Το υπόγειο γκαράζ της μονοκατοικίας στη λεωφόρο Μέινορ, στο Κολόμπους του Οχάιο, δεν μύριζε ακριβώς ιδρώτα. Τον χώρο κατέκλυζε κυρίως το άρωμα της… ροδακινόπιτας.
Για τον Τζέιμς και τον Μπιλ τζούνιορ, ο σάκος του μποξ που κρεμόταν από το ταβάνι δεν έμοιαζε με πεπρωμένο.
Όλα ήταν ένα παιχνίδι, ακόμη. Τουλάχιστον για το ένα από τα δύο αδέρφια.
Ο χώρος, αφενός, ήταν μία καλή ευκαιρία και για τους δύο να περηφανευτούν για το (κάτι παραπάνω από) χόμπι του πατέρα τους, Μπιλ του πρεσβύτερου.
Αφετέρου, η μητέρα τους, Λούλα, δεν ξεχνούσε ποτέ να φιλέψει τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονιάς είτε με την περίφημη ροδακινόπιτά της είτε με την πουτίγκα μπανάνα, την οποία λάτρευε ο Τζέιμς.
Ο Τζέιμς Ντάγκλας θυμάται ακόμη ότι μπορεί ο μπαμπάς του -εργάτης σε εργοστάσιο το πρωί, ερασιτέχνης μουσικός σε ροκ μπάντα το βράδυ και, στο ενδιάμεσο, φιλόδοξος πυγμάχος- να ήταν «ένας σκληρός άνθρωπος, όμως η μαμά ήταν ο άρχοντας του σπιτιού».
Ο μικρός Τζέιμς, ο οποίος γεννήθηκε στις 7 Απριλίου 1960 και αργότερα έγινε περισσότερο γνωστός με το παρατσούκλι «Buster», θα ακολουθούσε τα χνάρια του πατέρα του, στο ρινγκ.
Ωστόσο, δεν έκρυψε ποτέ ότι «δέθηκε» περισσότερο με την Λούλα.
Όλη η ζωή του, όμως, που για πολλούς περιορίστηκε στη βραδιά της 11ης Φεβρουαρίου 1990 και την -κατά τους ειδικούς- «σπουδαιότερη έκπληξη στην ιστορία του μποξ», ήταν μία απεγνωσμένη προσπάθεια.
Μία θαρρεί κανείς «κραυγή», σε σημείο αυταπάτης, να κερδίσει την αναγνώριση και την αποδοχή του απαιτητικού μπαμπά…
Τον σεβασμό του Μπίλι «The Dynamite» Ντάγκλας τον κέρδισε με αντιφατικό τρόπο. Σχεδόν… απορρίπτοντάς τον.
Τον θαυμασμό όλο του κόσμου και μία περίπου εφήμερη αναγνώριση, πάντως, τα κέρδισε το βράδυ στις 11 Φεβρουαρίου 1990 στο «Tokyo Dome» του Τόκιο.
Τζέιμς «Μπάστερ» Ντάγκλας, το απόλυτο αουτσάιντερ απέναντι στον παγκόσμιο πρωταθλητή βαρέων βαρών, Μάικ Τάισον. Ήταν το βράδυ που «καταρρίφθηκε» ο μύθος του ανίκητου «Iron Mike».
Ο «Μπάστερ» ήταν το εντελώς αντίθετο από τον σόουμαν Τάισον. Δεν ήταν φωνακλάς, δεν προκαλούσε, δεν ήταν το αγαπημένο θέμα των ταμπλόιντ της εποχής.
Πολλοί έμαθαν το όνομά του μόλις εκείνη τη νύχτα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα γραφεία στοιχημάτων αρνήθηκαν να προσφέρουν αποδόσεις για τον αγώνα. Σχεδόν όλο το Λας Βέγκας, πλην του Τζίμι Βακάρο, έμεινε μακριά.
Ο Βακάρο όρισε απόδοση 42 προς 1, αριθμός που πολλά χρόνια αργότερα έγινε ο τίτλος του ντοκιμαντέρ «42 to 1» του ESPN για την περίφημη αναμέτρηση.
Ο Τάισον θα έφτανε στο Τόκιο με ρεκόρ 37-0 (εκ των οποίων οι 33 νίκες με νοκ-άουτ και πολλές εξ αυτών στον πρώτο γύρο!) και δεν είχε πέσει ποτέ νοκ-ντάουν. Την αίσθηση του ρινγκ την αισθανόταν μόνο με τα παπούτσια του… Ο «Μπάστερ» μετρούσε ρεκόρ 29 νικών, 4 ηττών και μίας ισοπαλίας.
Ο διάσημος promoter, Ντον Κινγκ, δεν έκρυβε ότι «ο Ντάγκλας είναι λιπόψυχος, είναι quitter και γι’ αυτό επιλέχθηκε. Αυτό αποδείχθηκε και όταν εγκατέλειψε το ματς με τον Τάκερ».
Ο αμερικανικός Τύπος έγραφε απλώς για «το επόμενο θύμα του Τάισον, τον επόμενο αριθμό στο ρεκόρ του και άλλο ένα όνομα στη λίστα του, σε έναν αγώνα που μπορεί να διαρκέσει 30 δευτερόλεπτα»!
Ο ίδιος ο Ντάγκλας, στη συνέντευξη Τύπου στο Τόκιο ομολογούσε πως «πάντα ήμουν το αουτσάιντερ, από την πρώτη μέρα που φόρεσα γάντια. Δεν με ενοχλεί και ξέρω πώς είναι».
Στο ντοκιμαντέρ του ESPN, το οποίο σκηνοθέτησαν οι Τζέρεμι Σαπ και Μπεν Χάουζερ, ο «Μπάστερ» αναφέρει σε ένα σημείο, μιλώντας για τα παιδικά χρόνια του, ότι «μία μέρα γύρισα από το σχολείο και είπα στην μητέρα μου ότι ένα παιδί μου επιτέθηκε…
»Το bullying έπρεπε να το αντιμετωπίζω, όχι να το αναφέρω.
»Μου είπε ότι αν δεν σταθώ απέναντί του την επόμενη φορά, θα έχω να κάνω μαζί της. Και, πιστέψτε με, δεν θα θέλατε να τα βάλετε με την μάνα μου! Ήταν η τελευταία φορά που έκλαψα όσο εκείνη ζούσε».
Ο μπαμπάς του, μποξέρ μεσαίων βαρών, ήταν στο σπίτι τόσο σκληρός όσο και στο ρινγκ. Ήταν αυταρχικός με τα δύο παιδιά του. Τα χτυπούσε συχνά…
«Ο πατέρας ήταν απλώς άγριος», επισήμανε ο Μπιλ τζούνιορ στο «42 to 1».
Ο Τζέιμς, από την άλλη, τόνιζε πως «ο πατέρας μου ήταν ο ήρωάς μου» και εκείνος που τον «έσπρωξε» στην πυγμαχία, στα δέκα του. Ήταν ο πρώτος κόουτς, ο μόνιμος μέντορας, αλλά και ο μεγαλύτερος κριτής του.
«Το 1981 άρχισα να παίζω επαγγελματικά και καταλάβαινα στη ματιά του ότι ήθελε να γίνω παγκόσμιος πρωταθλητής, κάτι που δεν κατάφερε ο ίδιος», ανέφερε ο «Μπάστερ»
Το μποξ θα γινόταν ο τρόπος ώστε ο μικρός να γίνει αποδεκτός από τον αυστηρό πατέρα του. Να πάρει την έγκρισή του και να τον κάνει περήφανο.
Η Λούλα δεν ήθελε να περάσει τα ίδια και είχε ενστάσεις όταν της ανακοίνωσαν ότι ο Τζέιμς θα αγωνιστεί επαγγελματικά.
Η προπόνηση είχε πολλές φωνές, συχνά μέχρι και ουρλιαχτά και πάντα μπόλική κριτική. Ο «Μπάστερ» είχε ταλέντο, αλλά όχι και την εργασιομανία του πατέρα του.
Έτρωγε πολύ και συνήθως πρόχειρα και οι ειδικοί έλεγαν ότι ενώ έχει ένστικτο καλύτερο από του Μπιλ, ο μπαμπάς του δούλευε δέκα φορές πιο σκληρά στο ρινγκ.
«Δεν είχε αυτή την εσωτερική παρόρμηση να γίνει σπουδαίος», διαπίστωναν πολλοί προπονητές.
Ανήμερα των 24ων γενεθλίων του Ντάγκλας, στις 7/4/84, ο βοηθός προπονητή πυγμαχίας στο πανεπιστήμιο Οχάιο Στέιτ, Τζον Τζόνσον, έλαβε στο γραφείο του ένα μήνυμα σε ένα κίτρινο αυτοκόλλητο χαρτάκι: «Κάλεσε τον “Μπάστερ” Ντάγκλας».
Στην πρώτη συνάντησή τους, η Λούλα τού σέρβιρε σε πλαστικό πιάτο. Ο Τζόνσον το κοίταξε με απορία. «Δεν έχουμε άλλα», του είπε ο «Μπάστερ».
«Αν κάνεις αυτό που σου λέω και είσαι έτοιμος να πληρώσεις το τίμημα, θα γίνεις παγκόσμιος πρωταθλητής και δεν θα φας ξανά σε τέτοιο πιάτο», υποσχέθηκε ο Τζόνσον και έγινε ο νέος μάνατζέρ του.
Λίγους μήνες αργότερα, το 1986, ο Μάικ Τάισον νικούσε τον Τρέβορ Μπέρμπικ και σε ηλικία 20 ετών γινόταν ο νεαρότερος παγκόσμιος πρωταθλητής, ξεπερνώντας τον Φλόιντ Πάτερσον!
Ο Ντάγκλας, ωστόσο, δεν εντυπωσιαζόταν από τα ακριβά ρούχα και αυτοκίνητα του Τάισον.
Δεν τρελαινόταν με τη χλιδή. Δεν του έλεγε κάτι η ηθοποιός σύζυγος του «Iron Mike», Ρόμπιν Γκίβενς ή το ότι ήταν συχνά προσκεκλημένος σε γνωστές τηλεοπτικές εκπομπές.
Όταν τον ρωτούσαν στους δρόμους του Οχάιο αν «θα μπορούσες ποτέ να νικήσεις τον Τάισον;», ο γεμάτος αυτοπεποίθηση (ή άγνοια κινδύνου;) Ντάγκλας έλεγε: «Εκείνος μπορεί να με νικήσει;»!
Ωστόσο, έμαθε να ζει με τις συγκρίσεις με τον πατέρα του και αυτό, συχνά, έμοιαζε με ανασταλτικό παράγοντα και εμπόδιο.
Δεν ήθελε να ζήσει το όνειρο του πατέρα του, δεν ήθελε να κάνει τη ζωή εκείνου, αλλά να πορευτεί με τον τρόπο του.
Ο Ντάγκλας άρχισε την επαγγελματική πυγμαχία το 1981, αναζητώντας μία ευκαιρία να εκπληρώσει το όνειρο του Μπιλ.
Όταν το 1986 ηττήθηκε στον 10ο γύρο από τον Τόνι Τάκερ, στο τελικό του IBF, που έδινε και εισιτήριο για αναμέτρηση με τον Τάισον, ο «Μπάστερ» πήρε μία δύσκολη απόφαση…
«Ο πατέρας πρέπει να φύγει», είπε στον αδερφό του. Το ανακοίνωσε στον Μπιλ τον πρεσβύτερο σε ένα δείπνο στο σπίτι.
Η Λούλα έμεινε με ανοικτό το στόμα, κοιτώντας τον σύζυγό της και αναμένοντας την «έκρηξή» του.
Ο Μπιλ έγινε έξαλλος, του φώναξε «το ξέρεις ότι θα είσαι μόνος σου εκεί έξω και κανένας δεν θα σε προσέξει;», ωστόσο δέχθηκε στωικά την απόφαση του γιου του.
Ο «Μπάστερ» χρειαζόταν μία αλλαγή. Δεν τον ωφελούσαν οι συγκρίσεις με τον πατέρα του και τον ενοχλούσε και που το μπλουζάκι του Μπιλ στους αγώνες έγραφε το όνομά του μπαμπά του και όχι το δικό του.
Πάντως, ξεκαθάρισε ότι «πάντα θα τον αγαπώ για αυτό που έκανε και που με άφησε ελεύθερο».
Χρέη προπονητή ανέλαβε και ο θείος του Τζέιμς (αδερφός της μητέρας του), Τζέι Ντι Μακόλεϊ, ο οποίος αναγνώριζε ότι ο Μπιλ ήταν πιο δουλευταράς από τον γιο του, όμως προτιμούσε να μην το «χτυπάει» στον μικρό.
Πριν από τον αγώνα στο Τόκιο, ο «Μπάστερ» δεν είχε ταξιδέψει ποτέ εκτός των Η.Π.Α..
Από την άλλη, ο Τάισον γεννήθηκε μεν στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης στις 30 Ιουνίου 1966, όμως εξελίχθηκε ουσιαστικά σε έναν σταρ χολιγουντιανών διαστάσεων.
Η καριέρα και η ζωή του είχαν «λάμψη» και σκοτάδι. Όσο γινόταν πιο διάσημος, τόσο περισσότερο εμφανιζόταν σε πάρτι, σε δεξιώσεις με την Γκίβενς και συχνά και με τον Ντόναλντ Τραμπ! Και ποτέ δεν ανησυχούσε.
Πίστευε τόσο στις γροθιές του που όταν τον ρωτούσαν αν υπάρχει τρόπος να ηττηθεί, απαντούσε πως «υπάρχει… Μόνο αν μου κόψουν τα χέρια!».
Τον Ιούνιο του 1990, ο Τάισον θα αντιμετώπιζε τον Εβάντερ Χόλιφιλντ. Οι συνεργάτες του ήθελαν έναν ενδιάμεσο αγώνα.
Ο Ντάγκλας έμοιαζε ιδανική περίπτωση. Ένα «εύκολο θύμα», ίσως. Το γεγονός ότι δεν ήταν ένα «λαμπερό» όνομα, οδήγησε τον Ντον Κινγκ να ορίσει το ματς τον Φεβρουάριο στην Ιαπωνία.
Διότι πίστευε ότι στις Η.Π.Α. λίγοι θα πληρώσουν εισιτήριο για να παρακολουθήσουν τον Τάισον να ρίχνει στο καναβάτσο έναν άσημο αντίπαλο, στον πρώτο ή τον δεύτερο γύρο.
Τον Ιανουάριο του 1990, ο «Μπάστερ» ανακοίνωσε στους γονείς του ότι θα αγωνιστεί εναντίον του Τάισον. Τα μάτια του Μπιλ έλαμψαν!
Εκείνα της μητέρας του, όμως, γέμισαν αμφιβολία. Η Λούλα ρώτησε τον σύζυγό της αν αληθεύουν όσα γράφει ο Τύπος, ότι ο Τάισον είναι ένα «κτήνος». «Ναι», της απάντησε εκείνος. «Είναι «killer σαν εσένα;», ξαναρώτησε και όταν έλαβε ένα νεύμα επιβεβαίωσης, η κα Ντάγκλας, με βουρκωμένα μάτια παρακάλεσε τον γιο της να μην μπει σε εκείνο το ρινγκ.
«“Να μην πας, ανησυχώ”, μου είπε η μητέρα μου. Αλλά εγώ αποκρίθηκα πως “καλύτερα να ανησυχείς για τον Τάισον”», αποκάλυψε ο «Μπάστερ» ότι της απάντησε…
Στις αρχές του 1990, οι δύο τόσο διαφορετικοί αντίπαλοι βίωναν παρόμοιες καταστάσεις στο σπίτι.
Η Ρόμπιν Γκίβενς είχε καταγγείλει βίαιες συμπεριφορές του Τάισον στο σπίτι τους. Ο «Iron Mike», βεβαίως, είχε αποφασίσει να «απαλύνει» τον πόνο του σε «ατελείωτα» πάρτι με δεκάδες γυναίκες και αμέτρητες φιάλες ουίσκι.
Στο Οχάιο, μακριά από τις κάμερες και τα πρωτοσέλιδα, ο γάμος του «Μπάστερ» με την Μπέρθα «κατέρρεε» και η Ντόρις Τζέφερσον, μητέρα ενός εξώγαμου γιου του, ήταν σε σοβαρή κατάσταση στο νοσοκομείο.
Τρεις εβδομάδες πριν από τον αγώνα στο Τόκιο, ο Ντάγκλας έλαβε ένα τηλεφώνημα, ενώ ετοιμαζόταν για τζόκινγκ στις 6 το πρωί.
Όταν έφτασε στο πατρικό του, ο θείος και προπονητής του ήταν ήδη εκεί. «Η μητέρα σου…», πρόλαβε να ψελλίσει.
Η Λούλα, έπειτα από ένα εγκεφαλικό -κι ενώ είχε αποκρύψει από τους δύο γιους της κάποια προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε- είχε φύγει από τη ζωή σε ηλικία 47 ετών…
«Θέλεις να ματαιώσω τον αγώνα;», τον ρώτησε ο Τζον Τζόνσον.
Ο Ντάγκλας αρνήθηκε, εξηγώντας του ότι «εκείνη δεν θα ήθελε να τα παρατήσω. Θα πάμε κανονικά. Θα πάω να παίξω για την μαμά μου, τον “βράχο” μου».
Ο Τζέιμς θρήνησε για τρεις μέρες, συνέχισε την προπόνηση και ταξίδεψε στο Τόκιο μία εβδομάδα πριν από τον αγώνα.
Στην Ιαπωνία, ο Ντάγκλας έμεινε μακριά από τις κάμερες. Την ίδια ώρα, ο Τάισον εμφανιζόταν παντού, καλεσμένος σε ζωολογικό κήπο, σε νοσοκομείο και σε τηλεπαιχνίδι της ιαπωνικής τηλεόρασης.
Το μεγάλο φαβορί δεν έδειχνε συγκεντρωμένος, αλλά έμοιαζε ήσυχος.
Οι δύο πρώτοι γυμναστές και ουσιαστικά μέντορές του, Κας Ντ’ Αμάτο και Τζίμι Τζέικομπς, είχαν φύγει από τη ζωή και τα νήματα ήταν πλέον στα χέρια του φλύαρου και καταφερτζή Ντον Κινγκ.
Ο Τάισον παραδέχθηκε πολλά χρόνια μετά, σε συνέντευξή του στην αγγλική εφημερίδα «Guardian», ότι «δεν είχα καν παρακολουθήσει βίντεο του αντιπάλου μου. Δεν τον θεωρούσα μεγάλη πρόκληση».
Στο ντοκιμαντέρ «42 to 1» του ESPN, ο Ντάγκλας παραδέχθηκε πως «αισθανόμουν ότι πηγαίνω για εκτέλεση, με όσα διάβαζα». Παρέμεινε ήρεμος και αποφασισμένος.
Σχεδόν ξέχασε τα τρία εκατομμύρια που θα κέρδιζε ούτως ή άλλως αν απλώς εμφανιζόταν στο ρινγκ του «Tokyo Dome».
Στον πρώτο γύρο έδειξε ότι δεν πήγε για ένα απλό ταξίδι στο Τόκιο και διέψευσε τις προβλέψεις «για ένα ματς που θα κρατήσει 30 δευτερόλεπτα».
Στον δεύτερο γύρο επιβεβαίωσε πως δεν ήταν φοβισμένος και άρχισε να χτυπά τον Τάισον, κάτι που εξακολούθησε να κάνει ως τον τέταρτο!
Στον πέμπτο γύρο η γωνιά του παγκόσμιου πρωταθλητή ήταν σε πανικό.
«Θα ήταν μεγάλη νύχτα», σκέφτηκε ο αρχι-γυμναστής του, Άαρον Σνόουγουελ, βλέποντας το ματωμένο αριστερό μάτι του Τάισον.
Οι άνθρωποι του μεγάλου φαβορί πίστευαν ότι θα εμφανιστούν στο «Tokyo Dome» και θα πληρωθούν αδρά για μία ή δύο γροθιές στον Ντάγκλας, όμως…
Ο Σνόουγουελ δεν είχε πάρει μαζί του ούτε το λεγόμενο «enswell», ένα ανοξείδωτο κομμάτι ατσάλι που τοποθετείται κρύο σε ένα σημείο, ώστε να περιορίσει το πρήξιμο.
Όταν ο Τάισον δεν έβλεπε από το αριστερό μάτι, ο γυμναστής του πήρε ένα latex γάντι, το γέμισε με πάγο, αλλά το πρήξιμο δεν υποχωρούσε…
Ο 23χρονος Τάισον φάνηκε να συνέρχεται. Ήταν εμφανώς κουρασμένος, όμως στον όγδοο γύρο έριξε το πρώτο άπερκατ στον αντίπαλό του. Αμέσως μετά πέτυχε και το δεύτερο και ο Ντάγκλας ξάπλωσε στο ρινγκ!
Σηκώθηκε στα εννιά δευτερόλεπτα που χρονομέτρησε ο διαιτητής, ωστόσο κάποιοι, μεταξύ των οποίων και ο Ντον Κινγκ, ισχυρίζονταν ότι πέρασαν τουλάχιστον 12΄΄ και θα έπρεπε να είχε χάσει…
Στον ένατο γύρο, ο Ντάγκλας αρχίζει και πάλι να χτυπά και λέει στη γωνιά του: «Τον έχω»!
Πριν από τον δέκατο γύρο, ο Τζόνσον τού φωνάζει: «Τελείωσέ τον!» και με δύο γροθιές, ο μεγάλος και τρανός Μάικ Τάισον έπεσε νοκ-ντάουν για πρώτη φορά στην καριέρα του!
Δεν κατάφερε να σηκωθεί. Όταν το έκανε, οι κριτές είχαν ήδη δώσει τον τίτλο στον «Μπάστερ» Ντάγκλας και ο Τάισον ρωτούσε αποσβολωμένος τους προπονητές του «τι έγινε;».
Ο Ντάγκλας αφιέρωσε τον παγκόσμιο τίτλο «στην μαμά μου» και φώναξε «πατέρα, για σένα», έχοντας εκπληρώσει περισσότερο το παιδικό όνειρο του Μπιλ Ντάγκλας και λιγότερο το δικό του.
Ξάφνου, ο Τζέιμς Ντάγκλας είχε «μπει» στο κορμί του φημισμένου Τάισον.
Επιστρέφοντας στο Οχάιο, τον περίμεναν 1.000 άνθρωποι στο αεροδρόμιο και περισσότεροι από 20.000 κοντά στο σπίτι του!
Αργότερα εκμυστηρεύτηκε ότι το τραγούδι του συντοπίτη του, Γκαρθ Νάτερ, με τίτλο «Win It All», ήταν εκείνο που τον ενέπνευσε και τον συντρόφευσε στο Τόκιο.
Οκτώ μήνες αργότερα, όμως, ο Ντάγκλας ηττήθηκε από τον Εβάντερ Χόλιφιλντ μόλις στον τρίτο γύρο και έχασε γρήγορα τη ζώνη του πρωταθλητή, στη μοναδική υπεράσπιση του τίτλου του. Παρόλα αυτά, κέρδισε 24,6 εκατομμύρια δολάρια από εκείνον τον αγώνα!
Στο ρινγκ εναντίον του Χόλιφιλντ εμφανίστηκε έχοντας προσθέσει περίπου οκτώ κιλά στο κορμί του. Επιβεβαίωση ότι ποτέ δεν έπαψε να απολαμβάνει πρόχειρο φαγητό και γλυκά, κάτι για το οποίο τον κατηγορούσε διαρκώς ο πατέρας του.
Τα επόμενα χρόνια έφτασε σχεδόν στα 200 κιλά και έπειτα από μία περιπέτεια της υγείας του, με διαβήτη που παραλίγο να του κοστίσει τη ζωή, αποφάσισε να χάσει βάρος και να αγωνιστεί ξανά.
Το 1997 επέστρεψε στους αγώνες, νικώντας τους έξι πρώτους αγώνες του, πριν ηττηθεί έναν χρόνο αργότερα από τον Λου Σαβαρέζε.
Το 1999 αποσύρθηκε με ρεκόρ 38-6-1 και στις μέρες μας προπονεί νεαρούς πυγμάχους στο ίδιο γυμναστήριο που του έμαθε ο πατέρας του τα πρώτα μυστικά και κόλπα της πυγμαχίας.
Ο «Μπάστερ» ξεκαθάρισε έπειτα από χρόνια ότι «δεν αισθάνθηκα έκπληξη από τη νίκη μου. Ήμουν αποφασισμένος».
Σε εκείνο το ρινγκ πάλευε για κάτι περισσότερο από μία απλή νίκη. Για κάτι παραπάνω από μία ζώνη πρωταθλητή, έναν τίτλο ή πολλά χρήματα.
Πρόσφερε στον κόσμο του μποξ «τη μεγαλύτερη έκπληξη στην ιστορία του αθλήματος».
Στις δύο γωνιές, στις 11 Φεβρουαρίου 1990, στάθηκαν δύο διαφορετικοί μποξέρ αλλά, κυρίως, δύο εκ διαμέτρου διαφορετικοί χαρακτήρες. Μονάχα που ο φαφλατάς Τάισον και ο συνήθως ήσυχος Ντάγκλας είχαν και μεταξύ τους ομοιότητες.
Αρχικά διότι κανένας δεν εκπλήρωσε ολοκληρωτικά τα χαρίσματα που διέθετε. Στη συνέχεια ήταν η αυτοπεποίθηση με την οποία αμφότεροι εισήλθαν στο «Tokyo Dome».
Τέλος, τόσο πριν όσο και μετά τον αγώνα τους, κυριαρχούσαν οι εσωτερικοί «δαίμονές» τους.
Τα ψυχολογικά τραύματα του Τάισον από την παιδική ηλικία του και ο δημόσιος εξευτελισμός από την πρώην σύζυγό του.
«Πληγές» που ο «Iron Mike» επιχειρούσε να λύσει με πολύ σεξ, πολύ ποτό και με ακόμη περισσότερη πεποίθηση ότι η σκληράδα εντός και εκτός ρινγκ τα κρύβει και τα λύνει όλα…
Ο «Μπάστερ» Ντάγκλας δεν ήταν «ο πιο κακός άνθρωπος του κόσμου», δεν ήταν bully σαν τον μεγάλο αντίπαλό του. Δεν ήταν τρομακτικός, αλλά ήταν το ίδιο ευάλωτος.
Εκείνη η πορεία που άρχισε από ένα υπόγειο, ένα γκαράζ και μία αυλή στη λεωφόρο Μέινορ του Κολόμπους, στο Οχάιο, έφτασε ως τον παγκόσμιο τίτλο στο Τόκιο.
Σε μία νύχτα που για άλλους ενδεχομένως να είναι μία ολόκληρη ζωή.
Μπορεί όλο αυτό να έμοιαζε για πολλούς με μία ψευδαίσθηση, όχι όμως για τον ίδιο.
Και ήταν η αίσθηση της πατρικής αποδοχής την οποία πάντοτε γύρευε.ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Το «πρώτο αίμα» του Μάικ Τάισον ήταν εκδίκηση για ένα… περιστέρι!