Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων το επόμενο πρωί έσταξαν μέλι, δεν δίστασαν, δεν έβαλαν φραγμούς στην αποθέωσή τους.
Αλλά ταυτόχρονα δεν υπερέβαλαν. «Τι τραμπούκος», έγραψε η «Marca». «Συγκλονιστικός», η «Mundo Deportivo». «Ένας δυναμίτης», η «AS».
Η «Roja» λίγες ώρες πριν είχε διαλύσει με 3-0 την Ιταλία και οι Ισπανοί γραφιάδες ακόμη πάσχιζαν να βρουν τις κατάλληλες λέξεις για να περιγράψουν όσα έκανε εκείνο το βράδυ ο Ίσκο. Ένα κομψοτέχνημα με απευθείας εκτέλεση φάουλ και ακόμα ένα δυνατό σουτ με το κακό -ο Θεός να το κάνει- αριστερό του πόδι έθεσαν από νωρίς τις βάσεις της σημαντικής νίκης.
Μα δεν ήταν τα γκολ του το θέμα. Ήταν η άνεσή του, το “ανήκειν” του σε ένα γήπεδο γεμάτο με μαέστρους του κέντρου, το γενναιόδωρο πασπάλισμα της μαγικής του αστερόσκονης σε κάθε ενέργειά του με τη μπάλα. Ντε Ρόσι και Βεράτι βαρέθηκαν να τον κυνηγούν. Κατέβαινε χαμηλά, υποδεχόταν το τόπι, τους ντρίμπλαρε για πλάκα κι έπειτα κινούσε γοητευτικά τα νήματα της επίθεσης. Τους πέρασε από δεξιά, από αριστερά, πάνω από το κεφάλι, κάτω από τα πόδια, υποχρεώνοντας κάθε σαγόνι στο Santiago Bernabéu να πέσει στο πάτωμα άναυδο.
«Το μόνο που σκέφτομαι είναι αυτή η ποδιά που έκανε στο κέντρο του γηπέδου. Όταν την είδα, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα παρά να τον χειροκροτήσω. Είναι αντίπαλός μας, αλλά κι εγώ είμαι εραστής των πανέμορφων πραγμάτων στο ποδόσφαιρο», δήλωσε ο προπονητής της Ιταλίας, Τζαν Πέρο Βεντούρα, μετά τη λήξη του ματς, ακόμη ζαλισμένος από τις περίτεχνες ενέργειές του.
Στα λόγια του αντήχησε ο αυθόρμητος θαυμασμός όλου του ποδοσφαιρικού πλανήτη, το ίδιο αβίαστο χειροκρότημα όχι απλώς για εκείνο το βράδυ αλλά για κάθε φορά, για κάθε βράδυ, που ο Ίσκο ήταν καλά και είχε τη μπάλα στα πόδια του.
Άλλωστε πάντα αυτό ήταν το μόνο που τον ένοιαζε. Από την αμφισβήτηση στη λάμψη κι από εκεί στην κορυφή, μέχρι να βυθιστεί στο σκοτάδι, να πέσει στον γκρεμό, να σκαρφαλώσει και να σώσει τον εαυτό του. Τίποτα δεν άλλαξε. Το βασικό του ένστικτο, η αρχέγονη επιθυμία του ήταν πάντα η ίδια. Το έχει πει ο Ίσκο:
«Το ποδόσφαιρό μου είναι δρομίσιο. Το μόνο που θέλω είναι να έχω τη μπάλα στα πόδια μου».

Ιούνιος 2018: Ο Ίσκο με τη φανέλα της Εθνικής Ισπανίας στο Μουντιάλ της Ρωσίας / Photo by: INTIME.
Στραβοπόδαρο χρυσό παιδί
Και πράγματι την είχε ανέκαθεν. Από όταν ο ίδιος θυμάται τον εαυτό του, από όταν οι γύρω του τον θυμούνται. Πάντα με μια μπάλα στα πόδια. Στα γραφικά σοκάκια της Μπεναλμάντενα, της μικρής παραλιακής πόλης όπου γεννήθηκε, στον δρόμο για το και από το σχολείο, στη θάλασσα, στο σπίτι, στο γήπεδο. «Πάντα ήταν ικανός να κάνει κάτι μαγικό. Όπου τον έβλεπες ήταν με μια μπάλα», δήλωσε κάποτε ένας από τους παιδικούς του φίλους. Τον έβλεπαν πολλοί τον πιτσιρίκο, αλλά λίγοι έβλεπαν όντως σε αυτόν μια πραγματική ποδοσφαιρική υπόσχεση.
Περισσότερο στέκονταν στα αλλόκοτα πόδια του. «Ήταν πάντα στραβά, περπατούσα και έτρεχα από μικρός με έναν περίεργο, αστείο τρόπο», έχει πει ο Ίσκο.
Ακόμα κι αν αυτός, σαν άλλος Γκαρίντσα, έβλεπε τα στραβά του ποδάρια να του επιτρέπουν να σπάει το κορμί του περίτεχνα και να ξεγελά όποιον στεκόταν μπροστά του στο γήπεδο, οι περισσότερες ομάδες που τον παρακολουθούσαν δίσταζαν, επηρεασμένες από την ιδιαιτερότητά του.
Ευτυχώς όχι όλες. Όχι η Βαλένθια, η οποία φρόντισε σύντομα να τον πάρει κάτω από τη φτερούγα της και να εκκολάψει το πασιφανές ταλέντο του. Και ο Ίσκο έδειξε ικανός να ανταποδώσει από την πρώτη του πραγματική ευκαιρία. Επτά χρόνια ίδρωνε, δούλευε, εξελισσόταν στην ακαδημία της, κάτι παραπάνω από 20 λεπτά χρειάστηκε για να λάμψει στο δικό του βάπτισμα του πυρός.
Ήταν το ντεμπούτο του, σκάρτα 18 ετών, σε ένα ξεχασμένο ματς των πρώτων γύρων του Copa del Rey. Σκόραρε δύο φορές, συνέστησε ηχηρά τον εαυτό του και φώναξε πως όσοι μιλούσαν αποθεωτικά για αυτό το παιδί που διέλυε τα πάντα στην ομάδα Νέων κάτι ήξεραν.

Ο Ίσκο με τη φανέλα της Βαλένθια τη σεζόν 2010-2011.
Όσοι εν τέλει πείστηκαν πάντως ήταν πολύ λιγότεροι. Και ο Ουνάι Έμερι δεν ανήκε σε αυτούς. Δεν του έδωσε ποτέ τις ευκαιρίες που περίμενε, δεν τον έκανε ποτέ μέλος του συνόλου του. «Προβλήματα συμπεριφοράς», έλεγαν. «Έχει πρόβλημα στον τρόπο που τρέχει», έλεγαν.
Σημασία όμως στο τέλος έπαιξε αυτό που έλεγε ο Αντόνιο Φερνάντεθ, ο Τεχνικός Διευθυντής της Μάλαγα: «Δεν με ενδιαφέρει το πώς περπατάει κάποιος στον δρόμο, πώς μοιάζει, όταν βγάζει βόλτα τον σκύλο του. Με ενδιαφέρει το πώς παίζει». Και ο Ισπανός ήξερε πως ο Ίσκο μπορούσε να παίξει υπέροχα, ήταν πεπεισμένος. Τόσο που το 2011 δαπάνησε 6 εκατ. ευρώ για να τον ντύσει στα γαλανόλευκα. Ποιον; Ένα παιδί 19 χρόνων, με ελάχιστες συμμετοχές σε υψηλό επίπεδο.
Αυτή ήταν η ευκαιρία του. Ο Ίσκο βρέθηκε στην ομάδα που υποστήριζε, μεγαλώνοντας, με την πλήρη εμπιστοσύνη της και έναν προπονητή που του ταίριαζε γάντι.
Δίχως τον παραμικρό δισταγμό, ο Μανουέλ Πελεγκρίνι τοποθέτησε τον μικρό στην καρδιά της επιθετικής λειτουργίας της ομάδας του, του έδωσε χώρο, ελευθερία, αέρα στα φτερά του. Κι εκείνος άμεσα τα άνοιξε θαρραλέα, πετώντας μαζί με τη Μάλαγα.
Πρώτα τη βοήθησε να προκριθεί στο Champions League κι έπειτα να φτάσει δευτερόλεπτα μακριά από έναν απροσδόκητο ημιτελικό. Με τις χορευτικές κινήσεις του, τις ντρίμπλες του, την οργάνωση και τη δημιουργία του. Και μια ντουζίνα πολύτιμα γκολ.
Golden Boy. Το περίφημο βραβείο του κορυφαίου νέου παίκτη στον κόσμο κατέληξε στα χέρια του Ίσκο εκείνη τη χρονιά, πολύ απλά γιατί εκεί ανήκε. Δεν υπήρχε κανένας καλύτερος στην ηλικία του, κανένας που να λάμπει πιο δυνατά. Κι αυτή η λάμψη δεν άργησε να γυαλίσει στα γερακίσια μάτια της «Βασίλισσας» του ισπανικού ποδοσφαίρου.

Αύγουστος 2012: Ο Ίσκο με τη φανέλα της Μάλαγα / Photos by: Eurokinissi (Action Images).
Εγκλωβισμένος στα αστέρια
«Η Ρεάλ είναι η Ρεάλ», είπε, εξηγώντας απλά, λιτά και απέριττα γιατί επέλεξε γοητευμένος τα λευκά της Μαδρίτης. Θα μπορούσε να έχει μετακομίσει στη Μάντσεστερ Σίτι μαζί με τον Πελεγκρίνι, αλλά, μόλις έμαθε για το ενδιαφέρον της «Βασίλισσας», μόλις έμαθε ότι ο Ζινεντίν Ζιντάν, ως σύμβουλος τότε των «Merengues», υπέδειξε τη μεταγραφή του, ξέχασε κάθε άλλο ενδεχόμενο. Ήθελε Ρεάλ, μόνο τη Ρεάλ, κι αυτή φρόντισε να χρυσώσει τη Μάλαγα με 35 εκατ. ευρώ για το χρυσό παιδί του ισπανικού ποδοσφαίρου.
Τα πρώτα σημάδια εμφανίστηκαν νωρίς μπροστά του, ακόμα κι αν τότε δεν μπορούσε να τα δει. Λίγο καιρό μετά την ονειρεμένη μετακίνησή του στο Bernabéu, οι «Blancos» έκαναν αυτό που για καιρό τούς χαρακτήριζε, προσγείωσαν ακόμα έναν «Galáctico», τινάζοντας την μπάνκα στον αέρα για χάρη του Γκάρεθ Μπέιλ. Ξαφνικά, όλα έγιναν πολύ πιο περίπλοκα από όσο φαίνονταν αρχικά.
Ο Ίσκο μπήκε αμέσως στα βαθιά κι έβαλε δύσκολα στον Κάρλο Αντσελότι, ο οποίος καλούταν να βρει έναν τρόπο να τον χρησιμοποιεί.
Δεν ήταν μέσος, δεν ήταν επιθετικός, δεν ήταν εξτρέμ. Ήταν αυτό που στα ισπανικά ονόμασαν «mediapunta», ο παίκτης δηλαδή που διαπρέπει ανάμεσα στις γραμμές, αυτός που παίρνει μια παλαιάς σχολής ελευθερία κινήσεων και την επιστρέφει κινώντας μαεστρικά τα νήματα της επίθεσης.
Μόνο που αυτή η ελευθερία δεν υπήρχε στη Ρεάλ. Το περίφημο «BBC», η τριάδα Κριστιάνο Ρονάλντο, Μπενζεμά και Μπέιλ, ήταν χαλυβδωμένη στην επίθεση, απαλλαγμένη από κάθε άλλη υποχρέωση πέρα από την παραγωγή γκολ, και εις το όνομα της ισορροπίας και της εύρυθμης λειτουργίας του συνόλου έπρεπε όσοι βρίσκονταν πίσω τους να θυσιάζονται για χάρη τους.
Από την πρώτη στιγμή ο Ίσκο δεν μπορούσε να χωρέσει στη Ρεάλ, μόνο να σφηνώσει. Το έκανε με επιτυχία, ακόμα κι αν μπροστά του στην ιεραρχία της ομάδας υπήρχαν παίκτες όπως ο Τσάμπι Αλόνσο, ο Μόντριτς, ο Ντι Μαρία, εκείνος άρπαζε τις στιγμές του.

Photo by: INTIME.
Έβαλε κι αυτός το λιθαράκι του στην επιστροφή στα Champions League, στο δέκατο της Λισαβόνας, και την κατάκτηση του Copa del Rey κι έκλεισε την παρθενική του σεζόν με -θεωρητικά- άπλετο έδαφος για να χτίσει εις τα επόμενα, εις τα σπουδαιότερα.
Και; Το καλοκαίρι η Ρεάλ το έκανε ξανά, έφερε και τον Κρόος και τον Χάμες Ροντρίγκες, αφήνοντας τον Ίσκο και την εξέλιξή του ουσιαστικά στο έλεός της. Πάλι τα ίδια προβλήματα, πάλι η ίδια μάχη για τον χώρο, μεταφορικά και κυριολεκτικά.
Ο Ίσκο ήθελε την ευθύνη, την εμπιστοσύνη, ήθελε τη μπάλα. Μα δεν γινόταν να την πάρει. Η Ρεάλ δεν θα στηριζόταν στους ώμους ενός 23χρονου μαέστρου, ακόμα κι αν επρόκειτο για τον πιο υποσχόμενο Ισπανό ποδοσφαιριστή της γενιάς του.
Δεν θα έχτιζε γύρω του το οικοσύστημα που θα τον βοηθούσε να αποδώσει, να ξεδιπλώσει τις υποσχέσεις του. Ίσως γιατί στο τέλος της ημέρας δεν ενδιαφερόταν τόσο για αυτές. Κι έτσι ο Ίσκο βρέθηκε εγκλωβισμένος στα αστέρια, εγκλωβισμένος ανάμεσα στα αστέρια, σε ένα λαμπερό κλουβί από το οποίο δραπέτευε μια στο τόσο. Αναγκασμένος να υπομένει τον δευτερεύοντα ρόλο του, αναγκασμένος να μην παίζει ποτέ στην πραγματική του θέση, να αρκείται σε εφήμερες στιγμές κλάσης, ανάδειξης της ασύλληπτης ποιότητάς του. Στιγμές που, αναπόφευκτα, γρήγορα θάβονταν κάτω από τη λάμψη των γύρω του.
«Ο Ίσκο δεν δίνει ασίστ, δεν είναι καλός στον αέρα, δεν κερδίζει μπάλες στο κέντρο. Απλώς κάνει μια ντρίμπλα και περιμένει το χειροκρότημα», είπε για αυτόν ο θρυλικός παλαίμαχος της Ρεάλ, Ιβάν Ελγκέρα, εκφράζοντας όλη την ανικανοποίηση που μεγάλωνε γύρω από το όνομά του, όσο ο χρόνος συμμετοχής του και η σημασία του μειώνονταν επικίνδυνα.
Στο Bernabéu κανείς δεν ενδιαφερόταν για τις συνθήκες, τον χώρο που δεν υπήρχε, την πίστη. Υπήρχε έμμονη δίψα να τον δουν να κάνει πράγματα. Τα ίδια πράγματα που ο -ίσως- τελευταίος του πιστός ήξερε πως μπορεί να κάνει.

Νοέμβριος 2014: Ο Ίσκο με τη φανέλα της Ρεάλ Μαδρίτης / Photos by: ΙΝΤΙΜΕ.
Σπάζοντας τα δεσμά
Αυτός ο τελευταίος του πιστός βέβαια τύχαινε να είναι κάτι παραπάνω από ξεχωριστός. «Μπορεί να κάνει πράγματα που ελάχιστοι άλλοι μπορούν. Έχω ιδιαίτερη αδυναμία στον παίκτη που λέγεται Ίσκο», δήλωσε ο Ζινεντίν Ζιντάν, λίγο αφού ανέλαβε τη Ρεάλ ως προπονητής για πρώτη φορά. Και ήταν αυτά τα λόγια που σήμαναν την ανάδυσή του στην επιφάνεια, την εκκωφαντική απάντησή του σε όσους βιάστηκαν να τον ξεγράψουν. Αυτά τα λόγια και μια συγκυρία. Οι διαδοχικοί τραυματισμοί του Μπέιλ εκείνη τη σεζόν. Ξαφνικά ο Ίσκο δεν έπρεπε πια να σφηνώνει αλλά απλώς να αφομοιωθεί, να γίνει μέρος της ομάδας του.
Ο Ζιντάν αναδιαμόρφωσε γρήγορα τα κομμάτια του. 4-4-2. Ρόμβος, με τον Κριστιάνο και τον Μπενζεμά μπροστά και τον Ίσκο λίγο πίσω τους, στην κορυφή του. Αυτό ήταν. Κλικ. Όλα έδειχναν -επιτέλους- να βγάζουν νόημα.
Ο Ίσκο είχε τη μπάλα στα πόδια του. Και ό,τι ακολούθησε ήταν στην πραγματικότητα μια φυσική συνέχεια αυτού. Κάθε δαντελένια ντρίμπλα, κάθε αόρατη κάθετη που μόνο εκείνος μπορούσε να δει, κάθε τέλεια υπολογισμένο φάλτσο στα σουτ του, κάθε στιγμή μαγείας που η καλπάζουσα φαντάσια του είχε το θάρρος να επινοήσει και τα στραβά μα θαυματουργά του πόδια την ικανότητα να υλοποιήσουν.
Απαλλαγμένος από τα δεσμά του, είχε επιτέλους όσα ήθελε και χρειαζόταν και έκανε κάτι παραπάνω από το να ανταποδώσει. Εκείνη η σεζόν του, το 2016-2017, γράφτηκε για πάντα στα βιβλία της μυθολογίας της «Βασίλισσας». Πίσω από τα γκολ του Κριστιάνο και του Μπενζεμά, πίσω από την κατάκτηση του Champions League και της La Liga εκείνη τη χρονιά, ήταν αυτός. Να ορίζει τα πράγματα με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο, να χαρίζει μια διαφορετική διάσταση στο παιχνίδι της Ρεάλ.
Και μαζί θέαμα. Σε κάθε μεγάλο βράδυ, στα ημιτελικά των αστεριών απέναντι στην Ατλέτικο, στον Τελικό του Κάρντιφ απέναντι στη Γιουβέντους. Κομβικός, κάτι παραπάνω από σημαντικός σε κάθε τίτλο μιας ιστορικής σεζόν. Μα πάνω από όλα πανέμορφος με τη μπάλα στα πόδια. Όπως ήταν, κάθε φορά που την είχε. Μόνο που αυτή ήταν η πρώτη φορά που η Ρεάλ -έστω και σχεδόν υποχρεωτικά- αποφάσισε να του τη δώσει.

Μάιος 2017: Ίσκο εναντίον Στέφαν Σάβιτς στον επαναληπτικό ημιτελικό του Champions League ανάμεσα στην Ατλέτικο και τη Ρεάλ Μαδρίτης / Photo by: Eurokinissi.
Στον βυθό
Και μαζί η τελευταία. 700 εκατ. ευρώ. Αυτή τη ρήτρα τού τοποθέτησε η Ρεάλ, δένοντάς τον στη Μαδρίτη μετά από εκείνη τη μυθική σεζόν. Κι όμως τίποτα δεν θα ήταν ίδιο ξανά. Αργά και βασανιστικά, ο Ίσκο άρχισε να βυθίζεται, να μην παίζει το ίδιο καλά, να μην παίζει καν, να χάνει τον εαυτό και το μυαλό του. Λοπετέγκι, Σολάρι, ούτε καν ο Ζιντάν, ούτε ο Αντσελότι. Άλλοι τού έδωσαν ευκαιρίες, άλλοι τον αγνόησαν παντελώς. Κανείς δεν μπόρεσε να βγάλει ξανά τον καλύτερο εαυτό του Ισπανού.
Το ποδόσφαιρο άρχισε να αλλάζει ακόμα πιο δραματικά, ο Ίσκο δεν έδειχνε να ταιριάζει σε αυτούς τους ρυθμούς έντασης, σε μια Ρεάλ που στηριζόταν πια περισσότερο σε όσα έκανε χωρίς τη μπάλα, σε μια ομάδα στην οποία η θέση του δεν υπήρχε πια, όπως στην αρχή. Δεν υπήρχε “10”. Γλιστρούσε, γινόταν όλο και λιγότερο σημαντικός, μέχρι να γίνει αόρατος, να μην υπάρχει καν στον χάρτη της «Βασίλισσας».
Το πλήρωμα του χρόνου ήρθε το 2022. Θα έπρεπε, το έχει ομολογήσει και ο ίδιος, να έχει έρθει νωρίτερα. Όπως έχει ομολογήσει πως κάπου σε αυτή την κινούμενη άμμο έφταιγε κι αυτός, κάπου εγκλωβίστηκε, κάπου έχασε την πνευματική του δύναμη, τη διάθεση να παλέψει. Κι αν έμεινε κάποιο ίχνος της ανέγγιχτο, αυτό κάηκε ολοσχερώς λίγο μόλις καιρό μετά.
«Θέλω απλώς να απολαύσω ξανά το ποδόσφαιρο», δήλωσε, με το που υπέγραψε ως ελεύθερος στη Σεβίλλη. Μα αυτή την υπογραφή την επιθυμούσε μόνο ο ίδιος και ο Ζουλιέν Λοπετέγκι, ο οποίος πίεσε μέχρι τέλους για εκείνον. Κανένας άλλος μέσα στον σύλλογο. Κι έτσι, όταν σύντομα ο τελευταίος έγινε παρελθόν, τα πάντα άλλαξαν. Η Σεβίλλη τον έσπρωξε στην έξοδο, ακριβώς όπως τον έσπρωξε και ο περίφημος Μόντσι. Κυριολεκτικά. Λίγο πριν τον πιάσει από τον λαιμό και τον κολλήσει στον τοίχο.

Ο Ίσκο με τη φανέλα της Σεβίλλης στο πρώτο μισό της σεζόν 2022-2023.
«Του είπα ότι είναι ο μεγαλύτερος ψεύτης που έχω γνωρίσει, γιατί δεν μου έλεγε την αλήθεια, απλώς ήθελε να φύγω από την ομάδα. Κι αυτός με έπιασε από τον λαιμό και με άφησε, μόνο όταν μας χώρισαν», θυμάται ο Ίσκο. Αυτό ήταν, κάθε κόκκινη γραμμή είχε ξεπεραστεί ήδη. Μια σχέση που άρχισε γεμάτη ελπίδα για το απόλυτο ελάχιστο, την «απόλαυση του ποδοσφαίρου», κατέληξε σε κάτι εντελώς διαφορετικό, το οποίο δεν είχε λύση, μόνο διαφυγή.
Ο Ίσκο παράτησε το συμβόλαιό του και έφυγε νύχτα από την Ανδαλουσία. Μια νύχτα του Δεκέμβρη. Με στόχο να βρει την επόμενη ομάδα του, ένα καταφύγιο, στη χειμερινή μεταγραφική περίοδο. Περίμενε υπομονετικά, το τηλέφωνο άργησε να χτυπήσει. Τέλη Γενάρη έφτασε να το κάνει, λίγο πριν το κλείσιμο του παραθύρου. Είδε ένα, δυο πράγματα στο διαδίκτυο, διάβασε διαγώνια το συμβόλαιο και μάζεψε βιαστικά τις αποσκευές του για Βερολίνο.
Η Ουνιόν έδειχνε ιδανική για την περίσταση. Φιλόδοξη, ανερχόμενη, ταιριαστή στα ποδοσφαιρικά και μη “θέλω” του. Μόνο που αυτά τα “θέλω” εν τέλει δεν ισχύαν. Ο Ίσκο έφτασε στη Γερμανία μόνο και μόνο για να δει πως τελικά δεν μπορούσε να δηλωθεί στην ευρωπαϊκή λίστα της ομάδας, πως οι όροι του συμβολαίου του είχαν μετατραπεί χωρίς την παραμικρή ενημέρωση. Σε 12 τρελές ώρες τα πάντα άλλαξαν και άλλαξαν ξανά. «Δεν με σεβάστηκαν», είπε εκείνος. «Έχουμε κάποια όρια ως σύλλογος», η Ουνιόν.
Ό,τι κι αν έγινε, μικρή σημασία είχε. Πολύ, πολύ μικρότερη από το ότι ο Ίσκο είχε μείνει πια χωρίς ομάδα. «Δεν θέλω να κατηγορώ μόνο τους άλλους. Φταίω κι εγώ για πολλά πράγματα. Παρασύρθηκα σε αρκετές περιστάσεις, σταμάτησα να δίνω τον καλύτερό μου εαυτό, γιατί είχα απογοητευτεί», θα ομολογούσε αργότερα. Όταν ήδη βρισκόταν στον βυθό του, προς τον οποίον για χρόνια κυλούσε.
Σχεδόν παλαίμαχος. 31 ετών, δίχως να έχει παίξει ούτε ένα παιχνίδι για μήνες, δίχως να έχει καν προπονηθεί με κάποια ομάδα. Πολύ νέος για να αποσυρθεί, πολύ ασταθής, απρόβλεπτος για να κερδίσει την όποια εμπιστοσύνη.

Photo by: Isco Alarcon Suarez (IG).
Η μπάλα στα πόδια
Μα ταυτόχρονα πολύ-πολύ ξεχωριστός για να μην αξίζει το ρίσκο. Βυθίστηκε, αλλά δούλεψε. Πιο σκληρά από ποτέ. Κι έπειτα περίμενε τη στιγμή. Περίμενε εκείνη τη μία πάσα που θα έδινε ξανά τη μπάλα στα πόδια του. Είχε χάσει τα πάντα. Κάθε λαμπερή στιγμή του, κάθε περίτεχνη ενέργεια είχε θαφτεί σαν απολίθωμα κάτω από το χώμα της κατιούσας πορείας του. Μαζί με μπόλικες υποσχέσεις για όλα όσα μπορούσε να πετύχει και δεν πέτυχε.
Και εκεί, έχοντας χάσει τα πάντα, ήθελε ό,τι ήθελε πάντα. Μόνο ένα πράγμα. Η αρχέγονη επιθυμία του ξύπνησε ξανά, τον καλούσε επίμονα να πάρει και πάλι τη μπάλα στα πόδια του, να ζωγραφίσει με το δρομίσιο ποδόσφαιρό του. Χρειαζόταν απλώς μια ευκαιρία. Μια μάλλον τελευταία ευκαιρία.
Και του την έδωσε -ποιος άλλος;- αυτός που του έδωσε και την πρώτη του ευκαιρία. Ο Μανουέλ Πελεγκρίνι σήκωσε το τηλέφωνο και του ζήτησε να τον ακολουθήσει στη Μπέτις. Ο Ίσκο δεν είχε να ακούσει τίποτα άλλο. Ένα μαγικό συναπάντημα, οι τέλειες συνθήκες. Επιτέλους μια ομάδα που εναρμονιζόταν με το παιχνίδι του, με τις φιλοδοξίες και τη διάθεσή του για έλεγχο και δημιουργία. Επιτέλους μια ομάδα στην οποία μπορούσε να βρει τον χώρο -κυριολεκτικά και μεταφορικά- για τον οποίον ανέκαθεν διψούσε.
Ίσως τελικά ο Ίσκο να μην ήταν ποτέ σχεδιασμένος για να είναι απλώς ένα κομμάτι του παζλ. Αλλά το ίδιο το παζλ. Και τώρα, αφήνοντας κάθε εμπόδιο πίσω του, ήταν. Ήταν η καρδιά της πανέμορφης Μπέτις. Ξαφνικά, με πλήρη φυσικότητα, τα πάντα έβγαζαν νόημα ξανά. Όπως ακριβώς και στα λίγα μα απολαυστικά ασύλληπτα διαστήματά του στη Ρεάλ, όπως ακριβώς και δέκα χρόνια πριν στη Μάλαγα.
Ίσως έπρεπε να τα περάσει όλα αυτά για να γίνει ξανά το Χρυσό Παιδί. Σίγουρα ένιωθε σαν παιδί. Τόσο χαρούμενος, ανέμελος και ελεύθερος. «Στην Μπέτις είμαι σαν ένα μικρό παιδί στη Disneyland», έχει δηλώσει. Με ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά.
Ο Ίσκο είχε και πάλι αυτό που πάντα ήθελε, τη μπάλα στα πόδια του. Και μαζί του χαμογέλασε και το ίδιο το ποδόσφαιρο. Γιατί τα στραβά μα γεμάτα μαγεία πόδια του το ευλογούσαν ξανά.

Photo by: Real Betis Balompie (IG).
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ντάνι Καρβαχάλ: Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο
Σέρχιο Ράμος: Naranjas Amargas
Τσάμπι Αλόνσο, η επιτομή του cool / Τσάμπι Αλόνσο – Λεβερκούζεν: Xabi, vidi, vici