Κάθε φορά που η μικρή Αμάντα διάβαζε την έκφραση «The End» σε κάποια από τις αγαπημένες της ταινίες του Τζέιμς Μποντ, δεν έκλεινε τα μάτια για να αποκοιμηθεί.
Το νεαρό κορίτσι «κάρφωνε» το βλέμμα της στο ταβάνι και ονειρευόταν ότι θα γίνει κασκαντέρ!
Ο πρώτος επαγγελματικός προσανατολισμός της ήταν φιλόδοξος και ριψοκίνδυνος.
Μονάχα που, πολλά χρόνια αργότερα, ίσως και η ίδια να μην μπορούσε να φανταστεί ότι η κυριαρχία της και η εντυπωσιακή παρουσία της σε έναν (επιχειρηματικό και ποδοσφαιρικό) κόσμο κατά βάση ανδροκρατούμενο θα γινόταν δίχως ειδικές μπότες, μάσκες και σχοινιά δεμένα στην πλάτη της.
Στα 47 χρόνια της, πλέον, η Αμάντα Στέιβλι έχει κατορθώσει να επιβεβαιώσει τη δυναμική παρουσία της σε αίθουσες συνεδριάσεων και προσεχώς (ξανά) στα γήπεδα, δίχως τα παραπάνω αξεσουάρ.
Με ένα «πλούσιο» επαγγελματικό υπόβαθρό να την ακολουθεί, η Αγγλίδα επιχειρηματίας και μεσολαβητής της αγοράς της Νιούκαστλ από γκρουπ μεγιστάνων της Σαουδικής Αραβίας, φρόντισε να το πετύχει φορώντας ταγέρ, τακούνια, ένα λαμπερό χαμόγελο, αλλά κυρίως κότσια.
Η επονομαζόμενη «Βασίλισσα του αγγλικού ποδοσφαίρου» θα ολοκληρώσει την αγορά του αγγλικού συλλόγου αντί ποσού 300 εκατομμυρίων λιρών (περίπου 345 εκατομμυρίων ευρώ) για λογαριασμό του επιχειρηματικού ομίλου Public Investment Fund, του πρίγκιπα Μοχάμεντ μπιν Σάλμαν, και των αδερφών Ρουμπέν, αμέσως μετά το τέλος του οικονομικού ελέγχου της Νιούκαστλ και της έγκρισης της Πρέμιερ Λιγκ.
Η ίδια θα κατέχει ποσοστό 10% των μετοχών της ομάδας, με αντίστοιχο ποσό που θα καταβάλλει η εταιρία συμβουλευτικών υπηρεσιών και επενδύσεων PCP Capital Partners, την οποία έχει ιδρύσει η Στέιβλι.
Η Αμάντα Λουίζ Στέιβλι γεννήθηκε στις 11 Απριλίου 1973 στο Βόρειο Γιόρκσαϊρ, σε περιβάλλον οικονομικής άνεσης.
Κάτι τέτοιο μπορεί να ωθήσει έναν νέο στην αδράνεια, τον εφησυχασμό ή, αντίθετα, στην ευχέρεια δημιουργίας. Η Αμάντα επέλεξε το δεύτερο.
Ο πατέρας της, Ρόμπερτ Στέιβλι, γαιοκτήμονας της περιοχής, ίδρυσε το 1969 το θεματικό πάρκο Lightwater Valley, στο οποίο η κόρη του εργάστηκε περιστασιακά ως σερβιτόρα.
Η μητέρας της, Λιν, πρωταθλήτρια ιππασίας και μοντέλο μερικής απασχόλησης, είχε ξεκαθαρίσει στην έφηβη Αμάντα ότι η παράδοση της οικογένειας δεν θα αλλάξει στο θέμα της κληρονομιάς.
Ο Στέιβλι θα άφηνε την περιουσία (η οποία χρονολογείται από το… 1516) στον μεγαλύτερο γιο του και η Αμάντα θα «έπρεπε» είτε να πετύχει ως αυτοδημιούργητη είτε να… «παντρευτεί» τα χρήματά της!
Αυτή η συμβουλή-«διαταγή» δεν της περιόρισε το θάρρος. Της πρόσφερε μεγαλύτερο κίνητρο.
Ακολούθησε για λίγο τα βήματα της Λιν και ασχολήθηκε με την ιππασία. Ενώ ήταν αξιόλογη και στον στίβο και τα 100 μέτρα (με ατομική επίδοση 12,6΄΄), πριν ένας τραυματισμός στον αχίλλειο τένοντα την οδηγήσει στην απόφαση να σταματήσει από το ταρτάν.
Έχοντας λάβει τα απαραίτητα γονίδια από τη μαμά της, εργάστηκε ως μοντέλο για να συνεισφέρει στο ποσό των σπουδών της στο Σεντ Κάθριν΄ς του Κέιμπριτζ, ωστόσο αποφάσισε να μην ολοκληρώσει τη φοίτηση και να μην λάβει το πτυχίο της στις σύγχρονες γλώσσες.
Το επιχειρηματικό «δαιμόνιό» της, «κληρονομιά» του παππού της, Ραλφ Ρέιπερ, άλλοτε ιδιοκτήτη γραφείων στοιχηματισμού σε αγώνες κούρσας αλόγων και σκύλων -με ξεκίνημα της επιχείρησης σε ένα κελάρι(!) στο Ντόνκαστερ-, δεν απαιτούσε ένα χαρτί σε ένα κάδρο…
Η Στέιβλι εξήγησε στην οικογένειά της ότι παράτησε το κολέγιο «γιατί δεν άντεχα την πίεση και είχα φτάσει στα όριά μου».
Ο θάνατος του αγαπημένου παππού της την έκλεισε για λίγο στον εαυτό της και την έφερε και ως το νοσοκομείο με συμπτώματα κρίσεων πανικού, ωσότου λάβει την απόφαση να εγκαταλείψει τις σπουδές της.
Είχε προηγηθεί μία καρδιακή προσβολή του πατέρας της και η μάχη της μαμάς της με τη νόσο του Huntington, μίας νευροεκφυλιστικής ασθένειας του εγκεφάλου.
Όλες οι έγνοιες οδήγησαν την Αμάντα στα όρια της διατροφικής διαταραχής και την επηρέασαν, παράλληλα και με την «υποχρέωση» να εκπληρώσει συγκεκριμένα κοινωνικά πρότυπα.
Από το σχολείο, όμως, είχε φροντίσει να διατηρήσει επαφές με πλούσιους συμμαθητές και τους γονείς τους, μεταξύ των οποίων και μέλη της βασιλικής οικογένειας.
Το παλάτι, μάλιστα, θα έπαιζε ρόλο στη ζωή της, στις αρχές του νέου αιώνα…
Υπέβαλε αίτηση για ένα δάνειο ύψους 180.000 λιρών, σε ηλικία 22 ετών το 1995, για τη δημιουργία του εστιατορίου «Stocks», στην περιοχή ανάμεσα στο Κέιμπριτζ και το Νιούμαρκετ, αν και δεν είχε ιδέα από χώρους εστίασης.
Ο χώρος εξελίχθηκε σε χώρο συνάντησης ομάδων ιππασίας και εκεί γνώρισε τον Σεΐχη Μοχάμεντ μπιν Ρασίντ αλ Μακτούμ από το Ντουμπάι, ο οποίος της άνοιξε επιχειρηματικές πόρτες στα μέρη του.
Το 1999 άρχισε να ασχολείται με τις επενδύσεις στο Ντουμπάι, κυρίως στην τεχνολογία και την ιατρική.
Το 2000 έκλεισε το εστιατόριο και χάρη στις πρώτες συμβουλευτικές εργασίες στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, προχώρησε στην αγορά του συνεδριακού κέντρου «Q.ton» στο Κέιμπριτζ, αξίας δέκα εκατομμυρίων λιρών.
Φερόμενος συνέταιρος στο εγχείρημα ήταν ο Αμπντουλάχ μπιν Αλ-Χουσεΐν, βασιλιάς της Ιορδανίας, ενώ πούλησε το 49% τω μετοχών της στην εταιρία EuroTelecom, αντί δύο εκατομμυρίων.
Μέσω της «Q.ton» μεσολάβησε σε επενδύσεις 35 εκατομμυρίων λιρών, όμως το 2008 υποχρεώθηκε να προχωρήσει σε οικειοθελή ατομική ρύθμιση, λόγω οικονομικής αποτυχίας.
Κατόρθωσε να βρει τρόπο να αποπληρώσει τους πιστωτές της, συμπεριλαμβανομένης και της τράπεζας Barclays και μετακόμισε μόνιμα στο Ντουμπάι.
Το 2001 γνώρισε τον πρίγκιπα Άντριου, Δούκα του Γιορκ στα Η.Α.Ε.. Μόλις είχε χωρίσει από τον 39χρονο εκατομμυριούχο οικονομολόγο Μαρκ Χόροκς και έγινε τακτική επισκέπτρια στο Μπακινγχαμ.
Η σχέση της με τον πρίγκιπα θεωρήθηκε στην αρχή «απλώς φιλική», αλλά της άνοιξε περισσότερες πόρτες σε εξέχουσες διασυνδέσεις.
Τον βοήθησε να διακοσμήσει την οικία του και φέρεται να έχει λάβει την έγκριση της οικογένειάς του.
Ο Άντριου της έκανε πρόταση γάμου το 2003, όμως η Αμάντα Στέιβλι είχε φανταστεί άλλον «θρόνο» για τον εαυτό της. Προς έκπληξη πολλών, αρνήθηκε να τον παντρευτεί και μερικά χρόνια αργότερα εξήγησε σε συνέντευξη της στην «Daily Mail» πως «αν τον είχα παντρευτεί, η ανεξαρτησία μου θα είχε χαθεί».
Η 30χρονη τότε Στέιβλι δεν είχε καμία διάθεση να μπει στο περιθώριο και να είναι απλώς «διακοσμητική».
Γνώριζε ότι τα πριγκιπικά καθήκοντα θα της στερούσαν πολύτιμο χρόνο από την εργασία της και τα ταμπλόιντ έκαναν λόγο για προσωρινή ρήξη με την μητέρα της, η οποία έκανε τρία χρόνια να ξεπεράσει το γεγονός ότι η κόρη της αρνήθηκε μία θέση στην βασιλική οικογένεια.
Δεν έκρυψε ότι ήταν ενοχλημένη από την πατριαρχική στάση της δικής φαμίλιας, περί κληρονομιάς μόνο στον αδερφό της και σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούσε να ικανοποιήσει τις προτροπές της μητέρας της για έναν «καλό γάμο».
Η Στέιβλι είχε τη δική της ερμηνεία στις λέξεις «δυναμική γυναίκα». Μακριά από στερεότυπα ή πεποιθήσεις των ημερών που άκουγε τις συμβουλές της μητέρας της.
Η έκφραση «γυναίκες στα σπορ» ακουγόταν γεμάτη ίντριγκα και φιλοδοξίες στα δικά της αυτιά.
Και ήθελε τα πράγματα να περνούν από τα δικά της χέρια.
Το ανδρικό «κατεστημένο» στις μπίζνες και, μετέπειτα, τον αθλητισμό, δεν ήταν ανασταλτικός παράγοντας, αλλά κίνητρο.
Από το 2005 είχε ιδρύσει την PCP Capital Partners, με ιδιαιτέρως δυναμικό «μπάσιμο» και πρώτη συμφωνία την επένδυση κεφαλαίων από τη Μέση Ανατολή στην Barclays, με ποσό 3,5 δισεκατομμυρίων λιρών από τη βασιλική οικογένεια του Αμπού Ντάμπι.
Η εν λόγω τράπεζα αποφάσισε να προχωρήσει σε ανακεφαλαιοποίηση μέσω ιδιωτικών πόρων, χωρίς να ζητήσει σωτηρία από τη βρετανική κυβέρνηση.
Βρήκε άμεσα κεφάλαια από το Κατάρ και το προφίλ της ενισχύθηκε. Στο Ντουμπάι το όνομά της ακουγόταν σε κάθε φιλόδοξη προοπτική επένδυσης.
Λίγε εβδομάδες αργότερα, ο Σεΐχης Μοχάμεντ μπιν Ρασίντ Αλ Μακτούμ θέλησε να εμπλακεί με την Λίβερπουλ και ζήτησε από την Στέιβλι να κινήσει νήματα και διαδικασίες, με επιπλέον δέλεαρ μία θέση για την ίδια στο διοικητικό συμβούλιο των «κόκκινων».
Η πώληση δεν ολοκληρώθηκε, όμως παράλληλα η Αμάντα «έτρεχε» και ένα άλλο πρότζεκτ στην Πρέμιερ Λιγκ.
Ήταν εκείνη που μεσολάβησε για την παραχώρηση της Μάντσεστερ Σίτι από τον άλλοτε πρωθυπουργό της Ταϊλάνδης, Τακσίν Σιναβάτρα, στον Σεΐχη Μανσούρ μπιν Ζαγέντ, αντί 210 εκατομμυρίων λιρών.
Από την μεταβίβαση φέρεται να κέρδισε δέκα εκατομμύρια λίρες και δώρο από τον Σεΐχη μία έπαυλη περίπου 11 εκατομμυρίων.
Οι «καλοί γάμοι» τής πήγαιναν, όχι όμως όπως της έλεγαν από την οικογένειά της…
Μετά την άρνηση στον πρίγκιπα Άντριου, η Αμάντα Στέιβλι τόνιζε στο περιβάλλον της ότι πολύ δύσκολα θα αποφασίσει να παντρευτεί.
Ο δικό της «γάμος» ήταν η δουλειά της, την οποία υπηρετούσε με πάθος και πλήρη αφοσίωση.
Στους φίλους της, ή σε πιθανούς «υποψήφιους», δεν «μασούσε τα λόγια» της και επισήμαινε πως «επιχειρήσεις και ρομαντισμός δεν ταιριάζουν».
Το 2011 φαίνεται ότι αναθεώρησε. Ο Ιρανός επιχειρηματίας, Μεχρντάντ Γκοντούσι, ο οποίος εκείνη την εποχή συνεργαζόταν μαζί της στην PCP Capital Partners, την έπεισε να αποκτήσουν κοινή ζωή τους και έχουν πλέον μαζί έναν γιο, τον Άλεξ.
Στη συνέντευξή της στην «Daily Mail», είχε αποκαλύψει ότι, όπως και η μητέρα της, δίνει τη δική της μάχη με τη νόσο του Huntington, η οποία στην περίπτωσή της προκάλεσε και διαταραχές μνήμης, ταυτόχρονα με τις συχνές αλλαγές στη συναισθηματική συμπεριφορά…
Είχε τονίσει πως «το άγχος και η συνεχής πίεση προκαλούν τη νόσο και όταν ανακάλυψα ότι την έχω, δεν ήθελα να παντρευτώ».
Η 47χρονη Στέιβλι μοιράζει πια τον χρόνο της ανάμεσα σε Λονδίνο και Ντουμπάι, η μεσολάβηση για την αγοραπωλησία της Νιούκαστλ φέρει την υπογραφή της και της χάρισε το παρωνύμιο «Σιδηρά Κυρία του αγγλικού ποδοσφαίρου».
Ο ιδιοκτήτης της Νιούκαστλ, Μάικ Άσλεϊ, μεγιστάνας λιανικών πωλήσεων, είχε επιχειρήσει και το 2016 να παραχωρήσει το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών.
Ωστόσο, ο υποβιβασμός του συλλόγου δεν ολοκλήρωσε καμία συμφωνία. Ο Άσλεϊ ζητούσε ποσό 390 εκατομμυρίων ευρώ για να αποχωρήσει, ποσό υπερδιπλάσιο από τα 155 εκατομμύρια που χρειάστηκαν το 2007 για να αποκτήσει τα ηνία.
Η Αμάντα Στέιβλι κατόρθωσε να μειώσει τις απαιτήσεις του στα 340 εκατομμύρια και το κοινό της Νιουκάστλ αποκτά λόγο να αισιοδοξεί.
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα του αγγλικού Τύπου, η αξία της Public Investment Fund ανέρχεται στα… 360 δισεκατομμύρια λίρες και του ίδιου του πρίγκιπα Μοχάμεντ μπιν Σάλμαν στα 2,5δις..
Οι αδερφοί Ρουμπέν έχουν παράλληλα κι άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες σε Λονδίνο και Νιούκαστλ και έχουν συμφωνήσει για τη μετακόμιση της Τράπεζας της Αγγλίας σε κτίριο συγκροτήματός τους, το οποίο μπορεί να φιλοξενήσει 4.000 εργαζόμενους.
Η αρχική επένδυση σε μετεγγραφές για τη Νιουκάστλ αναφέρεται ότι θα είναι ποσό 300 εκατομμυρίων λιρών!
Η συμφωνία αγοραπωλησίας, πάντως, δεν έχει ολοκληρωθεί τυπικά. Μάλιστα, τόσο η Διεθνής Αμνηστία όσο και το τηλεοπτικό δίκτυο BeIN Sports ζήτησαν από την Πρέμιερ Λιγκ να εξετάσει ενδελεχώς όλες τις λεπτομέρειες της συναλλαγής.
Η Διεθνής Αμνηστία εξήγησε ότι υπάρχουν αναφορές περί «σαρωτικής καταστολής ανθρωπίνων δικαιωμάτων» από το γκρουπ Public Investment Fund.
Ενώ το BeIN Sports, το οποίο έχει προσφέρει περισσότερα από 550 εκατομμύρια στην Πρέμιερ Λιγκ για τα τηλεοπτικά δικαιώματα της λίγκας, κατήγγειλε ότι έχει πέσει θύμα πειρατείας στη Σαουδική Αραβία, για τη μετάδοση των αγώνων.
Τον Οκτώβριο του 2019, η Αμάντα Στέιβλι και ο σύζυγός της εισήλθαν στο γιοτ «Serene» του Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν.
Εκείνο το μεγαλοπρεπές πάρτι φέρεται να οδήγησε σε οριστική συμφωνία τους για μία νέα προσπάθεια απόκτησης των μετοχών της Νιουκάστλ.
Μερικούς μήνες αργότερα, όλα δείχνουν ότι ο πρίγκιπας της Σαουδικής Αραβίας και η «βασίλισσα της Πρέμιερ Λιγκ» θα επιχειρήσουν να «χτίσουν» ένα νέο «βασίλειο» στο αγγλικό πρωτάθλημα.
Ο Ρομπ Νόελ, πρώην εκτελεστικός διευθυντής της εταιρίας Land Securities, που έχει συνεργαστεί με την Στέιβλι, την έχει χαρακτηρίσει «τόσο αφοσιωμένη όσο και ένας σκύλος με ένα κόκαλο!».
Η 47χρονη Αγγλίδα κέρδισε με τη σπιρτάδα και την εργατικότητά της την εμπιστοσύνη βασιλικών οικογενειών στη Μέση Ανατολή, παρότι συχνά, στην προσέγγισή της, δεν χρησιμοποιεί συνηθισμένες τακτικές της Ουόλ Στριτ.
Η εταιρία της έχει εμπλακεί σε επενδύσεις ύψους οκτώ δισεκατομμυρίων και η ίδια έχει προσωπική περιουσία 115 εκατομμυρίων λιρών.
Τα αγγλικά ταμπλόιντ, γοητευμένα από την εμφάνισή της, γράφουν ήδη ότι «η διευθύντρια της Τσέλσι, Μαρίνα Γκρανόβσκαγια, έχει μεγάλο ανταγωνισμό για τον τίτλο της “πρώτης κυρίας” της Πρέμιερ Λιγκ».
Εκείνη αρνείται τις φιλοφρονήσεις (μόνο) για το παρουσιαστικό της. Για την ίδια την Στέιβλι, θα συνεχίσει να ισχύει η νοοτροπία «αν ακούσω κάτι και το θεωρήσω ευκαιρία, πρέπει να το δω, να το εξετάσω».
Και επιμένει πως «όσα χρήματα κι αν κερδίζω, είτε είναι οκτώ εκατομμύρια είτε 200, το μόνο που θέλω είναι να πέφτω κάθε βράδυ στο κρεβάτι και να λέω ότι έκανα καλή δουλειά».
Δεν το γράφει δα και σε ημερολόγιο. Της αρκεί να το σημειώνει ξανά και ξανά σε τραπεζικούς λογαριασμούς, δίχως να την ενδιαφέρουν καθόλου τα συνηθισμένα «πρωτόκολλα».