«Ήρθε η στιγμή του Αρχηγού. Του μεγάλου Αρχηγού. Το σύμβολο της “Αιώνιας Πόλης”, ο Ρωμαίος Μονομάχος, ο “pibe de oro”. Με το νούμερο “10”, Φραντσέσκο…..».
Την πρώτη φορά που άκουσα τον Κάρλο Τζάμπα να προσφωνεί με αυτόν τον τρόπο τον Φραντσέσκο Τότι στο Olimpico, ασυναίσθητα σηκώθηκα όρθιος και κοιτούσα τριγύρω αποσβολωμένος. Τη δεύτερη ανατρίχιασα. Την τρίτη και τις επόμενες ένωνα τη φωνή μου με όλο το υπόλοιπο γήπεδο και ούρλιαζα το όνομά του.
Δεν είμαι αντικειμενικός με τον Checco (το χαϊδευτικό του Francesco) δεν πρόκειται να διαβάσετε ούτε μια μετριοπαθή αράδα, όλο το κείμενο είναι μια υπερβολή. Υπερβολική είναι και η λατρεία του κόσμου της Ρώμης (έστω του μισού) για τον προφήτη της, τον όγδοο Βασιλιά της, τον προστάτη της. Υπερβολικά είναι και τα διάσπαρτα γκράφιτι σε ολόκληρη την πόλη, από την πιο κακόφημη μέχρι την πιο σικ συνοικία, υπερβολικοί οι καταστηματάρχες και οι εργάτες που έχουν την αφίσα του στον τοίχο και το πρόσωπό του τατουάζ στο κορμί τους, υπερβολικοί είναι και όλοι όσοι υποστηρίζουν ότι είναι ο καλύτερος όλων των εποχών, ότι δεν ξαναβγαίνει άλλος σαν αυτόν.
Αγάπησα τη Ρόμα από τη μεγάλη ομάδα της δεκαετίας του ’80, εκείνη με Φαλκάο, Μπρούνο Κόντι, Ντι Μπαρτολομέι, Τζανίνι, Προύτσο. Την ίδια που με πλήγωσε μικρό παιδί, όταν στον Τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών μέσα στο Olimpico λύγισε στα πέναλτι από τα σκέρτσα του Γκρόμπελαρ με τον Γκρατσιάνι να στοιχειώνει τα όνειρά μου.
Η μοίρα με έφερε να ζήσω στην πόλη, να μετοικήσω για χρόνια στην Ιταλία, μου προσφέρθηκε το θείο δώρο να νοικιάσω σπίτι στη Villa Glori, σκάρτο τέταρτο από το Olimpico.
Η Ρώμη είναι μια πόλη που, και να μην το θες, και να μην ασχολείσαι, σε κάνει να ερωτευθείς την ομάδα. Το νιώθεις στον δρόμο, αναπνέεις τον αέρα, βιώνεις στο πετσί σου την αντιπαλότητα με τους “άλλους”, τους «γαλάζιους».
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 η ομάδα ήταν αυτό που είναι πάντα. Μια καλή ομάδα με στόχους περίπου διαχρονικούς: να βγει στο UEFA, να κερδίσει το ντέρμπι με τη Λάτσιο, να κάνει Μίλαν, «Γιούβε», Ίντερ να φτύσουν αίμα (κυρίως) στο Olimpico.
Θεοποιούσε δικά της παιδιά, τον καιρό εκείνο το κοινό μόλις ξεπερνούσε τη “φάση «Er Principe»”, τη “φάση Τζιανίνι”, ο οποίος λίγο αργότερα έφυγε για την Αυστρία και το Γκρατς.
Στα ημίχρονα των αγώνων, ένας πιτσιρικάς ξανθομάλλης, με το κεφάλι ψηλά και το χαρακτηριστικό περπάτημα του “coatto”, αναστάτωνε το γήπεδο. Δεν καταλάβαινα ακόμη περί τίνος πρόκειται, ένας ασπρομάλλης κλασσικός Ρωμαίος δίπλα μου στο parterre με έβαλε αμέσως στο νόημα: «Ο πιτσιρίκος θα αφήσει εποχή, είναι ο γιος του Έντσο, του εργάτη, και της Φιορέλα, μια ζωή στη γύρα να μαζεύει τον Checco απ’ τις αλάνες. Άκου, Έλληνα, στη Ρώμη έχουμε τα fori imperiali, την amatriciana και τη “romanità” μας, την περηφάνια μας. Θα καταλάβεις με τον καιρό…».
Και κατάλαβα. Άκουγα στα τοπικά ραδιόφωνα για τον μικρό, διάβαζα μικρά αφιερώματα γι’ αυτόν στα φυλλάδια που μοίραζαν στα Roma Points της πόλης που πηγαίναμε να αγοράσουμε εισιτήρια για την Κυριακή. Δεν είχε κλείσει καν τα 20 και ήταν ήδη μύθος.
Μια μέρα, κάπου στο καλοκαίρι του 1988, χτυπήσανε το κουδούνι της Φιορέλα κάτι γραβατωμένοι τύποι με μια βαλίτσα. Ήταν εντεταλμένοι talent scouts της Μίλαν, τότε Πρωταθλήτριας και επόμενης μεγάλης δύναμης του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.
Ο μικρός τότε έπαιζε στη Λοντιζιάνι, μια μικρή ομάδα γειτονιάς στην πρωτεύουσα, οι προπονητές του, ο Μαστροπιέτρο και ο Νερόνι, τον “έκαιγαν” στην προπόνηση, κι ας ήταν μόνο 12 χρόνων. «Το παιδί είναι για ψηλά», επαναλάμβαναν στον Έντσο, ο οποίος συνέχεια γκρίνιαζε, γιατί ο γιος του δεν διάβαζε ποτέ και χανόταν στις γειτονιές και τα γηπεδάκια με μια μπάλα στα πόδια.
Εκείνη η βαλίτσα που είχαν μαζί τους οι scouts απ’ το Μιλάνο είχε μέσα 150 εκατ. λιρέτες, 75.000 ευρώ το 1988, για ένα παιδί 12 ετών. Η Φιορέλα είχε παγώσει, δεν είχε ξαναδεί ποτέ της τόσα λεφτά μαζεμένα.
Κινητά δεν υπήρχαν, προσπάθησε να βρει τον Έντσο, το τηλέφωνο το σήκωσε ο οικογενειακός φίλος, Στέφανο Κάιρα, ο οποίος τύγχανε να “ανακατεύεται”, που λέμε, με το ποδόσφαιρο. «Μη διανοηθείς και υπογράψεις κανένα χαρτί, ο Checco είναι κάτι το μοναδικό και η καρδιά του χτυπάει ήδη για τη Ρόμα». Η Φιορέλα ευχαρίστησε ευγενικά τους γραβατωμένους κυρίους, πρόσφερε έναν καφέ στα γρήγορα και έκλεισε την πόρτα. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Η Ρόμα κινήθηκε αστραπιαία, πήρε τον πιτσιρικά στις ακαδημίες της, βρήκε δουλειά στον Έντσο σε μια τράπεζα, του έβγαλε το πρώτο δελτίο. Έμελλε να είναι και το τελευταίο, γιατί από το 1988 ο Φραντσέσκο Τότι δεν ξανάλλαξε φανέλα, δεν έφυγε ποτέ. Αντιθέτως, έγινε ο θεός της πόλης, το τοτέμ της ομάδας, ένα φαινόμενο μοναδικό στα χρονικά του σύγχρονου “εμπορευματοποιημένου” ποδοσφαίρου.
28 Μαρτίου του 1993, λίγο πριν γίνει 17, ο Βούγιαντιν Μπόσκοφ τού κάνει σήμα να σηκωθεί για να αντικαταστήσει τον Ρουτζέρο Ριτσιτέλι στο 87ο λεπτό ενός Μπρέσια-Ρόμα 0-2, το οποίο υπό άλλας συνθήκας δεν θα θυμόταν κανείς.
Το καλοκαίρι έρχεται ο Καρλέτο Ματσόνε. Βλέπει τον μικρό και τον ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Ο μικρός είναι «Romanista», ο Ματσόνε δεν ήταν απλώς «Romanista» αλλά η επιτομή. Τον ξεκινάει βασικό και έρχεται το πρώτο γκολ, με τη Φότζια 4 Σεπτεμβρίου 1994 στο Olimpico. Στο γήπεδο 60.000 κόσμος, μοιάζει τρελό, αλλά εκείνη την εποχή αυτός ήταν ο μέσος όρος εισιτηρίων της Ρόμα στη σεζόν. Φορούσε το «9», γιατί έλειπε ο Μπάλμπο, o Αργεντινός βασικός striker που είχε φέρει ο Σένσι, και το «10» το είχε πάρει σπίτι του ο Τζιανίνι. Όλοι στο γήπεδο πανηγύρισαν περήφανα, «είναι δικό μας παιδί, απ’ τις ακαδημίες και “Romanista”». Ο ίδιος θυμάται ότι σε εκείνο το ματς με τη Φότζια είχε μπει με κίνητρο ένα mountain bike που του είχε υποσχεθεί ο θείος του, σε περίπτωση που σκόραρε. Και στο μισάωρο, με ένα συρτό σουτ στη γωνία, έκανε το 1-0. «Το έβαλε “ο κούκλος”».
Αυτό ήταν το πρώτο του παρατσούκλι στη Ρώμη, «ο κούκλος», «er pupone». Το ασυνήθιστο ξανθό μαλλί, τα περιττά κιλάκια, η τσίχλα, το ανέμελο μαλλί, η “μαγκιά”, η ατέλειωτη «romanità», η «ρωμανίλα» που ανέβλυζε από κάθε κίνηση και στάλα του ιδρώτα του.
Σιγά-σιγά άρχιζε να κερδίζει χρόνο συμμετοχής σε μια Ρόμα παντελώς άρρωστη, ανίκανη να διεκδικήσει αυτά που μπορούσε το (ακριβό) ρόστερ που είχε χτίσει ο Σένσι. Για τους εξωτερικούς παρατηρητές, η Ρόμα, για να πετύχει τους όποιους στόχους της ωστόσο, έπρεπε να απεμπολήσει ακριβώς αυτή την εμμονή με τη «romanità» της, τη «ρωμανίλα» της. Ο Σένσι έφερε τον “πολύ” Κάρλοs Μπιάνκι από τη Βέλεζ του Σάρσφιλντ για να πάρει το Πρωτάθλημα. «Scudetto με παίκτες της νοοτροπίας του Τότι δεν θα πάρεις ποτέ», φέρεται να είπε ο Αργεντινός μετά το πρώτο τρίμηνο παρουσίας του στον πάγκο της «Magica». Για πρώτη και τελευταία φορά ετέθη “θέμα Τότι” στη διοίκηση του συλλόγου.
Ο Φραντσέσκο ήταν 20 ετών, ακόμη «er pupone», ζούσε το όνειρό του, ήταν το παιδί που έπινε καφέ στο Trastevere με τους οπαδούς και το βράδυ έβγαινε μαζί τους στις λαϊκές συνοικίες, μακριά από τα φώτα και το γκλαμ της Piazza di Spagna, της Via Veneto και της Villa Borghese.
Ο Μπιάνκι έθεσε βέτο στον Σένσι, δεν άντεχε να τον βλέπει, το πρώτο εξάμηνο συμβίωσης ήταν εφιάλτης. Στη χειμερινή μεταγραφική περίοδο ήταν κοινό μυστικό ότι η Ρόμα «πιθανόν να συζητούσε μεταγραφή του Τότι». Η Σαμπντόρια ενδιαφέρθηκε πολύ σοβαρά για την περίπτωσή του, έφτασε μια ανάσα από την απόκτησή του, ο Μπιάνκι μάλιστα είχε υποδείξει -και σχεδόν κλείσει- τον διάδοχό του, ήταν ο Φινλανδός Γιάρι Λιτμάνεν.
Ο Φράνκο Σένσι ήταν έτοιμος να πει το «ναι», όταν τον επισκέφτηκαν στο γραφείο του ένα τσούρμο παλληκάρια της Curva Sud. Ο πάντα συναισθηματικός και παλαιών αρχών επιχειρηματίας από το Βίσο πείστηκε ότι το ζήτημα δεν είναι ένας τίτλος (τότε το Κύπελλο Ιταλίας) αλλά ο χαρακτήρας της ομάδας, η «romanità» της, το dna της. Και μέρος αυτού του dna ήταν και ο Φραντσέσκο Τότι.
Όταν ανακοίνωσε την αλλαγή της απόφασής του στον Μπιάνκι, οι φωνές ακούστηκαν σε όλη την Trigoria. Ο Μπιάνκι έφτασε στο σημείο να πει «ή αυτός ή εγώ», τόσο δεν άντεχε να συνυπάρχει με τον Τότι. Και κάπως έτσι ο Κάρλοs Μπιάνκι έγινε ο πρώτος -σε μια σειρά προπονητών στη συνέχεια- που “φαγώθηκε” για χάρη του Τότι και λόγω “αποδυτηρίων”.
Η πόλη εν τω μεταξύ ζούσε τη νιρβάνα της, είχε ανακαλυφθεί ένα τουρνουά τότε, το «città di Roma», με ένα σουρεάλ τρόπαιο μετά από τρία (!) ημίχρονα φιλικού χαρακτήρα εναντίον της Μπορούσια Μένχενγκλαντμπαχ και του Άγιαξ. Η Ρόμα το κατέκτησε, πανηγυρίστηκε (!) δεόντως από τους οπαδούς, ο Τότι βγήκε MVP και τον σήκωσαν στα χέρια, έκανε τον γύρο του θριάμβου και επί της ουσίας με εκείνον τον τρόπο βγήκε το one way εισιτήριο του Μπιάνκι για την Αργεντινή.
Το τουρνουά ωστόσο και ολόκληρο το backstory έκαναν ιδιαίτερη αίσθηση στην Ιταλία, ο Τότι έγινε γνωστός και εκτός των στενών ορίων της επαρχίας. Η χώρα έπαθε σοκ μπροστά στην απύθμενη «romanità» του Φραντσέσκο: μιλούσε με (πολύ) βαριά προφορά, έκοβε λέξεις, απαντούσε με επιφωνήματα τοπικού χαρακτήρα, έγινε viral, πριν καν επινοηθεί ο όρος.
Στον βορρά είναι ο αμόρφωτος ποδοσφαιριστής, ο ακοινώνητος, η κλασσική περίπτωση που στα δικά μας μέτρα παραπέμπει στον ποδοσφαιριστή της δεκαετίας του ’80, στο παιδί με τη χαίτη, το οποίο ξεκινάει δηλώσεις με το «νομίζω…», λέει τάχα συνεσταλμένα ότι «δεν μετράει το δικό μου γκολ αλλά η νίκη της ομάδας» και ντύνεται με τζιν πουκάμισο μέσα από το παντελόνι.
Η συμμετοχή του στην εκπομπή «Scherzi a Parte» (κάτι μεταξύ «Candid Camera» και εκείνης της εκπομπής με τις φάρσες που έκανε ο Βλάσης στα ’90s) τον θεοποιεί ακόμα περισσότερο στην πόλη και ταυτόχρονα εκτοξεύει το γραφικόμετρο σε δυσθεώρητα ύψη.
Είναι η εποχή του πρώτου impact που έχω με την πόλη, με τις μυρωδιές της, τις παραξενιές της, την ιδιοσυγκρασία και την ψυχοσύνθεσή της. Η Ρώμη κουβαλάει μια απίστευτη ιστορία, είναι μια πανέμορφη πόλη, αλλά κρύβει παθογένειες, ένοχα μυστικά και ένα πέπλο “χωριατιάς” και αμάθειας που δεν αρμόζει σε πρωτεύουσα. Είναι μια Μητρόπολη αντιθέσεων, όπου συναντάς το ίδιο εύκολα στον ίδιο χώρο αστούς και ευγενείς με άξεστους χωριάτες.
Η πόλη λατρεύει τους ήρωές της, λατρεύει τα δικά της παιδιά, τα ξεχωρίζει και είναι υπερήφανη γι’ αυτά, ανεξάρτητα από το πνευματικό τους επίπεδο ή τον καθωσπρεπισμό τους. Ο Τότι δεν κρύφτηκε ποτέ, αποδέχτηκε ότι είναι ο «κούκλος», ο «βλάχος», ο «ψευτόμαγκας», ο «γραφικός Ρωμαίος», τον οποίον λάτρευαν να μισούν οι βόρειοι.
Για την πόλη ο Φραντσέσκο στα 21 του χρόνια είναι το αντίδοτο στην αδικία του βορρά, ο λαϊκός επαναστάτης που μπαίνει στη μύτη του κάθε Ανιέλι, του κάθε Μπερλουσκόνι και Μοράτι.
Συνυπολογίζοντας την άνοδο της μισητής αντιπάλου, η οποία με τον Κρανιότι ξεπερνά τη Ρόμα και “χτυπάει” Scudetto στα ίσια, ο Τότι γίνεται ο μοναχικός καβαλάρης, σταυροφόρος μιας αντεπίθεσης που ενέχει στοιχεία εκδίκησης, ρεβανσισμού και επανάστασης.
Κερασάκι στην τούρτα του σουρεαλισμού είναι ο προπονητής που λατρεύεται σαν θεός, (και) επειδή ξεκινά κάθε πλάνο από τον Φραντσέσκο. Ο Ζντένεκ Τζέμαν. Με τον προπονητή από τη Βοημία, η Ρόμα παίζει επιθετικά, μόνο επιθετικά, αποκλειστικά επιθετικά. Ο κόσμος συρρέει στο Olimpico και βλέπει την ομάδα στην καλή της μέρα να φιλοδωρεί με τέσσερα και πέντε γκολ τους αντιπάλους, στηριζόμενη στον σεληνιασμένο Τότι, να αποδίδει ποδόσφαιρο μιας άλλης εποχής, να αδιαφορεί για κανόνες και σταθερές, να μην την αγγίζουν οι επιτυχίες της Γιουβέντους και της Μίλαν στο Champions League, αλλά να μειονεκτεί απέναντι στην καλύτερη Λάτσιο όλων των εποχών, με Νέστα, Νέντβεντ, Βιέρι, Μπόκσιτς, Σάλας, Μαντσίνι, Μιχάιλοβιτς. Τέσσερεις ήττες σε ισάριθμα παιχνίδια και ένα “χορταστικό” 3-3 στον πρώτο γύρο έχουν πληγώσει ανεπανόρθωτα τον εγωισμό των «Giallorossi».
Τον Απρίλιο του ’99 παίζεται το ντέρμπι του δεύτερου γύρου και ο Checco δεν έχει μπει ακόμη στα 23. Με τον Τζέμαν έχει παίξει μέχρι και winger, έχει καλύψει πλευρά σε τρελό 3-5-2, έχει γίνει καλύτερος αθλητής, αλλά χρωστάει μια “δική του” νίκη με τη μισητή αντίπαλο που είναι στο καλό της φεγγάρι. Η Ρόμα προηγείται 2-1 στο 88’, αλλά έχει πιεστεί αφάνταστα από τη Λάτσιο, το σκορ είναι μαγική εικόνα.
Και τότε συμβαίνει: βολέ του Κόνσελ, ο Ντελ Βέκιο τη διώχνει “κι όπου πάει”. Και πάει στον Φραντσέσκο. «Vi ho purgato ancora». «Σας έκανα πάλι κλύσμα», σε ελεύθερη μετάφραση. 3-1, ωσαννά, δόξα ο εν τοις υψίστοις. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Φραντσέσκο Τότι από αγαπημένος της Curva Sud και των φανατικών έγινε ο προφήτης όλου του ρωμαϊκού λαού. Μπήκε στο πάνθεον, ανέβηκε στο βάθρο και δεν ξανάπεσε ποτέ.
Σημειολογικά, είναι το πρώτο ντέρμπι της ζωής του που φορά το περιβραχιόνιο στο μπράτσο. Η φωτογραφία με τον πανηγυρισμό από το ματς έγινε εικονοστάσι στα μισά παιδικοεφηβικά δωμάτια της πόλης, τα παιδάκια στις αλάνες σήκωναν τη φανέλα και πανηγύριζαν όπως ο Checco, ο δικός τους Checco, ο άνθρωπος που ενσάρκωνε το απόλυτο όνειρο:
Αρχηγός και σταρ στην ομάδα που υποστήριζε από μικρός, να σκοράρει σε ντέρμπι με τον αιώνιο αντίπαλο στο 89’ και να βυθίζει μισή πόλη στην απόγνωση.
Ο Τότι πήγαινε χαμογελαστός στις συνοικίες, ήρθε στο σχολείο στην Porta Metronia, είδε τα παιδάκια με κολλημένα τα πρόσωπά τους στο τζάμι να φωνάζουν το όνομά του κι εκείνος να χαιρετάει χαμογελαστός, να δίνει αυτόγραφα, να σταματάει στα μπαρ και στις καφετέριες να βγάζει φωτογραφίες, να υπογράφει αφίσες που έγιναν κάδρα και σήμερα είναι κειμήλια.
Η Λάτσιο πήρε το Scudetto του 2000, αλλά η Ρόμα είχε βρει τον μεγάλο της ήρωα, αντιήρωα για κάποιους, αφού για τον υπόλοιπο κόσμο ο Τότι ήταν ανέκδοτο. Κυριολεκτικά ανέκδοτο, αφού εκείνη την εποχή εκδόθηκε και βιβλίο με τα «Ανέκδοτα του Τότι» («Le Barzelette di Totti»), το οποίο έσπασε τα ταμεία στην Ιταλία. Εκείνος ατάραχος αποδεχόταν με χιούμορ την όποια κριτική, δεν αρνείτο ποτέ αυτό που είναι ή αυτό που νόμιζαν οι άλλοι ότι είναι.
“Έσπασε” κάποιες μέρες μετά, όταν 17 Μαΐου 2000 στο φιλικό παιχνίδι προς τιμήν του Τζιανίνι, τη στιγμή που ο «Principe» είναι έτοιμος να βγει και να αποθεωθεί, περνά πάνω από το Olimpico το θρυλικό αεροπλανάκι με το πανό «Lazio Campione d’ Italia». Μέγιστη προσβολή, ο Τζιανίνι πιάνει μικρόφωνο και λέει «δεν έπρεπε να τελειώσω έτσι», το γήπεδο γίνεται καλοκαιρινό, ξηλώνονται δοκάρια, διαφημιστικές πινακίδες, καίγονται καθίσματα, της τρελής.
Διάθεση για δηλώσεις δεν έχει κανείς, ούτε ιερά τέρατα όπως ο Μπρούνο Κόντι. O Checco βγαίνει μπροστά: «Από σήμερα αλλάζουμε. Η Ρόμα θα αναγεννηθεί από τις στάχτες της, το παραμύθι μόλις ξεκινάει».
Ακριβώς επάνω σε εκείνη τη δήλωση του Τότι στηρίχθηκε ολόκληρο το οικοδόμημα της Πρωταθλήτριας Ρόμα, της ομάδας που επιβλήθηκε σε ολόκληρη την Ιταλία, της ομάδας του Τότι, κι ας είχε προπονητή τον Δον Φάμπιο και συμπαίκτες του διαμετρήματος Μπατιστούτα, Μοντέλα, Καφού, Καντελά, Έμερσον, Σάμουελ και λοιπών.
“Δικό του ήταν το γκολ με την Πάρμα (“εκείνη» την Πάρμα με Μπουφόν, Τουράμ, Κρέσπο, Σενσίνι κτλ) που επανέφερε τις καρδιές μας στη θέση τους. Η Γιουβέντους, βλέπετε, μόλις είχε περάσει μπροστά στο Μπέργκαμο και είχε πιάσει τη «Magica» στην κορυφή στους 75 βαθμούς. Μέχρι το λεπτό που ο κεραυνός του Φραντσέσκο τίναξε τα δίχτυα του Τζίτζι Μπουφόν, στο Olimpico επικρατούσε σιγή. Νεκρική σιγή.
Η έκρηξη μετά το γκολ ανεπανάληπτη. Ο Τότι, με το που σούταρε, πέταξε τη φανέλα και έφυγε στο πέταλο. Φλέβες πεταμένες, αδρεναλίνη στα ουράνια, παλμοί στο 300. Γκολ. Γκολ-Πρωτάθλημα. Καθόμουν στην Tribuna Monte Mario, τομέας 10D, σειρά 25, έβδομο κάθισμα. Βρέθηκα αγκαλιασμένος με έναν καλοντυμένο 50άρη πέντε-έξι σειρές πιο κάτω, ο οποίος κάτι μου φώναζε με δάκρυα στα μάτια. Το ματς έληξε 3-1, όλο το γήπεδο έγινε ένα, οι περισσότεροι μπήκαν μέσα, σημαίες, δάκρυα, φιλιά, αγκαλιές παντού.
Σηκωμένος στα χέρια, φορώντας μόνο το σλιπ, αφού τον είχαν γδύσει εντελώς, ο Τότι.
Δεν θυμάμαι τι ώρα κοιμήθηκα εκείνο το πρωί, ήταν Ιούνιος του 2001, η Ρόμα μόλις είχε κατακτήσει το τρίτο Πρωτάθλημα της ιστορίας της, όλη η πόλη ήταν στο πόδι. Ο ήλιος ήταν βαμμένος στα χρώματα της «Magica», από στόμα σε στόμα έγινε γνωστό ότι το γλέντι θα γίνει την επόμενη Κυριακή στο Circo Massimo. Προσπάθησα να πάω, ήταν αδύνατον. Πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι μαζεύτηκαν εκείνη την Κυριακή στο αχανές αρχαίο ιπποδρόμιο που “σήκωνε” μέχρι 250.000 άτομα. Υπήρχε κόσμος από τον Τίβερη και τη Bocca della Verità μέχρι τη Via San Gregorio που κατέληγε στο Κολοσσαίο. Κυκλοφορούσαν αγαλματίδια του Τότι με δάφνες, χλαμύδα και σπαθί, ήταν η μετενσάρκωση του Ιούλιου Καίσαρα 2.000 χρόνια μετά. Δεν έχω ξαναζήσει παρόμοια φρενίτιδα, έχω την αίσθηση ότι και μόνο με εκείνο το γκολ θα έμενε για πάντα στην ομάδα, μέχρι να θελήσει να φύγει ο ίδιος.
Ήταν 25 χρόνων, αυθάδης Μίδας, ο οποίος ούτως ή άλλως είχε “τολμήσει” το πέναλτι αλά Πανένκα στον Βαν Ντερ Σαρ στον ημιτελικό του Euro το προηγούμενο καλοκαίρι στην Ολλανδία και είχε διχάσει ολόκληρη την Ιταλία με το κεφαλαιώδες ερώτημα «αν “χωράει” στην ίδια ενδεκάδα με τον Ντελ Πιέρο» (ένα καλοκαίρι απίστευτης τρέλας, με εκπομπές σε τηλεόραση και ραδιόφωνο και “ειδικούς” να ωρύονται που οι δυο τους δεν παίζουν μαζί).
Το Scudetto του 2001 ήταν ο απόλυτος εξαγνισμός. Παραμένει μέχρι σήμερα το μοναδικό στην καριέρα του, αλλά στην ομάδα που έπαιξε και μεγαλούργησε δεν χρειάζεται άλλο. Η επόμενη σεζόν ήταν σε υψηλότατο επίπεδο, η ακριβώς επόμενη καταστροφή. Όλοι έμοιαζαν ακόμη μεθυσμένοι από την απότομη επιτυχία, δεν μπορούσαν να το διαχειριστούν και η ομάδα κατέληξε όγδοη (!).
Και πάλι όμως ο Φραντσέσκο χαρίζει τα highlight: η Ρόμα κερδίζει μέσα στο Bernabéu 0-1 με δικό του γκολ, σε μια ιστορικής σημασίας νίκη στην “καταραμένη” από το 1984 διοργάνωση. Κυρίως όμως κάνει το “καντηλάκι”, το “σκαφτό” στο 5-1 με τη Λάτσιο, το γκολ τού «Είσαι μοναδική», για το οποίο άλλοι ισχυρίζονται ότι αναφέρεται στην ομάδα και άλλοι στη μέλλουσα σύζυγο, Ίλαρι. «6 Unica», ακόμα ένα μνημείο σε μια καριέρα 28 ετών με τα χρώματα της Ρόμα.
Το 2003-2004 η ομάδα δείχνει να επιστρέφει, αλησμόνητο το 4-0 κόντρα στη «Γιούβε», με τον Checco να δείχνει τα τέσσερα δάχτυλα στον Τούντορ, αλλά οι δύο ήττες στα παιχνίδια με τη Μίλαν στερούν το Κύπελλο. Αρχίζουν οι πρώτοι ψίθυροι περί συμφωνίας των βορείων με τον Τότι, η πόλη είναι ανάστατη, στήνονται λαϊκά δικαστήρια προθέσεων, απειλητικά μηνύματα στο σπίτι του Σένσι, τηλεφωνήματα στα γραφεία της εταιρείας με ανθρώπους να κλαίνε, απεργίες πείνας (!) στο προπονητικό στην Trigoria, όλα βασισμένα σε φήμες! Αυτή η ομάδα όμως, αυτή η πόλη, αυτός ο παίκτης είναι συνώνυμα της υπερβολής. Τελικά εκείνος που έφυγε ήταν ο Καπέλο και πήρε μαζί του και τον Έμερσον. Πόλεμος.
Ο Τότι υψώνει τη σημαία της «romanità», δίνει όρκο αιώνιας πίστης, μπροστά στην κάμερα του Sky Sports λέει «εγώ δεν θα γίνω ποτέ προδότης».
Όλοι περιμένουν την επιστροφή του Καπέλο στο Olimpico, στην αναγγελία των ομάδων από το μικρόφωνο του Τζάμπα, τα ονόματα του Έμερσον και του Καπέλο δεν ακούγονται ποτέ, άλλωστε, και να τα έλεγε ο Κάρλο, θα τα κάλυπταν οι αποδοκιμασίες του λαού της Ρώμης. Η ομάδα θα χάσει 2-1, η ήττα είναι ό,τι χειρότερο σε μια ούτως ή άλλως καταστροφική χρονιά με αλλαγή τεσσάρων προπονητών (Πραντέλι → Φέλερ → Ντελνέρι → Μπρούνο Κόντι) και συν τοις άλλοις καταφθάνει στη Ρώμη η μοναδική προσφορά άλλης ομάδας στα χρονικά που απασχόλησε σοβαρά τον Φραντσέσκο Τότι: της Ρεάλ των «Galácticos».
Στο τέλος θα νικήσει η Ρώμη, γιατί όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη και στη Μαδρίτη κανένας. Με μια λιτή ανακοίνωση ο σχεδόν 29χρονος Τότι στέλνει τους οπαδούς στα ουράνια: «Προτιμώ να κατακτήσω ένα Πρωτάθλημα εδώ, παρά δέκα συνεχόμενα αλλού». Υπογράφει μέχρι το 2010 με 10.4 εκατ. μεικτά τον χρόνο. Ντελίριο. Είναι ήδη ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία της ομάδας, έχοντας ξεπεράσει τα 107 γκολ του Ρομπέρτο Προύτσο, σύμβολο της πόλης, σημαία της ομάδας, παντοτινός αρχηγός. Πάνω απ’ όλα έχει αρνηθεί τη Γιούβε, τη Μίλαν, ακόμα και τη Ρεάλ.
Το ότι μένει στη Ρώμη και πάλι δημιουργεί θόρυβο και αντεγκλήσεις. Ο Τότι δεν έχει φιλοδοξίες, ο Τότι θέλει να είναι πρώτος στο χωριό και όχι δεύτερος στην πόλη, ο Τότι έμεινε λόγω Ίλαρι, ο Τότι το ένα, ο Τότι το άλλο. Αδιάφορο.
Έναν μήνα μετά την ανανέωση του συμβολαίου το μακρινό 2005, ο Checco νυμφεύεται το show girl, Ίλαρι Μπλάζι, στη Βασιλική της Santa Maria του Aracoeli, σε ζωντανή μετάδοση από τη συνδρομητική τηλεόραση του Sky, σε έναν γάμο στο όριο του κιτς. Στο προαύλιο της εκκλησίας 10.000 κόσμος, με το που βγαίνει το ζευγάρι, ξεφεύγει απ’ το πλήθος ένα γηπεδικό «un capitano, c’è solo un capitano», κάτι σαν το δικό μας «είναι τρελός ο αρχηγός». Αποζημιώνει το ποίμνιο με το τρελό γκολ στο San Siro, πάλι με “σκαφτό”, παίρνοντας τη μπάλα στο κέντρο και περνώντας όποιον βρει μπροστά του.
Ένας φίλος -παθολογικός θαυμαστής του Checco και από τους ανθρώπους που με έπαιρναν τηλέφωνο να βρίσουν τον Σπαλέτι, επειδή δεν τον έβαζε βασικό στα 41 του- είχε πάει (και) στον γάμο, επειδή «όφειλε να είναι εκεί στη μεγαλύτερη προσωπική στιγμή του ειδώλου, του καλύτερου ποδοσφαιριστή που πάτησε ποτέ το χορτάρι του Olimpicο».
Ο συγκεκριμένος άνθρωπος, σήμερα Λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Sapienza της Ρώμης, ορκίζεται ότι ο Τότι είναι ο καλύτερος ποδοσφαιριστής που είδε ποτέ και -έχοντας χάσει από το 1996 το πολύ οκτώ εντός έδρας παιχνίδια της Ρόμα- τον θεωρεί ανώτερο και του Κριστιάνο και των “διάφορων” (όπως λέει) Ζιντάν, Ντελ Πιέρο, Μπάτζο, Καντονά, Φίγκο που πάτησαν το ιερό χορτάρι του Olimpico. Στα εντός έδρας, στον “ναό” του.
Προσωπικά, θεωρώ ότι ο Τότι έφτασε στο peak τη διετία 2000-2001, όταν πήρε το MVP στον Τελικό του Euro (που χάθηκε όπως χάθηκε στο τελευταίο λεπτό της παράτασης με το γκολ του Τρεζεγκέ) και την επόμενη σεζόν οδήγησε τη Ρόμα στην κατάκτηση ενός Scudetto που μπορεί να συγκριθεί μόνο με το πρώτο του Μαραντόνα στη Νάπολι. Εκείνη τη διετία ήταν πραγματικά χάρμα ιδέσθαι, χαιρόσουν να πηγαίνεις στο γήπεδο να τον παρακολουθείς, αλλά και πάλι υπήρχε μια αίσθηση κενού.
Αυτό το κενό καλύφθηκε την τετραετία 2005-2009 με την πρώτη εποχή Σπαλέτι, όταν ο Λουτσιάνο τον ανάγκασε να ωριμάσει και ουσιαστικά επινόησε τη θέση του “false 9”, για να αποδώσει πιο μεστά και πιο ώριμα από ποτέ στην καριέρα του. Όχι τυχαία εκείνη τη σεζόν σκοράρει το ομορφότερο και δυσκολότερο γκολ της καριέρας του στο Marassi της Γένοβας, ένα γκολ που έγινε έργο τέχνης από τον Αμερικανό καλλιτέχνη, Κέις Τζέρνιγκαν.
Πέρα από τα εξωπραγματικά γκολ, ο Τότι κάλυπτε “τυφλά” σημεία στο γήπεδο, εξανάγκασε επικριτές και πολέμιους να παραδεχτούν το ατέλειωτο ταλέντο του, το ανυπολόγιστο impact σε μια ομάδα που, παρότι πήρε περισσότερα απ’ όσα της άρμοζαν, έμοιαζε αδικημένη και “ριγμένη” σε τίτλους. Η ομάδα πήρε δύο Κύπελλα Ιταλίας (2007 και 2008), το Super Cup του 2008 και τερμάτισε δυο φορές δεύτερη πίσω από την Ίντερ, η οποία “έπρεπε” να ρεφάρει το «calciopoli».
Ο Checco πήρε και το Χρυσό Παπούτσι σε προσωπικό επίπεδο που ακόμη και σήμερα παραμένει ο μοναδικός προσωπικός διεθνής τίτλος του. Ο καθαγιασμός ωστόσο ήρθε στο Βερολίνο, με την κατάκτηση του Μουντιάλ με τους «Azzurri».
Τραυματίας και παίζοντας με ενέσεις, έδωσε τέσσερεις ασίστ, έβαλε το πέναλτι με τους Αυστραλούς -με τη μπάλα να ζυγίζει έναν τόνο και ένα γήπεδο να γιουχάρει- και έβγαλε την πάσα στον Τζιλαρντίνο στο επικό 2-0 του Ντελ Πιέρο στον ημιτελικό με τους Γερμανούς. Το Παγκόσμιο Κύπελλο είναι το μεγαλύτερο παράσημο της καριέρας του, τρόπαιο που κατέκτησε ως πρωταγωνιστής και ηγέτης των αποδυτηρίων, όπως έχει παραδεχτεί και ο Λίπι.
Πίσω στην πατρίδα εκ νέου ντελίριο, ξανά γιορτή στο Circo Massimo (με λιγότερο κόσμο απ’ ό,τι στο Scudetto της Ρόμα βέβαια) και ο ίδιος με τον γιο του, τον Κρίστιαν, αγκαλιά. Κρίστιαν που κανονικά θα λεγόταν Τζορντάνο (το όνομα του πατέρα της Ίλαρι), αλλά, μόλις το άκουσε ο Checco, είπε «με τίποτα, δεν μπορώ να κοιτάζω το παιδί μου και να μου ‘ρχεται στο μυαλό ο Μπρούνο Τζορντάνο που με έπρηζαν οι “Laziali” στο σχολείο».
Ναι, τόση «ρωμανίλα», τόσο άρρωστος. Ακολούθησαν οι δύο κόρες, Σανέλ (2007) και Ίζαμπελ (2016), αλλά, προερχόμενος από πατριαρχική οικογένεια, η αδυναμία του είναι ο γιος του. Σ’ εκείνον αφιέρωνε τα γκολ με εκείνον τον περίεργο πανηγυρισμό με το δάχτυλο στο στόμα, εκείνον κρατούσε αγκαλιά, όταν βραβεύτηκε με το Χρυσό Παπούτσι, τον Κρίστιαν έβαλε να κάνει δηλώσεις, όταν τον ρώτησε ένας δημοσιογράφος της «Gazzetta dello Sport» αν σκοπεύει να σπάσει και το ρεκόρ του Νόρνταλ με τα 226 γκολ:
-«Εσύ τι λες, Κρίστιαν, θα τα καταφέρει ο μπαμπάς»;
-«Ναι, ο μπαμπάς είναι ο Superman»!
Η Ρόμα του Σπαλέτι για τρεις περιόδους απέδωσε εκπληκτικό ποδόσφαιρο, δεν ήταν ποτέ κυνική, είχε και καταστροφικές βραδιές, αλλά χάρισε και τρομερές αναμνήσεις στον κόσμο της. Η περίοδος του μέλιτος σταμάτησε κάπου στις αρχές του 2009, συμπτωματικά την τελευταία σεζόν του συμβολαίου του 33χρονου Τότι.
Στον πάγκο της κάθισε ο γνωστός μας Κλαούντιο Ρανιέρι, με το αντιποδόσφαιρό του και τη “διαχείρισή του” και έχασε το πιο εύκολο Πρωτάθλημα στην ιστορία της, χαρίζοντάς το στην Ίντερ, με μια ανεκδιήγητη εντός έδρας ήττα από τη Σαμπντόρια τέσσερεις στροφές πριν το τέλος. Κατέρρευσε ολοσχερώς και στον Τελικό του Κυπέλλου και πάλι απέναντι στην Ίντερ, σε μια μαύρη σελίδα στην καριέρα του Checco (ίσως η δεύτερη μετά το φτύσιμο στον Πόουλσεν στο Euro), με την αψυχολόγητη κλωτσιά στον Μπαλοτέλι στο 88’ και τη δίκαιη κόκκινη κάρτα.
Έγραψε ο ίδιος ένα γράμμα μετανοίας στον τρελο-Μάριο, ζήτησε συγγνώμη από τον κόσμο, αλλά και πάλι η Curva είχε καταλάβει. Δεν ήταν δυνατόν να αποδεχτεί ο εγωισμός του Τότι τη διπλή ήττα, την ταπείνωση σε Πρωτάθλημα και Κύπελλο, από μια εμφανώς χειρότερη ομάδα. Δεν είναι δικαιολογία, είναι η αλήθεια.
Πλησίαζε ήδη στα 34, ήξερε ότι ως πρωταγωνιστής δεν θα υπήρχε ξανά περίπτωση να κατακτήσει Νταμπλ και να μείνει στο στόμα και τις θύμησες μέχρι τα βαθιά γεράματα. Πίστευε ότι είχε τελειώσει. Εκεί όμως, όπως και στην αρχή της καριέρας του με τη λύκαινα στο πέτο, βγήκαν μπροστά και πάλι η πόλη, ο κόσμος, η Ρώμη.
Λαϊκή απαίτηση στη νέα αμερικανική ιδιοκτησία να ανανεώσει τον capitano. Ανεξαρτήτως κόστους, ανεξαρτήτως στόχων. Ο Τζέιμς Παλότα αντιλαμβάνεται ότι ο Τότι είναι κάτι παραπάνω από ποδοσφαιριστής και καταθέτει μια πρόταση που εξέπληξε ακόμα και τον ίδιο τον Φραντσέσκο. Νέο πενταετές, 8.9 εκατ. τον πρώτο χρόνο, 8.6 τα επόμενα τέσσερα, 43.3 εκατ. ευρώ μεικτά. Η προσφορά είναι τόσο υψηλή που ακόμα και ο κόσμος σοκάρεται, όλοι όμως το δέχονται «για την προσφορά του στην ομάδα».
Οι επόμενες σεζόν και μέχρι τον ερχομό του Ρουντί Γκαρσιά στην ομάδα είναι ένα διαρκές “πήγαινε-έλα” προπονητών (Ρανιέρι → Μοντέλα → Λουίς Ενρίκε → Τζέμαν → Αντρεατσόλι), με τη Ρόμα να καταντάει να μην βγαίνει καν στο Europa League το 2012-2013. Ο ίδιος όμως είναι συνεπής, συνεπέστατος. Πρώτα η κανονιά στο ντέρμπι με τη Γιουβέντους, η οποία αφήνει άγαλμα τον Τζίτζι, και 17 Μαρτίου του 2013, με το Olimpico να έχει κομμένη την ανάσα, από τη στιγμή που η Ρόμα κερδίζει το φάουλ κοντά στην περιοχή, γράφεται ιστορία.
Ο 37χρονος Τότι παίρνει φόρα και εξαπολύει ένα από τα “δικά του” συρτά και δυνατά σουτ. Γκολ. Στα μάτριξ αναβοσβήνει το «226», ο Φραντσέσκο Τότι είναι ο δεύτερος σκόρερ όλων των εποχών στην ιστορία της Serie A, μπροστά του είναι μόνο ο άπιαστος Πιόλα των 290 γκολ.
Με τον Γκαρσιά βρίσκει νέο ρόλο, γίνεται “η πολυτέλεια των 30 λεπτών” και εξακολουθεί να γράφει ιστορία. Δεκαέξι γκολ σε δύο σεζόν, ασίστ, leadership, ξεπερνά τον Ράιαν Γκιγκς, όντας ο μεγαλύτερος σε ηλικία ποδοσφαιριστής που σκόραρε στο Champions League (κλεισμένα 38 στο παιχνίδι του Σεπτεμβρίου με τη Μάντσεστερ Σίτι, ρεκόρ που ξανασπάει ο ίδιος τον Νοέμβριο, σκοράροντας πάλι με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας), πάνω απ’ όλα χαρίζει τη μοναδική παράσταση του Ιανουαρίου του 2015 με τα δυο γκολ στο ντέρμπι με τη Λάτσιο, γκολ ενός αλησμόνητου comeback από το εφιαλτικό 0-2 σε 2-2 μέσα σε διάστημα 15 λεπτών.
Η Ρόμα τού ανανεώνει και πάλι το συμβόλαιο, όποιος ερωτάται απαντά ότι «δεν πωλείται η ιστορία», ο Παλότα δηλώνει ότι, εάν ο Τότι θέλει να παίζει μέχρι τα 50, μπορεί να το κάνει, ο Τζάντσι προεξοφλεί ότι η ομάδα θα μπει στο νέο γήπεδο με αρχηγό τον Φραντσέσκο, ακόμα και κόσμος που δεν ασχολείται με το ποδόσφαιρο εντυπωσιάζεται από την ιστορία του και την καριέρα του, αφού γίνεται κεντρικό θέμα στους «New York Times», έχει προτάσεις από την Κίνα ακόμα και στα 39 του. Εκείνος ευχαριστεί, αλλά δηλώνει ότι είναι αδύνατον να φύγει από τη Ρώμη.
Στην ομάδα επιστρέφει ο Σπαλέτι και ξεκινά μια πολύ δύσκολη περίοδος. Ο Λουτσιάνο δηλώνει ότι του έλαχε ο κλήρος να είναι ο προπονητής που “πρέπει” να τελειώσει την καριέρα του Checco. Η σχέση τους είναι ταραχώδης, ο κόσμος αναρωτιέται γιατί ο Τότι δεν παίρνει έστω 10λεπτα σε παιχνίδια που έχουν κριθεί, ο Σπαλέτι, κάθε φορά που τον χρησιμοποιεί, εκτίθεται, το περιβάλλον ηλεκτρίζεται, με το που ακουμπάει ο Τότι το χόρτο, ο κόσμος ανακτά το ενδιαφέρον, ακόμα και σε παιχνίδια που έχουν κριθεί, συμπαίκτες και αντίπαλοι αισθάνονται δέος. Δεν είναι θέμα σεβασμού, ο Τότι μπορεί και είναι ακόμη καθοριστικός.
Επιστρέφει από έναν (πολύ) επίπονο τραυματισμό λίγο πριν τα 40 και κάνει έναν καταπληκτικό μήνα:
Μπολόνια, 11 Απριλίου, μπαίνει → ασίστ.
Ρόμα-Αταλάντα, 16 Απριλίου, μπαίνει → γκολ.
Ρόμα-Νάπολι, 25 Απριλίου, μπαίνει → κάθετη που ανοίγει την άμυνα και γκολ.
Γένοβα, 2 Μαΐου, μπαίνει → γκολ.
Το αριστούργημα όμως έχει συντελεστεί ήδη από τις 20 Απριλίου. Olimpico, Ρόμα εναντίον Τορίνο. Η ομάδα πίσω στο σκορ με 1-2 στο 80’. Όλο το γήπεδο φωνάζει το όνομά του, ο Σπαλέτι, παρότι ξεροκέφαλος, τον σηκώνει για ζέσταμα. Μπαίνει στο 86’, η ομάδα έχει κερδίσει ένα φάουλ στο πλάι, από ‘κείνα που προσφέρονται για τη “γιόμα” της απελπισίας. Ο Τζέκο δεν τη βρίσκει καλά με το κεφάλι και η μπάλα δείχνει να καταλήγει άουτ. Όχι, γιατί εκείνος έχει πατήσει στο χόρτο. Μια ανώτερη δύναμη τον έχει σπρώξει να κάνει μια προβολή, πριν καν σηκωθεί ο Βόσνιος για την κεφαλιά. Γλιστράει τόσο όσο χρειάζεται για να βρει με το μυτάκι τη μπάλα. Πάει μέσα.
Γκολ. Σταματάει ο χρόνος και ξαφνικά γυρνάει πίσω 20 χρόνια. Ο Checco σηκώνεται, σαν σχολιαρόπαιδο πηδάει τις πινακίδες, όπως έκανε από τότε που είχε μακρύ μαλλί και τη λευκή στέκα στο κεφάλι, πριν καν εμφανιστεί η πρώτη ρυτίδα. Δεν θα μπορούσε να είναι άλλη εστία απ’ αυτή της Curva Sud. Φτάνοντας στο αλαλάζον πλήθος, έχει βάλει το χέρι στο στόμα, όπως το 2005 που γεννήθηκε ο Κρίστιαν. Flash back σε fast forward.
Η Curva είναι ικανοποιημένη και με την ισοπαλία, αρκεί που σκόραρε το είδωλο, ο Φραντσέσκο όμως όχι. Όλο το γήπεδο είναι στο πόδι σε ένα τρίλεπτο standing ovation. Η ανώτερη δύναμη στέλνει τη μπάλα στο χέρι του Γκλικ και η Ρόμα κερδίζει πέναλτι στο 90′. Κάνουν όλοι πέρα, παίρνει τη μπάλα και τη στήνει, είναι αξύριστος, καταπονημένος, πληγωμένος που ο Σπαλέτι δεν τον υπολογίζει, αλλά προέχει να σώσει τη Ρόμα του. Γκολ. 3-2 στο 90′.
Όλο το γήπεδο σε τρανς, συμπαίκτες και αναπληρωματικοί δεν τον αφήνουν να φτάσει καν πάλι στην Curva Sud να πανηγυρίσει με τον λαό του. Ορισμένοι από τους συμπαίκτες κάλλιστα θα μπορούσαν να είναι γιοι του από την εποχή που έβγαινε με τη Φλάβια Βέντο. Ένα κουβάρι όλοι, ο ένας πάνω στον άλλον, αντίδραση όπως εκείνες που παρακολουθούμε, όταν μια ομάδα κερδίζει στα πέναλτι και όλοι τρέχουν πάνω στον τερματοφύλακα.
Ο σκηνοθέτης ανοίγει το πλάνο, σταματά σε ένα νεαρό παιδί στην εξέδρα, είναι – δεν είναι 20. Τραβάει όλο το σκηνικό με το smartphone και την ίδια στιγμή κλαίει με λυγμούς. Σκουπίζει τα δάκρυα με το χέρι του, είναι βέβαιο ότι, όταν ο Checco σκόραρε το πρώτο του γκολ σε εκείνο το ματς με τη Φότζια, ο οπαδός δεν είχε καν κλάψει για πρώτη φορά.
Μεγαλείο. Όλο το γήπεδο φωνάζει το όνομά του, ο Φραντσέσκο σηκώνει το χέρι, σφίγγει τη γροθιά, «sempre insieme», «για πάντα μαζί». Είναι 39 ετών και 7 μηνών, δεν αντέχει πάνω από 10λεπτο, αλλά είναι αδύνατον να μην τον ανανεώσουν μετά από το συγκεκριμένο ματς. Στις 7 Ιουνίου του 2016 υπογράφει το τελευταίο και μοναδικό “τιμής ένεκεν” συμβόλαιο με τη Ρόμα. Μονοετές ως ποδοσφαιριστής και εξαετές ως διοικητικός παράγοντας.
Σεπτέμβριο του ’16 κάνει το 3-2 στο 94’ στο εντός με τη Σαμπντόρια, αλλά τίποτα δεν είναι το ίδιο. Η σχέση με τον Σπαλέτι είναι χειρότερη από ποτέ, είναι φανερό ότι “ενοχλεί” στην ομάδα, είναι βάρος στα αποδυτήρια, γιατί έχει γνώμη και διαθέτει και το θάρρος να την εκφράζει, το έχει κερδίσει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Κι αυτό τον Λουτσιάνο τον ενοχλεί.
Η απρέπεια της 7ης Μαΐου στο San Siro, όπου ένα ολόκληρο γήπεδο περιμένει να μπει στο 84’ για να τον αποθεώσει και να αναγνωρίσει έναν μεγάλο αντίπαλο, είναι άνευ προηγουμένου και αγγίζει τα όρια της εμπάθειας. Δεν μπήκε ποτέ, προτιμήθηκε ο Πέρες αντί του Checco, με το σκορ στο 1-3. Στο 87’ η Ρόμα κέρδισε και πέναλτι που εκτέλεσε εύστοχα ο Ντε Ρόσι. Κάλλιστα στη θέση του θα μπορούσε να είναι ο Τότι. Προηγουμένως είχε ξανασκοράρει με πέναλτι στο Olimpico του Τορίνο στην ήττα με 3-1 από την «Τόρο».
Κάνει 27 ματς σε όλες τις διοργανώσεις, τα περισσότερα ως αλλαγή στα τελευταία λεπτά, το ματς με τη Τζένοα είναι το 18ο στο Πρωτάθλημα. Θα ήθελα όσο τίποτε άλλο να είμαι εκεί, θα αντάλλαζα Τελικό Champions League που έχω παρακολουθήσει διά ζώσης με το συγκεκριμένο ματς. Από το προηγούμενο βράδυ έχουν ξεκινήσει οι ετοιμασίες, ξεχωρίζει το τεράστιο πανό των 130μ.: «Δεν στενοχωριέμαι που σταματάς, σε ευχαριστώ που υπάρχεις», έξω από την Trigoria. Αμέτρητα τα mentions στα social, το ένα hashtag ξεπηδάει μετά το άλλο.
Στο Olimpico η ατμόσφαιρα δεν είναι ακριβώς γιορτινή, διότι παίζονται η δεύτερη θέση και η απευθείας συμμετοχή στους ομίλους του Champions League. Όπως αναμενόταν, το ματς είναι δύσκολο και το 0-1 της Τζένοα στο 3’ το κάνει Γολγοθά. Η Ρόμα ισοφαρίζει γρήγορα, αλλά ο πόντος δεν φτάνει.
Η Νάπολι εν τω μεταξύ καθαρίζει πολύ γρήγορα το ματς στο Marassi, στο 54’, όταν ο Φραντσέσκο αντικαθιστά τον Σαλάχ, προηγείται ήδη 3-1 (και λίγα λεπτά μετά κλειδώνει το ματς με τέταρτο γκολ) και το τελευταίο ματς του Checco αποκτά χαρακτήρα Τελικού.
Μπαίνει εν μέσω αποθέωσης, αμέσως δίνει το spark στην ομάδα, πασάρει, ντριπλάρει, εκτελεί με τον δικό του απαράμιλλο τρόπο τα στημένα. Η αύρα ήταν υπεραρκετή, στο 74’ ο επόμενος αρχηγός, ο Ντανιέλε Ντε Ρόσι, κάνει το 2-1. Τίποτα δεν έχει τελειώσει. Ο Λάζοβιτς ισοφαρίζει 11λεπτά πριν το τέλος και στο 82’ βρίσκει το δοκάρι. Αν σκόραρε, όλα θα είχαν τελειώσει. Στο 90’ οι θεοί της Ρώμης είναι εκεί. Ο Περότι κάνει το 3-2, η Ρόμα είναι στους ομίλους του Champions League.
Το Olimpico μπορεί πλέον απενοχοποιημένο να ασχοληθεί με τον ήρωά του. Για τελευταία φορά. Το γήπεδο είναι σε παραλήρημα, τραγούδια, φωνές, άνδρες, γυναίκες, παιδιά. «Un Capitano, c’ è solo un Capitano»… Το ματς έληξε με τη μπάλα στα πόδια του. Το τραγούδι του Αντονέλο Βεντίτι, «Grazie, Roma», στα μεγάφωνα, «σε ευχαριστούμε, Ρόμα, που μας κάνεις πάλι να κλαίμε και να αγκαλιαζόμαστε, σε ευχαριστούμε, Ρόμα, που μας κάνεις να ξαναζούμε και να ξανανιώνουμε».
Κανείς δεν φεύγει από την κερκίδα. 20:12 ώρα Ιταλίας, ο Αρχηγός βγήκε να χαιρετήσει τον λαό του. Standing ovation, 70.000 καρτέλες με το «10» και το όνομά του ψηλά, αφού παραλαμβάνει το βραβείο από τον Παλότα και βλέπει τη γυναίκα του και τα παιδιά του, σπάει.
Βάζει τα χέρια στο πρόσωπο για να κρύψει τα δάκρυα. Μαζί του κλαίει όλο το γήπεδο. Κρατά αγκαλιά τη μικρή Ίζαμπελ και περπατάει στα κουλουάρ, φυσάει και ξεφυσάει, γιατί πλησιάζει στην Curva Sud. Υπογράφει τη μπάλα του αγώνα και την πετάει στο πέταλο, στέκεται, βάζει το χέρι στην καρδιά και ευχαριστεί συγκινημένος. «Είσαι το παραμύθι που λέμε στα παιδιά μας», ακούγεται από την εξέδρα.
Παίρνει μικρόφωνο: «Δυστυχώς, έφτασε η στιγμή που δεν ήθελα να έρθει ποτέ. Σας ευχαριστώ για αυτά τα 25 χρόνια, ειδικά για τις δύσκολες στιγμές. Αυτές τις μέρες κάθισα και μίλησα στη γυναίκα μου για αυτή τη φανέλα, γράψαμε ένα γράμμα, θα προσπαθήσω να σας το διαβάσω. Ευχαριστώ τους γονείς μου, τον αδερφό μου, τους συγγενείς μου, τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου. Πολλοί μου είπαν να γράψω ένα ποίημα, εγώ ποιήματα μπορούσα να γράψω μόνο με τα πόδια. Άτιμε χρόνε, πόσο γρήγορα περνάς. Θα βγάλω τη φανέλα και θα τη διπλώσω με ευλάβεια, δεν είναι εύκολο για μένα, δεν μπορώ τόσο εύκολα να σβήσω το φως.
Τώρα φοβάμαι, είναι η πρώτη φορά που φοβάμαι, γιατί δεν ξέρω τι γίνεται μετά. Επιτρέψτε μου να αισθάνομαι φόβο και θέλω να με βοηθήσετε σε αυτή τη στιγμή, να μου δείξετε την αγάπη σας, γιατί τώρα σας έχω πιο πολύ ανάγκη από ποτέ. Μην με αφήσετε τώρα.
Να γεννιέσαι Ρωμαίος και “Romanista” είναι μια ευλογία. Ήταν μια τεράστια τιμή να είμαι αρχηγός αυτής της ομάδας. Θα σταματήσω να σας συγκινώ με τις ποδοσφαιρικές μου ικανότητες, αλλά η καρδιά μου είναι μαζί σας. Θα μπω στα αποδυτήρια και θα σταματήσω να είμαι παιδί. Τώρα γίνομαι άντρας. Είμαι ευτυχισμένος που έζησα αυτά τα 28 χρόνια αγάπης. Σας αγαπάω».
Εμείς πιο πολύ. Γιατί είσαι το παραμύθι που διηγούμαστε στα παιδιά μας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Αρκούν όσοι καταλαβαίνουν (τον Φραντσέσκο Τόττι)
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro