Απρίλιος 1988
Μιλούσε πάντα με ένα τρόπο απλό και φιλικό. Όπως μιλάει κανείς με την οικογένεια του στο τραπέζι ή σε ένα καφέ με τους φίλους του. Ένιωθε μία αποστροφή για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Μου την είχε εξηγήσει και τον δικαιολόγησα. Ένιωθε αποστροφή για την νοοτροπία και τη συμπεριφορά μας. Απορούσε διότι πίστευε ότι έχουμε μεγάλες δυνατότητες. Και δικαιώθηκε πολλά χρόνια αργότερα με την επιτυχία της εθνικής στο EURO 2004. Υποστήριζε πως ο Έλληνας εάν υποταχθεί με τη θέληση του στις οδηγίες ενός σκληρού προπονητή, μπορεί να κάνει θαύματα.
Ήταν Απρίλης του 1988 και ο Άγκνε Σίμονσον είναι προπονητής του Ηρακλή. Ο Σουηδός εκείνες τις μέρες ήταν θυμωμένος εξαιτίας κριτικής και σχολίων του Τύπου για τον Ηρακλή. Δεν μιλούσε σε κανένα, δεν έδινε συνεντεύξεις.
Όταν του ζήτησα συνέντευξη αρνήθηκε. Όταν όμως του είπα ότι το επίκεντρο της συνέντευξης δεν θα ήταν ο Ηρακλής αλλά το πέρασμα του από την Ρεάλ, «άστραψε». Έσκασε χαμόγελο και με ρώτησε πότε θέλω να την κάνουμε. Και έτσι κλείσαμε ραντεβού για την επόμενη μέρα.
Με περίμενε στο γραφείο του, στο Καυταντζόγλειο. «Τι θέλεις να μάθεις. Τι θέλεις να συζητήσουμε;» με ρώτησε.
«Για τον ποδοσφαιριστή Σίμονσον. Το πέρασμα σας από τη μεγάλη Ρεάλ. Του Πούσκας και του Ντι Στέφανο. Την εθνική Σουηδίας που έπαιξε τελικό παγκοσμίου κυπέλλου με την Βραζιλία του Πελέ και του Βάβα».
Ξεκίνησε μόνος του χωρίς να περιμένει την πρώτη μου ερώτηση. «Ο έρωτας μου με την Ρεάλ ήταν παθιασμένος. Έστω κι αν αποχώρησα χωρίς τιμές και δόξα. Έστω κι αν έφυγα ήσυχα και αθόρυβα»
-Πώς πήγατε τότε…
Δεν με αφήνει να ολοκληρώσω την ερώτηση. Δείχνει ότι το γουστάρει το… θέμα. Και τον αφήνω. Και σε λίγα μόλις λεπτά το θέαμα έχει συγκινήσει και μένα. Άρχισε την αφήγηση. Δεν πήρε καν ανάσα. Τον απολαμβάνω. «Ήταν τρία υπέροχα χρόνια στη Μαδρίτη. Μία ευτυχισμένη ανάμνηση (1960-63) που θα κουβαλάω πάντα μέσα μου μέχρι την τελευταία μου πνοή».

Ο Άγκνε Σίμονσον με τη φανέλα της Ρεάλ Μαδρίτης το 1960.
Με μαγεύει όταν αρχίζει και αναλύει τον τρόπο που αγωνιζόταν η Ρεάλ.
«Παίζαμε πάντα σταθερά το 4-3-3, αλλά επειδή στην επίθεση έπαιζαν οι Χέντο, Πούσκας και Κανάριο, αναγκαστικά εγώ αγωνιζόμουν στην μεσαία γραμμή με Ρίαλ και Ντι Στέφανο. Ήταν μία ανεπανάληπτη ομάδα. Ζούσα υπέροχα, ο παράδεισος μου. Έλεγα στον εαυτό μου ότι αυτή είναι η ευτυχία για έναν άνθρωπο. Όσες φορές η σκέψη μου τρέχει εκεί, ξέρεις…»
Ξεροκαταπίνει, σωπαίνει και δακρύζει. Δεν συνεχίζει, δυσκολεύεται. Κάνει να σκουπίσει το δάκρυ, προσπαθεί να χαμογελάσει και χαμηλόφωνα μου λέει: «Δεν είναι ανάγκη να το γράψεις αυτό. Είναι προσωπική στιγμή και άλλωστε ποιος θα συγκινηθεί με αυτό; Ποιον νοιάζει; Ποιος ξέρει; Ποιος θυμάται;».
Τον αφήνω. Δεν μιλάω καθόλου. Η συγκίνηση δεν τον είχε εγκαταλείψει. «Ο Ντι Στέφανο είναι ένας θαυμάσιος άνθρωπος και εξαιρετικός χαρακτήρας. Μού φέρθηκε άψογα. Σαν να ήμουν ένας παιδικός του φίλος. Τον αγαπώ ακόμη, έστω κι αν δεν συναντιόμαστε».
Για όσους δεν γνωρίζουν ο Άγκνε Σίμονσον ήταν από τα αστέρια της εθνικής ομάδας της Σουηδίας που αντιμετώπισε την Βραζιλία στον τελικό του παγκοσμίου κυπέλλου του 1958. Στο στάδιο Ραζούντα της Στογχόλμης και μπροστά σε 57. 000 θεατές. Η Βραζιλία του 17χρονου τότε Πελέ είχε κερδίσει με 5-2. Ο Άγκνε Σίμονσον είχε σημειώσει το δεύτερο γκολ των Σουηδών.
«Αναμφισβήτητα αυτή ήταν η κορυφαία στιγμή στη καριέρα μου. Μετά τα πρώτα 30 λεπτά οι Βραζιλιάνοι άρχισαν την σάμπα και χάσαμε τη μπάλα. Η δήλωση που είχα κάνει τότε είχε δημιουργήσει αίσθηση. Είχα πει ότι σε εκείνο το ματς είχα γνωρίσει την σάμπα χορογραφημένη από τα πόδια του Βάβα, του Γκαρίντσα και του Πελέ. Η πιο ευτυχισμένη μου όμως ανάμνηση θα είναι για πάντα η Ρεάλ».

Άγκνε Σίμονσον και Αλφρέντο Ντι Στέφανο με τη φανέλα της Ρεάλ Μαδρίτης.
*Ο Άγκνε Σίμονσον γεννήθηκε στις 19 Οκτωβρίου του 1935 (σ.σ. απεβίωσε στις 22 Σεπτεμβρίου 2020). Από τους κορυφαίους σέντερ φορ στην ιστορία του Σουηδικού ποδοσφαίρου, αλλά με φτωχή διαδρομή στην προπονητική. Τελευταίος του σταθμός ο Ηρακλής Θεσσαλονίκης. Ήταν ο στραϊκερ της εθνικής ομάδας της Σουηδίας στο παγκόσμιο κύπελλο του 1958. Ο Σουηδός που σκόραρε στον τελικό της διοργάνωσης με αντίπαλο την Βραζιλία.
Την πρώτη του κιόλας χρονιά παίζοντας με την φανέλα της Έργκριτε σε 42 παιχνίδια πρωταθλήματος σημείωσε 25 γκολ και την επόμενη χρονιά τον απέκτησε η Ρεάλ Μαδρίτης. Στην Μαδρίτη παρά το γεγονός ότι έπαιξε μόνο σε τρία παιχνίδια στην μεγάλη Ρεαλ του Ντι Στέφανο θεωρεί πως είναι η πιο μαγευτική χρονιά της ζωής του.
**Το παραπάνω κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο του Περικλή Στέλλα, «Θαμμένες Στιγμές», εκδόσεις MVPublications, 2012.
Ο Περικλής Στέλλας είναι δημοσιογράφος.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: