Εκατοντάδες χρόνια διαμαχών. Το πότε ξεκίνησαν, το πώς και το γιατί χάνονται στη λήθη, στη μυθολογία.
Μα φτάνουν, αυτές τις χιλιετίες, η κάθε ιστορία, το κάθε γεγονός και το κάθε παραμύθι να φουντώσουν ακόμα περισσότερο την έριδα, να την περάσουν, θεριεμένη, από γενιά σε γενιά.
Αλβανοί και Σέρβοι. Και στη μέση το Κόσοβο. Το τρόπαιο που αμφότεροι, για όσο θυμούνται εθνολογικά τους εαυτούς τους, διεκδικούσαν. Ακόμα και στη συνύπαρξή τους, στην ονείρωξη του Γιόζεφ Τίτο της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, η περιοχή, τόσο ιδιαίτερη, τόσο ξεχωριστή, τόσο εκρηκτικά απειλητική για το στάτους και τις τύχες της συνομοσπονδίας, ακόμα και σε εποχές που κανείς δεν έβλεπε τη διάλυσή της και τον εμφύλιο που την κατακερμάτισε, ήταν αυτόνομη από την κεντρική διοίκηση του Βελιγραδίου.
Το Πανεπιστήμιο της πρωτεύουσας Πρίστινα, όπως συνήθως, όπως παντού, το χωνευτήρι των πάντων. Και από τη μία και από την άλλη πλευρά. Λειτούργησε από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 και μια γενιά αργότερα, στα μέσα της επόμενης, είχε ήδη την απαιτούμενη μαγιά για να αποτελεί το προπύργιο και των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, του ηλικιακού -και όχι μόνο- ανθού της.
Η καταβαράθρωση της οικονομίας, οι συνεχείς κρίσεις υπερπληθωρισμού, ο συγκεντρωτισμός προκαλούσουν τότε ακόμα μεγαλύτερη ασφυξία. Και ακόμα μεγαλύτερη διάθεση για έκφραση της αντίδρασης. Όχι πλέον μόνο εθνολογικά αλλά κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά.
Από το Πανεπιστήμιο οργανώθηκαν και ξεκίνησαν οι πρώτες μεγάλες για τα δεδομένα της πόλης και της εποχής αντικομουνιστικές διαδηλώσεις. Αρχικά, το ζητούμενο ήταν απλό: ευκολότερη πρόσβαση σε δουλειά, απτή βελτίωση της καθημερινότητας. Και σιγά-σιγά, όπως σχεδόν πάντα συμβαίνει, τα όσα έμπαιναν στα πλακάτ και γινόντουσαν συνθήματα, αιτήματα, στόχευσαν βαθύτερα.
Σε εκδημοκρατισμό, σε ανεξαρτησία και -εννοείται- με τη συνεπαγόμενη πλέον εθνολογική προαιώνια κόντρα να βρίσκει χώρο έκφρασης και να γίνεται, αν όχι κυρίαρχη, τουλάχιστον να ορίζει (και πάλι) τις αντιμαχόμενες πλευρές.
Ο Ρατζίπ δεν είχε πατήσει τα 25 του τότε. Έκανε ό,τι προβλεπόταν στην ανατροφή ενός καλού Μουσουλμάνου. Συνεπής σε όλα, τελείωσε το σχολείο, υπηρέτησε τη θητεία του στον γιουγκοσλαβικό στρατό και μπήκε στο Πανεπιστήμιο για να σπουδάσει αρχιτέκτονας.
Ο πατέρας τού είχε μάθει να μην δίνει ποτέ δικαιώματα, να μην ψάχνει αφορμές. Σαράντα χρόνια δούλευε στον ίδιο σταθμό λεωφορείων, έχοντας -πρόσφατα- επιβραβευτεί για την τυπικότητα και την αφοσίωσή του με την προαγωγή του σε Διευθυντή.
Δεν είχε απασχολήσει ποτέ και κανέναν. Έτσι, το σοκ ήταν αδιανόητο, όταν ένα πρωί η αστυνομία χτύπησε την πόρτα του σπιτιού του και πήρε σηκωτό τον Ρατζίπ. Κατηγορήθηκε ως ενεργά συμμετέχων και ενίοτε και ως διοργανωτής στις αντικομουνιστικές διαδηλώσεις. Δεν το αρνήθηκε, αρνήθηκε όμως πως προκάλεσε οποιαδήποτε αναταραχή, οποιοδήποτε έκτροπο.
Καταδικάστηκε, χωρίς πολλά-πολλά, σε φυλάκιση 3.5 χρόνων. Η ποινή του θείου του, εξω-πανεπιστημιακός, ο οποίος επίσης είχε συλληφθεί για μεγαλύτερο και σαφώς πιο καθοδηγητικό ρόλο, ήταν πολλαπλάσια, 15 χρόνια.
Τρεις μήνες νωρίτερα από τη σύλληψη και την καταδίκη του, ο Ρατζίπ είχε παντρευτεί την Έλι (υποκοριστικό που αργότερα της έμεινε από το Ελμαζέ). Μοιράστηκε με άλλους τέσσερεις ένα μικροσκοπικό κελί, έχοντας καθημερινά τη δυνατότητα προαυλισμού μόνο για ένα τέταρτο.
Η οικογένεια προσέλαβε δικηγόρο. Μάταιο. Οι αναφορές όμως της Διεθνούς Αμνηστίας για τις συνθήκες εκείνων των (πολλών, δεν ήταν μόνη η δική του) συλλήψεων και κυρίως το τουλάχιστον συζητήσιμο νομικό υπόβαθρο για τις ποινές που κατά κόρον επιβλήθηκαν σε όσους συμμετείχαν σε εκείνες τις διαδηλώσεις κινητοποίησαν.
Διαφορετική η δυναμική και η δυνατότητα επιρροής στα πράγματα των υπηρεσιών της Αμνηστίας. Μεταξύ δεκάδων υποθέσεων, ανέλαβαν και τη δική του. Το πρότερο, οικογενειακό, απολύτως έντιμο και μακριά από μπελάδες και ταραχές παρελθόν έπαιξε ρόλο.
Του είπαν ακριβώς τι έπρεπε να πει και τι όχι. Το έκανε. Και έτσι αποφυλακίστηκε. Έπιασε δουλειά σε ένα οικογενειακό εστιατόριο που συντηρούσαν συγγενείς του. Πλέον όμως ήταν -όπως και η φαμίλια του- στιγματισμένος από τις κρατικές υπηρεσίες. Και ειδικά σε εποχή που ολοένα και περισσότερο άναβε φυτίλια.
Αδυνατούσε να πάρει ανάσα, να βρει χώρο, παρόν και μέλλον. Μέσω της Αμνηστίας εξασφάλισε διαβατήρια και τα απαιτούμενα έγγραφα και μαζί με την Έλι, τρεις μόλις μήνες μετά την αποφυλάκισή του, έφυγαν από την Πρίστινα. Η Ολλανδία τούς είχε συσταθεί ως προορισμός. Το ζευγάρι στόχευε να φτάσει μακρύτερα, στη Σουηδία, στο Μάλμε, όπου είχαν εγκατασταθεί αρκετοί συμπατριώτες τους.
Αφού με λεωφορείο πέρασαν όλη την γιουγκοσλαβική επικράτεια, κατέληξαν για μια στάση στην Ελβετία, στη Βασιλεία, όπου και έμενε ένας φίλος, δημοσιογράφος, του Ρατζίπ. Η στάση θα ήταν για μια εβδομάδα, για έναν μήνα, για όσο τέλος πάντων χρειαζόταν ώστε να ξαποστάσουν απ’ όσα κουβαλούσαν από την πατρίδα για να συνεχίσουν την αναζήτηση της επόμενης.
Κράτησε μια ζωή. Τους άρεσε ό,τι αντίκρισαν. Ένιωσαν ασφαλείς, οικεία, καλοδεχούμενοι. Ο Ρατζίπ δυσκολεύτηκε αφάνταστα με τα ομιλούμενα στην περιοχή γερμανικά, αλλά αμέσως βρήκε δουλειά σε μια εταιρεία κηπουρικής. Έμεινε εκεί για 17 χρόνια. Η Έλι -την πήρε ευκολότερα την γλώσσα- σε ένα εργοστάσιο κατασκευής σωλήνων βρήκε το δικό της μεροκάματο. Αυτή το τίμησε για άλλα δεκαπέντε χρόνια.
Στον πρώτο τους χρόνο στη Βασιλεία έγιναν γονείς. Ενάμιση χρόνο αργότερα, μετά τον πρεσβύτερο Ταουλάντ, απέκτησαν και δεύτερο γιο. Όπως με τους μικρότερους αδερφούς του στην Πρίστινα, ο Ρατζίπ πήγαινε τους κανακάρηδές του, από τότε που αυτοί μπορούσαν να σταθούν και να περπατήσουν, για να παίζουν ποδόσφαιρο στο γειτονικό του σπιτικού τους, Voltapark.
Εκεί, λίγο πριν ο μικρός του γιος φτάσει τα πέντε, τον πλησίασε ένας άλλος γονιός. Δούλευε ως scout στην Κονκόρντια, μια τοπική ομάδα, θυγατρική της ομώνυμης της πόλης, της “μεγάλης” του ελβετικού ποδοσφαιρικού στερεώματος, Βασιλείας. Του ζήτησε να πάει τους γιους του για προπόνηση.
Μόλις το άκουσαν οι ξετρελαμένοι με την προοπτική μπόμπιρες, δεν άφησαν περιθώρια σκέψης και συζήτησης. Ο Ρατζίπ τούς πήρε τα απαραίτητα, ποδοσφαιρικά παπούτσια, τσάντες, εμφανίσεις, και τους πήγε. Από τότε ποδοσφαιρικά μεγάλωσαν μαζί. Τόσο που, παρά την ηλικιακή διαφορά τους, θεωρούνταν, αντιμετωπίζονταν μέχρι μια ηλικία ως δίδυμοι.
Στην πορεία, η οποία τους έκανε αμφότερους επαγγελματίες, πολλά τους ξεχώρισαν. Το χαρακτηριστικότερο ήταν πως ο μικρός έγινε, είναι ο κορυφαίος Ελβετός ποδοσφαιριστής όλων των εποχών.
Έγινε, είναι ο Γκράνιτ Τζάκα.
Η πατρίδα των γονιών και η πατρίδα των παιδιών
Φυσικό επακόλουθο η μετάβαση στις ακαδημίες της Βασιλείας. Ξεχώριζε, παρότι ακόμη, στο ξεκίνημα της εφηβείας του πια, βρισκόταν στην σκιά του μεγαλύτερου αδερφού. Ο Ρατζίπ και η Έλι ασταμάτητα τους κυνηγούσαν. Πρώτα σχολείο, πρώτα καλοί μαθητές, βάση για χρήσιμους και χρηστούς πολίτες, και μετά ποδόσφαιρο.
Μέχρις εκεί που κάθε γονιός μπορεί να το ελέγξει, να χαράξει τα όρια και να κουμαντάρει τις προτεραιότητες, το έκαναν, το πέτυχαν. Μετά, ανέλαβε το τάλαντο, η κλίση, η φύση. Με τον Γκράνιτ, πριν από δαύτα, να χρειάζεται, να πρέπει να τα επιβάλει ο ίδιος στον δρόμο του.
Πριν καν τον ξεκινήσει. Στα 16 του διέλυσε ό,τι υπήρχε στο γόνατό του. Ολική ρήξη χιαστού. Σκέφτηκε να τα παρατήσει. Από τότε. Η προοπτική του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος U17 στη Νότια Αφρική το 2009 ήταν αυτή που τον κράτησε. Ολοκλήρωσε έγκαιρα την αποθεραπεία του, χρειάστηκε όμως την ατυχία ενός άλλου για να … ευλογηθεί ο ίδιος, παίρνοντας τελικά θέση στην αποστολή.
Και όχι μόνο θέση αλλά ρόλο πρωταγωνιστικό στο παιχνίδισμα της μοίρας, στην αλλαγή της ρότας όχι μόνο της δικής του αλλά και ολάκερου του ελβετικού ποδοσφαίρου. Οι πιτσιρικάδες της Ελβετίας, ομάδα στελεχωμένη κυρίως από γόνους μεταναστών, τους οποίους σιγά-σιγά οι εκεί (ποδοσφαιρικές σε πρώτη φάση) αρχές επεδίωκαν να αξιοποιήσουν και να αφομοιώσουν, έφτασαν μόνο με νίκες στην κατάκτηση του παγκόσμιου στέμματος.
Και ο Γκράνιτ ήταν στην καρδιά, στο κέντρο των πάντων. Και λόγω θέσης και λόγω χαρακτηριστικών και λόγω ποιότητας και λόγω -όπως προαναφέρθηκε- φύσης. Ηγέτης εκείνης της -όνομα και πράγμα- χρυσής γενιάς των Ελβετών.
Τότε ήταν, οριστικά και αμετάκλητα, που ξεπέρασε -στα πάντα- τον Ταουλάντ. (Από) Τότε ήταν που προσωποποίησε τις ελπίδες, τις φιλοδοξίες και την πρωταγωνιστική δυναμική του ελβετικού ποδοσφαίρου. Τότε ήταν που βρέθηκε στη μέση της απαρχής ουσιαστικά μιας ασταμάτητης κούρσας, όχι μόνο στη χώρα που γεννήθηκε και μεγάλωσε αλλά απανταχού που καταφεύγουν μετανάστες, για το ποιος θα προλάβει να κατοχυρώσει διαβατήρια και καριέρες.
Η πατρίδα των γονιών ή η πατρίδα των τέκνων;
Κοτζάμ Λορίκ Τσάνα επιστράτευσαν αμέσως οι Αλβανοί για να πείσουν τον Γκράνιτ, τον Ταουλάντ (πακέτο πήγαιναν ακόμη τότε) και τη φαμίλια ολάκερη. Η Έλι από νωρίς το πήρε πάνω της ουσιαστικά ξεκαθαρίζοντας πως οι γιοι της θα εκπροσωπούσαν την Ελβετία, την πατρίδα που γνώρισαν από την πρώτη στιγμή της ζωής τους.
Αν το Κόσοβο, το οποίο εκείνη την εποχή ξεκινούσε να εκπροσωπείται ποδοσφαιρικά με αντιπροσωπευτικό συγκρότημα, είχε αναγνωριστεί επισήμως από τη FIFA (κάτι που έγινε αργότερα, το 2016. Τότε του δόθηκε το δικαίωμα να αλλάξει εθνικότητα. Υπήρξε σχετική φημολογία, την τελείωσε εγγράφως και δημοσίως, εμμένοντας σε ό,τι, από νωρίς είχε κατασταλάξει), κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν αυτό θα διαφοροποιούσε την σκέψη και την τελική απόφαση της οικογένειας.
Εν τέλει, δεν διαφοροποιήθηκε από τα όσα δημοσίως μήνυσε η Έλι. Δεν άλλαξε, ούτε όταν τα δύο αδέρφια έκαναν με τον ίδιο τρόπο, με λεωφορείο, το αντίθετο δρομολόγιο από αυτό που είχαν κάνει οι γονείς τους, πηγαίνοντας από τη Βασιλεία στην Πριστίνα.
Για να την γνωρίσουν, να τη μάθουν, να τη δουν. Παρότι για τους πατριώτες των γονιών του ο Γκράνιτ έφτασε -εκείνες τις μέρες, εκείνη την εποχή- να θεωρείται, να αντιμετωπίζεται μέχρι και κάτι σαν προδότης.
Παρότι ποτέ, σε κάθε ευκαιρία και περίσταση, δεν έκρυβε τις καταβολές του. Η χαρακτηριστική χειρονομία με τον σχηματισμό του αετού αποτέλεσε -και εν πολλοίς αποτελεί ακόμη- μόνιμο συνοδευτικό των πανηγυρισμών του με το ελβετικό εθνόσημο, έφτασε να κεντρίσει, να προκαλέσει ακόμα και δαύτους τους σαφώς απόμακρους από οτιδήποτε εθνολογικό σε επίπεδο συλλογικής, ιστορικής ταυτότητας Ελβετούς.
Στα χρόνια του στο Λονδίνο έμενε στο Μπάρνετ. Μέρα παρά μέρα όμως, όποτε επέλεγε να κυκλοφορήσει, πήγαιναν μαζί με τη γυναίκα του (και μητέρα των δύο κοριτσιών τους), Λεονίτα, στην αγορά του Κάμντεν. Του θύμιζε τη Βασιλεία. Του θύμιζε την Πρίστινα. Εκεί συναντούσε Αλβανούς. Τη δική τους πραμάτεια επέλεγε, στην γλώσσα τους (μια από τις τέσσερεις με τις οποίες συνεννοείται) τους μίλαγε. Ως και για το αυτοκίνητό του είχε βρει καθαριστήριο με Αλβανό ιδιοκτήτη, για να το πηγαίνει για πλύσιμο.
Τις ρίζες του δεν τις αρνήθηκε ποτέ. Αλλά ήταν, ξεκαθαρισμένο ευθύς εξαρχής ως και σήμερα, αυτό ακριβώς. Ρίζες.
Η φήμη, ο Βενγκέρ, ο σταυρός και ο αετός
Μέσα σε μια τριετία από την απόφαση που νωρίς-νωρίς κλήθηκε να πάρει, είχε εξελιχτεί ακριβώς όπως αναμενόταν. Μετεωρικά. Μονιμοποιήθηκε στην πρώτη ομάδα της Βασιλείας, πανηγυρίζοντας δύο διαδοχικά Πρωταθλήματα, ντεμπούταρε στην Ανδρική Εθνική ομάδα της Ελβετίας υπό τον Ότμαρ Χίτζφελντ, δείχνοντας στο κάθε τι πως όντως ήταν αυτός που… ερχόταν.
Και παράλληλα, πώς άλλο, δεν γινόταν να μείνει στην Ελβετία. Με τη βούλα της αναγόρευσής του σε κορυφαίο νέο ποδοσφαιριστή της Super League, η Γκλάντμπαχ (του συμπατριώτη του τεχνικού, Λουσιάν Φαβρ) του πρόσφερε το πρώτο σκαλοπάτι της διεθνούς πια ανέλιξης και με 8.5 εκατ. ευρώ τον έφερε καλοκαίρι του ’12 στην Bundesliga.
Στα τέσσερα χρόνια του στα «Πουλάρια» έγινε αρχηγός τους, έπαιξε Champions League (απότοκο της κορυφαίας στη θητεία του στο Borussia Park θέσης, 3ης, της σεζόν 2014-2015), πήρε το περιβραχιόνιο και στη “Nati” (αποτελεί πλέον τον ρέκορντμαν συμμετοχών της), παίρνοντας μέρος και στις πρώτες μεγάλες διοργανώσεις (Παγκόσμιο Κύπελλο ’14, Euro ’16), χτίζοντας παράλληλα όλο και περισσότερο φήμη, σκιαγραφώντας αγωνιστικό χαρακτήρα.
«Θυμίζει τον Μπάστιαν Σβαϊνστάιγκερ», είχε πει ο Χίτζφελντ. Ταιριαστό. Αλλά όχι απολύτως ακριβές. Μπαλάτος ο Ελβετός αλλά και βόμβα ανά πάσα στιγμή έτοιμη να εκραγεί. Πήγαινε με χίλια σε κάθε φάση, γκρίνιαζε, φώναζε, διαμαρτυρόταν, ψαχνόταν για τα πάντα και παντού, έχοντας λυμένο το ζωνάρι του για καβγά και για ένταση.
Αυτό ακριβώς το συμπεριφορικό -εντός αγωνιστικού χώρου- περίγραμμά του, του aggressive στα όρια, του ευέξαπτου, ακόμα και του εριστικού, σταδιακά ξεπερνούσε οτιδήποτε άλλο πολύ καλό -και δεν ήταν ένα και δύο μόνο- έκανε στο γήπεδο.
Δεν περιόριζε την εξάπλωση της ολοένα και σαφέστερης δυναμικής του, αλλά η άτιμη φήμη αποτελούσε πάντα ανάχωμα. Πόσο μάλλον η ακόμα ευκολότερα μεταδιδόμενη και παγιωμένη καλή φήμη.
Ο Αρσέν Βενγκέρ δεν πτοήθηκε. Και πριν καν ανοίξει η μεταγραφική περίοδος του ’16, έδωσε 45 εκατ. ευρώ στα «Πουλάρια» (ακριβότερη ως τότε πώληση της ιστορίας τους) για να αποκτήσει έναν μέσο κομμένο και ραμμένο στο ποδόσφαιρο του Αλσατού, στο ολοένα και πιο σωματικά δυναμικό ποδόσφαιρο της Premier League.
Πριν φτάσει εκεί, ιστορία. Μια ακόμα.
Στην πρεμιέρα του Euro 2016, η Ελβετία ήρθε αντιμέτωπη με την Αλβανία. Από τη μία μεριά αυτός, από την άλλη ο αδερφός του, ο Ταουλάντ, ο οποίος, μην έχοντας ανάλογη εξέλιξη, είχε επιλέξει να φορέσει το αλβανικό εθνόσημο. Για πρώτη φορά στην ιστορία, αδέρφια τέθηκαν αντίπαλα σε παιχνίδι Εθνικών ομάδων.
Η Έλι, εξασφαλισμένη απολύτως πια, χωρίς έγνοιες για την τύχη και το στάτους της οικογένειας και των γιων της, εμφανίστηκε στο γήπεδο, φορώντας μια μαύρη μπλούζα με μια κόκκινη στάμπα κατάστηθα, μοιρασμένη μα και ενωμένη στη μέση. Από τη μία πλευρά ο λευκός σταυρός της ελβετικής σημαίας, από την άλλη, εφαπτόμενος, ο αετός της αλβανικής.
Εμφάνιση που κέρδισε ίσως και περισσότερο τα βλέμματα, παρά τα όσα, ιστορικά και ανεπανάληπτα, στο χορτάρι βίωναν οι γιοι της, με τον Γκράνιτ τελικά να είναι ο νικητής, όπως ήταν και στις τέσσερεις συνολικά -όλες οι υπόλοιπες σε συλλογικό επίπεδο- που τα αδέρφια βρέθηκαν αντίπαλοι στο γήπεδο.
Σπάζοντας το γυαλί
Το τι ερχόταν, το τι σιγόβραζε στην οπαδική κοινωνία της Άρσεναλ είχε φανεί από το παιχνίδι στο Bramall Lane με τη Σέφιλντ Γιουνάιτεντ. Μουρμούρα που ξέφευγε από τα όρια μιας τέτοιας, που περνούσε το στάδιο της γενικευμένης και προσωποποιούνταν στον τύπο που φορούσε το περιβραχιόνιο.
Το είχε πάρει από μια διαδικασία που είχε τραβήξει πολύ. Ο Ουνάι Έμερι, ο οποίος είχε αναλάβει τα ηνία μετά την αποχώρηση του Βενγκέρ και σιγά-σιγά, στο ξεκίνημα της δεύτερης χρονιάς του στον πάγκο του Emirates, προσπαθούσε να περάσει τα δικά του “θέλω” σε έναν απόλυτα ποτισμένο από τον Αλσατό οργανισμό, προφανώς δεν τον ήθελε, καθυστερώντας για εβδομάδες να επικυρώσει επισήμως αυτό που οι παίκτες των «Κανονιέρηδων» είχαν αποφασίσει, ψηφίζοντας τον Τζάκα για αρχηγό τους.
Στοχοποιούνταν, Αδήριτα, αλλά, όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, πάντα αυτός που ξεχωρίζει γίνεται στόχος. Και αυτός ξεχώριζε, επειδή φορούσε (και) το περιβραχιόνιο. Μετά από εκείνη τη μουρμούρα που συνόδευσε την ήττα των Λονδρέζων από τις «Λεπίδες», η Άρσεναλ φιλοξενούσε την Κρίσταλ Πάλας, ούσα ήδη, τελευταία αγωνιστική του Οκτωβρίου (27/10), στη δέκατη αγωνιστική της Premier League, στο -10 από την πρωτοπόρο Λίβερπουλ.
Φάνηκε πως θα γλύτωνε άλλη ζημιά, αφού μόλις στο δεκάλεπτο προηγούνταν των συμπολιτών της με 2-0. Αμ δε. Η Πάλας στο ξεκίνημα του δεύτερου ημιχρόνου είχε φέρει το παιχνίδι στα ίσια, αναγκάζοντας τον Έμερι σε μια κίνηση που πυροδότησε σειρά εκρήξεων.
Στην ώρα πάνω αποφάσισε να αντικαταστήσει τον Τζάκα. Το σήκωμα απλώς και μόνο της πινακίδας με τους αριθμούς λειτούργησε ως έναυσμα στο κοινό. Η αρένα είχε βρει τον… Χριστιανό της και μεατράπτηκε σε λιοντάρια, ξεπροβοδίζοντάς τον από το γήπεδο με ορυμαγδό πια αποδοκιμασιών.
Ανάλογα εκκωφαντική η αντίδραση στον πάγκο. Ο Λούκας Τορέιρα γύρισε στο κοινό, αποσβολωμένος από όσα γίνονταν, προσπαθώντας, όσο μπορούσε, να περιορίσει την οργή, χειρονομώντας. Αναστατώθηκε τόσο που έβαλε τα κλάματα, με τον Έκτορ Μπεγερίν να σπεύδει να τον ηρεμήσει.
Τον Τζάκα κανείς δεν τόλμησε να τον πλησιάσει. Βγαίνοντας από το γήπεδο και βιώνοντας τη μήνη των 60.000 φίλων της ομάδας του, ένιωσε -και το είπε- μόνος του εναντίον όλων. Εναντίον τους.
Έβαλε τα χέρια στα αφτιά του, ζητώντας τους χαρακτηριστικά να αυξήσουν τα ντεσιμπέλ, ξεστόμισε ευκρινέστατα ένα «Fuck off», έβγαλε επιδεικτικά το περιβραχιόνιο από το μπράτσο, φεύγοντας φυσικά καρφί για τα αποδυτήρια (και πιθανώς, αν και ποτέ δεν επιβεβαιώθηκε, και από το Emirates, χωρίς να περιμένει να τελειώσει το παιχνίδι).
Πλέον δεν τον κρατούσε τίποτα. Είχε τελειώσει. Ο ατζέντης του, ο οποίος ήταν στο γήπεδο, αντί να συζητήσει την ανανέωση συμβολαίου του (γι’ αυτό είχε κληθεί), συζητούσε πια τη λύση του, την άμεση αποδέσμευσή του. Η Χέρτα ήταν έτοιμη να επωφεληθεί, ο Ρατζίπ ταξίδεψε στο Λονδίνο για να βοηθήσει με το πακετάρισμα και τη μετακόμιση. Τόσο πολύ, σε τέτοιο άκρο είχαν οδηγηθεί τα πράγματα.
Κάτι το timing (πως θα γίνονταν όλα τούτα τέλη Οκτωβρίου, αρχές Νοεμβρίου), κάτι η παραίνεση από τους συμπαίκτες του να περίμενε και να μην εξωθούσε την κατάσταση στο απόλυτο άκρο έδωσαν χρόνο. Ίσα που έφτασε μέχρι να φύγει ο Έμερι, έναν μήνα μετά. Όχι πως άλλαξε το δικό του μυαλό. Κάθε άλλο. Πλησίαζε άλλωστε πια και η χειμερινή μεταγραφική περίοδος και δεν έβλεπε την ώρα, ειδικά εφόσον κανείς από το διοικητικό σκέλος του συλλόγου ούτε φαινόταν ούτε και ένιωθε να τον στηρίζει.
Ο μόνος που το έκανε ήταν ο Μικέλ Αρτέτα, ο διάδοχος του Έμερι. Δεν τον έπεισε με την πρώτη. Το έκανε με τη δεύτερη, ξεκαθαρίζοντάς του πως (του) ήταν δομικός στα πλάνα του και πως, για οτιδήποτε θα γινόταν από εκεί και πέρα, θα έμπαινε αυτός μπροστά για να κολλήσει και πάλι το γυαλί.
Αυτός που δεν υπάρχει πια
Τριάμισι χρόνια αργότερα, στην τελευταία αγωνιστική της Premier League της σεζόν 2022-2023, πάλι στο Emirates, η Άρσεναλ υποδεχόταν τους Γουλβς. Τους διέλυσε με 5-0. Ο αρχηγός τους ολοκλήρωσε την παραγωγικότερη χρονιά της καριέρας του σημειώνοντας δύο γκολ.
Και άκουσε πάλι όλη την εξέδρα να απευθύνεται σε δαύτον. Όχι πια διαβολοστέλνοντάς τον αλλά αποθεώνοντάς τον, ζητώντας του, ρυθμικά και με ρίμες επί τόπου σκαρφισμένες, να παραμείνει στο Λονδίνο, να συνεχίσει «Κανονιέρης».
Το γυαλί που είχε αναλάβει να κολλήσει ο Αρτέτα είχε πια γίνει μπετόν. Δεν υπήρχε συγχώρεση, είχε αποδοθεί αυτοδικαίως, όπως ακριβώς ο Βάσκος υποσχόταν. Του άλλαξε ρόλο, του άλλαξε θέση και μέτρα στο γήπεδο, αλλάζοντας πάνω του και γύρω του οτιδήποτε επαναστατικό για τη “δική” του πια Άρσεναλ που φιλοδοξούσε να χτίσει, ώστε να φτάσει πια στο επίπεδο, ξανά, της διεκδίκησης τίτλων.
Άλλο η κερκίδα, η κάθε κερκίδα, δεν θέλει μήτε χρειάζεται. Το ίδιο όμως ίσχυε και για τον αλλοτινό στόχο της. Στο Λονδίνο ο Τζάκα κέρδισε μόνο δύο Κύπελλα και ισάριθμα Community Shield. Μόνο μια φορά, την παρθενική του στην Premier League, κούνησε “σεντόνι”.
Το ουσιαστικότερο που προφανώς κέρδισε ήταν η εξιλέωση. Και αυτή που ο ίδιος έζησε, αλλά κυρίως αυτή που πρόσφερε στην εξέδρα που τον “σταύρωσε”.
Ένας λόγος παραπάνω που παραπάνω στο Λονδίνο δεν χρειαζόταν να μείνει. Η Λεβερκούζεν, με έναν άλλον Βάσκο στο κουμάντο, είχε ξεκινήσει το ψηστήρι από την άνοιξη. Είχε 1+1 χρόνια στο συμβόλαιό του με την Άρσεναλ, οι επιτελείς όμως της οποίας, εύλογα, δεν ήθελαν από τόσο νωρίς να ανοίξουν κουβέντα για επέκτασή του.
Έτσι, το πήρε απόφαση και ζήτησε να φύγει, να πάει στο Λεβερκούζεν. Με βαριά, οικογενειακώς είναι η αλήθεια, καρδιά, παρότι η σύζυγός του είναι γέννημα θρέμμα Γερμανίδα. Μόνο εύκολη δεν είναι η απόφαση για κάποιον, για μια οικογένεια που έχει ζήσει για χρόνια στη… χώρα του Λονδίνου να πάει στο χωριό των 170.000 ψυχών. Άλλος γαλαξίας.
Το αγωνιστικό όμως ήταν αυτό που κυριάρχησε. Η επιμονή του Τσάμπι Αλόνσο μεταφράστηκε σε απτή δήλωση εμπιστοσύνης: πενταετές συμβόλαιο τού πρόσφερε η Μπάγερ, σηματοδοτώντας ακριβώς πως εκεί τον ήθελαν μέχρι να κρεμάσει τα εξάταπα. Για κάτι παραπάνω από έναν ακόμα ποδοσφαιριστή.
Τον ήθελε/ήθελαν για αφεντικό, για μετρονόμο. Αυτόν πια. Του γηπέδου, των αποδυτηρίων, της πιτσιρικαρίας που μαζευόταν στο BayArena και, με τον φιλόδοξο νεόκοπο προπονητή στα ηνία, φιλοδοξούσε να τα βάλει με όλους και με όλα. Και, επιτέλους, να κερδίσει.
Με τον Τζάκα πυλώνα.
Ουδείς προφήτης στον τόπο του. Το Λεβερκούζεν δεν ήταν ο τόπος ούτε του Ελβετού ούτε του Αλόνσο. Τον πρώτο όμως τον γνώριζαν οι Γερμανοί, τον θυμούνταν. Και δεν πείθονταν για την χρησιμότητα μιας δαπάνης 25 εκατ. ευρώ (τόσα κόστισε η αγορά του από τη Λεβερκούζεν).
Ενδεικτικό της δυσπιστίας το ότι, την ώρα που ο Βάσκος προσπαθούσε να εξηγήσει τους λόγους που ήθελε τον Τζάκα, live στη γερμανική τηλεόραση τα συνοδευτικά στιγμιότυπα ήταν γεμάτα, σχεδόν αποκλειστικά, από αποβολές, κίτρινες, δυναμικά -στα όρια- μαρκαρίσματά του.
Μέχρι και τον δείκτη ITWGX ξεσήκωσαν οι Γερμανοί, το ακρωνύμιο δηλαδή του «If That Was Granit Xhaka». Χρησιμοποιούνταν στην Αγγλία ως μέτρο σύγκρισης της βιαιότητας, της σκληράδας μαρκαρισμάτων από άλλους, όχι τον Τζάκα, και οι οποίοι, ακριβώς επειδή δεν ήταν ο Τζάκα, δεν τιμωρούνταν όπως αυτός.
Κάλλιο να σου βγει τ’ όνομα.
Σωστά όλα ήταν όσα θυμούνταν και όσα τόνιζαν στην επιστροφή του. Δεν αμφισβητούσαν το ταλέντο του, την καταλυτική στο (κάθε) γήπεδο παρουσία του, αλλά επισήμαιναν δείγματα αγωνιστικής αμετροέπειας, ύβρεως. Βάσιμα, αλλά χωρίς να ακούνε ούτε τον Αλόνσο ούτε τον Τζάκα.
Οι συγκεκριμένες πτυχές εκείνου του ποδοσφαιριστή που είχαν πρωτογνωρίσει και που θυμούνταν ανήκαν στο παρελθόν. Το ξέφρενο ράλι της Λεβερκούζεν το 2023-2024, με την κατάκτηση του πρώτου Πρωταθλήματος της ιστορίας της, του αήττητου Νταμπλ, αγγίζοντας μάλιστα και το Τρεμπλ μετά τον χαμένο Τελικό του Europa League από την Αταλάντα, το επιβεβαίωσε.
«Ο στρατηγός». «Ο ηγέτης της ομάδας τόσο στον αγωνιστικό χώρο όσο και στα αποδυτήρια». «Το κλειδί του Αλόνσο». «Το βαρόμετρο και αυτός που πρόσθεσε ένα επιπλέον επίπεδο ποιότητας στο παιχνίδι και της Λεβερκούζεν και συνολικά στην επίδρασή της στην Bundesliga».
Σχόλια που δημοσίευσε κατά καιρούς το «Kicker». Όχι οι πλέον εύκολοι κριτές, ειδικά όταν πρόκειται να αναγνωρίσουν αξία και να πιστώσουν. Δεν ήταν οι μόνοι. Η αναγνώριση και η πίστωση ήταν πια, είναι πια, καθολική.
Χωρίς αμφιβολίες, αστερίσκους, θύμησες κάποιου που δεν υπάρχει πια, αλλά με την εμφατική αύρα ενός κυρίαρχου των πάντων, ενός που κατάφερε να βελτιώσει, να τελειοποιήσει την πρωτότυπη έκδοση του ίδιου του ποδοσφαιρικού εαυτού του.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
EURO 2024 | Faces: Ρούμπεν Βάργκας (Ελβετία)
MUNDIAL 2022 | Faces: Ρέμο Φρόιλερ (Ελβετία)
EURO 2020 | Face Control: Γιαν Ζόμερ
EURO 2020 | Face Control: Σερντάν Σακίρι
Η αθέατη πλευρά της ιστορίας του Σερντάν Σακίρι
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη