνησε από τα 5 μέτρα, πέρασε και τα 5.20 και ζήτησε να μπει ο πήχης στα 5.47. Στο φαληρικό στάδιο την ώρα του άλματος επικρατούσε απόλυτη ησυχία, το ρολόι έδειχνε 17:49, ο Παπανικολάου συγκεντρωμένος και με άψογη τεχνική ξεκίνησε τη θρυλική κούρσα του κρατώντας το κοντάρι. Μόλις συνειδητοποιεί ότι περνά το ύψος, ξεσπά σε πανηγυρισμούς εν μέσω πανζουρλισμού και αποθέωσης. Φίλαθλοι εισβάλλουν στον αγωνιστικό χώρο, προσπαθούν να τον αγκαλιάσουν, να τον αγγίξουν, να πασπαλιστούν με τη “χρυσόσκονη” της ιστορικής στιγμής. Άφνου, η ένδειξη του φωτεινού πίνακα αλλάζει: Το 5.47 δίπλα στο «78» της φανέλας του Παπανικολάου μετατρέπεται σε 5.49 μετά την επαναμέτρηση. Νέοι, εντονότεροι πανηγυρισμοί. Ο Παπανικολάου τοποθετεί τον πήχη στα 5.54, αλλά αποτυγχάνει. Δεν έχει καμία σημασία. Είναι ο Παγκόσμιος ρέκορντμαν στο άλμα επί κοντώ. Χρειάστηκε να περάσει ενάμισης χρόνος για να καταρριφθεί το ρεκόρ του, στις 8 Απριλίου του ’72, το οποίο έσπασε ο Σουηδός Ίσακσον με άλμα στα 5.51 μέτρα. Στην Ελλάδα το ρεκόρ “στοίχειωσε” το αγώνισμα μέχρι το 1992, όταν ο Χρήστος Παλλάκης ξεπέρασε τα 5.52 μέτρα. Τίποτα δεν ήταν το ίδιο, αυτό το ρεκόρ δεν πλησίασε ούτε κατά φαντασίαν την επίδραση του ρεκόρ του Παπανικολάου στο Πανελλήνιο. Η έως τότε ασύλληπτη επιτυχία του Χρήστου Παπανικολάου παραμένει μοναδική, ήταν ο πρώτος και ο μόνος Έλληνας αθλητής που πέτυχε σε επίσημο αγώνα στίβου Παγκόσμιο ρεκόρ. Όσο κι αν μόχθησε το καθεστώς να οικειοποιηθεί την επιτυχία του, όσο κι αν προσπάθησε να την πιστωθεί ο Ασλανίδης, ο Παπανικολάου με τη διάρκειά του απέδειξε το αθλητικό του μεγαλείο. Δις Χρυσός Μεσογειονίκης, οκτώ φορές Χρυσός Βαλκανιονίκης, 12 φορές Πρωταθλητής Ελλάδος στο άλμα επί κοντώ και μία στο δέκαθλο. Συνολικά κατέρριψε και βελτίωσε το Πανελλήνιο ρεκόρ στο άλμα επί κοντώ 15 φορές. Η σχολή άλματος επί κοντώ στο ΔΑΚ Παλαιού Φαλήρου που λειτουργεί υπό την αιγίδα του Δήμου είναι δική του.
  • Στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 και ειδικότερα το 1971, χρονιά κατά την οποία ο Παναθηναϊκός αγωνίστηκε στον Τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο ποδόσφαιρο, αναδείχθηκε και η κορυφαία προσωπικότητα στον χώρο του ποδοσφαίρου, ο Μίμης Δομάζος. Γεννημένος το 1942 στην Αθήνα, σε ηλικία 17 ετών βρέθηκε στον Παναθηναϊκό, όπου έμεινε συνολικά για 20 χρόνια (1959-1978), έγινε αρχηγός και κατέκτησε εννέα Πρωταθλήματα, τρία Κύπελλα κι ένα Βαλκανικό Κύπελλο Συλλόγων (1977). Είναι ο πρώτος παίκτης σε συμμετοχές στο Ελληνικό Πρωτάθλημα (536 με 139 γκολ), ενώ διετέλεσε για χρόνια και αρχηγός της Εθνικής, μετρώντας 50 εμφανίσεις και τέσσερα γκολ. Κορυφαίο του επίτευγμα αποτέλεσε το γεγονός ότι ως αρχηγός οδήγησε τον Παναθηναϊκό στο μαγικό έπος του Γουέμπλεϊ, όπου η ομάδα της Αθήνας ηττήθηκε από τον Άγιαξ του Κρόιφ με 2-0. Ο Δομάζος ήταν εκ των ηγετών εκείνης της ομάδας και όρισε εκ νέου την έννοια της επιτυχίας σε εθνικό διασυλλογικό επίπεδο. Παντρεμένος από το 1967 ως το 1978 με την αείμνηστη λαϊκή τραγουδίστρια, Βίκυ Μοσχολιού, με την οποία απέκτησαν δύο κόρες, τη Ράνια και την Ευαγγελία. Αργότερα παντρεύτηκε την Αργυρώ Θεοδώρου, με την οποία έχουν μια κόρη, τη δημοσιογράφο, ραδιοφωνική παραγωγό και Δημοτική Σύμβουλο Αθηναίων, Πόπη Δομάζου. Διηγείται ο ίδιος: «Ακούγεται περίεργο, αλλά από την πρώτη μέρα, το 1960, είχα μεγάλη αυτοπεποίθηση. Έπαιζα δεξί εξτρέμ και πολλές φορές δεν μου έδιναν τη μπάλα. Στα 16 μου, μια φορά, με μεγάλους συμπαίκτες, έφυγα από το γήπεδο, για το λόγο αυτό. Είχα σιγουριά. Από τη μέρα που αισθάνθηκα ποδοσφαιριστής, κανείς δεν μπορούσε να μου κόψει τη μπάλα. Στην καριέρα μου, πέτυχα αρκετά. Έχω 536 συμμετοχές και μακάρι, μια μέρα, ένας Έλληνας να με περάσει. Έχω πάρει ένα αήττητο πρωτάθλημα. Και έχω παίξει έναν τελικό Πρωταθλητριών. Το μόνο που δεν κατάφερα είναι να αγωνιστώ σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο. Το έβλεπα αλλιώς το ποδόσφαιρο. Το αγαπούσα τόσο. Για μένα, είναι ο έρωτας, η αγάπη και η ζωή μαζί. Αυτά τα δύο έχω. Την οικογένειά μου και το ποδόσφαιρο. Από το ποδόσφαιρο, με λέγανε «Στρατηγό». Ακόμη έτσι με φωνάζουν».

ΜΕΡΟΣ Θ

blank

ΜΕΡΟΣ Ι

blank

ΜΕΡΟΣ Κ

Το 1980 στη Μόσχα: Με επικεφαλής τον Αντώνιο Τζήκα, παλαιό αθλητή του Ηρακλή Θεσσαλονίκης και μέλος, Αντιπρόεδρο και Πρόεδρο της ΕΟΕ από το 1974 έως το 1996, η Ελληνική ομάδα επανήλθε στις κατακτήσεις μεταλλίων. Σημαιοφόρος των 42 Ελλήνων αθλητών, ο ιστιοπλόος Ηλίας Χατζηπαυλής, Αργυρός Ολυμπιονίκης. Το Χάλκινο μετάλλιο στην κατηγορία σόλινγκ της ιστιοπλοΐας, με πλήρωμα τον Τάσο Μπουντούρη, τον Άρη Ραπανάκη και τον Άρη Γαβρίλη, και το επίσης Χάλκινο μετάλλιο του Γιώργου Χατζηιωαννίδη στην ελευθέρα πάλη της κατηγορίας των 62 κιλών θα εθεωρούντο ακόμα μεγαλύτερες επιτυχίες, εάν δεν υπήρχε το θαύμα του Στέλιου Μυγιάκη:

  • Ο Στέλιος Μυγιάκης (παγιωθείς και ως Μηγιάκης) γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1952, από πολύ νεαρή ηλικία αναδείχτηκε Πρωταθλητής Ελλάδος και συνολικά έχει κατακτήσει έξι Πανελλήνια Πρωταθλήματα. Πήρε μέρος σε τέσσερεις Ολυμπιάδες (1972 στο Μόναχο, 1976 στο Μόντρεαλ, 1980 στη Μόσχα, 1984 στο Λος Άντζελες). Στη Μόσχα έγινε ο πρώτος Έλληνας αθλητής στην Ελληνορωμαϊκή πάλη που κατέκτησε το Χρυσό μετάλλιο. Στο παλμαρέ του έχει πάρα πολλές διακρίσεις, με χαρακτηριστικότερες τα Πανελλήνια Πρωταθλήματα το 1974, το 1975, το 1976, το 1978 και το 1979, την πρώτη θέση στο Πανευρωπαϊκό του 1979 και δύο δεύτερες θέσεις το 1972 και το 1975, τη δεύτερη θέση στο Παγκόσμιο του 1983 (δις τέταρτος το 1974 και το 1979 και μία πέμπτη θέση το 1978), καθώς και ένα Χρυσό (1983) και δύο Αργυρά (1975, 1979) μετάλλια στους Μεσογειακούς Αγώνες. Η επιτυχία του, όπως έχει εκμυστηρευθεί, ήταν η πιο ωραία στιγμή της ζωής του, αφού χρόνια κούρασης και στερήσεων ανταμείφθηκαν. Ένας πραγματικός θρύλος της Ελληνορωμαϊκής, εμφανίστηκε για τελευταία φορά ως αθλητής στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1984 στο Λος Άντζελες και μετέπειτα συνέχισε την καριέρα του ως προπονητής της Εθνικής ομάδας, συμμετέχοντας στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ το 1988. Πλέον διατελεί Πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Ολυμπιονικών.
  • Τάσος Μπουντούρης, Τάσος Γαβρίλης και Αριστείδης Ραπανάκης, μετά από έναν συγκλονιστικό αγώνα, όπου πήραν μέρος εννέα σκάφη, κατέκτησαν το Χάλκινο μετάλλιο στην κατηγορία σόλινγκ της ιστιοπλοΐας. Ο ανταγωνισμός υψηλότατος, σκληρός και διαρκής. Οι Έλληνες ιστιοπλόοι ξεκίνησαν άσχημα στις πρώτες ιστιοδρομίες αλλά στη συνέχεια υπήρξε σημαντική βελτίωση από κούρσα σε κούρσα. Μέχρι το φινάλε υπήρχαν ουσιαστικά ελπίδες ακόμα και για το Χρυσό μετάλλιο, αλλά οι προπορευόμενοι Δανοί (Γιένσεν, Μπαντολόφσκι και Χάνσεν) και Σοβιετικοί (Μ. Μπούντνικοφ, Α. Μπούντνικοφ και Πόλιακοφ) άντεξαν και η ελληνική τριάδα κατέκτησε την τρίτη θέση. «Όταν πήγαμε στη Μόσχα, το μυαλό μας βρισκόταν στη κατάκτηση ενός μεταλλίου. Αυτή ήταν και η νοοτροπία μου, πάντα υψηλός στόχος και γιατί όχι και ένα χρυσό εκεί. Μέσα μου θυμάμαι ότι θεωρούσα σίγουρη τη κατάκτηση ενός μεταλλίου. Νομίζω το χρυσό χάθηκε από μια ένσταση που εμείς δεν είχαμε ανάμειξη και μας έριξε στην 3η θέση. Το βράδυ μετά την απονομή γιορτάσαμε με γλέντι την επιτυχία μας, απίστευτες στιγμές στα αλήθεια. Ίσως αν είχαμε κάνει καλύτερη προετοιμασία, βλέπετε υπήρχαν τότε υποτυπώδεις υποδομές, να πετυχαίναμε κάτι πολύ μεγαλύτερο», θυμάται ο ρέκορντμαν Τάσος Μπουντούρης (1955), με συμμετοχή σε έξι Ολυμπιακούς Αγώνες με τρεις διαφορετικές κλάσεις σκαφών, φιν, σόλινγκ και σταρ. 1976 (έκτος), 1980 (τρίτος), 1984 (έκτος), 1988 (18ος), 1992 (20ος), 1996 (τέταρτος). Μαζί με την Άγη Κασούμη και την Ευαγγελία Ψάρρα κατέχουν το ρεκόρ συμμετοχών σε Ολυμπιακούς Αγώνες.
  • Ο γεννημένος από Έλληνες γονείς στο Καζακστάν το 1952, Γιώργος Χατζηιωαννίδης, επαναπατρίστηκε στην Ελλάδα το 1967. Ξεκίνησε από τον Άτλαντα Καλλιθέας την αθλητική του δραστηριότητα στην Ελλάδα και καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘70 εξελίχθηκε σε κορυφαίο Έλληνα αθλητή της ελευθέρας πάλης. Τέταρτη θέση στο Πανευρωπαϊκό του 1973, τρεις φορές πέμπτος το 1974, το 1977 και το 1980, ο Χατζηιωαννίδης είναι από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις αθλητών που δούλεψαν, μόχθησαν και εν τέλει τα κατάφεραν. Η πρώτη του συμμετοχή σε Αγώνες έγινε το 1972 στο Μόναχο, όπου στην κατηγορία των 57 κιλών της ελευθέρας είχε μία νίκη και δύο ήττες. Το 1976 στο Μόντρεαλ κατέλαβε την έβδομη θέση και στη Μόσχα ανέβηκε στο βάθρο (Χάλκινο μετάλλιο στην ελευθέρα πάλη της κατηγορίας των 62 κιλών), παρά το γεγονός ότι αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα τραυματισμού στο γόνατο. Ενώ οι ιθύνοντες ιατροί του συνέστησαν να αποσυρθεί προκειμένου να μην αποκτήσει μόνιμη ζημιά στο γόνατό του, συνέχισε ιδία πρωτοβουλία και πάλεψε αρχικά με τον Σοβιετικό Μαγκομεντγκασάν Αμπούσεφ (μετέπειτα Χρυσό Ολυμπιονίκη) και εν συνεχεία με τον Βούλγαρο Μίκο Ντούκοφ, ο οποίος κατέκτησε το Ασημένιο μετάλλιο. Οι ήττες του Κασκαρέτ από τον Αμπούσεφ και του Σουτέου από τον Ντούκοφ επιβράβευσαν το πείσμα και την επιμονή του Έλληνα Πρωταθλητή, ο οποίος κατέκτησε συγκινημένος το Χάλκινο μετάλλιο. Μετά την απόσυρσή του από την ενεργό δράση, έγινε προπονητής της Εθνικής ομάδας ελευθέρας πάλης, ενώ ο γιος του, Πέτρος, είναι επίσης αθλητής της πάλης.

Στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 η χώρα μας είχε την τύχη να διαθέτει δύο σπουδαίες αθλήτριες, κορυφαίες σε παγκόσμιο επίπεδο στο αγώνισμα του ακοντισμού, οι οποίες αποτέλεσαν το πρώτο μεταπολεμικό δείγμα ανάκαμψης του ελληνικού γυναικείου αθλητισμού σε υψηλό επίπεδο διακρίσεων:

    • Η Άννα Βερούλη γεννήθηκε στην Καβάλα το 1956, ξεκίνησε τον αθλητισμό από τα 14 της χρόνια και αποσύρθηκε από την ενεργό δράση το 1993, σε ηλικία 36 ετών. Σημαντικότερη στιγμή στην σταδιοδρομία της υπήρξε η κατάκτηση του Χρυσού μεταλλίου στο άθλημα του ακοντισμού, στους Πανευρωπαϊκούς Αγώνες στίβου το 1982, στα εγκαίνια του Ολυμπιακού σταδίου στην Αθήνα, με επίδοση 70.02 μέτρα, το πρώτο Χρυσό μετάλλιο για Ελληνίδα αθλήτρια στη διοργάνωση. Έναν χρόνο μετά, στο Ελσίνκι, ακολούθησε το Χάλκινο μετάλλιο, με βολή στα 65.72 μέτρα. Για τους Αγώνες του Λος Άντζελες θεωρήθηκε η μεγάλη ελπίδα της χώρας για μετάλλιο, ωστόσο αποκλείστηκε από τους αγώνες, έχοντας χρησιμοποιήσει την απαγορευμένη ουσία ναδρολόνη και αφότου είχε αποτύχει με τις βολές να προκριθεί στον Τελικό. Μετείχε επίσης και στους Αγώνες του 1988 και του 1992, όπου και πάλι δεν κατάφερε να προκριθεί στον τελικό. Αποσύρθηκε το 1993 και ο Δήμος Καβάλας προς τιμήν της ονόμασε το εντός αστικού ιστού στάδιο της πόλης «Βερούλειο». Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 ασχολείται ενεργά με την τοπική αυτοδιοίκηση.
    • Η Σοφία Σακοράφα γεννήθηκε το 1957 στα Τρίκαλα και από τα 15 της χρόνια ξεκίνησε να ασχολείται ενεργά με τον αθλητισμό και το ακόντιο. Αθλήτρια του ΓΣ Τρικάλων, το ταλέντο της υπήρξε αξιοσημείωτο και μοναδικό για τα ελληνικά δεδομένα, μιας και κατέγραψε στη διαδρομή της 17 καταρρίψεις του Πανελλήνιου ρεκόρ. Στις 26 Σεπτεμβρίου του 1982 στα Βενιζέλεια (Χανιά) κατέρριψε το Παγκόσμιο ρεκόρ με ρίψη στα 74.20 μέτρα, επίδοση η οποία παρέμεινε Πανελλήνιο ρεκόρ μέχρι την εισαγωγή του νέου τύπου ακοντίου, οπότε και όλα τα ρεκόρ μηδενίστηκαν. Παρέμεινε κάτοχος του Παγκόσμιου ρεκόρ στον ανοιχτό στίβο έως και την 13η Ιουνίου του 1983, όταν στο Τάμπερε της Φινλανδίας η ιστορική της αντίπαλος, Τίνα Λίλακ, το κατέρριψε με επίδοση 74.76 μέτρα. Είναι απόφοιτη της Εθνικής Ακαδημίας Σωματικής Αγωγής Θεσσαλονίκης, πολλάκις Πρωταθλήτρια Ελλάδος στο ακόντιο και κάτοχος ενός Χάλκινου μεταλλίου στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Αθήνας το 1982 καθώς και ενός Χρυσού και ενός Χάλκινου μεταλλίου στους Μεσογειακούς Αγώνες του Σπλιτ το 1979 και της Λατάκειας το 1987 αντίστοιχα. Η πολυσχιδής της προσωπικότητα την έφερε στην ενεργό πολιτική, όπου έχει διατελέσει Βουλευτής και Ευρωβουλευτής, ενώ στην ΙΗ’ Κοινοβουλευτική Περίοδο κατέχει το αξίωμα της Αντιπροέδρου της Βουλής των Ελλήνων. Η Σοφία Σακοράφα από το 2021 είναι και η Πρόεδρος του ΣΕΓΑΣ.

Το 1972 στο Μόναχο: Ενώ η Χούντα είχε μεγάλες φιλοδοξίες για τους Αγώνες στο Μόναχο, τα πάντα επισκιάστηκαν από το «Munich Massacre». Ήταν 5 Σεπτεμβρίου, όταν οκτώ Παλαιστίνιοι της οργάνωσης Μαύρος Σεπτέμβρης εισέβαλαν στο Ολυμπιακό Χωριό και στο κτήριο όπου διέμενε η αποστολή του Ισραήλ. Δύο Ισραηλινοί αντιστάθηκαν και θανατώθηκαν αμέσως, εννιά κρατήθηκαν όμηροι. Ένας κύκλος διαπραγματεύσεων ξεκίνησε αμέσως με την Κυβέρνηση του Ισραήλ να αρνείται εξαρχής να ικανοποιήσει το αίτημα των εισβολέων για απελευθέρωση 200 κρατουμένων από τις ισραηλινές φυλακές. Όμηροι και τρομοκράτες μεταφέρθηκαν με ελικόπτερα σε γειτονικό αεροδρόμιο, αλλά η επέμβαση της αστυνομίας επέφερε τον θάνατο των εννιά Ισραηλινών, πέντε Παλαιστινίων και ενός αστυνομικού. Οι αγώνες προς στιγμήν διακόπηκαν και τελικά, μετά από δύσκολες διαβουλεύσεις, συνεχίστηκαν και πάλι μετά από 34 ώρες. Με τα γεγονότα της 5ης Σεπτεμβρίου επισκιάστηκε στο αγωνιστικό μέρος η μορφή του Αμερικανού κολυμβητή, Μαρκ Σπιτς, ο οποίος κατόρθωσε να κατακτήσει επτά Χρυσά μετάλλια, αλλά και η νίκη των Σοβιετικών επί των ΗΠΑ στο μπάσκετ, με καλάθι του Σεργκέι Μπέλοφ σε νεκρό χρόνο. Την Ελλάδα οδήγησε ως επικεφαλής της αποστολής ο Ευάγγελος Μοιρόπουλος, Πρόεδρος του ΣΕΓΑΣ και Αντιπρόεδρος της ΕΟΕ (1969-1974), παλαιός δρομέας και Βαλκανιονίκης. Σημαιοφόρος των 60 Ελλήνων αθλητών ήταν ο επικοντιστής Χρήστος Παπανικολάου του Παναθηναϊκού ΑΟ, Παγκόσμιος ρέκορντμαν:

  • Εκτός από το Ασημένιο μετάλλιο του Γαλακτόπουλου (Ελληνορωμαϊκή στην κατηγορία των 74 κιλών, απένταντι στον Τσεχοσλοβάκο Βίτσεσλαβ Μάχα), η Ελλάδα κατέκτησε το Ασημένιο μετάλλιο στην ιστοπλοΐα στην κατηγορία φιν, με τον Ηλία Χατζηπαυλή. Ο γεννηθείς το 1949 στον Πειραιά ιστιοπλόος συμμετείχε σε τέσσερεις Ολυμπιάδες από το 1972 έως το 1988, με κορυφαία επίδοση το Ασημένιο μετάλλιο στην παρθενική του εμφάνιση. Στους επόμενους Αγώνες, το 1980, το 1984 και το 1988 τερμάτισε 10ος, έκτος και 12ος αντίστοιχα. Ο Χατζηπαυλής ξεκίνησε την κωπηλασία το 1965 στον ΝΑΣ και πέρασε στην ιστιοπλοΐα και την κατηγορία φιν το 1969, όταν πήρε μεταγραφή στον Ολυμπιακό. Ανακηρύχθηκε Πρωταθλητής Ελλάδος στα φιν για πρώτη φορά το 1970 και την ίδια χρονιά εκπροσώπησε τα ελληνικά χρώματα στο Βαλκανικό Πρωτάθλημα. Ο Χατζηπαυλής τερμάτισε τρίτος στο Ευρωπαϊκό του 1974 στα φιν, τρίτος στο Παγκόσμιο του 1981 στην κατηγορία σταρ, ενώ έχει δύο Ασημένια και ένα Χάλκινο μετάλλιο σε Μεσογειακούς αγώνες.

Το 1976 στο Μόντρεαλ: Η ελεύθερη και δημοκρατική Ελλάδα εισήλθε στο Ολυμπιακό στάδιο με επικεφαλής τον παλαιό κωπηλάτη του ΝΑΣ, Γεώργιο «Τζώρτζη» Αθανασιάδη, τότε Αντιπρόεδρο και μετέπειτα Πρόεδρο της ΕΟΕ (1974-1983, όταν και δολοφονήθηκε). Σημαιοφόρος των 37 Ελλήνων αθλητών, ο σπρίντερ Βασίλης Παπαγεωργόπουλος του Αετού Θεσσαλονίκης:

  • Παρά τις μεγάλες προσδοκίες κυρίως από τον «φτερωτό γιατρό», όπως ήταν το προσωνύμιο του Παπαγεωργόπουλου, η ελληνική αποστολή δεν κατόρθωσε να επιστρέψει με ένα μετάλλιο. Ο Παπαγεωργόπουλος υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους δρομείς ταχύτητας στην Ελλάδα. Αναδείχθηκε πολλάκις Πρωταθλητής Ελλάδος και Βαλκανιονίκης στα 100 μέτρα και κατέκτησε τρία μετάλλια σε Πανευρωπαϊκούς, το πρώτο στο Ελσίνκι το 1971, το δεύτερο το 1972 στη Γκρενόμπλ και το τρίτο το 1976 στο Μόναχο. Πρωταγωνίστησε επί πολλά χρόνια στους διεθνείς στίβους, ισοφάρισε το Πανευρωπαϊκό ρεκόρ στα 100 μέτρα και ήταν κάτοχος του Πανελλήνιου ρεκόρ στα 100 μέτρα επί 21 συναπτά έτη. Στις 31 Αυγούστου 1969 μαζί με τους Μικελίδη, Κιτράκη και Αργύρη αποτέλεσαν μέλη της Εθνικής ομάδας που κατέρριψε στη Σόφια το Πανελλήνιο ρεκόρ στα 4×100 μέτρα με χρόνο 40.5, ενώ το 1970 σημείωσε την ασύλληπτη ως τότε επίδοση των 10.2 δευτερολέπτων. Το 1971 ανακηρύχθηκε καλύτερος Έλληνας αθλητής της χρονιάς από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αθλητικού Τύπου. Εκτός από το Μόντρεαλ, πήρε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου το 1972. Το 1980 εξελέγη Πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Αθλητικών Σωματείων Θεσσαλονίκης. Σπούδασε στην Οδοντιατρική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, απ’ όπου πήρε το πτυχίο του χειρουργού οδοντιάτρου. Άσκησε το επάγγελμα του οδοντιάτρου μέχρι το 1981, οπότε και εξελέγη Βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης με τη Νέα Δημοκρατία, το 1991-1992 διετέλεσε Υφυπουργός Πολιτισμού αρμόδιος για θέματα Αθλητισμού και ακολούθως το 1999 Δήμαρχος Θεσσαλονίκης. Έχει κριθεί ένοχος για τα αδικήματα της υπεξαίρεσης δημόσιου χρήματος και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατά την περίοδο της θητείας του στον Δήμο Θεσσαλονίκης.
blank

ΜΕΡΟΣ Λ

blank

Το 1984 στο Λος Άντζελες: Επικεφαλής της αποστολής ήταν ο Μιχαήλ Μαστρανδρέας, Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Πετοσφαίρισης και Ταμίας της ΕΟΕ (1981-1988), με Σημαιοφόρο των 67 Ελλήνων αθλητών τον παλαιστή Χρυσό Ολυμπιονίκη, Στέλιο Μυγιάκη, αθλητή του Εθνικού ΓΣ Αθηνών. Ξανά η πάλη χάρισε δύο μετάλλια στην Ελλάδα, με τον Δημήτρη Θανόπουλο και τον Μπάμπη Χολίδη:       

  • Ο Δημήτρης Θανόπουλος γεννήθηκε στη Στεμνίτσα Αρκαδίας το 1959, σε ηλικία 13 ετών ήλθε στην Αθήνα, όπου πρωτοασχολήθηκε με την πάλη. Άκρως τεχνικός και ταλαντούχος, αναδείχτηκε εννέα φορές Πρωταθλητής Ελλάδος, κατέκτησε το Πανευρωπαϊκό του 1982, κατετάγη δεύτερος το 1984, ενώ το 1983 κατέκτησε το Χάλκινο μετάλλιο και στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα. Έλαβε μέρος στους Αγώνες της Μόσχας, του Λος Άντζελες και της Σεούλ, με κορυφαία διάκριση το Ασημένιο μετάλλιο στις ΗΠΑ στην κατηγόρια των 82 κιλών, το δεύτερο μετάλλιο στην Ελληνορωμαϊκή πάλη μετά τον Στέλιο Μυγιάκη. Διετέλεσε από το 1998 μέχρι και το 2000 προπονητής της Εθνικής ομάδας Ελληνορωμαϊκής και μαζί με τον Γιώργο Ρουμπάνη ίδρυσαν τον Σύλλογο Ελλήνων Ολυμπιονικών το 1985.
  • Ο Μπάμπης Χολίδης (1956-2019) υπήρξε από τους σημαντικότερους αθλητές της Ελληνορωμαϊκής πάλης. Γεννημένος και εκείνος στο Καζακστάν, το 1968 έκανε τα πρώτα του βήματα στην πάλη. Έλαβε μέρος σε τέσσερεις Ολυμπιάδες (Μόντρεαλ, Μόσχα, Λος Άντζελες και Σεούλ) κατακτώντας 2 Ολυμπιακά μετάλλια. Το πρώτο Χάλκινο το 1984, χάνοντας στα σημεία από τον ξεκούραστο Ιάπωνα Μασάκι Έτο μετά από έναν συγκλονιστικό ημιτελικό. Κατόπιν ο Χολίδης, επιδεικνύοντας τεράστια ψυχικά αποθέματα, επικράτησε του Ρουμάνου Νικολάε Ζαμφίρ και κατέκτησε ένα από τα πιο συγκινητικά μετάλλια στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού. Το 1988 στην Σεούλ αγωνίστηκε μετά από εγχείρηση στο γόνατο και κλήθηκε να αντιμετωπίσει τη “νέμεσή” του, Αλεξάντερ Τσεστάκοφ, έναν αθλητή που τον είχε κερδίσει πολύ εύκολα λίγους μήνες πριν στο Πανευρωπαϊκό. Ο Χολίδης επικράτησε, κάνοντας τη μεγάλη έκπληξη, και ακολούθως οι νίκες με τους Λιούνγκμπεκ, Αμάντο και Χο τον έφεραν στο κατώφλι ενός ακόμα τελικού. Ο Βούλγαρος Μπάλοφ τον κατέβαλε, αλλά στον μικρό Τελικό ο Έλληνας αθλητής διέλυσε τον Κινέζο Ζαν Λινγκ και κατέκτησε ένα ακόμα Χάλκινο μετάλλιο, το μοναδικό της ελληνικής αποστολής στη διοργάνωση. Μετά την απόσυρσή του, ξεκίνησε την προπονητική του καριέρα το 1989 στον Άτλαντα Καλλιθέας και το 1990 ανέλαβε την Εθνική ομάδα Παίδων. Το 1996 καθοδήγησε τον Γιώργο Ποζίδη στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα, ενώ από το 1998 μέχρι και το 2000 μαζί με τον Δημήτρη Θανόπουλο και τον Αριστείδη Γρηγοράκη υπήρξαν προπονητές της Εθνικής ομάδας Ανδρών. Πέθανε ξαφνικά στις 26 Ιουνίου 2019, σε ηλικία 62 ετών, από ανακοπή καρδιάς. Έπειτα από απόφαση του Δήμου Αχαρνών και της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού, το κλειστό γυμναστήριο της περιοχής προς τιμήν του ονομάστηκε Δημοτικό Γυμναστήριο Αχαρνών Ολυμπιονίκης «Μπάμπης Χολίδης».
  • Νίκος Γκάλης (μέρος πρώτο): Πριν ξεκινήσει η προετοιμασία για την αποστολή στη Νότια Κορέα, η Ελλάδα ζούσε στους ρυθμούς ενός ομογενούς, γιου μεταναστών από τη Ρόδο και το Κουρού Τσεσμέ. Δεν υπάρχει πιο επιδραστικός αθλητής στον ελληνικό αθλητισμό, ο Νίκος Γκάλης ήταν, είναι και παραμένει ο μοναδικός άνθρωπος που άλλαξε τον ρου της ιστορίας ενός αθλήματος στην Ελλάδα. Γεννήθηκε στις 23 Ιουλίου του 1957 στο French Hospital του Μανχάταν, μεταξύ της 8ης και της 9ης Λεωφόρου, στην 330 West 30th Street του Τσέλσι της Νέας Υόρκης,σε ένα νοσοκομείο που κατεδαφίστηκε το 1977 και δεν υπάρχει πια. Γεννημένος λίγο πριν μπουν τα ‘60s, δεκαετία που άλλαξε τις ΗΠΑ και μέρος της παγκόσμιας ιστορίας. Στις γειτονιές της Γιούνιον Σίτι πρωτόπαιξε μπάσκετ, εκεί μεγάλωσε, εκεί πήγε σχολείο, στο θρυλικό Φάιβ Πόιντς κυκλοφορούσε. Όταν ήταν παιδί, του άρεσε η πυγμαχία, εν πρώτοις επειδή ήταν ένα σπορ με το οποίο ασχολήθηκε ο πατέρας του και κατόπιν εξαιτίας της ευρύτατης δημοφιλίας του αθλήματος και της μορφής που δέσποζε τότε στις πολυπολιτισμικές γειτονιές των ΗΠΑ, του Μοχάμεντ Άλι. Η πολυπολιτισμικότητα καθόρισε και την προσωπικότητά του, κατά μήκος της Hudson Avenue συναντούσες όλες τις φυλές του Ισραήλ, Αφροαμερικάνους, Πορτορικάνους, Ιταλούς, Έλληνες. Ο Γκάλης έκανε παρέα με όλους, στα μαθήματα δεν ήταν καλός, τα ενδιαφέροντά του επικεντρώνονταν κυρίως στον αθλητισμό, στο φούτμπολ, το μπέιζμπολ, το χόκεϊ, την πυγμαχία. Του άρεσε πολύ το (αμερικάνικο) ποδόσφαιρο, ήταν μάλιστα αξιοπρόσεκτος ράνινγκ μπακ λόγω του χαμηλού κέντρου βάρους, της δύναμης και της ταχύτητάς του. Αρχές της δεκαετίας του ‘70 όμως ολόκληρη η πολιτεία της Νέας Υόρκης ερωτεύτηκε το μπάσκετ. Ήταν η εποχή κατά την οποία ο Γουόλτ Φρέιζιερ έγινε το απόλυτο σύμβολο εκείνης της θρυλικής ομάδας των Νικς, μαζί με τον τεράστιο Γουίλις Ριντ, τον “El Cid” της κατάκτησης του Πρωταθλήματος του ΝΒΑ το 1970. Ο Νίκος μόλις είχε ξεκινήσει το γυμνάσιο στο Union Hill, το δημόσιο σχολείο της Γιούνιον Σίτι. Εκεί έκανε τα πρώτα του σουτ, στους Χίλερς γνώρισε τους πρώτους του προπονητές, τον Μπιλ Μακίβερ και μετά τον Σαμ Ντε Πιάνο, έναν άνθρωπο που αγαπούσε πολύ το μπάσκετ. Κατέληξε στη φανέλα με το νούμερο «11», ήταν το μελαχρινό αγόρι που ήθελε την μπάλα δική του, οι πρώτοι του συμπαίκτες ήταν ο Καλότζερο, ο Χερνάντεζ, ο Άμερμαν, ο Γκόμεζ, ο Τραϊάνα, ο Ροντρίγκεζ. Σίγουρα τους θυμάται και χαμογελά, μαζί τους πρωτοξεκίνησε το δικό του δύσβατο μονοπάτι. Τρία State Sectional Championships κατέκτησαν οι Χίλερς, ο Γκάλης έπαιζε μέχρι και σμολ φόργουορντ, η φυσική του ροπή στα σπορ και δη στο μπάσκετ ήταν ευδιάκριτη και στα μάτια ενός άσχετου με το σπορ. Ήταν τόσο καλός , ώστε η Γιούνιον Σίτι αποδείχτηκε πολύ μικρή. Άλλοτε μαζί με τους φίλους του περπατούσαν για ώρες για να περάσουν απέναντι στο Βόρειο Μανχάταν, άλλοτε έπαιρνε το λεωφορείο κι απ’ το Λίνκολν Τούνελ έφτανε στα ανοιχτά γήπεδα του Χάρλεμ για να ανταγωνιστεί τους καλύτερους και τους πιο ικανούς. Εκεί έγινε άντρας ο Γκάλης, εκεί πρωτοτσακώθηκε, εκεί κατάλαβε πόσο σημαντικό είναι να βελτιώνεται και να μην επαναπαύεται, εκεί έκανε πράξη τη συμβουλή του πατέρα του, να πολεμάει, να απαντά στη γροθιά με γροθιά και να μην υποχωρεί ποτέ. Τρόπον τινά έγινε στάση ζωής για τον Γκάλη εκείνη η συμβουλή του Γιώργου Γεωργαλή. Ελάχιστα είναι τα πράγματα που τον καθόρισαν και τα γνωρίζουμε. τα παιδικά του χρόνια, η σχέση με τους γονείς και τα αδέρφια του είναι άγνωστες πτυχές της ζωής του, αφού ανέκαθεν προστάτευε την ιδιωτικότητά του και την προσωπική του ζωή. Κατά τα λοιπά, είχε αφομοιωθεί πλήρως στον αμερικάνικο τρόπο ζωής, φοιτούσε σε μη ελληνόφωνο σχολείο, στο σπίτι μόνο άκουγε κάποια ελληνικά, για την πατρίδα των γονέων του δεν ήξερε πολλά, μόνο ό,τι του διηγούντο οι δικοί του, κυρίως η Στέλλα, η μάνα του, η μεγάλη αδυναμία του. Δεν είχαν κανένα πρόβλημα οι γονείς του με το γεγονός ότι παραμελούσε τα μαθήματα και είχε ρίξει το βάρος στο μπάσκετ. Ήταν ευτυχισμένος, όταν έπαιζε μπάσκετ. Του κέντριζε το ενδιαφέρον το παιχνίδι, του άρεσε η προπόνηση, οι προπονητές έμεναν επί ώρες μαζί του στο κλειστό για να τον βοηθήσουν να κατανοήσει περισσότερο το παιχνίδι. Ήταν απίστευτη η θέληση του Γκάλη, η αυταπάρνηση και η αφοσίωσή του στην προπόνηση. Ήθελε, σχεδόν απαιτούσε από τον εαυτό του να γίνει καλύτερος, να τα βάζει με τους καλύτερους, σε κάθε αγώνα να εμφανίζεται βελτιωμένος. Η πολύ καλή του παρουσία στο μπάσκετ και στο Λύκειο σε συνδυασμό με την σχεδόν αδιαφορία του για τα μαθήματα και το διάβασμα έπεισαν και τον δύσπιστο πατέρα του να ενδώσει στην πρόθεση του Νίκου να στηρίξει το μέλλον του στον αθλητισμό. Ανέκαθεν ο πατέρας του επιθυμούσε ο γιος του να σπουδάσει, να μάθει γράμματα, να διαπρέψει στον τομέα στον οποίον η γενιά των ξενιτεμένων και των ξεριζωμένων ανθρώπων εκ των πραγμάτων δεν μπόρεσε να εισχωρήσει. Αποφοιτά από το Union High ήδη με τη στάμπα του μπασκετμπολίστα, λογίζεται εκ των προτέρων ως κορυφαίος, στο λεύκωμα αποφοίτων αναφέρεται ούτε λίγο ούτε πολύ ως «το κάτι άλλο που θα διαπρέψει και θα κερδίσει σεβασμό και φιλίες, επειδή είναι ο εαυτός του». Δεν είναι μακριά από την αλήθεια η περιγραφή μιας χούφτας προτάσεων στο βιβλίο της αποφοίτησης. Ο «Nick», όπως αναφέρεται στο επετειακό βιβλίο, είναι αυτό το χαμογελαστό μελαχρινό αγόρι που μοιάζει ήδη άντρας, είναι ένας απλός άνθρωπος και αυτό ακριβώς τον καθιστά πολύ δύσκολο στην ανάγνωση. Το απλό είναι και το πιο περίπλοκο. Το καλοκαίρι του 1975, σε μια ακόμα χρονιά ταραχών οπότε οι ΗΠΑ προσπαθούν να μεταβολίσουν το σκάνδαλο «Γουότεργκεϊτ», ο Νίκος καλείται να επιλέξει το μέλλον του. Καταλήγει στο Physical Education στην αίτησή του, κάτι αντίστοιχο με τη Γυμναστική Ακαδημία, και πλέον πρέπει να αποφασίσει σε ποιο Πανεπιστήμιο θα φοιτήσει.

ΜΕΡΟΣ Μ

blank
blank

ΜΕΡΟΣ N

  • Νίκος Γκάλης (μέρος δεύτερο): Ο ίδιος ο Γκάλης το έχει αποτυπώσει καλύτερα απ’ όλους: «Κάθε παίκτης του μπάσκετ στην Αμερική έχει ένα όνειρο, να παίξει στο ΝΒΑ με τους καλύτερους. Εγώ δεν μπορούσα φυσικά να αποτελέσω εξαίρεση. Ήθελα να γνωρίσω αυτόν τον μαγικό κόσμο και πίστευα ότι θα κατάφερνα και να διακριθώ. Όταν όμως είδα το όνειρό μου να μην γίνεται πραγματικότητα με την πρώτη προσπάθεια, αποφάσισα να συνεχίσω σε μια άγνωστη μέχρι τότε για μένα χώρα, στην πατρίδα του πατέρα μου και της μητέρας μου, την οποία έστω και από μακριά την ένιωθα κατά κάποιον τρόπο ως την πραγματική δική μου πατρίδα. Μπορώ ανεπιφύλακτα να πω ότι εκείνο το καλοκαίρι του 1979 ναι μεν δεν εκπληρώθηκε η μεγάλη μου επαγγελματική φιλοδοξία να παίξω στο ΝΒΑ, αλλά από την απόφαση που πήρα, να συνεχίσω δηλαδή την καριέρα μου στην Ελλάδα, κέρδισα περισσότερα ως άνθρωπος και επιπλέον πιστεύω ότι η μικρή προσφορά μου στην Ελλάδα και το μπάσκετ της είναι πολυτιμότερη από οποιαδήποτε ενδεχόμενη προσωπική μου διάκριση στο ΝΒΑ». Σε μία παράγραφο όλο το επιμύθιο. Είναι γεγονός ότι πικράθηκε πολύ, γιατί “κόπηκε” από την προεπιλογή των Σέλτικς και δεν έπαιξε στο ΝΒΑ, στενοχωρήθηκε, ένιωσε δικαίως ότι αδικήθηκε. Η Στέλλα πίσω στο σπίτι όχι σε επικίνδυνη αλλά σε κρίσιμη ακόμη κατάσταση από το εγκεφαλικό που απείλησε τη ζωή της, το επαγγελματικό μέλλον αβέβαιο, οι πρώτες σκέψεις για επιστροφή στην πατρίδα. Τον είχε πλησιάσει ο Γιώργος Καστρινάκης, ο ομογενής παίκτης του Ολυμπιακού, του είχε μιλήσει για το ενδεχόμενο να ενταχθεί στους Ερυθρόλευκους. Το ενδιαφέρον ατόνησε, ακολούθησε ο Παναθηναϊκός μέσω του Ελληνοαμερικανού επιχειρηματία της Αστόρια, Μέττου Λάγια, ο οποίος είχε μεσολαβήσει και για να έρθει ο Στεργάκος στην Αθήνα, και σύντομα και ο Άρης, μετά από μια τυχαία κουβέντα στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία στην Αθήνα μεταξύ του πρώην Προέδρου του συλλόγου, Μενελάου Χατζηγεωργίου, και του τότε Βουλευτή και Γενικού Διευθυντή του Ιδρύματος «Βασιλεύς Παύλος», Δημήτρη Βρεττάκου. Ενώ ο Παναθηναϊκός εμφανιζόταν και στον Τύπο ως βέβαιος προορισμός και επόμενος σταθμός στην καριέρα του Γκάλη, εκείνη η κουβέντα στο ξενοδοχείο της πλατείας Συντάγματος πυροδότησε ένα πολύ έντονο ενδιαφέρον από πλευράς Άρη, με τον Χατζηγεωργίου να δίνει ρητή εντολή στον τότε Έφορο της ομάδας, Γιώργο Τσιλιγκαρίδη, να ταξιδέψει στην Αμερική και να επιστρέψει πάση θυσία με τον παίκτη. Δίχως να μιλάει λέξη αγγλικά και με 10.000 δολάρια διάσπαρτα σε τσέπες και βαλίτσα, ο Τσιλιγκαρίδης φτάνει στη Νέα Υόρκη και προσεγγίζει με τέτοιον τρόπο την οικογένεια Γκάλη, ώστε ο Νίκος έχει δεύτερες σκέψεις σχετικά με τη “σίγουρη” μεταγραφή του στον Παναθηναϊκό. Όταν δε ο Τσιλιγκαρίδης του χτυπά τον εγωισμό και του λέει ότι ο Άρης είναι ο Πρωταθλητής Ελλάδας, ο Γκάλης μαλάκωσε σε τεράστιο βαθμό. Ο παράγοντας ωστόσο που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην απόφασή του ήταν ο εξαιρετικός τρόπος με τον οποίον οι άνθρωποι του Άρη πλησίασαν την οικογένεια. Ενδιαφέρθηκαν για τη μητέρα του, ο μακαρίτης ο Τσιλιγκαρίδης μπήκε στο σπίτι με δύο εικόνες της Παναγίας, μίλησε μαζί της, υποσχέθηκε ότι θα τον προσέχει σαν γιο του και σεβάστηκε την ιστορία της οικογένειας και του σπιτιού που τον υποδέχθηκε. Μέτρησαν πάρα πολύ για τον Νίκο αυτές οι κινήσεις του Τσιλιγκαρίδη και των ανθρώπων του Άρη, του απέδειξαν ότι τον ήθελαν πάρα πολύ, τον έκαναν να νιώσει ξεχωριστός, γιατί είχαν αντιληφθεί εξαρχής αυτό που λίγο αργότερα είπε ο “Πατριάρχης” του συλλόγου, Ανέστης Πεταλίδης: «Εδώ έχουμε να κάνουμε με φαινόμενο και έναν άνθρωπο που θα αλλάξει ολόκληρο το άθλημα στην Ελλάδα». Ενώ λοιπόν τον Σεπτέμβριο οι εφημερίδες δημοσίευαν φωτογραφίες του νέου αστέρα του Παναθηναϊκού, Νίκου Γκάλη (ή «Νικ Γκάλις», όπως τον έγραφαν στην αρχή), ο Τσιλιγκαρίδης, συζητώντας με τον δικηγόρο του παίκτη στο Νιου Τζέρσι, με απόλυτα “ελληνικό” τρόπο του περνάει 5.000 δολάρια σε έναν φάκελο και απομένει μόνο η συμφωνία με τον Νίκο. Ο Γκάλης συμφωνεί με λιγότερα χρήματα απ’ όσα του έταζαν στον Παναθηναϊκό, δέχεται να ταξιδέψει στην πατρίδα των γονέων του για να βοηθήσει οικονομικά την κατάκοιτη Στέλλα και βγάζει εισιτήριο για Θεσσαλονίκη. Θα ταξίδευε 29 Σεπτεμβρίου του 1979, αφού προηγουμένως είχαν εξασφαλισθεί τα απαιτούμενα έγγραφα που απεδείκνυαν την Ελληνική καταγωγή του, με προσωπική παρέμβαση του Αρχιεπισκόπου τότε Αμερικής, Σπυρίδωνος. Στη Θεσσαλονίκη εν τω μεταξύ η έλευση Γκάλη αποκτά μυθικές διαστάσεις. Έχουν ξεκινήσει στα στέκια της πόλης οι πρώτες υπερβολές, ότι ο Γκάλης είναι δύο μέτρα ψηλός και παίζει πλέι μέικερ, ότι έχει τεράστια σωματική διάπλαση, ότι συμφώνησε με 200.000 μισθό, ποσό τεράστιο για την εποχή. Παρουσιαζόταν σαν “Superman”. Όταν πάτησε το πόδι του στο αεροδρόμιο της Μίκρας το απόγευμα της 29ης Σεπτεμβρίου, τον υποδέχθηκε μεταξύ άλλων ο Βαγγέλης Αλεξανδρής. Αντίκρισε έναν άντρα ταλαιπωρημένο από το κουραστικό ταξίδι, με μια καμπαρντίνα τυλιγμένη πάνω του και πολύ κοντύτερο από τις “περιγραφές”. Παρουσιαστικό ασυνήθιστο, μαλλί αφάνα, μια καδένα στον λαιμό και λίγα σπαστά ελληνικά. Το ύφος παραπάνω από στριφνό, όλοι το απέδωσαν στην κούραση, τελικά συν τοις άλλοις υπέφερε και από πονόδοντο. Οι δηλώσεις πολύ δύσκολες, από τις “υποχρεωτικές”, μέχρι που ο Νίκος πετάει την ατάκα: «Θα σκοράρω 40 πόντους σε κάθε παιχνίδι». «Ο κοντός με την καμπαρντίνα δήλωσε ότι θα σκοράρει 40 πόντους σε κάθε παιχνίδι», το πρώτο σχόλιο στην αυριανή εφημερίδα, δίπλα γράφτηκε μια ακόμα πιο σημαντική παράμετρος: ο Γκάλης κατέφθασε στην Ελλάδα ως Έλληνας, δεν υπήρχε όμως το παραμικρό έγγραφο να αποδεικνύει την Ελληνική του ιθαγένεια, το διαβατήριό του ήταν αμερικανικό, το παρουσιαστικό του (που για την εποχή σήμαινε πολλά, αν όχι τα περισσότερα) παρέπεμπε πιο πολύ σε Πορτορικάνο ή μιγάδα του Μπρονξ. Την υπόθεση ανέλαβε προσωπικά ο Άγης Κυνηγόπουλος, τότε Ταμίας της ΕΟΚ, και κατόπιν προσωπικής συνεννόησης με τον Γενικό Γραμματέα Αθλητισμού, Κώστα Παπαναστασίου, “βρέθηκε” αίτηση εκδόσεως αστυνομικού δελτίου ταυτότητας του «σπουδαστή Νικόλαου Γεωργαλή, του Δημητρίου και της Στυλιανής, γεννηθέντα 23/07/1957 στον Τρίλοφο Θεσσαλονίκης, Χριστιανού Ορθόδοξου, κάτοικου Θεσσαλονίκης, επί της οδού Δημητρίου Γούναρη 36». Ο ίδιος ο Κυνηγόπουλος διηγείται χαρακτηριστικά το έκνομον του πράγματος: «Δεν μπορούσε να παίξει στην Εθνική, χρειαζόταν μία διετία τουλάχιστον. Πήγα στην Κοινότητα Τριλόφου, ο Κοινοτάρχης ήταν φίλος μου, κι έτσι κατάφερα να αποσπάσω ένα πιστοποιητικό που έλεγε πως ο Νικόλαος Γεωργαλής γεννήθηκε στον Τρίλοφο. Επίσης πήγα στο Γ’ Αστυνομικό Τμήμα, σ’ έναν γνωστό μου Ενωμοτάρχη, ο οποίος μου έδωσε βεβαίωση που υπείχε θέση ταυτότητας. Κατόπιν πήγα στον τότε ΓΓΑ Παπαναστασίου και πήρα διαβατήριο μίας χρήσεως. Για αυτές μου τις ενέργειες, οι οποίες ήταν παράνομες, θα μπορούσα να μπω φυλακή. Έτσι όμως έπαιξε στην Εθνική ο Γκάλης». Αφού τα γραφειοκρατικά ζητήματα ξεπεράστηκαν με τον παραπάνω επίσης “ελληνικό” τρόπο, 16 Οκτωβρίου του 1979 ο Γκάλης υπέγραψε συμβόλαιο μονοετούς διάρκειας με τον Άρη, έναντι 46.000 δραχμών υποχρεωτικά σε δολάρια, ενός σπιτιού που θα κάλυπτε η ομάδα και ενός αυτοκινήτου για τις μετακινήσεις του. Στο πίσω μέρος του μυαλού του είχε ακόμη το ΝΒΑ, πίστευε ότι οι Σέλτικς θα αναγνώριζαν το “λάθος” και θα τον καλούσαν πίσω. Από την άλλη όμως, η Θεσσαλονίκη τον σαγήνευσε αμέσως, έβγαινε στο μπαλκόνι του δωματίου του, στο Μακεδονία Παλλάς όπου διέμενε στην αρχή της ζωής του στην Ελλάδα, και ανέπνεε τον αέρα της πόλης, διαισθανόταν ότι εδώ, στην πατρίδα των γονέων του, θα μεγαλουργήσει. Ήταν δύσκολο παιδί ο Γκάλης, μεγάλωσε όχι ακριβώς στις ιδανικές συνθήκες, σίγουρα όχι στο πιο ασφαλές περιβάλλον. Αν δεν υπήρχε το μπάσκετ, πολύ δύσκολα θα είχε βρει τον δρόμο του. Στις προπονήσεις του Άρη ήταν απρόσιτος, ατομιστής, ένιωθε όλα τα βλέμματα στραμμένα επάνω του, ταυτόχρονα όμως ήταν το κάτι άλλο. Ο Πεταλίδης παρακινούσε τον Αλεξανδρή να τον πιέζει ολοένα και περισσότερο, να τον εκνευρίζει και να τον παίζει πολύ σκληρά. Ο Γκάλης όμως δεν πτοείτο, απλώς σηκωνόταν και “έγραφε”. Στις 2 Δεκεμβρίου έκανε το ντεμπούτο του στο νικηφόρο 79-78 εναντίον του Ηρακλή. Ήταν πολύ τρακαρισμένος, σκόραρε αρκετά, αλλά έχασε πάρα πολλά σουτ, αγνοούσε τους συμπαίκτες του. Ο Αλεξανδρής, ως εκ των πρώτων ανθρώπων που είδε ο Γκάλης στην Ελλάδα, ανέλαβε τον άχαρο ρόλο να του πει να “μετριάσει” τον ατομισμό του, να πασάρει λίγο περισσότερο. Ο Γκάλης σταμάτησε, γύρισε το κορμί του στο μέρος του Βαγγέλη και τον ρώτησε, μ’ εκείνη την πνιχτή φωνή μέσα απ’ τα δόντια, αν πρόσεξε από πού έχασε τα σουτ. Ο Βαγγέλης ασυναίσθητα έκανε ένα βήμα πίσω, έγνεψε με το κεφάλι καταφατικά και άρχισε να του δείχνει τα σημεία του παρκέ. «Πιστεύεις ότι θα τα ξαναχάσω τόσα σουτ;», τον ρώτησε ο βλοσυρός Γκάλης. Ο Αλεξανδρής κατάλαβε, ήταν άλλωστε ο μοναδικός που γνώριζε από τις προπονήσεις ότι ο Γκάλης εννέα στις 10 φορές δεν αστοχούσε από εκεί όπου αστόχησε στο παιχνίδι με τον Ηρακλή. Και δεν ξαναστόχησε, άσχετα αν χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός, χρόνια, για να γίνει το μπάσκετ δημοφιλές και να απασχολήσει το κοινό στην Ελλάδα. Αυτό που είχε σημασία ήταν ότι ο Νίκος Γκάλης είχε βρει το σωστό μονοπάτι, είχε ξεκινήσει το ταξίδι του για να φτάσει στην κορυφή και να ενθρονιστεί στον ναό του μπάσκετ.

Τον προσεγγίζουν πολύ καλά κολέγια, αφού πρόκειται για ένα σημαντικό ταλέντο, μεταξύ αυτών και το Florida State, ενώ δεσπόζουσα ήταν και η προοπτική του North Carolina. Ο Γκάλης όμως είναι ο Γκάλης και πολύ δύσκολα παίρνει ρίσκα στη ζωή του, ακόμα και στα 18 του χρόνια. Δεν θέλει να απομακρυνθεί από την οικογένειά του, το Seton Hall είναι ένα καλό καθολικό κολέγιο δύο τετράγωνα από το σπίτι του, στο Σάουθ Όραντζ του Νιου Τζέρσι. Είναι η πιο καθοριστική επιλογή για την εξέλιξη της καριέρας του, το Seton Hall είναι ο πρωταρχικός λόγος για τον οποίον γνωρίσαμε τον Νίκο Γκάλη και τον θαυμάσαμε στα ελληνικά γήπεδα, ένας από τους βασικούς λόγους εξαιτίας του οποίου δεν έπαιξε μπάσκετ εκεί όπου πραγματικά ανήκε, στο ΝΒΑ. Η παρθενική του χρονιά στους Πάιρετς είναι μέτρια, έχει λίγο χρόνο συμμετοχής, πατά λίγες φορές το παρκέ του Walsh Gymnasium Arena. Ό,τι όμως δεν έκανε ως πρωτοετής, το έκανε στο δεύτερο έτος του, το οποίο αποτέλεσε τη χρονιά της μεγάλης έκρηξης και της κατάθεσης των διαπιστευτηρίων του Νίκου Γκάλη στο μπάσκετ “που μετράει”. Ο Μπιλ Ράφτερι, ήδη από το 1970 χεντ κόουτς των Πάιρετς, δεν μπορεί να πιστέψει τη θέληση, την επιμονή και την εργατικότητα του νεαρού Ελληνοαμερικανού να διαπρέψει. Ατελείωτες ώρες προπόνησης, απίθανη βελτίωση σε όλους τους τομείς. Ο Γκάλης ξαφνικά μέσα σε μια σεζόν γίνεται πιο παραγωγικός, καλύτερος πασέρ, πολύ πιο αθλητικός. Το Seton Hall φτάνει στον Τελικό της Eastern College Athletic Conference (ECAC), λυγίζει μόνο στον Τελικό του Madison Square Garden, χάνοντας από το φημισμένο St. John’s. Ο Γκάλης γίνεται το πρώτο βιολί, ο Γιώργος και η Στέλλα ήταν στις κερκίδες του Garden συγκινημένοι και τον χειροκροτούσαν. Η πορεία του μέχρι την αποφοίτησή του είναι εκπληκτική, ξεκινά από ανώνυμος ρούκι των 3.2 πόντων και καταλήγει μια καλαθομηχανή των 27.5 πόντων που ανακηρύσσεται τρίτος σκόρερ σε ολόκληρο το NCAA και προσκαλείται να λάβει μέρος στο All Star Game του Μαρτίου στο Λας Βέγκας. Ο Νίκος «Γκέιλις», όπως τον προσφωνούν οι δημοσιογράφοι που μεταδίδουν το παιχνίδι, πλέι μέικερ με τη φανέλα «15» και το μαλλί αφάνα, παίζει δίπλα στον Λάρι Μπερντ, τον Σίντεϊ Μόνκριφ, τον Βίνι Τζόνσον. Όλοι τους έγιναν μετέπειτα θρύλοι του ΝΒΑ. Το παιχνίδι μεταδόθηκε ζωντανά από το «CBS», η Ανατολή “του Γκάλη” κέρδισε τη Δύση με 107-92, ο Νίκος σκόραρε πέντε, έδωσε επτά ασίστ, έκανε τέσσερα κλεψίματα και “Hi 5” με τον MVP του αγώνα, Λάρι Μπερντ. Ο ξανθός από την Ιντιάνα κατά πάσα βεβαιότητα θα γινόταν συμπαίκτης του στους Μπόστον Σέλτικς, αφού ο Γκάλης επελέγη στο #68 από τη Βοστώνη και επρόκειτο να συμμετάσχει στο τελικό καμπ του Σαν Φρανσίσκο υπό την εποπτεία του ίδιου του Μπιλ Φιτς. Κυκλοφορούν δεκάδες ιστορίες σχετικά με εκείνο το καμπ προεπιλογής των Σέλτικς. Ότι ο Πίτερσον συμβούλευσε τον Φιτς να μην ασχοληθεί με τον Γκάλη, ότι ο Νίκος δεν μπορούσε να πατήσει καν το πόδι του εξαιτίας ενός τραυματισμού στον αστράγαλο, ότι ο ατζέντης του, Μπιλ Μάνον, δεν ασχολήθηκε με την περίπτωσή του, διότι προμόταρε το single «Upside Down» της (επίσης πελάτισσάς του) Νταϊάνα Ρος, ότι ο «Big Red» (ο Ρεντ Άουερμπαχ, θρυλική μορφή των Σέλτικς) δεν πρόλαβε να τον δει και είπε ότι ήταν το μεγαλύτερο λάθος του και πολλά άλλα. Η αλήθεια είναι ότι το επίπεδο του ΝΒΑ εκείνα τα χρόνια ήταν εντελώς διαφορετικό σε σχέση με το σήμερα, κυριαρχούσε η φρενίτιδα του διπόλου Μάτζικ εναντίον Μπερντ, οι ομάδες έψαχναν ψηλούς και παίκτες από “σίγουρα” πανεπιστήμια.

blank

ΜΕΡΟΣ Ξ

blank
  • Νίκος Γκάλης (μέρος τρίτο): Αρχές Μαρτίου ο Νικ συστήνεται ουσιαστικά στο μπασκετικό κοινό της Ελλάδας, σκοράρει 56 στον αγώνα με την ΑΕΚ και το όνομά του (ξανα)γράφεται στις εφημερίδες. Την 6η Μαΐου του 1980 φόρεσε για πρώτη φορά και το εθνόσημο σε μια πολύ διαφορετική Εθνική ομάδα από εκείνη που αργότερα αγαπήσαμε. Η Εθνική μόλις είχε κατακτήσει το πρώτο της Χρυσό μετάλλιο (στους Μεσογειακούς του Σπλιτ το 1979) και είχε σχεδόν ολοκληρώσει την εποχή του Ντουκσάιρ, εκ των πιονιέρων του αθλήματος τη δεκαετία του ‘70 στη χώρα μας. Η τελευταία αποστολή του αγαπητού Ντικ ήταν η πρόκριση στους Ολυμπιακούς της Μόσχας μέσω του προ-Ολυμπιακού τουρνουά στο Βεβέ της Ελβετίας. Ο Γκάλης σκοράρει 25, 26 και 21 στα τρία παιχνίδια στα οποία παιζόταν η πρόκριση. Στο τελευταίο, με την Εθνική αποκλεισμένη και τη δεύτερη πεντάδα στο παρκέ, μένει στους 6. Στην Εθνική βρίσκει έναν παίκτη του Ιωνικού που άπαντες θεωρούν τον επόμενο προφήτη του ελληνικού μπάσκετ, αφού μόλις έχει ανακηρυχθεί πρώτος σκόρερ του Ελληνικού Πρωταθλήματος. το όνομά του ήταν Παναγιώτης Γιαννάκης. Ο Ντούκσαιρ, μετά την αποτυχία της Εθνικής να προκριθεί στη Μόσχα, κλείνει τον κύκλο του, την Εθνική ομάδα αναλαμβάνει ένα αυθεντικό παιδί του Άρη, ο ξανθός νεαρός, Γιάννης Δαΐτσης, κατά κόσμον Γιάννης Ιωαννίδης, ένας άνθρωπος που επίσης θα διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στην καριέρα του Γκάλη. Ο Άρης την παρθενική (μισή) σεζόν του Γκάλη τερματίζει πρώτος στον βόρειο όμιλο της Α’ Εθνικής, αλλά στο άτυπο Top 8 κάνει έξι ήττες και τελειώνει τρίτος, πίσω από Παναθηναϊκό και Ολυμπιακό. Ο Γκάλης στο μεταξύ έχει γνωρίσει τη 15χρονη Τζένη Ρήγα, η οποία τον βοηθά να εγκλιματιστεί. Η προσαρμογή στην Ελλάδα, στις νέες συνήθειες, ειδικά στη Θεσσαλονίκη, είναι δύσκολη μετά τον ενθουσιασμό των πρώτων μηνών. Αφοσιώνεται ψυχή τε και σώματι στο μπάσκετ. όταν οι υπόλοιποι είναι στις παραλίες, ο Νίκος κάνει ατομικές προπονήσεις, είναι μόλις 23 και συμπεριφέρεται σαν βετεράνος, προσέχει τη διατροφή του, το σώμα του, δεν ξενυχτάει, δεν πίνει, αποφεύγει τις ακρότητες. Το προφίλ του στην πόλη είναι απόμακρο, από τις αρχές ο Γκάλης πρόσεχε τη δημόσια εικόνα του κι ας μην ήταν όσο αναγνωρίσιμος έγινε αργότερα, κι ας μην είχαμε συνειδητοποιήσει τι επρόκειτο να επακολουθήσει. Συν τοις άλλοις, ο Άρης επενδύει στον Αμερικανό προπονητή, Φρεντ Ντέβελυ, ο οποίος δεν άντεξε ούτε δίμηνο στη Θεσσαλονίκη και αποχώρησε με κατηγορίες για ομοφυλοφιλία (!) και ατέλειωτα ευτράπελα, με αποτέλεσμα ο Ανέστης Πεταλίδης να βρεθεί μπροστά στο πρώτο του δίλημμα. Ο Ιωαννίδης, λειτουργώντας ρεβανσιστικά, είχε επιλέξει να αποχωρήσει και να προπονήσει τη Λάρισα της Β’ Εθνικής, ο Άρης ουσιαστικά είχε μείνει ακέφαλος και ο “Πατριάρχης” αποφασίζει να φέρει στη Θεσσαλονίκη έναν Γιουγκοσλάβο με πολύ καλό όνομα, τον Ντούσαν Ίβκοβιτς. Ο «Ντούντα» τους πρώτους μήνες προσπαθεί να μάθει την ομάδα, αναλαμβάνει την ωρολογιακή βόμβα με σαφή εντολή την ανανέωση και το χτίσιμο της ομάδας γύρω από τον Γκάλη. Ο Σέρβος δεν λογαριάζει από βεντέτες, συναινεί στην αποχώρηση του Βαγγέλη Αλεξανδρή, στην ουσία θέτει στο περιθώριο τον προερχόμενο από τραυματισμό Χάρη Παπαγεωργίου (τότε σταρ και σκόρερ του Άρη), προωθεί νεαρά παιδιά, όπως ο Ρωμανίδης, ο Φιλίππου, ο Δοξάκης, θέτει τις βάσεις και οργανώνει τα τμήματα υποδομής του συλλόγου, αλλά δυσκολεύεται να συνεννοηθεί με τον ιδιόρρυθμο και πολύ κλειστό χαρακτήρα του Γκάλη. Ο Γκάλης εκείνου του καιρού δεν εμπιστεύεται σχεδόν κανέναν και έχει συναντήσει μια πολύ δύσκολη κατάσταση που του την περιέγραφαν εντελώς διαφορετικά, όταν προσπαθούσαν να τον πείσουν να αγωνιστεί στην πατρίδα των γονιών του. Το μπάσκετ στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια πίσω, είναι ένα “υπόγειο” άθλημα των “ολίγων”. Ο Νίκος δεν μπαίνει στα καλούπια που θέλει να τον βάλει ο Ίβκοβιτς, οι δυο τους απλώς συνυπάρχουν, ενώ ο ίδιος ο Ντούντα τον κατηγορεί ότι δεν βάζει πάνω απ’ όλα το καλό της ομάδας και σε μια αποστροφή του λόγου του τονίζει εκνευρισμένος ότι με τον Γκάλη ο Άρης δεν πρόκειται να κατακτήσει ποτέ τίποτα. Ίσως παραμένει μέχρι σήμερα η πιο λανθασμένη απόφαση ολόκληρης της καριέρας του Ίβκοβιτς, ο οποίος ήταν θιασώτης του ομαδικού δόγματος, ενώ ο Γκάλης, ακριβώς επειδή αισθανόταν (πολύ) ανώτερος όλων των υπολοίπων, κάθε φορά προσέφερε στο λιγοστό κοινό ανεπανάληπτα “one man shows”. Όσο κι αν ακούγεται περίεργο, με τον Ίβκοβιτς θα κάνει την καλύτερη σεζόν του στην επίθεση, σκοράρει 44 μ.ο. σε κάθε παιχνίδι, χαρίζει τεράστιες στιγμές, κορυφαίες παραστάσεις σε όσους είχαν την τύχη να τον δουν από κοντά να ίπταται και να βάζει τη μπάλα στο καλάθι με όλους τους τρόπους. Σε ένα από αυτά, 24 Ιανουαρίου του 1981 στο κλειστό της Νίκαιας, απένταντι στον Ιωνικό του Παναγιώτη Γιαννάκη, εκτυλίσσεται η παντοτινά κορυφαία μονομαχία στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ. Ο αγώνας είναι για το Κύπελλο, στο κλειστό έχουν στριμωχτεί πάνω από 2.000 τυχεροί που παρακολουθούν την εποποιΐα των δύο μεγαλύτερων μορφών στο ελληνικό μπάσκετ. Το παιχνίδι κρίνεται στην παράταση, ο Γιαννάκης τελειώνει με 73 (!), ο Γκάλης με 62 (!) πόντους, ο Άρης κερδίζει 114-113. Είναι ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα παιχνίδια όλων των εποχών, ένα από τα παιχνίδια που ξαναέβαλαν το μπάσκετ στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων και γέννησαν ατέρμονες συζητήσεις σχετικά με το κατά πόσο κάνει καλό στο μπάσκετ η μονοδιάστατη προσέγγιση, ακόμα κι όταν βασίζεται στο απίστευτο ατομικό ταλέντο υπεραθλητών, όπως ο Γκάλης και ο Γιαννάκης. Ο Άρης του Γκάλη στο “ενωποιημένο” Πρωτάθλημα της Α’ Εθνικής τερματίζει και πάλι τρίτος πίσω από τους δύο αιωνίους, αυτήν τη φορά όμως με λιγότερες ήττες και πολύ καλύτερη παρουσία μακριά από τη Θεσσαλονίκη. Η παρουσία του Γκάλη είναι λόγος να μαζεύεται αρκετός κόσμος στο Αλεξάνδρειο, όλοι συρρέουν για να τον δουν από κοντά. Ο Πεταλίδης, αναγνωρίζοντας ότι η ανανέωση του Ίβκοβιτς πέτυχε κατά το ήμισυ, εμπιστεύεται και πάλι τον Γιουγκοσλάβο, παρά το γεγονός ότι η προσωπική σχέση του με τον Γκάλη είναι τυπική. Είναι φύσει αδύνατον να τιθασευτεί ο εγωισμός του Νίκου, είναι σαφές ότι υπερτερεί και τεχνικά και αθλητικά, είναι παράλογο για εκείνον να προτιμά να πασάρει στον Παραμανίδη ή τον Φιλίππου, μη λησμονούμε ότι επρόκειτο και για ένα παιδί στα 24 που, συνειδητοποιώντας το πόσο ξεχωρίζει, ενίσχυε διαρκώς το εγώ του. Ο Γκάλης άλλωστε, όταν ένιωσε ότι γύρω του υπάρχουν εκείνοι που έκρινε ικανούς, έγινε άλλος παίκτης, πάσαρε, εμπιστεύτηκε, μετρίασε το εγώ, υπηρέτησε το εμείς. Όπως έχει τονίσει πολλάκις και ο ίδιος, πολλές φορές αρκεί ένα βλέμμα, δεν είναι ανάγκη να διατηρείς φιλικές σχέσεις με τον συμπαίκτη, εκείνο που μετράει πάνω απ’ όλα είναι ο αλληλοσεβασμός. Ο Ίβκοβιτς στο τέλος της σεζόν 1981-1982 αποχωρεί από τον Άρη αποτυχημένος, βασικοί παράγοντες της αποτυχίας του η εμμονή να “καλουπώσει” τον Γκάλη, η διαφορετική φιλοσοφία του και ο (επίσης) υπέρμετρος εγωισμός του που τον εξώθησε στην ακρότητα της “ακύρωσης” του Νικ. Ο Άρης ανέβηκε ένα σκαλοπάτι, τερμάτισε δεύτερος, αλλά και πάλι το Πρωτάθλημα το κατέκτησε ο Παναθηναϊκός. Ο Γκάλης είχε ξεκινήσει να δυσφορεί, είχε τιμωρηθεί και σιωπηρά με δύο αγωνιστικές από τη διοίκηση του Άρη και, εάν ο σύλλογος δεν γύριζε σελίδα, πιθανόν να είχε επιστρέψει και στην Αμερική. Ο Βαγγέλης Μελισσάρης ανέλαβε τα ηνία, ήταν ένας άνθρωπος που δεν είχε σε καμία περίπτωση τον δίαυλο επικοινωνίας με τον Ίβκοβιτς, όπως ο προκάτοχός του, Μίμης Σουλιάδης. Ο Μελισσάρης είναι ακραιφνής “Ιωαννιδικός”, προφασίζεται ότι ο Ίβκοβιτς ζήτησε μια εντελώς παράλογη αύξηση από τις 80 στις 200.000 δραχμές τον μήνα και τον απολύει. Ο Γκάλης ανακουφίζεται, ο Ιωαννίδης είναι εντελώς διαφορετικός χαρακτήρας, ξέρει τον Άρη από την καλή και από την ανάποδη, έρχεται και αναλαμβάνει το μεγαλεπήβολο πρότζεκτ με σκοπό να (ξανα)κάνει τον Άρη Πρωταθλητή. Η σχέση με τη Τζένη πηγαίνει καλά, ο Ιωαννίδης του συμπεριφέρεται με τον δέοντα σεβασμό, κάθε χρόνο παίρνει ως “δώρο” αύξηση στις αποδοχές του και με την Εθνική κάνει απίθανα πράγματα. 48 με τη Φινλανδία, 47 με το Βέλγιο, 45 με τη Σουηδία, επιδόσεις που τον έχουν βάλει στο πάνθεον των αρχισκόρερ της Εθνικής ήδη από τα τέλη του 1982. Με τον Ιωαννίδη στον πάγκο και μια περίεργη ”ομόνοια” να κυριαρχεί (ανέκαθεν ισορροπιστής ο Γιάννης), ο Άρης κάνει το πρώτο ξεπέταγμα. Πετυχαίνει μια ιστορική πρόκριση με τους Ισραηλινούς της Χάποελ Αφουλά, ανατρέπει διαφορά 26 πόντων στο Αλεξάνδρειο και επικρατεί με 27. Μια πρόκριση εκείνον τον καιρό σήμαινε πολλά για το ελληνικό μπάσκετ, ο Άρης ξεκινά το μεγάλο σερί του που αποδεικνύεται καθοριστικό για τον τίτλο. Το Πρωτάθλημα είναι συγκλονιστικό, το διεκδικούν επί ίσοις όροις ο Παναθηναϊκός, ο ΠΑΟΚ και ο Άρης, με το ντεμαράζ του τελευταίου να χαρίζει στο νήμα το τρίτο πρωτάθλημα της ιστορίας του στον “θεό” και το πρώτο σε ολόκληρη την καριέρα του Γκάλη στην Ελλάδα. Ο τίτλος του πρώτου σκόρερ (για τρίτη συνεχόμενη σεζόν) είναι το κερασάκι στην τούρτα, ο Γκάλης είναι Πρωταθλητής, πρωταγωνιστής με την Εθνική, στα 25 νιώθει βασιλιάς του κόσμου. Το άθλημα στην Ελλάδα, με τις επίπονες προσπάθειες της ΕΟΚ και της πολιτείας που επιχορηγεί, αποκτά έρεισμα, ξεφεύγει από τα ερασιτεχνικά όρια, μπαίνει σε σταθερό ρυθμό ανάπτυξης. Από τότε φαινόταν ότι η Ομοσπονδία στήριζε πάρα πολλά στον Γκάλη, ότι υπήρχε ένα σχέδιο εκτόξευσης του αθλήματος, κανείς ασφαλώς δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει το μέγεθος.

• Νίκος Γκάλης (μέρος τέταρτο): Το ήξερε αυτό ο Πεταλίδης και, όταν το καλοκαίρι του ‘83 πλησίασε τον Νίκο για την ανανέωση του συμβολαίου του, ορθά κοφτά του είπε πως πλέον θα πληρώνεται σε δραχμές, ο Άρης είναι η ομάδα του, η σκέψη της επιστροφής στις ΗΠΑ ανήκει στο παρελθόν. Ο Γκάλης θίχτηκε, αντέδρασε, έφυγε μάλιστα για το Νιου Τζέρσι, απειλώντας ότι δεν θα ξαναγύριζε ποτέ. Ρίσκαρε ο Πεταλίδης, μπλόφαρε, αλλά του βγήκε και κατ’ αυτόν τον τρόπο “ανάγκασε” τον Γκάλη να αναθεωρήσει και να προσδιορίσει το μέλλον του αποκλειστικά στην Ελλάδα, τον Άρη και το ευρωπαϊκό μπάσκετ. Όσο κι αν φαίνεται οξύμωρο, ο Άρης, η Εθνική, ο ίδιος ο Γκάλης χρωστούν την έκρηξη του ηφαιστείου σε τέτοιες μικρές λεπτομέρειες, σε τακτικισμούς, αφανή πλάνα και σε μια (μεγάλη) ήττα. Το Πρωτάθλημα της σεζόν 1983-1984 είχε ξεκινήσει με τους καλύτερους οιωνούς για τον Άρη και τον ίδιο τον Νίκο, οι «Κίτρινοι» ήταν το απόλυτο φαβορί, ενώ και ο ίδιος ο Γκάλης είχε γνωρίσει μια πρωτοφανή αποθέωση μετά από μία ακόμα παράσταση που ελάχιστοι θυμούνται. Ήταν το τελευταίο δεκαήμερο του Νοέμβρη στην Θεσσαλονίκη, στο τουρνουά Δημήτρεια. Προσκεκλημένοι της Εθνικής η μεγάλη Τορίνο του Μπέπε Γκουεριέρι, ο Ερυθρός Αστέρας του Ράνκο Ζεράβιτσα κι ένα φημισμένο αμερικανικό κολέγιο, το North Carolina. 20 Νοεμβρίου του 1983, στο όχι κατάμεστο Αλεξάνδρειο, η Εθνική Ελλάδος του Νίκου Γκάλη αντιμετωπίζει το North Carolina State του Μάικλ Τζόρνταν. Ο Νικ ακόμη με το «7», ο Μάικ από τότε με το «23». Ο 20χρονος Τζόρνταν μαρκάρει τον Γκάλη, δέχεται 24 πόντους και μετά το ματς στήνεται στους εκπροσώπους του Τύπου και έκπληκτος ομολογεί: «Δεν περίμενα ποτέ ότι θα υπήρχε ένας τόσο καλός επιθετικός παίκτης στην Ευρώπη, ειδικότερα στην Ελλάδα». Ο Νίκος είχε πια και την ευλογία του εκκολαπτόμενου “θεού” του μπάσκετ, οι Αμερικανοί δεν έκρυψαν την έκπληξή τους, ο Βαλβάνο δηλώνει αργότερα πως «ο Γκάλης σού δίνει την εντύπωση ότι παραμένει στον αέρα στηριζόμενος στην μπάλα, δεν είναι φυσιολογικό αυτό που κάνει, δεν ίπταται όπως οι μεγάλοι παίκτες του ΝΒΑ, ο «Dr J.» επί παραδείγματι, δεν κάνει “καμπύλη”, αλλά δείχνει να σταματά στον αέρα, πριν αφήσει την μπάλα από το χέρι του». Είναι ίσως η αρτιότερη περιγραφή ενός εκ των πραγμάτων που έκανε ο Γκάλης στο παρκέ, μια χαρακτηριστική αποτύπωση του μεγαλείου του Νίκου Γκάλη για εκείνους που δεν είχαν την τύχη να τον δουν από κοντά. Όλοι, όταν σκεφτόμαστε τον Νίκο, έχουμε στον νου τον Γκάλη του ‘87, έναν ολοκληρωμένο παίκτη, ώριμο, όχι στο πικ των αθλητικών του δυνατοτήτων. Διαφορετικό είναι το σώμα στα 20, διαφορετικό στα 25, διαφορετικό στα 30. Είναι καταπληκτικό πόσο άλλαξε ο Γκάλης και πόσο εντυπωσιακός έγινε τη (σημαδιακή απ’ όλες τις απόψεις) χρονιά του “οργουελικού” 1984. Αυτή είναι η χρονιά που τα πάντα άλλαξαν, τότε μπήκαν τα θεμέλια της έκρηξης, τότε ο Γκάλης είδε από μακριά τον ναό του και έβαλε στόχο να καθίσει στον θρόνο του. Μετά την αναπάντεχη απώλεια του τίτλου στο συγκλονιστικό μπαράζ της Κέρκυρας από τον Παναθηναϊκό, ο Άρης έκανε την κίνηση που άλλαξε τον ρου της ιστορίας του μπάσκετ στην Ελλάδα. Και δεν είναι υπερβολή. Όταν ο Γκάλης παντρευόταν με πολιτικό γάμο την Τζένη στο Νιου Τζέρσι (αργότερα, παραμονές του Αγίου Βαλεντίνου, παντρεύεται και με θρησκευτικό γάμο στη Μητρόπολη, με κουμπάρο τον Πρόεδρο του Άρη, Χρήστο Μιχαηλίδη), ο Άρης ανακοίνωνε την απόκτηση του Παναγιώτη Γιαννάκη, του ανθρώπου που συμπλήρωσε τον Γκάλη όπως κανείς άλλος δεν μπόρεσε ποτέ. Ο Γιαννάκης είναι ο αθλητής που αποδέχθηκε τον ρόλο του δεύτερου βιολιού, προκειμένου να αναδειχθεί ο Νίκος και να μεγαλουργήσει η ομάδα, να διαπρέψει το σύνολο. Ανταγωνισμός υπήρχε, κακές στιγμές επίσης, ο Γιαννάκης σίγουρα αδικήθηκε από μερίδα του Τύπου, αφού ποτέ δεν τον ερωτεύτηκε κανείς όπως τον Γκάλη. Όλα αυτά όμως είναι δευτερεύουσας σημασίας μπρος στο μεγαλείο του καλύτερου διδύμου γκαρντ που είδαμε ποτέ στην Ευρώπη. Μπορεί να λέει ο καθένας ό,τι θέλει, να προκρίνει τους δικούς του καλύτερους, το δικό του δίδυμο, πιθανόν κάποιο να είναι όντως καλύτερο, πληρέστερο, πιο αθλητικό, οτιδήποτε. Κανένα όμως δεν ήταν Γκάλης-Γιαννάκης, κανένα δεν πήρε ένα άθλημα απ’ το χεράκι να το πάει στον Όλυμπο. Από την πρώτη κιόλας χρονιά φάνηκε ότι γεννιόταν ένας πολύ μεγάλος Άρης, μια ομάδα που θα θαυμάσει όλη η Ελλάδα, όλη η μπασκετική Ευρώπη. Μια ήττα την έκτη αγωνιστική από τον Πανιώνιο και κατόπιν μόνο Άρης, ασταμάτητος Άρης, διαστημικός Άρης. «Κι εσύ Γιαννάκη παρ’ τους τα μυαλά, κι εσύ Γκάλη παρ’ τους το κεφάλι», έλεγε και το σύνθημα που δονούσε το Παλέ. Ογδόντα ένα παιχνίδια σερί χωρίς ήττα, το Κύπελλο στο νεότευκτο ΣΕΦ με τον Παναγιώτη να σταματά στους 37 και τον Νίκο στους 35, «Γιαννάκης, η μπακ ντορ για τον Γκάλη», με τη φωνή του Φίλιππου να πνίγεται από τα ζητωκραυγάσματα του κόσμου μετά την ευτυχή κατάληξη της φάσης, οι πρώτες κόντρες που “μεγάλωσαν” και τον ΠΑΟΚ (με “πρώτο αίμα” τον Τελικό των «ξυρισμένων κεφαλιών» του 1984) και στο τέλος το μεγάλο μαράζι. ο Άρης της Ευρώπης. Το 1984-1985 ήταν το σπασμένο χέρι στον ημιτελικό με τη Βαρέζε, το 1986 ο κακός δαίμονας της Λιμόζ του Ρισάρ Ντακουρί, του Γάλλου το οποίον ο Γκάλης ακόμα και σήμερα θυμάται με νοσταλγία και θεωρεί τον καλύτερο αμυντικό που αντιμετώπισε ποτέ στην καριέρα του. Ο Νίκος ήταν 29, είχε ήδη κατακτήσει Πρωταθλήματα (το τελευταίο μάλιστα αήττητο) και Κύπελλα, του έλειπε μόνο η ευρωπαϊκή καταξίωση και η διάκριση με την Εθνική ομάδα. Η διάκριση ήλθε στο πρώτο Μουντομπάσκετ στην ιστορία της Εθνικής, όπου η δέκατη θέση στην τελική κατάταξη θεωρήθηκε τεράστια επιτυχία και ο Νίκος παρασημοφορήθηκε με τον τίτλο του πρώτου σκόρερ της διοργάνωσης (με το ακατάρριπτο ατομικό ρεκόρ των 53 πόντων εναντίον του Παναμά), εκπλήσσοντας τους πάντες, εκτός από τους Έλληνες που είχαν σχεδόν… βαρεθεί να τον βλέπουν πρώτο σκόρερ του Πρωταθλήματος. Τότε περίπου κυκλοφόρησε και το προσωνύμιό του, το περίφημο «Γκάνγκστερ», το οποίο του είχε κολλήσει παλαιότερα ο Ανέστης Πεταλίδης. Ο “Πατριάρχης” του Άρη διαφωνούσε έντονα με τον Μιχαηλίδη για οικονομικά ζητήματα της ομάδας σε βαθμό διαπληκτισμού και, όταν ο παράγοντας αποχώρησε, ο Γκάλης διέσχισε το μισό γήπεδο και είπε στον Πεταλίδη το αμίμητο «καλά του ξηγήθηκες». Ο Πεταλίδης τρελάθηκε, χάιδεψε το κεφάλι του Γκάλη και χαριτολογώντας του είπε «καλά, κρυφάκουγες, ρε γκάνγκστερ»; Του άρεσε πολύ του Γκάλη ο χαρακτηρισμός, δεν τον ενοχλούσε να τον φωνάζουν έτσι και οι συμπαίκτες του και (αργότερα, όταν μαθεύτηκε η ιστορία) οι δημοσιογράφοι. Η σεζόν 1986-1987 είναι η καλύτερη σεζόν της καριέρας του. Ήταν “εκείνο” το καλοκαίρι το επιστέγασμα μιας σεζόν γεμάτης συγκινήσεις, μιας σεζόν που τον είδε να (ξανα)κατακτά το Νταμπλ, να (ξανα)βγαίνει πρώτος σκόρερ, να αφήνει άφωνη την Ευρώπη στη μοναδική βραδιά του Άρη κόντρα στην Τρέισερ στο Αλεξάνδρειο. Το τελικό 98-67 ήλθε μετά από μία βραδιά απ’ εκείνες που όσοι αγαπούν το σπορ θα ήθελαν να ζήσουν από κοντά. Ο μεγάλος Μπομπ Μάκαντου υποκλίνεται στο μεγαλείο του Νίκου, ο οποίος έγραψε 44 με 15/20 σουτ. Περπατούσε στον αέρα, σκόραρε με κάθε τρόπο, με μπάσιμο, με λέι απ, με σουτ από μέση απόσταση, με εκείνο το απίθανο τζαμπ στοπ τρίποντο με τη μπάλα να ξεκινά πίσω από το κεφάλι, με το διάσημο πια “σπάσιμο” της μέσης, με το δεξί χέρι, με το αριστερό, με κάθε τρόπο. Τότε μαθεύτηκε ότι η φήμη που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι στην Θεσσαλονίκη ευσταθούσε. Οι Νετς είχαν προσφέρει συμβόλαιο στον Νίκο, στα 29 του το ΝΒΑ αναγνώρισε το σφάλμα και τον κάλεσε πίσω. Ο Γκάλης όμως, δύο βήματα από τη “θέωση”, αρνήθηκε να γίνει “Σίσυφος”. Έμεινε στην Ελλάδα και έγραψε τη “Χρυσή Βίβλο” του ελληνικού μπάσκετ. Ήταν ένα καλοκαίρι όπου όλη η Ελλάδα έγινε ένα, το καλοκαίρι κατά το οποίο μια ολόκληρη χώρα συγκεντρώθηκε γύρω από τον “θεό” της και ξεκίνησε η καθολική δοξασία. Η ιστορία είναι γνωστή. 14 Ιουνίου του 1987 στο ΣΕΦ με 15.000 Έλληνες μεθυσμένους στην κερκίδα και εκατομμύρια δακρυσμένους στους τηλεοπτικούς δέκτες ξεπροβάλλει το θαύμα του Γκάλη. Τίποτα δεν ήταν ίδιο μετά το Ευρωμπάσκετ του ‘87, τότε γεννήθηκε η πιο τυχερή γενιά στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ, θνητοί και αθάνατοι, όλοι παιδιά του Νίκου Γκάλη. Και να σταματούσε την καριέρα του σε εκείνο το σημείο, και πάλι θα ήταν ο κορυφαίος Έλληνας μπασκετμπολίστας. Το Αργυρό μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ του 1989 στο Βελιγράδι, τα αλλεπάλληλα Πρωταθλήματα με τον Άρη, η μεταγραφή και οι ιερουργίες στον Παναθηναϊκό, όλα παρεπόμενα εκείνου του τριπλού “σπασίματος” μέσης στον αγώνα εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Την αποφράδα 18η Οκτωβρίου 1994 στο κλειστό του Μετς το παραμύθι του Νίκου Γκάλη στα ελληνικά γήπεδα ολοκληρώνεται με τον πλέον άδοξο τρόπο. Απομακρύνθηκε, αποτραβήχτηκε από το άθλημα που ο ίδιος γιγάντωσε. Κληρονομιά του κάθε μπασκέτα στις γειτονιές της Ελλάδας, αμέτρητα ρεκόρ, χιλιάδες παιδικά όνειρα. Έγινε ο πρώτος Έλληνας καλαθοσφαιριστής που εντάχθηκε στο Hall of Fame της FIBA το 2007 και το 2017 στο Naismith Memorial Basketball Hall Of Fame, γιατί δεν ανήκει μόνο στην Ελλάδα, βρίσκεται στο πάνθεον του παγκόσμιου μπάσκετ. Είναι σίγουρα ο πιο επιδραστικός αθλητής όλων των εποχών στον ελληνικό αθλητισμό, πιθανότατα και ο κορυφαίος μαζί με τον Πύρρο Δήμα. «Μέχρι τον επόμενο», όπως θα έλεγε στωικά και ο ίδιος.

ΜΕΡΟΣ Ο

ΜΕΡΟΣ Π

Το 1988 στη Σεούλ: Ο “ρέκορντμαν” αρχηγός των ελληνικών αποστολών, Γιάννης Παπαδογιαννάκης, παλιός σπρίντερ του Εθνικού, μέλος της Εθνικής Εφήβων, με θητείες στις Γενικές Γραμματείες της ΕΟΕ, του Υπουργείου Δικαιοσύνης και του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως, ξεκινάει τις παρουσίες του στους Αγώνες. Σημαιοφόρος των 57 Ελλήνων αθλητών, ο παλαιστής Μπάμπης Χολίδης του Άτλαντα Καλλιθέας, τρίτος Ολυμπιονίκης, ο οποίος κατέκτησε και το μοναδικό μας μετάλλιο. Στον μικρό Τελικό της Ελληνορωμαϊκής πάλης ο Έλληνας αθλητής διέλυσε τον Κινέζο Ζαν Λινγκ και κατέκτησε το Χάλκινο μετάλλιο.

Το 1992 στη Βαρκελώνη: Οι Αγώνες αυτοί θα μείνουν στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού για δυο λόγους. ο πρώτος είναι το απίστευτο μετάλλιο της Βούλας Πατουλίδου και ο δεύτερος αφορά στην κατάκτηση του Χρυσού μεταλλίου από τον πιο επιτυχημένο Έλληνα αθλητή όλων των εποχών, τον Πύρρο Δήμα. Και πάλι με επικεφαλής τον Παπαδογιαννάκη, Σημαιοφόρος των 70 Ελλήνων αθλητών ήταν ο αθλητής του άλματος εις ύψος, Λάμπρος Παπακώστας, του ΓΣ Καρδίτσας:

  • Ο γεννηθείς το 1969 στην Καρδίτσα, Λάμπρος Παπακώστας, αθλητής του άλματος εις ύψος του ΓΣ Καρδίτσας, υπήρξε ο “άτυχος” των μεταλλίων, μιας και είχε πέσει στη φουρνιά των Σοτομαγιόρ, Τόπιτς, Τρέχαρντ, Μέκενμπουργκ κ.α. Η μεγαλύτερη διάκριση στην καριέρα του ήταν η κατάκτηση των Αργυρών μεταλλίων στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα κλειστού στίβου το 1995 στη Βαρκελώνη και το 1997 στο Παρίσι. Είναι κάτοχος του Πανελλήνιου ρεκόρ στον ανοικτό και τον κλειστό στίβο, με επιδόσεις 2.36 μέτρα και 2.35 μέτρα αντίστοιχα.
  • Η Παρασκευή (Βούλα) Πατουλίδου από τον Τριπόταμο Φλώρινας γεννήθηκε το 1965 και είναι η πρώτη Ελληνίδα Χρυσή Ολυμπιονίκης. Συμμετείχε σε πέντε Ολυμπιάδες (1988, 1992, 1996, 2000, 2004) ως αθλήτρια του Ηρακλή και του ΠΑΟΚ Θεσσαλονίκης. Το θρυλικό της «για την Ελλάδα, ρε γαμώτο!» την 5η Αυγούστου του 1992 στη Βαρκελώνη, σκεπασμένη με τη γαλανόλευκη, αποτελεί μια από τις πλέον εμβληματικές εικόνες του ελληνικού αθλητικού γίγνεσθαι. Απέναντι σε όλα τα φαβορί, η Πατουλίδου προκρίθηκε στον Τελικό, ισοφαρίζοντας την καλύτερη επίδοση της χρονιάς της και αφού η Λουντμίλα Ναροζιλένκο της Κοινοπολιτείας (πρώην ΕΣΣΔ) εγκαταλείπει λόγω τραυματισμού. Στον Τελικό κατέβηκε να αγωνιστεί με τη δίψα της πρωτάρας, απέναντι στα μεγάλα φαβορί, Γκέιλ Ντίβερς και την κάτοχο του Παγκόσμιου ρεκόρ, Γιορντάνκα Ντόνκοβα. Στις 21:15 (ώρα Ελλάδος) ξεκίνησε η κούρσα του Τελικού στα 100 μέτρα με εμπόδια των Γυναικών. Η Βούλα έχει ξεκινήσει πολύ καλά, είναι κοντά στις πρώτες. Η Ντίβερς στο τελευταίο εμπόδιο χτυπάει και γκρεμίζεται, η Πατουλίδου τερματίζει με χρόνο 12.64 και προσπαθεί να αντιληφθεί τι συμβαίνει. Χρυσό μετάλλιο. Το πρώτο στον “Βασιλιά των Αγώνων”, στον Στίβο, μετά το 1912. Το μετάλλιο της Πατουλίδου αποτέλεσε τον φάρο του ελληνικού στίβου, τον οδήγησε σε μια νέα εποχή, με πλειάδα επιτυχιών, απαιτήσεων και διακρίσεων. Η Βούλα μετά την ανεπανάληπτη επιτυχία της Βαρκελώνης άλλαξε άθλημα και προπόνηση, αγωνιζόμενη στο άλμα εις μήκος, όπου έκανε ατομική επίδοση 6.71 μέτρα το 1995. Το 1996 στην Ατλάντα τερμάτισε δέκατη στον Τελικό του μήκους και από το 2000 επέστρεψε στα 100 και τα 60 μέτρα. Το καλοκαίρι του 2000 συμμετείχε στην τέταρτη Ολυμπιάδα της καριέρας της, στο Σίδνεϊ, με την ομάδα σκυταλοδρομίας 4×100. Το 2001 έφτασε ως τους ημιτελικούς του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος κλειστού στίβου, ενώ υπήρξε μέλος και της Ολυμπιακής ομάδας του 2004 στα 4×100. Στις 9 Δεκεμβρίου του 2004 ανακοίνωσε την απόσυρσή της από την ενεργό δράση, αφήνοντας πίσω την απίστευτη στιγμή της Βαρκελώνης, πολλές διακρίσεις σε Πανελλήνια Πρωταθλήματα, Βαλκανικούς, Μεσογειακούς Αγώνες και διεθνή μίτινγκ. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού, φέρει τον βαθμό της Υποπλοιάρχου του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού και από το 2006 ασχολείται ενεργά με την πολιτική σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης στη Θεσσαλονίκη.
  • Ο “Άτλαντας” της Χειμάρας, Πύρρος Δήμας, γεννήθηκε το 1971 στη Βόρειο Ήπειρο από Έλληνες γονείς. Ξεκίνησε να ασχολείται με την άρση βαρών το 1978 στην ηλικία των επτάμισι ετών και έκτοτε είναι αδιαμφισβήτητα ο μεγαλύτερος αθλητής της άρσης βαρών και ο πιο επιτυχημένος Έλληνας αθλητής όλων των εποχών. Έχει αναδειχθεί τρεις φορές Χρυσός Ολυμπιονίκης, στην Βαρκελώνη το 1992 στην κατηγορία των 82.5 κιλών, στην Ατλάντα το 1996 στην κατηγορία των 83 κιλών και στο Σίδνεϊ το 2000 στην κατηγορία των 85 κιλών, ενώ στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004 κατέκτησε το Χάλκινο μετάλλιο μετά από τον πιο συγκινητικό αγώνα της καριέρας του. Κατέχει επίσης τρεις Παγκόσμιους τίτλους (1993, 1995 και 1998) και έχει μείνει στην ιστορία με δύο Παγκόσμια ρεκόρ, τα οποία θα ζουν αιώνια, καθώς τα έχει πετύχει στη κατηγορία των 83 κιλών, η οποία δεν υπάρχει πια. Το πρώτο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα, όταν σήκωσε 180 κιλά στο αρασέ και 392.5 κιλά στο σύνολο. Το δεύτερο στο Παγκόσμιο της Αθήνας το 1999, στο αρασέ στην κατηγορία των 85 κιλών με 180 κιλά. Οι κορυφαίες ατομικές του επιδόσεις στο ζετέ είναι 210 κιλά (1998) και στο σύνολο 387.5 κιλά (1998 και 1999). Έχει αναδειχθεί πέντε φορές καλύτερος αθλητής (1992, 1993, 1995, 1996 και 2000), ενώ τον Μάρτιο του 2005 στην Κωνσταντινούπολη βραβεύτηκε από την Παγκόσμια Ομοσπονδία Άρσης Βαρών ως ο καλύτερος αθλητής του αιώνα. Τον Μάιο του 2012 μαζί με τον Κινέζο Ολυμπιονίκη της Γυμναστικής, Λι Νιγκ, άναψαν τον βωμό στο Παναθηναϊκό Στάδιο κατά τη διάρκεια της τελετής παράδοσης της Ολυμπιακής Φλόγας στη διοργανώτρια πόλη του Λονδίνου. Για την προσφορά του στον ελληνικό αθλητισμό έχει τιμηθεί με το Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Τιμής της Ελληνικής Δημοκρατίας. Από τον Οκτώβριο του 2008 είναι ο Πρόεδρος της ΕΟΑΒ (Ελληνική Ομοσπονδία Άρσης Βαρών), ενώ εξελέγη από τη Διεθνή Ομοσπονδία Άρσης Βαρών Πρόεδρος της επιτροπής αθλητών τον Μάιο του 2005. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Αντιντόπινγκ (WADA) τον Νοέμβριο του 2011 τον ανακήρυξε Πρέσβη καταπολέμησης του ντόπινγκ στον αθλητισμό. Έχει υπάρξει προπονητής της Εθνικής ομάδας άρσης βαρών των ΗΠΑ, ενώ από το 2009 έχει ιδρύσει στην Κατερίνη τον πρώτο αθλητικό σύλλογο, ο οποίος φέρει το όνομά του, σύλλογος ο οποίος ήδη έχει αναδείξει Πρωταθλητές στην άρση βαρών. Ο Πύρρος είναι ο μοναδικός έως σήμερα Έλληνας αρσιβαρίστας με τρία Χρυσά Ολυμπιακά μετάλλια κι ένα Χάλκινο, ισοφαρίζοντας τον Ναΐμ Σουλεϊμάνογλου στα Χρυσά μετάλλια στους Ολυμπιακούς του Σίδνεϊ το 2000. Έχει διατελέσει Βουλευτής Επικρατείας κατά τις περιόδους 2012-2015, ήταν Έφεδρος Αξιωματικός των ελληνικών Ειδικών Δυνάμεων και αριστούχος απόφοιτος του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ήταν παντρεμένος με την δημοσιογράφο Αναστασία Σδούγκου, η οποία έφυγε από τη ζωή το 2018 και με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά.
blank
blank

ΜΕΡΟΣ Ρ

Το 1996 στην Ατλάντα: Ο Πρόεδρος της ΕΟΕ, Σπύρος Καπράλος, σπουδαίος πολίστας στο παρελθόν, ηγήθηκε της ελληνικής αποστολής στους Αγώνες που ιστορικά θα έπρεπε να διεξαχθούν στην Ελλάδα. Σημαιοφόρος των 121 Ελλήνων αθλητών ήταν ο αρσιβαρίστας Πύρρος Δήμας του Μίλωνα Νέας Σμύρνης, Χρυσός Ολυμπιονίκης. Ο απολογισμός υπήρξε από τους πλέον επιτυχημένους για τον ελληνικό αθλητισμό με 4 Χρυσά και 4 Ασημένια μετάλλια και την άρση βαρών να παίρνει αθόρυβα τη σκυτάλη από την πάλη ως «εθνικό άθλημα». Πύρρος Δήμας (Χρυσό μετάλλιο στην άρση βαρών στην κατηγορία των 83 κιλών), Κάχι Καχιασβίλι, Λεωνίδας Κόκκας, Βαλέριος Λεωνίδης και Λεωνίδας Σαμπάνης η ντριμ τιμ του Χρήστου Ιακώβου, ενώ τα μετάλλια του Ιωάννη Μελισσανίδη, του Νίκου Κακλαμανάκη και της Νίκης Μπακογιάννη “φούσκωσαν” τους Έλληνες από υπερηφάνεια:

  • Ο Κάχι Καχιασβίλι γεννήθηκε το 1969 στο Τσχινβάλι της Σοβιετικής Ένωσης, από Γεωργιανό πατέρα και Ελληνίδα μητέρα. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Πολυτεχνείο της Τιφλίδας και είναι Αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας. Το 1992 έγινε ο πρώτος Χρυσός Ολυμπιονίκης του νεοσύστατου τότε κράτους της Γεωργίας, αγωνιζόμενος με την Κοινοπολιτεία στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης, και από το 1994 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα. Εντάχθηκε και αυτός στον Μίλωνα, όπου άμεσα του κόλλησαν το προσωνύμιο «κλαρκ» για την ικανότητά του να σηκώνει μυθικά βάρη. Χαίρει μιας εξαιρετικά πλούσιας καριέρας με επτά Παγκόσμια ρεκόρ (τρία σε ζετέ, δύο σε αρασέ και άλλα δύο στο σύνολο) και κατακτήσεις Χρυσών μεταλλίων σε Ευρωπαϊκά και Παγκόσμια Πρωταθλήματα. Συγκεκριμένα, στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα έχει κατακτήσει επτά Χρυσά, δύο Αργυρά και τρία Χάλκινα μετάλλια, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα έξι Χρυσά, ένα Αργυρό και τέσσερα Χάλκινα μετάλλια, ενώ το 1994 ανακηρύχθηκε κορυφαίος αρσιβαρίστας στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Καλύτερος Έλληνας αθλητής για το 1996, το 1999 και το 2000, έλαβε μέρος τέσσερεις φορές σε Ολυμπιακούς Αγώνες, κατακτώντας τρία Χρυσά μετάλλια (1992, 1996, 2000). Στην τελευταία του συμμετοχή στους Αγώνες της Αθήνας προσπάθησε πολύ, αλλά δεν κατάφερε να κατακτήσει ένα μετάλλιο, χτυπημένος από τραυματισμούς.
  • Ο Βαλέριος Λεωνίδης γεννήθηκε στο Εσεντούκι της Ρωσίας το 1966 από γονείς Έλληνες του Πόντου. Από το 1982 άρχισε την ενασχόληση του με την άρση βαρών με τα χρώματα της Σοβιετικής Ένωσης. Κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1991, γράφτηκε στον ΒΑΟ Θεσσαλονίκης και άμεσα ξεκίνησαν οι διακρίσεις σε όλα τα επίπεδα. Ο Λεωνίδης έχει τρεις συμμετοχές στους Αγώνες (Βαρκελώνη, Ατλάντα, Σίδνεϊ) και έχουν μείνει στην ιστορία οι μάχες του με τον «Ηρακλή τσέπης», Τούρκο Ναΐμ Σουλεϊμάνογλου, στις κατηγορίες των 60 και αργότερα 64 κιλών στην Ατλάντα, όπου κατέρριψαν διαδοχικά πέντε Παγκόσμια ρεκόρ και ο Έλληνας αρσιβαρίστας κατέκτησε το Ασημένιο μετάλλιο. Ο Βαλέριος συνολικά έχει κατακτήσει ένα Χάλκινο και 10 Ασημένια μετάλλια σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα και τέσσερα Χρυσά, πέντε Ασημένια και τέσσερα Χάλκινα σε Ευρωπαϊκά. Συμμετείχε και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004, αυτήν τη φορά μεταφέροντας την Ολυμπιακή σημαία μαζί με άλλους επτά αθλητές. Μετά από σχεδόν 22 χρόνια, το 2004 αποφασίζει να αποχωρήσει από την ενεργό δράση και να ασχοληθεί με την προπονητική. Είναι πτυχιούχος Φαρμακευτικής και Υποπλοίαρχος του Πολεμικού Ναυτικού, ενώ από το 2005 εργάζεται ως Ομοσπονδιακός προπονητής.
  • Ο Λεωνίδας Σαμπάνης γεννήθηκε το 1971 στην Κορυτσά και ήρθε στην Ελλάδα το 1991. Δάσκαλος στο επάγγελμα, το 1995 εντάχθηκε στην Εθνική ομάδα άρσης βαρών, με την οποία κατέκτησε το Αργυρό μετάλλιο στην Ατλάντα το 1996 στην κατηγορία των 58 κιλών, όπως και το 2000 στο Σίδνεϊ στην κατηγορία των 61 κιλών. Έχει δύο Χρυσά και ένα Ασημένιο μετάλλιο στα Παγκόσμια Πρωταθλήματα του 1995, του 1998 και του 1999 και έχει κατακτήσει δύο Χρυσά (1996, 2002) και τρία διαδοχικά Ασημένια μετάλλια (1997, 1998, 1999) στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα άρσης βαρών. Το 2004 στους Ολυμπιακούς της Αθήνας κατέκτησε το Χάλκινο μετάλλιο, το οποίο κατόπιν του αφαιρέθηκε, καθότι ανιχνεύθηκαν στον οργανισμό του πολύ υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης. Αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι είχε χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε ουσία.
  • Ο Λεωνίδας Κόκκας γεννήθηκε το 1973 στην Κακαβιά Δρόπολης και από την ηλικία των 15 ετών ξεκίνησε την ενασχόληση του με την άρση βαρών. Κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1991, εντάχθηκε στον «Σπάρτακο» Ιωαννίνων και την Εθνική ομάδα άρσης βαρών. Οι διακρίσεις στο Πανευρωπαϊκό, Παγκόσμιο και Μεσογειακό Πρωτάθλημα ξεκίνησαν άμεσα, παρόλα αυτά έχει στο ενεργητικό του μόλις μία Ολυμπιακή συμμετοχή, το 1996 στην Ατλάντα, όπου και κατέκτησε το Ασημένιο μετάλλιο στην κατηγορία των 91 κιλών. Σοβαροί τραυματισμοί στη μέση τού στέρησαν τη συμμετοχή στο Σίδνεϊ και το 2003 αποχώρησε από την ενεργό δράση, έχοντας κατακτήσει δύο Ασημένια και δύο Χάλκινα μετάλλια σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα (1998, 1999) και δύο Ασημένια σε Ευρωπαϊκά (1995, 1998). Δεν έμεινε μακριά από τον αθλητισμό, μιας και πλέον ασχολείται επαγγελματικά με το γκολφ, όπου έχει κατακτήσει τέσσερα Παγκόσμια Πρωταθλήματα. Στου Αγώνες της Αθήνας το 2004 μετέφερε την Ολυμπιακή σημαία μαζί με άλλους επτά εμβληματικούς αθλητές κατά την τελετή έναρξης στο Ολυμπιακό στάδιο.

ΜΕΡΟΣ Σ

blank
  • Ο «γιος του ανέμου», Νίκος Κακλαμανάκης, γεννήθηκε το 1968 και ξεκίνησε από πολύ μικρός την ιστιοπλοΐα στην κατηγορία μιστράλ. Είναι ο κορυφαίος ιστιοπλόος της Ελλάδας με ένα Χρυσό και ένα Ασημένιο μετάλλιο, στην Ατλάντα το 1996 και στην Αθήνα το 2004. Συμμετείχε σε διεθνείς αγώνες από το 1986, όταν κατέκτησε την τρίτη θέση στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Νέων. Το 1989 κατέκτησε τη δεύτερη θέση στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Φινλανδίας, στη Βαρκελώνη κατετάγη ένατος και τέσσερα χρόνια αργότερα κατακτά το Χρυσό μετάλλιο στην Ατλάντα. Το 1997 πάνω στην ιστιοσανίδα του έκανε τον διάπλου του Αιγαίου από το Σούνιο μέχρι την Κρήτη σε δύο ημέρες. Έχει κατακτήσει τρία Χρυσά και δύο Ασημένια μετάλλια σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα και δεκάδες διεθνείς διακρίσεις. Συμμετέχει και στους Αγώνες του Σίδνεϊ το 2000, κατακτώντας την έκτη θέση, στο μυαλό του όμως είναι οι Αγώνες της Αθήνας. Με αμέριστη συμπαράσταση από το ελληνικό κοινό κατακτά το Ασημένιο μετάλλιο και αποθεώνεται. Ο Νίκος είναι ο αθλητής που άναψε την Ολυμπιακή Φλόγα στο ΟΑΚΑ στην τελετή έναρξης των Αγώνων του 2004. Το 2008 στο Πεκίνο τερματίζει όγδοος και είναι από τους πλέον συνεπείς Έλληνες αθλητές όλων των εποχών, με πέντε διαδοχικές συμμετοχές στους Αγώνες.
  • Ο γεννημένος στο Μόναχο το 1977, Ιωάννης Μελισσανίδης, είναι επίσης Χρυσός Ολυμπιονίκης της Ατλάντα. Σε ηλικία δύο ετών η οικογένειά του, με καταγωγή από την Βυρώνεια Σερρών, μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη, όπου ξεκίνησε τη Γυμναστική και το κλασσικό μπαλέτο από την ηλικία των εννέα ετών. Οι γονείς του, παρότι δεν υποστήριζαν αρχικά την ιδέα, εν τέλει υποχώρησαν και τον ενέγραψαν στον Γυμναστικό Σύλλογο «Σπάρτακος» Θεσσαλονίκης. Το 1991, στο πρώτο του Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Νέων, κατετάγη 18ος στο ομαδικό, αλλά κέρδισε το Χάλκινο μετάλλιο στις ασκήσεις εδάφους, μπαίνοντας μπροστά από τους μελλοντικούς Παγκόσμιους Πρωταθλητές Ιβάνκοφ και Γιόβτσεβ. Δύο χρόνια αργότερα, το 1993, κατέκτησε την πρώτη θέση στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Εφήβων στο έδαφος και την τρίτη θέση στους Μεσογειακούς Αγώνες στο άλμα. Το 1994 ήταν ο πρώτος χρόνος κατά τον οποίον αγωνίστηκε στην κατηγορία των Ανδρών και η αφετηρία των επιτυχιών του σε παγκόσμιο επίπεδο. Στο Ευρωπαϊκό της Πράγας το 1994 κατέκτησε το Χρυσό μετάλλιο στις ασκήσεις εδάφους, το οποίο χάρισε στην οικογένεια τού Τούρκου συναθλητή του, Μουράτ Καμπάς, ο οποίος είχε σκοτωθεί σε τροχαίο. Για αυτήν τη χειρονομία τιμήθηκε με το βραβείο Ιπεκτσί, την ανώτατη τιμητική διάκριση της Τουρκίας, τον Υπουργό Μακεδονίας-Θράκης και τον ΠΣΑΤ. Την ίδια χρονιά κατέκτησε το Αργυρό μετάλλιο στο Παγκόσμιο στις ασκήσεις εδάφους και έγινε ο πρώτος Έλληνας αθλητής της Γυμναστικής με μετάλλιο σε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα. Στην Ατλάντα άγγιξε το τέλειο και με 9.850 βαθμούς κατέκτησε το Χρυσό μετάλλιο, αναγκάζοντας ακόμα και τους αντιπάλους του να τον χειροκροτήσουν. Ήταν η πρώτη μεγάλη επιτυχία της Ελλάδας στη Γυμναστική μετά τη Μεσολυμπιάδα του 1906. Συνέχισε την σκληρή προπόνηση και το 1998 στην Αγία Πετρούπολη κατέκτησε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στο άλμα. Συμμετείχε και στους Αγώνες του Σίδνεϊ το 2000, ενώ το 2004 μπήκε ως λαμπαδηδρόμος στο ΟΑΚΑ κατά την τελετή έναρξης. Αποχώρησε από την ενεργό δράση, κληροδοτώντας στις επόμενες γενιές δύο άλματα στον Κώδικα Σημείων (Code of Points) με το όνομά του. Ανήσυχο και καλλιτεχνικό πνεύμα, έχει δραστηριοποιηθεί σε διάφορους κοινωνικούς και αθλητικούς τομείς, αποφοίτησε από την Αμερικανική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών του Λος Άντζελες και το 2021 αποκάλυψε ότι είναι ομοφυλόφιλος. Αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας, πλέον είναι ηθοποιός και δραστηριοποιείται στον ευρύτερο καλλιτεχνικό χώρο.
  • Η Νίκη Μπακογιάννη γεννήθηκε στη Λαμία το 1968 και ξεκίνησε την καριέρα της στον στίβο και το άλμα εις ύψος από τον Αθλητικό Όμιλο «Αθανάσιος Διάκος». Κατόπιν αγωνίστηκε με τα χρώματα του αθλητικού συλλόγου ΑΣΕ Δούκα και προς το τέλος της καριέρας της μεταγράφηκε στον Ολυμπιακό. Από τα 15 της χρόνια συμμετείχε αδιαλείπτως σε διεθνείς αγώνες, το 1985 έλαβε μέρος στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στίβου Εφήβων-Νεανίδων στο Κότμπους της Ανατολικής Γερμανίας, ξεπερνώντας τα 1.85 μέτρα. Την επόμενη χρονιά κατέλαβε την πέμπτη θέση στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Αθήνας και το 1992 έκανε την παρθενική της συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η Ατλάντα είναι η κορυφαία στιγμή της σταδιοδρομίας της, όταν με επίδοση 2.03 μέτρα κατέκτησε το Ασημένιο μετάλλιο, καταρρίπτοντας παράλληλα και το Πανελλήνιο ρεκόρ. Απέναντι στην κορυφαία Βουλγάρα αθλήτρια, Στέφκα Κονσταντίνοβα, η Νίκη ξεπέρασε τον εαυτό της, περνώντας διαδοχικά το 1.99, τα 2.01 και τα 2.03 μέτρα. Η Κονσταντίνοβα εν τέλει πέρασε και τον πήχη των 2.05 μέτρων και κατέκτησε το Χρυσό μετάλλιο, μετά από έναν συγκλονιστικό και αξέχαστο αγώνα. Πολυνίκης στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα, μετάλλια στα Πανευρωπαϊκά και τα Παγκόσμια, Βαλκανιονίκης, Μεσογειονίκης, η Μπακογιάννη ήθελε να κλείσει την καριέρα της στην Αθήνα το 2004, αλλά ένας τραυματισμός της το απέτρεψε. Μητέρα δύο παιδιών, καθηγήτρια Φυσικής Αγωγής και Αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας, δραστήρια στην κατάρτιση και εφαρμογή αθλητικών προγραμμάτων για παιδιά.

Το 2000 στο Σίδνεϊ: Ο Ιωάννης Παπαδογιαννάκης ήταν επικεφαλής της ελληνικής αποστολής, με Σημαιοφόρο των 139 Ελλήνων αθλητών τον ιστιοπλόο μας και Χρυσό Ολυμπιονίκη, Νίκο Κακλαμανάκη. Η Ελληνική Ολυμπιακή ομάδα έφυγε από την Αυστραλία άκρως επιτυχημένη, κατακτώντας συνολικά 13 μετάλλια. Ιωάννα Χατζηιωάννου, Βίκτωρας Μήτρου, Δημοσθένης Ταμπάκος, Μιχάλης Μουρούτσος, Τασούλα Κελεσίδου, Αλέξανδρος Καρντάνοφ, Μιρέλα Μανιάνι, η Εθνική ομάδα Γυναικών στο ανσάμπλ, Κατερίνα Θάνου (Ασημένιο μετάλλιο στα 100 μέτρα), Κώστας Κεντέρης (Χρυσό μετάλλιο στα 200 μέτρα), Πύρρος Δήμας (Χρυσό μετάλλιο στην άρση βαρών στην κατηγορία των 85 κιλών), Κάχι Καχιασβίλι (Χρυσό μετάλλιο στην άρση βαρών στην κατηγορία των 94 κιλών) και Λεωνίδας Σαμπάνης (Ασημένιο μετάλλιο στην άρση βαρών στην κατηγορία των 61 κιλών):

  • Η Ιωάννα Χατζηιωάννου έγινε η πρώτη Ελληνίδα αρσιβαρίστρια που κατακτά μετάλλιο σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Η γεννηθείσα το 1973 αθλήτρια κατέκτησε το Χάλκινο μετάλλιο στην κατηγορία 63 κιλών, σηκώνοντας 222.5 κιλά στο σύνολο και γράφοντας ιστορία: «Δεν έχω συνειδητοποιήσει ακόμη τι έχω κάνει. Είμαι πολύ ευτυχισμένη. Αυτό το μετάλλιο το αφιερώνω στην Ελλάδα και σε όσους αγαπάω. Πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν ήξερα αν θα αγωνιστώ, γιατί τους τελευταίους έξι μήνες είχα αφόρητους πόνους στη μέση μου. Υπήρχαν φορές που δεν μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι μου. Πριν από τον αγώνα σήμερα πήρα παυσίπονα και γι’ αυτόν τον λόγο δεν πονάω. Αργότερα δεν ξέρω πώς ακριβώς θα είμαι. Ποτέ δεν είχα ονειρευτεί ότι θα μπορούσα να πάρω Ολυμπιακό μετάλλιο. Στον αγώνα απλώς προσπαθούσα να σηκώσω τα βάρη και δεν ήξερα ακριβώς τι έκανα», δήλωσε συγκινημένη. Με Χρυσό στο Πανευρωπαϊκό της Σεβίλης το 1997 και δύο Ασημένια μετάλλια το 1996 στην Πράγα και το 1999 στην Κορούνια, η αθλήτρια του «Πήγασου» Τριανδρίας είναι η πιο επιτυχημένη αρσιβαρίστρια όλων των εποχών. Μετά το πέρας της καριέρας της, διετέλεσε μέλος της Ομάδας Πρωτοβουλίας Διάσωσης της Άρσης Βαρών.
  • Ο Βίκτωρας Μήτρου, γεννημένος το 1973 ως Βίκτορ Μίτρο στην Αυλώνα της Αλβανίας, αρχικά, μέχρι το 1993, εκπροσώπησε την Αλβανία διεθνώς και στη συνέχεια την Ελλάδα για τρεις διαδοχικές Ολυμπιάδες, το 1996 (τέταρτος), το 2000 και το 2004 (πέμπτος). Στο Σίδνεϊ κατέκτησε το Ασημένιο μετάλλιο στην άρση βαρών στην κατηγορία των 77 κιλών, χάνοντας το Χρυσό στη μέτρηση βάρους από τον Κινέζο Ζαν Χουγκάνγκ. Έχει στο παλμαρέ του ακόμα ένα Ασημένιο μετάλλιο, το 1999 στο Παγκόσμιο της Αθήνας.
  • Ο Παγκόσμιος Πρωταθλητής στους κρίκους, Δημοσθένης Ταμπάκος, γεννήθηκε το 1976 στη Θεσσαλονίκη, με καταγωγή από τη Δρακότρυπα Καρδίτσας. Ξεκίνησε στα επτά του χρόνια την Ενόργανη Γυμναστική με προπονητή τον Θόδωρο Αυγίδη, ο οποίος τον ενθάρρυνε να ασχοληθεί με τον πρωταθλητισμό. Τον Αύγουστο του 1984 άρχισε να προπονείται με τον Αθανάσιο Καπνίδη, με τον οποίο γνώρισε και τις πρώτες επιτυχίες του. Το 1985 στο Πρωτάθλημα Βορείου Ελλάδος καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση στο έδαφος στην κατηγορία Παμπαίδων. Το 1990 γίνεται μέλος της Εθνικής ομάδας, ύστερα από μια σειρά πολλών διακρίσεων σε πανελλήνιο επίπεδο. Την ίδια χρονιά έχει την πρώτη του διεθνή συμμετοχή στον αγώνα World Stars στη Μόσχα. Στον ίδιο αγώνα συναντά τον προπονητή του Αλέξανδρο Ιωακειμίδη, με τον οποίον συνεργάζονται επίσημα από το 1994. Η πρώτη του διεθνής επιτυχία σημειώνεται στο Πλοέστι της Ρουμανίας το 1990 (Βαλκανικοί Αγώνες Ανδρών), όπου καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση στον πλάγιο ίππο. Έκτοτε έχει στο ενεργητικό του εκατοντάδες συμμετοχές με την Εθνική ομάδα και πολλές διακρίσεις. Κορυφαίες στιγμές της καριέρας του υπήρξαν η κατάκτηση του Χρυσού μεταλλίου το 2004 στην Αθήνα, του Αργυρού στο Σίδνεϊ, του Χρυσού στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2003, των Χρυσών μεταλλίων στα Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα του 2000 και του 2004, του Χάλκινου στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2008 και του Αργυρού στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2009. Το 1998, εκτός από την κατάκτηση του Χάλκινου μεταλλίου στο Πανευρωπαϊκό της Αγία Πετρούπολη, καταλαμβάνει την έβδομη θέση στον Τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου στο Σάμπαε της Ιαπωνίας και είναι ο πρώτος Έλληνας αθλητής που λαμβάνει μέρος σε αυτή τη διοργάνωση. Έχουν καταγραφεί δύο ασκήσεις στον Κώδικα Βαθμολόγησης της FIG με το όνομα «Ταμπάκος». Ο Δημοσθένης είναι πτυχιούχος του ΤΕΦΑΑ και Αξιωματικός στην Πολεμική Αεροπορία.
  • Ο Μιχάλης Μουρούτσος γεννήθηκε το 1980 στα Λαγκάδια Αρκαδίας και κατέκτησε το Χρυσό μετάλλιο στο ταεκβοντό στην κατηγορία των 58 κιλών. Ξεκίνησε να ασχολείται με το άθλημα το 1987 στον ΑΣ Δάφνης. Τελειοποίησε την εκπαίδευσή του με τη βοήθεια του προπονητή του Θοδωρή Κανελλόπουλου. Θυμάται για το Σίδνεϊ: «Θα μπω μέσα και θα κερδίσω. Τώρα θα γίνω χρυσός Ολυμπιονίκης. Δεν πρόκειται να χάσω. Κανείς δεν μπορεί να με νικήσει. Όταν ήρθε η στιγμή να μπω στο τερέν, έσταζα από ιδρώτα και την ώρα που πάτησα το τερέν αισθάνθηκα ότι είχα κάνει το καλύτερο ζέσταμα της ζωής μου. Πέντε λεπτά πριν μπούμε στον αγωνιστικό χώρο, βλέπω με την άκρη του ματιού μου τον Ισπανό αντίπαλό μου να καρφώνει το βλέμμα του πάνω μου. Προσπαθούσε να καταλάβει τι ακριβώς κάνω. Την στιγμή που αντιλήφθηκα ότι με κοίταζε, είπα από μέσα μου ότι δεν υπάρχει περίπτωση να χάσω, παρότι αυτός ο άνθρωπος στο παρελθόν με είχε κερδίσει με 2-0. Ήταν η ώρα να βγω εγώ χρυσός Ολυμπιονίκης. Τελικά, κατάφερα να τον κερδίσω με 4-2 και να στεφθώ ο πρώτος χρυσός Ολυμπιονίκης σε όλη την ιστορία του αθλήματος». Ο Μιχάλης έχει βαθμό Αξιωματικού της Διοίκησης Υποβρυχίων Καταστροφών, το όνομά του έχει δοθεί τιμητικά στο κλειστό γυμναστήριο του Δήμου Δάφνης και διετέλεσε επικεφαλής του τμήματος ταεκβοντό του Ολυμπιακού.

ΜΕΡΟΣ Τ

blank

ΜΕΡΟΣ Y

blank
  • Η Αναστασία (Τασούλα) Κελεσίδου γεννήθηκε το 1972 στο Αμβούργο και κατάγεται από το Στρυμονοχώρι Σερρών. Έδειξε δείγματα των δυνατοτήτων της στη δισκοβολία από πολύ νεαρή ηλικία. Το 1994 τερμάτισε δεύτερη στο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Νέων, έναν χρόνο αργότερα (στην πρώτη της συμμετοχή σε μεγάλη διοργάνωση) 11η στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στίβου της Στοκχόλμης και το 1997 είχε στεφθεί Μεσογειονίκης. Κατέκτησε το πρώτο της μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου το 1999 στη Σεβίλη. Στο Σίδνεϊ κατέφθασε σαν φαβορί και δικαιώνοντας τον τίτλο της κατέκτησε το Ασημένιο μετάλλιο. Με μεθοδικότητα και σκληρή δουλειά, έθεσε αμέσως τον επόμενο στόχο. Στο Παγκόσμιο του Έντμοντον το 2001 κατέλαβε την τρίτη θέση, στο Πανευρωπαϊκό του Μονάχου το 2002 ξανά την τρίτη θέση (πίσω από την Κατερίνα Βόγγολη) και στο Παγκόσμιο του Παρισιού, έναν χρόνο αργότερα, ανέβηκε μια θέση ψηλότερα στο βάθρο. Της έλειπε μόνο το Χρυσό μετάλλιο, προσπάθησε να το κατακτήσει στην Αθήνα, “περιορίστηκε” όμως και πάλι στο Ασημένιο. Με δύο Ολυμπιακά μετάλλια, τρία Παγκόσμια και ένα Ευρωπαϊκό, η Τασούλα Κελεσίδου είναι μια από τις πιο επιτυχημένες Ελληνίδες αθλήτριες.
  • Ο Αλέξανδρος Καρντάνοφ (γεννημένος ως Αμιράν Καρντάνοφ) γεννήθηκε στο Βλαντικαφκάζ της Ρωσίας το 1976 και κατέκτησε το Χάλκινο μετάλλιο στους Αγώνες του Σίδνεϊ, στην κατηγορία των 54 κιλών της ελευθέρας πάλης, κερδίζοντας τον Λευκορώσο Τζέρμαν Κοντόεφ. Συμμετείχε και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1996 και του 2004 στην Αθήνα, όπου κατετάγη τέταρτος, ενώ στην καριέρα του κατέκτησε δύο Ασημένια (2001, 2003) και δύο Χάλκινα μετάλλια (1998, 2006) σε Πανευρωπαϊκά Πρωταθλήματα.
  • Η Μιρέλα Μανιάνι γεννήθηκε στο Δυρράχιο της Αλβανίας το 1976 και απέκτησε την ελληνική υπηκοότητα, όταν παντρεύτηκε τον επίσης ελληνοποιημένο αρσιβαρίστα Γιώργο Τζελίλη. Είναι μία από τις πιο σπουδαίες ακοντίστριες όλων των εποχών. Με το νέο τύπο ακοντίου, ο οποίος εισήχθη το 1999, έχει πετύχει την πέμπτη καλύτερη επίδοση όλων των εποχών στον κόσμο, την τρίτη στην Ευρώπη και την καλύτερη στην Ελλάδα. Η πρώτη της συμμετοχή σε μεγάλη διοργάνωση έγινε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στίβου το 1997 στην Αθήνα, όπου κατέλαβε την 11η θέση. Ακολούθησαν το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Στίβου το 1998 στη Βουδαπέστη, όπου κατέκτησε την ένατη θέση, και το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου το 1999 στη Σεβίλη, όπου με βολή στα 67.09 μέτρα κατέκτησε το Χρυσό μετάλλιο. Στο Σίδνεϊ κατέκτησε το Αργυρό μετάλλιο με βολή στα 67.51 μέτρα, σημειώνοντας Πανελλήνιο ρεκόρ. Στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου 2001 στο Έντμοντον κατέλαβε τη δεύτερη θέση και το 2002 ξαναβρέθηκε στην κορυφή με μια εκπληκτική ρίψη στα 67.47 μέτρα. Διατήρησε τον τίτλο της Παγκόσμιας Πρωταθλήτριας το 2003 και το 2004 παρά τον τραυματισμό της κατέκτησε το Χάλκινο μετάλλιο. Έχει μια κόρη από τον τρίτο της γάμο με τον Γιάννη Γιαννούλη, πρώην μπασκετμπολίστα του ΠΑΟΚ.
  • Ειρήνη Αϊνδιλή, Μαρία Γεωργάτου, Χαρά Καρυάμη, Εύα Χριστοδούλου, Κλέλια Πανταζή, Άννα Πολλάτου. Σε πολύ μικρές, εφηβικές και τρυφερές ηλικίες, τα κορίτσια τη Εθνικής ομάδας του ανσάμπλ έπρεπε να εκτελέσουν άψογα τα προγράμματά τους και να δικαιώσουν τις προσδοκίες και στο Σίδνεϊ. Το πρώτο πρόγραμμα με λάθη απομάκρυνε τις ελπίδες για το Χρυσό. Τα κορίτσια εκτέλεσαν με μοναδικό τρόπο το πρόγραμμά τους στις κορύνες, ορισμένα μικρολάθη όμως τους κόστισαν την απαραίτητη βαθμολογία για το υψηλότερο βάθρο. Με πυγμή και θάρρος ξαναμπήκαν στον αγωνιστικό χώρο και έδωσαν στους θεατές και τους κριτές μια απίστευτη εκτέλεση και τη μεγαλύτερη βαθμολογία των Αγώνων. Τα κορίτσια είχαν φέρει το Χάλκινο μετάλλιο στην Ελλάδα, από την άλλη είχαν χάσει κυριολεκτικά μέσα από τα χέρια τους το Χρυσό, για το οποίο ήταν τα φαβορί. Η νίκη αυτή σηματοδότησε έναν νέο κύκλο για τον αθλητισμό και την Ρυθμική Γυμναστική, καθώς έφερε πολλά παιδιά σε επαφή με το άθλημα, κάποια από τα οποία ξεκίνησαν, αποκλειστικά και μόνο επειδή είχαν παρακολουθήσει εκείνον τον αγώνα. Ο αδόκητος χαμός της Άννας Πολλάτου στις 17 Μαΐου του 2014, σε ηλικία μόλις 31 ετών, όταν το αυτοκίνητό της ξέφυγε από την πορεία του για άγνωστο λόγο, μπήκε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και με την πίσω δεξιά πλευρά συγκρούστηκε με ένα αγροτικό αυτοκίνητο, θα αφήνει πάντοτε μια πικρή γεύση σε εκείνο το μετάλλιο του 2000.

Ο Κώστας Κεντέρης και η Κατερίνα Θάνου κατέκτησαν δύο ιστορικά μετάλλια. Αμφότερα είχαν ξεσηκώσει την Ελλάδα ολόκληρη. Η ιστορία τους όμως ταξιδεύει τέσσερα χρόνια μπροστά, στους Αγώνες του 2004 στην Αθήνα.

blank