Όλα ξεκίνησαν από το χωριό μου, τα Σέρβια Κοζάνης, όπου μετά το σχολείο στήναμε αυτοσχέδια γήπεδα με πέτρες και παίζαμε.
Εμένα γενικά μου άρεσε να γυμνάζομαι από μικρός και εντάχθηκα αρχικά στην ομάδα του χωριού. Εθνική Ερασιτεχνική εκείνα τα χρόνια, αφού δεν υπήρχαν Γ’ ή Δ’ Εθνική, και πήγαινες κατευθείαν στη Β’ κατηγορία.
Έμεινα να τελειώσω το σχολείο και στα 18 μου μετακόμισα στη Θεσσαλονίκη, γιατί ήθελα να πάω φροντιστήριο και να περάσω στη Γυμναστική Ακαδημία. Ήταν το 1973.
Πέφτουν τότε στα χέρια μου τα «Αθλητικά Νέα» του αείμνηστου Καμπάνη και διαβάζω ότι έκαναν στον Άρη δοκιμαστικά. Πήρα λοιπόν το λεωφορείο και κίνησα προς το Χαριλάου. Ήμασταν 50 παιδιά. Προπονητές στη Β’ ομάδα του Άρη ήταν τα ιερά τέρατα της ομάδας, ο Βελλιάδης και ο Παπουτσόπουλος. Τα δοκιμαστικά γίνονταν στο τότε χωμάτινο γήπεδο της ΑΕ Χαριλάου στη Νέα Ελβετία. Μετά την προπόνηση με φωνάζουν στα γραφεία, μου λένε ότι με θέλουν και την επομένη έρχεται ένας δικηγόρος, ο Δημήτρης Βικελίδης, ανιψιός του Κλεάνθη, και πήραμε τηλέφωνο τον Πρόεδρο στην ομάδα του χωριού μου για να πάρουμε το ok και να με αφήσουν.
Στη συνέχεια με πήγαν στον Καμπάνη, έναν επιβλητικό τύπο, τον οποίον θυμάμαι να μου λέει: «Μικρέ, εμείς θέλουμε να σε υπογράψουμε, αλλά λεφτά δεν έχει. Αν περάσεις στο Πανεπιστήμιο όμως, θα σου δώσω 5.000 δραχμές».
Εγώ ήμουν και λίγο θρασύς και του απαντάω: «Πρόεδρε, δώσ’ τα από τώρα, γιατί εγώ θα περάσω». Του άρεσε που ήμουν μαγκάκι: «Μπράβο και στο εύχομαι, γιατί το θέλεις, αλλά να ξέρεις, αν δεν περάσεις, θα πας να κάνεις τα χαρτιά σου στη ΔΕΗ». τότε όλες οι ομάδες, αν ήθελες, σε εξασφάλιζαν σε κάποια δημόσια υπηρεσία. Τελικά πέρασα στο Πανεπιστήμιο και με φώναξε τον Σεπτέμβριο να μου δώσει τα λεφτά.
Το πρώτο συμβόλαιο που υπέγραψα στον Άρη στα 18 μου ήταν η περίφημη 12ετία. Ακόμα και στη συμπλήρωσή της, για να φύγεις, έπρεπε να συναινέσει η ομάδα. Δεν υπήρχε κάτι άλλο. Το 1977 έγινε μια πρόταση από την ΑΕΚ του Λουκά Μπάρλου, αλλά δεν έγινε αποδεκτή και έτσι έμεινα 15 ολόκληρα χρόνια, ως το 1988, στον Άρη, γεμάτα χαρές και λύπες.
Τότε δεν παίρναμε ένα ποσό ως ετήσιο συμβόλαιο όπως τώρα. Είχαμε ένα μισθό ως μηνιάτικο. Χρήματα βγάζαμε από τα πριμ, αν κερδίζαμε ή φέρναμε ισοπαλία στα ντέρμπι, γιατί εκείνα τα χρόνια το σύστημα βαθμολόγησης ήταν δυο βαθμοί η νίκη και ένας η ισοπαλία, επομένως και ο βαθμός στα ντέρμπι είχε αξία. Αν φέρναμε ισοπαλία με τις μικρές ομάδες βέβαια, δεν παίρναμε τίποτα…
Στην αρχή έπαιζα με τη Β’ ομάδα, αν και έκανα προπονήσεις με τους μεγάλους, κι άρχισα σιγά-σιγά να μπαίνω στην Α’ ομάδα τέλος του 1974 προς το 1975, τότε που άρχισε να αποσύρεται η μεγάλη φουρνιά με Αλεξιάδη, Σπυρίδωνα, Πάλλα, Ναλμπάντη, Παπαϊωάννου.
Στο χωριό μου έπαιζα χαφ. Ο Στάνκοβιτς με έβαλε μπακ, γιατί είχε στο μυαλό του να πάρω τη θέση του Ναλμπάντη, ο οποίος, όπως ανέφερα και παραπάνω, τελείωνε σιγά-σιγά την καριέρα του. Κάπως έτσι καθιερώθηκα ως μπακ στον Άρη.
Ντεμπούτο έκανα σε ένα ματς Κυπέλλου στην Καστοριά , στο οποίο μάλιστα κερδίσαμε και 0-3. Στο χωμάτινο γήπεδο! Δύσκολες συνθήκες, γιατί στην τότε λεγόμενη Α΄ Εθνική τουλάχιστον τα οκτώ γήπεδα ήταν χωμάτινα.
Έζησα για 15 χρόνια και τα καλά και τα δύσκολα του Άρη, αφού εγώ και ο Κούης στην ουσία μείναμε μετά το περίφημο μπαράζ στον Βόλο. Εκείνη μάλιστα ήταν η πιο αδικημένη ομάδα του Άρη, είχαμε καλούς παίκτες σε όλες τις γραμμές, παίζαμε ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο, δέκα άτομα πάνω-κάτω, αλλά δεν είχαμε ένα καλό σέντερ φορ, έναν εκφραστή του γκολ, τα γκολ δηλαδή τα έβαζαν οι μέσοι (Κούης, Μπαλλής, Ζήνδρος, Σεμερτζίδης). Αν τον είχαμε, θα παίρναμε τέσσερα Πρωταθλήματα στη σειρά.
Το 1978 που κάναμε το σερί 17 νικών με τον Τσατσέφσκι, μπαίναμε στο γήπεδο και δεν μας ένοιαζε ποιος ήταν αντίπαλος. Σε όλα τα ματς κερδίσαμε με πάνω από δυο γκολ διαφορά. Εκείνη τη σεζόν ακόμα και η ΑΕΚ, η οποία πήρε το Πρωτάθλημα, στο Χαριλάου, αν και προηγήθηκε με τον Μπάγεβιτς, στο τέλος έφυγε και αυτή ηττημένη με 2-1. Παίζαμε τέτοιο ποδόσφαιρο που ο κόσμος, όταν κερδίζαμε μόνο με 1-0, μας έλεγε: «Καλά, είναι δυνατόν να κερδίσατε μόνο με 1-0;».
Υπήρχαν και άσχημες στιγμές βέβαια, όπως ένας αποκλεισμός από τον Πανιώνιο, ενώ είχαμε κερδίσει στο γήπεδό μας με 3-1, χάσαμε στη Νέα Σμύρνη με 5-1. Στο ποδόσφαιρο υπάρχει το μπράβο, αλλά υπάρχει και το… κυνηγητό.
Τα ευρωπαϊκά παιχνίδια ήταν ξεχωριστό κομμάτι. Σταθμός για την ιστορία του Άρη το ματς με την Περούτζια, η οποία ήταν αήττητη για 18 ματς και στο ρόστερ της υπήρχαν παίκτες παγκόσμιας κλάσης, όπως ο Πάολο Ρόσι. Εμείς, από την άλλη, ήμασταν μια ομάδα που είχε άγνοια κινδύνου και τελικά τινάξαμε την μπάνκα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, σε έναν φίλο του Άρη, ο οποίος δραστηριοποιούνταν εκείνη την εποχή στην Ιταλία και βρισκόταν στο παιχνίδι, μετά το 0-3 οι Ιταλοί τον ρωτούσαν χαριτολογώντας: «Τι πήραν οι δικοί σου;». Αλλά και με την Σεντ Ετιέν, στην οποία τότε έπαιζε η μισή Εθνική Γαλλίας ουσιαστικά, είχαμε εξαιρετική εικόνα παρά τον αποκλεισμό μας.
Και φτάνουμε στο περίφημο μπαράζ του Βόλου, στο οποίο, κατά την γνώμη μου, δεν έπρεπε να κατέβουμε να παίξουμε. Έγιναν πολλά εκείνη τη χρονιά, άλλαξε Απρίλιο μήνα η προκήρυξη του Πρωταθλήματος, η οποία, ενώ προέβλεπε διαφορά τερμάτων σε περίπτωση ισοβαθμίας, μετατράπηκε σε μπαράζ. Στην Ελλάδα όλα γίνονται, αλλά δεν υπήρξε και καμία αντίδραση από τις υπόλοιπες ομάδες.
Και ενώ στο πρώτο ημίχρονο είχαμε εξαιρετική απόδοση, χάσαμε. Από τότε στους Αρειανούς έμεινε μια πικρία και ειπώθηκαν πολλά, ακόμα και για μειωμένη απόδοση. Εμείς κάναμε αυτό που έπρεπε, αλλά δεν τα καταφέραμε. Εντάξει, δεν παίζαμε και με κανένα… καφενείο. Ήταν όμως μια πικρή στιγμή, γιατί φτάσαμε στη βρύση, αλλά δεν ήπιαμε νερό.
Συνεργάστηκα με σπουδαίους προπονητές, αλλά ξεχωρίζω τον Ντίτμαρ Κράμερ, σπουδαία προσωπικότητα του ποδοσφαίρου, άψογος σε όλα του. Ο καθένας βέβαια σου έδινε και κάτι, ανάλογα με τη φιλοσοφία που είχε. Ο Στάνκοβιτς ήταν της αυστηρής πειθαρχίας, ο Ζέτσεφ ήταν ένας καλοπροαίρετος άνθρωπος, ο Παναγούλιας σε “έψηνε” με τα λόγια, ο Τσατσέφσκι ήταν κι αυτός της αγωνιστικής πειθαρχίας, ο Πέπε Σασία σού έλεγε ότι ως ποδοσφαιριστής ξέρεις τι πρέπει να κάνεις, ο Αντώνης Γεωργιάδης ήταν πολύ καλός προπονητής αλλά ιδιαίτερος χαρακτήρας, ο Λίμπρεχτς έβγαζε το βαρύ του όνομα και ως προπονητής και ο Πρόκοπ ήταν ένας ήρεμος άνθρωπος.
Κάθε ένας προπονητής μού ανέθετε την επικίνδυνη αποστολή. Να παίρνω man to man το εκάστοτε πρώτο βιολί του αντιπάλου. Ερχόταν ο Παναθηναϊκός, με έβαζαν πάνω στον Σαραβάκο. Ερχόταν η ΑΕΚ, πήγαινα πάνω στον Θωμά Μαύρο ή τον Μίμη Παπαϊωάννου. Εκείνος που με δυσκόλεψε πιο πολύ ήταν ο Μαύρος, ήταν και δυνατό παιδί.
Σε ένα ματς τέλη Μαΐου του 1981, αδιάφορο και για τους δύο, βγαίνει στο ημίχρονο αλλαγή ο Παντζιαράς και μπαίνει ο Παπαφλωράτος, ο οποίος όμως τραυματίζεται στο 63΄. Παίρνω λοιπόν τα γάντια να κάτσω στο τέρμα. Με πλησιάζει τότε ο Μαύρος και μου λέει με ύφος: «τώρα έχει να γίνει…». Παρόλα αυτά, ισοφαρίζουμε, γιατί χάναμε 4-3, και στο 90΄ έχει δοκάρι ο Ζελελίδης. Έμεινε λοιπόν στην ιστορία αυτό, γιατί κάθισα μισή ώρα στο τέρμα και δεν έφαγα γκολ. Τελειώνει το παιχνίδι, τρέχω στον Μαύρο και του λέω: «τι έγινε, Θωμά; Τελικά δεν μου έβαλες γκολ». Πολύ γέλιο, γιατί όλοι είχαμε εξαιρετικές σχέσεις εκτός γηπέδου.
Αλλά και στην Ευρώπη είχα αναλάβει τον Ρόσι, τον Ζιμακό κτλ. Εκείνος που με δυσκόλεψε περισσότερο ήταν ο Πρέμπεν Έλκιερ, ο Δανός της Λόκερεν, πραγματικό βουνό. Θυμάμαι τον προπονητή μου να με φωνάζει πριν το ματς με τους Βέλγους και να με ρωτάει «Γιάννη, μπορείς να τον αναλάβεις; Το έχεις;» και εγώ να του απαντώ «θα κάνω ό,τι μπορώ, κόουτς».
Η ευθύνη της θέσης μου αφορούσε στο να μην αφήσω τον επιθετικό να με περάσει και να μου βάλει γκολ. Έπαιζα πάντα δυνατά και σκληρά, ο αντίπαλος με αισθανόταν, αλλά ποτέ αντιαθλητικά, σε 17 χρόνια καριέρας δεν έφαγα ποτέ κόκκινη. Με πείραζαν μάλιστα τότε και μου έλεγαν ότι “έψηνα” τους διαιτητές. Θεωρούσαν απίστευτο το ότι αγωνιζόμουν με τόσο δυναμικό τρόπο.
Έφυγα από τον Άρη το 1988, σχεδόν στα 34 μου. Ενώ ήθελα να μείνω, το ίδιο και ο Παναγούλιας, και να κλείσω την καριέρα μου εκεί, δεν μπορούσα να τα βρω με τίποτα με τον τότε Πρόεδρο, Λάκη Ιωαννίδη. Σχεδόν φτάσαμε να μαλώσουμε.
Πήγα στον Ηρακλή του Πέτρου Θεοδωρίδη, με χρήματα διπλάσια από όσα έπαιρνα στον Άρη. Στα δυο χρόνια που έπαιξα εκεί, αγωνίστηκα ως χαφ, όπως στα νιάτα μου. Αν και νέος στην ομάδα, όταν έγιναν οι εκλογές για την ανάδειξη των αρχηγών, με παρότρυνε ο Χατζηπαναγής να βάλω υποψηφιότητα και τελικά βγαίνω αρχηγός. Είχαμε πολύ καλή ομάδα, ήμασταν δυο χρόνια αήττητοι στο Καυταντζόγλειο, βγήκαμε στην Ευρώπη. Τότε ήταν που είχε έρθει και ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς. Στην έξοδο από την ομάδα με οδήγησε ουσιαστικά ο Μπατάκης και εν τέλει πήρα την απόφαση να σταματήσω, ενώ θα μπορούσα σωματικά να παίξω για άλλα ένα-δυο χρόνια.
Στο ποδόσφαιρο επέστρεψα το 1994, όταν στον Άρη ήταν προπονητής ο Φοιρός. Την πρώτη χρονιά πήγα ως βοηθός και τη δεύτερη, όταν παραιτήθηκε, έγινα πρώτος και έμεινα από τον Οκτώβριο ως τον Μάιο. Ξαναγύρισα επί Κοντομηνά ως Γενικός Αρχηγός και έφυγα το 2002, τη χρονιά του Ζαχουδάνη.
Ανέλαβα την Επανομή, ανεβήκαμε κατηγορία και το 2007 με φώναξε ο Ρέμος, όταν ανέλαβε τον Ηρακλή. Ήμουν Γενικός Αρχηγός αλλά παράλληλα και βοηθός προπονητή του Γιοβάνοβιτς. Έκανα κάποια σύντομα περάσματα από Γιαννιτσά, Καβάλα, Αρναία και από το 2015 ουσιαστικά και μετά συμμετέχω στους αγώνες των βετεράνων του Άρη και πηγαίνω στο γήπεδο να παρακολουθήσω την ομάδα ως απλός φίλαθλος. με ενοχλεί που δεν βλέπω Ελληνόπουλα, η παγκοσμιοποίηση έχει μπει παντού, άρα και στο ποδόσφαιρο, παρόλ’ αυτά θα ήθελα στον Άρη να βλέπω περισσότερους Έλληνες.
Το ποδόσφαιρο υπήρξε για μένα ο χώρος στον οποίον έγινα γνωστός και ο οποίος με βοήθησε σε όλα τα βήματα της ζωής μου, γιατί οι πόρτες άνοιγαν.
Στην πορεία μου, ήμουν χαμηλών τόνων, δεν έδωσα ποτέ δικαιώματα και η ανταμοιβή μου είναι ακόμη και σήμερα να με χαιρετούν στον δρόμο όχι μόνο Αρειανοί αλλά και “αντίπαλοι”. Δεν θα άλλαζα λοιπόν κάτι, γυρίζοντας τον χρόνο πίσω. Μένει μια πικρία βέβαια, γιατί δεν πήραμε έναν τίτλο, αλλά αυτό είναι το ποδόσφαιρο.
Ο Γιάννης Τζιφόπουλος είναι παλαίμαχος ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξης Σαββόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Κυριάκος Μπιμπισίδης: Ανέβηκα τα σκαλοπάτια ένα-ένα