Όταν ολοζώντανοι και «λαμπεροί» άνθρωποι μιλούν για τον θάνατο (τους), η μακάβρια κουβέντα μπορεί να σε κάνει να ανατριχιάσεις.
Είτε πιστεύεις σε προλήψεις και στο «κακό μάτι» είτε σε άλλους οιωνούς.
Συνήθως, η ανατριχίλα είναι μικρότερη όταν το ακούς από εκείνους που δείχνουν άτρωτοι.
Από αυτούς που δυσκολεύεσαι να πιστέψεις ότι θα πέσουν.
Θεωρείς ότι αυτό δεν θα γίνει ποτέ. Είτε πιστεύεις στην τύχη είτε όχι.
Δεν είναι μοιρολατρικό ή λιγότερο «ζωντανό» να λες πού και πού ότι «συχνά ζούμε από τύχη».
Όχι, αυτό δεν είναι απλοϊκό. Δεν υποτιμά τις ικανότητες, το ταλέντο, τη διαχείριση.
Δεν αποτελεί, τρόπον τινά, άλλοθι. Δεν γίνεται δικαιολογία.
Μπορεί, ωστόσο, να μας κάνει να σκεφτούμε ότι πρέπει να είμαστε πιο ταπεινοί.
Σε μία παλαιότερη συνέντευξή του, ο άλλοτε σταρ των Φιλαδέλφεια Σίξερς, Άλεν Άιβερσον, είχε πει ότι «στην ταφόπλακά μου θέλω να γράφει τη λέξη “misunderstood”».
«Παρεξηγημένος»…
Ο παλαίμαχος γκαρντ του ΝΒΑ, Τρέισι ΜακΓκρέιντι, μιλώντας για τον απροσδόκητο θάνατο του καλού φίλου του, Κόμπι Μπράιαντ, αποκάλυψε πως «ο Κόμπι μού έλεγε συνεχώς ότι θέλει να πεθάνει νέος…
»Ακούγεται τρελό και νόμιζα ότι είναι και εκείνος τρελός που το έλεγε».
Ο ίδιος ο Μπράιαντ, σε συνέντευξή του το 2015 στη Ραμόνα Σέλμπουρν, στο ESPN, είχε τονίσει ότι «αυτό που θέλω να θυμούνται από εμένα, όταν φύγω, είναι ότι δεν σπατάλησα ούτε μία στιγμή.
»Δεν άφησα καμία ημέρα να πάει χαμένη».
Μία τέτοια σκέψη τον έκανε συνεχώς να προτιμά τις πτήσεις με ελικόπτερο, ώστε να αποφεύγει την κίνηση του Λος Άντζελες.
Δεν ήθελε να χάνει στιγμή. Κάποτε από τις προπονήσεις και στη συνέχεια από την οικογένειά του, από τις κόρες του.
Στη δική του περίπτωση, το «πρώτος που πηγαίνει στην προπόνηση και τελευταίος που φεύγει» δεν ήταν κλισέ.
Το να γράψεις ότι «ο Κόμπι ήταν ξεχωριστός», δεν αφαιρεί απαραίτητα τη μοναδικότητα των άλλων.
Ωστόσο, ο Μπράιαντ ήταν διαφορετικός. Όπως διαφορετικοί, εκτός του μέσου όρου ταλέντου ή σκέψης, είναι όσοι πετυχαίνουν στον τομέα τους.
Όσοι κάνουν «ζωή τους» αυτό με το οποίο ασχολούνται.
Για εκείνον, ως το 2016, μάλλον αυτό ήταν το μπάσκετμπολ.
Από τότε, η ζωή του έγινε αφενός η οικογένειά του και αφετέρου η μετάδοση της γνώσης.
Όσο έπαιζε επιθυμούσε να εμπνέεται από τα είδωλά του και να εμπνέει τον εαυτό του.
Όταν αποχώρησε, δεν κάθισε σε μία πολυθρόνα να απολαύσει το νέκταρ όσων πέτυχε.
Ξεκουράστηκε για λίγο, έβαλε πάγο στο ταλαιπωρημένο και γεμάτο «πληγές» κορμί του και στη συνέχεια… δεν τον χωρούσε ο τόπος.
Μονάχα που δεν αισθανόταν αρχικά τύψεις. Τότε που δεν είχε στο πίσω μέρος του μυαλού του το παιχνίδι (του).
Για μήνες σταμάτησε να παρακολουθεί μπάσκετμπολ. Το έκανε, πάλι, για χάρη της κόρης του, Τζιάνα, η οποία ήταν το «άλλο εγώ» του. Ήταν εκείνη που θα λάμβανε τη δική του σκυτάλη.
Δυστυχώς, η 13χρονη ήταν επίσης εκείνη που «έφυγε» αγκαλιασμένη με τον πατέρα της, μαζί με άλλα επτά άτομα, στο μοιραίο δυστύχημα της 26ης Ιανουαρίου 2020.
Έλεγαν συχνά στον Κόμπι, πατέρα τεσσάρων κοριτσιών, αν θα ήθελε ένα αγόρι για να συνεχίσει την παράδοση και να «κουβαλήσει» την «κληρονομιά» του στο άθλημα.
Ο πέντε φορές πρωταθλητής, δις χρυσός Ολυμπιονίκης και τέταρτος σκόρερ όλων των εποχών στο ΝΒΑ, χαμογελούσε.
Όχι αμήχανα.
Απαντώντας «όχι, δεν χρειάζομαι έναν γιο… Έχω την Τζιάνα για αυτό»!
Η ίδια η μικρή πεταγόταν και φώναζε με κάτι μεταξύ χαμόγελου και θυμού που δημιουργεί κίνητρο: «I got this»! Κοινώς, «το ‘χω»!
Η «Τζίτζι» Μπράιαντ και ο Κόμπι σκοτώθηκαν στην πορεία για να κάνουν πάλι αυτό που λάτρευαν. Το μπάσκετμπολ.
Το μοιραίο ελικόπτερο τούς μετέφερε στο γήπεδο, όπου η Τζιάνα θα αγωνιζόταν για την ακαδημία του Μπράιαντ, τη Mamba Academy, και ο μπαμπάς της θα ήταν κόουτς.
Αυτό, βεβαίως, δεν κάνει την απώλειά τους ευκολότερη και την τραγωδία μικρότερη.
Δεν μπορεί να απαλύνει τον πόνο της συζύγου του, Βανέσα και των άλλων τριών κοριτσιών τους, που μένουν πίσω.
Αυτή η μουντή και γεμάτη ομίχλη Κυριακή ήταν για τον Κόμπι και την «Τζίτζι» μία απλή και «άλλη μία Κυριακή στη “δουλειά”».
Ήταν, όμως, και το άλλο πρόσωπο του ανθρώπου που, όπως ανέφερε ο αρθρογράφος Έιντριαν Βοίνιαρόουσκι, «αναζητούσε πάντα “καύσιμο” για να “γεμίζει” τα πάθη του, τις εμμονές του».
Εμμονές που τον έκαναν ενδεχομένως και εγωκεντρικό, ατομιστή, κακό συμπαίκτη, επιδειξιομανή, στα χρόνια της καριέρας του στο ΝΒΑ.
Αλλά και πάθη που μεταμορφώθηκαν όταν, στις 13 Απριλίου 2016, έχοντας σκοράρει 60 πόντους στο τελευταίο ματς της θρυλικής καριέρας του εναντίον των Γιούτα Τζαζ, άφησε το μικρόφωνο στο παρκέ του «Στέιπλς Σέντερ» και είπε: «Mamba, out».
Ήταν τότε που, από τη «βιτρίνα» του εξωστρεφούς αθλητή, ο οποίος όμως στην πραγματικότητα ζούσε μοναχικά, σχεδόν ασκητικά, για το «αγαπημένο μου μπάσκετμπολ», φάνηκε πραγματικά να αλλάζει.
Για σχεδόν είκοσι χρόνια, πριν καν τον «βαφτίσουν» με το παρωνύμιο ενός θανατηφόρου ερπετού, ο Black Mamba «ρόλος» είχε αναλάβει τον έλεγχο, τον είχε «κλέψει» από τον Κόμπι.
Είχε πάρει τα ηνία στο κορμί και το μυαλό ενός νεαρού που σκεφτόταν κυρίως το μπάσκετμπολ, τους τίτλους, τη φήμη, την καταξίωση.
Η νοοτροπία «αν θες να είσαι πρώτος, έλα μαζί μου. Αν θέλεις να είσαι απλώς δεύτερος, πήγαινε κάπου αλλού», πάντως, δεν διαφοροποιήθηκε.
Απλώς βρήκε νέο επίκεντρο.
Δεν είχε, πια, στόχο μόνο τον εαυτό του.
Τα χρόνια της ανασφάλειας είχαν περάσει.
Δεν τον ενδιέφερε, πλέον, να ξεπεράσει τον Μάικλ Τζόρνταν. Αν και πάντοτε αναζητούσε τις «ευλογίες» του «MJ».
Κάποια στιγμή, έφτασε η μέρα που οι νεότεροι αστέρες ζητούσαν τη δική του «ευλογία», τη δική του συμβουλή.
Οι αντιδράσεις στο άκουσμα του θανάτου του άγγιξαν το όριο του συγκλονιστικού, δίχως κανένα ίχνος υπερβολής για τούτο τον χαρακτηρισμό.
Οι τενίστες Νικ Κύργιος και Νόβακ Τζόκοβιτς τον τίμησαν, φορώντας μία φανέλα των Λέικερς και μία ζακέτα με τα αρχικά και τους αριθμούς του, αντίστοιχα.
Παίκτες και προπονητές δάκρυσαν στο παρκέ και στους πάγκους.
Ο Άντριου Ουίγκινς των Τίμπεργουλβς, πήρε τη μπάλα και την τοποθέτησε εν ώρα αγώνα στη γραμμή των βολών όπου, στο ίδιο γήπεδο στη Μινεσότα, ο Κόμπι είχε ξεπεράσει τον Τζόρνταν στην τρίτη θέση των σκόρερ όλων των εποχών!
Οι Πίστονς φόρεσαν στην προθέρμανση φανέλες της ομάδας τους, αλλά με το Νο8 και Νο24 και το όνομα του Μπράιαντ.
Σκηνές με στιγμές θλίψης, αλλά και αναμνήσεων, όπως τη σεζόν 2015-2016, στον «τελευταίο χορό» του και την αποθέωση σε κάθε ένα από τα 29 γήπεδα της Λίγκας.
To 2010, η Εθνική Η.Π.Α. επισκέφθηκε την Αθήνα για το φιλικό με την Ελλάδα, πριν από το Μουντομπάσκετ της Τουρκίας.
Ο τότε σκάουτερ των Αμερικανών και νυν διευθυντής στους Ντάλας Μάβερικς, Τόνι Ρονζόνε, μου μίλησε για την εμπειρία του με τον Κόμπι στην Εθνική του 2008, στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Πεκίνο.
«Αν και δεν συνεργάστηκα ποτέ με τον Τζόρνταν, δεν έχω δει ποτέ στη ζωή μου άνθρωπο να προπονείται και να είναι αφοσιωμένος στο παιχνίδι όπως τον Κόμπι», ήταν τα λόγια του.
Αθλητές που ενέπνευσαν και θα συνεχίσουν να εμπνέουν. Υπήρχαν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν.
Απλώς, κάποιοι από αυτούς, το έκαναν και το κάνουν με αλλιώτικο τρόπο.
Ο Μπράιαντ είχε έναν δικό του, μοναδικό τρόπο.
Όταν έμαθε ότι ένας από τους αγαπημένους παίκτες της κόρης του είναι ο Λούκα Ντόντσιτς, την πήγε στο «Στέιπλς Σέντερ» και της τον γνώρισε.
Λίγο αργότερα, ο Σλοβένος σταρ των Μαβς αποκάλυψε ότι ο Κόμπι τού μίλησε στα σλοβένικα, χρησιμοποιώντας και μία… βρισιά στη γλώσσα του πρώην παίκτη της Ρεάλ Μαδρίτης!
Ο Ντόντσιτς αποχαιρέτησε τον Μπράιαντ με μία αφιέρωση, με το όνομα και του ίδιου και της Τζιάνα αλλά και όλων των θυμάτων της συντριβής του ελικοπτέρου, στα παπούτσια του…
Η προσέγγιση του Κόμπι ήταν άλλος ένας τρόπος να επιβεβαιώσει ότι εκτός από «δωρητής» κινήτρου, είναι ένας εξαιρετικός «ιστοριογράφος» του αθλήματος.
Πριν καταλάβει τη μοναδικότητά του, ο Κόμπι σκέφτηκε να αλλάξει το ποιος είναι.
Ως νεαρός στη Λίγκα, παρά το γεγονός ότι δεν είχε το ίδιο υπόβαθρο με τους περισσότερους συνομήλικούς του, θέλησε να τους μοιάσει.
Πολλές φορές τον «κατηγορούσαν», με απλά λόγια, ότι είναι ένα πλουσιόπαιδο που δεν μόχθησε πολύ στη ζωή του. Δεν ήταν το παιδί των γκέτο, με μία σκληρή ιστορία παιδικών χρόνων στο φόντο.
Το τραπέζι, στη Φιλαδέλφεια ή την Ιταλία, όπου αγωνίστηκε ο μπασκετμπολίστας πατέρας του, ήταν πάντα γεμάτο.
Ο Μπράιαντ μεγάλωσε σε αξιοπρεπή σχολεία, μιλώντας δύο – τρεις γλώσσες και δεν ήταν ένας πρώιμος «Άλεν Άιβερσον».
Δεν είχε κάνει φυλακή, δεν είχε βιώματα με όπλα ή ναρκωτικά στη γειτονιά του.
Για λίγο ασχολήθηκε με τη ραπ μουσική.
Λίγο τα φαρδιά ρούχα, λίγο το άφρο κούρεμα, έδειχναν ότι ήθελε να μοιάσει σε κάτι άλλο.
Δεν προσαρμόστηκε σ’ αυτό. Όλη η κατάσταση ήταν ενάντια στη φύση του.
Παρόλα αυτά, δεν επέστρεψε ακριβώς στην «comfort zone» του.
Αλλά άφησε τα πάντα στην άκρη και αφοσιώθηκε με όλο το «είναι» του στο μπάσκετμπολ.
Είναι εκατοντάδες οι ιστορίες συμπαικτών και αντιπάλων στις οποίες ενώ οι υπόλοιποι κοιμούνται ή διασκεδάζουν σε κάποιο κλαμπ, σε εκτός έδρας ταξίδι, ο Μπράιαντ είναι καλυμμένος με ιδρώτα στο γυμναστήριο.
Αυτό δεν είναι κρυφό μυστικό επιτυχίας.
Δεν είχε ανακαλύψει καμία πρωτότυπη συνταγή επιτυχίας.
Οι προγενέστεροί του, λίγοι βεβαίως, αυτό έκαναν. Οι μεταγενέστεροί του, πολλοί περισσότεροι χάρη στο δικό του παράδειγμα, το ίδιο θα κάνουν.
Είναι ο τρόπος να το μεταδίδει. Η διάθεση να μοιραστεί τις εμπειρίες του, την περίφημη Mamba Mentality του.
Αυτή η προθυμία, χωρίς καμία διάθεση ούτε σύγκρισης ούτε «ιεροσυλίας» για τους «αντιρρησίες» του, καθιστά τον Κόμπι διαφορετικό από τον Μάικλ Τζόρνταν. Τουλάχιστον εκτός παρκέ, δεν ήταν εντελώς ίδιοι.
Καθώς ο τελευταίος, παρά την ιδιοκτησία των Σάρλοτ Χόρνετς και τη φιλανθρωπική δράση του, είναι σχεδόν «εξαφανισμένος» -τουλάχιστον δημοσίως και ολοφάνερα- από το προσκήνιο του μπάσκετμπολ.
Όμως, όχι, δεν θα γίνει συνήθεια αυτό το «ήταν»…
«Είναι» διαφορετικός από τον Μάικλ Τζόρνταν, γιατί η «κληρονομιά» του παραμένει ζωντανή και «οι Θρύλοι δεν πεθαίνουν ποτέ».
Σε αντίθεση με τον «Air», που έγινε μεν «δάσκαλος» πολλών παικτών, ο Μπράιαντ εξελίχθηκε σε αληθινό μέντορα. Με σάρκα και οστά. Με καλοκαιρινές κρυφές προπονήσεις τόσο για πιτσιρικάδες των Λέικερς όσο και για αντιπάλους.
Για οποιονδήποτε αναζήτησε τη συμβουλή του.
Ο Zastro είχε γράψει στο παλαιότερα στο AthleteStories για εκείνον που θα ήθελε να εκτελέσει ένα πέναλτι, αν από αυτό εξαρτιόταν η ζωή του.
Αν η δική μου κρινόταν από ένα σουτ στο μπάσκετμπολ, μάλλον θα ήθελα αυτό να το πάρει ο Κόμπι Μπράιαντ.
«Ορισμένοι θέλουν να παίρνουν κάποια πράγματα στον τάφο τους», είχε πει στην Ραμόνα Σέλμπουρν και το ESPN, το 2016.
«Σαν το “The Lord Of The Rings”. Ο κόσμος έχει γεμίσει από Smeagols που δεν αφήνουν από τα χέρια τους το καταραμένο δαχτυλίδι».
Ο Κόμπι άφησε στην άκρη τα δικά του δαχτυλίδια όταν αποσύρθηκε.
Αυτό τον έκανε καλύτερο άνθρωπο.
Και αν διαφωνεί κάποιος σε αυτό, θα συμφωνήσουμε τουλάχιστον ότι τον έκανε διαφορετικό άνθρωπο.
«Πιο» πατέρα, «πιο» συγκαταβατικό. Και λιγότερο ανταγωνιστικό όχι με τους άλλους, αλλά με τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτόν που πάσχιζε για περισσότερο από δύο δεκαετίες να κερδίσει μέσα στα παρκέ.
Αυτός ήταν ο Κόμπι.
Με την εκτυφλωτική λάμψη του εντός και εκτός γηπέδου.
Με την ανεξάντλητη φιλοδοξία του για νίκη.
Με όσα άφησε πίσω σαν παίκτης.
Με τα βιβλία και τα ποιήματα που έγραψε. Με τις ιστορίες που έλεγε για να εμπνεύσει.
Με τις μπασκετικές αναλύσεις του στο ESPN.
Αυτός είναι ο Κόμπι.
Με την αύρα του.
Με την πλήρη έλλειψη διάθεσης συμβιβασμού.
Με τα λάθη, τα ελαττώματά του.
Με την αστείρευτη αυτοπεποίθησή του.
Με το παράδειγμά του, το οποίο ακολούθησαν και ακολουθούν ευλαβικά και νέοι παίκτες και οπαδοί.
Η επίδρασή του είναι και θα παραμείνει μεγάλη.
Η παρακαταθήκη του σπουδαία.
Δεν φοβήθηκε ποτέ και τίποτα.
Αν ισχύει η αναφορά του ΜακΓκρέιντι, δεν φοβήθηκε ούτε να πεθάνει νέος…
Όπως, ωστόσο, έγραψε και η Ραμόνα Σέλμπουρν, «κατά τη διάρκεια της αποθεραπείας του από τον τραυματισμό στον αχίλλειο τένοντα, έγινε σχεδόν εμμονικός με τον θρύλο του Αχιλλέα. Τον μονομάχο της ελληνικής μυθολογίας, ο οποίος επέλεξε μία σύντομη ζωή την οποία θα θυμούνται στην αιωνιότητα, παρά μία μακρά ζωή με ελάχιστη συνέπεια».
Καταλήγοντας, στο ίδιο κείμενο, ότι «την ημέρα που σκοτώθηκε ο σπουδαιότερος storyteller του μπάσκετμπολ, οι άνθρωποι τους οποίους ενέπνευσε έμειναν πίσω, προσπαθώντας να γράψουν για το τέλος του».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: