Metaπολίτευση

Metaπολίτευση
Ο αθλητισμός επηρεάζεται και επηρεάζει πολιτικά, πολιτισμικά, οικονομικά και κοινωνικά φαινόμενα, συμβαδίζει με τάσεις της εποχής. Όσο αυξάνεται η επιθετικότητα στην κοινωνία τόσο αυξάνεται και βία στον αθλητισμό.
8
Κεφάλαιο

ΜΕΡΟΣ Α

Η αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας τον Ιούλιο του 1974 από την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας κυρίως είχε ως στόχο την εδραίωση της Δημοκρατίας. Επανήλθε, έστω εν μέρει, σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952 και τούτο διότι αμέσως μετά τις εθνικές εκλογές του Νοεμβρίου του 1974 ακολούθησε το δημοψήφισμα για την επιλογή της μορφής του πολιτεύματος. Οι Έλληνες πολίτες αποφάσισαν συντριπτικά υπέρ του πολιτεύματος της Αβασίλευτης Δημοκρατίας, υποδεικνύοντας με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο στην Εθνική Αντιπροσωπεία ότι η χώρα ήταν έτοιμη για δομικές και ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις. Αυτή η ορμή και η βούληση του λαού εκφράστηκε με το Σύνταγμα του 1975, τον νέο καταστατικό χάρτη της χώρας, ο οποίος, μολονότι ψηφίσθηκε τελικά μόνο από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, συγκέντρωσε κατά την εφαρμογή του την ευρύτερη δυνατή αποδοχή εκ μέρους των πολιτικών δυνάμεων της χώρας και γνώρισε ευρύτατη κοινωνική αποδοχή. Το νέο Σύνταγμα εισήγαγε το πολίτευμα της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, περιείχε ευρύ κατάλογο ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων ακουμπώντας στη λαϊκή βούληση για πρόοδο και κοινωνικό εκσυγχρονισμό, ενώ, προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις των καιρών, παραχωρούσε σημαντικές εξουσίες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Μετά από επτά χρόνια σκοταδισμού και (αναγνωρισμένων και ανομολόγητων) εγκλημάτων, το κράτος δικαίου προστατευόταν αποτελεσματικά και η χώρα επεδείκνυε εξωστρέφεια διά της κατοχύρωσης της συμμετοχής της σε διεθνείς οργανισμούς και (εμμέσως) στην τότε ΕΟΚ.

Η άρση του νομικού αποκλεισμού του ΚΚΕ, η ίδρυση νέων πολιτικών φορέων και κομμάτων, η ανάσχεση των παρακολουθημάτων της επταετίας δημιούργησαν μια νέα πολιτική πραγματικότητα με χαρακτήρα καθολικής ανανέωσης και σε ιδεολογικό και σε στελεχιακό επίπεδο. Κεντρικός και θεμελιώδης στόχος της χώρας πια ήταν οι νέοι ελεύθεροι άνθρωποι να μορφωθούν, να εξοπλιστούν με τις απαραίτητες γνώσεις προκειμένου να επιτύχουν στον επαγγελματικό στίβο και να διαθέτουν τον απαραίτητο δημοκρατικό χαρακτήρα ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο επανεμφάνισης των ολοκληρωτικών φαινομένων του παρελθόντος. Η σύγκλιση των πολιτικών δυνάμεων, όσον αφορά στο θέμα της Παιδείας, υπήρξε συγκινητικά καθολική, ειδικότερα εάν ληφθούν υπ’ όψιν οι αντιμαχίες που ακολούθησαν.

«Η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθεραι, η δε ανάπτυξις και προαγωγή αυτών αποτελεί υποχρέωσιν του Κράτους. Η ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της διδασκαλίας δεν απαλλάσσουν από του καθήκοντος της υπακοής στο Σύνταγμα. Η παιδεία αποτελεί βασικήν αποστολήν του Κράτους, έχει δε ως σκοπόν την ηθικήν, πνευματικήν, επαγγελματικήν και φυσικήν αγωγήν των Ελλήνων, την ανάπτυξιν της εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως και την διάπλασιν αυτών ως ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών. Τα έτη της υποχρεωτικής φοιτήσεως δεν δύνανται να είναι ολιγώτερα των εννέα. Πάντες οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα δωρεάν παιδείας, καθ’ όλας τας βαθμίδας αυτής, εις τα κρατικά εκπαιδευτήρια. Το Κράτος ενισχύει τους διακρινόμενους ως και τους δεομένους αρωγής ή ειδικής προστασίας σπουδαστάς, αναλόγως προς τας ικανότητας αυτών».

Για πρώτη φορά από καταβολής Ελληνικού κράτους ο αθλητισμός κατοχυρώνεται με την παράγραφο 9 του άρθρου 16 του Συντάγματος: «O αθλητισμός τελεί υπό την προστασία και την ανώτατη εποπτεία του Κράτους. Το Κράτος επιχορηγεί και ελέγχει τις ενώσεις των αθλητικών σωματείων κάθε είδους, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει επίσης τη διάθεση των ενισχύσεων που παρέχονται κάθε φορά στις επιχορηγούμενες ενώσεις σύμφωνα με τον προορισμό τους».

Τη συνταγματική κατοχύρωση των υπό εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στον χώρο της Παιδείας ακολουθούν τα σχεδόν διακομματικά (υπό την έννοια της σιωπηρής αποδοχής και της μη ύπαρξης αντιδράσεων) νομοθετήματα διά των νόμων 309/1976 «Περί Οργανώσεως και Διοικήσεως της Γενικής Εκπαιδεύσεως» και 576/1977 «Περί Οργανώσεως και Διοικήσεως της Μέσης και Ανωτέρας Επαγγελματικής Τεχνικής Εκπαιδεύσεως». Η δημοτική καθιερώνεται ως γλώσσα διδασκαλίας, το «Συντακτικό» και η «Γραμματική» του Μανόλη Τριανταφυλλίδη είναι το όργανο και το αντικείμενο εφαρμογής της συνταγματικής επιταγής. Επρόκειτο ουσιαστικά για την τελική και οριστική επίλυση του ζητήματος της γλώσσας, το οποίο ταλάνισε τη χώρα σχεδόν για έναν αιώνα. Η εκπαίδευση πλέον γίνεται εννιαετής και υποχρεωτική, κατατέμνεται σε Νηπιαγωγείο-Δημοτικό-Γυμνάσιο-Λύκειο και ασφαλώς είναι δωρεάν σε όλες τις βαθμίδες. Εισάγονται οι πρώτες απόπειρες μετάδοσης ανθρωπιστικού, πολιτιστικού και ηθικού περιεχομένου στα παιδιά, κάθε βαθμίδα επί της ουσίας αποσκοπεί στη διεύρυνση των γνώσεων και την προετοιμασία για την επόμενη. Στο πεδίο του μαθήματος της Γυμναστικής, οι Επιτροπές υπό τον επανακάμψαντα Ίωνα Ιωαννίδη αποφασίζουν την κατάργηση των γυμναστικών επιδείξεων και την αντικατάστασή τους με διοργάνωση αθλητικών εκδηλώσεων και αθλητικών εορτών, ικανοποιώντας το πάγιο αίτημα της ΕΓΕ (Ένωσης Γυμναστών Ελλάδος), ενώ ταυτόχρονα καθιερώνεται η χρήση του όρου «Φυσική Αγωγή» ως επιστέγασμα προσπαθειών που διήρκησαν δεκαετίες.

Το 1977 συντάσσονται τα πρώτα ΑΠ (Αναλυτικά Προγράμματα) Φυσικής Αγωγής για τα σχολεία της χώρας, με την ειδοποιό διαφορά σε σχέση με τις λοιπές χώρες του δυτικού κόσμου ότι η Ελλάδα εμμένει στα προγράμματα εφαρμογής του Σουηδικού συστήματος. Η αναμόρφωση του εν λόγω περιεχομένου θα καθυστερήσει πολύ, η “απελευθέρωση” της Φυσικής Αγωγής συντελέστηκε με το ΑΠ-σταθμό του 1988, όταν εισήχθησαν τα περιεχόμενα με πολλαπλές κινητικές και αθλητικές δραστηριότητες στα Δημοτικά σχολεία και δυο χρόνια αργότερα, το 1990, ακολούθησαν και τα Γυμνάσια και τα Λύκεια. Στην πραγματικότητα, τότε καταβλήθηκε αληθινή προσπάθεια για την υιοθέτηση μιας ενιαίας αθλητοκεντρικής φιλοσοφίας, ετέθησαν ως κεντρικοί στόχοι η καλλιέργεια της αθλητικής επιδεξιότητας και προτάχθηκαν η σωματική υγεία, τα ψυχικά και γνωστικά χαρακτηριστικά, η κοινωνικοποίηση και η αυτοεκτίμηση των μαθητών και των μαθητριών. Στο δε Λύκειο δόθηκε ειδικό βάρος στη διά βίου άσκηση και έκτοτε όλες οι επαναδιατυπώσεις και αναμορφώσεις των ΑΠ κινήθηκαν προς αυτήν την κατεύθυνση και με βάση αυτή τη φιλοσοφία. Και πάλι πολύ αργότερα, το 2003, προστέθηκαν νεωτερισμοί, όπως το στοιχείο της διαθεματικότητας, με στόχο να αποκτήσουν τα παιδιά σφαιρικότερη αντίληψη και να βοηθηθούν στην ψυχική και την πνευματική τους ολοκλήρωση. Ήταν φυσιολογικό εν μέρει να υπάρχει μια διστακτικότητα και μια εν γένει αδυναμία εφαρμογής των ΑΠ, μιας και μέχρι το 1983 η διδασκαλία της Φυσικής Αγωγής στην Πρωτοβάθμια ήταν υποχρέωση των δασκάλων γενικών μαθημάτων, οι οποίοι φύσει και θέσει υποβάθμιζαν το αντικείμενο. Μετά από μια τετραετία δοκιμών και σύγχυσης σχετικά με την είσοδο εκπαιδευτικών ειδικότητας Φυσικής Αγωγής στα σχολεία, ξεκίνησε το 1987 η πιλοτική λειτουργία των Σχολείων Δοκιμαστικής Εφαρμογής Νέων Προγραμμάτων, όπου η Φυσική Αγωγή ξεκίνησε να διδάσκεται από εκπαιδευτικούς ειδικότητας Φυσικής Αγωγής και το 1993 εισήχθη η σύσταση οργανικών θέσεων στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, ενώ το 1999 ολοκληρώθηκε ο σχεδιασμός για όλες τις τάξεις. Βαθμηδόν καθιερώθηκε και η καινοτόμος ιδέα για εισαγωγή του Προγράμματος της Ολυμπιακής Παιδείας, από το 2001 σε όλη την επικράτεια γίνεται η προσπάθεια να αναδειχθούν τα παιδαγωγικά και ηθικά στοιχεία του αθλητισμού και η Φυσική Αγωγή έλαβε τη θέση που της αρμόζει στο εκπαιδευτικό σύστημα.

Εν ολίγοις, χρειάστηκαν περίπου 25 χρόνια για να συμβούν όλα όσα οραματίστηκε η πολιτεία, ανεξαρτήτως κομματικών και ιδεολογικών αποχρώσεων. Η παγίωση της επιστήμης της Φυσικής Αγωγής, η έκρηξη του αθλητισμού ως ρεύμα και τρόπου ζωής καθώς και η πολιτική του θωράκιση υπήρξαν καθολικά αιτήματα της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας, ανεξαρτήτως των εσωτερικών προστριβών ή των αντεγκλήσεων. Η Ελλάδα κλήθηκε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα πολύ γρήγορα, σχεδόν βίαια, με διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες και με πολύ sui generis κοινωνικοπολιτικές σταθερές να αντιπαραβάλλονται. Η ταραχώδης εκπόνηση και εφαρμογή του Ν.1268/1982, επί παραδείγματι, του πρώτου περίφημου «νόμου-πλαίσιο» για την Παιδεία, βασίστηκε στη φιλοσοφία του Μάη του ‘68, διέπετο από το κλίμα αλλαγής που είχε ανάγκη και επέλεξε η χώρα μετά τις πολύ δύσκολες εποχές της προμεταπολιτευτικής περιόδου. Το “σχίσμα” των ΑΕΙ, η κατάτμησή τους σε Σχολές, Τμήματα και Τομείς, η κατάργηση της Πανεπιστημιακής Έδρας, η υιοθέτηση των τεσσάρων βαθμίδων διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού (καθηγητή, αναπληρωτή καθηγητή, επίκουρου καθηγητή και λέκτορα), όλα έγιναν με το νόμο-πλαίσιο, μια νέα δομή που ωστόσο δεν αναγνωρίστηκε ούτε από εκείνους που πρωτοστάτησαν για τη θέσπισή της. Διαχρονικά στην Ελλάδα η εξάρτηση των ρυθμίσεων που αναφέρονται στη δομή, τη λειτουργία και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του εκπαιδευτικού συστήματος από την κεντρική εξουσία είναι αισθητά μεγαλύτερη σε σχέση με εκείνη που παρατηρείται στις υπόλοιπες δημοκρατικές χώρες.

Η Ελλάδα πάντοτε είχε μια τάση προς συγκεντρωτισμό, από το 1834 η περιοδολόγηση των εξελίξεων στην Παιδεία παρακολουθούσε την ίδια την πορεία της ιστορίας μας. Από το 1929 δε η ταύτιση αυτή έγινε απόλυτη και, εξαιρουμένων της περιόδου της Δικτατορίας Μεταξά της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου και της Χούντας των Συνταγματαρχών του ‘67,  η σύγχυση στην κοινή αντίληψη ανάμεσα στα πρακτικά και τα ιδεολογικά ζητήματα και οι άκριτοι συσχετισμοί ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών της εκάστοτε εκπαιδευτικής πολιτικής καθιστούν δυσδιάκριτες τις διαφορές με την ίδια την ιστορία. Το επιμύθιο είναι και παραμένει ότι τα εκπαιδευτικά ζητήματα συμπεριλαμβανομένων των λύσεων θεσμοθετούνται, αρκεί να υπάρχει πολιτική βούληση και μια κατά το δυνατόν σύγκλιση, παρόλο που εντάσσονται πάντοτε στα κυβερνητικά προγράμματα ως παρακολουθήματα του ιδεολογικού πλαισίου της εκάστοτε γενικής κυβερνητικής πολιτικής. Θα μπορούσε να γίνει μια πιο ερμηνευτική θεματική προσέγγιση, εάν η εγγύτητα προς τα γεγονότα δεν επέτασσε τη σχολαστικότητα καταγραφής, αλλά αυτό αποτελεί υποχρέωση των ιστορικών του μέλλοντος.

blank

ΜΕΡΟΣ Β

Γεγονός είναι πως οι εκφάνσεις του συστήματος εκφράστηκαν από βαθύτατες αντιφάσεις με αποκορύφωμα τη συμφωνία της πλήρους ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ (στις αρχές του 1981) και (λίγους μήνες μετά, τον Οκτώβριο) την πανηγυρική νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εθνικές εκλογές του Οκτωβρίου. Πρόκειται για γεγονότα που άλλαξαν άρδην κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, δημιούργησαν επιτακτικές ανάγκες μεταρρυθμίσεων, ενίσχυσαν μια ειδικού περιεχομένου λαϊκή αντίληψη ως προς τις λογικές εκσυγχρονισμού και προσαρμογής στις νέες τάξεις πραγμάτων. Δεν ήταν μόνο το “ρηξικέλευθον” του Ν.1263/1982 «Για την Επιστημονική παιδαγωγική καθοδήγηση και τη διοίκηση στη Γενική και την Τεχνική-Επαγγελματική Εκπαίδευση» ή οι επόμενες ταραχώδεις μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν με αντίστοιχες απόπειρες. Στην ελληνική κοινωνία δημιουργήθηκε ένα είδος ιδιότυπου χάσματος μεταξύ νομιμοφροσύνης και νομιμότητας, μια τρόπον τινά αδυναμία αντίληψης των αλλαγών που συμπαρέσυρε ο εκδημοκρατισμός μετά τη Χούντα. Ναι μεν δημιουργήθηκαν τα νομικά όρια και το πλαίσιο εφαρμογής διατάξεων που απηχούσαν την εκάστοτε εποχή, πλην όμως ουδέποτε ακολουθήθηκε μια ενιαία εθνική γραμμή τήρησης αυτών των ορίων.

Επί του αθλητικού τομέα εν προκειμένω, μετά τις πρώτες μεταρρυθμίσεις με την ανωτατοποίηση της ΕΑΣΑ (Εθνικής Ακαδημίας Σωματικής Αγωγής) και τη μετατροπή της σε ΤΕΦΑΑ (Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού, συμπεριλαμβανομένων των νέων υποτμημάτων) και μετά τα νέα ρεύματα από το εξωτερικό με την εισροή επιστημονικών πορισμάτων διαφόρων ερευνών για τη Φυσική Αγωγή και τον αθλητισμό, διαμορφώθηκε μεν η εκπαιδευτική φιλοσοφία, αλλά έμεινε πίσω ο επαγγελματικός αθλητισμός. Ο περίφημος Ν.879/1979 «Περί Ποδοσφαιρικών Ανωνύμων Εταιρειών» έδωσε τέλος σε μια ερμαφρόδιτη κατάσταση ημιεπαγγελματισμού δεκαετιών ή, αν προτιμάται, σε μια σιωπηρή παραδοχή εκ μέρους της πολιτείας για την ύπαρξη νομίμως αμειβόμενων αθλητών. Πιθανότατα αυτή η καθυστέρηση οδήγησε και στην πλήρη οικονομική εξάρτηση των σωματείων από το κράτος, στις διαχρονικές ρυθμίσεις χρεών όλων των Αθλητικών Ανώνυμων Εταιρειών, στην ημιμόνιμη αναγκαιότητα “ανταλλαγής κεφαλαίων” μεταξύ λαοφιλών συλλόγων και κράτους. Όλες οι κυβερνήσεις υποχρεώθηκαν να αντιληφθούν ότι ο αθλητισμός δεν αποτελεί μόνον έναν βασικό θεσμό ελεύθερου χρόνου αλλά και αναπόσπαστο στοιχείο της κοινωνικής οργάνωσης των σύγχρονων κοινωνιών. Ο αθλητισμός επηρεάζεται και επηρεάζει πολιτικά, πολιτισμικά, οικονομικά και κοινωνικά φαινόμενα, συμβαδίζει με τάσεις της εποχής, λόγω της αγνότητας και της επιδραστικότητάς του αποτελεί πόλο έλξης μικροβίων και διαβρωτικών στοιχείων, με συνέπεια όσο αυξάνεται η επιθετικότητα στην κοινωνία τόσο με αντίστοιχο αναλογικό τρόπο να αυξάνεται και στα παράγωγα του αθλητισμού.

Η Ελλάδα ετέθη για πρώτη φορά αντιμέτωπη με τον τρόμο, όταν συγκλονίστηκε από την τραγωδία της «Θύρας 7», όταν κλήθηκε να πενθήσει 21 ψυχές, ανεξαρτήτως κομματικών ή οπαδικών προτιμήσεων. Με την είσοδο των οπτικοακουστικών μέσων σε κάθε νοικοκυριό, η χώρα είχε παρακολουθήσει σοκαρισμένη και εμβρόντητη το χρονικό, με τη διακομιδή των σωρών στο «Τζάνειο», είχε ζήσει την αγωνία των συγγενών, των φίλων, είχε παραμείνει βουβή, όταν έγινε γνωστό το μέγεθος της τραγωδίας. Οι στιγμές εκείνες σημάδεψαν γενιές, η αλλοφροσύνη και ο πανικός υπήρξαν πρωτοφανείς, δεκάδες τραυματίες διακομίστηκαν με περιπολικά και ασθενοφόρα στο Τζάνειο, το ΚΑΤ, στο Γενικό Κρατικό. Σε όλα τα νοσοκομεία συγκεντρωμένο πλήθος κόσμου, συγγενείς, φίλοι, περαστικοί, με τον τρόμο και την απόγνωση ζωγραφισμένη στο πρόσωπο. Οι υπόλοιποι ενεοί μπροστά στην τηλεόραση, όπου, αντί για την παραδοσιακή «Αθλητική Κυριακή» της «ΕΡΤ» και τα γκολ του αγώνα Ολυμπιακού-ΑΕΚ, να παρακολουθούν κάρτες με εκκλήσεις σε γιατρούς και αιμοδότες για να σπεύσουν στα νοσοκομεία, με μουσική υπόκρουση μια πένθιμη συμφωνία του Μπετόβεν. Ο Παναγιώτης Τουμανίδης (14 ετών), ο Κώστας Σκλαβούνης (16 ετών), ο Ηλίας Παναγούλης (17 ετών), ο Γεράσιμος Αμίτσης (18 ετών), ο Γιάννης Κανελλόπουλος (18 ετών), ο Σπύρος Λεωνιδάκης (18 ετών), ο Γιάννης Σπηλιόπουλος (19 ετών), ο Νίκος Φίλος (19 ετών), ο Γιάννης Διαλυνάς (20 ετών), ο Βασίλης Μάχας (20 ετών), ο Ευστράτιος Λούπος (20 ετών), ο Μιχάλης Κωστόπουλος (21 ετών), η Ζωγραφούλα Χαϊρατίδου (23 ετών), ο Σπύρος Ανδριώτης (24 ετών), ο Κώστας Καρανικόλας (26 ετών), ο Μιχάλης Μάρκου (27 ετών), ο Κώστας Μπίλας (28 ετών), ο Αναστάσιος Πιτσόλης (30 ετών), ο Αντώνης Κουρουπάκης (34 ετών), ο Χρήστος Χατζηγεωργίου (34 ετών) και ο Δημήτριος Αδαμόπουλος (41 ετών) είναι τα 21 θύματα της πρώτης τραγωδίας του ελληνικού ποδοσφαίρου, οι πρώτες ψυχές που πέταξαν μακριά και συνδέονται άμεσα με αμιγώς αθλητικό πλαίσιο.

Λίγους μήνες μετά, 21 Ιουνίου του 1981, στον πρώτο έγχρωμο Τελικό που μετέδωσε η ΕΡΤ, για πρώτη φορά γράφτηκε στον Τύπο ο όρος «χούλιγκαν» για αθλητικό γεγονός. Είναι απορίας άξιο πώς θέριεψε τόσο ξαφνικά ο χουλιγκανισμός στην Ελλάδα, πώς, ειδικά υπό βαρύτατο πένθος και παγωμάρα από την τραγωδία της 8ης Φεβρουαρίου στο στάδιο Καραϊσκάκης, υπήρχε τόσο μένος. Περιστατικά βίας υπήρχαν και είχαν καταγραφεί και κατά το παρελθόν, πολύ πριν τον επαγγελματισμό και την εμπορευματοποίηση, ποτέ όμως με τέτοια συχνότητα και χωρίς έστω μια επίφαση αιτιολόγησης. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα όλων η “ισοπέδωση” του γηπέδου της Λεωφόρου Αλεξάνδρας τον Ιούλιο του 1964, όταν οι οπαδοί Παναθηναϊκού και Ολυμπιακού για πρώτη και τελευταία φορά συνεργάστηκαν και στράφηκαν εναντίον των διαιτητών και των ποδοσφαιριστών, επειδή εκτίμησαν/θεώρησαν ότι το παιχνίδι ήταν “στημένο” για εισπρακτικούς λόγους. Ήταν η πολλοστή ισοπαλία, πέναλτι δεν προβλέπετο να εκτελεστούν και, όταν οι παριστάμενοι οπαδοί αντιλήφθηκαν λίγο πριν το τέλος της παράτασης ότι οι αιώνιοι βολεύονται με την ισοπαλία, έσπασαν τα κιγκλιδώματα, κυνήγησαν ποδοσφαιριστές και διαιτητές και κατόπιν κατέστρεψαν ολοσχερώς το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Εκείνα ήταν τα πρώτα εκτεταμένα και σφοδρά επεισόδια στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, η πρώτη φορά οπότε η βία άγγιξε σύσσωμη την ελληνική κοινωνία. Βαθμηδόν και πάντοτε συνεκτιμημένων των κοινωνικοπολιτικών δεδομένων, εμφανίζονται νέες μορφές ακραίας συμπεριφοράς στον χώρο των γηπέδων, με παραδείγματα όπως το ντέρμπι Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού του 1973 στο στάδιο Καραϊσκάκης (με συμμετοχή και ποδοσφαιριστών μάλιστα) να απασχολούν και εν τέλει να σοκάρουν την κοινωνία.

Στη Μεταπολίτευση όμως η κοινωνία είχε εξελιχθεί, τουλάχιστον ήθελε να εξελιχθεί, είχε μια άκρατη επιθυμία να αναπνεύσει ελεύθερη, να “εκτονωθεί”. Τα γήπεδα έγιναν θεσμοποιημένοι χώροι εκτόνωσης και ανοχής της παρέκκλισης, αποτέλεσαν (και αποτελούν) πόλους έλξης ατόμων με παραβατικές συμπεριφορές, μετατράπηκαν σε χώρους που υπό περιστάσεις συμβάλλουν στην παραγωγή προτύπων βίας, επιθετικής συμπεριφοράς και υποκουλτούρας.

ΜΕΡΟΣ Γ

blank

Η γλώσσα που ακολουθεί είναι πιο αγοραία, στα περισσότερα περιστατικά τηλεγραφική, ωμή και ενοχλητική, σε κάποιες περιπτώσεις μοιραία. Όπως και η βία:

  • «Χαριλάου»/Θεσσαλονίκη, 1982: Μαχαιρώνεται ο φίλαθλος Άρης Δημητριάδης σε ενέδρα που στήθηκε με αφορμή το ντέρμπι Άρη-ΠΑΟΚ.
  • Club Rainbow/Αθήνα, 1985: Μαχαιρώνονται δύο οπαδοί της ΑΕΚ μετά από συμπλοκή με αντίπαλους οπαδούς μέσα στο νυχτερινό κέντρο της Βουλιαγμένης. Ο ένας εκ των δύο υπέκυψε στα τραύματά του στο νοσοκομείο τρεις εβδομάδες αργότερα.
  • Καλλιθέα, 1985: Συμπλοκή οπαδών σε καφετέρια, ο φίλαθλος της ΑΕΚ Κώστας Γιάνναρης τραυματίζεται πολύ σοβαρά και χάνει την όρασή του.
  • Λάρισα, 26 Οκτωβρίου 1986 (το πρώτο πραγματικό σοκ): Ο καθηγητής Μαθηματικών στη ΣΕΛΕΤΕ, Χαράλαμπος Μπλιώνας, έχει επισκεφτεί την ιδιαίτερη πατρίδα του, Ελασσώνα, για να δει τη μνηστή του που επρόκειτο να αρραβωνιαστεί. Παίρνει ταξί για τη Λάρισα, ώστε να πάρει το ΚΤΕΛ για Αθήνα. Για δέκα λεπτά θα χάσει το λεωφορείο και μέχρι το επόμενο έχει στη διάθεσή του τρεις ώρες. Ο (άσχετος με ποδόσφαιρο) καθηγητής θα επιλέξει να περάσει την ώρα του στο γήπεδο Αλκαζάρ που έχει αγώνα Λάρισα-ΠΑΟΚ, το καμάρι της Θεσσαλίας στα ντουζένια του. Παίρνει την εφημερίδα του, κάθεται στη Θ1, χωρίς να γνωρίζει ότι τότε εκεί κάθονταν οι οργανωμένοι της ΑΕΛ και περιμένει να ξεκινήσει το παιχνίδι. Απέναντι, στη θύρα των φιλοξενουμένων, οι εκδρομείς οπαδοί του ΠΑΟΚ με άγριες διαθέσεις. Φωτοβολίδες, συνθήματα, απειλές για «ντου». Στο γήπεδο γίνεται σαφές ότι υπάρχει και ειδικό πιστόλι, αφού κάποιες φωτοβολίδες περνούν και τα όρια της μεσαίας γραμμής. Μία, στο κέντρο. Δύο, λίγο πιο πάνω. Η τρίτη ήταν μοιραία. Διέσχισε όλο το γήπεδο, από το ένα πέταλο στο άλλο, εξοστρακίστηκε στα κάγκελα και καρφώθηκε στον λαιμό του ανυποψίαστου καθηγητή. Η φωτοβολίδα καίει ακόμη στον λαιμό, όταν οι διπλανοί του προσπαθούν να τον βοηθήσουν, τα μεγάφωνα συστήνουν ψυχραιμία, το Αλκαζάρ έχει παγώσει. Δεν υπήρχε διαθέσιμο ασθενοφόρο στο γήπεδο, ο Μπλιώνας μεταφέρεται με ένα αγροτικό πάνω σε ένα φορείο, από εκείνα που χρησιμοποιούνταν εκείνη την εποχή για την έξοδο των ποδοσφαιριστών από τον αγωνιστικό χώρο. Ο άτυχος καθηγητής ξεψυχάει καθ’ οδόν για το νοσοκομείο στην καρότσα ενός αγροτικού. Η κινητοποίηση της αστυνομίας είναι άμεση, συλλαμβάνονται 11 οπαδοί του ΠΑΟΚ, ένας εξ αυτών, ο 19χρονος Β. Θ., γιος ψαρά (από τον πατέρα του είχε πάρει τις ναυτικές φωτοβολίδες), ομολογεί την ενοχή του. «Ήταν ατύχημα», ψελλίζει στην κατάθεσή του στους αστυνομικούς, καταδικάζεται σε οκτώ χρόνια κάθειρξη, εκτίει την ποινή του στις φυλακές του Βόλου. Το γήπεδο βράζει. Θυμός, οργή, λύπη για το θλιβερό γεγονός. Ο αγώνας θα διεξαχθεί κανονικά. Το ελληνικό ποδόσφαιρο πενθεί, ο Χαράλαμπος Μπλιώνας παραμένει μέχρι και σήμερα η εμβληματικότερη περίπτωση θανατηφόρου περιστατικού βίας σε γήπεδο, μιας και ο χαμός του αυστηροποίησε και τον Ν.1646/1986 «Μέτρα πρόληψης και καταστολής της βίας στους αθλητικούς χώρους και άλλες διατάξεις».
  • Γήπεδο Πάτρας, 1988: Παναχαΐκή-ΑΕΚ, το περίφημο “μακελειό” του 1988 με πάνω από 30 τραυματίες και τρόμο στους δρόμους της αχαϊκής πρωτεύουσας .
  • Καραϊσκάκης, Φεβρουάριος 1990: Το “στημένο” Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός 3-4, με τις ομάδες να “κανονίζουν” το ματς μεταξύ τους προκειμένου να φύγουν ποδοσφαιριστές και διαιτητές σώοι και αβλαβείς από το γήπεδο. Συμπλοκές και επεισόδια εντός και εκτός γηπέδου, τσιμέντα να ίπτανται, λιπόθυμοι διαιτητές, φορεία, κυνηγητό και σπασμένα πούλμαν και αυτοκίνητα.
  • Φιλαδέλφεια, Ιανουάριος 1991: Ο τραγικός χαμός του 17χρονου Γιώργου Παναγιώτου από φωτοβολίδα. Ντέρμπι ΑΕΚ-Ολυμπιακός στη Φιλαδέλφεια, πορείες, κατεστραμμένα αυτοκίνητα, διαλυμένες βιτρίνες, φωτιές, ντου, αίμα. Το άτυχο παιδί δέχθηκε στην κοιλιακή χώρα κροτίδα, η οποία είχε εκτοξευθεί με το ειδικό πιστόλι για ρίψη φωτοβολίδων. Μεταφέρθηκε άμεσα στο νοσοκομείο «Αγία Όλγα», όπου μετά από δίωρο χειρουργείο κατέληξε.
  • Φεβρουάριος 1991: Ολυμπιακός-Αθηναϊκός, «οι επιστήμονες και ο φονιάς». Ντου, τσιμέντα, κυνηγητό εντός γηπέδου, σίδερα και ο τότε πρόεδρος του Ολυμπιακού, Αργύρης Σαλιαρέλης, να ξεστομίζει ότι εκείνοι που προκάλεσαν τα επεισόδια «είναι επιστήμονες άνθρωποι».
  • Απρίλιος 1991: Ο χαμός του Ευθύμιου Λιάκα και του Κώστα Ντόλια κατά την επιστροφή τους στη Θεσσαλονίκη, μετά τον Τελικό Κυπέλλου Πανιωνίου-ΠΑΟΚ στο μπάσκετ. Το ΙΧ αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαιναν φέροντας διακριτικά της ομάδας τους, δέχεται βόμβα μολότοφ και τυλίγεται στις φλόγες. Οι δύο φίλοι κάθονται πίσω, δεν προλαβαίνουν να απεγκλωβιστούν και καίγονται ζωντανοί.
  • Οκτώβριος 1992: Σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση, έκπληκτη η Ευρώπη παρακολουθεί τους οπαδούς του ΠΑΟΚ να δέχονται (και να ανταποδίδουν) πολύ ξύλο μετά από επιχείρηση της αστυνομίας που προσπαθούσε να αναχαιτίσει την εισβολή τους στον αγωνιστικό χώρο, στο περιθώριο του αγώνα του Κυπέλλου UEFA εναντίον της Παρί Σεν Ζερμέν. Τα ΜΑΤ στήνουν γραμμή ενός μέτρου απέναντι από τα κάγκελα και με τα γκλοπ ανά χείρας ξυλοκοπούν οποιονδήποτε περνούσε ανάμεσά τους. Είναι το πρώτο (πολύ) ξύλο σε ζωντανή μετάδοση. Ο ΠΑΟΚ τιμωρείται με αποκλεισμό δύο ετών από όλες τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις.
  • Γλυφάδα, 1993: Ο Γιώργος Καρνέζης, οργανωμένος οπαδός του Παναθηναϊκού από τον Σύνδεσμο του Ζωγράφου, δέχεται επίθεση έξω από καφετέρια-αίθουσα ηλεκτρονικών παιχνιδιών στη Γλυφάδα, μετά τον αγώνα μπάσκετ των αιωνίων. Μαχαιριές, ξύλο, μπουκάλια, τραυματίες. Ο 25χρονος Καρνέζης ξεψύχησε στο πεζοδρόμιο από ακατάσχετη αιμορραγία.
  • Λεωφόρος Αλίμου, Μάιος 1995: Δέκα ημέρες μετά τον Τελικό Κυπέλλου, ο διαιτητής Μπάκας μετακινείται με ταξί και δέχεται επίθεση από αγνώστους με λοστούς, σιδερογροθιές και κλωτσιές. Οι δράστες περικύκλωσαν το αυτοκίνητο με μηχανές, το ακινητοποίησαν και έβγαλαν έξω τον διαιτητή, ξυλοφορτώνοντάς τον. Διακομίστηκε στο νοσοκομείο με θλαστικά τραύματα και διάσειση, στην κατάθεσή του υποστήριξε ότι μετά τον Τελικό δεχόταν απειλητικά τηλεφωνήματα. Οι δράστες δεν εντοπίστηκαν ποτέ.
  • Φιλαδέλφεια, Ιανουάριος 1997: Ο προπονητής Ντούσαν Μπάγεβιτς επιστρέφει με τη φόρμα του Ολυμπιακού στη Νέα Φιλαδέλφεια ως αντίπαλος της ΑΕΚ. Οδοφράγματα στη Λεωφόρο Δεκελείας, χαμός στο παρακείμενο Άλσος, ξύλο στον Περισσό, ξύλο παντού. Η ατμόσφαιρα τόσο ηλεκτρισμένη, ώστε ο απολογισμός με μόλις 25 τραυματίες φαντάζει θαύμα.
  • Η αρένα της Νίκαιας, Νοέμβριος 1997: Ο Νίκος Κανελλάκης, Πρόεδρος του Ιωνικού, χαστουκίζει τον διαιτητή, με τις αποφάσεις του οποίου διαφωνούσε σε εκείνο το παιχνίδι μεταξύ του Ιωνικού και του Ολυμπιακού. Πυροδοτείται μια σειρά απίστευτων επεισοδίων, στα οποία συμμετέχουν όλοι, ποδοσφαιριστές, παράγοντες, οπαδοί, παρατρεχάμενοι. Ευτυχώς, ο απολογισμός ήταν μόνο τραυματίες που διακομίστηκαν στο γειτονικό Τζάνειο.
  • ΟΑΚΑ, λίγες μέρες αργότερα: Οπαδοί του Παναθηναϊκού επιτίθενται με μολότοφ στις δυνάμεις των ΜΑΤ στον περιβάλλοντα χώρο της Θ1-35. Τα ΜΑΤ ανταπαντούν, όταν οι οπαδοί επιστρέφουν στο πέταλο του σταδίου. Ανελέητο ξύλο, δεκάδες τραυματίες, δακρυγόνα, μάχες, παιδιά να κλαίνε. Ήταν ένα “ακίνδυνο” φαινομενικά παιχνίδι, Παναθηναϊκός-Προοδευτική.
  • Δεν περνάει μήνας και (ξαναγίνεται) μια από τις πολλές καταστροφές του ΟΑΚΑ (αναφέρονται ενδεικτικά μόνο ορισμένες, έχουν προηγηθεί πολλές, με χαρακτηριστικότερη εκείνη του Μαΐου του ’89, μετά το ντέρμπι Ολυμπιακού-ΑΕΚ για το Πρωτάθλημα): Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός, δεκάδες τραυματίες, ιπτάμενα καθίσματα που βρίσκουν στο κεφάλι ανυποψίαστο κόσμο, άνθρωποι να ποδοπατούνται προσπαθώντας να αποχωρήσουν από το στάδιο, φωτιές, ξύλο στον περιβάλλοντα χώρο και τον σταθμό «Ειρήνη» του ΗΣΑΠ, παρά την επιχείρηση της αστυνομίας.
  • Περιστέρι, Απρίλιος 1998: Ο μετανάστης από τη Νιγηρία, Ούτσε Ογκμπουέφι, πέφτει νεκρός έξω από Λέσχη φιλάθλων του Παναθηναϊκού. Είναι η πρώτη ρατσιστική δολοφονία που αποδίδεται σε οπαδούς, παρότι δεν απεδείχθη ποτέ, με την αστυνομία να μην αποκλείει και τυχαίο γεγονός.
  • Γήπεδο Τούμπας, Οκτώβριος 1998: ΠΑΟΚ-Ολυμπιακός. Ο Τάκολα σκοράρει, ο Παπαπέτρου το ακυρώνει. Το ματς δεν τελειώνει ουσιαστικά ποτέ (ο διαιτητής το έληξε για να γλυτώσει), την πληρώνει ο βοηθός Φεσόπουλος που αποχωρεί αιμόφυρτος. Οι οπαδοί του ΠΑΟΚ ξεσπούν στην αστυνομία, ανοιγμένα κεφάλια, κυνηγητά στην οδό Κλεάνθους, σπασμένα αυτοκίνητα. Ακόμα μια πληγή στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
  • Φιλαδέλφεια, 1999 (το πρώτο περίστροφο εμφανίζεται): Πυροβολισμοί και βανδαλισμοί στο Members Club του «Νίκος Γκούμας», ΑΕΚ-Ολυμπιακός στη Νέα Φιλαδέλφεια, ωμή βία, καταστροφές, βανδαλισμοί, αστυνομικοί να κρύβονται σε πιλοτές, με αφιονισμένους οπαδούς να κυνηγούν τους πάντες.
  • «Γεντί-Κουλέ»/Κρήτη, Απρίλιος 2001 (λίγο πριν οι Έλληνες γιορτάσουν το Άγιο Πάσχα): ΟΦΗ-Παναχαϊκή, στην ιστορική έδρα του ΟΦΗ. Η ομάδα του Ηρακλείου χάνει το παιχνίδι, οι οπαδοί το θεωρούν ανεπίτρεπτο. Επιτίθενται στους ποδοσφαιριστές της Παναχαϊκής, πιάνουν τον Ηλία Σολάκη που εδάρη ανελέητα αβοήθητος.
  • Λεωφόρος Αλεξάνδρας, Μάρτιος 2002: Το περίφημο ματς «Ευθυμιάδη». Ο εν λόγω διαιτητής καταλογίζει πέναλτι υπέρ του Ολυμπιακού στο 90’. Οι «Ερυθρόλευκοι» ισοφαρίζουν, ακολουθεί πανδαιμόνιο. Διαιτητής και επόπτες αποχωρούν αιμόφυρτοι, ακολουθεί μάχη μεταξύ των οπαδών του Παναθηναϊκού και των δυνάμεων των ΜΑΤ στην οδό Τσόχα.
  • Επιμελώς έχουν μείνει εκτός τα περισσότερα επεισόδια στους αγώνες μπάσκετ, αυτό που έγινε όμως τον Μάιο του 2002 δεν είχε (επίσης) προηγούμενο: Το πούλμαν που μεταφέρει τους αθλητές του Παναθηναϊκού στο ΣΕΦ δέχεται επίθεση με λιθοβολισμούς στη Λεωφόρο Συγγρού. Οι αστυνομικές δυνάμεις που συνοδεύουν την αποστολή αδυνατούν να παράσχουν την παραμικρή βοήθεια. Τα τζάμια γίνονται θρύψαλα και αθλητές τραυματίζονται, άλλοι σοβαρά (ο Αλμπάνο δέχτηκε πέτρα στο κεφάλι) και άλλοι ελαφρά (Αλβέρτης, Μπαλογιάννης, Καλαϊτζής, Σβορώνος, Μουλαομέροβιτς και Κουτλουάι).
  • Ριζούπολη, 2003: Απίθανη τρομοκρατία και αμέτρητες φωτοβολίδες. Το πούλμαν του Παναθηναϊκού κάνει πάνω από τρεις ώρες να πλευρίσει τα αποδυτήρια, οι ποδοσφαιριστές δέχονται επίθεση και προπηλακισμούς στην τεχνηέντως τραβηγμένη φυσούνα εισόδου, δεν μπορούν να κάνουν κανονικά προθέρμανση και επιθεώρηση του αγωνιστικού χώρου. Τα επεισόδια είναι σταγόνα στον ωκεανό, εάν όμως το ματς είχε στραβώσει για τον Ολυμπιακό, η εξέλιξη δεν μπορούσε να είναι προβλέψιμη. Ο Ολυμπιακός κέρδισε με 3-0, κατέκτησε κι εκείνον τον τίτλο που ήταν το ζητούμενο. Το 2003 είναι περίπου η εποχή κατά την οποία υιοθετήθηκε από τους οργανωμένους οπαδούς το απεχθές «ή εμείς ή κανείς» και έγιναν συνήθειο οι “υποδοχές” και τα εισιτήρια στους “σωστούς” ανθρώπους κοντά και πέριξ της φυσούνας και των πάγκων. Είναι η εποχή που ξεκινούν οι “βόλτες” από τους οπαδούς στο γήπεδο.
  • Δεκέμβριος 2004: Μια τέτοια “βόλτα”, μετά από την επίτευξη ενός γκολ, έφερε οπαδό με διακριτικά του Άρη να επιτίθεται και να γρονθοκοπεί τον τερματοφύλακα του Πανιωνίου, Ντρόμπνι. Ακολούθησε πανδαιμόνιο, γενική σύρραξη και ξύλο εκατέρωθεν.
  • Νέα Σμύρνη (ξανά), έναν μήνα αργότερα (Ιανουάριος 2005): Η ίδια εικόνα. Ξύλο στην κερκίδα, ξύλο στους γύρω δρόμους, ξύλο στον αγωνιστικό χώρο. Το παιχνίδι δεν θα ξεκινήσει ποτέ, αφού απειλείται η σωματική ακεραιότητα όλων.
  • «Βικελίδης», Μάιος 2005: Η ταφόπλακα για την ομάδα του Άρη. “Τελικός” στο Βικελίδης με τον Ηρακλή, 0-2, ντου στον αγωνιστικό χώρο, επίθεση στους αθλητές Κατσιαμπή και Αμπάρη, οριστική διακοπή, τιμωρία του Άρη, υποβιβασμός στη Β’ Εθνική.
  • Λίγες μέρες αργότερα, Τελικός Κυπέλλου στη Πάτρα: Οπαδοί του Άρη και του Ολυμπιακού παίζουν επί 45’ ξύλο στο Παμπελοποννησιακό. Οι δυνάμεις των ΜΑΤ κατορθώνουν να καταστείλουν εν τέλει τα επεισόδια, με απολογισμό 17 τραυματίες.
  • Λιβαδειά, φθινόπωρο 2005: Η κόντρα του τότε Προέδρου της ΑΕΚ, Ντέμη Νικολαΐδη, με μέρος οργανωμένων οπαδών της έχει ανάψει. Μετά τα σφοδρά επεισόδια στο Περιστέρι, όπου εικάζεται ότι η μάχη αφορούσε σε Αεκτζήδες και Παναθηναϊκούς, η ΑΕΚ εκδράμει στη Λιβαδειά για να αντιμετωπίσει τον τοπικό Λεβαδειακό. Την πληρώνει πρώτα η πρωτεύουσα της Βοιωτίας και κατόπιν το βαν του τηλεοπτικού σταθμού «Alpha», το οποίο καίγεται ολοσχερώς. Εικόνες ντροπής, ξύλο, φωτιές, ληστείες, δακρυγόνα.
  • Με το νέο έτος, γίνεται σαφές ότι η βία δεν αφορά μόνο σε εγχώριους χούλιγκανς, έρχονται για πρώτη φορά για “ενίσχυση” αλλοδαποί. Επιθέσεις σε Συνδέσμους, “ραντεβού” στις γειτονιές της Αθήνας, στη Θεσσαλονίκη η πρόσβαση είναι πιο εύκολη, οι αποστάσεις μικρότερες. Ο γνωστός απολογισμός, χαμένες περιουσίες άτυχων ιδιοκτητών οχημάτων και καταστημάτων, ανοιγμένα κεφάλια, κώδικες τιμής, μαφία.
  • Ιούνιος 2006, ΟΑΚΑ: Λανσάρεται μετά το πιστόλι ρίψης φωτοβολίδων και το αεροβόλο σε ντέρμπι Παναθηναϊκού-Ολυμπιακού στο κλειστό του ΟΑΚΑ. Ο φροντιστής του Ολυμπιακού, Δημήτρης Πασχόπουλος, δέχεται δύο σφαίρες στην πλάτη και το πόδι, οι οπαδοί επιχαίρουν σαν να κέρδισε η ομάδα τους το παιχνίδι. Έχει αρχίσει να γίνεται αντιληπτό ότι δεν υπάρχουν όρια και κανόνες πουθενά.
  • Παμπελοποννησιακό, Σεπτέμβριος 2006: Οι οπαδοί του Παναθηναϊκού προκαλούν σοφδρά επεισόδια στο περιθώριο του ευρωπαϊκού αγώνα της ομάδας τους με τη Ζαπορίζιε. Δέχονται επίθεση μέλη της αποστολής, ο τότε προπονητής, Χανς Μπάκε, γλυτώνει με κλωτσιές, οι ποδοσφαιριστές Παπαδόπουλος και Μάντζιος γρονθοκοπούνται. Το ένα τρίτο των καθισμάτων του σταδίου καταστρέφεται.
  • Λεωφόρος Λαυρίου, Μάρτιος 2007 (μέρος πρώτο): Έρχεται το τελειωτικό χτύπημα. Προκαθορισμένο “ραντεβού” των οπαδών του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού, πριν την έναρξη αγώνα βόλεϊ Γυναικών των δύο συλλόγων. Είναι το σημείο «μηδέν», ο πάτος, δεν πάει πιο κάτω, γίνεται περισσότερο από σαφές ότι απέναντι στη συντεταγμένη πολιτεία βρίσκεται το οργανωμένο έγκλημα. Η συνεννόηση των αντίπαλων οπαδών είχε γίνει με τακτικές που θα ζήλευε και η Camorra, οι κώδικες είχαν τηρηθεί με θρησκευτική ευλάβεια. Μετά από δύο αποτυχημένες προσπάθειες, είχε έρθει η ώρα να μετρηθούν οι “καλύτεροι”. Όχι κάπου κεντρικά, όπως στα Πετράλωνα, όπου η αστυνομία είχε χαλάσει το σχέδιο εν τη γενέσει του, ούτε στη “δύσκολη” και πυκνοκατοικημένη Νίκαια. Το “ραντεβού” είχε κανονιστεί στα Μεσόγεια, στη Λεωφόρο Λαυρίου, στην Παιανία, με αφορμή έναν αγώνα γυναικείου βόλεϊ. Είχαν ενημερωθεί άπαντες, οι “σωστοί”, τα “πρωτοπαλλήκαρα”, όχι η πιτσιρικαρία που βγαίνει μπροστά στα “αφελή” επεισόδια των γηπέδων ή στους τσαμπουκάδες με τις δυνάμεις των ΜΑΤ. Αυτά δεν είναι για τους “αρχηγούς” της εξέδρας, δεν είναι για τα “κεφάλια”. Οι επικεφαλής ενημέρωσαν το πόπολο: «μόνο όποιος αντέχει». Ήταν σαφές ότι τούτη τη φορά το ξεκαθάρισμα θα ήταν ολικό και θα “μετρούσε”. Αντικειμενικός στόχος δεν ήταν ούτε πανό, ούτε παπούτσια, ούτε ρούχα, ούτε κασκόλ. Ήταν η απόλυτη επιβολή, το “ξεκαθάρισμα”, η πατρότητα για τα “κουμάντα”. Οι “αρχηγοί” μίλησαν στο “ποίμνιό” τους, πάνω από το μισό αποχώρησε έχοντας σώας τα φρένας, οι “δυνατοί” έμειναν πίσω διψώντας για αίμα. Κατέστη σαφές ότι ο κώδικας επέτασσε η λάμα να μη σηκωθεί πάνω από τους μηρούς, ότι τα περίστροφα απαγορεύονται. Επιτρέπονται όμως τα “στιλό”, οι “ναυτικές”, τα κρυπτονάιτ, τα αεροβόλα, όπως άλλωστε σε κάθε “σοβαρή” συνάντηση από το 2005 και εντεύθεν. Αφού ενημερώθηκαν εκείνοι που πρέπει, ξεκίνησε η κατάστρωση του σχεδίου μάχης, το στρατηγικό πλάνο για την “επιβολή”. Θα συναντηθούμε εκεί, θα πάμε τόσοι, με τόσα μηχανάκια, από αυτούς τους δρόμους και με αυτές τις στάσεις. Η εικόνα έμοιαζε με ομιλία Ρωμαίου Στρατηγού στους Αξιωματικούς του, οι οποίοι με τη σειρά τους θα ενημέρωναν και τους “αρίστους” από τους Λεγεωνάριους. Είχαν ενημερωθεί και “Capi” από το εξωτερικό, κυρίως πρώην Σοβιετικοί και Γιουγκοσλάβοι, με εμπειρία στον πόλεμο. Ήταν κεφαλαιώδους σημασίας τα “γαλόνια” και η εμπειρία, γιατί τούτη τη φορά το “ξεκαθάρισμα” θα ήταν το καθοριστικό. Δεν γινόταν να επικρατήσουν “οι άλλοι” και να κομπορρημονούν ότι εκείνοι κάνουν κουμάντο. «Κουμάντο κάνουμε εμείς». Η είδηση είχε αρχίσει να ταξιδεύει στα “στέκια”, όλα τα αρρωστημένα μυαλά δεν μπορούσαν να κοιμηθούν από την υπερένταση, ξενυχτούσαν με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο τους, αδημονούσαν για το μεγάλο “ραντεβού”, για τη στιγμή “της αλήθειας”. Αγωνιούσαν περισσότερο από έναν φαντασιακό Τελικό Champions League για την ομάδα, άλλωστε η ομάδα ήταν πάντα το μέσο. Ο σκοπός ήταν, είναι και θα είναι “ο νόμος της Camorra”. Την ημέρα της μάζωξης όλα είχαν ετοιμαστεί στην εντέλεια, οι πινακίδες είχαν αφαιρεθεί από τα μηχανάκια, τα πολεμοφόδια είχαν συγκεντρωθεί από νωρίς, κάποιοι (οι πιο αναγνωρίσιμοι) είχαν προμηθευτεί και αλεξίσφαιρα γιλέκα, οι “Στρατηγοί” είχαν φροντίσει να μοιράσουν τους ρόλους και να σχεδιάσουν σε αυτοσχέδιους πίνακες την επιχείρηση. Η μάζωξη ολοκληρώθηκε με κραυγές, οι ορδές ξεκίνησαν για την “αρένα”. Η εικόνα στους δρόμους της Αττικής ήταν σοκαριστική. Ορδές μαυροντυμένων στην πλειοψηφία ανδρών, δυο-δυο πάνω στα μηχανάκια με κράνη και τα πολεμοφόδια στα χέρια, ανέβαιναν τη Συγγρού, το κέντρο, τη Βασιλίσσης Σοφίας, τη Μεσογείων. Κανονικά, συνοδεία αστυνομικής μοτοσυκλέτας και με τις προκαθορισμένες στάσεις για τυχόν απώλειες από εκείνους που τελευταία στιγμή θα “λιποτακτούσαν”. Δεν “λιποτάκτησε” κανείς, τα βλέμματα ήταν προσηλωμένα στον στόχο, το μυαλό συγκεντρωμένο στον πόλεμο. Γιατί για πόλεμο ήταν προετοιμασμένοι και οι μεν και οι δε, περίπου 500 τον αριθμό “Λεγεωνάριοι” συν τις “μεταγραφές” από τη Σερβία, τη Γεωργία, τη Ρωσία. Όλοι με συγκεκριμένες εντολές, ποιος θα βγει πρώτος, ποιος θα παίξει τον ρόλο του “λαγού”, ποιος θα παρασύρει τον εχθρό στο λάθος, ποιος θα χτυπήσει την καίρια στιγμή, ποιος θα προκαλέσει το τελειωτικό χτύπημα. Στην Παιανία αυτοί που έφτασαν πρώτοι ήταν λιγότερο οργανωμένοι, αλλά οπλισμένοι σαν αστακοί. Οι μαγαζάτορες και οι περίοικοι έβγαιναν στις αυλές γεμάτοι απορία, «τι κάνουν όλοι αυτοί στη μέση του δρόμου»; Οι δύο κάθετες οδοί, Δημητρίου και Αποστόλου Χούντα, θύμιζαν καλντερίμια της Σικελίας, στη Λαυρίου μια αναπάντεχη σιγή, μια σχεδόν εκκωφαντική ηρεμία που προκαλούσε ένα αδιόρατο συναίσθημα φόβου. Το έβλεπες στα πρόσωπα, το διάβαζες στο έντρομο βλέμμα των νοικοκυρών που έκλειναν άρον-άρον τα παράθυρα, διαισθανόμενες ότι το κακό έρχεται. Εκατόν πενήντα μέτρα πιο πάνω οι ορδές πάρκαραν τα μηχανάκια και παρατεταγμένοι σαν μακεδονική φάλαγγα ξεκινούσαν την πορεία για τη μάχη. Οι πρώτες άναρθρες κραυγές από τους “τσιλιαδόρους”, οι πρώτες βρισιές, η πρώτη κινητικότητα. Με το που διασχίζουν την “ενέδρα” των οδών Χούντα, ξεσπάει ο πόλεμος. Όχι σώμα με σώμα, όπως αναμενόταν στην αρχή, αλλά με “πολεμοφόδια”. Φωτοβολίδες, κροτίδες, “πειραγμένα” δυναμιτάκια εισαγωγής, “ναυτικές”, πέτρες, καδρόνια, οι πρώτες μολότοφ. Δεν είναι ένα συνηθισμένο “ραντεβού” από εκείνα των 20 εναντίον 20, δεν είναι το γνωστό θρασύδειλο σκηνικό των 30 εναντίον 10. Είναι στρατός εναντίον στρατού.

ΜΕΡΟΣ Δ

blank

ΜΕΡΟΣ E

blank

Είναι απόλυτα τα πράγματα στη συγκεκριμένη υπόθεση. Δεν χρειαζόταν καν η έκθεση του ιατροδικαστή για να καταστεί σαφές ότι ο δολοφόνος δεν ήταν ένας, ήταν πολλοί. Το ποιος έφερε το μοιραίο τελευταίο χτύπημα είναι λεπτομέρεια. Ένοχοι είναι όλοι. Ούτε έχει σημασία ότι το θύμα ήταν Πράσινο ή Κόκκινο. Το θύμα είναι θύμα, η απώλεια είναι μια και η αυτή, η ζωή δεν μετριέται στο έμβλημα που φέρει το κασκόλ. Η κατάθεση ενός εκ των συμμετεχόντων στη δικογραφία για το μακελειό της Λαυρίου είναι αφοπλιστική: «Μας είπαν οι δικοί μας ότι εντάξει, οι άλλοι είναι μέσα. Θα πάμε να τους φάμε για να δείξουμε ότι εμείς είμαστε οι καλύτεροι. Και ότι συμφώνησαν να χτυπηθούμε και με μαχαίρια, αλλά στα πόδια. Όχι παραπάνω. Μην με ρωτήσετε τι έγινε και είχαμε νεκρό. Εκείνη την ώρα είναι δύσκολο να το ελέγξεις. Λογικό ήταν να βρούμε κι ένα μέρος όπου δεν θα υπήρχε αστυνομία. Μπορεί να μας παρακολουθεί η αστυνομία, αλλά κι εμείς την παρακολουθούμε, έχουμε τους ανθρώπους μας και ξέρουμε πού φυλάει. Το σημείο έμοιαζε ιδανικό και μας έδινε τη δυνατότητα να πλακωθούμε χωρίς να μας πάρουν είδηση. Την τιμή των οπαδών δεν μπορεί να την προσβάλει κανείς. Εμείς είμαστε πάνω από όλους και όλα. Και, όποιος το αμφισβητήσει αυτό, την έβαψε. Μόνη έγνοια είναι το πώς θα χτυπήσεις τον απέναντί σου και πώς δεν θα σε χτυπήσει αυτός». Αυτή ήταν η ψυχοσύνθεση των “οπαδών” που εκείνο το πρωινό ξεκίνησαν να πάνε στο “ραντεβού”. Ένα “ραντεβού” που όλοι το ήξεραν, ακόμα και ο Δήμος Παιανίας είχε εκδώσει ανακοίνωση σχεδόν εκλιπαρώντας τους συλλόγους και συνεπεία τους Συνδέσμους οπαδών ώστε να μην πάει κανείς στο κλειστό γήπεδο της περιοχής. Ανακοίνωση εξέδωσε και η ΕΟΠΕ (Ελληνική Ομοσπονδία Πετοσφαίρισης). Από ανακοινώσεις χορτάσαμε. Η αστυνομία γνώριζε, είδε, συνόδευσε “για την τήρηση της τάξης” τα μηχανάκια. Κατόπιν εξαφανίστηκε. Επανεμφανίστηκε με δακρυγόνα πολύ αργά, ο Μιχάλης Φιλόπουλος είχε ήδη υποκύψει στα βαριά τραύματα και τις πολλαπλές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, πολύ πριν τη διακομιδή του στο ΚΑΤ, όταν οι αστυνομικές δυνάμεις “διέλυσαν” τους στρατούς. Κατά κάποιους οι στρατοί υποχώρησαν οικειοθελώς, κατ’ άλλους θα είχαμε κι άλλους νεκρούς για να υπερηφανεύονται τα χαλασμένα μυαλά. Θρασύδειλοι είναι όλοι, πολτοποιημένα εύπλαστα μυαλά με συμπεριφορές που εκπορεύονται από ψυχολογικές πιέσεις , οι οποίες σχετίζονται με το ευρύτερο προβληματικό περιβάλλον στην οικογένεια, το σχολείο, τις κοινωνικές εκφάνσεις της ζωής τους. Τα επεισόδια είναι παράσημα στους συγκεκριμένους κύκλους, ανεβάζουν πρόσωπα στην ιεραρχία, εμπνέουν “σεβασμό”, όσο κι αν ακούγεται εξωφρενικό. Στην Ελλάδα έχουμε τη «Λαυρίου», η οποία μετά τον χαμό του Χαράλαμπου Μπλιώνα σόκαρε το πανελλήνιο. “Καταδικάσαμε τη βία” ως σωστοί πολίτες, γράφτηκαν εκατοντάδες άρθρα, έγιναν δεκάδες έρευνες, πολύκροτες δίκες, για ένα γεγονός που όλοι γνώριζαν και κανείς δεν έκανε το οτιδήποτε για να το σταματήσει. Όλοι οι ηθικοί αυτουργοί τις επόμενες μέρες καταδίκασαν, κανείς δεν τόλμησε να πει τα πράγματα με το όνομά τους, να περιγράψει με σαφήνεια και ακρίβεια τα γεγονότα. Από φόβο. Και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, εξακολουθεί να κυριαρχεί αυτό το συναίσθημα του φόβου και κανείς δεν έχει όρεξη να καταπιαστεί με εκείνο το περιστατικό και τη βεντέτα που γέννησε. Είναι κοινό μυστικό, αλλά κανείς δεν τολμάει να αναφερθεί στα γεγονότα. Περιοριζόμαστε μόνο σε διαπιστώσεις, περιγραφές και κοινοτοπίες. Γιατί, όταν το πράγμα φτάνει στο όριο, σκεφτόμαστε πως έχουμε οικογένειες, πως δεν βγαίνει πουθενά. Και κωφεύουμε. Έτσι έχουμε μάθει ως Έλληνες πολίτες να αντιμετωπίζουμε τη βία. Κωφεύοντας. Καταδικάζουμε όλοι, ρίχνουμε τις ευθύνες στο κράτος, σοκαριζόμαστε και μετά… πάμε παρακάτω. Ενώ κάνουμε λόγο στεγνά για ιδιωτικούς στρατούς, για ομάδες κρούσης που οργανώνονται σε πανεθνικά παρακλάδια Συνδέσμων και άτυπα δίκτυα και έρχονται οπλισμένοι και αποφασισμένοι ακόμα και για το χειρότερο, όταν το πράγμα φτάνει στο διά ταύτα, κωφεύουμε. Η κατάσταση θυμίζει όλο και περισσότερο αντάρτικο πόλεων, μια μορφή βίας τόσο εκτεταμένη στον χώρο και τον χρόνο, ώστε είναι πλέον πολύ δύσκολο να τεθεί υπό έλεγχο. Στην Ελλάδα όμως προτιμούμε τα ευχολόγια, τα αφηγήματα. Νομοθετούμε για να μην εφαρμόζουμε τους νόμους, στρουθοκαμηλίζουμε για να μη δούμε κατάματα το πρόβλημα. Ίδιον της ελληνικής κοινωνίας να επιρρίπτονται οι ευθύνες αλλού, μέχρι να μην φταίει κανένας. Μια μέρα μετά από εκείνο το φονικό, είχαν ήδη απαγγελθεί κατηγορίες. Η ποινική δίωξη σε βάρος των κατηγορουμένων από την 26η Τακτική Ανακρίτρια ήταν γενική, περιελάμβανε τότε επτά κακουργήματα (συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, ανθρωποκτονία από πρόθεση, απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά συρροή και κατά συναυτουργία, ληστεία κατά συρροή και κατά συναυτουργία) και επτά πλημμελήματα (επικίνδυνες σωματικές βλάβες, διακεκριμένη περίπτωση φθοράς, σωματικές βλάβες από αμέλεια, παράνομη οπλοφορία και παράνομη οπλοχρησία, οπλοκατοχή, παράβαση του νόμου περί βεγγαλικών και κροτίδων), στην πορεία το πράγμα πήρε τη δαιδαλώδη νομική οδό και εξελίχθηκε σε μια σύνθετη υπόθεση, η οποία δεν αποκρυπτογραφήθηκε στην πραγματικότητα ποτέ. Το καλοκαίρι του 2012, μετά από πέντε χρόνια, το πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων αποφάνθηκε αναγνωρίζοντας σε όλους ελαφρυντικά, επιβάλλοντας από 10 χρόνια κάθειρξη στους Ν. Β. και Β. Ψ., 12 χρόνια στον Β. Ρ. (και στους τρεις με την κατηγορία της συνέργειας), ενώ σε 16 χρόνια καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, Χ. Σ. Τυπικά αποδόθηκε δικαιοσύνη, επί της ουσίας είναι σαν να μην αποδόθηκε ποτέ. Παρά την πολύκροτη υπόθεση «Φιλόπουλου», η βία δεν σταμάτησε ποτέ. Η καταγραφή συνεχίστηκε απτόητη.

• Λεωφόρος Λαυρίου, Μάρτιος 2007 (μέρος δεύτερο): Η πειθαρχία είναι στρατιωτική και τα πολεμοφόδια πολύ γρήγορα εξαντλούνται. Πιο δίπλα, σε γνωστό κατάστημα παιχνιδιών, γονείς άρπαζαν άρον-άρον τα παιδιά τους, τα πετούσαν κυριολεκτικά μέσα στα αυτοκίνητα και έφευγαν σπινάροντας, μην κοιτώντας πίσω. Ένας περαστικός πάνω στη μηχανή του σταμάτησε έξω από το πρακτορείο της περιοχής, όπου ο ιδιοκτήτης είχε βγει έντρομος να δει τους καπνούς πιο κάτω: «Τι συμβαίνει»; «Έχει Τελικό στο βόλεϊ, Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός, στις γυναίκες». Η απορία εύλογη: «Μα είναι δυνατόν»; Ήταν πολύ αργά για ερωτήματα και απορίες όμως. Οι «Πράσινοι» εξάντλησαν πολύ γρήγορα το απόθεμα, η “τακτική” των «Κόκκινων» είχε πιάσει τόπο. Πλέον θα ξεκινούσε ο πραγματικός πόλεμος, αυτός για τον οποίον συναντήθηκαν οι “καλύτεροι”, “τα άτομα”, “αυτοί που μετράνε” και όχι το πόπολο. Οι μάχες πλέον είναι σώμα με σώμα, μαχαιριές, ακατάσχετο ξύλο, σιδερογροθιές, μπότες με λάμες, αλυσίδες, πέτρες, ζούγκλα. Το σκηνικό είναι ό,τι πιο άρρωστο μπορεί να βγάλει καθένας από το μυαλό του, η θηριωδία δεν έχει πάτο. Είναι ορατή η μανία στα πρόσωπα, η νιρβάνα της βίας έχει χτυπήσει τους πάντες. Δεν είναι ξύλο. Είναι ξεκαθάρισμα συμμοριών, είναι αυτό ακριβώς που έχουμε στον νου, όταν προσπαθούμε να καταλάβουμε τους νόμους της μαφίας. Ενώ πάνω στα μηχανάκια τα διακριτικά ήταν πασιφανή, στο πεδίο της μάχης κυριαρχεί το μαύρο. Η ατμόσφαιρα από εκείνη την εκκωφαντική ηρεμία έχει μετατραπεί σε κουρνιαχτό. Καπνοί, ουρλιαχτά, κραυγές, κλάματα, πανικός, τρόμος. Άλλοι τρέχουν να σωθούν, άλλοι κυνηγούν εκείνους που τρέχουν, άλλοι εκλιπαρούν χτυπώντας κουδούνια να μπουν σε ένα σπίτι να σωθούν, κάποιοι θολωμένοι ακόμα από την αδρεναλίνη αναζητούν νέα πολεμοφόδια, σπάνε τσιμέντα, γλάστρες, πεζοδρόμια, πινακίδες, ό,τι μπορεί να χρησιμεύσει για να αιματοκυλήσουν τον “αντίπαλο”. Είναι 16:00 και η Λεωφόρος Λαυρίου θυμίζει Λίβανο. Χειροβομβίδες κρότου-λάμψης, εστίες με φωτιές, ουρλιαχτά πόνου, κανονικός πόλεμος. Αστυνομία απούσα, δεν υπάρχει νόμος και τάξη στον πόλεμο. Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση όλοι γνώριζαν, ήταν το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Και ο θάνατος ήταν συνεπής στο “ραντεβού”. Με ανατριχιαστικό τρόπο και βγαλμένος από «Το έγκλημα στο Όριον Εξπρές». Ένα αιμόφυρτο ανυπεράσπιστο κορμί να κείτεται στο πρόσφατα “ξυσμένο” οδόστρωμα και από πάνω του να περνούν μία, δύο, τρεις, τέσσερεις, πέντε λάμες από διαφορετικά μαχαίρια. Ένας-ένας περνούσαν και χτυπούσαν στο κεφάλι με λοστούς, κρυπτονάιτ και σιδερογροθιές, μετά μαχαίρωναν στους μηρούς, “γιατί αυτή ήταν η συμφωνία”. Οι “εντολές” ήταν σαφείς και τρομακτικά κυνικές. όσο μεγαλύτερες οι απώλειες του “εχθρού” τόσο το καλύτερο, όσο περισσότεροι οι τραυματίες τόσο περισσότερα τα “παράσημα”, όσο μεγαλύτερη η πώρωση και το φονικό ένστικτο τόσο μεγαλύτερη θα γινόταν και η άνοδος στην “ιεραρχία”. Θολωμένα μυαλά, ωμή βία και ασυνείδητες παραινέσεις, με πιο ήπια το «τελειώστε τον». Τόσο εύκολα, με τόσο δολοφονικό κυνισμό. Κανείς δεν πρόλαβε να πάρει είδηση ότι κείτεται ένα νεκρό σώμα στον δρόμο, όπως ακριβώς και στον πόλεμο κανείς δεν προλαβαίνει να περισυλλέξει τους νεκρούς, όταν το πρώτιστο είναι να σωθεί ο εαυτός. Η αποστολή είχε επιτευχθεί, οι λόγοι για τους οποίους έγινε το “ραντεβού” ήταν αυτοί ακριβώς. οι μεγαλύτερες δυνατές απώλειες. Ήταν θέμα χρόνου να σπάσει ο “κώδικας” και να υπάρξει και νεκρός, ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένο, από τη στιγμή κατά την οποία η μάχη εκτυλίχθηκε με τους συγκεκριμένους όρους και με την παντελή απουσία της αστυνομίας (και των Αρχών γενικότερα), την οποία όσοι “προστατεύουν” αυτά τα φαινόμενα έχουν μάθει πολύ εύκολα να κατηγορούν ότι «προκάλεσε τα επεισόδια και τη μήνιν των οπαδών». Ποιοι οπαδοί; Ήταν κανείς απ’ όλους αυτούς οπαδός του βόλεϊ; Ενδιέφερε κανέναν το Κύπελλο στο…γυναικείο βόλεϊ; Πόσο εύκολα στερεύουν οι δικαιολογίες, όταν κοιτάζουμε κατάματα την αλήθεια, πόσο γρήγορα καταρρέουν όλα τα αντεπιχειρήματα της βλακείας, όταν στεκόμαστε ενώπιον των γεγονότων; Δεν υπάρχουν «παρασύρθηκα», νομικά τρικ, οπαδικές ψευτοδικαιολογίες, το νεανικό αίμα που “βράζει”. Δεν υπήρχαν “νεαροί” στη Λαυρίου, δεν υπάρχουν “νεαροί” στον πόλεμο. Όσοι πήγαν ήξεραν πολύ καλά πού πήγαν, γιατί πήγαν και πώς πήγαν. Μετακινήθηκαν μαζικά με μηχανές 400-500 χαλασμένα μυαλά, έτοιμα να δολοφονήσουν και να δολοφονηθούν, διέσχισαν τη μισή Αθήνα, συγκρούστηκαν σε πολυσύχναστη Λεωφόρο κατοικημένης περιοχής και παραδόξως ο θάνατος συνάντησε μόνον έναν.

blank

ΜΕΡΟΣ ΣΤ

  • Παραμονές Δεκαπενταύγουστου και, ενώ σε Σύνδεσμο οπαδών του ΠΑΟΚ στη Θεσσαλονίκη βρίσκονταν μέσα πέντε άτομα, άγνωστοι με μηχανές πετούν πέτρες και “κατεβάζουν” τη τζαμαρία του Συνδέσμου. Κατόπιν πετούν βόμβες μολότοφ, προξενείται πυρκαγιά που ευτυχώς είναι ελεγχόμενη.
  • Κατακαλόκαιρο, σε μπαράζ της Football League μεταξύ ΟΦΗ-Λεβαδειακού, Κρητικοί και οπαδοί του Πανιωνίου (!) παίζουν ξύλο εντός κι εκτός αγωνιστικού χώρου, προτού παρέμβουν τα ΜΑΤ.
  • Λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά, στο Περιστέρι, οπαδοί του Ατρομήτου και οπαδοί του Παναθηναϊκού αυτοσχεδιάζουν παίζοντας πόλεμο.
  • Mια βδομάδα νωρίτερα, τοποθετείται (και εκρήγνυται) βόμβα σε Σύνδεσμο του Παναθηναϊκού στα Πατήσια. Οι Παναθηναϊκοί “απαντούν” με επίθεση στον Σύνδεσμο του Ολυμπιακού στην Κυψέλη, οι οπαδοί του Ολυμπιακού “ανταπάντησαν” με επίθεση στον Σύνδεσμο του Παναθηναϊκού στου Γκύζη. Εδώ το πράγμα δεν έμεινε στους μικροτραυματισμούς και το ξύλο. Μαχαιρώνονται δύο οπαδοί, ο ένας εκ των οποίων χρειάστηκε πολύωρη χειρουργική επέμβαση για να επιβιώσει.
  • Τον Μάιο του ιδίου έτους, άγνωστοι εισβάλλουν σε καφετέρια στου Γουδή και μαχαιρώνουν τρεις οπαδούς που παρακολουθούσαν το παιχνίδι ΠΑΟΚ-ΑΕΚ στην τηλεόραση. Οι δράστες διέφυγαν με μηχανές και παραμένουν ασύλληπτοι.
  • Τρεις ημέρες αργότερα, στις 16 Μαΐου, η αστυνομία πραγματοποιεί έφοδο σε Σύνδεσμο οπαδών του Παναθηναϊκού και αντικρίζει αποθήκη όπλων: μολότοφ, κροτίδες, σφυριά, λοστούς, μαχαίρια, αυτοσχέδια πιστόλια εκτόξευσης φωτοβολίδων, ξύλο.
  • Το πρώτο καλάσνικοφ δεν άργησε να κάνει την εμφάνισή του. Έκανε πρεμιέρα στην Κόρινθο, Παναθηναϊκοί και Ολυμπιακοί συνεπλάκησαν, ο οπαδός με το όπλο τραυμάτισε δυο “αντιπάλους” και άδειασε έναν γεμιστήρα. Τα αντίποινα ήρθαν την άνοιξη στην Ιεράπετρα, στο περιθώριο του αγώνα βόλεϊ Γυναικών. Οι υπεύθυνοι του κλειστού γυμναστηρίου αναγκάστηκαν να κατεβάσουν τον γενικό διακόπτη παροχής ρεύματος, ώστε να βυθιστεί ο χώρος στο σκοτάδι και να αμβλυνθεί η κατάσταση. Απολογισμός 21 τραυματιών.
  • Η βία πρώτη φορά στις πισίνες, στο κολυμβητήριο του Χαλανδρίου, σε αγώνα πόλο των αιωνίων. Οπαδοί του Παναθηναϊκού επιτίθενται στον προπονητή του Ολυμπιακού, Βαγγέλη Πάτερο, και τους παίκτες, ο Ντόσκας δέχθηκε χτύπημα με λοστό και υπέστη κάταγμα στο πόδι, ο Πάτερος θα αποχωρήσει αιμόφυρτος και θα χρειαστεί 10 ράμματα στο κεφάλι. Η αστυνομία με χρήση δακρυγόνων θα απομακρύνει τους οπαδούς από το κολυμβητήριο.
  • Πρώτες μέρες του 2009, στο Final 8 του Κυπέλλου βόλεϊ, Παναθηναϊκοί και Ολυμπιακοί συγκρούονται στο κλειστό των Πατρών, εκτοξεύοντας πέτρες, σίδερα, ξύλα και μολότοφ. Δύο άνθρωποι μεταφέρθηκαν με σοβαρά τραύματα στο παρακείμενο νοσοκομείο.
  • Οπαδοί των γηπεδούχων σε αγώνα ΠΑΟΚ-ΟΣΦΠ μπαίνουν στον αγωνιστικό χώρο, ένας εξ αυτών κινείται απειλητικά εναντίον του Αντώνη Νικοπολίδη, τον κλωτσά και πυροδοτεί γενικευμένα επεισόδια.
  • Τον Οκτώβριο του 2010 λανσάρονται και τα επεισόδια σε αγώνες Νέων. Άρης-ΠΑΟΚ στη Σουρωτή, ομάδα νεαρών με κουκούλες και κράνη κυνηγούν και ξυλοφορτώνουν όποιον βρίσκουν μπροστά τους.
  • Το χάντμπολ κάνει κι αυτό την πρεμιέρα του στο Final 4 του Κυπέλλου στη Λαμία. Οπαδοί της ΑΕΚ και του ΠΑΟΚ δέρνονται μέσα στο κλειστό, δέρνονται στους δρόμους, στην Εθνική οδό, καταστρέφουν τα πάντα. Η διοργάνωση ματαιώνεται. Η ΟΧΕ (Ομοσπονδία Χειροσφαίρισης Ελλάδος) για πρώτη φορά αντιμετωπίζει τέτοιο πρόβλημα και δεν απονέμει το τρόπαιο σε κανέναν από τους δύο.
  • Ιούνιος του 2010 και οπαδοί του Ολυμπιακού εισβάλλουν χωρίς εισιτήρια στο ΣΕΦ, πριν από τον πέμπτο Τελικό με τον Παναθηναϊκό, και προσπαθούν να επιτεθούν κατά δημοσιογράφων. Ακολούθησε μάχη με τα ΜΑΤ και καθυστέρηση έναρξης του Τελικού, ο οποίος διεξήχθη με τον επίσημο Ολυμπιακό να αναλαμβάνει την ευθύνη διεξαγωγής του. Στη συνέχεια οι διαιτητές ζήτησαν την εκκένωση του γηπέδου, ακολούθησε ρίψη κροτίδων, επεισόδια και πάλι με τα ΜΑΤ στον περιβάλλοντα χώρο του γηπέδου. Το παιχνίδι διεκόπη οριστικά ένα περίπου λεπτό πριν τη λήξη.
  • Με το που αλλάζει ο χρόνος και μπαίνει το 2011, στους Ζωσιμάδες διεξάγεται το ντέρμπι της Football League μεταξύ ΠΑΣ Γιάννινα και ΟΦΗ. Οπαδός των γηπεδούχων εισβάλλει στον αγωνιστικό χώρο, ξεφεύγει από τους αστυνομικούς και στέλνει στο νοσοκομείο τον τερματοφύλακα του ΟΦΗ. Ο ποδοσφαιριστής Μπερτίν κυνηγάει τον οπαδό και τον γρονθοκοπεί, με αποτέλεσμα να τιναχτεί το ματς στον αέρα. Το παιχνίδι διακόπτεται, αλλά μυστηριωδώς ξαναρχίζει μετά από μια ώρα, σαν να μη συνέβη τίποτα.
  • Κι αν στην Ήπειρο περιοριστήκαμε σε μεμονωμένα περιστατικά, στο περιθώριο του παιχνιδιού Ολυμπιακός Βόλου-ΠΑΟΚ, οπαδοί του «Δικέφαλου» επιχείρησαν να μπουν στο γήπεδο χωρίς εισιτήρια, η αστυνομία έκανε εκτεταμένη χρήση χημικών για να τους απωθήσει, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Οι οπαδοί μπήκαν στο γήπεδο με ντου, έφτασαν και μέσα στον αγωνιστικό χώρο, άναψαν φωτιές, κατέστρεψαν ό,τι βρήκαν (κυρίως καθίσματα) και κατόπιν άρχισαν περιχαρείς τα συνθήματα. Το παιχνίδι, εννοείται, διεξήχθη κανονικά.
  • Τον Φεβρουάριο ήταν η σειρά ενός ακόμη πολύκροτου ντέρμπι αιωνίων στο Καραϊσκάκης. Εισβολή κατά τα ειωθότα στον αγωνιστικό χώρο, κλωτσιές και προπηλακισμοί, σκηνές απείρου κάλλους στα αποδυτήρια.
  • Τελικός Κυπέλλου, ΑΕΚ-Ατρόμητος, τον Απρίλιο του 2011. Το κλίμα βαρύ από νωρίς, οι οπαδοί της ΑΕΚ να “σουλατσάρουν” στο ταρτάν από νωρίς. Το «ή εμείς ή κανείς» σε όλο του το μεγαλείο. Τι κι αν η ΑΕΚ τελικά κέρδισε καθαρά, ακολούθησε εισβολή εκατοντάδων νταήδων που επιτέθηκαν ακόμα και στους παίκτες του Ατρομήτου. Ο αγωνιστικός χώρος του ΟΑΚΑ γεμάτος σπασμένες πινακίδες, σκισμένα δίχτυα, ο απλός κόσμος της ΑΕΚ στο γήπεδο και την τηλεόραση να σιχτιρίζει, καθώς δεν μπόρεσε να γιορτάσει ένα τρόπαιο για την ομάδα του μετά από χρόνια.
  • Τον Σεπτέμβριο του 2011, μετά από συμπλοκή οπαδών, ο 21χρονος Γιάννης Ρουσάκης από τα Μάλλια ξεψύχησε στο γεφυράκι έξω από το Παγκρήτιο. Το “ραντεβού” είχε δοθεί στις 03.00 στην Παραλιακή Λεωφόρο του Ηρακλείου κοντά στο Παγκρήτιο Στάδιο, μεταξύ οπαδών του ΟΦΗ, του Παναθηναϊκού και του Ηροδότου. Η αστυνομία, λόγω του προχωρημένου της ώρας, έφτασε καθυστερημένα στην περιοχή. Οι τέσσερεις συλλήψεις δεν απέφεραν αποτέλεσμα, ο δολοφόνος του Ρουσάκη παραμένει ασύλληπτος.
  • Τον Μάρτιο του 2012 είχαμε την πρώτη πράξη του έργου «κάποια στιγμή θα ζήσουμε κι εμείς μια Ριζούπολη» από τους οπαδούς του Παναθηναϊκού. Τα επεισόδια είχαν κλιμακωθεί, πολύ πριν ξεκινήσει το ντέρμπι, το ξύλο μεταξύ ΜΑΤ και οπαδών ανελέητο, το παιχνίδι ξεκίνησε όμως κανονικά. Φωτοβολίδες στην ημερήσια διάταξη, στο ημίχρονο ακολούθησε νέα σύρραξη και “ρεβάνς” από τα ΜΑΤ που εισέβαλαν στην κερκίδα και χτυπούσαν αδιακρίτως. Το παιχνίδι πάλι ξεκίνησε (!), αλλά επτά λεπτά πριν τη λήξη διεκόπη οριστικά από τον διαιτητή Κάκκο.
  • Τον Απρίλιο του 2013 παίχτηκε η τελευταία πράξη του δράματος της ΑΕΚ στην αποφράδα σεζόν του υποβιβασμού της. Από νωρίς οι οπαδοί τριγυρίζουν στο ταρτάν, στο αυτογκόλ του Μπουγαΐδη τούς πνίγει το “δίκιο” και η “έγνοια” για την ομάδα τους. Μπουκάρουν και το διακόπτουν. Είναι τόσο μεγάλος ο “πόνος” τους για την ΑΕΚ, ώστε σταματούν στους πάγκους των ομάδων και ξαφρίζουν παπούτσια και αθλητικό υλικό. Είναι μια από τις μελανές στιγμές στην ιστορία της ΑΕΚ, πιο σκοτεινή κι από τον ίδιο τον υποβιβασμό.
  • Τον Μάιο του 2014 Παναθηναϊκός και ΠΑΟΚ συμφωνούν να ανταλλάξουν εισιτήρια στο πλαίσιο των καλών σχέσεων των διοικήσεών τους. Το μετανιώνουν πικρά, αφού οι Παοκτσήδες στη Θ6 είναι “μπουμπούκια” μετρημένα και η Θύρα 13, για να μην αισθάνεται μειονεκτικά, τους συναγωνίζεται. Φωτοβολίδες, το κλασσικό ξέσπασμα στα ΜΑΤ, σπασμένα αυτοκίνητα και άλλη μια μέρα στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
  • Το επόμενο χτύπημα ήρθε τον Σεπτέμβριο και ήταν ο χαμός του Κώστα Κατσούλη. Ηρόδοτος-Εθνικός στην Αλικαρνασσό, το τελευταίο ματς που θα περίμενε κανείς να μετατραπεί σε πεδίο μάχης. Διάφοροι τύποι χτυπούσαν με σιδερογροθιές και κλωτσιές στο κεφάλι όποιον έβρισκαν μπροστά τους, μεταξύ των οποίων και τον 46χρονο οπαδό του Εθνικού, ο οποίος τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι. Ο άτυχος άνδρας μεταφέρθηκε με C-130 στην Αθήνα και κατόπιν στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο για να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση, υπέκυψε όμως στα τραύματά του και κατέληξε στις 29 Σεπτεμβρίου.
  • Ακολουθούν τα δύο ντέρμπι στη Λεωφόρο, με το πρώτο να πυροδοτείται από τον ανεκδιήγητα προκλητικό προπονητή Περέιρα και το επόμενο να μην διεξάγεται ποτέ, ενώ και στο επόμενο παιχνίδι του Κυπέλλου μεταξύ και ΑΕΚ και Ολυμπιακού τηρήθηκε η παράδοση της εισβολής, ενώπιον μάλιστα 65.000 κόσμου σε ένα στάδιο υποτίθεται προστατευμένο σαν φρούριο. Το ματς διεκόπη, με την ελπίδα ότι θα είναι το τελευταίο. Ασφαλώς και δεν ήταν, αφού ακολούθησε εκείνο της Λεωφόρου.
  • Έκτοτε τα επεισόδια, κάθε φορά κατά την οποία τα παιχνίδια διεξάγονταν παρουσία οπαδών, ήταν στην ημερήσια διάταξη. Ο Τελικός Κυπέλλου Ελλάδος στον Βόλο τον Μάιο του 2017, με «νεκρές ζώνες», αποστάσεις, παρουσία ισχυρότατης αστυνομικής δύναμης που είχε καταφθάσει από την Αθήνα για να συνδράμει στην Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλίας, κατέληξε σε πεδίο μάχης με ανελέητο ξύλο, μαχαιρώματα και κυνηγητά στην αερογέφυρα του γηπέδου. Ο Τελικός διεξήχθη κανονικά, έκτοτε αποφασίστηκε η διεξαγωγή της «γιορτής του ποδοσφαίρου» είτε κεκλεισμένων των θυρών, είτε με ονομαστικές προσκλήσεις, είτε με ελάχιστα εισιτήρια εκατέρωθεν. Ομολογία ολοκληρωτικής, συντριπτικής ήττας.
blank
blank

ΜΕΡΟΣ Ζ

Από τη λογική και την χρονική αλληλουχία των παραπάνω περιστατικών τεκμαίρεται ότι στη χώρα μας η επιθετική συμπεριφορά στο γήπεδο εντάχθηκε βαθμηδόν σε ένα συλλογικό πλαίσιο δράσης, απέκτησε έρεισμα στις κυψέλες των οργανωμένων οπαδών και κατέληξε μη αντιμετωπίσιμη. Οι οπαδοί εισήγαγαν νέες πρακτικές που παραπέμπουν απευθείας στο οργανωμένο έγκλημα, παντελώς ξένες με το φίλαθλο πνεύμα και τη φίλαθλη έννοια, εντελώς παράταιρες με όλα τα σπορ. Έννοιες όπως οι οργανωμένες πορείες, οι μαζικές εκδρομές σε εκτός έδρας παιχνίδια, η χρήση αλκοόλ και εξαρτησιογόνων ουσιών, η καταστροφή αυτοκινήτων και καταστημάτων, οι κλοπές και οι ληστείες, τα ντου και η εκτεταμένη χρήση σωματικής βίας έγιναν έξη στον δύσμοιρο ελληνικό αθλητισμό και ειδικότερα στα λαοφιλή αθλήματα.

Το πρόβλημα που αντιλήφθηκε πολύ αργά η κοινωνία ήταν ότι δεν είναι μόνο οι έφηβοι και οι νέοι από την “κατώτερη” εργατική τάξη που πυκνώνουν τις τάξεις των χούλιγκαν, αλλά η πιο αθρόα συμμετοχή προέρχεται από τα μεσαία κοινωνικά στρώματα. Και όχι μόνο. διότι η εκδήλωση αντικοινωνικών συμπεριφορών στους αθλητικούς χώρους δεν είναι μια μονοσήμαντη κατάσταση. Η βία συνδέεται με τη διαδικασία αλληλοεπίδρασης μιας σειράς παραγόντων, όπως οι συνθήκες ύπαρξης και βίωσης των φανατικών οπαδών, το νομοθετικό πλαίσιο, η στάση της αστυνομίας, το κλίμα που διαμορφώνουν τα ΜΜΕ, οι συμπεριφορές των αθλητικών παραγόντων, οι “ύποπτοι” ή «στημένοι», όπως αποκαλούνται, αγώνες και οι αποφάσεις των διαιτητών. Όλα τα παραπάνω μαζί με την αδυναμία κοινωνικοποίησης, τον φανατισμό και την υποπολιτιστική κουλτούρα αποτελούν παράγοντες της βεβαιότητας ότι ο χουλιγκανισμός γεννιέται, εκκολάπτεται και γιγαντώνεται μέσα στην ίδια την κοινωνία ως παθογένειά της.

Η παραβατική συμπεριφορά παίρνει τη μορφή συμπλοκών ανάμεσα σε αντίπαλους οπαδούς και, μετά την απαγόρευση μετακινήσεων, πέρασε ανάμεσα σε οπαδούς και αστυνομία. Οι συγκρούσεις συνδέονται οργανικά και προηγούνται χρονικά του παραδοσιακού προτύπου του σκληρού χουλιγκανισμού που ήρθε από το εξωτερικό και δη τη Μεγάλη Βρετανία. Στην αρχή ήταν η χρήση τοξικών ουσιών, οι μικροκλοπές (κασκόλ και μπουφάν συνήθως) και ο εξευτελισμός αντίπαλων οπαδών, οι βανδαλισμοί εντός και εκτός γηπέδων. Κατόπιν η διακίνηση ναρκωτικών, οι κανονικές ληστείες με αφορμή την ομάδα, οι κλοπές ακόμα και του συνοπαδού, η «προστασία». Η κατάληξη στη σωματική βία, κυρίαρχο στοιχείο της παραβατικότητας τα τελευταία 20 χρόνια, συνέβη περίπου αυτονόητα, μιας ολοένα και γινόταν πιο σκληρή. Κάποτε το ξύλο ήταν με γυμνά χέρια. σήμερα δεν υπάρχει ξύλο, υπάρχουν μαχαίρια, «κέρατα», «πεταλούδες», σιδερογροθιές, ακόμα και περίστροφα.

Ο οργανωμένος οπαδός εξελίχθηκε, απέκτησε εξουσία και κυρίως διαφοροποιήθηκε σε σχέση με τον απλό φίλαθλο, ακόμα και τον απλό οπαδό της ομάδας. Δεν είναι εύκολο να διαχωριστεί ο χαρακτήρας και η νοοτροπία ενός ακραίου οργανωμένου οπαδού σε σύγκριση με έναν απλό οπαδό ή ακόμα περισσότερο με έναν απλό φίλαθλο.

Όταν μιλάμε για βίαιη συμπεριφορά, οφείλουμε να λάβουμε υπ’ όψιν όλες τις συνιστώσες που κάνουν τη διαφορά ανάμεσα σε μία σοβαρή και μία απλή πράξη βίας με συμβολικό ή τελετουργικό χαρακτήρα. Συνήθως οι συμπεριφορές εκπορεύονται από ψυχολογικές πιέσεις που σχετίζονται με το ευρύτερο προβληματικό περιβάλλον των ανθρώπων αυτών, την έλλειψη κατανόησης και τα παρεπόμενα αισθήματα αποξένωσης, τα οποία σε συνδυασμό με τη φυσιολογική τάση για δυνατές συγκινήσεις παρακινούν αυτά τα άτομα να αναζητήσουν ψυχολογική κάλυψη ανάμεσα σε ομοϊδεάτες συνομήλικούς τους, ανάμεσα σε ανθρώπους που “τους καταλαβαίνουν” και τους συμμερίζονται. Οι πιο δύσκολες περιπτώσεις τέτοιων ανθρώπων δε διστάζουν να αφιερωθούν ολοκληρωτικά και να ταυτιστούν όχι τόσο με την ομάδα όσο με τον Σύνδεσμο, απ’ όπου προσπαθούν να αντλήσουν ένα αυξημένο αίσθημα ότι “μετράνε” και ακριβώς εξ αιτίας αυτού να αναρριχηθούν στην “ιεραρχία” και να αποκτήσουν εν τέλει εξουσία για πρώτη φορά στην καταπιεσμένη ζωή τους. Το “πέταλο” κάθε γηπέδου είναι ίσως ο καλύτερος χώρος για να αποδράσουν τα παιδιά αυτά από τη ρουτίνα και τη ζοφερή πραγματικότητα της καθημερινής ζωής και να απολαύσουν συγκινήσεις που υπό άλλας συνθήκας δεν θα συναντούσαν πουθενά στην καθημερινότητά τους. Η “ανωτερότητα” της ομάδας, η επιβολή ακόμα και διά της βίας στον αντίπαλο οπαδό, πολλώ δε μάλλον σε συνδυασμό με την εξουσία που τους περιβάλλει και υποτίθεται τους περιφρουρεί (αστυνομία), τους δίνει την ευκαιρία να ξαναβρούν τη χαμένη ισορροπία τους, να γεμίσουν τα κενά της ζωής τους με την παράλληλη ζωή που ζουν στο γήπεδο.

Εννοείται ότι όλα τα μέλη που ανήκουν στους οργανωμένους Συνδέσμους δεν συμπεριφέρονται με τον ίδιο τυπικό τρόπο. Εδώ γίνεται αναφορά σε έναν μικρό πυρήνα βίαιων ανθρώπων (που είθισται να ηγούνται, ακριβώς λόγω των διαπιστευτηρίων βίας μέσα από καταδίκες για την προκλητική και επιθετική τους συμπεριφορά), από τον οποίο όμως συμπαρασύρεται ένα σεβαστό ποσοστό άλλων που είναι επιρρεπείς στο να εμπλέκονται σε βίαια περιστατικά μικρότερης σημασίας (ρίψη αντικειμένων, φθορά καθισμάτων) ή και μεγαλύτερης (συμπλοκές), συνήθως παρασυρόμενοι από την ανωνυμία και τις συναισθηματικές εκρήξεις του πλήθους. Υπάρχει βέβαια και μία μεγάλη μερίδα νεαρών ανθρώπων, οι οποίοι, αν και ανήκουν στους “σκληροπυρηνικούς”, αρκούνται να βιώνουν την αναγεννητική ατμόσφαιρα του γηπέδου, δεν παρουσιάζουν βίαιες τάσεις και είναι εκεί γι’ αυτό που λέμε «κυνήγι αδρεναλίνης».

ΜΕΡΟΣ Η

blank

Το συμπέρασμα είναι καθαρό και διαυγές: Οι οργανωμένοι οπαδοί δεν μπορούν να θεωρούνται ως αποκλειστικοί υπεύθυνοι για τα επεισόδια βίας, αποτελούν μάλλον τον τελευταίο κρίκο σε μία αλυσίδα ευθυνών που είναι απείρως σοβαρότερη και πολύ πιο δύσκολη να αναλυθεί. Άλλοι είναι οι παράγοντες που διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο πρόβλημα της βίας, πρόκειται για παράγοντες που δεν είναι άμεσα αντιληπτοί και διακλαδώνονται σε τέτοιον βαθμό ώστε είναι φύσει και θέσει αδύνατον να ομογενοποιηθούν. Σχηματικά θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί στους παράγοντες/επιχειρηματίες και “αφεντικά” των ΑΑΕ, ορισμένοι εκ των οποίων έμμεσα ενθαρρύνουν τους οπαδούς, τους προστατεύουν, τους χρηματοδοτούν, τους προσφέρουν απλόχερα ένα μερίδιο εξουσίας για λόγους που διαφέρουν ανά περίπτωση και περίσταση. Ένα επίσης μεγάλο μέρος της ευθύνης για τη δημιουργία επεισοδίων φέρουν οι δημοσιογράφοι του γραπτού και ηλεκτρονικού αθλητικού Τύπου, άνθρωποι που πολλές φορές προέρχονται ακριβώς μέσα από τους κόλπους των οπαδών και διεγείρουν και εξάπτουν τον φανατισμό είτε με πρωτοσέλιδα και τίτλους υποκουλτούρας είτε με συνωμοσίες, “αποκαλύψεις”, παραινέσεις για “διαμαρτυρία”, τα οποία ο καθένας εκλαμβάνει όπως θέλει. Υπάρχει βέβαια και η έμμεση συμμετοχή του Τύπου στο σύνολό του, τάση που αποτυπώνεται έκδηλα με την έμφαση και την υπερπροβολή στα περιστατικά βίας, με αντίτιμο την τηλεθέαση, τα κλικ, τις πωλήσεις. Το προϊόν «βία» είναι φτηνό, δεν κοστίζει τίποτα και αποφέρει τεράστια κέρδη, αφού το κοινό “ανοίγει” και σε μη φιλάθλους, ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται τα επεισόδια δεν είναι θετικός, ενσπείρει σε κάποιους ευάλωτους τηλεθεατές/αναγνώστες ένα αδιόρατο αίσθημα υστερίας και ηθικού πανικού κ.ο.κ. Το πιο σοβαρό όμως είναι ότι εξαιτίας αυτής της υπερβολικής δημοσιότητας και υπερπροβολής πολλοί οπαδοί πια έχουν την τάση να γίνονται όλο και πιο προκλητικοί, πιο ακραίοι προκειμένου να αναδειχθούν στην οπαδική ιεραρχία ή να κομπορρημονούν ότι συμμετείχαν στο “σκηνικό”. Οι παραπάνω κύριες κατηγορίες σε καμία των περιπτώσεων δεν υστερούν στην κατανομή των ευθυνών που επιμερίζονται σχεδόν ποσοτικοποιημένες σε όλους τους επαγγελματίες και μη του χώρου. διαιτητές και βοηθοί, ποδοσφαιριστές και ασφαλώς η αστυνομία. Για τα όργανα που είναι επιφορτισμένα με την τήρηση της τάξης στα γήπεδα, η συζήτηση είναι πολύ μεγάλη, απλώνεται σε μονοπάτια πολύ δύσκολα, σίγουρα όμως μπορεί να τονιστεί ότι πολλές φορές οι επιφορτισμένοι με την τήρηση της τάξης αστυνομικοί παρεμβαίνουν είτε λιγότερο και καθυστερημένα είτε περισσότερο και νωρίτερα από όσο χρειάζεται, συμβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στην όξυνση ενός υπολανθάνοντος κλίματος βίας και εκνευρισμού. Η αστυνομία ως φορέας επίσημου κοινωνικού ελέγχου προσπαθεί να καταπολεμήσει τη βία στα γήπεδα μέσω του σχεδιασμού και της εφαρμογής μέτρων, όπως η αναβάθμιση του Εθνικού Γραφείου Πληροφοριών Ποδοσφαίρου, η ίδρυση Γραφείων Πρόληψης Οργανωμένης Αθλητικής Βίας στις Διευθύνσεις Ασφαλείας Αττικής και Θεσσαλονίκης, η πραγματοποίηση ημερίδων για τα θεσμικά όργανα, η εκστρατεία ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των πολιτών για τη βία, η συνεργασία με τις ΠΑΕ και τη Super League. Όλα αυτά είναι θαυμάσια στα γραφεία και διαβάζονται πολύ ευχάριστα στα έγγραφα, σχεδόν τόσο γοητευτικά όσο η θέσπιση του νόμου για υποχρέωση αναφοράς ΑΜΚΑ κατά την αγορά εισιτηρίου μιας αθλητικής εκδήλωσης. Η πραγματικότητα διδάσκει όμως ότι τα περιστατικά απρεπούς και βίαιης συμπεριφοράς αστυνομικών αυξάνονται και καταγγέλλονται συχνότερα σε σχέση με το παρελθόν, ακόμα και από απλούς ανθρώπους που απλώς πήγαν στο γήπεδο να δουν την ομάδα τους και βίωσαν πρωτόγνωρες καταστάσεις.

Και η αστυνομία όμως έχει τη γραμμή υπεράσπισής της, διότι πίσω από αυτήν κρύβονται οι ευθύνες της αθλητικής και πολιτικής ηγεσίας που, διά των παραλείψεών τους και της αδυναμίας τους να θεσπίσουν μέτρα καταστολής της βίας, βρίσκουν καταφύγιο στην εύκολη λύση των αστυνομικών, κρύβοντας το πρόβλημα κάτω από το χαλί. Διότι, εάν το πρόβλημα γίνει ορατό, θα γίνει σαφέστερη και η ευθύνη της κοινωνίας ως σύνολο και η κοινωνία διέπεται από κανόνες που θεσπίζονται και εφαρμόζονται από την πολιτεία και τις Αρχές. Ειδικότερα κατά την πενταετία της δριμύτατης οικονομικής κρίσης, όπου οι αντιστάσεις μειώθηκαν σε κάθε επίπεδο, η πολιτεία και συνεπεία η κοινωνία επέδειξαν μια προκλητική αδιαφορία και έλλειψη κατανόησης απέναντι στα ολοένα διογκούμενα προβλήματα των νέων ανθρώπων. Το άγχος της καθημερινότητας, η απουσία μακρόπνοων στόχων ή αξιών, η έλλειψη ευκαιριών για ενεργητική συμμετοχή στην κοινωνική ζωή είναι προφανές ότι επιτείνουν σημαντικά τα αδιέξοδα. Με την δραματική οικονομική κατάσταση στην οποία περιήλθε η χώρα, με τη διαχείρισή της και από εγκληματικές οργανώσεις και από οργανώσεις κοντά σε πολιτικούς φορείς, τα άτομα που θεωρούνται εξ ορισμού περιθωριακά ή αποκλίνοντα από την κοινωνία, αντί να τύχουν φροντίδας, αντιμετωπίστηκαν κατά κύριο λόγο με κατασταλτικά μέτρα, κοινωνική αποδοκιμασία και εντάχθηκαν σε έναν φαύλο κύκλο βίας.

Είναι πάρα πολύ δύσκολο να υπάρξει ίαση, όταν μια σειρά ανθρώπων που ασχολείται επαγγελματικά με τον αθλητισμό φέρει ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης για την ύπαρξη του προβλήματος. Κάθε προσπάθεια που γίνεται προς επίλυσή του και επικεντρώνεται μόνο στους οργανωμένους Συνδέσμους, για παράδειγμα, δεν μπορεί να έχει άλλο αποτέλεσμα παρά μόνο τη μετακύληση του προβλήματος προς άλλες μορφές βίας, σε άλλον τόπο και χρόνο. Συνεπώς, η προσέγγιση του ζητήματος οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψιν όλες τις παραμέτρους, όλους τους παράγοντες, όλες τις πολιτιστικές, κοινωνικοοικονομικές, γεωγραφικές και χρονικές ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης. Δεν είναι εύκολο, το πρόβλημα διακλαδώνεται, ποικίλλει, χρήζει πολυεπίπεδης έρευνας και δεν λύνεται μονοδιάστατα με την ψήφιση ενός ακόμα ορθού αθλητικού νόμου. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τη Μεταπολίτευση και εντεύθεν έχουν εκδοθεί 33 (!) αθλητικοί νόμοι, οι 28 από αυτούς από το 1990 και μετά. Ο αριθμός είναι τρομακτικός για μια χώρα που πασχίζει να θεραπεύσει ένα πρόβλημα που ολοένα και οξύνεται.

ΜΕΡΟΣ Θ

Οι πρακτικές που αναπτύσσουν οι οπαδοί ή οι “οπαδοί” που παράγουν βία δεν έχουν να κάνουν με τον αθλητισμό ή την ομάδα, όπως θα ήθελε να πιστεύει ο ανυποψίαστος τηλεθεατής, το καταδεικνύει και η μετατόπιση των κρουσμάτων αντικοινωνικής και βίαιης συμπεριφοράς των οπαδών έξω από το γήπεδο, στους περιβάλλοντες χώρους, σιδηροδρομικούς σταθμούς, μετρό, λιμάνια, το εσωτερικό των πόλεων, πλατείες, δρόμους. Το πέταλο έγινε ούτως ή άλλως “άβατο” εδώ και πολλά χρόνια και, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει ούτε αντίπαλος ούτε “άσχετος” να πληρώσει τη νύφη, η βία ακούμπησε χώρους που ποτέ στο παρελθόν δεν ανησυχούσαν τους πολίτες. Τα «σκηνικά» είτε είναι τυχαία είτε κανονίζονται εκ των προτέρων, τα γνωστά «ραντεβού». Στα “ραντεβού” μάλιστα δημιουργήθηκε και η μόδα να μη συμμετέχει μόνο ο υπόκοσμος ή αλλοδαποί αλλά και εισαγόμενοι οπαδοί, «αδέρφια» από τις Βαλκανικές και λοιπές γειτονικές χώρες. Πρόκειται δηλαδή για ιδιωτικούς στρατούς, για ομάδες κρούσης που οργανώνονται σε πανεθνικά παρακλάδια Συνδέσμων και άτυπα δίκτυα και έρχονται οπλισμένοι και αποφασισμένοι ακόμα και για το χειρότερο. Η κατάσταση θυμίζει όλο και περισσότερο αντάρτικο πόλεων, μια μορφή βίας τόσο εκτεταμένη στον χώρο και τον χρόνο, ώστε είναι πλέον πολύ δύσκολο να τεθεί υπό έλεγχο.

Η πολιτεία σαστισμένη αυστηροποιεί τις ποινές, συστήνει νέες Επιτροπές και (ξανα)καταλήγει στα λανθασμένα συμπεράσματα και τα λανθασμένα μέτρα που (ξανα)γίνονται νέος νόμος που (ξανα)αποτυγχάνει και δεν εφαρμόζεται. Ένα διαρκές “λίμπο”, μια κατάσταση που διαιωνίζεται από το 1980. Έγιναν και γίνονται αληθινές προσπάθειες αντιμετώπισης του προβλήματος της βίας, δεν υπήρξαν μόνο Επιτροπές και ξύλινες ανακοινώσεις που «καταδίκασαν τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται».

Σε θεωρητικό επίπεδο, η ΔΕΑΒ (Διαρκής Επιτροπή Αντιμετώπισης της Βίας) προωθεί την πρόληψη και το ευ αγωνίζεσθαι, καταπιάνεται με τη διαρκή μελέτη του φαινομένου της κάθε μορφής βίας στον αθλητισμό, την αναζήτηση των αιτιών που το προκαλούν και εισηγείται στα αρμόδια όργανα τη λήψη των αναγκαίων μέτρων, προτείνει την ανάπτυξη πρωτοβουλιών ενημερωτικού ή επιμορφωτικού χαρακτήρα με σκοπό την καλλιέργεια αθλητικού πνεύματος (ιδίως μεταξύ των νέων) και μεριμνά για την πρόληψη του φαινομένου της βίας στους αγωνιστικούς χώρους. Πρακτικά, οι παραπάνω παράμετροι του έργου της από το 1999 συσταθείσας ΔΕΑΒ είναι οι λιγότερο αναπτυγμένες. Το έργο της Επιτροπής στο ερευνητικό πεδίο είναι συγκριτικά ελλιπές, καθώς διαχρονικά απουσιάζει ένας σταθερός ερευνητικός τομέας, στελεχωμένος σε επίπεδο πανεπιστημιακό, ο οποίος θα συντονίζει και θα προωθεί την έρευνα, θα στηρίζει και θα φέρνει σε επικοινωνία εγχώριες και διεθνείς ερευνητικές δομές και θα εισηγείται με βάση τα ερευνητικά δεδομένα την λήψη αναγκαίων καινοτόμων μέτρων. Το ίδιο ισχύει και στο πεδίο της πρόληψης μέσω της ανάπτυξης προγραμμάτων επιμορφωτικού χαρακτήρα για τους φιλάθλους. Στον τομέα αυτόν φαίνεται να μην υπάρχει σχεδιασμός και τεχνογνωσία και σίγουρα δεν υφίσταται μια σταθερή δομή που θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανάπτυξη κοινωνικών προγραμμάτων γερμανικού ή άλλου τύπου παρέμβασης, προσαρμοσμένου στην ελληνική πραγματικότητα.

Αντί να ακολουθηθεί το παράδειγμα και το μοντέλο της Γερμανίας (και όχι της Αγγλίας, όπως λανθασμένα επικρατεί στο θυμικό), της πρώτης χώρας που ξεκίνησε προληπτικές πρωτοβουλίες και εισήγαγε “προγράμματα οπαδών” (αρχικά στη Βρέμη το 1981, αν και κοινωνικοί λειτουργοί για νέους ανθρώπους είχαν εργαστεί με οπαδούς του ποδοσφαίρου στο Μόναχο από το 1970), επελέγη μια οδός το λιγότερο μη επίκαιρη. Στη Γερμανία τα προγράμματα αυτά ήταν μια προσπάθεια να ληφθούν προληπτικά μέτρα ενάντια στον χουλιγκανισμό, με την πρόσληψη κοινωνικών λειτουργών, οι οποίοι θα δούλευαν ανάμεσα σε οπαδούς του ποδοσφαίρου. Οι εργαζόμενοι των προγραμμάτων δημιούργησαν ένα σύνδεσμο ανάμεσα στους οπαδούς, τις ποδοσφαιρικές και τις πολιτικές αρχές, ανοίγοντας διαύλους επικοινωνίας που δεν υπήρχαν προηγουμένως. Κατά την τελευταία πενταετία, υπάρχουν πάνω από 25 προγράμματα οπαδών στη Γερμανία. Κάθε ατομικό πρόγραμμα είναι συγκροτημένο γύρω από μια ποδοσφαιρική ομάδα, από το υψηλότερο επίπεδο της Bundesliga μέχρι την Zweiteliga αλλά και τις ερασιτεχνικές ποδοσφαιρικές κατηγορίες που προσελκύουν έναν εξαιρετικά μεγάλο αριθμό οπαδών. Χρηματοδότηση παρέχεται κυρίως από τις ποδοσφαιρικές ομάδες, οι οποίες με τη σειρά τους απορροφούν χρήματα από μια κοινοπραξία, η οποία έχει οργανωθεί και χρηματοδοτηθεί από την Γερμανική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία. Χρηματοδότηση παρέχεται επίσης από την τοπική αυτοδιοίκηση και από χορηγίες. Επομένως, μια συστηματική συνεργασία τοπικής κοινωνίας, οργανωμένων οπαδών, ΠΑΕ και αστυνομίας προς αυτήν την κατεύθυνση έχει αποδεδειγμένα σημαντικά αποτελέσματα.

Στην Ελλάδα επικρατούν τα ευχολόγια, τα αφηγήματα και οι ισορροπίες. Καθ’ όλη τη διαδρομή των νομοθετικών πρωτοβουλιών από καταβολής επαγγελματικού αθλητισμού, επιδεικνύεται ένας πρωτόγνωρος κοινωνικοπολιτικός στρουθοκαμηλισμός, ο οποίος ευνοεί όλους όσοι αποφεύγουν να αντιμετωπίσουν ευθέως το πρόβλημα. Έγινε κάτι σαν ίδιον της ελληνικής κοινωνίας να επιρρίπτονται οι ευθύνες απρόσωπα και προς άλλες κατευθύνσεις, μέχρις ότου να χαθούν στη διαδρομή. Το ποδοσφαιρικό πρωτάθλημά μας είναι αφ’ εαυτού υποβαθμισμένο και αντιεμπορικό, ώστε δεν χρειάζεται καν άλλη βία για να κατρακυλήσει περισσότερο, έγινε από μόνο του όζον και χαλκευμένο από τους παράγοντες που το διαχειρίστηκαν. Είναι καθρέπτης εκείνου του μέρους της ελληνικής κοινωνίας που επιδοκιμάζει την κατάργηση των αξιών και επιχαίρει με την αναξιοκρατία, εκείνου του μέρους που αποθεώνει την ανομία και επικροτεί τους παράγοντες που χρηματοδοτούν αφανώς και “προστατεύουν” την ομάδα. Όπως και σε κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, η βία στα γήπεδα μπορεί να αντιμετωπιστεί και να περιοριστεί μόνο με εξορθολογισμό και σταδιακή αλλαγή νοοτροπίας. Αυτό το κομμάτι της κοινωνίας πάντοτε θα υπάρχει, απλώς δεν θα είναι ο κανόνας, θα είναι η εξαίρεση, όπως σε όλες τις προηγμένες δυτικές κοινωνίες. Ο αθλητισμός, τα σπορ (ειδικά τα λαοφιλή) δεν είναι «όπιο του λαού», όπως αρέσκονται να διαδίδουν οι θιασώτες δογματικών θεωριών. Ο αθλητισμός είναι υγεία.

Η συντεταγμένη πολιτεία καθυστέρησε να λάβει σοβαρά υπ’ όψιν τους τέσσερεις βασικούς πυλώνες του καταμερισμού των ευθυνών και των γενεσιουργών αιτιών του προβλήματος. Η πολιτεία δυστυχώς έμεινε πίσω, διότι δεν είχε δίπλα της ανθρώπους που προέρχονταν από τον αθλητισμό και δεν ήταν σε θέση να αναλύσουν πολυεπίπεδα το πρόβλημα, αγνοώντας βασικά γνωρίσματα του modus operandi στα γήπεδα, τους Συνδέσμους, τις δομές. Επί μακρόν αγνοήθηκαν οι τέσσερεις βασικές κατηγορίες που έθρεψαν το πρόβλημα και καθυστέρησε η έρευνα και η ανάλυση σε ατομικό επίπεδο, σε επίπεδο παιδείας (οικογένεια και σχολείο), εργασίας και περίγυρου, σε επίπεδο εξωγενών παραγόντων και σε επίπεδο ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος.

Σε ατομικό επίπεδο, η συμπεριφορά οπαδών δύναται να ερευνηθεί υπό το πρίσμα της αναπτυξιακής ψυχολογίας, με έμφαση στα ψυχολογικά χαρακτηριστικά των εφήβων και νεαρών ανδρών που επιζητούν την αίσθηση της δυνατής συγκίνησης, της σύγκρουσης, της αμφισβήτησης απέναντι στις Αρχές και της προσωπικής ανεξαρτησίας. Το κρίσιμο και αμφισβητούμενο σημείο εδώ είναι εάν η επιθετικότητα είναι εγγενής, σαν ένα είδος ενστίκτου ή εάν εκμαθαίνεται μέσα από την παρατήρηση και τις προσωπικές εμπειρίες.

Εξίσου σημαντικές, αν όχι και περισσότερο από το ψυχολογικό υπόβαθρο ενός νεαρού ακραίου οπαδού, είναι οι επιδράσεις από το στενό του περιβάλλον, την οικογένεια, το σχολείο, την εργασία καθώς επίσης και τις παρέες. Οι ακραίοι οπαδοί συνήθως δεν έχουν καλή επικοινωνία με τους γονείς, τους καθηγητές ή τους συμμαθητές τους. Ακόμα κι όταν βγαίνουν στην παραγωγή, είναι άνεργοι, δεν μπορούν να βρουν σταθερή εργασία ή αυτή που βρίσκουν είναι συνήθως ψυχολογικά καταπιεστική, χωρίς προοπτικές μέλλοντος. Στρέφονται επομένως σε περιθωριακές ομάδες ή υποκουλτούρες, όπου και ελπίζουν να βρουν την αίσθηση ότι αξίζουν κάτι, ότι είναι χρήσιμοι, έστω και αν αυτή η αίσθηση επιτυγχάνεται κυρίως μέσα από ενέργειες που φανερώνουν αρνητισμό, πρόκληση και αποκλίνουσα συμπεριφορά. Προτιμούν επί της ουσίας μια αρνητική ταυτότητα από μια “καθόλου” ταυτότητα.

Το τρίτο στοιχείο είναι αυτό που περιέγραψε εύγλωττα ο Γκουστάβ Λε Μπον το 1895 στο βιβλίο του «Psychologie des foules» σχετικά με την ακαταμάχητη επιρροή του πλήθους στα άτομα, το οποίο πραγματεύεται την ομοιομορφία συναισθηματικών αντιδράσεων και τη διαμόρφωση κοινών απόλυτων στάσεων θετικού και αρνητικού χαρακτήρα απέναντι σε φίλους και εχθρούς. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ψυχολογίας πλήθους παρατηρείται μια αίσθηση ανωνυμίας, μια τάση μιμητισμού και μια διάχυση της ευθύνης που μπορεί να οδηγήσει σε οχλαγωγία και επεισόδια. Πολλάκις έχει ειπωθεί ότι «τα επεισόδια τα ξεκίνησαν λίγοι» ή ότι τα προξένησαν «εξωγηπεδικοί», «αναρχικοί», «αντιεξουσιαστές», οι οποίοι παρέσυραν τους υπόλοιπους.

Εδώ ακριβώς υπεισέρχεται και ο τέταρτος παράγων, το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, ο οποίος είναι αδιανόητο να αγνοείται. Σε κάθε χώρα κυριαρχούν διαφορετικές κοινωνικές δομές και διαφορετικά πολιτιστικά πρότυπα. Η Ελλάδα μόνο τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει απίστευτα, για μια σεβαστή περίοδο οι κοινωνικές μεταβολές ήταν τόσο γρήγορες, ώστε ήταν αδύνατον μια νομοθετική ρύθμιση να καθίσταται επίκαιρη στο διάστημα παραγωγής και εφαρμογής της. Είναι παντελώς άκαιρο να μην συνυπολογίζεται στην οποιαδήποτε έρευνα και ανάλυση το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια στα γήπεδα και ιδιαίτερα στις τάξεις των σκληροπυρηνικών οπαδών των μεγάλων ομάδων έχουν παρεισφρήσει πολιτικές εκφράσεις, ακροδεξιές και εθνικιστικές φωνές καθώς και ακροαριστερές και αναρχικές, οι οποίες βρήκαν χώρο ώστε να προβάλλουν τις πολιτικές τους πεποιθήσεις μέσα από την πρόκληση βίαιων επεισοδίων και την αναζήτηση του πρόθυμου και εύπλαστου νεαρού ακροατηρίου. Μια ματιά μόνο στα αναρτημένα πανό των γηπέδων πείθει και τον πλέον δύσπιστο.

blank
blank