Γουρλωμένα εφηβικά μάτια να τα κοιτούν αποσβολωμένα.
Στέκονταν εκεί, πάνω στο ράφι, πεντακάθαρα και λαμπερά. Δεν είχε δει ξανά τέτοιο ζευγάρι ποδοσφαιρικά παπούτσια. Τόσο όμορφα, τόσο εντυπωσιακά. Ήταν τα ασημένια Total 90 της Nike, τα οποία χτύπησαν αυτόν τον πιτσιρικά σαν κεραυνοβόλος έρωτας.
Εκείνος, κοιτώντας προς τα κάτω, στα πόδια του, είχε συνηθίσει να βλέπει κάτι τρυπημένες πενταβρόμικες απομιμήσεις, με τον πάτο τους λιωμένο, να ξεκολλάει από το υπόλοιπο παπούτσι, αψηφώντας την κολλητική ταινία που προσπαθούσε να το κρατήσει δεμένο.
Δεν ήταν φτωχός, δεν μεγάλωσε σε φαβέλα. Μα δεν ήταν και ποτέ άνετος. Οι γονείς του, δάσκαλοι και οι δυο, δούλευαν σαν σκυλιά και μπορούσαν να του προσφέρουν τα απολύτως απαραίτητα με επάρκεια. Όσα χρειαζόταν ένα παιδί και μπόλικη αγάπη. Σίγουρα πάντως δεν μπορούσαν να του προσφέρουν ένα τέτοιο ζευγάρι παπούτσια, ήταν πανάκριβο, είδος πολυτελείας για τα δεδομένα τους.
Εκείνη τη στιγμή βέβαια ο μικρός δεν το σκέφτηκε αυτό, σκεφτόταν μόνο τα διαλυμένα του ποδοσφαιρικά που ξεχώριζαν σαν τη μύγα μες στο γάλα ανάμεσα σε αυτά των υπόλοιπων παιδιών της ακαδημίας της Σάο Πάολο. Κατά κανόνα, γωνιά υψηλής κλάσης στη Βραζιλία, καμία σχέση με τις φτωχογειτονιές των παραπηγμάτων του Ρίο Ντε Τζανέιρο. Κι έτσι όλα σχεδόν τα ανερχόμενα αστέρια της ομάδας μπορούσαν να εμφανίζονται στο γήπεδο με τα πιο καινούργια, τα πιο ακριβά εξάταπα.
Όχι εκείνος βέβαια. Βρέθηκε μπροστά τους λοιπόν ένα Σαββατοκύριακο που θα κοιμόταν στο σπίτι ενός συμπαίκτη του. Θα πήγαινε για ψώνια με τους δικούς του κι αυτός ακολούθησε φυσικά. Τα κοίταζαν κι οι δυο τους μαγεμένοι, μα μόνο ένας θα τα αγόραζε.
Ήταν τα παπούτσια του Ροναλντίνιο και του Ντενίλσον, ήταν πανέμορφα κι εκείνη τη στιγμή τα ήθελε όσο τίποτα.
Η εφηβική πονηριά του, καύσιμο στο σκανταλιάρικο πλάνο. «Μπορώ να πάρω ένα τηλέφωνο τη μαμά μου;», ρώτησε τη μητέρα του φίλου του. Μπαρούφες. Έπιασε το κινητό της, απομακρύνθηκε λίγο και προσποιήθηκε πως μιλά μαζί της. «Τέλεια, η μαμά μου είπε πως μπορώ να τα πάρω κι εγώ και θα σας δώσει τα χρήματα εκείνη».
Τα κατάφερε ο παμπόνηρος, αλλά σύντομα θα το μετάνιωνε, η μητέρα του χρειάστηκε να λιώσει στις υπερωρίες για να τα ξεχρεώσει. «Δεν ξέρω αν η μαμά μου ήταν περισσότερο απογοητευμένη από το ψέμα μου ή επειδή λύγισα μπροστά σε κάτι τέτοιο. Γιατί ήξερα ότι η οικογένειά μου δεν μπορούσε να πληρώσει αυτά τα παπούτσια και ήξερα ότι αυτά τα ποδοσφαιρικά δεν θα με έκαναν καν καλύτερο ή χειρότερο από ό,τι ήμουν. Απλώς έκανα αυτό που επιβάλλει σε όλους μας η κοινωνία: “Να είσαι ίδιος με όλους, μην είσαι ο εαυτός σου”».
Το έμαθε σκληρά, πληγώνοντας τους δικούς του, μα από τότε ο Νταβίντ Λουίζ ορκίστηκε μέσα του πως θα μείνει για πάντα ο εαυτός του. Στο γήπεδο και έξω από αυτό. Άλλοτε κεντρικός αμυντικός, άλλοτε κάτι πιο ξεχωριστό από αυτό. Άλλοτε παικταράς, άλλοτε βασιλιάς της γκάφας. Άλλοτε λατρεμένος κι άλλοτε μισητός. Μα στην ουσία πάντα ίδιος, πάντα ο εαυτός του.

Μάιος 2015: Ο Νταβίντ Λουίζ Κυπελλούχος Γαλλίας με τη φανέλα της Παρί Σεν Ζερμέν / Photo by: INTIME.
«Τράβα πίσω στην Κοπακαμπάνα»
Οι περιπέτειες σαν αυτή την πρώτη, των Total 90, δεν έλειψαν ποτέ από την ποδοσφαιρική ζωή του Νταβίντ Λουίζ. Το άγχος, η αγωνία ήταν εκεί πάντα. Ποτέ πιο έντονα και δυνατά από το βράδυ που η μετακίνησή του στη Γη της Επαγγελίας, την Ευρώπη, ήταν έτοιμη να ναυαγήσει, να μείνει στην ιστορία ως ένα αινιγματικό “αν”. Ή μάλλον ένα οριστικό “αν”, γιατί αυτή ήταν η δεύτερή του ευκαιρία και αν χανόταν, θα χανόταν μαζί και το όνειρό του.
«Έχεις ήδη πωληθεί, μάζεψε τα πράγματά σου», του είπε λίγα χρόνια πριν ο ατζέντης του, όσο οι απεσταλμένοι της Άντερλεχτ προσγειώνονταν στη Βραζιλία για να τελειώσουν τη μεταγραφή του από τη Βιτόρια της τρίτης κατηγορίας. Μα το σεμινάριο αυτοκαταστροφής του στη συντριβή της ομάδας του με 6-0 ήταν αρκετό για να δεις τους Βέλγους να γυρίζουν την πλάτη τους και να αποχωρούν, πριν καν τελειώσει το παιχνίδι.
Ήταν ανάγκη λοιπόν, επιτακτική ανάγκη, να φτάσει με κάποιον τρόπο στην Πορτογαλία, τώρα που η Μπενφίκα ήθελε να του δώσει την ευκαιρία. «Νταβίντ, έχεις το διαβατήριό σου μαζί σου;», ο ατζέντης τον πήρε ξαφνικά τηλέφωνο. «Ναι…», είπε, «… είναι στα γραφεία της ομάδας». Ακόμα ένα ψέμα. Δεν είχε ιδέα πού ήταν. Και το ίδιο βράδυ έπρεπε να πετάξει από την Μπαΐα για το Σάο Πάολο και από εκεί να φύγει καρφί για Λισαβόνα. Θα υπέγραφε την επόμενη ημέρα.
Αλλά το διαβατήριο πουθενά… Η πρώτη πτήση χάθηκε, ο ατζέντης του τρελάθηκε, ήταν έξαλλος, αλλά έπρεπε να βρει τη λύση. Έβαλε λυτούς και δεμένους να ψάχνουν τον τρόπο και εν τέλει οργάνωσε μια τρελή αποστολή.
Ο Λουίζ μπήκε στο ιδιωτικό τζετ μια τραγουδίστριας, φίλης του ατζέντη του, και ταυτόχρονα ένας μοτοσυκλετιστής κούριερ γκάζωσε δίχως αύριο για να πάρει το διαβατήριό του από το σπίτι των γονιών του στην Ντιαντέμα, λίγο έξω από το Σάο Πάολο.
Όλοι τους συναντήθηκαν στο αεροδρόμιο και την τελευταία στιγμή -με κάποιον τρόπο- όλα έδειχναν να δουλεύουν ρολόι. «Όλα τέλεια…», είπε η υπάλληλος της αεροπορικής εταιρείας στο γκισέ, «…μόνο που το αεροπλάνο σας είναι αυτό εκεί», συνέχισε, δείχνοντας το τεράστιο αεροσκάφος που απογειωνόταν πίσω τους.
Ακόμα κι έτσι, η λύση βρέθηκε, η Μπενφίκα έκανε λίγη υπομονή ακόμα και τον περίμενε την επόμενη ημέρα. Ο Νταβίντ θα έπρεπε να νιώσει την ανακούφιση του κόσμου όλου, όμως το ήξερε -μόνο ο ίδιος- πως οι περιπέτειες δεν είχαν τελειώσει. Το ένιωθε στο κορμί του και για την ακρίβεια στον προσαγωγό του.

Ο Νταβίντ Λουίζ σε παιδική ηλικία και σε εφηβική με τη φανέλα της Βιτόρια.
«Μπορείς να παίξεις το Σαββατοκύριακο;», τον ρώτησε ο Λουίς Φελίπε Βιέιρα, ο Πρόεδρός της, από το τηλέφωνο. «Ναι, εννοείται», απάντησε. Το είχε καταλάβει πως τα ψέματα δεν έβγαζαν κάπου, μα, αν παραδεχόταν πως ήταν τραυματίας, πιθανότατα αυτή η μεταγραφή δεν θα ολοκληρωνόταν ποτέ, το χειμερινό μεταγραφικό παράθυρο στην Πορτογαλία έκλεινε σε λίγες ώρες.
Έφτασε στη Λισαβόνα και, ελέω βιασύνης, πρώτα υπέγραψε κι έπειτα πήγε για τα ιατρικά του. Στους γιατρούς δεν μπορούσε να πει ψέματα. «Έχεις ήδη υπογράψει, αλλά κανονικά δεν πρέπει να πας ούτε για προπόνηση. Θα έρχεσαι τρεις ώρες νωρίτερα για θεραπεία και θα μένεις και τρεις ώρες μετά. Α, και κανείς δεν πρέπει να μάθει τίποτα», του είπαν.
Ήταν 20 ετών, βρέθηκε σε μια ομάδα με παίκτες-μορφές, όπως ο Ρουί Κόστα, ο Λουιζάο και ο Νούνο Γκόμεζ, και έπρεπε να παίξει με ένα πόδι. «Αλήθεια, εσένα βρήκαμε να πάρουμε από τη Βραζιλία; Τράβα πίσω στην Κοπακαμπάνα καλύτερα, είσαι άσχετος», του φώναζε έξαλλος ο Φερνάντο Σάντος στις προπονήσεις. Ήταν κακός, απλώς κακός -χωρίς προσαγωγό έπαιζε- στην αρχή. Μα οι εξάωρες θεραπείες σύντομα θα έπιαναν τόπο και ο Φερναντάο, δίχως ακόμη να έχει πειστεί στο ελάχιστο, θα αναγκαζόταν να του δώσει το βάπτισμα του πυρός.
33ο λεπτό, Παρί Σεν Ζερμέν-Μπενφίκα 1-2 για το UEFA Cup. Ο Λουιζάο τραυματίζεται, ο Σάντος δεν έχει άλλους κεντρικούς αμυντικούς στον πάγκο, δεν έχει άλλη επιλογή παρά να δώσει στον Λουίζ το ντεμπούτο. Στο 35′ χάνει τον Παουλέτα στην καρδιά της περιοχής, στο 39′ σωριάζεται μετά την κοφτή ντρίμπλα του Φράου. Στο ημίχρονο, με την Παρί πια να προηγείται μετά τις δύο φάσεις δικής του ευθύνης, ο Φερνάντο, πιο μαλακωμένος και συγκαταβατικός από ποτέ, καθώς δεν του πήγαινε η καρδιά να του φωνάξει τώρα, τον ρωτά «Αλήθεια πες μου. Θες να σε βγάλω;».
«Ήμουν ήδη νεκρός, τι είχα να χάσω; Του απάντησα πως θα βγω και θα παίξω». Και βγήκε και έπαιξε. Όχι σαν το φοβισμένο κουτάβι που ήταν πριν μερικά λεπτά αλλά σύμφωνα με τον πανύψηλο πήχη που το ταλέντο του είχε θέσει για τον εαυτό του. Λες και σε αυτό το ημίχρονο, μέσα σε εκείνα τα αποδυτήρια στο Παρίσι, μεγάλωσε απότομα.
Η Μπενφίκα ηττήθηκε, αλλά κέρδισε τον Νταβίντ Λουίζ, ο οποίος βούτηξε στη μέση του ωκεανού και βρήκε τον τρόπο να κολυμπήσει. Ήταν η στιγμή που άλλαξε τα πάντα για εκείνον, αυτή η απόφαση να βγει ξανά στο χορτάρι. Σύντομα δεν θα ήταν πια ένα άπειρο παιδί αλλά κολώνα στο κέντρο της άμυνας δίπλα στον Λουιζάο, Πρωταθλητής, ένας από τους πιο υποσχόμενους παίκτες στη θέση του.

Ο Νταβίντ Λουίζ με τη φανέλα της Μπενφίκα -αριστερά σε ηλικία 20 ετών / Photos by: INTIME.
Κανένας πόνος μεγαλύτερος από το όνειρο
Σήκωσε το σορτσάκι του, κοίταξε τον μηρό του, είδε τη μελανιά, ένιωσε τον πόνο. Το δέρμα του σχεδόν χόρευε από τον πληγωμένο μυ που παλλόταν μέσα του. Δεν ήταν η πρώτη φορά, όχι. Αυτό το κοκτέιλ πόνου και προσμονής, αγωνίας για κάτι μεγάλο, το είχε βιώσει ξανά.
Τότε ήταν 11 χρόνων, παιδάκι ακόμη που, αν ήθελε όντως να γίνει ποδοσφαιριστής, έπρεπε να βρίσκει τρόπο να δαμάζει τη φωτιά μέσα του. Δεν τα κατάφερε εκείνο το απόγευμα του Σαββάτου. Είδε τους φίλους του να παίζουν μπάλα σε ένα γηπεδάκι της γειτονιάς τους και ξεχύθηκε κι αυτός στο παιχνίδι, παρότι το επόμενο πρωί είχε να παίξει στον Τελικό του Βραζιλιάνικου Πρωταθλήματος στην ηλικία του με τη Σάο Πάολο.
Έπεσε, έσπασε το χέρι του. Ήξερε, ήταν ρητοί οι κανόνες, πως δεν έπρεπε να έχει καν πλησιάσει σε εκείνο το γήπεδο, μα το κακό είχε ήδη γίνει. Και ο Νταβίντ δεν θα το άφηνε να τον επηρεάσει. Πέρασε όλη τη νύχτα αλλάζοντας παγοκύστες στο σπασμένο του χέρι και το επόμενο πρωί έπαιξε κανονικά στον Τελικό. Ως όφειλε, παρά τον πόνο.
Όπως επίσης, σύμφωνα με τον ίδιο, έμαθε εκείνο το βράδυ: «Κανένας πόνος δεν είναι μεγαλύτερος από το όνειρο».
Σίγουρα τη σκεφτόταν εκείνη τη μέρα, εκείνη την -ακόμα μια- περιπέτεια, τις παραμονές ενός άλλους Τελικού, ελαφρώς μεγαλύτερου, του Τελικού του Champions League. Αυτή τη φορά δεν είχε κάνει κάποιο λάθος, δεν είχε βγει να παίξει με τους φίλους του, ωστόσο και πάλι ήταν τραυματίας. Αρκετά σοβαρά. Δεν χρωστούσε τίποτα στην Τσέλσι, αλλά δεν μπορούσε να παραδοθεί στον πόνο, είχε ένα όνειρο να κυνηγήσει και η ομάδα του τον χρειαζόταν.

Μάιος 2012: Νταβίντ Λουίζ εναντίον Τόμας Μίλερ στον Τελικό του Champions League ανάμεσα στην Τσέλσι και τη Μπάγερν Μονάχου / Photo by: INTIME.
Ο Τέρι ήταν τιμωρημένος, ο Ιβάνοβιτς το ίδιο και ο Κέιχιλ ο μόνος υγιής και διαθέσιμος κεντρικός αμυντικός για το μεγαλύτερο ματς στην ιστορία του συλλόγου. Ενός συλλόγου που διψούσε για αυτό το τρόπαιο.
«Τη μέρα πριν τον Τελικό κάναμε χαλαρή προπόνηση. Κάθε μπάλα που κλωτσούσα ήταν σαν μαχαιριά στο πόδι μου. Έτρεχα και έκλαιγα», θυμάται. Όμως άντεξε. Και κατάφερε να τους πείσει όλους, τους γιατρούς, τον Ντι Ματέο, μέχρι και με τον Αμπράμοβιτς μίλησε. Προσπάθησαν να του δώσουν να καταλάβει πως δεν γίνεται, δεν μπορεί να παίξει, αλλά δεν άκουγε τίποτα.
«Δεν μπορείτε να μη με αφήσετε να παίξω, δεν έχετε ιδέα πόσα περάσαμε με την οικογένειά μου για να φτάσω εδώ. Οπότε, σας παρακαλώ, πηγαίντε και πείτε στον προπονητή ότι μπορώ να παίξω. Α, και πείτε του ότι θα το πάρουμε κιόλας», είπε στους γιατρούς ένα 24ωρο πριν τον Τελικό.
Επιβεβαιώθηκε και στα δύο ο μπαγάσας. Και έπαιξε και το πήρανε. Παθιασμένος πύργος στο κέντρο της άμυνας, σχεδόν ανίκητος απέναντι στον Ρόμπεν και τον Ριμπερί, τον Μίλερ και τον Μάριο Γκόμεζ, απέναντι σε μια Μπάγερν που κυριάρχησε απόλυτα, κρέμασε τους Λονδρέζους από τα δοκάρια, σε ένα ματς που δεν μπορούσε να συγχωρεθεί ούτε δευτερόλεπτο αποσυγκέντρωσης, που η πολιορκία ήταν ασταμάτητη. Μα οι «Μπλε», όπως και ο κομβικός Λουίζ, άντεξαν. Και το πήραν στα πέναλτι. Το βράδυ στο Μόναχο που δεν θα ξεχαστεί ποτέ, το πρώτο “αστεράτο” της Τσέλσι, κόντρα σε όλες τις πιθανότητες. Κόντρα στη λογική, κόντρα και στον πόνο.
Το πάρτι άρχισε στη Βαυαρία και ολοκληρώθηκε ώρες μετά στο Λονδίνο. Όταν πια ο Νταβίντ έμεινε μόνος του, σήκωσε το σορτσάκι του, κοίταξε τον μηρό του, είδε τη μελανιά που είχε γιγαντωθεί στο πόδι του. Αλλά πόνο δεν ένιωσε. Γιατί κανένας πόνος δεν είναι μεγαλύτερος από το όνειρο. Κι εκείνος μόλις είχε εκπληρώσει ένα από τα μεγαλύτερα όνειρά του.

Μάιος 2012: Ο Νταβίντ Λουίζ πανηγυρίζει την κατάκτηση του Champions League με την Τσέλσι στον Τελικό του Μονάχου με αντίπαλο τη Μπάγερν / Photo by: INTIME.
Το 10χρονο με το τηλεχειριστήριο
Το χρειαζόταν, το είχε ανάγκη. Αυτό το τρόπαιο, αυτή την εμφάνιση και την απάντηση. Γιατί ο Νταβίντ Λουίζ δεν έκλεισε τα αφτιά του μόνο στον πόνο. Αλλά και στον θόρυβο. Υπήρχε πολύς τέτοιος, πολλή κριτική, πολλή κουβέντα για αυτόν. Κάθε τι διαφορετικό σηκώνει αντιδράσεις, προκαλεί. Και αυτό έκανε κι εκείνος, από την πρώτη στιγμή που συστήθηκε στο κορυφαίο επίπεδο.
Ναι, κατά κάποιον τρόπο, για το μέσο μάτι ήταν προκλητικό να βλέπει έναν τόσο αλέγρο κεντρικό αμυντικό στην Αγγλία, τη γη του Βίνι Τζόουνς και του Τέρι Μπούτσερ. Ντρίμπλες και τσαλιμάκια. Πού ακούστηκαν τα step over και οι ρουλέτες από έναν κεντρικό αμυντικό; «Δώσ’ της μια να φύγει, αγόρι μου». Ας την έστελνε στον αγύριστο και στην καλύτερη να έβρισκε συμπαίκτη του. Μα ο Νταβίντ δεν έμαθε ποτέ έτσι. Το βραζιλιάνικο μικρόβιο υπήρχε ανέκαθεν στις αλυσίδες του ποδοσφαιρικού του DNA. Τα παπούτσια του Ροναλντίνιο ήθελε ντε, αυτόν θαύμαζε. Όπως και κάθε άλλον αρτίστα του τοπιού.
Ο θρύλος, δε, λέει πως η άμυνα και το κέντρο αυτής προέκυψαν από ανάγκη, από τη δίψα του να παίξει. Ξεκίνησε αγωνιζόμενος στη μεσαία γραμμή, εκεί όπου είχε περισσότερο χώρο για να εκφράζεται με τον τρόπο που ήθελε, μα στην πρώτη του ακαδημία οι μέσοι ήταν πολλοί και οι αμυντικοί ελάχιστοι.
«Κόουτς, βάλε με στην άμυνα σήμερα», είπε στον προπονητή του, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να κερδίσει λίγο χρόνο συμμετοχής. Και κάπως έτσι, εμφάνιση με την εμφάνιση, καρφώθηκε στο στόπερ. Χωρίς ποτέ να αλλάξει πραγματικά το ποιος ήταν και το τι ήθελε να κάνει στο γήπεδο.
Οι καταβολές του βέβαια, η ιστορία του, δεν είχαν καμία σημασία για τους γύρω του. Βρισκόταν πια στην ελίτ του ποδοσφαίρου και έπρεπε να είναι τέλειος. Πίσω από τις χαρακτηριστικές του μπούκλες, κανείς δεν έβλεπε το παιδί που ήθελε να περνάει καλά με τη μπάλα στα πόδια. «Παίζει λες και ένα 10χρονο τον ελέγχει με τηλεχειριστήριο του PlayStation από την κερκίδα», είπε κάποτε για εκείνον έξαλλος ο Γκάρι Νέβιλ.
Το είπε σκληρά τον έκραξε, μα το περίφημο σχόλιο του PlayStation εκτός από δόση αλήθειας είχε και δύο όψεις. Τη μια στιγμή εκείνο το 10χρονο μπορούσε να πατήσει με τέλειο συγχρονισμό τα κουμπιά και να γεννήσει κάτι απίθανο. Και την άλλη να δει το τηλεχειριστήριο να του φεύγει από τα χέρια, φτιάχνοντας μια αναπόφευκτη γκάφα.

Σεπτέμβριος 2016: Νταβίντ Λουίζ εναντίον Ντάνιελ Στάριτζ σε αναμέτρηση Τσέλσι-Λίβερπουλ / Photo by: Eurokinissi.
Όταν τα πράγματα πήγαιναν καλά, ο Λουίζ ήταν ένας παικταράς που αμυνόταν σαν σκυλί, μπορούσε να κόψει και τον καλύτερο στον κόσμο κι έπειτα να βγάλει την ομάδα του στην επίθεση με ένα αεράτο κουβάλημα της μπάλας ή μια τέλεια, ακριβή μακρινή μεταβίβαση. Να στείλει για ύπνο έναν επιτεθεμένο με μια ξαφνική ντρίμπλα ή να στείλει την μπάλα συστημένη στο παραθυράκι με έναν κεραυνό από το σπίτι του. Μα όταν “το τηλεχειριστήριο γλιστρούσε”, τότε μετατρεπόταν σε έναν παίκτη με κάκιστη αντίληψη του χώρου, επιρρεπή στο λάθος, έρμαιο στις διαθέσεις των βιρτουόζων επιθετικών.
Κάθε παιχνίδι και ένα γύρισμα του νομίσματος, περίοδοι απίστευτης φόρμας, κατά τις οποίες ήταν ένας από τους καλύτερους στον κόσμο, κι άλλες που δυσκολευόσουν να πιστέψεις πως αυτός ο τύπος αγωνιζόταν όντως σε αυτό το επίπεδο.
Το ίδιο μοτίβο παντού. Στην Τσέλσι, την Παρί Σεν Ζερμέν, την Τσέλσι ξανά, την Άρσεναλ, τη Φλαμένγκο, τη «Seleção». Σπουδαίες στιγμές, όπως το βράδυ στο Μόναχο, η κατάκτηση της Premier League το 2017, στην οποία πρωταγωνίστησε ως λίμπερο στην τριάδα του Αντόνιο Κόντε, η τεράστια εμφάνιση και το νικηφόρο FA Cup με την Άρσεναλ. Και άλλες τόσες εφιαλτικές νύχτες, όπως το 7-1 από τη Γερμανία στο Μουντιάλ του 2014, όταν του ’μελλε να φορέσει και το περιβραχιόνιο, η τρομοκρατία από τον Λουίς Σουάρες στο Παρίσι.
Άλλοι τον λάτρευαν, ένιωθαν αυτό το γαργαλητό της διαφορετικότητάς του, και άλλοι τον μισούσαν, είχαν βαρεθεί να τον βλέπουν να κοστίζει στις ομάδες του. Ο ίδιος πάντως δεν θέλησε ποτέ να γίνει κάτι άλλο πέρα από αυτό που ήταν, δεν εγκατέλειψε ποτέ τις ντρίμπλες και τις εξεζητημένες προσπάθειες, το παιχνίδι του, την αλέγρα, ζωντανή -εντός κι εκτός γηπέδου- φύση του που αγαπήθηκε από συμπαίκτες, οπαδούς μέχρι και αντιπάλους.
Με τα καλά και τα στραβά του, σκαρφάλωσε στην κορυφή, ξεκινώντας από χαμηλά. Κατέκτησε τα πάντα, Champions League, Europa League, Πρωταθλήματα, Κύπελλα, Copa Libertadores. Και σε όλη αυτή την πορεία παρέμεινε απλώς ο εαυτός του.
Όπως ακριβώς είχε ορκιστεί μετά το απόγευμα που ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα εκείνα τα ασημένια Total 90. Το ένα παπούτσι, από τα πανάκριβα ποδοσφαιρικά που η μητέρα του ξεχρέωσε με μόχθο, σήμερα ζει σε ένα κάδρο στο σπίτι του, για να του θυμίζει τη στιγμή που ορκίστηκε να μείνει αιώνια πιστός σε αυτό που ήταν. Ανεξάρτητα από κάθε τι, κάθε θόρυβο, κάθε αποθέωση και κάθε σταύρωμα. Και ο Νταβίντ Λουίζ, πέρα από ό,τι άλλο κατάφερε, το έβγαλε ασπροπρόσωπο αυτό το παιδί.

Ιούλιος 2014: Ο Νταβίντ Λουίζ εκ των μοιραίων πρωταγωνιστών στον ημιτελικό του Μουντιάλ ανάμεσα στη Βραζιλία και τη Γερμανία / Photo by: INTIME.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: