Κατοχή

Κατοχή
Με τον «Μεγάλο Πόλεμο» τα πάντα έμειναν πίσω, ανακόπηκε η πρόοδος, σκοτώθηκαν τα όνειρα. Είναι παράταιρο να γίνει λόγος για αθλητική δραστηριότητα, όταν η χώρα στέναζε από τη θηριωδία.
5
Κεφάλαιο

ΜΕΡΟΣ Α

Καθ’ υπερβολήν και κατ’ αναλογία, η πορεία και η εξέλιξη του Συνδέσμου Ελληνικών Αθλητικών και Γυμναστικών Σωματείων (ΣΕΑΓΣ) καταδεικνύει και το εύρος των αλλαγών που συντελέστηκαν στην Ελλάδα από την χρονολογία-ορόσημο του 1896 και εντεύθεν. Όταν διοργανώθηκαν οι πρώτοι σύγχρονοι Αγώνες στην Ελλάδα, το σύνολο της αθλητικής δραστηριότητας αφορούσε σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα στο λεκανοπέδιο και την ευρύτερη περιοχή αυτού. Η Αθήνα τότε αριθμούσε 128.735 κατοίκους, ο Πειραιάς 51.020, η Ελλάδα ολόκληρη 2.433.806. Ο ΣΕΑΓΣ ιδρύθηκε λίγους μήνες μετά τους Αγώνες, 11 Ιανουαρίου του 1897, ως απόλυτη αναγκαιότητα οργάνωσης των αθλητικών σωματείων, με πρωτοβουλία του Πανελλήνιου Γυμναστικού Συλλόγου.

Ως ιδέα προϋπήρχε από τον Φεβρουάριο του 1895, όταν, στο πλαίσιο της προετοιμασίας των Αγώνων στο άτυπο προ-Ολυμπιακό τουρνουά της Πάτρας, κατέστη πρόδηλη η ανάγκη ένωσης και οργάνωσης των ελληνικών αθλητικών σωματείων υπό την σκέπη ενός δυνατού φορέα. Είχε υπογραφεί τότε ένα μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ των εκπροσώπων των συλλόγων, προεξέχοντος του Ιωάννη Φωκιανού εκ μέρους του Πανελληνίου, του τοπικού Παναχαϊκού, της Γυμναστικής Εταιρείας Πατρών, του Παναιτωλικού και του Εθνικού, το οποίο ετέθη ξανά επί τάπητος τον Μάιο του 1896 στην Πάτρα και πάλι, επ’ αφορμή των Παναχαϊκών Αγώνων. Οι Αγώνες τελέστηκαν 19-20 και 21 Μαΐου του 1896, σημείωσαν εξαιρετική επιτυχία και συνέτειναν στην επίσπευση των διαδικασιών ίδρυσης του ΣΕΑΓΣ.

Ο νέος Πρόεδρος του Πανελληνίου, Σπυρίδων Λάμπρος, και ο Γενικός Γραμματέας του Συλλόγου, Σπυρίδων Αντωνόπουλος, εξουσιοδοτήθηκαν προκειμένου να υλοποιήσουν την κοινή βούληση και στις 25 Οκτωβρίου του 1896 εστάλη η περιώνυμη εγκύκλιος που προσκαλούσε τους 52 συλλόγους της εποχής στο ιδρυτικό συνέδριο. Έτσι, 11-15 και 17 Ιανουαρίου του 1897, κατόπιν της εγκυκλίου και επί του μνημονίου συνεργασίας των Πατρών, δημιουργήθηκε ο ΣΕΑΓΣ ως το ανώτερο συντονιστικό όργανο των αθλητικών σωματείων της χώρας.

Ο Σύνδεσμος πρωτίστως καλείτο να προασπίσει αποτελεσματικά τα συμφέροντα των ακόμη άγουρων και εύθραυστων γυμναστικών και αθλητικών σωματείων ολόκληρης της χώρας ενώπιον των θεσμικών και μη δομών της Ελλάδας. Είναι κοινή παραδοχή ότι ο ΣΕΑΓΣ πρωτοστάτησε και προσέφερε το οργανωτικό και αγωνιστικό πλαίσιο, το οποίο είχε τεράστια ανάγκη ο ελληνικός αθλητισμός προκειμένου να οργανωθεί, να αναπτυχθεί και να προσφέρει τις συνθήκες ούτως ώστε να θεμελιωθούν τα σωματεία και κατά συνέπεια να προσφερθούν ευκαιρίες στους νέους και νέες αθλητές και αθλήτριες να αθληθούν και (όσοι επρώτευσαν) να δοξάσουν την Ελλάδα. Όπως αναφέρεται και στο πρώτο καταστατικό, η ίδρυση και η  λειτουργία του Συνδέσμου αποσκοπούσε «εις την επικοινωνίαν των αθλητικών και γυμναστικών σωματείων επί τω τέλει της δι’ αμοιβαίας ηθικής υποστηρίξεως προαγωγής και ευοδώσεως των υπ’ αυτών επιδιωκομένων σκοπών».

Ο Σύνδεσμος συγκροτήθηκε από εκπροσώπους όλων των εγγεγραμμένων σωματείων με κανονική Γενική Συνέλευση και πραγματικό ενδιαφέρον για την επίλυση των (πολλών) προβλημάτων που αντιμετώπιζε ο αθλητισμός. Όπως ήταν φυσιολογικό βάσει συσχετισμών και συνθηκών, τα σωματεία Αθηνών και Πειραιώς υπερίσχυαν των υπολοίπων, αλλά ουδείς αμφισβητούσε τα πρωτεία, μιας και το κύριο μέλημα ήταν ακόμη η τεχνογνωσία και η υποτυπώδης οργάνωση. Το Διοικητικό Συμβούλιο απαρτιζόταν από μέλη που διέμεναν στην πρωτεύουσα, μετείχαν σε αυτό και αντιπρόσωποι των σωματείων που αριθμούσαν πλέον των 30 μελών, αλλά το μονοπώλιο της εξουσίας από Αθήνα και Πειραιά ήταν σαφές και δημιουργούσε μια ετεροβαρή διακυβέρνηση. Εξ αυτού του λόγου, αργότερα (1911) τροποποιήθηκε το καταστατικό με σκοπό την αποφυγή της αθηνοκεντρικής πολιτικής και την τρόπον τινά πιο “οικουμενική” εκπροσώπηση. Η διατύπωση ήταν φωτογραφική: «Δεν επιτρέπεται να μετάσχωσι της Γενικής Συνελεύσεως ως αντιπρόσωποι Σωματείων η μέλη του Προεδρείου πλείονα των τριών μελών Διοικητικού Συμβουλίου οιουδήποτε σωματείου», πλην όμως τα αθηναϊκά σωματεία εξακολούθησαν να επικρατούν στις αρχαιρεσίες, μιας και αφενός εκπροσωπούντο από περισσότερα σωματεία και αφετέρου επηρέαζαν τα ήσσονα και μακριά από την πολιτική επαρχιακά σωματεία.

Οι συγκρούσεις στο εσωτερικό του Συνδέσμου εξώθησαν πολύ σύντομα τον Πανελλήνιο σε απόσχιση. Ο μεγαλύτερος σύλλογος της χώρας αποσχίστηκε το 1902 και το 1911 ακολούθησε και ο Εθνικός. Οι πολύκροτες αποχωρήσεις δεν επηρέασαν επ’ ουδενί την πορεία του ΣΕΑΓΣ, ο οποίος εξακολούθησε να αποτελεί τον μοναδικό ενιαίο αθλητικό φορέα και να φέρει την ευθύνη και το βάρος της διοργάνωσης και τέλεσης των Πανελλήνιων Αγώνων.

Ο Σύνδεσμος είχε αναγνωριστεί από το κράτος, είχε καταστεί βιώσιμος διά των ετήσιων συνδρομών και, όταν πέρασε με τον νόμο ΒΧΚΑ στην εποπτεία του Υπουργείου Παιδείας, απέκτησε και συγκεκριμένο θεσμικό ρόλο, ώστε «να διαρρυθμίζει μεν και διευθύνει την εν τοις σχολείοις, να εποπτεύει δε και υποστηρίζει την εν τοις γυμναστηρίοις των γυμναστικών και αθλητικών σωματείων συντελουμένην γυμναστικήν παιδείαν». Αφ’ ης στιγμής η έμμεση σχέση πολιτείας και σωματείων απέκτησε και θεσμική υπόσταση, έπαψε να είναι το μείζον η παραχώρηση των γυμναστηρίων ή η εύρεση χώρων άθλησης και ο αθλητισμός απέκτησε ενεργό συμμετοχή στην καθαυτό εκπαιδευτική διαδικασία, εντασσόμενος σε ένα πολύ πιο σοβαρό και διαδραστικό πλαίσιο. Το κράτος ξεκίνησε να επιχορηγεί τα σωματεία και όχι μόνο εκείνα που προσέφεραν τους ιδιόκτητους χώρους άθλησης. Πριμοδοτήθηκαν τα σωματεία που διακρίνονταν στους Πανελλήνιους Αγώνες, εκδόθηκαν ειδικές διατάξεις, προβλέφθηκαν συγκεκριμένοι κωδικοί στον κρατικό προϋπολογισμό με ποσά που επέτρεψαν στα σωματεία να γίνουν πιο εξωστρεφή και πολύ πιο προσιτά στο ευρύ κοινό. Οι περίπου 20.000 δραχμές κατανέμονταν με αξιολογικά κριτήρια ως ενθάρρυνση και της συμμετοχής στους Πανελλήνιους Αγώνες αλλά και της παραγωγής νέων αθλητών. Για πρώτη φορά παρατηρήθηκε η αγαστή συνεργασία των κεντρικών φορέων της εξουσίας, με πλήρη εναρμόνιση απόψεων μεταξύ της Κυβέρνησης (διά των Υπουργείων Παιδείας και Εσωτερικών), του Παλατιού (με σύσσωμη την στήριξη εκ μέρους της βασιλικής οικογένειας), της Ολυμπιακής Επιτροπής και του ΣΕΑΓΣ, δηλαδή των αθλητικών σωματείων. Ο αθλητισμός έπαψε να είναι υπόθεση ολίγων, κυρίως σταμάτησε μια επικίνδυνη σχέση εξάρτησης και επετείας, η οποία έθετε σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των αθλητικών σωματείων στην Ελλάδα.

blank

ΜΕΡΟΣ Β

Όπως συμβαίνει πάντα, συν τω χρόνω προέκυψαν ξανά ζητήματα “κυριαρχίας”, “ελέγχου” και “επιβολής” στα διοικητικά συμβούλια. Δεν επικράτησε άκρατος Βυζαντισμός, σε κάθε περίπτωση ωστόσο παρατηρήθηκε μια ροπή προς συγκεκριμένες πολιτικές και προσωπικές ατζέντες με διττή ανάγνωση. Ήταν αδύνατον να μην επηρεάζει, επί παραδείγματι, τον Λάμπρο η τριπλή ιδιότητα ως Προέδρου του Πανελληνίου, ως Προέδρου του ΣΕΑΓΣ και ως Γενικού Γραμματέα της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής. Από μόνη της γεννούσε ερωτήματα και ήταν αντικείμενο καχυποψίας έναντι των υπολοίπων, ειδικά όταν εντάχθηκε και η οικονομική παράμετρος των επιχορηγήσεων στο κάδρο. Αυτή ωστόσο ήταν η πρακτική. είναι εξαιρετικά πιθανό ότι δεν υπήρχε διαφορετική οδός όσον αφορά στην “αθλητική διακυβέρνηση”, όπως μαρτυρούν και οι υπόλοιποι αξιωματούχοι. Το έτερο μέλος του ΔΣ του ΣΕΑΓΣ, ο Μιλτιάδης Νεγρεπόντης, ήταν επίσης μέλος της Ολυμπιακής Επιτροπής και μετείχε στα διοικητικά συμβούλια του Πανελληνίου, του Lawn Tennis Club, του Ποδηλατικού και πολλών ακόμα σωματείων. Το ίδιο ο Μιχαήλ Στελλάκης. Βουλευτής και μέλος του ΣΕΑΓΣ και της ΕΟΑ, ενεργό μέλος του Εθνικού και ουσιαστικά ο συνδετικός κρίκος με την πολιτική ηγεσία της χώρας. Κύριο μέλημα αυτών των ανθρώπων ήταν εν πρώτοις ο καθορισμός αρμοδιοτήτων και η σαφής δικαιοδοσία των δυο κορυφαίων οργάνων του ελληνικού αθλητισμού εκείνη την εποχή. Ζητήματα κεφαλαιώδους σημασίας τότε ήταν η διαχείριση και η διοίκηση του Παναθηναϊκού Σταδίου, του Ποδηλατοδρομίου, του Σκοπευτηρίου στην Καλλιθέα, των αθλητικών εγκαταστάσεων εν γένει σε ολόκληρη τη χώρα. Η Επιτροπή είχε επωμιστεί και την ευθύνη διαχείρισης των εσόδων από τις διοργανώσεις των Αγώνων, με τη διά νόμου παροχή σεβαστού μέρους των εισπράξεων αφενός στο Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και αφετέρου στον ίδιο τον ΣΕΑΓΣ.

Η Ολυμπιακή Επιτροπή είχε πολύ μεγαλύτερο κύρος από τον Σύνδεσμο, καθότι τα μέλη της διορίζονταν με Βασιλικό Διάταγμα και υπήρχε ευθεία διασύνδεση με το Παλάτι, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Πρόεδρός της ήταν ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, τακτικό της μέλος ο Πρίγκιπας Γεώργιος και μέχρι τον Μάιο του 1905 οι συνεδριάσεις διεξάγοντο στα Ανάκτορα. Ο Λάμπρος, έχοντας στενή σχέση με τον Κωνσταντίνο, ήταν επί της ουσίας ο άνθρωπος που διοικούσε την ΕΟΑ, ο υπεύθυνος για χάραξη πολιτικής και στρατηγικής καθώς και ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτής ενώπιον κάθε διοικητικής και δικαστικής Αρχής. Η φιλοβασιλική πολιτική οδήγησε και στη ρήξη, όταν ξέσπασαν η αστική σύγκρουση στην Αθήνα με το Κίνημα στο Γουδί και η ήδη προαναφερθείσα ευθεία ρήξη στον “ελιτίστικο” Όμιλο Αντισφαίρισης Αθηνών. Σχηματικά, η ίδια ομάδα ανθρώπων που ανέλαβε τα ηνία του Lawn Tennis Club το 1909, μετά τη ρήξη με τον φιλοβασιλικό Αλέξανδρο Μερκάτη, πρωτοστάτησε και στην “επανάσταση” στην ΕΟΑ το 1910. Μετά την “κατάληψη” της ΕΟΑ, ακολούθησε ο ΣΕΑΓΣ, το ΔΣ του οποίου ηλέγχετο από τους Βενιζελικούς τουλάχιστον μέχρι το 1922.

Με την ασφάλεια που δίνει η απόσταση των ετών, με κρύα και αντικειμενική θεώρηση των πραγμάτων, επρόκειτο για μια σταθερή ανακύκλωση προσώπων, για μια εναλλαγή στην εξουσία, με την ειδοποιό διαφορά ότι στον μεν ΣΕΑΓΣ τα μέλη ήταν εκλεγμένα, ενώ στην ΕΟΑ διορισμένα από το Παλάτι. Σε αυτήν τη λεπτή παράμετρο οφείλεται και το γεγονός ότι η ΕΟΑ έγινε κυρίως το κεντρικό σημείο αντιπαράθεσης στον χώρο του αθλητισμού, πάντοτε σε συνάρτηση με τις ιστορικές πολιτικές αλλαγές που συνέβησαν στην Ελλάδα. Πάντοτε, όταν εμφιλοχωρούν και τα πολιτικά κριτήρια στην όλη ιστορική αξιολόγηση, γίνεται πολύ πιο εύκολο να δοθούν ερμηνείες και να αιτιολογηθούν λογής χειρισμοί, είτε απέβησαν αποτελεσματικοί είτε όχι. Με μια πιο κυνική προσέγγιση ο εξωτερικός παρατηρητής θα ισχυριζόταν ότι έτσι είναι πάντα η πολιτική και ανέκαθεν το νόμισμα έχει δύο όψεις και πολλαπλές αναγνώσεις. Γεγονός είναι ότι, πέραν της λειψανδρίας και των αντικειμενικών δυσκολιών, πάντοτε ο ελληνικός αθλητισμός ακολουθούσε την πεπατημένη της πορείας της ελληνικής ιστορίας. Η Ελλάδα, ειδικά στις αρχές του 20ού αιώνα, προσπαθούσε διαρκώς να ισορροπήσει στα ταραγμένα ύδατα των πανευρωπαϊκών και παγκόσμιων κατατάξεων, με κορυφαίο παράδειγμα τον ρόλο της κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η σύγκρουση του Βενιζέλου με τον Βασιλιά, ο Διχασμός, η συμμετοχή τελικά της χώρας στον πόλεμο στα μέσα του 1917 αποτελούν γεγονότα ύψιστης σημασίας, ειδικά εάν συνυπολογιστεί ότι από το 1913 η χώρα είχε διπλασιάσει τα εδάφη της και είχε επεκτείνει τα σύνορά της. Η συγκεκριμένη εξέλιξη μόνο ως θετική ερμηνεύεται, πλην όμως γέννησε και πλειάδα νέων προβλημάτων, όπως η αδυναμία επαρκούς φύλαξης των νέων συνόρων, το ελλιπές έως ανύπαρκτο οδικό δίκτυο, η παντελής απουσία υποδομών για αποθήκες πολεμικού υλικού και πολλά ακόμα. Με δεδομένο ότι τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου δεν είχαν ακόμη κατοχυρωθεί και δεν είχαν οριστεί και τα σύνορα με την Αλβανία, η χώρα, παρότι εμφανιζόμενη ως ισχυρή, είχε πάρα πολλά ανοικτά ζητήματα γεωστρατηγικού και πολιτικού χαρακτήρα. Η ηττημένη Βουλγαρία δεν είχε πάψει να αποτελεί τον κύριο αντίπαλο της Ελλάδας, ο κίνδυνος αντιμετωπίστηκε με την κατασκευή οχυρών στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, αλλά οι μετακινήσεις των στρατευμάτων στη Μακεδονία εξακολουθούσαν να είναι προβληματικές.

Όταν, στις αρχές του 20ού αιώνα, αυξήθηκε ο ανταγωνισμός μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, τα Βαλκάνια ξαφνικά απέκτησαν κορυφαίο ρόλο και κατά συνέπεια η χώρα “έπρεπε” να επιλέξει πλευρά. Τα οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας την έθεσαν αντιμέτωπη με τη Γαλλία και την Αγγλία, ο έλεγχος του διεθνούς εμπορίου και η κυριαρχία στα Βαλκάνια έγιναν ουσιαστικά η βασική αιτία για την οποία ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος το καλοκαίρι του 1914. Οι Κεντρικές Δυνάμεις, αποτελούμενες από τη Γερμανία, την Αυστροουγγαρία και (αρχικά) την Ιταλία, αντιμέτωπες με τις Δυνάμεις της Εγκάρδιας Συνεννόησης, δηλαδή της Αντάντ, Γαλλία, Αγγλία, Ρωσία, (στην πορεία) Ιταλία και Ηνωμένες Πολιτείες. Στην Ελλάδα επικράτησε σύγχυση και εν αρχή αδυναμία ταύτισης με οποιαδήποτε από τις δυο συμμαχίες. από τη μία με τον Βασιλιά Κωνσταντίνο να προκρίνει μια ουδέτερη στάση, η οποία επί της ουσίας εξυπηρετούσε τους σκοπούς των Κεντρικών Δυνάμεων, και από την άλλη με τον Πρωθυπουργό, Ελευθέριο Βενιζέλο, να επιμένει ότι το συμφέρον της χώρας εντάσσεται στο πλευρό της Αντάντ. Εν τω μεταξύ, Τουρκία και Βουλγαρία είχαν λάβει σαφή θέση υπέρ των Κεντρικών Δυνάμεων, ενώ Ρουμανία, Σερβία και Μαυροβούνιο είχαν προσχωρήσει στην Αντάντ. Η άνευ προηγουμένου σύγχυση και η διαφωνία Παλατιού και Κυβέρνησης οδήγησαν στον Εθνικό Διχασμό, με τον Βενιζέλο να παραιτείται και την Κυβέρνηση των Φιλελευθέρων να αποχωρεί από το προσκήνιο. Η εξέλιξη των γεγονότων υπήρξε καταιγιστική. Εν αρχή η αποβίβαση των συμμαχικών δυνάμεων το φθινόπωρο του 1915 στη Θεσσαλονίκη, κατόπιν η εισβολή των Γερμανών και των Βουλγάρων τον Μάιο του 1916 στην Ανατολική Μακεδονία, εν συνεχεία η επανάσταση πολιτικών στελεχών, Αξιωματικών και στρατιωτών που επέφερε την Επιτροπή Εθνικής Άμυνας στην εξουσία. Οι γαλλικές και οι αγγλικές πιέσεις υπήρξαν τρομακτικές, η Κυβέρνηση των Αθηνών προσπάθησε να προβάλει σθεναρή αντίσταση, το Παλάτι κλήθηκε πολλάκις να αποκηρύξει την ουδετερότητα και τον εύσχημο ρόλο του “Πόντιου Πιλάτου”, τελικά όμως ο Βασιλιάς εκθρονίστηκε και ετράπη σε φυγή. Η Ελλάδα πέρασε επισήμως στο στρατόπεδο των Συμμάχων το 1917, ακολούθησαν μεγάλες μάχες εναντίον Γερμανών και Βουλγάρων, με τις Κεντρικές Δυνάμεις εν τέλει να ηττώνται και να συνθηκολογούν το 1918. Εκτός της απώλειας εδαφών, η Γερμανία υποχρεώθηκε να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις, η Ελλάδα άφνου βρέθηκε με πολλαπλά οφέλη, τα οποία έπρεπε να διαχειριστεί. Η Συνθήκη των Σεβρών της 10ης Αυγούστου του 1920 κατοχύρωσε στην πατρίδα μας τα νησιά του Αιγαίου (εξαιρουμένων των Δωδεκανήσων), τη Δυτική και Ανατολική Θράκη (πλην Κωνσταντινούπολης) και την πενταετή Διοίκηση της ευρύτερης περιοχής της Σμύρνης.

Το κλίμα πανηγυρικό, η παραίτηση της Κυβέρνησης Γούναρη έμοιαζε με την απόλυτη δικαίωση των Βενιζελικών, πολύ σύντομα όμως, τον Νοέμβριο, η φιλοσυμμαχική Κυβέρνηση Βενιζέλου χάνει τις εκλογές και την εξουσία αναλαμβάνουν τα φιλοβασιλικά κόμματα. Από τον Μάρτιο του 1922 τα δημοσιονομικά δεδομένα ήδη περιέρχονται σε πλήρες αδιέξοδο, πρόβλημα που αντιμετωπίζεται πρόσκαιρα με τη «διχοτόμηση της δραχμής», η Ελλάδα ηττάται στο μικρασιατικό μέτωπο, με οδυνηρή συνέπεια την καταστροφή του Μικρασιατικού Ελληνισμού και τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης. Η Μικρασιατική Καταστροφή εξανάγκασε 1.500.000 Έλληνες να εγκαταλείψουν τις εστίες των προγόνων τους, να έρθουν ατάκτως ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω τους πάνω από 600.000 νεκρούς, περιουσίες και το όνειρο μιας «Μεγάλης Ελλάδας» που δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα.

ΜΕΡΟΣ Γ

blank

Κάνοντας μια μικρή αναδρομή προς τα πίσω, μετά την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου και την πλήρη επικράτηση των Βενιζελικών, οι αλλαγές στον χώρο του αθλητισμού υπήρξαν θυελλώδεις, με κορυφαία την αλλαγή στη σύνθεση της ΕΟΑ, στην οποία απέκτησε σημαντικό ρόλο ο ΣΕΑΓΣ. Εκπονήθηκε νομοθετική ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία η Ολυμπιακή Επιτροπή αποτελείτο από 17 πλέον (και όχι 10) μέλη, εκ των οποίων επτά πρότεινε το Υπουργείο και επτά ο ΣΕΑΓΣ. Τα μόνιμα μέλη ήταν ο εκάστοτε διορισθείς Τμηματάρχης Γυμναστικής και Σκοποβολίας του Υπουργείου Παιδείας, ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Στρατιωτικών και ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Ναυτικών.

Στη νέα εποχή, πρώτος Πρόεδρος εξελέγη ο νομικός και διατελέσας Υπουργός Οικονομικών στην Κυβέρνηση των Φιλελευθέρων, Μιλτιάδης Νεγρεπόντης, ένας ακραιφνής Βενιζελικός και Πρόεδρος μεταξύ άλλων της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων στη Θεσσαλονίκη. Ο Νεγρεπόντης θεωρήθηκε καταλληλότερος όλων, καθότι υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος του Ομίλου Αντισφαίρισης Αθηνών, μέλος του Εθνικού από το 1903, μέλος του ΔΣ του Ιππικού Ομίλου και της Φιλίππου Κοινωνίας, Πρόεδρος του Ποδηλατικού Συλλόγου Αθηνών, Αντιπρόεδρος του ΣΕΑΓΣ, μέλος της διοργανωτικής επιτροπής των Θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 1906, μέλος της ελλανοδίκου επιτροπής και αλυτάρχης του Πανελλήνιου Πρωταθλήματος στίβου Ανδρών του 1907 καθώς και Πρόεδρος της ελλανοδίκου επιτροπής των Παναιγύπτιων-Πανελλήνιων Αγώνων του 1910. Ως Πρόεδρος της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων τη διετία 1918-1920 συνέβαλε καθοριστικά στην σύνταξη του νέου νομοθετικού πλαισίου για τον ελληνικό αθλητισμό. Στο πλευρό του Νεγρεπόντη ήταν ως Αντιπρόεδρος ο Γεώργιος Αβέρωφ καθώς και τα έμπιστα στελέχη-μέλη του ΔΣ, Πασπάτης, Ρινόπουλος, Αντωνόπουλος και Γληνός.

Καθ’ όλη την τετραετία 1917-21 εστάλη σε όλα τα σωματεία ειδική εγκύκλιος με αντικείμενο τη διαγραφή των μελών της βασιλικής οικογένειας, με αποτέλεσμα να πάψει προς στιγμήν η επιρροή των Βασιλικών στην πολιτική και την στρατηγική των σωματείων και να ατονήσει η ενασχόληση των παραδοσιακών ευγενών με τα σπορ. Αθλήματα όπως η ιππασία, το τένις, η ξιφασκία ήταν μέσα προβολής για τα μέλη της βασιλικής οικογένειας και γενικότερα για την παλιά “ελίτ” της χώρας και ο βασικός λόγος για τον οποίον ο Διάδοχος είχε ασχοληθεί προσωπικά με την ΕΟΑ και τις εργασίες της. Στόχος της νέας τάξης πραγμάτων ήταν η μείωση του κύρους της βασιλικής οικογένειας και ο αποκλεισμός της από μια δραστηριότητα που την καθιστούσε φιλική και αξιοθαύμαστη στο θυμικό του λαού. Αναφέρεται χαρακτηριστικά στην επίμαχη εγκύκλιο: «Η δράσις των σωματειακών οργανισμών δέον να διατελή όσον ένεστιν ανεπηρέαστος από προσώπων μη εχόντων δεδικαιολογημένην συνάφειαν προς τον σκοπόν και τα κυρίως μέλη του Σωματείου, έκαστος δε φαντάζεται οποίαν επιρροήν θα ήσκει επί των αποφάσεων των Σωματείων και μόνη η παρουσία και συμμετοχή εις τας συζητήσεις γενικής συνελεύσεως μελών της Βασιλικής Οικογενείας έστω και άνευ ψήφου».

Πέραν αυτού, οι Βενιζελικοί άμα τη αναλήψει των καθηκόντων τους απέλυσαν το προσωπικό που είχε διοριστεί από την προηγούμενη διοίκηση, προσέλαβαν στη θέση του “φίλιο” και εξοστράκισαν τον Μερκάτη από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ), διορίζοντας ως αντιπρόσωπο της χώρας τον ίδιο τον Νεγρεπόντη. Αργότερα, μετά την επάνοδο του Βασιλέως Κωνσταντίνου, οι εκδιωχθέντες υπάλληλοι επαναπροσλήφθησαν και επανήλθαν τα εκδιωχθέντα μέλη του ΔΣ, με αποτέλεσμα μετά το 1922 να προστεθούν στο δίπολο εξουσίας και οι επιμέρους ενώσεις. Στον ΣΕΑΓΣ λειτουργούσε ήδη από το 1910 τεχνική επιτροπή επιμέρους αθλημάτων, η οποία υποκαθιστούσε τις ενώσεις και δρούσε σχεδόν ανεξέλεγκτα, μιας και λειτουργούσε παράλληλα και δικαστική επιτροπή επίλυσης διαφορών. Τον “γόρδιο δεσμό” και την υπερσυγκέντρωση αρμοδιοτήτων και εξουσίας έλυσαν ουσιαστικά η άνοδος και η δημοφιλία του ποδοσφαίρου, το οποίο κατέστησε προφανή την ανάγκη ίδρυσης ξεχωριστής ένωσης.

Έτσι, το 1921 ιδρύεται η Ένωση Ποδοσφαιρικών Σωματείων Αθηνών-Πειραιώς, η οποία σε έναν μόλις χρόνο μετονομάστηκε σε Ένωση Ποδοσφαιρικών Σωματείων Ελλάδος (ΕΠΣΕ). Παρότι στο ξεκίνημα της νέας ένωσης όλα κυλούσαν ομαλά, διοργανώνονταν αγώνες στο Ποδηλατοδρόμιο, θεσπίζονταν έπαθλα κ.ο.κ.μετά από ένα επεισοδιακό παιχνίδι του Πειραϊκού Συνδέσμου με την Πειραϊκή Ένωση προέκυψαν τα πρώτα ζητήματα δικαιοδοσίας και αρμοδιοτήτων με τον ΣΕΑΓΣ. Ενώ λοιπόν η ΕΠΣΕ είχε επιβάλει ποινές αποκλεισμού και χρηματικού προστίμου στον Πειραϊκό Σύνδεσμο, οι Πειραιώτες προσέφυγαν στον ΣΕΑΓΣ και την ΕΟΑ, θέτοντας για πρώτη φορά ζήτημα αναγνώρισης πειθαρχικής Αρχής στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Ξεκίνησε ένα “γαϊτανάκι” ανταλλαγής επιστολών, μια πρωτόλεια νομική διαμάχη και κατέστη σαφές ποια Αρχή προΐσταται στον ελληνικό αθλητισμό. ήταν η Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων. Με την αύρα της αναβίωσης των Αγώνων, για ιδεολογικούς και θεσμικούς λόγους, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων έγινε κοινώς αποδεκτό ότι η ΕΟΑ αποτελεί τη βασική αθλητική Αρχή στην πατρίδα μας, με δεύτερο πόλο εξουσίας τον ΣΕΑΓΣ. Όλοι οι υπόλοιποι έπονται.

ΜΕΡΟΣ Δ

Από το 1896 λοιπόν μέχρι και το 1922 ΣΕΑΓΣ και ΕΟΑ διαδραμάτισαν τον σπουδαιότερο θεσμικό ρόλο, ούτως ώστε η «νόσος αθλητίτις» να εξαπλωθεί πρώτα στην πρωτεύουσα και κατόπιν σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Ο άκρατος ενθουσιασμός των Ελλήνων, η δίψα και η αγάπη για τον αθλητισμό έγιναν δεύτερη έξη και οδήγησαν το αθλητικό κίνημα σε κάτι πολύ μεγαλύτερο από ό,τι μπορούσε να φανταστεί ο ανθρώπινος νους. Οπωσδήποτε περιποιεί τιμή στα 28 Ιδρυτικά Σωματεία του ΣΕΑΓΣ το 1897 ότι αποτέλεσαν τους πιονιέρους της οργάνωσης του ελληνικού αθλητισμού υπό έναν φορέα, εξού και είναι δόκιμο να γίνει ξεχωριστή αναφορά στα συγκεκριμένα σωματεία:

  1. Γυμνάσιον Σμύρνης
  2. Γυμναστικός Σύλλογος «Αβέρωφ» Ναυπλίου
  3. Γυμναστικός Σύλλογος Αμαρουσίου
  4. Γυμναστικός Σύλλογος «Άρατος» Κιάτου
  5. Γυμναστικός Σύλλογος Βόλου
  6. Γυμναστικός Σύλλογος «η Ολυμπία» Ανδρίτσαινας
  7. Γυμναστικός Σύλλογος Κερκύρας
  8. Γυμναστικός Σύλλογος Κύμης
  9. Γυμναστικός Σύλλογος Λαμίας
  10. Γυμναστικός Σύλλογος «ο Γλαύκος» Χαλκίδας
  11. Γυμναστικός Σύλλογος «ο Στράτων» Αιγίου
  12. Γυμναστικός Σύλλογος «ο Φωκιανός» Κουκουβαούνων
  13. Γυμναστικός Σύλλογος Στυλίδος
  14. Γυμναστικός Σύλλογος Τήνου
  15. Γυμναστικός Σύλλογος «Φιλόξενος» Ζακύνθου
  16. Εθνικός Γυμναστικός Σύλλογος
  17. Ηπειρωτικός Σύλλογος «Σκουφάς» Άρτας
  18. «Ηρακλής» Αγρινίου
  19. Λοκρικός Γυμναστικός Σύλλογος Αταλάντης
  20. Μεσσηνιακός Γυμναστικός Σύλλογος Καλαμάτας
  21. Ναυπακτιακός Γυμναστικός Σύλλογος
  22. «Ολύμπια» Λεμεσού
  23. Όμιλος Πεζοπόρων Πειραιώς
  24. «Παγκύπρια» Λευκωσίας
  25. Παναχαϊκός Γυμναστικός Σύλλογος Πάτρας
  26. Πανελλήνιος Γυμναστικός Σύλλογος
  27. Πειραϊκός Σύνδεσμος
  28. Σύλλογος Φιλοπροόδων Τριπόλεως.

Ακολούθησαν ιδρύσεις σωματείων σχεδόν σε κάθε γειτονιά της Αθήνας, στην επαρχία, σε κωμοπόλεις, στα νησιά. Ο αθλητισμός έγινε το υπ’ αριθμόν ένα  ψυχαγωγικό μέσο, προσελκύοντας όχι μόνο το ενδιαφέρον των αθλουμένων αλλά και των ανθρώπων που ψυχαγωγούντο παρακολουθώντας τους αθλητές. Είναι κοινή αίσθηση ότι η διάσταση του αθλητισμού ως “θέαμα” γεννήθηκε αφ’ εαυτής, δίχως χειραγώγηση της κοινής γνώμης, χωρίς την επιβολή από κανέναν. Η τέρψη του κοινού υπήρξε πηγαία, πολλές φορές άγγιζε και τα όρια της υπερβολής, όπως κάθε τι που εξάπτει συναισθήματα. Δεν είχε πλέον τόση σημασία η κοινωνική σύνθεση, η διαφορετική πολιτισμική παράδοση κάθε τόπου. Ο αθλητισμός έλαβε “οικουμενικό” χαρακτήρα και απέκτησε εντελώς διαφορετικές διαστάσεις, όταν παγιώθηκαν λαοφιλή σπορ, όπως το ποδόσφαιρο, στη συνείδηση των Ελλήνων και αντιλήφθηκε το κοινό τις έννοιες του σκορ, της επίδοσης, της υπερπροσπάθειας.

Η ΕΟΑ (από το 2000, δεδομένης και της ανάληψης της Ολυμπιάδας του 2004 από την Ελλάδα, μετονομάστηκε σε Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή) αποτελεί διαχρονικά τον κορυφαίο φορέα που εργάζεται για την ανάπτυξη, προώθηση και προστασία του Ολυμπιακού κινήματος, του ευ αγωνίζεσθαι και της εξωσχολικής σωματικής αγωγής, σύμφωνα με τις αρχές του Ολυμπιακού Ιδεώδους και των παραδόσεων του ελληνικού αθλητισμού. Ασκεί την εποπτεία των Ολυμπιακών αθλημάτων και συνεργάζεται με την πολιτεία καθώς και με δημόσιους και ιδιωτικούς οργανισμούς για την προώθηση υγιούς πολιτικής στον χώρο του αθλητισμού, διαδίδοντας την αγάπη για τον αθλητισμό και τον σεβασμό του αθλητικού πνεύματος μεταξύ των νέων. Από ιδρύσεώς της, σε συνεργασία με τις αρμόδιες εθνικές ομοσπονδίες οργανώνουν την προετοιμασία των αθλητών και προβαίνουν στην τελική επιλογή των αθλητών που εκπροσωπούν την Ελλάδα στους Ολυμπιακούς και τους Μεσογειακούς Αγώνες. Η ΕΟΑ διοικεί, διαχειρίζεται και μεριμνά για τη συντήρηση των κάθε μορφής αθλητικών και μη εγκαταστάσεών της, των παραρτημάτων και των περιβαλλόντων δημόσιων χώρων τους. Τέτοιες είναι το Ολυμπιακό Κολυμβητήριο και το Παναθηναϊκό Στάδιο στην Αθήνα, το νεοκλασσικό κτήριο της οδού Καψάλη στο Κολωνάκι (όπου στεγαζόταν μέχρι το 1998), οι εγκαταστάσεις της ΔΟΑ και του Ολυμπιακού Μουσείου στην Αρχαία Ολυμπία, η Αφετηρία του Μαραθώνιου Δρόμου στον Μαραθώνα και τέλος το Ολυμπιακό Αθλητικό Κέντρο Αθηνών (ΟΑΚΑ), στη διοίκηση του οποίου συμμετέχει διά των εκπροσώπων της. Μεριμνά επίσης αφενός για την Αφή της Ολυμπιακής Φλόγας κατά τους Θερινούς και τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες (της οποίας φέρει και την αποκλειστική ευθύνη) καθώς και στο πλαίσιο κάθε άλλης ανάλογης περίπτωσης (σύμφωνα με τις αποφάσεις της Ολομέλειάς της) και αφετέρου για την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων του Ολυμπιακού Χάρτη της ΔΟΕ.

Σχετική με το τελευταίο αυτό σημείο είναι και η αρμοδιότητα της ΕΟΕ να διατυπώνει προτάσεις προς τη ΔΟΕ που αφορούν τόσο στους κανόνες του Ολυμπιακού Χάρτη και τις ερμηνευτικές τους διατάξεις όσο και στο Ολυμπιακό κίνημα γενικά και την οργάνωση και διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων ειδικότερα. Αρμοδιότητα της ΕΟΕ είναι και η επιλογή της ελληνικής πόλης που θα θελήσει να θέσει υποψηφιότητα για την ανάληψη της διοργάνωσης Ολυμπιακών ή Μεσογειακών Αγώνων. Με αυτήν την αρμοδιότητα υπέβαλε επισήμως στη ΔΟΕ στις 20 Ιουνίου 1988 την υποψηφιότητα της Αθήνας για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 1996 και στις 15 Δεκεμβρίου 1995 την υποψηφιότητά της για τους Αγώνες του 2004. Επιπλέον, μεριμνά για τη συγγραφή, εκτύπωση και διάδοση αφενός ειδικών εκδόσεων που αφορούν στην ανάπτυξη και προαγωγή της Ολυμπιακής Ιδέας, της ιστορίας του Ολυμπισμού, της εξωσχολικής Φυσικής Αγωγής και του αθλητισμού εν γένει καθώς και αφετέρου κάθε είδους έντυπου υλικού που αποσκοπεί στην επίτευξη των στόχων της ΔΟΑ. Τέλος, εισηγείται στον αρμόδιο και εποπτεύοντα αυτής Υπουργό Αθλητισμού τη λήψη μέτρων που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην επίτευξη των στόχων της. Σύμφωνα με το καταστατικό της ΕΟΕ, το οποίο έχει λάβει και την έγκριση της ΔΟΕ, την Διοίκηση της Επιτροπής ασκούν:

  • η Ολομέλεια της Επιτροπής, στην οποία περιλαμβάνονται ex officio τα μέλη της ΔΟΕ για την Ελλάδα και η οποία αποτελείται από τους εκπροσώπους των Εθνικών Ομοσπονδιών Ολυμπιακών Αθλημάτων, έναν εν ενεργεία αθλητή ή παλαιό αθλητή και μία εν ενεργεία αθλήτρια ή παλαιά αθλήτρια, οι οποίοι έχουν λάβει μέρος τουλάχιστον σε μία Ολυμπιάδα, και δύο προσωπικότητες κύρους.
  • η Εκτελεστική της Επιτροπή, η οποία αποτελείται από επτά μέλη. Μέλη αυτής είναι αυτοδικαίως: ο Πρόεδρος της ΕΟΕ, τα Μέλη της ΔΟΕ για την Ελλάδα, ο Α’ Αντιπρόεδρος, ο Γενικός Γραμματέας και ο Ταμίας. Η Ολομέλεια εκλέγει από τα μέλη της τα υπόλοιπα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής μέχρι συμπληρώσεως του απαιτουμένου αριθμού επτά.

Τέλος, η ΕΟΑ περιλαμβάνει την  Επιτροπή Ολυμπιακής Προετοιμασίας, την Επιτροπή Ολυμπιακής Λαμπαδηδρομίας, την Επιτροπή Αθλητών, την Επιτροπή Ισότητας των Φύλων, την Επιτροπή Μάρκετινγκ, την Επιτροπή Φίλαθλου Πνεύματος, Ηθικής και Δεοντολογίας και την Εθνική Ολυμπιακή Ακαδημία. Το ιστορικό των Προέδρων, Αντιπροέδρων και Γενικών Γραμματέων ανά τις περιόδους λειτουργίας της είναι το ακόλουθο:

Χρονική ΠερίοδοςΠρόεδροςΑντιπρόεδροςΓενικός Γραμματέας
24/11/1894Επίτιμος Πρόεδρος:
Διάδοχος Κωνσταντίνος

Στέφανος Σκουλούδης

  
13/1/1895

1901
Διάδοχος Κωνσταντίνος Τιμολέων Φιλήμων
(απεβίωσε το 1898)
1901

1905
Διάδοχος Κωνσταντίνος Σπυρίδων Λάμπρος
1906

1912
Διάδοχος ΚωνσταντίνοςΠρίγκιπας ΓεώργιοςΣπυρίδων Λάμπρος
1913Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’Πρίγκιπας ΓεώργιοςΣπυρίδων Λάμπρος
1914

1917
Διάδοχος ΓεώργιοςΠρίγκιπας ΓεώργιοςΣπυρίδων Λάμπρος
1918

1920
Μιλτιάδης ΝεγρεπόντηςΓεώργιος ΑβέρωφΜιχαήλ Ρινόπουλος
1921

1922
Διάδοχος ΓεώργιοςΠρίγκιπας Γεώργιος,
Πρίγκιπας Νικόλαος,
Σπυρίδων Στάης
Γεώργιος Στρέιτ
1922

1923
Βασιλιάς Γεώργιος Β’Πρίγκιπας Γεώργιος,
Πρίγκιπας Νικόλαος,
Σπυρίδων Στάης
Γεώργιος Στρέιτ
1924

30/4/1927
Γεώργιος ΑβέρωφΜιλτιάδης ΝεγρεπόντηςΜιχαήλ Ρινόπουλος
1927

30/4/1930
Γεώργιος ΑβέρωφΣπυρίδων ΣτάηςΜιχαήλ Ρινόπουλος
1/5/1930

31/8/1935
Ιωάννης ΔροσόπουλοςΝικόλαος ΑθανασιάδηςΜιχαήλ Ρινόπουλος
1/9/1935

30/1/1936
Ιωάννης ΔροσόπουλοςΝικόλαος ΑθανασιάδηςΙωάννης Κετσέας
1936

1938
Διάδοχος ΠαύλοςΙωάννης Δροσόπουλος,
Νικόλαος Αθανασιάδης
Ιωάννης Κετσέας
1939

1940
Διάδοχος ΠαύλοςΙωάννης Μεταξάς (Α’),
Νικόλαος Σπέντζας (Β’)
Ιωάννης Κετσέας
1941Διάδοχος ΠαύλοςΑλέξανδρος Κορυζής (Α’),
Νικόλαος Σπέντζας (Β’)
Ιωάννης Κετσέας
1942

1948
Διάδοχος ΠαύλοςΠρωθυπουργός (Α’),
Υπουργός Παιδείας (Β’)
Ιωάννης Κετσέας
1948

1952
Βασιλιάς ΠαύλοςΠρωθυπουργός (Α’),
Υπουργός Παιδείας (Β’)
Ιωάννης Κετσέας
1953

1954
Προεδρεύοντες:
Κωνσταντίνος Γεωργακόπουλος,
Ιωάννης Κετσέας
 Βασίλειος Λεοντόπουλος
1955

1957
Διάδοχος ΚωνσταντίνοςΚωνσταντίνος Γεωργακόπουλος (Α’),
Απόστολος Νικολαΐδης (Β’)
Βασίλειος Λεοντόπουλος
1957

1960
Διάδοχος ΚωνσταντίνοςΚωνσταντίνος Γεωργακόπουλος (Α’),
Νικόλαος
Μπαλτατζής-Μαυροκορδάτος (Β’)
Βασίλειος Λεοντόπουλος
1961

1964
Διάδοχος ΚωνσταντίνοςΘεοδόσιος Παπαθανασιάδης (Α’),
Ιωάννης Κετσέας (Β’)
Πύρρος Λάππας
1965

6/8/1965
Διάδοχος ΕιρήνηΘεοδόσιος Παπαθανασιάδης (Α’),
Ιωάννης Κετσέας (Β’)
Πύρρος Λάππας
6/8/1965

1968
Διάδοχος ΕιρήνηΘεοδόσιος Παπαθανασιάδης (Α’),
Δημήτριος Ξηρουχάκης (Β’)
Πύρρος Λάππας
1/1/1969

30/1/1973
Θεοδόσιος ΠαπαθανασιάδηςΕυάγγελος Μοιρόπουλος (Α’),
Δημήτριος Ξηρουχάκης (Β’)
Επαμεινώνδας Πετραλιάς
31/1/1973

6/7/1974
Σπυρίδων ΒελλιανίτηςΕυάγγελος Μοιρόπουλος (Α’),
Δημήτριος Ξηρουχάκης (Β’)
Επαμεινώνδας Πετραλιάς
6/7/1974

30/8/1974
Σπυρίδων ΒελλιανίτηςΔημήτριος Ξηρουχάκης (Α’),
Νικόλαος
Μπαλτατζής-Μαυροκορδάτος
 (Β’)
Επαμεινώνδας Πετραλιάς
30/8/1974

31/12/1976
Απόστολος ΝικολαΐδηςΓεώργιος Αθανασιάδης (Α’),
Δημήτριος Ξηρουχάκης (Β’)
Νίκος Φιλάρετος
22/2/1977

31/12/1980
Γεώργιος ΑθανασιάδηςΕπαμεινώνδας Πετραλιάς (Α’),
Νικόλαος Νησιώτης (Β’)
Νίκος Φιλάρετος
26/2/1981

14/4/1983
Γεώργιος Αθανασιάδης
(έως 19/3/83)
Άγγελος Λεμπέσης (Α’),
Αντώνιος Τζίκας (Β’)
Νίκος Φιλάρετος
14/4/1983

31/12/1984
Άγγελος ΛεμπέσηςΑντώνιος Τζίκας (Α’),
Μενέλαος Γκράτσιος (Β’)
Νίκος Φιλάρετος
18/2/1985

31/12/1988
Λάμπης ΝικολάουΓιάννης Παπαδογιαννάκης (Α’),
Ζαχαρίας Αλεξάνδρου (Β’)
Γεώργιος Βήχος
7/2/1989

31/12/1992
Λάμπης ΝικολάουΓιάννης Παπαδογιαννάκης (Α’),
Ζαχαρίας Αλεξάνδρου (Β’)
Δημήτριος Διαθεσόπουλος
4/2/1993

31/12/1996
Αντώνιος ΤζίκαςΕμμανουήλ Κατσιαδάκης (Α’),
Μάρτον Σίμιτσεκ (Β’)
Διονύσης Γάγγας
1997

2005
Λάμπης Νικολάου  
2005

2009
Μίνως Κυριακού  
2009

2021
Σπύρος ΚαπράλοςΠαύλος Κανελλάκης (Α’),
Θανάσης Βασιλειάδης (Β’)
Εμμανουήλ Κατσιαδάκης,
Εμμανουήλ Κολυμπάδης
(από το 2016)

ΜΕΡΟΣ Ε

Από το 1896, όταν ξεκίνησε η μέτρηση των επιδόσεων των αθλητών, ξεκίνησε η καταγραφή των «ρεκόρ» και σε πανελλήνιο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η καταγραφή των επιδόσεων βοήθησε τους αθλητές να βελτιωθούν ατομικά, ενώ ταυτόχρονα προσέδωσε πρόσθετο ενδιαφέρον στον θεατή του εκάστοτε αγωνίσματος ή αθλητικού γεγονότος. «Μέτρον, υπέρωρον, υπερβατόν», όπως κατέγραψε ο Σπυρίδων Λάμπρος, ασχέτως εάν εν τέλει επικράτησε ο όρος «επίδοσις». Τα ρεκόρ και η αναγνώριση των Ελλήνων πρωταθλητών ενίσχυαν την άμιλλα και ενθάρρυναν τους αθλητές να βελτιωθούν. Παράλληλα, οι Πανελλήνιοι Αγώνες στίβου απέκτησαν νέο και ξεχωριστό ενδιαφέρον υπό την αιγίδα του ΣΕΑΓΣ.

Οι αρχικές αντιρρήσεις από τους εκπροσώπους της “παλαιάς” σχολής κάμφθηκαν, είναι χαρακτηριστικές οι έντονες αντιδράσεις του Ιωάννη Χρυσάφη, ο οποίος ξιφουλκούσε ενάντια στη νέα φιλοσοφία της “μοντέρνας” τάξης πραγμάτων: «Ο νεώτερος αθλητισμός, ήτοι η εις το έπακρον επίδοσις εις εν και μόνον αθλητικόν αγώνισμα, ο άγνωστος παρ’ ημίν μέχρι της εποχής εκείνης, εισήλασεν ακάθεκτος εις τα Ελληνικά γυμναστήρια, συνεισαγαγών πάσαν την αθλητικήν αμετρίαν και την υπερβολήν, που οδήγησε στην αγοραπωλησίαν των αθλητών, τον περιορισμόν της όλης δράσεως των Συλλόγων εις την παντί τρόπω συγκρότησιν και συντήρησιν ενός μικροθιάσου αθλητών, ο οποίος εις τους ετησίους Πανελληνίους αγώνας ν’ ασφαλίζη το έπαθλον και όλην εν γένει την άλογον αυτήν παρεκτροπήν από του κυρίου σκοπού της σωματικής αγωγής». Οι αιτιάσεις του Χρυσάφη είχαν βάση, πλην όμως η εθνική ανάταση μετά την ταπείνωση του πολέμου ήταν πρωτεύον μέλημα και κυρίαρχος στόχος για το Ελληνικό κράτος.

Επί αυτής της αφετηρίας, οι Πανελλήνιοι Αγώνες εξελίχθηκαν σε εξισωτικό αντίβαρο της “ελληνικότητας” που εξέφραζε, επί παραδείγματι,  η εθνική νίκη του Σπύρου Λούη το 1896. Ο ευρύτερος συντονισμός και η διοργάνωση των Αγώνων ήταν και ο βασικός λόγος συγκρότησης του ενιαίου συνδέσμου των (νεοϊδρυθέντων ή υπό ίδρυση) σωματείων, του ΣΕΑΓΣ, πρώτος Πρόεδρος του οποίου υπήρξε ο Σπυρίδων Λάμπρος και ανέκαθεν συγκροτείτο από εξέχοντα μέλη της πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής και αθλητικής σκηνής:

Οι Πρόεδροι του ΣΕΓΑΣ, από ιδρύσεώς του

1897 – 1905

Σπ. Λάμπρος

1906 – 1909

Α.-Ρ. Ραγκαβής

1910 – 1911

Α. Παναγιωτόπουλος

1912 – 1913

Π. Καλλιγάς
(δεν αποδέχθηκε την εκλογή του και χρέη Προέδρου εκτέλεσαν οι:

Β. Αντωνόπουλος,
Μ. Μίνδλερ,
Ν. Νεγρεπόντης)

1914 – 1926

Μ. Μίνδλερ

1927 – 1928

Ν. Αθανασιάδης

1929 – 1930

Μ. Ρινόπουλος

1930 – 1931

Ι. Κετσέας

1932 – 1945

Μ. Ρινόπουλος

1946 – 1967

Απ. Νικολαΐδης

1968 – 1972

Ε. Μοιρόπουλος
(διορισμένος-μη εκλεγμένος)

1973 – 1974

Α. Κουνάδης
(διορισμένος-μη εκλεγμένος)

1974 – 1975

Γ. Ρεδιάδης
(διορισμένος-μη εκλεγμένος)

12/1975 – 09/1982

Γ. Μαρσέλλος

1982 – 01/1984

Η. Μισαηλίδης

02/1984

Φ. Σερπιέρης
(
interim)

1984 – 08/1987

Γ. Κατσιμπάρδης

1987 – 05/1997

Σ. Μολυβάς

06/1997 – 01/2007

B. Σεβαστής

02/2007 – 03/2007

Π. Παπαμιχαήλ

04/2007 – 10/2012

B. Σεβαστής

10/2012 – 03/2021

Κ. Παναγόπουλος

03/2021

Σ. Σακοράφα

 

Οι Γενικοί Γραμματείς του ΣΕΓΑΣ, από ιδρύσεώς του

1897 – 1905

Π. Καλλιγάς

1906 – 1907

Ν. Αθανασιάδης

1908 – 1916

Μ. Ρινόπουλος

1917 – 1918

Ν. Πρωτόπουλος

1919 – 1920

Α. Σαράτσογλου

1921 – 1922

Μ. Ρινόπουλος

1923 – 1926

Σ. Βούρος

1927 – 1931

Γ. Κίτσος

1932 – 1945

Α. Νικολαΐδης

1946 – 1967

Δ. Ξηρουχάκης

1968 – 1972

Ν. Παπαρέσκος
(διορισμένος-μη εκλεγμένος)

1973 – 1974

Α. Κοκκώνης
(διορισμένος-μη εκλεγμένος)

1974 – 1975

Γ. Τουμπουλίδης
(διορισμένος-μη εκλεγμένος)

1975 – 1976

Σ. Πισαλάς

1976 – 1979

Ε. Μιχαήλ

1979 – 1983

Ε. Αναγνωστάκης

1984 – 1989

Ι. Σκορδίλης

1989 – 05/1995

Κ. Γραμματικόπουλος

1995 – 05/1997

Ε. Δάρας

06/1997 – 09/2000

Ε. Παπαποστόλου

09/2000 – 09/2004

Μ. Ξεκαλάκης

09/2004 – 11/2005

Γ. Χαλκίδης

11/2005 – 09/2008

Α. Βογιατζής

09/2008 – 10/2012

Π. Δημάκος

10/2012 – 03/2021

Β. Σεβαστής

04/2021

Α. Χασκής

 

Η εν γένει μορφολογία των Πανελλήνιων Αγώνων ανταποκρινόταν στην ιδιαίτερη αθλητική γεωγραφία του ΣΕΑΓΣ και συνέδεε την ταυτότητά τους με τον ελληνικό αλυτρωτισμό και τις διεργασίες πολιτικής ενοποίησης και πολιτισμικής ομογενοποίησης. Ο αρχικός σχεδιασμός έκανε λόγο για διοργάνωση Αγώνων το 1897 και διεξαγωγή τους σε ετήσια βάση, η συμμετοχή του Λάμπρου στον πόλεμο όμως οδήγησε στην αναβολή. Δεδομένων των οικονομικών και οργανωτικών προβλημάτων που προέκυψαν, ως χρονολογία-ορόσημο της τέλεσης των Πανελλήνιων Αγώνων ορίζουμε το 1901.

Την άνοιξη του έτους (συγκεκριμένα 5-8 Απριλίου, για να υπάρχει και μια συνάφεια με τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς) έγιναν στο Καλλιμάρμαρο οι πρώτοι Πανελλήνιοι Αγώνες, με συμμετοχή 130 αθλητών από 12 συλλόγους, τρεις εκ των οποίων προέρχονταν από την Κύπρο. Ο ΣΕΑΓΣ, παράλληλα με τους Αγώνες, διοργάνωσε και Έκθεση στο Ζάππειο, αφιερωμένη στη Μεγαλόνησο, τιμώντας έτσι τους Κυπριακούς συλλόγους που μετείχαν, ήτοι την Ολύμπια Λεμεσού, τον Ζήνωνα και την Παγκύπρια. Κατά τη δεξίωση, εκφωνήθηκαν λόγοι πατριωτικού περιεχομένου και μετείχαν η βασιλική οικογένεια και ανώτατοι πολιτικοί και εκκλησιαστικοί παράγοντες της Ελλάδας, δίνοντας έτσι το σύνθημα της ένωσης.

Οι Πανελλήνιοι Αγώνες είναι η αφορμή για την πρώτη επίσημη καταγραφή επιδόσεων σε αγώνες αμιγώς ελληνικού χαρακτήρα, ενώ για πρώτη φορά είχαμε και θεσμοθέτηση «επάθλου νίκης» για τον πρωτεύσαντα σύλλογο. Κατά κάποιον τρόπο έτσι γεννήθηκαν και οι πρώτες αντιπαλότητες, έτσι εμφανίστηκαν και τα πρώτα ψήγματα φανατισμού και προέκυψαν οι αντιπαραθέσεις σε διοικητικό επίπεδο μεταξύ των κορυφαίων συλλόγων της εποχής, οι οποίες οδήγησαν και στη μετέπειτα διάσπαση του ΣΕΑΓΣ. Εν συνεχεία, ήρθε ο νόμος ΒΧΚΑ να προσδώσει θεσμικό χαρακτήρα στους Αγώνες και όλα πήραν τον δρόμο τους.

ΜΕΡΟΣ ΣΤ

Προϊόντος του χρόνου και μετά την εμφάνιση και του δεύτερου πόλου, της ΕΟΑ, πλην των Πανελληνίων ξεκίνησαν να θεσμοθετούνται και άλλα είδη αγώνων και, όταν πλέον δημιουργήθηκαν και οι επιμέρους ενώσεις, η πυραμίδα απέκτησε την επίσημη και θεσμοθετημένη μορφή της. Ο ΣΕΑΓΣ προσδιόρισε τα μέλη που συγκρότησαν τις ελλανόδικες επιτροπές των Αγώνων, συμπεριλαμβανομένων και των σχολικών, και ουσιαστικά καθόρισε το modus operandi των ενώσεων και των ομοσπονδιών, τουλάχιστον μέχρι το 1928, όταν και άλλαξε την ονομασία του και έγινε ο γνωστός μέχρι σήμερα ΣΕΓΑΣ (Σύνδεσμος Ελληνικών Γυμναστικών Αθλητικών Σωματείων), καθιερώνοντας μεταξύ άλλων και την πρώτη συνάντηση εθνικών ομάδων στους Βαλκανικούς Αγώνες. Πρωτοβουλία του ΣΕΓΑΣ υπήρξαν και οι Μεσογειακοί Αγώνες το 1934, οι οποίοι, αν και δεν διεξήχθησαν αμέσως, καθιερώθηκαν στη συνείδηση των λαών της Μεσογείου. Αναγνωρίζοντας την προσφορά του στο παγκόσμιο αθλητικό γίγνεσθαι, η ΔΟΕ βράβευσε τον Σύνδεσμο το 1935, απονέμοντάς του το «Ολυμπιακό Κύπελλο» για τις υπηρεσίες του στον αθλητισμό, τη διάδοση της Ολυμπιακής Ιδέας, τις διοργανώσεις διεθνών και μη αγώνων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, οι Μεσολυμπιάδες, τα Ελευθέρια, τα Σωτήρια, οι γυμναστικές επιδείξεις, οι παιδικοί και εφηβικοί αγώνες, οι διασωματειακοί των ειδικών σπορ, οι πανεπιστημιακοί και πολλοί ακόμα. Ειδικά τα πρώτα χρόνια ο ΣΕΓΑΣ βοήθησε τα ελληνικά σωματεία και για τη συμμετοχή τους σε διεθνείς αγώνες, όπως ήταν οι Πανιώνιοι στη Σμύρνη, οι Αιολικοί στις Κυδωνιές, οι Παγκύπριοι στη Λευκωσία, οι Παναιγύπτιοι στην Αλεξάνδρεια και άλλοι.

Το κύριο και σημαντικό της αθλητικής παλιγγενεσίας άμα τη οργανώσει των θεσμών είναι το γεγονός ότι σε πολύ δύσκολες εποχές απέκτησαν ζωή και έδωσαν σφυγμό μέσω του αθλητισμού όλοι οι αθλητικοί χώροι σε κέντρο και περιφέρεια. Πάτρα, Βόλος, Λάρισα, Τρίκαλα, Λιβαδειά, Σπάρτη, Τρίπολη ακολούθησαν το παράδειγμα των Αθηνών, διοργανώνοντας αγώνες και διασπείροντας το “μικρόβιο” του αθλητισμού στους νέους ανθρώπους. Η Αθήνα, το Παναθηναϊκό Στάδιο, το Ποδηλατοδρόμιο, το Σκοπευτήριο στην Καλλιθέα, το Κεντρικό Γυμναστήριο, το Ζάππειο, η Μπελλένειος Σχολή αποτέλεσαν τον σπόρο διάδοσης του αθλητισμού στην επαρχία και, όταν πια μπήκε και το ποδόσφαιρο στη ζωή των Ελλήνων, ο αθλητισμός και τα σπορ απέκτησαν διαφορετικό νόημα για το dna της πατρίδας μας.

Από τον ΠΣ Γουδή (ο πρώτος επίσημος καταγεγραμμένος ποδοσφαιρικός σύλλογος στην Ελλάδα), τον Πανελλήνιο και τον Πειραϊκό μέχρι τον Ποδοσφαιρικό Όμιλο Αθηνών του 1908 (μεταγενέστερα κατέληξε στον Παναθηναϊκό), το ποδόσφαιρο ήλθε «να διάδοση και να προαγάγη την παιδιάν της ποδοσφαιρίσεως παρά τω λαώ διά της εν ειδικώ χώρω εκγυμνάσεως των μελών του Ομίλου και εν γένει των οπαδών της ποδοσφαιρίσεως και της προκηρύξεως ειδικών αγώνων η της συμμετοχής εις τους παρά των άλλων συλλόγων η επιτροπών προκηρυσσομένους αγώνας». Το ποδόσφαιρο εκτόξευσε στα ύψη το ενδιαφέρον και τον ενθουσιασμό. Ειδικά στις νεαρές ηλικίες έκανε θραύση, σε βαθμό να ανησυχήσουν οι “παραδοσιακοί” γυμναστές και δάσκαλοι στα κατά τόπους σωματεία. Ο Πανελλήνιος χαρακτηριστικά “αποκηρύττει” την ποδοσφαίριση, κάνοντας λόγο ότι «απομακρύνει τους μαθητάς από των τακτικών γυμναστηρίων προς προφανή ζημίαν της αληθούς γυμναστικής και αυτών τούτων των ατάκτως ανά τας οδούς και τας ρύμας της πόλεως ποδοσφαιριζόντων νεανιών και παίδων». Στην πραγματικότητα, δεν είχε γίνει ακόμη αντιληπτή η ψυχαγωγική λειτουργία του ποδοσφαίρου, η πολύπλευρη προπόνηση, η ευκολία με την οποία μπορούσε να εισαχθεί στα σχολεία και τις αμέτρητες διαθέσιμες αλάνες των αστικών κέντρων. Ήταν η πρώτη φορά οπότε ένα άθλημα δεν λόγιζε κοινωνικές τάξεις, η πρώτη φορά κατά την οποία ένα «τόπι» μπορούσε να χαρίσει χαμόγελα στα παιδιά. Ένας εκ των κορυφαίων παραγόντων του ελληνικού αθλητισμού και “Πατριάρχης” του Παναθηναϊκού Αθλητικού Ομίλου, ο Απόστολος Νικολαΐδης, σημειώνει ότι το ποδόσφαιρο «είναι αναμφιβόλως η αρίστη οδός διά την παρασκευήν σωμάτων αθλητών και ψυχών με ανδρικόν σθένος και αίσθημα αλληλεγγύης, ανταποκρίνεται δε και προς τας φυσικάς ορμάς του νέου. Η εν ελευθέρω χώρω ελευθέρα εξάσκησις, η οποία δεν έχει κανέναν διδασκαλικόν χαρακτήρα και υποχρεωτικήν φοίτησιν και πειθαρχίαν, η έμφυτος κλίσις του παιδιού προς τον συναγωνισμόν και την συνεργασίαν, η ποικιλία του παιχνιδιού, όλα αυτά κάμουν το ποδόσφαιρον προσφιλέστατον εις τους νέους». Όταν προστέθηκαν δε και τα σωματεία (μαζί με την τεχνογνωσία) του ξεριζωμένου Ελληνισμού το ‘22, η εκτόξευση του ποδοσφαίρου υπήρξε εντυπωσιακή.

ΜΕΡΟΣ Ζ

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘20 στην Ελλάδα δεν υπήρχε καν η σκέψη να συσταθεί ποδοσφαιρική ομοσπονδία. Η δημοφιλία του σπορ ήταν ακόμη στα “σπάργανα”, ο αθλητισμός ως θέαμα ακόμη δεν είχε γίνει αποδεκτός στην υψηλή κοινωνία και τα ανώτερα πολιτειακά κλιμάκια. Όταν το Ελληνικό κράτος αποφάσισε καθυστερημένα να οργανωθεί, το ποδόσφαιρο είχε ήδη αποκτήσει λαϊκό έρεισμα, δεν ήταν τόσο “υποδεέστερο” όσο το λόγιζαν οι προύχοντες. Η ίδρυση και σύσταση της Ομοσπονδίας έφερε για πρώτη φορά σε ευθεία αντιπαράθεση τον κρατικό μηχανισμό με τους μεγάλους συλλόγους της Αθήνας και του Πειραιά. Για Θεσσαλονίκη και υπόλοιπη επαρχία ούτε λόγος ακόμη, αφού εκείνη την εποχή οι αποστάσεις φάνταζαν πραγματικά δυσθεώρητες και μόνον οι πλούσιοι είχαν τη δυνατότητα να ταξιδεύουν τόσο μακριά. Ένα ταξίδι Αθήνα-Θεσσαλονίκη ήταν πραγματικά μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Άλλωστε εκείνα τα χρόνια στην επαρχία το άθλημα δεν ήταν ευρέως διαδεδομένο. Υπήρχαν και οι τρεις “μεγάλοι” των Αθηνών και του Πειραιά, αλλά πλήρως “κατανεμημένοι”. Η ΑΕΚ ήταν η ομάδα των προσφύγων, ο Ολυμπιακός του επινείου και ο Παναθηναϊκός (κυρίως) των Αθηναίων αστών. Υπήρχαν και ο πολύ δυνατός Πανιώνιος (επίσης σωματείο προσφύγων), ο Απόλλων Αθηνών, ο Ατρόμητος Πειραιά, πολλές ομάδες απ’ άκρη σ’ άκρη της πρωτεύουσας, γιατί το ποδόσφαιρο γοήτευε τις λαϊκές τάξεις και ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για κοινωνική εκτόνωση.

Όταν ξεκίνησε να παίρνει σάρκα και οστά η σύσταση και η συγκρότηση της ΕΠΟ, το ποδόσφαιρο αποτελούσε ατραξιόν για τον Έλληνα και τον Αθηναίο των λαϊκών στρωμάτων, βαθμηδόν αύξανε τους οπαδούς του και από στόμα σε στόμα ξεπηδούσαν καινούργιοι λαϊκοί ήρωες. Τον Νοέμβριο του 1926 λοιπόν ιδρύεται η Ελληνική Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου. Σχεδόν άμεσα, κατόπιν ευθείας ρήξης με τον Ολυμπιακό Πειραιώς, εκδίδει μια πρωτόγνωρη απόφαση, αποκλείοντας το νεοσύστατο (από το 1925) σωματείο από κάθε εγχώρια διοργάνωση της δικαιοδοσίας της, συμπεριλαμβανομένων και των φιλικών αγώνων εντός επικράτειας. Η απόφαση της ΕΠΟ ξεσηκώνει θύελλα διαμαρτυριών από μέρους του Ολυμπιακού, ο οποίος βρίσκει πρόθυμους συμμάχους (απέναντι στη διοργανώτρια Αρχή) τους αιώνιους μετέπειτα αντιπάλους του, τον Παναθηναϊκό και την ΑΕΚ. Κάπως έτσι, την 31η Οκτωβρίου του 1927 γεννιέται το περίφημο ΠΟΚ, ένα ακρώνυμο που θα στοίχειωνε για πάρα πολλά χρόνια τις συζητήσεις των Ελλήνων φιλάθλων και θα παρέμενε ως σταθερά για περισσότερα από 35 χρόνια, αλλάζοντας επί της ουσίας τον ρου της ιστορίας του ποδοσφαίρου στη χώρα μας.

Ο Ποδοσφαιρικός Όμιλος Κέντρου θρυλείται ότι πήρε το όνομά του από τα αρχικά των τριών δυνατών ομάδων του «Κέντρου», του Παναθηναϊκού, του Ολυμπιακού και της Α.Ε.Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίοι σε ένα αρραγές μέτωπο εναντίον της ΕΠΟ, αποφάσισαν μια πρωία να αυτονομηθούν και επί της ουσίας να δημιουργήσουν μια δική τους “εσωτερική” λίγκα, προσβλέποντας στις πενιχρές (αλλά σημαντικές για την εποχή) εισπράξεις από μεμονωμένα τουρνουά, τα οποία διεξάγοντο τρεις εποχές του χρόνου: το Κύπελλο Σεπτεμβρίου, το Κύπελλο Χριστουγέννων και το Κύπελλο Πάσχα. Πρωτεργάτες αυτής της πρωτοφανούς πρωτοβουλίας, ο Θανάσης Μέρμηγκας από τον Ολυμπιακό, ο Απόστολος Νικολαΐδης από τον Παναθηναϊκό και ο Κωνσταντίνος Κωνσταντάρας από την ΑΕΚ, η οποία με την άρνησή της να αγωνιστεί εναντίον του Απόλλωνα για το πρώτο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα της ΕΠΟ, σφράγισε τη συμφωνία των «παρτιζάνων» του ελληνικού ποδοσφαίρου. Η ΕΠΟ, συνεχίζοντας τη λυσσαλέα κόντρα, τιμωρεί αρχικά με τετράμηνο αποκλεισμό τις ομάδες και κατόπιν προχωρά σε ακόμα δραστικότερα μέτρα, διαγράφοντάς τες από τα μητρώα της Ομοσπονδίας. Το 1928 βρίσκει τις τρεις μεγαλύτερες ομάδες στην Ελλάδα (τυπικά εκτός ποδοσφαιρικού χάρτη) να διοργανώνουν φιλικά παιχνίδια μεταξύ τους, σαν να επρόκειτο για παρέες. Εκείνο που η ΕΠΟ δεν περίμενε και δεν κατάφερε να διαχειριστεί ήταν η λαοφιλία των συλλόγων που απέκλεισε, με αποτέλεσμα τα φιλικά των ομάδων του ΠΟΚ να συγκεντρώνουν τον διπλάσιο και τριπλάσιο όγκο φιλάθλων από τις υπόλοιπες ομάδες των “νόμιμων” τουρνουά της Ομοσπονδίας. Η εισπρακτική επιτυχία τεράστια, το ενδιαφέρον του ευρισκόμενου σε αργία και με γεμάτες τσέπες εν όψει εορτών κοινού στα ύψη.

Το ολοκαίνουργιο γήπεδο στην Περιβόλα Αμπελοκήπων τεράστια ατραξιόν για τους Αθηναίους και τους Πειραιώτες, οι οποίοι αποφάσιζαν να κάνουν τότε το ταξίδι για να φτάσουν στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Προτού ο “Πατριάρχης” του Παναθηναϊκού, Γιώργος Καλαφάτης, αποφασίσει να μεταφέρει την έδρα της ομάδας από το οικόπεδο Καραπάνου της Πατησίων στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, ο χώρος ήταν ένα αγροτεμάχιο που χρησιμοποιείτο ως βοσκοτόπι. Ο αστικός μύθος μάλιστα λέει ότι οι βέροι Αμπελοκηπιώτες το είχαν ακουστά περισσότερο ως το “άντρο” του «τρελο-Τσακαγιάννη», ενός βοσκού που πετούσε πέτρες και καβαλίνες στους περαστικούς και είχε μετατρέψει τον χώρο σε δικό του “βασίλειο”. Οι αντιδράσεις του Τσακαγιάννη κάμφθηκαν, οι πρόσφυγες που είχαν καταφθάσει με την καταστροφή του ’22 τελικά μεταφέρθηκαν στα προσφυγικά των Αμπελοκήπων κοντά στα Δικαστήρια. Τότε στο σημείο δέσποζαν οι φυλακές Αβέρωφ και ο Άγιος Σάββας, από την απέναντι πλευρά της Λεωφόρου. Ένα μικρό κομμάτι μεταφέρθηκε στα «Κουντουριώτικα», το Δημοτικό Κτήμα Αμπελοκήπων πίσω από το γήπεδο της Λεωφόρου, και ο Δήμος Αθηναίων (επί Γεωργίου Τσόχα και Γεωργίου Χατζόπουλου μετά) παραχώρησε το αγροτεμάχιο στον Παναθηναϊκό. Αυτή σε γενικές γραμμές είναι η γέννηση της ιστορικής έδρας του Παναθηναϊκού, της «Λεωφόρου». Στην αρχή επρόκειτο για ένα γήπεδο 6.000 θεατών, μετά τη διοργάνωση του πρώτου τουρνουά του ΠΟΚ (ένα Κύπελλο Πάσχα) όμως έγινε κατανοητό ότι η χωρητικότητα του γηπέδου έπρεπε να αυξηθεί. Πλήθος κόσμου συγκεντρωνόταν για να θαυμάσει από κοντά τους τρεις μεγάλους του Κέντρου μαζί με τις εξωτικές για την εποχή Μπεογκράτσκι (από τη Γιουγκοσλαβία) και μια μεικτή Ρουμάνικη ομάδα, αποτελούμενη κυρίως από ποδοσφαιριστές της Σπάρτα και της Βένους Βουκουρεστίου. Η επιτυχία της διοργάνωσης ήταν τόσο μεγάλη, ώστε εξανάγκασε τον Δήμο να καλλωπίσει το γήπεδο και να αυξήσει τη χωρητικότητά του την αμέσως επόμενη σεζόν. Για την ιστορία, την πρώτη διοργάνωση κατέκτησε πανηγυρικά ο αδικημένος από την ΕΠΟ Ολυμπιακός.

Η πρώτη νίκη του ΠΟΚ εναντίον της ΕΠΟ ήταν πλέον γεγονός, ενώ οι εισπράξεις, λόγω της παρουσίας και των ξένων ομάδων, πολύ ανώτερες από ένα συμβατικό παιχνίδι είτε του Αθηναϊκού είτε του Πειραϊκού Πρωταθλήματος. Τον κόσμο δεν τον ενδιέφερε η κόντρα του ΠΟΚ με την Ομοσπονδία, το κοινό απλώς διψούσε για ποδόσφαιρο. Το 1928 υψώθηκε από την πλευρά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας η πρώτη ξύλινη εξέδρα σε ελληνικό γήπεδο χωρητικότητας 1.200 θεατών και με τη νέα χρονιά το ΠΟΚ ξεπέρασε εαυτόν. Προσκάλεσε και έφερε στην Αθήνα τις φημισμένες Φερεντσβάρος και Ούιπεστ, δύο θαυμάσιες Ουγγρικές ομάδες, οι οποίες αποτέλεσαν την απόλυτη ατραξιόν για το διψασμένο για ποδόσφαιρο κοινό. Ο Ολυμπιακός ανακηρύχθηκε ξανά Κυπελλούχος και για το 1929, ενώ το ΠΟΚ ανά τακτά διαστήματα “προσαρτά” κι άλλους “αντάρτες”. Τρεις φορές μέσα στη σεζόν, το ΠΟΚ έγινε ΠΟΚΑ (το Α του Απόλλωνα), ΠΟΚΑΑ (προστέθηκε το Α του Αθηναϊκού) και ΠΟΚΕ (Εθνικός Πειραιώς). Η ΕΠΟ έχει νικηθεί κατά κράτος, παρά τις προσπάθειές της να επιβάλλει το δικό της τουρνουά, χρησιμοποιώντας ακόμα και πολιτικούς άρχοντες. Η Ομοσπονδία δεν διέθετε ένα από τα σημαντικότερα συστατικά της επιτυχίας του αθλήματος: κοινό πρόθυμο να πληρώσει για να παρακολουθήσει τους αγώνες. Η οικονομική δυσπραγία, οι πολιτικές πιέσεις και ο διαφαινόμενος οικονομικός στραγγαλισμός υποχρέωσαν την πολιτεία να πιέσει την Ομοσπονδία και για να βρεθεί έστω μια πρόσκαιρη λύση. Η ΕΠΟ υπό πίεση αποφασίζει να κάνει πίσω, αποδέχεται την ήττα της και αίρει τις τιμωρίες. Το κύριο επιχείρημα ήταν ότι Πανελλήνιο Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου χωρίς Παναθηναϊκό, Ολυμπιακό και ΑΕΚ ήταν αδύνατον να διεξαχθεί. Το ΠΟΚ είχε νικήσει κατά κράτος και παρά τη διεξαγωγή του Εθνικού Πρωταθλήματος εξακολουθούσε να διοργανώνει δικά του τουρνουά και να ψάχνει ακόμα και τη διεύρυνσή του.

ΜΕΡΟΣ Η

blank

Από την αρχή και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘50 το γήπεδο της Λεωφόρου έχει αποκτήσει προβολείς και το πέταλο που έχει “πλάτη” στον Λυκαβηττό. Το συγκεκριμένο πέταλο είναι η ιστορική αργότερα «Θύρα 13», η οποία πρωτοϋψώθηκε το 1950 και περατώθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με το κολυμβητήριο του Παναθηναϊκού. Οι Αθηναίοι εξακολουθούν να συρρέουν μαζικά στο χωρητικότητας 13.000 πλέον θεατών γήπεδο και να παρακολουθούν από κοντά τις μάχες του Ολυμπιακού, του Παναθηναϊκού και της ΑΕΚ στα χώματα της Λεωφόρου. Οι «αιώνιοι» εναλλάσσονται στους τίτλους, κατακτούν από δύο τρόπαια, προτού σπάσει το δίπολο η ΑΕΚ το 1955. Ο κόσμος όμως έχει ήδη αρχίσει να κουράζεται. Τα τουρνουά που διοργανώνει το ΠΟΚ αρχίζουν και φθίνουν, το κοινό θέλει κάτι διαφορετικό, πολλές φορές αντιλαμβάνεται τον εμπαιγμό και ότι προσπαθούν να το ξεγελάσουν με στόχο τις εισπράξεις.

Η συμμαχία των μεγάλων για πρώτη φορά δοκιμάζεται, γιατί, όπως γινόταν και θα γίνεται πάντα, ο νικητής μπορεί να είναι μόνο ένας. Το ΠΟΚ δεν είναι πλέον τόσο αρραγές και η αντιπαλότητα μεταξύ των τριών δυνάμεων αρχίζει και αυξάνεται. Τα παιχνίδια γίνονται ακόμα πιο σκληρά, ξεφεύγουν από τον φιλικό χαρακτήρα και οι αγώνες προσφέρονται μόνον ως “ρεβάνς” για ήττες στα τοπικά πρωταθλήματα ή για ξεκαθαρίσματα λογαριασμών. Έπειτα, υπήρχαν και οι κακές χρονιές και οι “μικροί” που τολμούσαν να σηκώσουν κεφάλι.

Το πιο τρανό παράδειγμα απ’ όλα στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου είναι ο Εθνικός. Το 1957 η θρυλική Ουγγρική Χόνβεντ έκανε περιοδεία ανά τη Μεσόγειο, με στόχο τα μέλη της να κερδίσουν κάποια χρήματα για να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητά τους. Όταν οι Ούγγροι πάτησαν Ελλάδα, οι Έλληνες φίλαθλοι δεν ήταν απλώς εκδηλωτικοί, οι αντιδράσεις τους και η υποδοχή τους υπήρξε μοναδική στα μέχρι τότε χρονικά. Φίλαθλοι υποδέχτηκαν κατά χιλιάδες τους Ούγγρους στο αεροδρόμιο, επικράτησε ένας άνευ προηγουμένου παροξυσμός και το ελληνικό ποδόσφαιρο εκτοξεύθηκε από την ανυποληψία στην κορυφή του ενδιαφέροντος σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Πούσκας, Τσίμπορ, Γκρόσιτς και Κόκσιτς ήταν ασύλληπτα καλοί ποδοσφαιριστές, τους διεκδικούσαν ευρωπαϊκές ομάδες του διαμετρήματος της Ίντερ, της Μίλαν, της Ρεάλ. Η (ανυπόστατη) φήμη ότι ο Δημήτρης Καρέλλας, ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης τότε στην Ευρώπη εταιρείας κλωστοϋφαντουργίας, ΑΙΓΑΙΟΝ Α.Ε., συμφώνησε μαζί τους και τους έκλεισε για τον Εθνικό “ταλαιπώρησε” το ελληνικό ποδόσφαιρο επί σειρά ετών και πιθανότατα είναι και η βασική αιτία για την οποία το ΠΟΚ διαισθάνθηκε κίνδυνο. Δεν είχε φοβηθεί κυβερνήσεις, επεισόδια, πριμοδοτήσεις και τιμωρίες από την ΕΠΟ, έτρεμε (!) όμως τον Εθνικό του Καρέλλα. Οι παράγοντες των τριών κορυφαίων ομάδων του Κέντρου κινητοποιήθηκαν άμεσα, η πίεση σε πολιτικά και μη γραφεία υπήρξε ασφυκτική. Έπρεπε με κάθε τρόπο να αποφευχθεί η πραγματοποίηση της φημολογούμενης συμφωνίας του Καρέλλα, γιατί ο Εθνικός θα “εξαφάνιζε” Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό και ΑΕΚ. Το ΠΟΚ, διαισθανόμενο τον κίνδυνο της αλλαγής του status quo στο ελληνικό ποδόσφαιρο, μετήλθε κάθε μέσο και ο Εθνικός κατηγορήθηκε και τιμωρήθηκε για μια υπόθεση δωροδοκίας, η οποία, όπως αποδείχθηκε αργότερα, δεν είχε καμία βάση.

Η συγκεκριμένη υπόθεση ωστόσο έδωσε το έναυσμα ώστε να κινηθεί σοβαρά η πολιτεία και να ασχοληθεί επιτέλους θεσμικά με το ποδόσφαιρο. Καθιερώνεται η Α’ Εθνική, με την προϋπόθεση ότι η ΕΠΟ θα επιτρέπει στο ΠΟΚ να διοργανώνει τα τουρνουά του, κατά τα οποία οι σύλλογοι παρουσιάζονταν εντελώς αδιάφοροι ή επεδίδονταν απλώς σε φτηνά κόλπα δημιουργίας εντυπώσεων, με σκοπό μονάχα το οικονομικό όφελος. Το ενδιαφέρον του κοινού είχε μειωθεί δραματικά, δικαίως προτιμούσε τους αγώνες του Εθνικού Πρωταθλήματος και του Κυπέλλου, μιας και οι ποδοσφαιριστές, έχοντας πλέον το παράδειγμα ξένων συναδέλφων τους, είχαν περισσότερες απαιτήσεις. Το ποδόσφαιρο είχε πια “ενηλικιωθεί”, δεν ήταν πια “παρακατιανό”, όπως το θεωρούσαν οι παλαιότεροι, είχαν ξεπηδήσει τα πρώτα εξειδικευμένα περιοδικά, οι πρώτοι έρωτες μεταξύ των “αστεριών” της μπάλας και πρωταγωνιστριών του σινεμά, τα οικονομικά και τα κοινωνικά μεγέθη κινούνταν σε άλλα επίπεδα. Η Λεωφόρος είχε πλέον χορτάρι αντί για χώμα και χαλίκι, μπορούσε να φιλοξενήσει πάνω από 18.000 θεατές και (το κυριότερο) είχε μετατραπεί στην απόλυτη έδρα του Παναθηναϊκού, αφού Ολυμπιακός και ΑΕΚ σιγά-σιγά μετακόμισαν στα δικά τους γήπεδα, στο ποδηλατοδρόμιο που έγινε το στάδιο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» και στη Νέα Φιλαδέλφεια αντίστοιχα. Οι ρομαντικές εποχές του Μαρόπουλου και του Μεσσάρη, των ποδοσφαιριστών ΑΕΚ και Παναθηναϊκού, οι οποίοι είχαν μετατρέψει έναν φιλικό αγώνα σε αντιπολεμική πορεία, είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Ο καθένας διεκδικούσε όσο περισσότερα μπορούσε, στο “παιχνίδι” είχαν μπει και οι ομάδες της Θεσσαλονίκης και της επαρχίας, το ΠΟΚ είχε πάψει να είναι δυνατό και ενωμένο. Το 1963 ήταν ο “επιθανάτιος ρόγχος” μια συμμαχίας που, είτε φανερά είτε άτυπα, προσπάθησε να πάρει από το ποδόσφαιρο όσο το δυνατόν περισσότερα. Έγινε μια προσπάθεια αναβίωσης του πάλαι ποτέ ΠΟΚ μια χρονιά αργότερα με τη διοργάνωση ενός τουρνουά, αλλά δεν στέφθηκε με επιτυχία, καθότι το κοινό το περιφρόνησε.

Τα χρόνια πέρασαν, κάθε ομάδα διέγραψε τη δική της πορεία, εμπλούτισε την ιστορία της, ήταν όμως τόσο έντονη εκείνη η μακρά περίοδος, ώστε ο φίλαθλος κόσμος δεν έχει διαγράψει από τη μνήμη και το λεξιλόγιό του το ΠΟΚ και την ιστορία του. Το ελληνικό ποδόσφαιρο και ο ελληνικός αθλητισμός επέζησαν πολέμους, Κατοχή, λιμό, τον Εμφύλιο μέχρι και Χούντα.

Έπεσε στο τραπέζι και η ιδέα δημιουργίας ακόμα και μιας «μεικτής ΠΟΚ», η οποία όντως έγινε και ταξίδεψε για το πρώτο διεθνές φιλικό στην Τουρκία. Στην Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μια άλλη μεικτή, αποτελούμενη από ποδοσφαιριστές κυρίως της Φενέρ και της Γαλατά, σε ένα ματς που έγινε στο Ταξίμ το φθινόπωρο του 1931. Η Ελληνική μεικτή πήρε δύο παλληκαρίσιες ισοπαλίες από τους Τούρκους, σκορπίζοντας ενθουσιασμό πίσω στην πατρίδα, και ανανέωσε το ραντεβού μαζί τους σε ελληνικό έδαφος τρεις μήνες αργότερα. Η Λεωφόρος πια είχε αποκτήσει εξέδρα από μπετόν χωρητικότητας άνω των 1.500 θεατών, η οποία στο σπλάχνο της έκρυβε χώρους και για άλλα αθλήματα, όπως η ξιφασκία, η πυγμαχία, η γυμναστική. Ο αθλητισμός στην Ελλάδα είχε αποκτήσει σοβαρό έρεισμα, ο κόσμος ακολουθούσε και σε αρκετές περιπτώσεις ήταν διατεθειμένος να πληρώσει αδρά για να παρακολουθήσει θέαμα. Η άτυπη ρεβάνς με τη μεικτή Φενέρ-Γαλατά στην Αθήνα αποτέλεσε ένα από τα πιο πολυσυζητημένα κοσμικά γεγονότα στην πρωτεύουσα. Περισσότεροι από 10.000 άνθρωποι θα πανηγυρίσουν την επικράτηση της μεικτής ΠΟΚ εναντίον των Τούρκων με 4-1 και λίγες μέρες αργότερα θα ξαναπαρακολουθήσουν τα ινδάλματα της εποχής να έρχονται ισόπαλα με τους Τούρκους με τελικό σκορ 2-2.

Μετά από μια σύντομη διακοπή για τις διεθνείς υποχρεώσεις με την Εθνική αλλά και ορισμένους αγώνες φιλανθρωπικού χαρακτήρα στη Βόρεια Ελλάδα (όπως το τουρνουά στη Χαλκιδική το 1932 υπέρ των σεισμοπαθών της Ιερισσού), το ΠΟΚ ήταν τόσο δυνατό, ώστε ήλεγχε πλήρως την ποδοσφαιρική ζωή της χώρας. Εν τω μεταξύ, το γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας ολοένα και καλλωπιζόταν, βελτιωνόταν και γινόταν ακόμα λειτουργικότερο. Το 1933 απέκτησε την πρώτη σκεπαστή εξέδρα στην Ελλάδα (στην πλευρά της οδού Τσόχα) και το 1936 ανακαινίστηκε πλήρως από τον τότε Δήμαρχο της Αθήνας, Κωνσταντίνο Κοτζιά. Μέχρι να χτυπήσει την Ελλάδα ο πόλεμος, σημειώθηκαν και οι πρώτες κατακτήσεις τροπαίων, πλην Ολυμπιακού: Εθνικός το 1937, ΑΕΚ το 1938, Παναθηναϊκός το 1940. Όπως θα διδάξει η ίδια η ιστορία, ο Εθνικός είναι και η μοναδική ομάδα εκτός ΠΟΚ που κατακτά το τρόπαιο προπολεμικά.

Κάνοντας ένα αδόκιμο χρονολογικό άλμα, τα χρόνια της Κατοχής η Λεωφόρος θα χρησιμοποιηθεί ως νοσοκομείο και οι αίθουσες κάτω από τα τσιμέντα θα μετατραπούν σε τάξεις για τα ορφανά παιδιά, θύματα των εισβολέων. Όταν πλέον οι Γερμανοί θα μπουν στην Αθήνα, θα επιταχθεί και θα υποστεί βαρύτατες ζημιές, όταν το 1942 το βομβαρδίζουν οι αντάρτες. Με το τέλος του πολέμου, μέρος των ζημιών αποκαθίσταται και σιγά-σιγά με πολύ κόπο θα επανέλθει σε ένα λειτουργικό ποδοσφαιρικό γήπεδο, ικανό να φιλοξενήσει αγώνες παρουσία θεατών. Ο λαός είναι ρημαγμένος με μίσος ριζωμένο βαθιά μέσα του και το ποδόσφαιρο ήταν από τα ελάχιστα πράγματα που τον ένωναν. Το ποδόσφαιρο ήταν μια από τις ελάχιστες ευκαιρίες να ξαναβρεθούν δίπλα-δίπλα οι Έλληνες, να πανηγυρίσουν ή να στενοχωρηθούν μαζί.

Στη διοργάνωση του 1948 ήλθαν και τα πρώτα επεισόδια, τα πρώτα φαινόμενα βίας. Ο Τελικός δεν τελείωσε ποτέ και απλώς απονεμήθηκε άτυπα ο τίτλος στον “φιλοξενούμενο” από το ΠΟΚ  Άρη Θεσσαλονίκης, ώστε να αποφευχθούν τα χειρότερα. Το ποδόσφαιρο τελικά ήταν μια πολύ πιο σοβαρή υπόθεση σε σχέση με αυτά που θεωρούσαν στα πολιτικά γραφεία.

blank