Με θυμάμαι μικρό παιδάκι με τη μπάλα στα πόδια, έτσι όπως γινόταν παλιά, με φτιαγμένα από εμάς ξύλινα δοκάρια κτλ.
Μπορεί να είχα και κάτι μέσα μου, αλλά δεν υπήρχε να κάνω και κάτι άλλο στο χωριό εκτός από το ποδόσφαιρο την εποχή εκείνη. Μου άρεσε πάρα πολύ και από μικρός το μόνο που ήθελα ήταν να γίνω ποδοσφαιριστής.
Μάλιστα, ήμουν και ΑΕΚ λόγω του μπαμπά μου, έχοντας ινδάλματα τους παίκτες εκείνης της ομάδας, όπως ο Θωμάς Μαύρος. Το χωριό μου, η Ιτέα, είναι στη μέση Λάρισας και Καρδίτσας, οπότε φεύγαμε και πηγαίναμε Λάρισα για να δούμε live την ομάδα.
Από νωρίς λοιπόν είχα όνειρα για το ποδόσφαιρο, ήμασταν και μια φτωχή οικογένεια, αλλά τότε δεν με ενδιέφερε να ξεφύγω οικονομικά, σε εκείνες τις ηλικίες δεν σκέφτεσαι τέτοια πράγματα, κάνεις αυτό που σ’ αρέσει και μετά σκέφτεσαι το κάτι παραπάνω.
Από την ομάδα του χωριού με κάλεσαν στη Μεικτή Καρδίτσας, όπως συμβαίνει, μετά πήγα στον ΑΟ Καρδίτσας και κάπως έτσι ξεκίνησα και να ονειρεύομαι. Με ήθελε και η Αναγέννηση Καρδίτσας, εγώ όμως επέλεξα τον ΑΟΚ, ο οποίος μάλιστα ήταν σε μικρότερη κατηγορία, τη Δ’, καθώς γνώριζα κάποια παιδιά.
Στον ΑΟΚ έκανα και το στρατιωτικό μου, μου έδιναν άδεια κάθε Σαββατοκύριακο, έφευγα από Σαμοθράκη, εννιά-δέκα ώρες ταξίδι, για να έρθω να παίξω αγώνα και να φύγω πάλι για να ξαναπάω μέσα.
Ένα “χωριατάκι” στην AEK
Έναν χρόνο πριν από την ΑΕΚ, είχαν έρθει να με ζητήσουν η Λάρισα και ο Άρης, αλλά δεν με έδιναν από την ομάδα, ενώ και ο Τάκης Λουκανίδης, ο οποίος τότε ήταν προπονητής στην Αναγέννηση Καρδίτσας, μετά από ένα παιχνίδι με σταμάτησε έξω απ’ τα αποδυτήρια και μου είπε «αν δεν πας κάπου αλλού, σε θέλω στην Αναγέννηση του χρόνου».
Ο Τάκης Λουκανίδης ήταν φίλος με τον Γιδόπουλο και, όπως φαίνεται, είχαν έρθει να με δουν από την ομάδα, ο Παρίσης και ο Τσαχουρίδης. Ήρθαν σε τέσσερα-πέντε παιχνίδια και ξαφνικά βρέθηκα στην ΑΕΚ! Δεν ξέρω πώς, μάλιστα ούτε ήξερα κανέναν εκεί ούτε είχα ξανάρθει στην Αθήνα.

Ο Βάιος Καραγιάννης με τη φανέλα της ΑΕΚ στην πάροδο των ετών / Photos by: INTIME.
Νόμιζα ότι με δούλευαν από τον ΑΟΚ, γιατί την προηγούμενη χρονιά, για να με δώσουν στη Λάρισα ή τον Άρη, ζήταγαν χρήματα λες και θα πούλαγαν κι εγώ δεν ξέρω ποιον. Έρχονται και μου λένε λοιπόν «αύριο θα πάμε Αθήνα να μιλήσουμε με την ΑΕΚ». Το πίστεψα – δεν το πίστεψα.
Δεν θυμάμαι πώς κοιμήθηκα εκείνο το βράδυ, δεν θυμάμαι και αν κοιμήθηκα. Ήμουν στο μαγαζί του μετέπειτα πεθερού μου, περίμενα εκεί και ήρθαν και με πήραν άνθρωποι της διοίκησης με ένα Mercedes, από εκείνα τα παλιά, τα τετράγωνα. Ο πατέρας μου ήταν συγκινημένος, σκεπτικός, με αγωνία, ενώ εγώ είχα τόσο άγχος όσο και ανυπομονησία για το τι θα αντικρίσω εκεί.
Πήγαμε στα γραφεία της Γ’ Σεπτεμβρίου, μπήκαμε μέσα στο γραφείο του Στράτου Γιδόπουλου, ψαρωμένος εγώ, ο Πρόεδρος με κοιτούσε, μου λέει με μάγκικο στιλ «θα μου παίξεις, ρε;», τι να απαντήσεις, δεν μίλαγα, λέω τελικά «ε, ναι».
Η πρώτη μου μέρα ήταν δύσκολη, όπως δύσκολη ήταν και όλη η διαδρομή για να φτάσουμε Αθήνα, είχαμε μπει στο τρένο για να κατέβουμε, ενώ δεν είχα και πού να μείνω το βράδυ, μου είχε βάλει ένα πεντοχίλιαρο στην τσέπη ο μπαμπάς μου.
Πάω λοιπόν πρώτη μέρα για προπόνηση, ανοίγω την πόρτα των αποδυτηρίων και μου ‘ρθε να φύγω τρέχοντας, βλέποντας μπροστά μου τους παίκτες που είχα ινδάλματα, Μανωλά, Μπατίστα, Οικονομόπουλο, Μήνου, Οκόνσκι, Σαβέφσκι, Κλόπα, Χατζή, Πεππέ. Ήταν δύσκολα εκείνη την ημέρα, με κοίταγαν από πάνω μέχρι κάτω, απ΄τα ρούχα μέχρι… Ένιωθα κι εγώ λίγο “χωριατάκι”…
Αλλά όλοι με καλοδέχτηκαν, όλοι. Μου φέρθηκαν πάρα πολύ καλά από την πρώτη στιγμή. Δεν είχε κάνει τότε μεταγραφές η ΑΕΚ και είχε φέρει εμένα, ένα παιδάκι μικρό κι αδύνατο, «τι να περιμένει κανείς;», έλεγα με το μυαλό το δικό μου.

Φεβρουάριος 1991: Ο Βάιος Καραγιάννης στην πρώτη του σεζόν στην ΑΕΚ, μαζί με τους Στέλιο Μανωλά και Παύλο Παπαϊωάννου στη Ρόδο για το ντέρμπι με τον Ολυμπιακό / Photo by: INTIME.
Πήγαμε προετοιμασία στη Γερμανία τότε. Ο Στέλιος μάλιστα, νομίζω, δεν είχε κατέβει ή έφυγε και ξαναήρθε, γιατί είχε μαλώσει με τον Γιδόπουλο. Στο πρώτο φιλικό που παίξαμε εκεί με μια μικρή ομάδα, πήγα πάρα πολύ καλά και ίσως εκεί να με πήρε με λίγο καλό μάτι και ο Μπάγεβιτς, τον οποίον έβλεπα σαν πατέρα μου.
Ο Μπάγεβιτς είχε μεγάλη αγάπη για την ομάδα, μπορεί να μη σε έβαζε να παίξεις κόντρα σε έναν μικρό αντίπαλο και να το έκανε ενάντια σε κάποιον δυσκολότερο, πχ τον Παναθηναϊκό. Θυμάμαι μάλιστα χαρακτηριστικά ένα παιχνίδι μέσα στο Ολυμπιακό στάδιο με τον Παναθηναϊκό, στο οποίο πρέπει να χάσαμε 3-0 ή και παραπάνω, νομίζω. Τερματοφύλακας ο Σπύρος Οικονομόπουλος, για κάποιον λόγο δεν έπαιξε ο Μάκης Χατζής και βάζει εμένα, λέγοντάς μου «μικρέ, θέλω Σαραβάκο, μόνο αυτόν και τίποτ’ άλλο».
Τελειώνει το παιχνίδι, χαμένοι εμείς, ο Μπάγεβιτς έρχεται, με κοιτάει στα μάτια, με χαϊδεύει στο κεφάλι, μου λέει «μπράβο, μικρέ» και φεύγει. Ένιωσα κάπως. Από τότε δεν με ξαναέβγαλε.
Ήταν αυστηρός, όταν έπρεπε. Είχε χιούμορ, όταν έπρεπε επίσης. Για να βγεις έξω, έπρεπε να πάρεις άδεια, αλλά και γενικά στην προπόνηση ήταν απόλυτος. Πριν ή μετά την προπόνηση ήταν διαφορετικός, παίζαμε ποδοτένις, ήταν όλα καλά, χαλαρά. Στην προπόνηση όμως ήθελε σεβασμό.
Ο Μανωλάς ήταν ηγέτης, μεγάλη προσωπικότητα, “σημαία” της ομάδας και απορώ γιατί δεν είναι κάπου στην ΑΕΚ.
Ο Οκόνσκι ήταν παιχτάρα, την μπάλα την είχε “κομπολόι”.
Ο Μπατίστα ωραίος, άρχοντας, είχαμε παίξει και ένα φιλικό μεταξύ μας, εγώ προπονητής στον Ατρόμητο Παλαμά και ο Ντανιέλ αντίστοιχα στη Νίκη Βόλου. Θυμάμαι, του έδινα βασιλικό πολτό, όπως και στον Σαββίδη, τον Τόνι, τον Μανωλά, τον Κλόπα.
Ο Σαβέφσκι έδεσε πολύ και με εμένα και τον Στέλιο, πηγαίναμε μαζί Χαλκίδα για ψάρι, να πιούμε ένα κρασί. Πιστεύω ότι ο Τόνι έχει προσφέρει τα περισσότερα από κάθε ξένο ποδοσφαιριστή που έχει περάσει από την ΑΕΚ, έκανε πολλά πράγματα μέσα σε ένα παιχνίδι, έτρεχε, έκοβε, μάρκαρε, έβγαζε ασίστ, έβαζε γκολ, για εμένα τα είχε όλα, συν ότι ήταν παιδί με φιλότιμο, πχ αν του έλεγα εγώ κάτι, γιατί κι εγώ ήμουν πειραχτήρι, κοκκίνιζε, παρότι ήμουν και μικρότερος.

Ιανουάριος 1994: Βάιος Καραγιάννης και Στέλιος Μανωλάς με τη φανέλα της ΑΕΚ / Photo by: INTIME.
Ο Κλόπας καλό παιδί, αλλά είχε πάρα πολλά προβλήματα με τα γόνατά του.
Ο Σαββίδης παιχτάρα και τρελός, έβγαζε κάτι λόγους, δεν έβγαζες άκρη, φαινόταν και από το παιχνίδι του, μπορούσε να πάρει τη μπάλα από δεξί μπακ και να καταλήξει αριστερό εξτρέμ, είχε την τρέλα.
Ωραίος και ο Καραγκιοζόπουλος, μεγάλη η προσφορά του Τάκαρου, τόσο γενικότερα όσο και ειδικότερα με το γκολ που πήραμε το Πρωτάθλημα, πριν πάω εγώ στην ΑΕΚ. Ο Τάκης με βοήθησε πάρα πολύ να προσαρμοστώ στην ομάδα μαζί με όλα τα παιδιά.
Αλεξανδρής, Σαμπανάτζοβιτς, Δημητριάδης παιχταράδες. Με τον Βασίλη στην ομάδα, παίζαμε παιχνίδι και έλεγες «να κρατήσουμε το μηδέν, ο Βασίλης θα βάλει ένα-δύο γκολ», τίποτα να μην έκανε μες στο παιχνίδι, να μην είχε προσφορά, ήταν μες στο γκολ, το ‘χε το γκολ εύκολα, ήταν από τα σέντερ φορ περιοχής, πάρα πολύ καλός, είχε βγει και πρώτος σκόρερ.
Ο Αλέκος μάλιστα με έχει παντρέψει και μου ‘χει βαφτίσει τα δύο παιδιά, έρχεται και η πρώην γυναίκα του πάνω στο χωριό.
Έχουν περάσει πολλοί απ΄το καφενείο που έχουμε, ο Ηλίας Ατματσίδης, ο Τόνι, ο Γιώργος Βαμβακάς, ο Ντέμης.
Ο Ντέμης με βοήθησε, όταν ήμουν προπονητής στην Αναγέννηση Καρδίτσας και είχαμε βγει Β’ Εθνική. Ήταν την περίοδο που είχε αναλάβει Πρόεδρος στην ΑΕΚ, είχα πάρει στην ομάδα μου και δανεικούς παίκτες από την ΑΕΚ με δική του βοήθεια.
Και αυτό που συζητάει όλη η Καρδίτσα είναι να έρθει κάποια στιγμή να τον ευχαριστήσουμε, γιατί νιώθουν υποχρεωμένοι στον ίδιο και την ΑΕΚ για τη χρονιά εκείνη. Μας παραχώρησε δικά του ξενοδοχεία στους Θρακομακεδόνες, πηγαίναμε για προπόνηση με το λεωφορείο που μας έδωσε, υπήρχε ασφάλεια με τον Ντέμη.
Απ’ τις αντίπαλες ομάδες, φοβερό ήταν το δίδυμο Βαζέχα-Σαραβάκου, αντίπαλοι τους οποίους εκτίμησα για όλα τους. Ο Δημήτρης ειδικά, τον οποίον γνώρισα καλύτερα και ως συμπαίκτη, ήταν ένα φοβερό παιδί, όπως και ο Βαζέχα. Και ο Ολυμπιακός είχε βέβαια Προτάσοφ κι άλλους καλούς παίκτες, αλλά αυτοί οι δύο ξεχώριζαν και αποτελούσαν το καλύτερο δίδυμο απ’ όλες τις άλλες ομάδες.

Μάρτιος 1991: Ο Βάιος Καραγιάννης με τη φανέλα της ΑΕΚ με αντίπαλο τον αρχηγό του Παναθηναϊκού, Δημήτρη Σαραβάκο -δεξιά διακρίνεται ο Χρήστος Βασιλόπουλος / Photo by: INTIME.
Θυμάμαι ένα σκηνικό με τον Τσιάρτα, ο οποίος κάποια στιγμή έφυγε για τη Σεβίλλη και μετά ξαναγύρισε. Εμείς διαλέγαμε αριθμούς για τις φανέλες κι εγώ είχα “συνεννοηθεί” με τον «Μήτσι», τον Νίκο Κορομηλά, και τον Γιάννη Παθιακάκη. Εν τω μεταξύ, εγώ πάντα “πείραζα” τον Βασίλη, και μες στο διπλό, πήγαινα πχ και του τράβαγα τη φανέλα εκτός φάσης, ε και ζοριζόταν.
Έρχεται λοιπόν ο Βασίλης, «Βασιλάκη, αγόρι μου, τι νούμερο θέλεις στη φανέλα;». Εκείνος απαντάει «τι ρωτάς;», με αυτό το στιλ που έχει, «το 10 θέλω». «Όχι, το 10 το πήρε ο Βάιος». «Ο Βάιος είναι αμυντικό στόπερ». «Όχι, είπε ότι το θέλει, τελευταία χρονιά είναι που θα παίξει και θα το δώσουμε σε αυτόν».
Προετοιμασία, τρώγαμε στο «Ουράνιο Τόξο», εγώ καθόμουν ακριβώς απέναντι από τον Τσιάρτα, εκείνος με κοίταγε, εγώ τον έβλεπα που με κοίταγε, αλλά δεν έλεγα τίποτα, έκανα πως έτρωγα κι εγώ. Πάει μετά στον Γιάννη Παθιακάκη και του λέει «τι πράγματα είναι αυτά;», με τον κόουτς να του απαντάει «αγόρι μου, τελευταία χρονιά, τι να κάνουμε τώρα, το ζήτησε το παιδί». Στο τέλος, λέω κάτσε να του πούμε ότι το “συνεννοηθήκαμε”, γιατί δεν θα μπορεί να πάρει τα πόδια του.
Θυμάμαι επίσης τη φάση με τον Ρομάριο το 1992, σε ματς με την Αϊντχόβεν. Στη φωτογραφία φαίνεται σαν να τον έχω ξεκεφαλιάσει. Αλλά, αν δει κανείς προσεκτικά το βίντεο, θα καταλάβει ότι δεν τον ακούμπησα, δεν τον βρήκα, αλήθεια λέω.
Πήγε η μπάλα στον Ατματσίδη και την έπιασε κανονικά. Η πάσα αυτή έγινε στην πλάτη τη δικιά μου και του Ρομάριο, εγώ τη μπάλα δεν την έφτανα με τίποτα με το κεφάλι και, όντως, ο μόνος τρόπος που μπορούσα να την ακουμπήσω ήταν αυτός. Αλλά δεν τον άγγιξα. Στο τέλος του παιχνιδιού μάλιστα κι ο ίδιος δεν μου είπε κάτι.
Εκείνη τη μέρα δεν έπαιζε ο Σαμπανάτζοβιτς, νομίζω, και έβαλε ο Μπάγεβιτς τον Μιχάλη Κασάπη στο κέντρο και αριστερό μπακ εμένα, τον Χρήστο Βασιλόπουλο στον Ρομάριο και τον Μανώλη Παπαδόπουλο στον Κιφτ. Ο Στέλιος ήταν λίμπερο και εγώ αριστερά πλάγια, ο Μιχάλης πιο μπροστά, στο κέντρο, να καλύψει το κενό του Σαμπανάτζοβιτς, με τον Σταματή, αν θυμάμαι καλά.

Νοέμβριος 1991: Ο Βάιος Καραγιάννης με τη φανέλα της ΑΕΚ στην αναμέτρηση με την Σπαρτάκ Μόσχας για το Κύπελλο UEFA / Photo by: INTIME.
Στην ΑΕΚ πήρα τρία συνεχόμενα Πρωταθλήματα, χαρά, ενθουσιασμός, αλλά δεν είναι μόνο οι τίτλοι, ζούσες κάθε ματς μέσα στη Φιλαδέλφεια. Μπορεί να ήσουν κουρασμένος, “νεκρός”, να μην ήσουν σε καλή μέρα, αλλά ήταν αδύνατο να μη δώσεις πάνω από το 100% σου. Και η βοήθεια του κόσμου ήταν σημαντική, το γήπεδο σε ανέβαζε. όταν έφυγα, υπήρχε το γήπεδο, τον επόμενο χρόνο γύρισα, είδα πώς ήταν και… τα είδα όλα.
Παρόλο που ήμουν αμυντικός παίκτης και ένα παιδί από το χωριό, ο κόσμος με είχε αγαπήσει πάρα πολύ, εκτίμησαν την προσπάθεια μου, αυτό που έδινα σε κάθε παιχνίδι, γιατί πάντα προσπαθούσα να τα δίνω όλα, να μην μπορώ να κοιμηθώ το βράδυ από την κούραση. Βέβαια, στα 12 χρόνια που ήμουν στην ομάδα, υπήρχαν και οι καλές και οι άσχημες μέρες.
Το 1994-1995 γίναμε η πρώτη ελληνική ομάδα που αγωνίστηκε στους ομίλους του Champions League. Ήταν τότε το ανώτερο που μπορούσες να φτάσεις ποδοσφαιρικά.
Στα προκριματικά με τη Ρέιντζερς δεν είχα παίξει, αλλά ήμουν εκεί, είχε βάλει και γκολάρες ο Μήτσος ο Σαραβάκος εντός έδρας.
Στους ομίλους δύσκολα παιχνίδια, Μίλαν, Άγιαξ, το ξέραμε, παιζόταν δηλαδή το ματς και κάποια στιγμή απλώς ένιωθες… τον δυνατό αντίπαλο, ειδικά με τον Άγιαξ. Ήταν πολύ καλές ομάδες, στα πάνω τους, δεν ήταν κάτι απλό, “άντε να τις παίξουμε και να τις περάσουμε”. Και ό,τι κάναμε ήταν κατόρθωμα, φυσικά με πάρα πολλή δουλειά στην προπόνηση.
Είχα παίξει σε όλα τα παιχνίδια, εκτός απ’ το ματς με τον Άγιαξ στην Ολλανδία λόγω καρτών. Σ’ αυτά τα παιχνίδια -αλλά και σε όλα, εδώ που τα λέμε- δεν κοιτάς να είσαι καλός, κοιτάς να κάνεις τη δουλειά σου και να κερδίσει η ομάδα, να μην φάμε γκολ, δεν σκέφτεσαι ποτέ τον εαυτό σου. Μπορείς μετά από μέρες να βάλεις το βίντεο και να κρίνεις, εγώ πχ έβαζα τα παιχνίδια και έβλεπα πού είχα λειτουργήσει σωστά και πού είχα κάνει λάθος.

Αύγουστος 1994: Βάιος Καραγιάννης και Δημήτρης Σαραβάκος στο βασικό στάδιο προετοιμασίας της ΑΕΚ / Photo by: INTIME.
Όταν έφυγε ο Μπάγεβιτς, στενοχωρήθηκα πάρα πολύ, δεν το ήθελα και δεν το περίμενα. Όσο και αν άκουγα ότι φεύγει, περίμενα ότι κάτι θα γίνει και θα μείνει τελικά. Στο πρώτο ματς που ήρθε στη Νέα Φιλαδέλφεια, ήμασταν φανατισμένοι να κερδίσουμε. Έβλεπες όλον αυτόν τον κόσμο που τον αποθέωνε να τον βρίζει. Θα πει κανείς «είχε άδικο ο κόσμος;», τι να πω δεν ξέρω… Εγώ είχα στεναχωρηθεί, δεν μπορώ να πω ακριβώς τι συναίσθημα είχα.
Ο Σάντος φοβερός προπονητής. Κάθισα μια χρονιά με τον κόουτς και την επόμενη σταμάτησα, το 2002, όταν ήρθε πίσω ο Μπάγεβιτς. Ήταν πάρα πολλές οι γνώσεις του για το ποδόσφαιρο. Είχε ό,τι χρειάζεται ένας προπονητής, τη σοβαρότητα και την αυστηρότητα του Μπάγεβιτς, την τεχνογνωσία πάνω στο άθλημα. Αυτά τα λέω, και ας μην έπαιζα εκείνη τη χρονιά, δεν έχει σημασία.
Τότε είχα μαλώσει με τον Ψωμιάδη, ο μόνος άνθρωπος με τον οποίον έχω μαλώσει στην πορεία μου. Μου έβαλε λεφτά στην Τράπεζα Εργασίας, για να μου τα βγάλει την ίδια μέρα! Αλλά πήγα και άλλαξα τα δύο τελευταία ψηφία, γιατί το ήξερα.
Πώς έγινε; Του είχα πει ότι θα έκανα προσφυγή, γιατί μου χρωστούσε χρήματα. Λέω και του Αντώνη Αντωνιάδη, ο οποίος ήταν τότε Πρόεδρος στον ΠΣΑΤ, «πάρ’ τον ένα τηλέφωνο, για να ξέρει τις προθέσεις μου».
Πάει λοιπόν, βάζει τα χρήματα και με παίρνουν τηλέφωνο από την τράπεζα ότι τα έβαλε. Η τράπεζα ήταν δίπλα, στη Γ’ Σεπτεμβρίου, οπότε πάω και ρωτάω «τι μπορώ να κάνω για να είναι διασφαλισμένα τα χρήματα μου;». Μου λένε «το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να σου αλλάξουμε τα δύο τελευταία ψηφία». Σημειωτέον ότι την ίδια στιγμή, την ίδια μέρα μπορούσε να στα βάλει και μετά να στα βγάλει τα χρήματα, ότι δήθεν έκανε λάθος, αλλά, με την αλλαγή που έκανα, δεν μπορούσε πλέον.

Ιούνιος 2002: Ο Βάιος Καραγιάννης μετά από δώδεκα χρόνια στην ΑΕΚ αποχαιρετά το «Νίκος Γκούμας» / Photo by: INTIME.
Πηγαίνω στην προπόνηση το απόγευμα στους Θρακομακεδόνες, με καλεί μες στο γραφείο, άρχισε να μου φωνάζει «για τι με πέρασες εμένα, πήγες και άλλαξες αριθμούς», του λέω «κι εσύ πού το ξέρεις, άρα κάτι ήθελες να κάνεις και δεν μπόρεσες» κι από τότε και μετά ήμασταν σκοτωμένοι.
Πήγα στον Σάντος και του είπα «δεν θα σας δημιουργήσω πρόβλημα, θα κάνουμε προπόνηση, θα τελειώσει η χρονιά, όποτε με χρειαστείτε, αν με χρειαστείτε, εγώ θα είμαι έτοιμος». Του τα ‘πα όλα, όλο το σκηνικό, μου φέρθηκε καλά, όπως φέρθηκα κι εγώ, και κάπου εκεί άλλαξαν όλα με τη θέση μου στην ΑΕΚ. Δεν ήξερε κανείς όμως ότι συνέβη κάτι τέτοιο.
Το καλοκαίρι της σεζόν που έχασε το Πρωτάθλημα η ΑΕΚ σε ισοβαθμία με τον Ολυμπιακό αλλά πήραμε το Κύπελλο, το 2002, έφυγα. Μου φαινόταν απίστευτο ότι ήταν το τέλος μου στην ΑΕΚ, τη Νέα Φιλαδέλφεια την ένιωθα σπίτι μου, τα πιο καλά μου χρόνια, 12 στον αριθμό, τα έχω περάσει εκεί, προπονήσεις, συγκινήσεις, στενοχώρια, κλάματα, χαρές, πανηγύρια, ξενύχτια, όλα εκεί.
Ξενύχτια… Την πρώτη χρονιά που πήγα στην ΑΕΚ, έμενα στον θείο μου στο Καλαμάκι, δεν είχα σπίτι. Κατέβαινα κάτω στην παραλιακή και, όποτε έρχονταν ο Γιώργος Φαμέλης, ο οποίος έμενε Κάτω Γλυφάδα, ή ο Οκόνσκι, με πέρνανε. Μια μέρα λοιπόν έρχεται ο «Όκο», σταματάει, μου λέει «έλα, μικρό, φύγαμε», μπαίνω μέσα, φόραγε λαμέ κοστούμι γυαλιστερό, λέω «τι γίνεται εδώ;», μου λέει «πάρε», κάπνιζε Marlboro σκληρό, λέω «όχι, δεν καπνίζω», κάπνιζα βέβαια πού και πού κάνα τσιγαράκι, αλλά πού να πάρω τσιγάρο; Ψαρωμένος.
Εν τω μεταξύ, μου μύριζε και ουίσκι. Φτάνουμε στην πρωινή προπόνηση, ξεντυνόμαστε, βγάζει τα γυαλιστερά ο «Όκο», κατεβάζει το βρακί, γεμάτο λουλούδια το βρακί! Πέρασαν από το πουκάμισο και έφτασαν πιο κάτω!
Ήταν η τελευταία του χρονιά στην ΑΕΚ, ούτως ή άλλως είχε μαλώσει με τον Μπάγεβιτς.

Αύγουστος 1994: Βάιος Καραγιάννης, Χρήστος Κωστής και Νίκος Κωστένογλου στο περιθώριο της ιστορικής αναμέτρησης Ρέιντζερς – ΑΕΚ / Photo by: INTIME.
Όλα ρόδινα στην ΑΕΚ δεν ήταν, αλλά και τη χαρά την ξεπερνούσες, γιατί ερχόταν το επόμενο ματς, και τη στενοχώρια την είχες σε ένα κακό ματς, επειδή δεν ήσουν εσύ καλός ή επειδή έχασε η ομάδα. Για παράδειγμα, έπαιζες με τον Άγιαξ στο Champions League, έπαιζες με έναν καλύτερο αντίπαλο, ε υπήρχε στενοχώρια που έχανες, όπως και όταν έχανες κάποιο ντέρμπι.
Σήμερα, μιλάω με τον Ηλία Ατματσίδη, τον Νίκο Κωστένογλου, τον Χάρη Κοπιτσή, ξέρω τι γίνεται, έχω κρατήσει καλές σχέσεις και με τον Στέλιο Μανωλά, είμαι καλά με όλα τα παιδιά εκείνης της παλιάς ΑΕΚ.
Στο νέο γήπεδο στη Νέα Φιλαδέλφεια μάλιστα υπάρχει και πλακάκι με το όνομά μου και τις συμμετοχές μου.
Από την ομάδα δεν έχω κανένα παράπονο, δεν έχω χάσει ούτε χρήματα και πέραν όλων των άλλων έγινα πιο σωστός άνθρωπος και στη διαχείριση, δεν έκανα σπατάλες, πέρα από κάτι γρήγορα αυτοκίνητα που έφτιαχνα κι έκανα κόντρες. Αν πετύχαινα κανέναν στο φανάρι πχ, έκανα. Κάγκουρας κανονικός, μετά άλλαξα.
Αλλά και από την οικογένειά μου δεν έχω κανένα παράπονο επίσης. Ο μπαμπάς μου όλα εκείνα τα χρόνια ερχόταν να με δει σε πάρα πολλά παιχνίδια, ερχόταν με το φορτηγάκι του που έκανε μεταφορές. Έρχονταν και η μητέρα μου και η αδερφή μου. Τη μάνα μου μάλιστα την είχα και στην Αθήνα στην αρχή, πριν αρραβωνιαστώ, καθόταν κάνα μήνα, έφευγε και ξαναερχόταν. Γενικότερα δηλαδή η οικογένειά μου ήταν δίπλα μου.

Νοέμβριος 1997: Ο Βάιος Καραγιάννης μαζί με την κόρη του, Ελεάνα – Γαβριέλα / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Εθνική Ελλάδος: Αφήσαμε τον γάμο, να πάμε για… σέντρες
Έναν χρόνο πριν το Μουντιάλ του 1994, έχω κλείσει τα του γάμου μου και με καλεί ο Αλκέτας Παναγούλιας στην Εθνική. Ήμασταν 30 άτομα στα 3-5 Πηγάδια και ο κόουτς θα επέλεγε τους 22.
Ήταν ακριβώς τις μέρες που είχα κανονίσει τον γάμο μου και αναρωτιόμουν απ’ τη μία τι να του πω του ανθρώπου, πώς να του ζητήσω άδεια, απ’ την άλλη αν έπρεπε ν’ αναβάλω τον γάμο, στον οποίον ήταν καλεσμένο όλο το χωριό.
-«Κύριε Αλκέτα, θέλω μια μέρα άδεια».
-«Τι τη θες; Πού θα πας»;
-«Παντρεύομαι»!
-«Τι; Κάτσε πέντε μέρες, να το ευχαριστηθείς». εκεί σκέφτομαι ότι, για να μου λέει έτσι, δεν με υπολογίζει.
-«Θέλω να πάρω και τον Αλέκο Αλεξανδρή μια μέρα, είναι κουμπάρος μου».
Γίνεται ο γάμος, πάμε ξενοδοχείο, την άλλη μέρα ξυπνάω τον Αλέκο, «έλα, πάμε 3-5 Πηγάδια», χάλι μαύρο εγώ. Πάμε εκεί, δεν ήταν κανένας, ρωτάω «τι έγινε;» και μου λένε «άλλος έφυγε, πήγε Θεσσαλονίκη, άλλος Αθήνα», κοιτάω, είχαμε μείνει εγώ, ο Αλέκος, ο Νιόπλιας, ο Αποστολάκης και πήγαμε στο γήπεδο και… κάναμε σέντρες. Δεν γίνονται αυτά. Κι από αυτό, για παράδειγμα, μπορεί να καταλάβει κανείς πολλά για την οργάνωση που υπήρχε τότε στην Εθνική στο Μουντιάλ.
Ο Στέλιος δηλαδή είχε δίκιο σε όλα αυτά που είπε μετά. Προπονήσεις μπορεί να μην κάναμε, παίρναμε όμως το αεροπλάνο και κάναμε τρίωρες πτήσεις για να μας παρουσιάζουν συνέχεια εδώ κι εκεί κοστουμαρισμένους με γραβάτες σαν τις αρκούδες. Πήγαμε σε πολλά τέτοια, ο Παναγούλιας μάλιστα έλεγε «άφησε τον γάμο ο Βάιος Καραγιάννης για να έρθει εδώ», το σχολίαζε στον κόσμο εκεί κι εγώ κατακοκκίνιζα!
Όσον αφορά στους αγώνες, με Αργεντινή δεν με έβαλε να παίξω, με Βουλγαρία και Νιγηρία ήμουν πάρα πολύ καλός και στα δύο ματς. Στο πρώτο είχα τον Κονσταντίνοφ, στο άλλο με έκανε αλλαγή, είχα κόντρα Αμοκάτσι και Γιεκινί, τον οποίον την επόμενη χρονιά τον πήρε ο Ολυμπιακός.

Ιούνιος 1994: Ο Βάιος Καραγιάννης με τη φανέλα της Εθνικής ομάδας στο Μουντιάλ των ΗΠΑ, κόντρα στον Εμάνουελ Αμουνίκε της Νιγηρίας και τον Εμίλ Κονσταντίνοφ της Βουλγαρίας / Photos by: INTIME.
Επιστροφή στα πάτρια εδάφη
Συνέχισα το ποδόσφαιρο σε ομάδες της ιδιαίτερης πατρίδας μου, αλλά ουσιαστικά η καριέρα μου έληξε το 2002, ποδοσφαιρικά τότε ήταν το τέλος, φυσικά ήμουν και 34 ετών.
Ήρθαν μετά κάποιες ομάδες, όπως η Καλαμάτα και ο Ιωνικός (Α’ Εθνική τότε), αλλά δεν ήθελα να μείνω, ήθελα να φύγω για την Καρδίτσα. Θα στενοχωριόμουν πιο πολύ, εάν έμενα σε κάποια άλλη ομάδα Α’ Εθνικής.
Σταμάτησα και την προπονητική, με την οποία ασχολήθηκα μετά το κλείσιμο της καριέρας μου ως ποδοσφαιριστής, και μαζί με ένα παιδί απ’ το χωριό μου ανοίξαμε μεσιτικό γραφείο και γίναμε συνέταιροι, ενώ έχω διατελέσει και Αντιδήμαρχος, κάτι που όμως δεν το άντεχα, δεν είναι για μένα, γιατί πρέπει να λες και ψέματα κι εγώ δεν μπορώ.
Το μεσιτικό αφορά στο εμπόριο αγροτικών προϊόντων, μπαμπάκι, σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι. Μαζεύουν πχ το μπαμπάκι, το φέρνουν σε μένα κι εγώ το δίνω στον Καραγιώργο που έχει τα εργοστάσια στην Ελλάδα.
Κυνηγάω κιόλας πουλιά, μπεκάτσες, λαγούς, γουρούνια, απ’ όλα, δεν χάνω μέρα! Και, όταν τελειώνει η εποχή, πάμε για τσίπουρα!
Με τη γυναίκα μου έχουμε δύο παιδιά, τον Χρήστο και την Ελεάνα-Γαβριέλα. Η κόρη μας είναι στην Καρδίτσα και ο γιος μας στην Αθήνα. Ο μικρός ξεκίνησε το ποδόσφαιρο στην Καρδίτσα, αλλά ήταν πάρα πολύ καλός στα μαθήματα, ήθελε να σπουδάσει και πέρασε στο Πανεπιστήμιο στο τμήμα της Πληροφορικής.
Και τα δύο είναι πολύ περήφανα για εμένα, είναι καλά παιδιά, καθόλου φαντασμένα, απλά, όπως εγώ, με αγαπούν πάρα πολύ, τα αγαπώ το ίδιο. Είμαστε πολύ δεμένοι μεταξύ μας και όλα αυτά τα χρόνια η οικογένειά μου με στήριξε και με στηρίζει στις δύσκολες στιγμές.
Οπότε το μόνο που ζητάω απ’ τη ζωή μου είναι να είμαστε καλά, να έχουμε υγεία… και να πηγαίνει η ομάδα μας καλά!

Photo by: Eurokinissi.
Ο Βάιος Καραγιάννης είναι παλαίμαχος διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ντανιέλ Μπατίστα: Κάποιος σαν εμένα
Τάκης Καραγκιοζόπουλος: Βρε παππού, όλους τους ξέρεις;