«Γιατί όλοι μισούν τον Γκασπερίνι»;
Πριν χρόνια ο Ιταλός δημοσιογράφος, Φρανσέσκο Γκεράρντι, επιχείρησε σε ένα από τα άρθρα του στη «Rivista Undici» να εντοπίσει τις ρίζες της οικουμενικής αντιπάθειας προς τον Τζαν Πιέρο Γκασπερίνι.
Άπαντες στην Ιταλία θα συμφωνούσαν πως είναι λίγοι οι πιο μισητοί από εκείνον προπονητές στη Serie A. Δεν τσακώνεται τόσο με τους απέναντι ομόλογούς του ή τους διαιτητές, δεν προκαλεί τα αντίπαλα πλήθη, κι όμως βλέπει ένα πέπλο αντιπάθειας να καλύπτει την περσόνα του. Ακόμα κι αν η δική του Ατάλαντα είναι, θεωρητικά, η συμπάθεια κάθε ουδέτερου.
Ο Γκεράρντι στάθηκε στον τρόπο με τον οποίον ο Γκασπερίνι αντιμετωπίζει τα πράγματα. Σε κάθε στραβοπάτημα υπάρχει κάποιος άλλος -εκτός από τον ίδιον και τους παίκτες του- που φταίει, σε κάθε σπουδαία νίκη τα πάντα θα μπορούσαν να έχουν συμβεί καλύτερα. Κάποτε ζήτησαν το σχόλιό του μετά από μια εκκωφαντική τεσσάρα απέναντι στη Νάπολι του Μαουρίτσιο Σάρι. «Δεν φαίνεστε ικανοποιημένος», του είπαν. Περιέγραψε το παιχνίδι σαν «ένα τρένο που πέρασε πάνω από έναν πεζό και ο πεζός βγήκε αλώβητος από το δυστύχημα». Είχε θριαμβεύσει, είχε βάλει τέσσερα γκολ, μα, για κάποιον λόγο, δεν του ήταν αρκετό.
Και αυτό ήταν που ανέκαθαν εξαγρίωνε τους πάντες, που τον καθιστούσε τόσο αντιπαθητικό. «Τι άλλο θες να πετύχεις με την Ατάλαντα;», σαν να ήθελαν να του φωνάξουν.

«Γιατί όλοι μισούν τον Γκασπερίνι;», ο τίτλος του άρθρου της «Rivista Undici».
Στην κοινή λογική του ιταλικού calcio οι ορκισμένοι μέτριοι «Bergamaschi», οι οποίοι δεν είχαν καταφέρει ποτέ τίποτα σπουδαίο, δεν ήταν παρά ένα μαύρο άλογο, μια ευχάριστη έκπληξη, ένα από τα τόσα πυροτεχνήματα που δεν είχαν το παραμικρό δικαίωμα για υψηλότερες φιλοδοξίες.
Μόνο που ο Τζαν Πιέρο Γκασπερίνι δεν τα πήγαινε ποτέ καλά με την κοινή λογική, αδυνατούσε να τη συλλάβει. Κι έτσι μετέτρεψε αυτή του την αδυναμία σε ασταμάτητη κινητήρια ισχύ για την ομάδα του. «Το πρόβλημα του Γκασπερίνι», γράφει εκπληκτικά ο Γκεράρντι, «είναι η αδυναμία ή η αδιαφορία του να καταλάβει το πλαίσιο και αυτό έγινε η μεγαλύτερη δύναμη της Ατάλαντα: η απάθειά της για ό,τι συμβαίνει ή πρέπει να συμβαίνει γύρω της, η απόλυτη επικέντρωσή της μονάχα στην πραγματικότητα του ίδιου του παχνιδιού».
Ενός παιχνιδιού που ελάχιστοι μπορούν να πουν πως έπαιξαν ποτέ πιο όμορφα, πιο γενναία, πιο εντυπωσιακά από την προσωποποίηση του Γκασπερίνι, τη δική του Ατάλαντα. Απόλυτα απαθής σε κάθε είδους θόρυβο, σε αυτούς που του έλεγαν πως δεν μπορεί να φτάσει πιο ψηλά αλλά και σε αυτούς που τον αποθέωναν μεθυσμένοι από τα κατορθώματά του. Απόλυτα επικεντρωμένος μόνο σε αυτό που πάντα τον ένοιαζε, στο παιχνίδι. Πάντα ο ίδιος, από την πρώτη στιγμή, ορκισμένος να διαλύει την κοινή λογική, δίχως καν να τον ενδιαφέρει.

Ο Τζαν Πιέρο Γκασπερίνι / Photo by: INTIME.
Από το χείλος του Ντιέγκο στην άκρη του πάγκου
Η οργή του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα προς το πρόσωπό του ήταν το πιο λαμπερό παράσημο της ποδοσφαιρικής του καριέρας. Και αυτό τα λέει όλα για το τι υπήρξε ως ποδοσφαιριστής ο Γκασπερίνι. Τίποτα, τίποτα δεν υπήρξε. Απλώς ένας παίκτης της σειράς, αδιάφορος, άοσμος, μη ικανός να κάνει τη διαφορά ή το βήμα παραπάνω. Κι έτσι, η μοναδική φορά που όντως τράβηξε τα βλέμματα ήταν τότε, σε εκείνο το ματς απέναντι στη Νάπολι.
«Πο!τ@ν@ς γιε». Η κάμερα έπιασε τον «Ντιεγκίτο» να βρίζει έναν από τους παίκτες της Πεσκάρα που μόλις τον είχε χτυπήσει από αέρος στο πρόσωπο με τη γροθιά και τη βέρα του, προκαλώντας την αιμορραγία του.
Χρειάστηκαν ράμματα στα χείλη και ο τραυματισμός του δεν βοήθησε τους «Partenopei» να σπάσουν το πέπλο της λευκής ισοπαλίας, παρότι άπαντες ανέμεναν από αυτούς μια εύκολη νίκη. «Οι Ναπολιτάνοι λένε πως παίξατε σαν τον Μάικ Τάισον», είπε ο Ιταλός ρεπόρτερ στον -επικηρυγμένο πια- Τζαν Πιέρο μετά τη λήξη του ματς. Φυσικά ο ίδιος δεν συμφώνησε.
Απορρόφησε τον εκνευρισμό που είχε γεννήσει, απόλαυσε την περισσότερη δημοσιότητα που είχε πάρει ποτέ μέχρι τότε και συνέχισε τη ποδοσφαιρική ζωή του. Με την ίδια φθίνουσα πορεία. Όντας ένας επίδοξος, κατά φαντασίαν σχεδόν, βιρτουόζος μέσος, δεν κατάφερε ποτέ να ξεμυτίσει πραγματικά από το επίπεδο των χαμηλότερων κατηγοριών κι εκείνες οι δύο σεζόν στη Serie A με την Πεσκάρα αποτέλεσαν τη δική του κορυφή ανάμεσα σε μια αδιάφορη καριέρα μεταξύ αυτής, της Παλέρμο, της Σαλερνιτάνα, της Καβέζε, της Πιστοέζε και της Πεσάρο.
Κι όμως η αφετηρία του ήταν πολύ διαφορετική, γεμάτη αστραφτερά όνειρα. Μόλις στα εννέα του χρόνια εντάχθηκε στην ακαδημία της Γιουβέντους. Γεννήθηκε και μεγάλωσε λίγο έξω από το Τορίνο κι αυτό ήταν κάτι τεράστιο για τον ίδιο και τον πατέρα του. Κι οι δυο τους άλλωστε λάτρευαν τη «Vecchia Signora». Ο πρεσβύτερος Γκασπερίνι βέβαια εργαζόταν σκληρά στο εργοστάσιο της Fiat και δεν μπορούσε να είναι όσο δίπλα του θα ήθελε. Ο μικρός Τζαν Πιέρο έμπαινε στο λεωφορείο μόνος του και ταξίδευε μέχρι το προπονητικό κέντρο της «Γιούβε», ζωγραφίζοντας φαντασιώσεις που ντρίμπλαρε σαν τον Ομάρ Σιβόρι ή τον Φράνκο Καούζιο, τους παιδικούς του ήρωες.
Το ταλέντο του όμως δεν έφτανε ούτε για το ένα τους παπούτσι κι έτσι δεν έκανε ούτε μια συμμετοχή στο Πρωτάθλημα με την «Κυρία». Δεν έπαψε να έχει μια ιδιαίτερη σύνδεση μαζί της ωστόσο και, όταν κρέμασε τα παπούτσια του, επέστρεψε στην αγκαλιά της για να βάλει μπρος τη δεύτερη, την πραγματική του, ζωή. Άρχισε ως προπονητής στην ακαδημία της, βοηθούσε όλα εκείνα τα παιδιά στα οποία έβλεπε τον παιδικό του εαυτό. Μέχρι να καταλάβει πως ο πάγκος ήταν το μέρος στο οποίο όλα έβγαζαν νόημα για εκείνον και να κυνηγήσει τα νέα του όνειρα.

Τζαν Πιέρο Γκασπερίνι εναντίον Ντιέγκο Μαραντόνα σε αναμέτρηση Νάπολι – Πεσκάρα.
Αναγνώριση στη Γένοβα, μελανιά στο Μιλάνο
Αντίθετα με όσα έδειχνε μέσα στις τέσσερεις γραμμές, στην άκρη αυτών εξέπεμπε μια διαφορετική αύρα. Ανέβασε επίπεδο την ακαδημία της Γιουβέντους, τη γέμισε με ταλαντούχους νέους και μάζεψε εμπειρίες που τον διαμόρφωσαν προπονητικά. Η πιο σημαντική εξ αυτών; Η γνωριμία του με τον Λουίς Φαν Χάαλ και η συνεργασία τους για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στις προπόνησεις του Άγιαξ.
Αυτό ήταν. Ο Γκασπερίνι ήξερε πάντα πως θέλει να δημιουργήσει μια δική του αίρεση, να απομακρυνθεί από το το catenaccio και την αμυντικολαγνεία του ιταλικού ποδοσφαίρου και να επενδύσει στην επίθεση. Και στο 3-5-2 του Φαν Χάαλ είδε το απόλυτο μέσο για να αρχίσει το δικό του ταξίδι με τον τρόπο που ήθελε. Τον πρότειναν στην Κροτόνε, την πήρε στην τρίτη κατηγορία, την ανέβασε γρήγορα στη δεύτερη και φλέρταρε με τα σαλόνια, παίζοντας εντυπωσιακά για να κερδίσει το διαβατήριό του για τη Γένοβα.
Άλλο μέγεθος η Τζένοα, άλλες απαιτήσεις, άλλες φιλοδοξίες, ίδια εντυπωσιακή δουλειά. Βρισκόταν βυθισμένη σε ένα σκάνδαλο στημένων παιχνιδιών, χωρίς Αθλητικό Διευθυντή, σε απόλυτη ανάγκη εύρεσης ενός φάρου. Ο Τζαν Πιέρο έδειξε τον δρόμο και την οδήγησε στην επιστροφή της στο φυσικό της περιβάλλον, την πρώτη κατηγορία, μα δεν έμεινε εκεί.
Συνέχισε να χτίζει και να εξελίσσει την ομάδα του μέχρι που αυτή έγινε η καλύτερη στην Ιταλία. Η καλύτερη όσον αφορά στο θέαμα, την πίστη στις επιθετικές της αρχές, την πρωτοποριακή φιλοσοφία της.
Η Τζένοα τρύπησε το τότε ταβάνι της και το 2009 έφτασε πιο ψηλά από ό,τι είχε φτάσει την τελευταία εικοσαετία, εξασφαλίζοντας την πρόκρισή της στην Ευρώπη. Ο Γκασπερίνι και το ποδόσφαιρό του είχαν γίνει το talk of the town της Serie A, γοητεύοντας τα ουδέτερα βλέμματα.
Έχασε τις δύο πιο ποιοτικές του μονάδες, τον Ντιέγκο Μιλίτο και τον Τιάγκο Μότα, οι οποίοι αμφότεροι αποδέχθηκαν το κάλεσμα της Ίντερ και του Ζοζέ Μουρίνιο για να σαρώσουν τα πάντα στην ιστορική χρονιά εκείνου του «nerazzurro» Τρεμπλ, αλλά δεν έπαψε να είναι κάτι παραπάνω από ανταγωνιστικός. Εκείνη τη σεζόν άλλωστε ο Μουρίνιο νίκησε τον Φεράρα, τον Αντσελότι, τον Φαν Χάαλ, τον Ρανιέρι, τον Γκουαρδιόλα, αλλά, όπως ομολόγησε δημόσια, κανείς δεν τον δυσκόλεψε περισσότερο από τον Γκασπερίνι και τη δική του Τζένοα: «Άλλαζα κάτι κι αυτός περνούσε στην αντεπίθεση, απαντούσε. Το άλλαζα ξανά και είχε και πάλι απάντηση».

Ο Τζαν Πιέρο Γκασπερίνι στον πάγκο της Τζένοα στο Marassi.
Ο Τζαν Πιέρο είχε ουσιαστικά πάρει το χρίσμα, η ευκαιρία του σε έναν κορυφαίο σύλλογο έδειχνε να είναι απλώς θέμα χρόνου. Και όντως δεν θα αργούσε να έρθει. Ειρωνικά, θα καλούταν να γεμίσει το κενό του ανθρώπου που λίγο καιρό πριν έπλεκε το εγκώμιό του. Η Ίντερ το πάλεψε με τον Μπενίτεθ και τον Λεονάρντο μετά την αποχώρηση του Μουρίνιο και στη συνέχεια, αφού απέτυχε με την πρώτη της επιλογή, τον Μαρσέλο Μπιέλσα, στράφηκε στη λύση του Γκασπερίνι, σαφώς επηρεασμένη από τα λόγια του «Special One» για εκείνον.
Το ήξερε μέσα του, οι συνθήκες δεν ήταν κατάλληλες. Ο σύλλογος είχε μόλις ζήσει την πιο σπουδαία περίοδο της ιστορίας του, το ρόστερ γεμάτο από παίκτες που είχαν αφήσει πίσω τους τα καλύτερά τους χρόνια και μη συμβατούς με το παιχνίδι του, με την τριάδα στην άμυνα, την ένταση, τα τρεξίματα και την επιθετικότητα.
Ο κόσμος δεν ενθουσιάστηκε με το “στοίχημα” που άκουγε στο όνομά του, έδειχνε έτοιμος να τον καταβροχθίσει στην πρώτη στραβή. Βασικά πέντε στραβές ήταν αρκετές. Πέντε παιχνίδια, με τέσσερεις ήττες και μια ισοπαλία, άντεξε στον πάγκο της, πριν δει την πόρτα της εξόδου σκληρά. Η Ίντερ δεν πίστεψε ποτέ πραγματικά σε εκείνον, δεν τον βοήθησε, δεν ήθελε στα αλήθεια να δει αυτό το project να ανθίζει κι άφησε στο προπονητικό του κορμί τη μεγαλύτερη μελανιά, αυτή τη στάμπα που είναι τόσο δύσκολο κανείς να σβήσει. Τη στάμπα του “λίγου” για το υψηλότερο επίπεδο, τη στάμπα του “καλός είναι για την Τζένοα”. Το μέχρι πρότινος αξιοθαύμαστο ποδόσφαιρό του πλέον θεωρούταν αταίριαστο για τους πραγματικά μεγάλους, όπλο των αουτσάιντερ και των μικρών. Ίσως για αυτό κι εκείνος να πήρε μια μικρή και να βάλθηκε να την κάνει ο ίδιος μεγάλη.

Αύγουστος 2011: Ο Τζαν Πιέρο Γκασπερίνι στον πάγκο της Ίντερ / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
«Θα άλλαζα μέχρι και τον τελευταίο σας, πριν αλλάξω τον Γκασπερίνι»!
«Λοιπόν, ακούστε καλά, δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία για αυτόν. Είναι ο προπονητής μας, ο καλύτερος προπονητής που θα μπορούσαμε να έχουμε και δεν πρόκειται να τον ακουμπήσει κανείς. Θα άλλαζα μέχρι τον τελευταίο από εσάς, πριν αλλάξω τον Γκασπερίνι. Ας δούμε τώρα τι θα κάνετε». Το ξέσπασμα του Αντόνιο Περκάσι από τα αποδυτήρια του προπονητικού κέντρου της Ατάλαντα αντήχησε σε ολόκληρο το Μπέργκαμο, μα δεν ήχησε πιο γλυκά σε κανένα ζευγάρι αφτιά πέρα από αυτό του Τζαν Πιέρο Γκασπερίνι. Ήταν όλα όσα ήθελε να ακούσει, όλα όσα χρειαζόταν για να αισθανθεί πως το ταξίδι που άρχιζε όντως υποσχόταν να είναι το πιο όμορφο της ζωής του.
Μετά την περιπέτεια και την πληγή στην Ίντερ, επιχείρησε -ανεπιτυχώς- να μαζέψει τα κομμάτια του στην Παλέρμο, πριν επιστρέψει ξανά στην οικεία αγκαλιά της Τζένοα. Την οδήγησε ξανά στην Ευρώπη, ακόμα κι αν οι ποινές της δεν της επέτρεψαν να αγωνιστεί στο Europa League, όμως το γυαλί ήδη είχε ραγίσει. Αμέτρητες αλλαγές παικτών, ένας σύλλογος που προσπαθούσε να σωθεί οικονομικά και όχι να δημιουργήσει μια πλατφόρμα ποδοσφαιρικής έκφρασης για τον Γκασπερίνι. Αυτό έψαχνε, αυτό επιθυμούσε όσο τίποτα.
Δεν τον ένοιαζε η δόξα, κάποια αστραφτερή μετακίνηση, μόνο η ευκαιρία να παίξει το παιχνίδι του, κάπου όπου θα έχαιρε αληθινής εκτίμησης, κάπου όπου θα υπήρχε ένα οργανωμένο πλαίσιο υποστήριξης της δουλειάς του αλλά και ελευθερία για τις -συχνά- τρελές του ιδέες.
Ο Περκάσι οραματίστηκε μια Ατάλαντα που θα σκίσει το πέπλο της μετριότητας και ήξερε πως δεν υπήρχε πιο ιδανικός άνθρωπος για αυτή τη δουλειά από τον Γκασπερίνι. Θεωρήθηκε πισωγύρισμα για τον ίδιο, αλλά στην πραγματικότητα ήταν το τέλειο αντάμωμα. Για αυτό, μετά το κάκιστο ξεκίνημα του τελευταίου στους «Bergamaschi», δεν άφησε το παραμικρό περιθώριο αμφισβήτησης και ξεκαθάρισε στους παίκτες της ομάδας πως είτε θα ανέβουν στο τρένο είτε θα το δουν να χάνεται στον ορίζοντα.

Ο Τζαν Πιέρο Γκασπερίνι στον πάγκο της Παλέρμο.
Ο Γκασπερίνι είχε την απόλυτη εμπιστοσύνη του συλλόγου, μια εξαιρετική ακαδημία στην πλάτη του και την πολυτέλεια να δουλέψει μακριά από το επίκεντρο της προσοχής. Η συνταγή δεν άργησε να δέσει και όλα άλλαξαν μόλις στο όγδοο παιχνίδι του στον πάγκο της «Dea». Παραμονή του ματς απέναντι στην πανίσχυρη τότε Νάπολι του Μαουρίτσιο Σάρι, ο Γκασπερίνι ενημέρωσε τον Περκάσι πως θα παίξει με τέσσερεις 20χρονους Ιταλούς από τα σπλάχνα της ομάδας, τον Καλντάρα, τον Γκαλιαρντίνι, τον Κόντι και τον Πετάνια, στη βασική του ενδεκάδα, κόβοντας μερικούς από τους πιο έμπειρους ποδοσφαιριστές του. Ο Πρόεδρος δεν έκλεισε μάτι από το άγχος του, ήξερε πως, αν τα πράματα δεν πήγαιναν καλά, η διαχείριση της κατάστασης θα είναι τρομερά δύσκολη.
Το αποτέλεσμα βέβαια ήταν πολύ διαφορετικό. Νίκη, μα κυρίως τρομακτική εμφάνιση. Η Ατάλαντα στην πραγματικότητα δεν κοίταξε ποτέ ξανά πίσω της, μόνο γκάζωνε και γκάζωνε, τρέχοντας προς τα διαδοχικά ραντεβού με την ιστορία της. Γρήγορα ο Γκασπερίνι ήταν ξανά ο απόλυτος επαναστάτης του ιταλικού ποδοσφαίρου. Ελάχιστοι μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που έβλεπαν να χτίζεται μπροστά στα μάτια τους, λιγότερο από όλους οι ίδιοι οπαδοί της ομάδας, ο ίδιος ο κόσμος του Μπέργκαμο που δεν είχε τολμήσει ποτέ να φανταστεί ακόμα και τα πιο μικρά από όσα θα ακολουθούσαν.
«Pazzesco, incredibile, ma meravigliosamente vero» ή «Τρελό, απίστευτο, αλλά θαυμάσια αληθινό». Ο τίτλος στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Eco di Bergam» περιγράφει στην εντέλεια την αφετηρία του Γκασπερίνι και της Ατάλαντα.
Η «Dea», κάπου στα μέσα της σεζόν και ούσα σε φλογερή φόρμα, απλώς βρισκόταν στην πρώτη τετράδα του Πρωταθλήματος και ολόκληρη η πόλη πανηγύριζε σαν να ζούσε κάτι τέτοιο για πρώτη και τελευταία φορά. Πώς να φανταστεί όλα τα «τρελά, απίστευτα, αλλά θαυμάσια αληθινά» που θα ακολουθούσαν;

Ο Τζαν Πιέρο Γκασπερίνι / Photo by: Eurokinissi.
A modo nostro
«Το να παίζεις κόντρα στην Ατάλαντα είναι σαν να πηγαίνεις στον οδοντίατρο. Είναι δύσκολο και δυσάρεστο». Ποιος θα μπορούσε να περιγράψει καλύτερα από τον Πεπ Γκουαρδιόλα όσα έχτισε στο γήπεδο ο Γκασπερίνι; Ποιου το βάσανο κόντρα στην «Dea» θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερη αξία; Αξία, ε; Τελικά τι είναι αυτό που δίνει αξία στα πράγματα;
Δύσκολη ερώτηση, μα, άμα την απευθύνετε σε κάποιον από το Μπέργκαμο, θα σας απαντήσει δείχνοντας ένα από τα τόσα ίδια πανό που χορεύουν σε μαύρο και μπλε φόντο στον ουρανό του γηπέδου τους. «A modo nostro» ή αλλιώς «Με τον δικό μας τρόπο». Ο τρόπος. Ο τρόπος δίνει αξία στα πράγματα και όλοι σε αυτή την πόλη του ιταλικού Βορρά το έχουν νιώσει στο πετσί τους αυτό.
Γιατί γέμισαν, ενθουσιάστηκαν, πωρώθηκαν, πανηγύρισαν, απογοητεύτηκαν κι εν τέλει έγραψαν ιστορία με τον δικό τους τρόπο. Με το ίδιο ξίφος, το ξίφος του Τζαν Πιέρο Γκασπερίνι, ο οποίος χάραξε τη δική του εποχή στο ιταλικό ποδόσφαιρο. Η λεπίδα του απλώς τελειοποιήθηκε, έγινε πιο κοφτερή από ποτέ στην Αταλάντα.
«Όταν έλεγα πως θέλω να παίξω με τριάδα στην άμυνα, στην αρχή μου έλεγαν πως είμαι υπερβολικά προσηλωμένος στην άμυνα, αλλά εγώ απέδειξα το αντίθετο. Οι τρεις αμυντικοί συμμετέχουν στο παιχνίδι, εκπαιδεύονται για να είναι σημαντικοί στις επιθέσεις μας. Δεν έχει σημασία η διάταξη βέβαια αλλά ο αριθμός παικτών με τους οποίους επιτίθεσαι», έχει πει. Επίθεση. Όλη του η φιλοσοφία βασίζεται σε αυτή τη λέξη. Επίθεση για να βάλεις γκολ, επίθεση και για να μη δεχθείς γκολ. Αδιάκοπα τρεξίματα, καταιγίδα κινδύνου και απειλής από τα πλάγια και από τον άξονα με όσους περισσότερους παίκτες είναι δυνατό. Ένταση που δεν κοπάζει, που σκοπεύει να πνίξει τον δόλιο αντίπαλο, να κουράσει τα πόδια του, μέχρι να κάνουν λάθος και να τιμωρηθούν, πριν καν το καταλάβουν.
Ποδόσφαιρο θάρρους, ισορροπίας τρόμου, ποδόσφαιρο που μπορεί να σε κάνει από θύτη θύμα και το αντίστροφο μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα, ποδόσφαιρο ρίσκου. Μα σίγουρα ποδόσφαιρο συναρπαστικό, απολαυστικό στο μάτι.
«Θα φτάσω έως το τέλος με τις δικές μου ιδέες, είμαι έτοιμος να ρισκάρω τα πάντα, γιατί πιστεύω σε αυτές», έχει δηλώσει ο Γκασπερίνι. Και πράγματι ό,τι έκανε ποτέ ήταν αυτό που απαιτούσαν οι ιδέες του. Όσο τρελές κι αν ακούγονταν, όσο επαναστατικές κι αν ήταν. Αυτή η ταυτότητα του παιχνιδιού του ήταν σχεδόν ξένη στην Ιταλία, όταν ξεκίνησε, και πλέον ένα σωρό κορυφαίοι προπονητές έχουν επηρεαστεί από το μοντέλο του.
Η δική του Αταλάντα πρώτα γοήτευσε τα πλήθη και έπειτα τα εξόργισε με την άρνησή της να συμβιβαστεί, έγινε κακός μπελάς για όλους τους μεγάλους, τους ενόχλησε με πείσμα και θράσος, με απόλυτη απάθεια για όσα θα έπρεπε να συμβαίνουν.

Ο Τζαν Πιέρο Γκασπερίνι / Photo by: Eurokinissi.
Πρώτα προκρίθηκε στην Ευρώπη, έπειτα προκρίθηκε στο Champions League και προχώρησε στα νοκ άουτ. Έγινε θαμώνας του βαθμολογικού ρετιρέ της Serie A, καθιερώθηκε γύρω από την κορυφή, απέκτησε εμπειρία στις κορυφαίες διασυλλογικές διοργανώσεις, έφτασε μια ανάσα, κάποια δευτερόλεπτα, μακριά από τα ημιτελικά του Champions League. Συνδέθηκε άρρηκτα με το κοινό της. Όταν το Μπέργκαμο προσπαθούσε να αφήσει πίσω του την κόλαση που έζησε στην πανδημία του 2020, εκείνη έκανε περήφανη την πόλη της γράφοντας ιστορία στα “αστέρια”.
Όσα έκανε, όλα αυτά τα «τρελά, απίστευτα, αλλά θαυμάσια αληθινά» στα χρόνια της απόλυτης εκτόξευσής της, ήταν σπουδαία. Μα δεν ήταν σπουδαία μόνο λόγω αυτών που ήταν αλλά επειδή έγιναν με αυτόν τον τρόπο. Με τη φοβερή εξέλιξη -νέων ή ξεχασμένων- τελειωμένων παικτών, χωρίς υπέρογκες επενδύσεις, με αυτό το πανέμορφο θαρραλέο ποδόσφαιρο, το οποίο αποτέλεσε τον οδηγό του παραμυθιού της.
Καλές οι διακρίσεις και οι προκρίσεις, μα το παιχνίδι είναι η σφραγίδα. Γκολ με το τσουβάλι, αδρεναλίνη, ένταση, επιθετικότητα. Αυτό ήταν πάντα το παιχνίδι της, σε αυτό ήξερε να επικεντρώνεται, πιστή στην απάθεια του Γκασπερίνι, ο οποίος δεν νοιάστηκε ποτέ για κάτι άλλο. Ούτε καν για τα αποτελέσματα. Είπαμε, «η αδυναμία ή η αδιαφορία του να καταλάβει το πλαίσιο έγινε η μεγαλύτερη δύναμη της Ατάλαντα».
Κι έτσι η «Dea» διέλυσε τα όρια του δικού της πλαισίου. Με εκείνον στο τιμόνι, έγινε κάτι που ούτε ο πιο τρελά αισιόδοξος οπαδός της θα μπορούσε να ονειρευτεί. Απαθής ως προς τον θόρυβο, απαθής ως προς την πραγματικότητα της ιστορίας της, απαθής ως προς το μέγεθός της, ως προς την κοινή λογική. Απαθής ακριβώς όπως και ο αρχιτέκτονάς της, ο τεράστιος κύριος Τζαν Πιέρο Γκασπερίνι.
Το 2024 είδε τη δουλειά του να στέφεται για πρώτη φορά με ένα λαμπερό χειροπιαστό στέμμα. Η «Dea» σάρωσε τα πάντα στο διάβα της στο Europa League. Ταπείνωσε τη Λίβερπουλ του Γιούργκεν Κλοπ, διέλυσε την έως τότε αήττητη Μπάγερ Λεβερκούζεν του Τσάμπι Αλόνσο στον Τελικό του Δουβλίνου. Και πανηγύρισε το πρώτο τρόπαιο της ιστορίας της. Τρελό, απίστευτο αλλά θαυμάσια αληθινό.
Η ταπεινή Αταλάντα δεν ήταν πια τόσο ταπεινή και η πόλη της ζούσε μια μεθυσμένη φρενίτιδα. Υπήρχε μόνο ένας ήρεμος τύπος, σχεδόν ασυγκίνητος, απαθής στις δηλώσεις του μετά τον Τελικό, ακόμα και σε αυτή την κορυφή, σε αυτή τη στιγμή της τρελής ευτυχίας. Ο αξιοθαύμαστος αρχιτέκτονάς της, ο Γκασπερίνι: «Δεν το καταλαβαίνω αυτό το πράγμα που οι προπονητές κρινόμαστε από τα τρόπαια. Δεν είναι ότι τώρα είμαι καλύτερος από ό,τι ήμουν το απόγευμα».

Μάιος 2024: Ο Τζαν Πιέρο Γκασπερίνι και οι παίκτες της Αταλάντα πανηγυρίζουν την κατάκτηση του Europa League / Photo by: INTIME.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Κλάουντιο Ρανιέρι: Η τέλεια μετριότητα