Χούντα

Χούντα
«Κάθε πόλη και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο». Οι πραξικοπηματίες απέδειξαν πόσο εύκολο είναι να σφετεριστεί μια πολιτική ηγεσία τα αληθινά ιδεώδη του αθλητισμού για να κατευνάσει το λαϊκό αίσθημα οργής.
7
Κεφάλαιο

ΜΕΡΟΣ Α

«Κάθε πόλη και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο» είναι το σλόγκαν που συνοψίζει την στάση και τη φιλοσοφία της Χούντας των Συνταγματαρχών κατά την περίοδο της επταετίας. Ακριβώς στο χρονικό σημείο κατά το οποίο η ελληνική κοινωνία και εκπαίδευση είχαν ξεκινήσει να αφομοιώνουν τις συγκλονιστικές αλλαγές του ν.4379/1964 «Περί οργανώσεως και διοικήσεως της γενικής (στοιχειώδους και μέσης) εκπαιδεύσεως», η Δικτατορία επέβαλε την επιστροφή στο παρελθόν.

Η Χούντα παρέλαβε την διά νόμου εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση, τη δωρεάν παιδεία σε όλες τις βαθμίδες με ταυτόχρονη δωρεάν παροχή διδακτικών βιβλίων και το εξατάξιο Γυμνάσιο διαχωρισμένο σε δυο κύκλους, το τριετές γεωργικό, κοινό ή τεχνικό και το τριετές κοινό ή τεχνικό. Με τον εξειδικευμένο και ρηξικέλευθο νόμο της ΕΚ είχε καθιερωθεί η δημοτική σε όλες τις βαθμίδες με παράλληλη συνδιδασκαλία της καθαρεύουσας στη Μέση Εκπαίδευση, είχε πρωτοεισαχθεί ο θεσμός του «Ακαδημαϊκού Απολυτηρίου» για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και με την ίδρυση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και την αναθεώρηση των αναλυτικών προγραμμάτων σπουδών το εκπαιδευτικό σύστημα για πρώτη φορά στα χρονικά έμοιαζε να συμπλέει με τον ευρωπαϊκό αέρα της ανοικοδόμησης. Η αύξηση των κρατικών κονδυλίων σε συνδυασμό με την ίδρυση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου έφεραν επί της ουσίας για πρώτη φορά την επιστημονική έρευνα σε πρακτικό και θεωρητικό επίπεδο στην ελληνική εκπαίδευση, επέτρεψαν την οργάνωση της διοίκησης στα σχολεία, τη διοργάνωση σεμιναρίων για μετεκπαίδευση και ενημέρωση των εκπαιδευτικών, την ορθή καθοδήγηση του διδακτικού προσωπικού και, καθορίζοντας τη διδακτέα ύλη και τις διδακτικές μεθόδους, κατέστησαν την ελληνική εκπαίδευση “εύπλαστη”, “ευλύγιστη” και δεκτική σε άλλοτε αμφιβόλου εφαρμογής εσωτερικές μεταβολές και αυτορρυθμίσεις. Κάθε βαθμίδα απέκτησε το δικό της Κεντρικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο, το οποίο με τη σειρά του επρόκειτο να υπαχθεί στα νεοϊδρυθέντα Συμβούλια Παιδαγωγικού Προσωπικού Παιδαγωγικών Ακαδημιών, Επιλογής Εποπτικού Προσωπικού Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης κ.ο.κ. Είκοσι χρόνια μετά τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου, η ελληνική κοινωνία κινείτο όχι μόνο επάνω στις δοκιμασμένες μεν πεπαλαιωμένες δε ράγες του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους, αλλά έστρεφε το βλέμμα στην καινοτομία, την εξέλιξη, τον εκσυγχρονισμό. Μαθήματα που μέχρι πρότινος αποκλείονταν από τους κύκλους σπουδών, η αντιμετώπιση της δημοτικής ως ισότιμης με την καθαρεύουσα και η κατάργηση διαφόρων τελών που απέτρεπαν τα χαμηλότερα στρώματα από την ολοκλήρωση της εννιαετούς υποχρεωτικής εκπαίδευσης επρόκειτο να διαπλάσουν αυτόφωτες και αυτεξούσιες νέες γενιές με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο εύρος στο γνωστικό τους πεδίο και κατά συνέπεια περισσότερη κριτική σκέψη και υψηλότερο πνευματικό επίπεδο.

Στην τελευταία διαπίστωση εδράζονταν και οι όποιες αντιδράσεις στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση από κορυφαίους εκπροσώπους της πνευματικής ελίτ της χώρας, μιας και η Ακαδημία Αθηνών, η Φιλοσοφική και Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, η Εταιρεία Ελλήνων Φιλολόγων και οι Γενικοί Επιθεωρητές αισθάνονταν τρόπον τινά απειλούμενοι και εξοστρακισμένοι από τη χάραξη της αναπτυξιακής πολιτικής της χώρας στον ευαίσθητο τομέα της Παιδείας. Ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου, Ευάγγελος Παπανούτσος, ο κορυφαίος παιδαγωγός και πιο ακραιφνής μεταρρυθμιστής στη νεότερη ιστορία της χώρας, ο οποίος κατηγορήθηκε ευθέως ως άθεος από την Ιερά Σύνοδο, ο Πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, Ιωάννης Κακριδής, ένας από τους σημαντικότερους Κλασσικιστές του 20ού αιώνα, ο οποίος θεωρήθηκε υπαίτιος για ένα είδος προσπάθειας διαστρέβλωσης της γλώσσας, και ο ίδιος ο Γεώργιος Παπανδρέου στοχοποιήθηκαν ως «καταστροφείς της Παιδείας» εκ περιστροφής και από τα τρία πολιτικοϊδεολογικά ρεύματα του ελληνικού Τύπου. Και το συντηρητικό και το αστικό και το αριστερό ρεύμα δεν δίστασαν να στηλιτεύσουν κατά περίπτωση τον υπό εφαρμογή νόμο και, εάν δεν παρενεβάλλοντο τα Ιουλιανά  του ‘65, η αντιπαράθεση κινδύνευε να γίνει ακόμη πιο οξεία. Η παραίτηση Παπανούτσου και η ανάληψη της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας από τον Σαββόπουλο καθυστέρησαν την πλήρη εφαρμογή του 4379, αφού εδόθη εντολή και «συνεστήθησαν επιτροπαί υπό την προεδρίαν του Γενικού Γραμματέως και βάσει των πορισμάτων των θα αποφανθώμεν εάν θα χρησιμοποιηθούν ή θα αποσταλούν προς πολτοποίησιν τα βιβλία της εισαγόμενης μεταρρύθμισης», ευτυχώς όμως με την Κυβέρνηση Στεφανόπουλου η μεταρρύθμιση υποστηρίχθηκε σθεναρά και με τη βοήθεια της ΟΛΜΕ και της ΔΟΕ απέκτησε τα πρώτα ερείσματα εφαρμογής της.

Η κατάργηση των οικονομικών επιβαρύνσεων όπως τα εκπαιδευτικά τέλη, τα δίδακτρα, τα εξέταστρα κ.α., η καθιέρωση των μαθητικών συσσιτίων, η υποχρεωτική εκπαίδευση έως τα 15 έτη και κυρίως η ισοτιμία της δημοτικής με την καθαρεύουσα στον γραπτό και τον προφορικό λόγο και για διδάσκοντες και για διδασκομένους μετέτρεψαν το σχολείο σε πιο προσφιλή “δραστηριότητα” για την ελληνική οικογένεια και τους νέους ανθρώπους.

Στον τομέα της Φυσικής Αγωγής ειδικότερα, πρωτοστατούντος του εκπαιδευτικού συμβούλου, Ίωνα Ιωαννίδη, ετέθη σε εφαρμογή το νέο πλαίσιο εκσυγχρονισμού της σχολικής Φυσικής Αγωγής και του αθλητισμού, βασικός άξονας του οποίου υπήρξε η αντικατάσταση του Σουηδικού συστήματος από τις αθλοπαιδιές. Εισήχθησαν στα σχολεία ο κλασσικός αθλητισμός, η κολύμβηση, η ενόργανη, επιχειρήθηκε να συνδυαστούν για πρώτη φορά αρμονικά οι πνευματικές, ψυχικές και σωματικές αρετές των παιδιών. Τότε έλαβε χώρα η κατάρτιση αναλυτικών προγραμμάτων Φυσικής Αγωγής ανά βαθμίδα: Δημοτικά, Γυμνάσια, Λύκεια καθώς και Σχολές Νηπιαγωγών και Παιδαγωγικές Ακαδημίες άλλαξαν περιεχόμενα και στόχους δίχως καν πλήρη θεσμική και νομοθετική κατοχύρωση. Καθηγητές και παιδιά υιοθετούσαν τις αλλαγές βάσει προτροπών και επισημάνσεων χωρίς απόλυτη θεσμική θωράκιση. Η διδασκαλία γυμναστικών ασκήσεων, κολύμβησης, αθλοπαιδιών, αγωνιστικής κλασσικού αθλητισμού, εθνικών χορών καθώς και υπαίθριων δραστηριοτήτων επί της ουσίας επιβλήθηκαν περισσότερο αφ’ εαυτών παρά εξαιτίας των επιταγών των αναλυτικών προγραμμάτων. Η θεσμική θωράκιση επήλθε αρκετά αργότερα με το Βασιλικό Διάταγμα 1074ΒΙ τον Δεκέμβριο του 1966, όταν στο μάθημα της Φυσικής Αγωγής της Β’ τάξης όλων των τύπων Λυκείου περιλαμβάνονταν ελεύθερες γυμναστικές ασκήσεις, ασκήσεις ενόργανης γυμναστικής, κλασσικός αθλητισμός, κολύμβηση, αθλοπαιδιές, εθνικοί και τοπικοί χοροί και άλλες αθλητικές δραστηριότητες όπως διελκυστίνδα, πάλη, τοπικού χαρακτήρα αθλοπαιδιές κ.α. Η βασική και κορυφαία καινοτομία του Ίωνα Ιωαννίδη υπήρξε η θεσμοθέτηση πρωτόγνωρων μέτρων για το μάθημα της Φυσικής Αγωγής, ήτοι η παρακολούθηση των σωματομετρικών χαρακτηριστικών των μαθητών, η καταγραφή των αθλητικών τους επιδόσεων και η παροχή κινήτρων για την πιο ενεργή συμμετοχή τους σε αυτές τις δραστηριότητες. Τα ήδη σιωπηρώς ισχύοντα μέτρα εγκρίθηκαν στην 2 Αυγούστου 1966 συνεδρίαση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, με την ειδοποιό διαφορά ότι σε αυτά προστέθηκαν το αθλητικό δελτίο μαθητών, τα αθλητικά εύσημα και η δημιουργία του λεγόμενου ΜΑΣ, δηλαδή των Μαθητικών Αθλητικών Συλλόγων. Κάθε μαθητής και μαθήτρια πλέον διέθεταν ένα δελτίο διπλής όψεως με αναγραφή σωματομετρικών χαρακτηριστικών και περιγραφή της κατάστασης της υγείας των καθώς και πλήρη καταγραφή των αθλητικών τους επιδόσεων από τα ατομικά αγωνίσματα που διεξάγοντο δυο φορές τον χρόνο. Όσοι μαθητές των τριών τάξεων του Γυμνασίου διακρίνονταν αποκτούσαν «αθλητικό εύσημο», ένα διακριτό σήμα πρωτείων εν είδει επαίνου σε κάποιο αγώνισμα κλασσικού αθλητισμού, κολύμβησης ή/και σε άλλο άθλημα. Για την αποφυγή διακρίσεων, θεσπίστηκε και η εισαγωγή του «ευσήμου ήθους», έπαινο τον οποίον αποκτούσαν οι μαθητές που επεδείκνυαν ιδιαίτερη θέρμη κατά τη συμμετοχή τους στο μάθημα, πειθαρχούσαν και υπηρετούσαν τα ιδεώδη του αθλητικού πνεύματος. Με τον θεσμό των ΜΑΣ δόθηκε η δυνατότητα οργάνωσης, προετοιμασίας και διεξαγωγής σχολικών πρωταθλημάτων, αναβαθμίστηκε ο συμβουλευτικός ρόλος των γυμναστών-καθηγητών και άνοιξε ο δρόμος για σειρά σεμιναρίων που στάθηκαν αρωγοί των λειτουργών της εκπαίδευσης προκειμένου να εκσυγχρονιστεί το μάθημα της Φυσικής Αγωγής. Οι γυμναστές κατ’ αυτόν τον τρόπο ήταν πάντοτε κατά το δυνατόν ενημερωμένοι για τις νέες τάσεις που επικρατούσαν στις αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες και κατά συνέπεια είχαν τη δυνατότητα να προωθήσουν τις καινοτόμες αντιλήψεις που εγκαθιδρύοντο στις συνειδήσεις παγκοσμίως. Πεπαλαιωμένες πρακτικές και αντιλήψεις, όπως η διοργάνωση των γυμναστικών επιδείξεων στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς, επρόκειτο να αντικατασταθούν από μια αθλητική γιορτή, προσανατολισμένη αμιγώς στις αθλοπαιδιές και τις αγωνιστικές επιδόσεις των παιδιών, προκειμένου να αναδειχθούν με τον καλύτερο τρόπο τα κύρια στοιχεία που διδάχτηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του σχολικού έτους.

blank
blank

ΜΕΡΟΣ Β

Η έλευση των Συνταγματαρχών τον Απρίλιο του 1967 σήμανε και τον τερματισμό όλων των ως άνω μεταρρυθμίσεων και πολύ σύντομα το εκπαιδευτικό σύστημα επέστρεψε στο παρελθόν. Τρεις μόλις μήνες μετά την κατάλυση της Δημοκρατίας, εξεδόθη ο Α.Ν.129/19.6.1967 «Περί Οργανώσεως και Διοικήσεως της Γενικής Εκπαιδεύσεως», διά του οποίου καταργήθηκαν όλες οι αλλαγές των μεταρρυθμίσεων της περιόδου 1964-67. Η υποχρεωτική φοίτηση μειώνεται στα έξι χρόνια, επαναφέρονται οι εισαγωγικές εξετάσεις στο Γυμνάσιο με φυσικό επακόλουθο τη μείωση των φοιτούντων Μέσης Εκπαίδευσης, προτάσσεται και επιβάλλεται νέο πρόγραμμα σπουδών με αποκλειστική έμφαση στα Αρχαία Ελληνικά. Πλέον στα Γυμνάσια της χώρας θεσπίζονται 44 ώρες υποχρεωτικής διδασκαλίας Αρχαίων Ελληνικών, με έμφαση στη γραμματική, το συντακτικό και τους κανόνες. Η κατάργηση του Λυκείου επιφέρει την μετατροπή του χωρισμένου σε κατώτερο και ανώτερο Γυμνασίου σε δύο κύκλους, με δύο κατευθύνσεις: μια θεωρητική ανθρωπιστικού χαρακτήρα και μια θετική με έμφαση στα τμήματα Θετικών Επιστημών. Η δημοτική εξοστρακίζεται και πάλι στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, τα νέα βιβλία αποσύρονται και επανεκδίδονται όσα κυκλοφορούσαν πριν το 1963, ενώ παράλληλα ιδρύονται Διδασκαλεία Δημοτικής και Μέσης Εκπαίδευσης με αντικείμενο τη “μετεκπαίδευση” των ίδιων των εκπαιδευτικών. Ο τρόπος εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση αποκτά τουλάχιστον ιλαρά κριτήρια και προϋποθέσεις, «άμεμπτο ήθος, υψηλό φρόνημα, ανάλογος εθνικός χαρακτήρας», γεγονός που δίνει τη δυνατότητα στους Διευθυντές των Λυκείων να προτείνουν αριθμό εισακτέων υποψηφίων ίσον με το 15% επί του συνόλου. Παράλληλα, καταργείται και διαλύεται το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο που χαρακτηρίζεται «αντεθνικό και ριζοσπαστικό», ενώ στηλιτεύεται ακόμα και η ονομασία του ως «αξιόμεμπτη ξενικής προελεύσεως».

Επί της ουσίας, το καθεστώς επιχειρεί μια sui generis επαναφορά στην εκπαιδευτική πολιτική του 1952, προτάσσοντας το ελληνοχριστιανικό ιδεώδες, έννοια η οποία ανέκαθεν δημιουργούσε σύγχυση στο θυμικό των Ελλήνων. Με κάποια τεχνάσματα, όπως η επαναφορά της καθαρεύουσας ως επίσημης γλώσσας του κράτους και με στρατηγικές επιλογές στελεχών και προσώπων στα σχολεία και στο Υπουργείο, η Δικτατορία κατορθώνει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα να ελέγξει τους μηχανισμούς και να προχωρήσει στις λεγόμενες εκκαθαρίσεις των πανεπιστημίων. Με Νομοθετικό Διάταγμα απομακρύνονται οι αντιφρονούντες διανοούμενοι, ενισχύεται η στελέχωση των ανώτερων κλιμακίων στον χώρο της Παιδείας και η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών σε πανελλήνια κλίμακα διαχωρίζεται σε πέντε επίπεδα ελέγχου, από τους Διευθυντές των σχολικών μονάδων μέχρι τους Περιφερειακούς Προϊσταμένους Εκπαιδευτικούς Συμβούλους. Η περιφερειακή οργάνωση του συστήματος επιτυγχάνεται με τη θέσπιση δέκα ξεχωριστών εκπαιδευτικών περιφερειών, στην κάθε μία από τις οποίες προΐσταται ένας σύμβουλος του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, ο οποίος με τη σειρά του εκπροσωπεί το καθεστώς. Επί Χούντας εμφανίζεται και η επιπρόσθετη δεκάωρη απασχόληση των εκπαιδευτικών, εισάγονται τα χαμηλότερα βαθμολογικά κλιμάκια προκειμένου να διευκολυνθούν οι φίλιοι διορισμοί και δημιουργείται ένα δαιδαλώδες σύστημα μεταθέσεων, πλήρωσης θέσεων και υπηρεσιακής ανέλιξης των εκπαιδευτικών.

Φυσικό επακόλουθο όλων αυτών των ωμών παρεμβάσεων ήταν οι μαζικές απολύσεις, ο ασφυκτικός έλεγχος σε όλα τα επίπεδα και το κλίμα τρομοκρατίας μεταξύ των εκπαιδευτικών. Υπήρξαν αντιδράσεις, αρκετές φορές σθεναρές και όχι μόνο προσωποπαγείς, μιας και η ΟΛΜΕ προσπάθησε να αντισταθεί κατά το δυνατόν στο κύμα αλλοτρίωσης, αντιδρώντας θεσμικά στις επιταγές του καθεστώτος. Ζητήματα όπως η διάρθρωση των εκπαιδευτικών βαθμίδων, η επικράτηση του οκταετούς Δημοτικού που πρότεινε η Επιτροπή Παιδείας του ίδιου του Παπαδόπουλου έναντι του επταετούς Γυμνασίου που αντιπρότειναν οι εκπαιδευτικοί καθώς και το μείζον ζήτημα της γλώσσας οδήγησαν πολλές φορές σε ευθείες ρήξεις, μέχρις ότου να συνταχθούν τα πορίσματα. Όπως ήταν αναμενόμενο, επικράτησαν οι βουλές του καθεστώτος και ένα είδος πρόσμειξης με κάποια από τα αιτήματα των συνδικαλιστικών οργάνων των εκπαιδευτικών.

Καθ’ όλη την περίοδο των διαβουλεύσεων, από το 1970 μέχρι το 1971, αποφασίστηκε η χρήση της δημοτικής μόνον έως τις τάξεις της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, η εκ νέου εισαγωγή τρίτου έτους σπουδών στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες, η αναδιάρθρωση της επαγγελματικής εκπαίδευσης με βάση τις ανάγκες της χώρας και την κατάργηση της κατώτερης βαθμίδας της. Ήταν “μισό βήμα εμπρός” στην περίπτωση κατά την οποία συνεχιζόταν στη χώρα το καθεστώς και εξακολουθούσε η επικράτηση του στρατιωτικού κλίματος. Κανένα από εκείνα τα πορίσματα δεν εφαρμόστηκε εν τέλει κι έτσι, κατά τη διάρκεια της επταετίας, παρέμειναν ως μοναδικά ιστορικά αλλαγών η αμυδρή μείωση των ωρών διδασκαλίας Αρχαίων Ελληνικών του 1969 (με αντίστοιχη αύξηση των ωρών για τις Μαθηματικές και τις Φυσικές Επιστήμες) και η ένταξη των κοινωνικών μαθημάτων στα προγράμματα σπουδών (Θρησκευτικά, Ιστορία, Φιλοσοφία, Γεωγραφία). Όπως είναι αντιληπτό, οι υποδείξεις στον τρόπο διδασκαλίας και ο ασφυκτικός έλεγχος που ασκούσε το καθεστώς προκειμένου να αποφευχθεί πάσα αμφισβήτηση ιδεολογικής ταυτότητας άφηναν ελάχιστα περιθώρια ανάδειξης οποιουδήποτε αληθινά τεχνοκρατικού πνεύματος και περιόριζαν τα ψήγματα προόδου και εξέλιξης από τις ελάχιστες πληροφορίες που κατέφθαναν στη χώρα από τα κοσμοϊστορικά γεγονότα σε παγκόσμια κλίμακα.

Η Χούντα προσπάθησε να συμβαδίσει ανεπιτυχώς με τις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις. ήταν αδύνατον στη συντριπτική πλειοψηφία των μελών της άλλωστε. Το 1970, με τα λεγόμενα ΚΑΤΕΕ (Κέντρα Ανωτέρας Τεχνικής Εκπαίδευσης), επιχείρησε να προσδώσει τεχνοκρατικό χαρακτήρα στην εκπαίδευση, συνάπτοντας μάλιστα και δανειακή σύμβαση με την Παγκόσμια Τράπεζα προκειμένου να το επιτύχει. Επρόκειτο για Ανώτερες Τεχνικές Σχολές που θα αποτελούσαν, εντασσόμενες στη Μέση Εκπαίδευση, έναν προπομπό “Πανεπιστημίου Ειδικοτήτων” και θα παρήγαγαν τεχνολόγους μηχανικούς, υπομηχανικούς, διάφορα στελέχη παλαιών ή/και νεοφυών επιχειρήσεων. Η παντελής έλλειψη συντονισμού και επικοινωνίας των αντισυμβαλλόμενων μερών, η αδυναμία συγχώνευσης με τις υπάρχουσες πανεπιστημιακές έδρες και η ανικανότητα των εκπροσώπων του καθεστώτος οδήγησαν στην απώλεια μιας ακόμη μεγάλης ευκαιρίας. Ο απώτερος στόχος της παραγωγής και στελέχωσης της αγοράς εργασίας με κατηρτισμένα στελέχη εγκαταλείφθηκε γρήγορα, παρά το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα Κέντρα παρέμειναν ενεργά και μετά τη Μεταπολίτευση. Επιχειρήθηκε μια τρόπον τινά επανάληψη της αναδιάρθρωσης των Επαγγελματικών Σχολών και το διδακτικό προσωπικό των ΚΑΤΕΕ πέρασε στις αρμοδιότητες της ιδρυθείσας το 1959 ΣΕΛΕΤΕ (Σχολής Εκπαιδευτικών Λειτουργών Επαγγελματικής και Τεχνικής Εκπαίδευσης), ενός θεσμού που παρέμεινε ενεργός στην Ελλάδα μέχρι το 2002, όταν και αντικαταστάθηκε από την ΑΣΠΑΙΤΕ (Ανώτατη Σχολή Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης).

ΜΕΡΟΣ Γ

Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε διάθεση μεταρρυθμιστικής πολιτικής κι αν υπήρχε κατά την περίοδο της επταετίας στον χώρο της εκπαίδευσης, μοιραία ερχόταν σε σύγκρουση με τα ολοκληρωτικά ιδεολογήματα του καθεστώτος και τις αλλοπρόσαλλες πρωτοβουλίες, όπως το βιβλίο της «Εθνικής Γλώσσας» που εκπόνησε το Αρχηγείο των Ενόπλων Δυνάμεων και ζητούσε από τους μαθητές να υιοθετήσουν άκριτα συμπεριφορές το λιγότερο μη συμβαδίζουσες με την εποχή τους. «Η άναρχη δημοτική, πρωτεργάτες της οποίας δεν είχαν την ελληνική ως μητρική γλώσσα», «η καθαρεύουσα ως μοναδική γλώσσα της λογικής και της επιστήμης», η υποβάθμιση των λογοτεχνικών συγγραμμάτων, η αποδοκιμασία κάθε νεωτερισμού απομάκρυναν ακόμα και τους μαθητές δίχως στιβαρές ιδεολογικές βάσεις. Η σύγκρουση ακόμα και εντός του σκληρού πυρήνα του καθεστώτος υπήρξε τόσο δριμεία, με τον ίδιο τον Παπαδόπουλο να τηρεί επί μακρόν ουδέτερη στάση επί του ζητήματος της συντονισμένης διδασκαλίας της γλώσσας, προτείνοντας κατά καιρούς διάφορες λύσεις-ημίμετρα, προτού καταλήξει και συνταχθεί με τους υποστηρικτές της καθαρεύουσας.

Η ίδια αντιφατική κατάσταση αποτυπώνεται και στην όποια διαχείριση και μετέπειτα εργαλειοποίηση του αθλητισμού. Από τη μια η αναγκαιότητα συμπόρευσης με τις εξελίξεις και από την άλλη η επαναφορά τελετουργικών διαδικασιών πειθάρχησης και μύησης μαθητών και μαθητριών στα λεγόμενα «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη». Κύριος μοχλός της επιστροφής στα ιδεώδη ήταν η επαναφορά του θεσμού των γυμναστικών επιδείξεων επί Υπουργίας Κωνσταντίνου Καλαμποκιά το 1967, με αγώνες ενώπιον αρχών, καθηγητών, γονέων και κηδεμόνων. Οι επιδείξεις, σύμφωνα με την εγκύκλιο του καθεστώτος, τελούνταν ημέρα Κυριακή, μετά την 20ή Μαΐου κάθε έτους και αντικείμενό τους ήταν η προβολή της τάξης, της πειθαρχίας και η απόδειξη μεγιστοποίησης των αθλητικών επιδόσεων των παιδιών. Τακτικές ασκήσεις στρατιωτικού χαρακτήρα, οι λεγόμενες «σχηματισμών κινούμενων ή σταθερών τμημάτων», οι οποίες συχνά συνοδεύονταν από εντυπωσιακές ασκήσεις ενόργανης και γενικότερα οποιασδήποτε σωμασκίας που μπορούσε να εντυπωσιάσει το κοινό. Οι αγώνες στίβου, οι οποίοι συνήθως έκλειναν το πρόγραμμα, ήταν πάντοτε διαδικαστικού χαρακτήρα προκειμένου να συνταχθεί η οικεία «Έκθεση Τελέσεως» από τον αρμόδιο Διευθυντή. Τις γυμναστικές επιδείξεις παρακολουθούσαν οι Νομαρχιακοί Επιθεωρητές Σωματικής Αγωγής, συνοδευόμενοι πάντα από τους Γενικούς Επιθεωρητές που αναλάμβαναν και την υποχρέωση αξιολόγησης των υπευθύνων. Στα μεγάλα αστικά πολλές φορές επιχειρείτο και η διοργάνωση επιδείξεων πολλών σχολείων της περιφέρειας, προκειμένου να εξασφαλιστεί η πλήρης και απόλυτη επιτυχία με παρουσία χιλιάδων θεατών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι επιδείξεις του Μαΐου του 1970 στο στάδιο Καραϊσκάκης, όταν περισσότεροι από 20.000 άνθρωποι συνέρρευσαν στο φαληρικό στάδιο, παρουσία μάλιστα του Υφυπουργού Σιώρη και συνοδεία της μπάντας του Λιμενικού, προκειμένου να παρακολουθήσουν απλές ασκήσεις και χορούς μαθητών και μαθητριών των σχολείων του Πειραιά. Άρτος και θεάματα, μια πολύ παλιά ρωμαϊκή συνταγή, η οποία αναβίωσε κι αυτή επί επταετίας. Τα πάντα με στόχο τον εντυπωσιασμό και το “θέαμα” και με απώτερο σκοπό τον εθισμό και την αίσθηση “κανονικότητας” του λαού παρουσία στρατού και όλου αυτού του πλέγματος ομοιομορφίας, παραγγελμάτων, εμβατηρίων και στρατιωτικής πειθαρχίας.

Όσον αφορά στα παιδιά, τα οποία όντως ξεχώριζαν για τις αθλητικές τους ικανότητες, το καθεστώς εξασφάλιζε υποτροφίες και “βοηθήματα” για την εγγραφή στα ελεγχόμενα αθλητικά σωματεία, με στόχο πάντοτε την πολιτική κεφαλαιοποίηση της προσδοκώμενης επιτυχίας. Σε αρκετές περιπτώσεις οι όχι και τόσο αθώες προθέσεις γίνονταν αντιληπτές, μιας και παράλληλα με την εγγραφή στα σωματεία ζητείτο και η συμμετοχή σε οργανώσεις και λέσχες νέων, στα ΣΕΑ (Σώματα Ελλήνων Αλκίμων), στα πρότυπα της ΕΟΝ (Εθνικής Οργανώσεως Νεολαίας) ή ακόμα χειρότερα των φασιστικών και ναζιστικών νεολαιών της Ιταλίας και της Γερμανίας, με σαφείς δομές, ιεραρχία και βαθμό ανά τάξη. Το παραπάνω αποτελεί και τον βασικό λόγο δημιουργίας της Διεύθυνσης Νεότητας, ενός ειδικού τμήματος υπό τον ίδιο τον Γ. Παπαδόπουλο, το οποίο είχε ως βασικό πυλώνα πολιτικής τον έλεγχο της νεολαίας μέσω της ένταξής της στα κατά τόπους ΣΕΑ. Πακτωλός κονδυλίων από τη ΓΓΑ (Γενική Γραμματεία Αθλητισμού) μοιράστηκε και στα ΣΕΑ και στα Εθνικά Κέντρα Νεότητας, με αντικείμενο την εξεύρεση πολιτικής προσέγγισης των νέων με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, την ψυχολογία τους και τα ενδιαφέροντα τους, τα οποία συνήθως περιστρέφονταν γύρω από τους βασικούς τομείς των δραστηριοτήτων τους, ήτοι τον μορφωτικό, τον αθλητικό, τον ψυχαγωγικό, τον καλλιτεχνικό, τον μουσικό, τον φιλανθρωπικό κ.ο.κ. Ήταν το βασικό όραμα της Χούντας η δημιουργία Κέντρων Νεότητας σε κάθε συνοικία της χώρας και δαπανήθηκαν υπέρογκα ποσά για την προώθησή του, δίχως ωστόσο τα προσδοκώμενα αποτελέσματα για τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού.

Σημειωτέον ότι αρχικά η Χούντα με τον ΑΝ91/1967 είχε καταργήσει τη ΓΓΑ, ιδρύοντας την υπαγόμενη στο Υπουργείο Προεδρίας Γενική Διεύθυνση Αθλητισμού, πολύ σύντομα όμως αντιλήφθηκε ότι ο αθλητισμός αποτελεί πολύ σημαντικότερο εργαλείο σε σχέση με την αρχική αφελή εκτίμηση περί απλής στρατικοποίησης. Ο ΑΝ397/1968 «Περί Ανασυστάσεως της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού» αναδημιούργησε μια αυτοτελή δημόσια υπηρεσία υπαγόμενη απευθείας στον Πρωθυπουργό και με το συνοδευτικό Βασιλικό Διάταγμα κατέστησαν σαφείς και οι αρμοδιότητές της και το ευρύ πλαίσιο των δράσεών της. Το μυστικό της επανασύστασης της ΓΓΑ κρύβεται στην ανεξαρτησία της από το λοιπό κράτος και πάνω απ’ όλα στον ξεχωριστό προϋπολογισμό.

Με αυτόν τον τρόπο γίνεται λόγος μεταγενέστερα περί παντοδύναμου ΓΓΑ (Γενικού Γραμματέα Αθλητισμού) Ασλανίδη, αφού ουσιαστικά ήταν ο άνθρωπος που ασκούσε την εποπτεία και τον έλεγχο πάσας αθλητικής δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένων της ΕΟΑ (Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων, την οποία έπαψε να ελέγχει το Υπουργείο Παιδείας), όλων των ομοσπονδιών, του σχολικού και εξωσχολικού αθλητισμού και παντός είδους λεσχών-οργανώσεων νεολαίας. Η δυνατότητα ελέγχου, μελέτης, συντήρησης και κατασκευής γυμναστηρίων και πάσης φύσεως αθλητικών εγκαταστάσεων αποτέλεσε την κορωνίδα επιρροής που είχε η ΓΓΑ σε όλα τα αστικά και περιφερειακά κέντρα της χώρας. Επί πέντε και πλέον χρόνια, ο Φαναριώτης στην καταγωγή και μεγαλωμένος στον Πολύγυρο Χαλκιδικής, Κωνσταντίνος Ασλανίδης, υπήρξε ο αδιαφιλονίκητος “ηγέτης” του ελληνικού αθλητισμού, με πλείστες όσες ιστορίες να συνοδεύουν τον βίο και την πολιτεία του. Γεννηθείς το 1917 στην Κωνσταντινούπολη, απόφοιτος της Νομικής του ΑΠΘ και Αντισυνταγματάρχης Πεζικού, ο Ασλανίδης την 21η Απριλίου του 1967 εκτελούσε χρέη Υποδιευθυντή της Διοίκησης Καταδρομών του ΓΕΣ και ήταν Υπεύθυνος Ασφαλείας στο Πεντάγωνο. Μέλος του ΙΔΕΑ, ιδρυτικό στέλεχος του σκληροπυρηνικού ΕΕΝΑ και προσωπικός φίλος του Παπαδόπουλου, ο Ασλανίδης ανέλαβε το δύσκολο έργο της εργαλειοποίησης του αθλητισμού μέσω των υπερεξουσιών που του παρείχε η θέση του επικεφαλής της ΓΓΑ. Υπήρξε άκρως αυτάρεσκος, θιασώτης του άρτου  και θεαμάτων, μανιώδης κυνηγός της δημοσιότητας και της λαϊκής αποδοχής και πιθανόν ο καλύτερος “εκτελεστής” των πολιτικών του καθεστώτος. Πρώτο του μέλημα υπήρξε η στελέχωση όλων των ομοσπονδιών με ανθρώπους του καθεστώτος, συνήθως προερχομένους από το στράτευμα, και εν συνεχεία ο διορισμός Κυβερνητικών Επιτρόπων στα σωματεία, ειδικά στα λαοφιλή και σε όσα θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν λαϊκή ανοχή στο καθεστώς. Το ποδόσφαιρο έγινε πολύ γρήγορα ο αγαπημένος τομέας αθλητισμού της Χούντας, δίχως αυτό να σημαίνει ότι δεν ικανοποιήθηκαν και τα υπόλοιπα λιγότερο λαοφιλή αθλήματα, όπως επί παραδείγματι η καλαθοσφαίριση (η Ομοσπονδία της οποίας ιδρύθηκε το 1970) και η πετοσφαίριση (επίσης με Ομοσπονδία ιδρυθείσα το 1970). Ελέγχοντας ασφυκτικά τα σωματεία, η Χούντα προχώρησε στην υλοποίηση του σχεδίου της, χρησιμοποιώντας τα δυο εργαλεία που ιστορικά δεν αποτυγχάνουν σχεδόν ποτέ, τα χρήματα και την προπαγάνδα.

ΜΕΡΟΣ Δ

«Το βασίλειο της προσομοίωσης είναι πιο ρεαλιστικό από την πραγματικότητα», έγραψε ο Γάλλος φιλόσοφος, Ζαν Μποντριγιάρ, ο άνθρωπος που φρόντισε από τους πρώτους να προαναγγείλει το κυψελωτό αίνιγμα της επίπλαστης πραγματικότητας. Η “διαχείριση” της πληροφορίας είναι μια πολύ παλιά υπόθεση, βρίσκουμε τις ρίζες της στην αρχαιότητα, όταν ο άνθρωπος ως πολιτικό ον αντιλήφθηκε για πρώτη φορά πως, αντί να μεταδίδει απλώς τα γεγονότα, μπορεί να τα διαχειρίζεται με τέτοιον τρόπο ούτως ώστε να αλλάζει δραστικά τις απόψεις του κοινού. Έκτοτε, ισχύει πως δεν έχει καμία σημασία η πραγματικότητα αλλά αυτό που η πλειοψηφία αντιλαμβάνεται ως πραγματικότητα. Η επίκληση στο συναίσθημα, η αναγωγή στο θυμικό, η επιλογή προβολής συγκεκριμένων πτυχών ενός γεγονότος αναλόγως το ακροατήριο είναι τα βασικά συστατικά με τα οποία μια στοχευμένη επιχειρηματολογία καθίσταται αληθοφανής. Μια ιστορία έχει αξία, μόνο όταν υπάρχουν πρόθυμα αφτιά να την ακούσουν, και αρκεί ο σπόρος της υπόνοιας για να ταξιδέψει στον χρόνο. Με την πάροδο των ετών η πραγματικότητα τείνει να εκλείψει και να εξαφανιστεί  υπό το βάρος των εικόνων και των συμβόλων που την αναπαριστούν και την υποδύονται. Αυτός ήταν ο μεγαλύτερος κίνδυνος που διέτρεξε ο ελληνικός αθλητισμός της περιόδου της επταετίας. Διότι η υπερσυσσώρευση των αλλεπάλληλων προσομοιώσεων κάποια στιγμή καταργεί και υποκαθιστά την αλήθεια, αναπαράγοντας μια συλλογική αυταπάτη που στο τέλος κυριαρχεί σχεδόν ολοκληρωτικά. Αυτό προσπάθησε να κάνει η Χούντα στον αθλητισμό, πασπαλίζοντάς τον με υποσχέσεις, “φρονήματα” και χρήματα. Δεν ήταν ούτε σαφής ούτε διαδεδομένη εκείνα τα χρόνια “η τέχνη της επικοινωνίας”. Πολύ αργότερα, στις μέρες μας, όταν άνθισαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έγινε κοινώς αντιληπτό πόσο επιδρά στις ζωές των ανθρώπων, ότι αρκεί μια σπίθα, ακόμα και μια παντελώς αστεία θεωρία συνομωσίας προκειμένου να μπει το σαράκι της αμφισβήτησης στο μυαλό του τηλεθεατή, του αναγνώστη, του ακροατή, του ψηφοφόρου, του οπαδού. Εν αρχή ήταν το ραδιόφωνο, ένα απρόσωπο μέσο που εκ φύσεως επέτρεπε στον ακροατή να οπτικοποιεί κατά το δοκούν την πληροφορία που δεχόταν ο εγκέφαλός του. Εν συνεχεία, το 1966, εισέβαλε στις ζωές των Ελλήνων η τηλεόραση, ίσως το ισχυρότερο μέσο “προσομοίωσης” της πραγματικότητας από καταβολής κόσμου. Πολύ αργότερα ήρθε η χαριστική βολή με το διαδίκτυο και ευτυχώς κατά την περίοδο της Χούντας δεν υπήρχε και αυτή η παράμετρος. Στην ψηφιακή εποχή, η διαφάνεια και η ανωνυμία των σόσιαλ μίντια διευκολύνει τους χρήστες να μοιράζονται και να ανταλλάσσουν πληροφορίες με κινηματογραφική ταχύτητα. Αυτό προκαλεί μια “διαταραχή” της πληροφορίας, η οποία με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί στην παραπληροφόρηση και κατά συνέπεια στην παραπλάνηση. Η δυνατότητα αυτοματοποίησης διευκολύνει την άμεση μετάδοση σε τεράστιο αριθμό ανθρώπων, γεγονός που δημιούργησε πρωτοφανείς διακλαδώσεις και οδήγησε στο περίπου χάος. Το ανθρώπινο μυαλό καλείται να διαχειριστεί τόσα δεδομένα, ώστε είναι αδύνατον να παραμείνει διαυγές και αδιάτρητο. Ψευδείς και ανακριβείς πληροφορίες διαδίδονται σκοπίμως για να παραπλανήσουν ή να εξαπατήσουν. Και πολλές φορές το θλιβερό είναι ότι η μετάδοση του ψευδούς περιεχομένου συμβαίνει από άτομα που δεν συνειδητοποιούν το παραπλανητικό. Κοινοποιούν, αφομοιώνουν, μεταφέρουν, απλώς επειδή μια “είδηση” τους προκάλεσε εντύπωση ή είναι διατυπωμένη με τέτοιον τρόπο ούτως ώστε να εξυπηρετεί τη δική τους θεώρηση των πραγμάτων. Αυτός ο τρόπος κακής πληροφόρησης είναι και ο πιο επικίνδυνος, διότι μπορεί να αφορά ακόμα και σε περιγραφή γνήσιων πληροφοριών που κοινοποιείται με πρόθεση να προκαλέσει βλάβη. Καθ’ όλη την περίοδο της Δικτατορίας, η κορωνίδα και η πλέον ανεξέλεγκτη πηγή αυτής της διαταραχής ήταν η φήμη. Η φήμη ήταν και είναι μια ιστορία που κυκλοφορεί από άτομο σε άτομο, μεταδίδεται “εμπιστευτικά”, είναι πάντα αμφίβολη και δεν επαληθεύεται με κανέναν τρόπο. Συνήθως εμφανίζεται συνοδεία διφορούμενων γεγονότων και σχεδόν πάντα έχει στη βάση της μια αλήθεια που ενεργοποιεί τον διακόπτη του εγκεφάλου. Πρόκειται για πληροφορίες που ανάγονται στη σφαίρα του «αστικού μύθου» («urban legend»), κάθε φανταστικής ιστορίας δηλαδή που εμπεριέχει θέματα σχετικά με τον τοπικό λαϊκό πολιτισμό. Συνήθως είναι ψευδής και περιγράφει εξεζητημένες αντιθέσεις, ασυνήθιστα, χιουμοριστικά ή φρικτά γεγονότα. Κάθε τι που δεν αποδεικνύεται ανάγεται στη σφαίρα του αστικού μύθου και για δεκαετίες μένει στο θυμικό, μέχρι να το αφομοιώσουν ή να το πετάξουν στα σκουπίδια οι επόμενες γενιές. Όταν οιοσδήποτε επιχειρεί να αναμοχλεύσει ιστορικά γεγονότα που συνοδεύονται από σκιές και παράλογες ή μη ενορατικές σχέσεις που ακουμπούν στη σφαίρα του αστικού μύθου, δημιουργείται η σύγχυση. Όταν σε όλο το πλέγμα προστίθεται και ένα Ολοκληρωτικό καθεστώς, ένα χοντροκομμένο “σχέδιο” μιας δράκας ημιμαθών που κατέλαβαν την εξουσία, επιχειρώντας να “κατευθύνουν” το κοινό στη δική τους “πραγματικότητα”, τότε η εικόνα γίνεται σαφής και απόλυτα επεξηγήσιμη. Για να κριθεί μια εποχή, πρέπει να υπάρχει συναίσθηση των συνθηκών, αντίληψη των κοινωνικών και οικονομικών δεδομένων, ανάλυση του χρονισμού, σωστή αξιολόγηση της πληροφορίας και ει δυνατόν μια ορθή ανάγνωση της ιστορίας.

Η πρώτη περίοδος της Δικτατορίας, από την επικράτηση των πραξικοπηματιών στις 21 Απριλίου έως τις 13 Δεκεμβρίου του 1967, όταν ο Βασιλιάς επιχείρησε να τους ανατρέψει, χαρακτηρίστηκε από την προσωρινή συνύπαρξη του Στέμματος με τους Συνταγματάρχες. Ο Βασιλιάς, παρότι υποχρεώθηκε να συμβιβαστεί με την άρχουσα ομάδα, προσπάθησε ανεπιτυχώς να οργανώσει τους πιστούς σε αυτόν υποστηρικτές στο στράτευμα, οι οποίοι εντοπίζονταν κυρίως στους ανώτερους και ανώτατους βαθμούς. Οι πραξικοπηματίες, αντίστοιχα, απέβλεψαν στην εδραίωση της θέσης τους στον στρατό, με την προώθηση σε καίριες θέσεις χαμηλόβαθμων Αξιωματικών, οι οποίοι έτειναν να υποστηρίζουν το πραξικόπημα, και με την έναρξη ενός κύματος αποστράτευσης Αξιωματικών, οι οποίοι ήταν αρνητικά διακείμενοι στο νέο καθεστώς. Η εξέλιξη αυτή αποτελούσε σύμπτωμα μεταξύ άλλων και μιας ενδοστρατιωτικής διαφοροποίησης, η οποία δεν είχε γίνει αισθητή πριν από την εκδήλωση του πραξικοπήματος. Αφορούσε στον “συνωστισμό” Αξιωματικών στις μικρές και μεσαίες βαθμίδες της ιεραρχίας, ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα την ουσιαστική παρεμπόδιση της δυνατότητας βαθμολογικής εξέλιξης. Ο συνδυασμός ιδεολογικού Αντικομμουνισμού, Αντικοινοβουλευτισμού και επαγγελματικής φύσης δυσαρέσκειας δημιούργησε έναν πυρήνα αφοσιωμένων οπαδών της ομάδας των Συνταγματαρχών στο στράτευμα. Έτσι, όταν ο Βασιλιάς επιχείρησε την κίνησή του στις 13 Δεκεμβρίου, οι υποστηρικτές της Δικτατορίας ήταν σε θέση να εξουδετερώσουν τους πιστούς στο Στέμμα. Ο ίδιος ο Βασιλιάς διέφυγε στη Ρώμη και η ηγετική ομάδα της Δικτατορίας εδραίωσε την εξουσία της, η Μοναρχία τυπικά διατηρήθηκε με την τοποθέτηση ως Αντιβασιλέα του Αντιστράτηγου Γ. Ζωιτάκη, ενώ ως αδιαφιλονίκητος ηγέτης του καθεστώτος αναδείχθηκε ο Συνταγματάρχης Παπαδόπουλος, ο οποίος ανέλαβε Πρωθυπουργός, κατά καιρούς Υπουργός στα κορυφαία Υπουργεία και τελικά έφτασε μέχρι και στην Αντιβασιλεία τον Μάρτιο του 1972, δίνοντας στο καθεστώς μια καθαρά προσωποπαγή κατεύθυνση.

Ο χαρακτήρας του καθεστώτος υπήρξε ιδιότυπος. Παρόλο που η ηγεσία του δεν επεδίωξε την εμπέδωση ενός ολοκληρωτικού συστήματος εξουσίας με τη μορφή μονοκομματικού κράτους, δεν ακολούθησε και τα ξένα πρότυπα, ήτοι τη σχετικώς βραχεία παραμονή στην εξουσία με ταυτόχρονη προσπάθεια ανάπλασης των πολιτικών δεδομένων. Μολονότι η δημοσίευση ενός ψευδοσυνταγματικού κειμένου τον Σεπτέμβριο του 1968 (προϊόν δημοψηφίσματος άκρως αμφιβόλου εγκυρότητας) προδιέθετε για κάποια διαδικασία επανόδου σε ελεγχόμενο Κοινοβουλευτισμό, κάτι τέτοιο δεν κατέστη ποτέ δυνατόν, μιας και στους κόλπους του καθεστώτος εκδηλωνόταν μια ισχυρή δύναμη αδράνειας, η οποία δεν ευνοούσε την αποστέρηση της εξουσίας, ενώ από την άλλη ήταν σαφές ότι η Δικτατορία δεν διέθετε αξιόλογη λαϊκή βάση, ώστε να μπορεί να επιδιώξει τη συνέχιση της εξουσίας της υπό συνθήκες ελεγχόμενου, έστω, Κοινοβουλευτισμού. Διαμορφώθηκε μία κατάσταση ακινησίας, καθώς το Στρατιωτικό καθεστώς δεν ήταν δυνατό να ανατραπεί βίαια, αλλά ταυτόχρονα δεν ήταν σε θέση και να νομιμοποιήσει την εξουσία του μέσω εκλογικών διαδικασιών.

blank

ΜΕΡΟΣ Ε

blank

Ο Παπαδόπουλος διέγνωσε το πρόβλημα, επιχείρησε το λεγόμενο «άλμα προς τα εμπρός», αναγγέλλοντας την 1η Ιουνίου 1973 την κατάργηση της Μοναρχίας και τη θέση σε ισχύ ενός νέου συνταγματικού κειμένου, διά του οποίου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποκτούσε πρωτοφανείς εξουσίες. Το “λάθος” του ήταν ότι αναγόρευσε εαυτόν Πρόεδρο για μια οκταετία. Έτσι ξεχάστηκε αμέσως και η υπόσχεση διεξαγωγής εκλογών το 1974 και η αναδίπλωση με την Κυβέρνηση Μαρκεζίνη, ενός παλαιού πολιτικού προερχομένου από τον συντηρητικό χώρο, ο οποίος θα εξασφάλιζε την ομαλή μετάβαση. Ο Παπαδόπουλος με την κίνησή του απώλεσε και τα τελευταία ερείσματα στο στράτευμα, “γιγάντωσε” ακούσια τον Ιωαννίδη και ουσιαστικά κατηγορήθηκε ως «προδότης» των αρχών της 21ης Απριλίου, ως ο άνθρωπος που σχεδίαζε την επάνοδο σε ένα Κοινοβουλευτικό καθεστώς περιφρονητέο και καταδικασμένο από τους Συνταγματάρχες.

Η κατάληψη του Πολυτεχνείου από τους φοιτητές μετατράπηκε σε εστία γενικής εξέγερσης, οδήγησε σε επέμβαση του στρατού για την καταστολή της και κατέληξε στο πραξικόπημα της «υποτροπής» της 25ης Νοεμβρίου του 1973, το οποίο ανέτρεψε τον Παπαδόπουλο. Υπό τις οδηγίες του αφανούς επικεφαλής Ιωαννίδη, η Δικτατορία στην Ελλάδα έγινε πολύ σκληρή, με επιβολή καταπιεστικών μέτρων, επαναλειτουργία της Γυάρου, καθεστώς πλήρους τρομοκρατίας. Η οξεία οικονομική κρίση ωστόσο δεν επιδέχετο καταστολής και δεν μπορούσε να ανατραπεί με τα τανκς. Οι βαρύτατες οικονομικές συνέπειες της πετρελαϊκής κρίσης και η ένταση με την Τουρκία, όχι μόνο για το Κυπριακό αλλά αυτή τη φορά για την υφαλοκρηπίδα και το καθεστώς στο Αιγαίο, ενίσχυσαν τα πιο εφιαλτικά σενάρια.

Ο θάνατος του Γρίβα τον Ιανουάριο του ‘74 σηματοδότησε και την οξεία ρήξη Αθήνας-Λευκωσίας. Ο Ιωαννίδης είχε εκπεφρασμένη από το ‘67 αντίληψη πως η Ελλάδα είχε τη δύναμη να δημιουργήσει τετελεσμένο στην Κύπρο και να επιτύχει την ένωση, παρά τη γεωστρατηγική πραγματικότητα υπεροχής της Τουρκίας και την ευθεία πολεμική ΕΟΚΑ Β’-Μακαρίου στη Μεγαλόνησο. Η ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών) είχε ήδη επιχειρήσει να δολοφονήσει τον Μακάριο τον Μάρτιο του 1970, είχε έρθει σε ρήξη ήδη δις με τον Παπαδόπουλο για σχεδιασμό και επιβολή πραξικοπήματος τον Φεβρουάριο του 1972 και τελικά ανέτρεψε τον Μακάριο στις 15 Ιουλίου του 1974, υποτίθεται με την ασφάλεια ότι ο Ιωαννίδης θα μπορούσε να συνδράμει έχοντας τη βοήθεια των Αμερικανών. Η απάντηση ήταν η εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο και η πλήρης αποτυχία της επιστράτευσης, γεγονός το οποίο κατέδειξε την πλήρη ανικανότητα του Ιωαννίδη ακόμα και στα στοιχειώδη ζητήματα που αφορούσαν στο στράτευμα. Η κατάρρευση του καθεστώτος υπήρξε τόσο ζοφερή όσο και η ίδια η επταετία, με τη στρατιωτική ηγεσία να οδηγείται σχεδόν γονυπετής στα προδικτατορικά πολιτικά κόμματα, η ηγεσία των οποίων κλήθηκε να αναδείξει Κυβέρνηση στις 23 Ιουλίου του 1974.

Συχνά γίνεται λόγος περί οικονομικής ευμάρειας και ανάπτυξης την περίοδο της επταετίας. Η οικονομία στη χώρα άλλαξε όντως μεταξύ 1950 και 1973, με τετραπλασιασμό του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και πολύ μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης. Αυτό συνέβη, διότι στην ελληνική οικονομία κυριάρχησαν πλέον η βιομηχανία και οι υπηρεσίες, με την πλειονότητα των κατοίκων να μετοικεί στα αστικά κέντρα. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, το ποσοστό του αγροτικού τομέα στο ΑΕΠ είχε περιοριστεί στο 16% και στους συνολικούς δείκτες απασχόλησης στο 40%. Η συρρίκνωση αυτή του “ειδικού βάρους” του αγροτικού τομέα στην οικονομία δεν οφειλόταν στην παύση της ανάπτυξής του, απεναντίας καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου 1950-73 σημείωσε ταχύτατους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με το παρελθόν, με τη μείωση των μεριδίων του να οφείλεται στο γεγονός ότι οι άλλοι τομείς αναπτύσσονταν ταχύτερα. Ουσιαστικά η χώρα πέρασε από την πρωτογενή στη δευτερογενή παραγωγή, με πιο βαθιά διαρθρωτική αλλαγή την ανάπτυξη στον ευρύτερο βιομηχανικό τομέα χάρη στον εξηλεκτρισμό της Ελλάδας και τη συμμετοχή της στη λεγόμενη βαριά βιομηχανία. Ο μέσος όρος ανάπτυξης κατά τη διάρκεια των 23 ετών ανήλθε στο εξωπραγματικό ποσοστό του 6.9% κατ’ έτος, με δεδομένο ότι αφήσαμε πίσω τον ζόφο του πολέμου και του Εμφυλίου, και μέσω των αναπτυξιακών επιδόσεων και της διατήρησης του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα έγινε η μετάβαση σε ανεκτά βιοτικά επίπεδα, σχετικά κοντά με ανάλογες οικονομίες. Η ανάπτυξη αυτή δεν οδήγησε σε όξυνση του χρόνιου προβλήματος της ελληνικής οικονομίας, του ελλείμματος στις συναλλαγές της με το εξωτερικό, μιας και καλυπτόταν με ευχέρεια από αυτόνομες εισροές ιδιωτικών κεφαλαίων.

Σε αυτή την πολύ σημαντική παράμετρο εδράζεται και η επιθετική οικονομική πολιτική στον τομέα του αθλητισμού, σε συνδυασμό με βασικές επιδιώξεις του καθεστώτος για απόλυτο έλεγχο των σωματείων και των λαϊκών μαζών που τα υποστηρίζουν. Συνολικά στην επταετία κατασκευάστηκαν 258 στάδια, 98 κολυμβητήρια, 629 δημοτικά και κοινοτικά Γυμναστήρια, 60 Κέντρα Νεότητας και 4 σκοπευτήρια, ενώ χρηματοδοτήθηκαν αφειδώς σωματεία και σύλλογοι επί οποιασδήποτε αφορμής.

Έχοντας την ιστορική ασφάλεια της παρέλευσης μισού αιώνα, είναι γεγονός ότι οι προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας εκείνη την εποχή παρά τη λαϊκή απήχηση δεν είχαν τη δυνατότητα να αντιπαραταχθούν σε στρατιωτικό πραξικόπημα. Η ΕΑΜογενής Αριστερά, κινούμενη σε καθεστώς παρανομίας, δεν μπορούσε να καταφύγει σε βίαια μέσα μετά τον Εμφύλιο, ενώ η Κοινοβουλευτική Δεξιά είχε βρεθεί σε μια (πρωτοφανή από πολιτική άποψη) θέση ώστε να μην μπορεί να ελέγξει τις ένοπλες δυνάμεις, τμήμα των οποίων είχε αυτονομηθεί πολιτικά και είχε προχωρήσει στο πραξικόπημα. Σταδιακά στους κόλπους των πολιτικών δυνάμεων άρχισαν να διαγράφονται δύο βασικές στρατηγικές για την έξοδο από τη Δικτατορία.

Η πρώτη είχε βασικό εκφραστή τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, αυτοεξόριστο στο Παρίσι ήδη από το 1963, ο οποίος υποστήριζε μια ελεγχόμενη μετάβαση στον Κοινοβουλευτισμό, σε ένα νέο συνταγματικό πλαίσιο που θα ενίσχυε την εκτελεστική εξουσία ούτως ώστε να μπορεί να ανταπεξέλθει στα ζητήματα που έθετε εκ των πραγμάτων ο οικονομικός και κοινωνικός εκσυγχρονισμός της διαδικασίας εκβιομηχάνισης και αστικοποίησης.

Ο δεύτερος στρατηγικός πυλώνας εκφραζόταν από τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος μετά την αποφυλάκισή του τον Ιανουάριο του 1968΄είχε εγκατασταθεί στο εξωτερικό και είχε ιδρύσει το ΠΑΚ (Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα). Η πολιτική του πλατφόρμα ήταν ακόμη πιο ριζοσπαστική σε σχέση με αυτήν της κεντροαριστερής πτέρυγας της Ένωσης Κέντρου πριν από την επικράτηση της Δικτατορίας και υποστήριζε ότι η Ελλάδα βρισκόταν στην ουσία υπό αμερικανική κατοχή και ότι βασική προϋπόθεση για πολιτική και κοινωνική αλλαγή ήταν η εθνική απελευθέρωση.

Συν τω χρόνω αναπτύχθηκαν διάφορες παραλλαγές αυτών των δυο πολιτικών, προεξεχούσης της “γέφυρας” του Ευάγγελου Αβέρωφ, πολιτικής η οποία απέβλεπε στον Κοινοβουλευτισμό μέσω μεταβατικής Κυβέρνησης με τη συμμετοχή και παραγόντων φίλα προσκείμενων στο καθεστώς. Από αυτή τη μήτρα προέκυψε το Κίνημα του Ναυτικού το 1973, ο προπομπός των φοιτητικών εξεγέρσεων σε Νομική και Πολυτεχνείο που απέφεραν τη λύση από τα δεσμά της Χούντας.

Λιγότερο “συναινετικός» υπήρξε ο διάδοχος του Καραμανλή στην ηγεσία της ΕΡΕ, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος δεν επιθυμούσε οποιαδήποτε συνεννόηση με τη Δικτατορία και συνεργάστηκε στενά με τμήμα της Ένωσης Κέντρου υπό τον Γεώργιο Μαύρο, το οποίο ταυτόχρονα δεν κρατούσε αποστάσεις από τη ριζοσπαστική πλατφόρμα του Παπανδρέου.

Αυτή η κατάσταση αδράνειας και πολιτικής ακινησίας διατηρήθηκε στη χώρα τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 1972, όταν οι έριδες στο εσωτερικό της Χούντας δεν ανέδειξαν κανένα πολιτικό ζήτημα, στρατηγική ή αντιπαράθεση αρχών, αλλά το γεγονός ότι ο Παπαδόπουλος είχε συγκεντρώσει υπερβολική εξουσία. Τότε αναδείχθηκε ως ανερχόμενος παράγων ο Συνταγματάρχης Δημήτριος Ιωαννίδης, Διοικητής της Στρατιωτικής Αστυνομίας και μέλος της ομάδας των πραξικοπηματιών, ο οποίος δεν είχε καταλάβει οποιαδήποτε κυβερνητική θέση, παρά το γεγονός ότι παρέμενε εν ενεργεία Αξιωματικός. Ο Ιωαννίδης, υποστηρίζοντας φαινομενικά τον Παπαδόπουλο, απέκτησε επιρροή στους κύκλους των χαμηλόβαθμων Αξιωματικών και αναγόρευσε εαυτόν σε πόλο ισχύος και δέκτη της δυσαρέσκειας προς το πρόσωπο του εξουσιομανούς Παπαδόπουλου.

Τα σημεία κάμψης στο οικονομικό επίπεδο από τα μέσα του 1972, η άνοδος του πληθωρισμού και το τέλος της ροής χρημάτων πολύ πριν την εκδήλωση της πετρελαϊκής κρίσης τον Οκτώβριο του ’73 ουσιαστικά συνέτειναν στην επίσπευση της εξόδου από το πολιτικό αδιέξοδο. Η σύγκλιση πολλών παραγόντων, με κορυφαίους τη διαφαινόμενη οικονομική κρίση αλλά και την αναταραχή στα πανεπιστήμια με πρόσχημα την ικανοποίηση του αιτήματος διεξαγωγής αδιάβλητων φοιτητικών εκλογών, οδήγησε την κοινωνική δυσαρέσκεια σε επίπεδα μη διαχειρίσιμα για το καθεστώς.

Ο προσωποπαγής χαρακτήρας της εξουσίας, η ανακατανομή των εισοδημάτων υπό καθεστώς αναστολής συνδικαλιστικών ελευθεριών, η ώσμωση με επιχειρηματικά συμφέροντα και η παντελής έλλειψη προοπτικής εξόδου έφεραν και το αυξανόμενο κύμα επικρίσεων τόσο στην υπόλοιπη Ευρώπη όσο και τις ΗΠΑ. Η Ελλάδα από το 1967 ήταν αποκλεισμένη από τη Δυτική Ευρώπη, με την αναστολή της Συμφωνίας Σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και την αναγκαστική αποχώρηση από το Συμβούλιο της Ευρώπης τον Δεκέμβριο του 1969 λόγω της παραβίασης των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Μόνη της “διασύνδεση” παρέμενε η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ, αλλά λόγω της διαρραγής των σχέσεων της Χούντας με τις ένοπλες δυνάμεις η δυσαρέσκεια δεν θα αργούσε να μετατραπεί σε ρήξη με πολιτικές επιπτώσεις. Το Κίνημα του Ναυτικού, παρότι ματαιώθηκε πριν εκδηλωθεί, έφερε στην επιφάνεια ότι το Στρατιωτικό καθεστώς ήταν ανεπιθύμητο ακόμα και σε τμήματα των ενόπλων δυνάμεων, ενώ την ίδια στιγμή έθετε σε αμερικανικούς κύκλους το ερώτημα κατά πόσο οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις ήταν σε θέση να ανταποκριθούν στη συμμαχική αποστολή τους στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.

ΜΕΡΟΣ ΣΤ

Την Παρασκευή 15 Μαΐου του 1970, σε τηλεοπτική συνέντευξη που μεταδόθηκε σε πράιμ τάιμ από το «κανάλι των Ενόπλων Δυνάμεων», ο ΓΓΑ, Κωνσταντίνος Ασλανίδης, έδωσε ίσως μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές συνεντεύξεις στελέχους του καθεστώτος, σχετικά με την οικονομική εξάρτηση των σωματείων και του αθλητισμού εν γένει από το κράτος.

«Είμαι ευτυχής διότι μού δίδεται η ευκαιρία με την συμπλήρωσιν μιας πλήρους τριετίας από της Επαναστάσεως να ομιλήσω, συγκρίνοντας το επιτελεσθέν έργον κατά την τριετίαν της Επαναστάσεως με ολόκληρον την δεκαετίαν που προηγήθη τούτης, ήτοι από τού 1957 ότε εδημιουργήθη η Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, αποχωρισθέντος του εξωσχολικού αθλητισμού εκ του Υπουργείου Παιδείας. Ας αρχίσωμε λοιπόν, από τούς Αθλητικούς χώρους και τας εγκαταστάσεις των. Την 21ην Απριλίου του 1967 παρελάβαμεν 89 Εθνικά Στάδια εκ των οποίων μόνον τα 24 είχον ιδρυθή κατά την δεκαετίαν της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού και αυτήν την στιγμήν έχομεν θέσει εις την διάθεσιν της αθλουμένης Νεότητος μας 161 Στάδια, 17 Κολυμβητήρια, εκ των οποίων τα 7 χρησιμοποιούνται, 20 Κέντρα Νεότητος και 4 Σκοπευτήρια. Διά την συμπλήρωσιν και την εξ υπαρχής κατασκευήν των υπ’ αυτών εγκαταστάσεων εδαπανήθησαν 334.481501 δρχ. έναντι 267.650.000 δρχ. συνολικώς διατεθέντων κατά την διαρρεύσασαν προ της Επαναστάσεως δεκαετίαν. Σημειωτέον ότι πέραν του ποσού τούτου διετέθησαν, επιπλέον 215.000.000 εκ του τακτικού προϋπολογισμού και του τοιούτου επενδύσεων διά το Στάδιο Καραϊσκάκη. Το ποσόν αυτό, αναλυόμενον εις επιχορήγησιν ανά μήνα, δηλ. μέσος μηνιαίος όρος, μάς δίδει μίαν σχέσιν που ο κάθε φίλαθλος θα επεθυμή ν’ ακούση. Δι’ έκαστον προεπαναστατικόν μήνα διετίθεντο 2.230.000 δρχ. και δι’ έκαστον μετεπαναστατικόν μήνα 9.291.000 δρχ. ήτοι 4,5 φοράς περισσότερα. Κατά το αυτό διάστημα ηυξήθησαν τα Δημοτικά Γυμναστήρια από 97 εις 170 τα δε Κοινοτικά από 235 εις 740. Τούτο επετεύχθη διά της διαθέσεως 78.573.000 δρχ. έναντι 66.452.293 δρχ. Αναλυόμενον και τούτο εις μέσον μηνιαίον όρον παρουσιάζει την Επανάστασιν διαθέτουσα 2.200.000 δρχ. μηνιαίως έναντι 550.000 δρχ. της κατά μήνα επιχορηγήσεως της προ της Επαναστάσεως δεκαετίας, ήτοι 4 φοράς περισσότερα. Εκτός από τας γιγαντιαίας αυτάς επενδύσεις διετέθησαν εξ ίσου ηυξημέναι επιχορηγήσεις και διά τα Αθλητικά Σωματεία. Μάλιστα υπήρξεν ευρυτάτης μορφής η συμπαράστασίς μας προς τα Αθλητικά Σωματεία, την ψυχήν δηλαδή τού Ελληνικού Αθλητισμού. Προς ενίσχυσιν των προσπαθειών τούτων και των Ομοσπονδιών των, διετέθησαν 463.712.714 δρχ. έναντι 150.393.207 δρχ., ήτοι ο μέσος όρος μηνιαίας επιχορηγήσεως τούτων ανήλθεν εις 12.800.000 δρχ. έναντι 1.200.000 δρχ. της προ της Επαναστάσεως περιόδου. Δηλαδή δέκα φοράς περισσότερον. Τέλος το σύνολον των διατεθεισών πιστώσεων ανήλθε εις 1.365.128.723 δρχ. διά την τριετίαν, έναντι 595.621.646 δρχ. της παρελθούσης δεκαετίας. Το 70% των επιχορηγήσεων διετέθη διά την εκτέλεσιν έργων ως το του κλειστού Γυμναστηρίου Αθλοπαιδιών «Σπόρτιγκ», του Μίλωνος, του Πανιωνίου κ.τ.λ. και των Γλυφάδας, Νίκαιας, το Κολυμβητήριον Π.Α.Ο., η Αίθουσα Γυμν. Πανιωνίου, κ.α. Παράλληλα με την προσπάθειαν αυτήν εγένοντο και πλείσται Νομοθετικαί εργασίαι διά την εξυγίανσιν του Αθλητισμού και δημιουργίαν των απαραιτήτων προϋποθέσεων επιστημονικής πλέον αναπτύξεώς του. Όπως θα διεπιστώσατε ο δρόμος που ακολουθήσαμε έδωσε τις δυνατότητες, μέσα σε μία τριετία, να προβληθή ο Ελληνικός Αθλητισμός διεθνώς και το κυριώτερον, άνευ ουδεμιάς επιβαρύνσεως του Τακτικού προϋπολογισμού του Κράτους. Η διάθεσις τόσον σημαντικών πιστώσεων άνευ επιβαρύνσεως του τακτικού προϋπολογισμού ως προανεφέρθη, επετεύχθη διά της εξυγιάνσεως του κυριωτέρου πόρου της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού, ήτοι του ΠΡΟ-ΠΟ. Τούτο ανεγνωρίσθη εμπράκτως από τον φίλαθλον κόσμον. Ως γνωστόν, ο Οργανισμός Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου ήρχισε να λειτουργή από του Μαρτίου του 1959. Κατά τα 8 προεπαναστατικά έτη λειτουργίας του, συνεπληρώθησαν 512.196.349 στήλες με καθαρά έσοδα υπέρ του αθλητισμού 431.609.782 δρχ. ενώ κατά την Επαναστατικήν τριετίαν το σύνολον των στηλών ανήλθεν εις 1.087.309.989 με έσοδα 1.008.367.805 δρχ. Οι αριθμοί ούτοι, άναλυόμενοι εις μέσον μηνιαίον όρον μας δίδουν 30.203.055 στήλες κατά την τριετίαν της έπαναστασεως, έναντι 5.226.493 στηλών της προεπαναστατικής οκταετίας, ήτοι 6 φοράς περισσότερον. Η αυτή αναλογία ισχύει και διά τα έσοδα. Η προσπάθεια διά την έξυγίανσιν και ανύψωσιν του αθλητισμού, κατεβλήθη παραλλήλως, εις όλους τους τομείς και υπήρξαν σημαντικά επιτεύγματα εις εν έκαστον εκ τούτων. Ενδεικτικώς αναφέρω το σημαντικώτερον επίτευγμα εκάστου τομέως.

Πρώτον, Οικονομικός Τομεύς.

Άνευ ουδεμιάς αμφιβολίας, ως σπουδαιότερον επίτευγμα θεωρώ την αύξησιν των εσόδων της ΓΓΑ διά της εξυγιάνσεως και της αποκτήσεως εμπιστοσύνης των φιλάθλων προς το ΠΡΟ-ΠΟ.

Δεύτερον, Τομεύς εκτελέσεως έργων.

Η απόκτησις παρά του Ελληνικού Αθλητισμού του Σταδίου Καραϊσκάκη, το οποίον θεωρείται αν μη το τελειότερον της Ευρώπης, ισότιμον με τα θεωρούμενα ως καλλίτερα.

Τρίτον, Τομεύς Αθλητικών Χώρων.

Ως σημαντικώτερον επίτευγμα θεωρώ την διά των ληφθέντων μέτρων απόκτησιν της απολύτου εμπιστοσύνης των κατά τόπους αθλητικών και Διοικητικών Παραγόντων συνεπεία της οποίας, η προσφορά χώρων προς την ΓΓΑ διά την κατασκευήν Σταδίων υπερέβη τας δυνατότητας υλοποιήσεώς των.

Τέταρτον, Τομεύς Αθλητικού Δυναμικού.

Η ψήφισις του Νόμου περί αθλητικών κινήτρων υπήρξε η σημαντικωτέρα επιτυχία.

Πέμπτον, Τομεύς Νεότητος.

Η υπαγωγή των Οργανώσεων Νεότητος (Προσκόπων, Οδηγών, Αλκίμων), εν συνδυασμώ με την θέσπισιν της δημιουργίας εις όλόκληρον την Επικράτειαν των Κέντρων Νεότητος, απετέλεσε το μεγαλύτερον άλμα εις τον τομέα τούτον.

Ως βασικόν στόχον διά το 1970 θεωρώ την ταχείαν επιψήφισιν των ήδη εις χείρας του κ. Πρωθυπουργού ευρισκομένων νομοθετημάτων, δι’ ών ρυθμίζονται τα της αναπτύξεως του κλασσικού αθλητισμού, ως και των αφορόντων εις τον Σχολικόν τοιούτον, εν συνεργασία μετά τού Υπουργείου Παιδείας. Επίσης, η ταχεία πρόοδος των μελετών και η θεμελίωσις του Αθλητικού Κέντρου Πανελληνίου Γυμναστικού Συλλόγου Αθηνών, του Ολυμπιακού Σταδίου, του Σταδίου Ηρακλέως Θεσσαλονίκης ως και η μεταφορά του Ιπποδρόμου. Από πλευράς επιχορηγήσεων προβλέπεται η χορήγησις πιστώσεων ύψους 480.000.000 δρχ. κατανεμομένη ως εξής:

Διά τα Εθνικά Γυμναστήρια και Κέντρα Νεότητος 152.000.000.

Διά την ενίσχυσιν Αθλητικών Σωματείων 90.000.000.

Διά την επιχορήγησιν Αθλητικών Ομοσπονδιών 73.000.000.

Διά την ενίσχυσιν Δημοτικών και Κοινοτικών Γυμναστηρίων 35.000.000.

Διά τας Οργανώσεις Νεότητος 30.000.000.

Διά το Ολυμπιακόν Στάδιον 50.000.000.

Και διά την ενίσχυσιν Οργανισμών Κοινωνικής Προνοίας και αντιμετώπισιν εκτάκτων αναγκών 50.000.000 δρχ.

blank
blank

ΜΕΡΟΣ Ζ

Διά των επιχορηγήσεων τούτων προβλέπεται η αποπεράτωσις 25 Εθνικών Γυμναστηρίων, 70 Δημοτικών και Κοινοτικών και 35 Συλλογικών και α έναρξις μελετών 30 νέων Εθνικών Γυμναστηρίων. Ευελπιστώ διά την εντός του έτους ίδρυσιν των Σχολών Προπονητών και Διαιτητών. Ήδη, μετά τίνας ημέρας, θα συνέλθη εις Αθήνας το Συνέδριον των Οργανισμών Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου της Ευρώπης. Το πρώτον δεκαπενθήμερον του Αυγούστου θα διεξαχθή εις Ελλάδα το Ευρωπαϊκόν Πρωτάθλημα Εφηβικών Ομάδων Καλαθόσφαιρας. Τον Ιούνιον θα διεξαχθή διεθνές μήτιγκ στίβου τον δε Ιούλιον οι Βαλκανικοί Αγώνες Εφήβων και η δευτέρα επίσημος διεθνής μετεκπαιδευτική συγκέντρωσις αθλητιατρικής F.I.M.S. Τον Αύγουστον θα διεξαχθή το Ευρωπαϊκόν Πρωτάθλημα Ιστιοπλοΐας Λάιτινγκ, καθώς και το Παγκόσμιον πρωτάθλημα κωπηλασίας έφηβων. Ετονίσθη προηγουμένως ότι επιδίωξίς μας είναι η δημιουργία τεχνικών στελεχών. Τα Στάδια, τα Γυμναστήρια, τα Κολυμβητήρια και κάθε αγωνιστικός χώρος, χωρίς τους καταλλήλους προπονητάς, χωρίς τους ειδικευμένους τεχνικούς και αθλητιάτρους, είναι δώρον – άδωρον. Ακριβώς δι’ αυτό και η ΓΓΑ έθεσε τας βάσεις και συντόμως θα λειτουργήσουν αι επί μέρους, κατ’ αθλήματα, ειδικαί Σχολαί επιμορφώσεως και μετεκπαιδεύσεως προπονητών, ενώ διά της αθλητιατρικής Εταιρίας αυξάνεται ο αριθμός των ειδικών φιλάθλων επιστημόνων, οι οποίοι, συνεργαζόμενοι με τους προπονητάς, θα συμβάλουν εις την επί ασφαλών υγιεινών βάσεων, βελτίωσιν των επιδόσεων και αποδόσεων των Ελλήνων Αθλητών. Η ΓΓΑ ενθαρρύνει επίσης και ενισχύει την διάθεσιν των προπονητών διά την μετεκπαίδευσίν των εις ειδικάς Σχολάς του Εξωτερικού. Η εφαρμογή των συγχρόνων και επιστημονικών συστημάτων, της τακτικής των προπονήσεων, της τεχνικής των αθλημάτων, σε συνδυασμό προς τα σωματικά και ψυχικά χαρίσματα των Ελληνοπαίδων θα βοηθήσουν θετικά εις την καθ’ ύψος βελτίωσιν των ελληνικών ρεκόρ. Ο φίλαθλος Έλλην, είναι γνωστόν, ότι ουδέποτε παύει να είναι πρώτα Έλλην και εν συνεχεία οπαδός μιας αθλητικής ομάδος. Το ότι ομάδες ελληνικές του μπάσκετ έφθασαν εις τους τελικούς Διεθνών συναντήσεων, έδωσε την ευκαιρίαν εις τας μάζας των φιλάθλων να παρακολουθήσουν, να τονώσουν και να χειροκροτήσουν τα Ελληνικά χρώματα. Η εκδήλωσις αυτή εδημιούργησε αφ’ εαυτής τας προϋποθέσεις προσελκύσεως των μικράς ηλικίας αθλουμένων προς το άθλημα τούτο. Όπως, ασφαλώς, θ’ αντιλαμβάνεσθε η αθρόα αυτή προσέλευσις δίδει την ευχέρειαν εις τα Σωματεία να ανακαλύψουν τους ταλαντούχους, ανεβάζοντας τοιουτοτρόπως την στάθμην επιδόσεως και εις ημάς να δημιουργήσουμε τα απαραίτητα αποθέματα αθλητικού δυναμικού δια να διατηρήσωμεν το άθλημα τούτο εις τα επίπεδα, που ήδη έχει φθάσει. Εις πλείστα αθλήματα τα Ελληνικά χρώματα διεκρίθησαν και πολλάκις επρώτευσαν, όπως εις την Ιστιοπλοΐαν, πυγμαχίαν, πάλην, σκοποβολήν, κολύμβησιν κ.τ.λ. Τ’ αθλήματα όμως τούτα, λόγω της ιδιομορφίας των, έχουν περιωρισμένον αριθμόν φιλάθλων, αφ’ ενός και δεν προκαλούν την συγκίνησιν που προκαλούν τα ομαδικά αθλήματα και ο στίβος. Πάντως, σας πληροφορώ ότι ο αριθμός των φιλάθλων προς τα αθλήματα ταύτα έχει τριπλασιασθή, δημιουργουμένων και εδώ των προϋποθέσεων αναπτύξεως των αθλημάτων τούτων. Ως προς τον στίβον, χρειάζεται ακόμη μεγάλη προσπάθεια και χρόνος, διά να φθάσωμεν εκεί που θα έπρεπε να ευρισκώμεθα. Διά τον λόγον αυτόν, αι οργανώσεις Νεότητος υπήχθησαν υπό τον έλεγχον και την εποπτείαν της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού, μόλις προ έτους. Η επίλυσις των από μακρού χρονιζόντων προβλημάτων των, η οικονομική ενίσχυσις τούτων και η έκδηλος στοργή εκ μέρους όλων των αρμοδίων της Εθνικής Κυβερνήσεως επέτυχον την αύξησιν της αριθμητικής δυνάμεως των, ούτως ώστε σήμερον οι μεν Πρόσκοποι να πλησιάζουν τας 90.000 εις ολόκληρον την Χώραν, οι Οδηγοί τας 25.000 από 18.000 και οι Άλκιμοι τας 20.000 από 1.000. Οι αριθμοί ούτοι ασφαλώς θα σας πείσουν ότι μέγα μέρος της Νεότητος, που πέραν των σχολικών απασχολήσεών του, ήτο αδέσποτον κατά τας διαθεσίμους ώρας του, έσπευσε να ανεύρη ικανοποίησιν εις τους γνωστούς σκοπούς των Οργανώσεων τούτων. Η προσπάθειά μας θα είναι να μη μείνη κανείς νέος ή νέα μακράν από τας πραγματικώς ηθικού περιεχομένου Οργανώσεις Νεότητος. Προ τούτο, παράλληλα με την ενίσχυσιν των Οργανώσεων Νεότητος έχουν τεθή ήδη εν λειτουργία 20 Κέντρα Νεότητος εις τα όποια ευρίσκουν απασχόλησιν, ψυχαγωγίαν και επιμόρφωσιν οι Νέοι κατά τας ελευθέρας ώρας των. Ως και εις την αρχήν ανέφερον, η ΓΓΑ είναι αυτάρκης εις τον προϋπολογισμόν της. Παρ’ όλα αυτά το Κράτος δεν θέλησε να μείνη μακράν της προσπάθειας μας. Ήδη υφίσταται εγγεγραμμένον κονδύλιον εις τον προϋπολογισμόν έπενδύσεων εξ 70.000.000 δρχ. διά τας ανάγκας των προκαταρκτικών μελετών τού Ολυμπιακού Σταδίου, του Αθλητικού Κέντρου Αθηνών και τού Ολυμπιακού Πειραιώς. Η Γενική Γραμματεία Αθλητισμού κατήρτισεν το διετές πρόγραμμα εις το οποίον προβλέπεται η εκτέλεσις έργων, ώστε το ποσοστόν της αναλογίας των αθλητικών εγκαταστάσεων ανά κάτοικον της χώρας να ανέλθη στο 0,50 μ2, που ευρίσκεται σήμερον, εις 1,5 μ2 και εις το τέλος της δεκαετίας εις 3 μ2. Τα προγραμματισθέντα διά την υλοποίησιν του σχεδίου τούτου έργα, αναφέρονται εις την κατασκευήν 97 Εθνικών Σταδίων προϋπολογισμού 452.000.000 δρχ., 51 Γυμναστηρίων προϋπολογισμού 204.000.000 δρχ., 32 Κολυμβητηρίων προϋπολογισμού 320.000.000 δρχ. και 40 Κέντρων Νεότητος προϋπολογισμού 120.000.000 δρχ. ήτοι, μόνον διά κατασκευάς νέων εγκαταστάσεων προβλέπονται πιστώσεις 1.096.000.000. Πλέον τούτων, δι’ έκαστον έτος, προβλέπεται η διάθεσις πιστώσεων 30.000.000 δι’ εκτέλεσιν μικρών έργων, 50.000.000 δρχ. διά συμπλήρωσιν και βελτίωσιν των υφίσταμένων αθλητικών εγκαταστάσεων και 80.000.000 δρχ. διά μελέτας μεγάλων τεχνικών έργων, ήτοι συνολικώς 160.000.000 ετησίως και 800.000.000 δραχμών διά την διετίαν. Ο συνολικός προϋπολογισμός της διετίας, μόνον εις τον τομέα εκτελέσεως έργων, ανέρχεται εις 1.896.000.000 δρχ. Εις τον προϋπολογισμόν τούτον δέον να προστεθή και ένα 40% περίπου επιχορηγήσεων δι’ επιτέλεσιν των αθλητικών σκοπών Ομοσπονδιών και Σωματείων, την ενίσχυσιν των Οργανώσεων Νεότητος και λοιπών ετέρων αναγκών, διαμορφουμένου τελικώς του ύψους του εις 2.654.000.000 δρχ. Ο αριθμός ούτος με υποχρεώνει να σας γνωρίσω ότι κατά το 1958, ήτοι το τελευταίου έτος προ της ιδρύσεως τού ΟΠΑΠ, αι εγγεγραμμέναι πιστώσεις εις τον Κρατικόν προϋπολογισμόν διά τον Αθλητισμόν μόλις έφθαναν εις 6.354.000 δρχ. αι δε αντίστοιχοι διά το 1967 ήτοι το τελευταίον προ της Επαναστάσεως έτος εις 87.551.000 δρχ.

Κλείνοντας, βασικός μας στόχος είναι η συμπλήρωσις της Οργανώσεως εν γένει τού Αθλητισμού της Χώρας διά των απαραιτήτων Νομοθετημάτων, ούτως ώστε να υπάρξη πλήρης κατοχύρωσις των Αθλουμένων, πλήρης επάρκεια Τεχνικοαθλητικού προσωπικού διά την εκπαίδευσίν των και εν γένει ανύψωσις εις Διεθνή επίπεδα της στάθμης όλων γενικώς των αθλημάτων. Παράλληλα, η παροχή των μέσων διά την επιστημονικήν πλέον προπόνησιν και εκπαίδευσίν των ταλαντούχων, διά της καλύψεως ολοκλήρου της Επικράτειας με κατάλληλα Γυμναστήρια, ειδικά γήπεδα Μπάσκετ και Βόλεϋ, Κολυμβητήρια και Σκοπευτήρια».

ΜΕΡΟΣ Η

blank

Σε 1.800 λέξεις ο Ασλανίδης αποτύπωσε ολόκληρη επί της ουσίας την φιλοσοφία της Χούντας στον αθλητισμό. Χρήματα, προπαγάνδα και έλεγχος, το “τρίπτυχο της επιτυχίας”. Εκμεταλλευόμενοι τις τρεις κορυφαίες επιτυχίες του ελληνικού αθλητισμού κατά την περίοδο της Ηγεμονίας τους (κατάκτηση Ευρωπαϊκού Κυπέλλου μπάσκετ από την ομάδα της ΑΕΚ, Παγκόσμιο ρεκόρ στο επί κοντώ του Παπανικολάου και συμμετοχή στον Τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών ομάδων Ευρώπης του Παναθηναϊκού στο ποδόσφαιρο), οι πραξικοπηματίες απέδειξαν πόσο εύκολο είναι να σφετεριστεί μια πολιτική ηγεσία τα αληθινά ιδεώδη του αθλητισμού και να κατευνάσει το λαϊκό αίσθημα οργής. Η Χούντα υπηρέτησε με θέρμη τον άρτο και θεάματα. διοργάνωσε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ανοιχτού στίβου 16-21 Σεπτεμβρίου του 1969, το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα κωπηλασίας Εφήβων στη λίμνη Παμβώτιδα των Ιωαννίνων 4-8 Αυγούστου του 1970, δυο φορές τους Βαλκανικούς Αγώνες στίβου στην Αθήνα (1968 και 1973), τους Παγκόσμιους σχολικούς αγώνες στίβου στην Αθήνα το 1973, τον Τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης στο μπάσκετ το 1968 ανάμεσα στη Σλάβια Πράγας και την ΑΕΚ στο Καλλιμάρμαρο, τον Τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης στο ποδόσφαιρο στις 19 Μαΐου του 1971 στο στάδιο Καραϊσκάκης μεταξύ Ρεάλ Μαδρίτης και Τσέλσι, τον Τελικό για την ίδια διοργάνωση στις 16 Μαΐου του 1973 στο Καυταντζόγλειο στάδιο της Θεσσαλονίκης μεταξύ της Μίλαν και της Λιντς Γιουνάιτεντ καθώς και πλειάδα διεθνών τουρνουά και μίτινγκ πανευρωπαϊκού και παγκόσμιου ενδιαφέροντος, στο πλαίσιο της “εξωστρέφειας” που επιθυμούσε να προβάλει το καθεστώς προς τις διεθνείς ομοσπονδίες σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.

Σε εσωτερικό επίπεδο, πέρα από τα χρήματα, τις “διευθετήσεις”, τις δεκάδες ελληνοποιήσεις Λατινοαμερικανών και Βορειοαμερικανών αθλητών σε ποδόσφαιρο και μπάσκετ, τις συγχωνεύσεις ομάδων και σωματείων, την τακτοποίηση χρεών, τις διοικητικές παρεμβάσεις κ.α., το καθεστώς φρόντισε να μην μένει κανείς “παραπονούμενος”. Με τον 576/1968 «περί κινήτρων υπέρ του Αθλητισμού» προβλέπονταν ουκ ολίγα προνόμια για αθλητές και για την επίτευξη ατομικών στόχων και επιδόσεων, όπως η εισαγωγή στην Εθνική Ακαδημία Σωματικής Αγωγής άνευ εξετάσεων, η πρόσληψη σε δημόσιες υπηρεσίες, η ίδρυση ανδριάντων σε Ολυμπιονίκες, οι υποτροφίες σε σπουδαστές και φοιτητές αθλητές και σε εξαιρετικές περιπτώσεις (όρα Παπανικολάου) τιμητική σύνταξη, αποκατάσταση στεγαστικού, παρασημοφόρηση κ.ο.κ. Πράγματι, στο τέλος εκείνο που απομένει είναι η ψυχρή καταγραφή των ιστορικών ρεκόρ, των επιτυχιών, των τίτλων, όλων των γεγονότων που χαρακτήρισαν τον ελληνικό αθλητισμό κατά την επταετία, το άτυπο χρονολόγιο της οποίας μάς κόστισε πολύ περισσότερα απ’ όσα μας επιτρέπει η μνήμη να φέρνουμε στην επιφάνεια.

Τον Απρίλιο του ‘67, αμέσως μετά την έναρξη της «Επαναστάσεως», όπως επαναλάμβανε ο “Τσάρος” του αθλητισμού, Ασλανίδης, έγινε η ίδρυση του ΕΚΔΑ (Εθνικού Κινήματος Δημοκρατικής Αντιστάσεως) από στελέχη της ΕΚ και της ΕΔΗΝ (Ελληνικής Δημοκρατικής Νεολαίας), του Πατριωτικού Μετώπου από στελέχη της Νεολαίας Λαμπράκη και της Δημοκρατικής Άμυνας από στελέχη του Ομίλου Παπαναστασίου. Δημιουργούνται στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Λέρο και αλλού, στις 4 Μαΐου λαμβάνει χώρα ο εκτοπισμός 6.000 Αριστερών στη Γυάρο, 10 ημέρες αργότερα το Πατριωτικό Μέτωπο μετονομάζεται σε ΠΑΜ (Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο) και επικεφαλής του τίθεται ο Μίκης Θεοδωράκης, στις 22 Μαΐου γίνεται η δολοφονία του Νικηφόρου Μανδηλαρά, δημοκρατικού δικηγόρου και συνηγόρου υπεράσπισης στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ. Τον Ιούνιο ο Αντιπρόεδρος και μετέπειτα Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον, επισκέπτεται την Αθήνα, συναντά τον Παττακό και άλλα στελέχη, ουσιαστικά “αμπαλάρει” το καθεστώς. Στις 27 Ιουλίου μέλη του ΠΑΜ συλλαμβάνονται στα Χανιά και καταδικάζονται από το Έκτακτο Στρατοδικείο Χανίων σε φυλάκιση που φθάνει ως τα οκτώμισι χρόνια, τον Αύγουστο ακολουθούν κι άλλες δίκες μελών του ΕΚΔΑ, συλλαμβάνεται ο Θεοδωράκης.

Το διήμερο 9-10 Σεπτεμβρίου οι ελληνικές θέσεις κατακρημνίζονται στη συνάντηση με τον Τούρκο Πρωθυπουργό, Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, συνάντηση στην οποία ήταν παρών και ο τότε Υπουργός Προεδρίας, Γ. Παπαδόπουλος. Τον Οκτώβριο οι δυνάμεις του Γρίβα, κατόπιν σχεδίου του ελληνικού ΓΕΣ, επιτίθενται στο χωριό Κοφίνου με αποτέλεσμα η Ελλάδα και η Τουρκία να φθάσουν στα πρόθυρα του πολέμου. Μετά από επέμβαση της Βρετανίας, των ΗΠΑ και του Καναδά, η Κυβέρνηση αναγκάζεται ικανοποιήσει την Τουρκία και να διατάξει την άμεση αποχώρηση της ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο. Ακολουθεί το Βασιλικό Κίνημα εναντίον της Χούντας. Μετά την αποτυχία του, ο Κωνσταντίνος καταφεύγει στη Ρώμη, ο Ζωιτάκης αναλαμβάνει Αντιβασιλεύς και ο Παπαδόπουλος Πρωθυπουργός. Κυκλοφορεί η πρώτη προκήρυξη της φοιτητικής οργάνωσης «Ρήγας Φεραίος», ο Παπαδόπουλος προχωρά σε χορήγηση αμνηστίας για τα πολιτικά αδικήματα που είχαν διαπραχθεί μετά την 21η Απριλίου, συμπεριλαμβανομένων και του Βασιλικού Κινήματος και του ΑΣΠΙΔΑ. Στις 15 Ιανουαρίου του ‘68 χορηγείται διαβατήριο μετά από διεθνείς πιέσεις στον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος φεύγει στο εξωτερικό. Τον Φεβρουάριο, στη 12η Ολομέλεια του ΚΚΕ, αποφασίζεται διάσπαση του κόμματος και αυτονόμηση του γραφείου Εσωτερικού. Λίγο μετά τη συμπλήρωση ενός έτους από τη Δικτατορία, απολύονται 30 Δικαστικοί Λειτουργοί με αιτιολογικό «αντεθνικής δράσης». 10 Μαΐου του 1968, ο Βουλευτής της ΕΔΑ, Γιώργος Τσαρούχας, πεθαίνει σε φυλακή της Θεσσαλονίκης. Τον Ιούλιο 29 μέλη της Δημοκρατικής Άμυνας δικάζονται στο Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών, 13 Αυγούστου ο Παναγούλης επιχειρεί να δολοφονήσει τον Παπαδόπουλο, συλλαμβάνεται και βασανίζεται. Ο Παπαδόπουλος 29 Σεπτεμβρίου διεξάγει δημοψήφισμα για το νέο Σύνταγμα: 91.87% «Ναι», 7.76% «Όχι». Την 1η Νοεμβρίου πεθαίνει ο Γεώργιος Παπανδρέου, η κηδεία του δυο ημέρες μετά μετατρέπεται σε παλλαϊκή αντιδικτατορική εκδήλωση. Η Χούντα απαντά με καταδίκη του Παναγούλη σε θάνατο, συλλήψεις στελεχών του ΚΚΕ και τη μεγάλη δίκη της φοιτητικής οργάνωσης του Ρήγα Φεραίου στο Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών. Στα τέλη Δεκεμβρίου έρχεται η προκήρυξη της φιλοβασιλικής αντιδικτατορικής οργάνωσης Ελεύθεροι Έλληνες εναντίον των Συνταγματαρχών. Στα πρώτα γεγονότα του έτους δεσπόζει η δήλωση του Γιώργου Σεφέρη εναντίον της Χούντας, το ημερολόγιο γράφει 28 Μαρτίου του 1969. Το καλοκαίρι ο καθηγητής Σάκης Καράγιωργας τραυματίζεται κατά τη διάρκεια παρασκευής βόμβας και συλλαμβάνεται. Αργότερα θα καταδικαστεί σε ισόβια. Ακολουθούν συλλήψεις περίπου 50 μελών της οργάνωσης Ελεύθεροι Έλληνες. 12 Δεκεμβρίου του 1969 η Ελλάδα αποπέμπεται από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Στις 3 Φεβρουαρίου του 1970 η ΕΟΚ διακόπτει τις διαπραγματεύσεις ένταξης, μέχρις ότου αποκατασταθεί η Δημοκρατία στη χώρα. Το φθινόπωρο ξεκινά με την έκρηξη του αυτοκινήτου-βόμβα στην Αμερικανική Πρεσβεία, οι δύο επιβάτες του, ο Κύπριος Γ. Τσικουρής και η Ιταλίδα Ελ. Αντζελόνι, σκοτώνονται επί τόπου. Ο φοιτητής Κώστας Γεωργάκης αυτοπυρπολείται σε πλατεία της Γένοβας, διαμαρτυρόμενος για τη Δικτατορία στην Ελλάδα. Στις 19 Σεπτεμβρίου ιδρύεται ως υποκατάστατο της Βουλής η Συμβουλευτική Επιτροπή Νομοθετικής Εργασίας, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τη διαγραφή της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Βουλή το 1971. Αφαιρείται η Ελληνική ιθαγένεια από την εκδότρια της «Καθημερινής», Ελένη Βλάχου. 22 Σεπτεμβρίου κηδεύεται ο Γιώργος Σεφέρης, το γεγονός εξελίσσεται σε διαδήλωση κατά του καθεστώτος. Τον Δεκέμβριο ανακοινώνεται η άρση του στρατιωτικού νόμου από  1/1/1972 πλην Αθήνας, Πειραιά και Θεσσαλονίκης. Στην επέτειο του πραξικοπήματος την 21η Απριλίου του 1972 γίνεται καθιστική διαδήλωση 100 φοιτητών, οι περισσότεροι εκ των οποίων συλλαμβάνονται. Τον Μάιο διαλύονται η Εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων και η Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων. 21 και 22 Φεβρουαρίου του 1973 γίνεται η κατάληψη της Νομικής Σχολής Αθηνών από φοιτητές, οι οποίοι διαμαρτύρονται με αφορμή νομοθετικό διάταγμα που επιτρέπει διακοπή της αναβολής σπουδών. 20 Μαρτίου οι φοιτητές καταλαμβάνουν και πάλι τη Νομική, συλλαμβάνονται περισσότεροι από 100, ενώ δεκάδες τραυματίζονται. Στις 23 Απριλίου κατάσχονται τα φύλλα της «Βραδυνής» και της «Θεσσαλονίκης», διότι δημοσιεύουν πολιτική δήλωση του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Στις 23 Μαΐου του 1973 ματαιώνεται το αντιδικτατορικό Κίνημα του Ναυτικού και του Ταγματάρχη Μουστακλή, ο οποίος υφίσταται σειρά απάνθρωπων βασανιστηρίων. Δυο ημέρες αργότερα το αντιτορπιλικό «Βέλος» αποχωρεί από νατοϊκή άσκηση, με τον Κυβερνήτη, έξι Αξιωματικούς και 25 Υπαξιωματικούς να ζητούν πολιτικό άσυλο στην Ιταλία, κίνηση με την οποία διεθνοποιείται ακόμα περισσότερο το ελληνικό πρόβλημα. Την 1η Ιουνίου ο Παπαδόπουλος εγκαθιδρύει την Κοινοβουλευτική Προοδευτική Δημοκρατία. Την 4η Ιουλίου συλλαμβάνεται ο Ευάγγελος Αβέρωφ, κατηγορείται ως υποκινητής και σύμβουλος των Αξιωματικών του Κινήματος στο Ναυτικό. Στις 29 Ιουλίου διεξάγεται το δημοψήφισμα για το Πολιτειακό και καταργείται η Μοναρχία στην Ελλάδα με 78.4% «Ναι» και 21.6% «Όχι». Στις 8 Αυγούστου πεθαίνει εξόριστος στη Σιβηρία ο Νίκος Ζαχαριάδης. Έντεκα ημέρες αργότερα ο Παπαδόπουλος ορκίζεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ως πρώτη πράξη υπογράφει γενική αμνηστία, με απόδοση χάρης στον Αλέκο Παναγούλη και άρση του στρατιωτικού νόμου σε Αθήνα και Πειραιά. Στην πράξη αναφέρεται ότι τα αδικήματα των ανακριτικών οργάνων (δηλαδή τα βασανιστήρια) παραγράφονται. Την 8η Οκτωβρίου γίνεται η πρώτη απόπειρα εκδημοκρατισμού του καθεστώτος με τον διορισμό του Μαρκεζίνη στην Πρωθυπουργία της χώρας. Τη 15η Νοεμβρίου γίνεται η κατάληψη του Πολυτεχνείου στην Αθήνα και πανεπιστημιακών κτηρίων στη Θεσσαλονίκη από φοιτητές. Στην Αθήνα η λειτουργία ελεύθερου ραδιοφωνικού σταθμού από τους φοιτητές μεταφέρει την είδηση της κατάληψης του Πολυτεχνείου σε ολόκληρη την πόλη, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν μαζικές διαδηλώσεις κατά της Δικτατορίας γύρω από το Πολυτεχνείο. Δυο ημέρες μετά, τη 17η Νοεμβρίου, άρμα μάχης γκρεμίζει την πύλη του Πολυτεχνείου και στρατιωτικές δυνάμεις εισβάλλουν. Ακολουθούν συμπλοκές με δεκάδες θύματα, επιβάλλεται ξανά στρατιωτικός νόμος στη χώρα. Στις 25 Νοεμβρίου συντελείται η ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Ταξίαρχο Ιωαννίδη. Πρόεδρος της Δημοκρατίας τοποθετείται ο Αντιστράτηγος Φαίδων Γκιζίκης και Πρωθυπουργός ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος. 23 Ιουλίου οι Τούρκοι εισβάλλουν στην Κύπρο και ο Γκιζίκης συγκαλεί σύσκεψη πολιτικών αρχηγών για να αντιμετωπιστεί η κρίση. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ εισηγείται να ηγηθεί του χειρισμού της κρίσης ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Την επομένη ο Καραμανλής καταφθάνει στην Ελλάδα, ορκίζεται τις πρώτες πρωινές ώρες Πρωθυπουργός και σχηματίζει Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Η Ελλάδα ξεκίνησε να αναπνέει ελεύθερη.

blank
blank