«Δεν υπάρχουν αρουραίοι στο διαμέρισμα. Δεν κοιμόμαστε πια στο πάτωμα, δεν έχουμε αγωνία. Τώρα είμαστε καλά. Είμαστε καλά. Δεν τσεκάρουν τις ταυτότητές μας πια. Ξέρουν το όνομά μας».
Οι λέξεις του θα μπορούσαν να είναι στίχοι, θα μπορούσαν να πατούν πάνω σε κάποιο επιβλητικό ηλεκτρονικό beat, να φτύνονται με μίσος και τουπέ σε ένα μικρόφωνο. Να ντύνουν κάποιο αυτάρεσκα επιδεικτικό βίντεο κλιπ, γεμάτο με χαρτονομίσματα, λούσα και λοιπά τιμαλφή. Να σιγοτραγουδιούνται παντού. Σε υγρά υπόγεια από παιδιά που ονειρεύονται να βρουν τον τρόπο να αναδυθούν στην επιφάνεια αλλά και σε υπέρλαμπρα κέντρα διασκέδασης από τύπους που απλώς γουστάρουν την κολλητική μελωδία και το υφάκι, χωρίς να έχουν ιδέα τι σημαίνει πραγματικά “πρέπει να το κάνω”. Και άρα χωρίς να έχουν ιδέα τι σημαίνει πραγματικά “τα καταφέραμε”.
Θα μπορούσε κι αυτός, ένα μαύρο παιδί μεγαλωμένο στην ανέχεια, να ψάξει το καταφύγιό του στις ρίμες και τα flows, να πολεμήσει τις αντίξοες συνθήκες, τον ρατσισμό, με μουσική, να κραυγάσει με ραπ πως όντως τα κατάφερε, πως έσωσε τον εαυτό του και την οικογένειά του. Ναι, ίσως σε μια άλλη ζωή ο Ρομέλου Λουκάκου να είχε γίνει ράπερ. Έγινε όμως ποδοσφαιριστής. Και τελικά τα κατάφερε με μια μπάλα στα πόδια.
Ακόμα κι αν πολλοί ηδονίζονται να έχουν διαφορετική άποψη, να του χτυπούν πως θα μπορούσε να φτάσει πιο ψηλά. Ο «Big Rom» το συνήθισε, συνήθισε να τον μειώνουν. Το γνωρίζει καλά. Λατρεύουν να τον μισούν. Όμως τουλάχιστον κανείς πλέον δεν σκανάρει καχύποπτα το μαύρο παιδί. Τώρα ξέρουν το όνομά του.
Στο ποδόσφαιρο οι παίκτες παίζουν για τα γκολ, για τις στιγμές λάμψης, για τα τρόπαια και τους τίτλους. Μα κυρίως παίζουν για την υστεροφημία. Για τη ντοπαμίνη της ποδοσφαιρικής αθανασίας. Είναι αλλιώς το να γίνεις ανεξίτηλος με κάποιον τρόπο στο κεφάλι ή την καρδιά μιας οπαδικής βάσης, έχει ξεχωριστή αίσθηση το να σε θυμούνται. Μα, για να σε θυμούνται, είναι σημαντικό να σε αγαπούν. Και τον Λουκάκου δεν τον αγάπησαν πουθενά. Κι όποιοι τον αγάπησαν για λίγο έφτασαν να τον απεχθάνονται.

Οκτώβριος 2010: Ρομέλου Λουκάκου εναντίον Τραϊανού Δέλλα σε αναμέτρηση Άντερλεχτ – ΑΕΚ για το Europa League / Photo by: INTIME.
Η Τσέλσι ήταν η πρώτη που πίστεψε στο θηριώδες wonderkid από το Βέλγιο, αυτή που τον άρπαξε, μόλις έκλεισε τα 18 του, ούσα πεπεισμένη πως επρόκειτο για ένα διαφορετικό παιδί.
Έτσι ήταν. Διαφορετικός από πάντα. Ο Ρομέλου έβαλε στοίχημα με τον προπονητή του στην Κ19 της Άντερλεχτ, όταν εκείνος δεν έδειχνε να έχει πειστεί, αφήνοντάς τον να σκουπίζει τον πάγκο. Ήταν 16 ετών. «Βάλε με να παίξω και μέχρι τον Δεκέμβριο θα έχω σκοράρει 25 γκολ. Αν δεν τα καταφέρω, μη με βάλεις ξανά. Αν όμως το κάνω, θα μας φτιάχνεις τηγανίτες κάθε μέρα». Ο Λουκάκου κι οι συμπαίκτες του έτρωγαν τηγανίτες από τα χεράκια του κόουτς τους από τον Νοέμβριο και λίγους μήνες μετά υπέγραψε το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο. Ήταν μια λύτρωση για τα όργια του 16χρονου θηρίου κόντρα σε αντιπάλους μεγαλύτερους από αυτόν αλλά και μια φυσική συνέχεια.
Το τηλέφωνο χτύπησε ανύποπτα. «Μάζεψε τα πράγματά σου και έλα τώρα στο γήπεδο», του είπε ο προπονητής του στους Νέους. Ήταν ένα απλό απόγευμα του Μαΐου, παραμονή του Τελικού του Πρωταθλήματος ανάμεσα στην Άντερλεχτ και τη Σταντάρ Λιέγης. «Εγώ; Τι λέτε;», απάντησε. «Ναι, εσύ. Σε θέλει η πρώτη ομάδα». Μπήκε στα αποδυτήρια κι ένας φροντιστής τον ρώτησε ποιο νούμερο θέλει να του δώσει.
Ζήτησε το «10». Δεκαέξι χρόνων παιδάκι και ζήτησε το «10». Δεν το πήρε φυσικά, αλλά θεώρησε ότι το άξιζε. Τόσο πίστευε στον εαυτό του, τόσο αποφασισμένος ήταν. Εξ ου και διαφορετικός.
Και άνιωθος, τόσο περήφανος που η ομάδα του κέρδισε το Champions League κι εκείνος αρνήθηκε να σηκώσει το τρόπαιο, δυσαρεστημένος για τον περιορισμένο χρόνο συμμετοχής του. «Δεν θα το πανηγυρίσω, το πήρε η ομάδα. Όχι εγώ», είπε. Δεν ξεκίνησε με τον καλύτερο τρόπο η σχέση του με την Τσέλσι και τους οπαδούς της. Εκείνοι ερωτεύτηκαν βέβαια αυτό που είδαν την αμέσως επόμενη σεζόν, όταν ο Ρομέλου συστήθηκε στην Αγγλία, λάμποντας απροσδόκητα ως 19χρονο prodigy με τον δανεισμό του στη Γουέστ Μπρομ.
Το μοιραίο πέναλτι που στοίχισε το Ευρωπαϊκό Super Cup πάντως ήταν αρκετό για να ραγίσει ξανά το μισοκολλημένο γυαλί, να κάψει από νωρίς την επιστροφή του στο Stamford Bridge. Όντως, μετά την ήττα στον Τελικό του Super Cup του 2013 από τη Μπάγερν, δεν φόρεσε ξανά τα μπλε για χρόνια ολόκληρα, μια ημέρα μετά αποχώρησε ως προβληματικός χαρακτήρας, ως υπερεκτιμημένο παιδί-θαύμα που δεν μπορούσε να λουστραριστεί. Δίχως να πάρει τις ευκαιρίες που μάλλον άξιζε.

Μάιος 2012: Ο Ρομέλου Λουκάκου στην προπόνηση της Τσέλσι στο Μόναχο την παραμονή του Τελικού του Champions League με αντίπαλο τη Μπάγερν / Photo by: INTIME.
Άλλωστε, όταν τις πήρε, φρόντισε να τις αρπάξει από τα μαλλιά. Φορούσε και πάλι τα μπλε, τα μπλε μιας ομάδας όμως στην οποία μπορούσε να εκφραστεί ποδοσφαιρικά, να γίνει ο πρωταγωνιστής που πάντα ήθελε να γίνει. Η Έβερτον τον έζησε για αρχή ως δανεικό και γρήγορα πείστηκε πως πρέπει να τον κάνει δικό της πάση θυσία, σχεδόν απορώντας με την ευπιστία της Τσέλσι να τον παραχωρήσει μόνιμα.
Το «10» που ζήτησε ως έφηβος στις Βρυξέλλες το πήρε στο Goodison Park. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Έγινε επίκεντρο, σημείο αναφοράς, για πρώτη φορά έπαιξε σύμφωνα με τις εκκωφαντικές του υποσχέσεις, ξεδιπλώνοντας στο χορτάρι το σπάνιο πακέτο του. Γιγαντιαίο κορμί, ευλογημένο με δύναμη, ταχύτητα και τεχνική. Ψυχή ξεχειλισμένη από τη δίψα για γκολ. Τρόμος. Με το αριστερό, με το δεξί, με το κεφάλι. Τελειώνοντας μονοκόμματα τις φάσεις στην καρδιά της περιοχής, δημιουργώντας χώρο ολομόναχος, από το απόλυτο τίποτα. Σκόραρε με κάθε τρόπο, από όπου, όπως και όποτε ήθελε. Και κουβάλησε -χωρίς υπερβολή- μια ομάδα στις τεράστιες πλάτες του. Μια Έβερτον που ακόμη ήταν ο εαυτός της, με συνέπεια ενοχλητική για κάθε μεγάλο, με συνέπεια πραγματικά ανταγωνιστική.
Για καιρό ήταν τέλεια αμφίδρομη αυτή η σχέση. Οι «Toffees» έδιναν το πάτημα στον Ρομέλου κι αυτός τους έκανε πιο φονικούς, τους έκανε καλύτερους. Μέχρι να πιστέψει πως ο σύλλογος δεν ήθελε να γίνει καλύτερος από αυτό που ήταν. Ήταν βασιλιάς στη μπλε πλευρά του Μέρσισαϊντ, fan favourite, ηγέτης, όμως αυτά δεν του ήταν αρκετά.
Πρώτα απέρριψε τη γαλαντόμα πρόταση ανανέωσης που του έγινε κι έπειτα μηδένισε το club δημόσια: «Η Έβερτον έχει σπουδαία ιστορία, αλλά πρέπει να γράψει το μέλλον της. Δεν μπορεί να με θυμούνται μόνο για τα γκολ. Θες να σε θυμούνται για τα τρόπαια που πήρες. Οπότε, αντί να ζει στο παρελθόν, ο σύλλογος πρέπει να σκεφτεί μπροστά».
Το γυαλί -και αυτό το γυαλί- έσπασε ξανά. Ό,τι έχτισε μέσα σε τέσσερα χρόνια με τα πεπραγμένα, το διέλυσε μέσα σε λίγα λεπτά με τις λέξεις του. Αλλεργικός ανέκαθεν στα όμορφα, τα μαλακά “αντίο”. Οι περήφανοι «Evertonians», οι οπαδοί που λίγο καιρό πριν τον αποθέωναν, σχεδόν απαίτησαν την -ούτως ή άλλως διαφαινόμενη- αποχώρησή του. Ήρθε. Αναπόφευκτα. Αλλά διόλου αζημίωτα για τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η οποία έβγαλε από τα ταμεία της 85 εκατ. ευρώ για χάρη του.

Αύγουστος 2017: Ο Ρομέλου Λουκάκου με τη φανέλα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ κόντρα στους Κροος και Μαρσέλο της Ρεάλ Μαδρίτης στο Ευρωπαϊκό Super Cup / Photo by: INTIME.
Ονειρευόταν τίτλους, λάμψη, ήθελε φιλοδοξίες και μια ομάδα που θα πάλευε για την κορυφή. Μα βρήκε μια μαύρη τρύπα. Κι έπεσε μέσα της βίαια. Ξεκίνησε καλά στους «Κόκκινους Διαβόλους» του Ζοζέ Μουρίνιο, όμως, πριν το καταλάβει, έγινε διάβολος, “έξ’ από ‘δώ”, για όλον τον σύλλογο. Το αδάμαστο θηρίο του Goodison Park στο Old Trafford πήρε τη μορφή ενός πανάκριβου μα άκακου, φαφούτικου αιλουροειδούς. Περιορίστηκε σε θετικές παρενθέσεις, σε εκλάμψεις εκπλήρωσης των προσδοκιών και δεν θύμισε ποτέ τον εαυτό του.
Ακόμα κι έτσι πάντως, ακόμα και με το δεδομένο ότι δεν υπήρξε ο Λουκάκου που άπαντες ανέμεναν, ο Λουκάκου που μπορούσε να είναι, το ανάθεμα ήταν πολύ. Πάρα πολύ για να το διαχειριστεί, πάρα πολύ για να το απορροφήσει. Δύο σεζόν μετά κουβάλησε τα κέρατα του αποδιοπομπαίου τράγου, σήκωσε τον δικό του σταυρό και αποχώρησε άδοξα όχι μόνο από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ αλλά και από την Αγγλία. Ως αποτυχημένος.
Ο αποτυχημένος πάντως έπεισε ολόκληρη Ίντερ να του δώσει μια ακόμα ευκαιρία, να τον κάνει τον ακριβότερο παίκτη στην ιστορία της. Τέτοιες ήταν οι μετοχές του, δεν μπορούσε κανείς να τον αγνοήσει. Τα 75 εκατ. ευρώ που δαπάνησαν οι Μιλανέζοι τα ξέχασαν, με το που τον είδαν. Βγήκε από την τοξικότητα της Γιουνάιτεντ, πήρε λίγο οξυγόνο και μετατράπηκε ξανά σε θηρίο. Δίπλα στον Λαουτάρο Μαρτίνες, υπό τις οδηγίες του Αντόνιο Κόντε, ο Λουκάκου έγινε ξανά αδάμαστος, ίσως πιο ασταμάτητος από ποτέ, έχοντας τόσα να αποδείξει.
Τρόμος, αυτή τη φορά στην Ιταλία. Με το αριστερό, με το δεξί, με το κεφάλι. Τελειώνοντας μονοκόμματα τις φάσεις στην καρδιά της περιοχής, δημιουργώντας χώρο ολομόναχος, από το απόλυτο τίποτα.
Σκόραρε με κάθε τρόπο, από όπου, όπως και όποτε ήθελε. Το τραμπούκισμα στους αντίπαλους αμυντικούς, τα γκολ του πρώτα έφτασαν την Ίντερ σε έναν Τελικό Europa League και την αμέσως επόμενη σεζόν την έκαναν Πρωταθλήτρια. Κι εκείνον τον καλύτερο -ίσως- σέντερ φορ του κόσμου.
Θεωρητικά, είχε επιτέλους όλα όσα ήθελε. Ήταν σημείο αναφοράς σε μια ομάδα που πρωταγωνιστούσε και μαχόταν για τίτλους, βίωνε στο πετσί του τη λατρεία των τρελαμένων τιφόζι. Έχτισε -ξανά- τόσα σε τόσο μικρό διάστημα και -ξανά- τους έριξε μια και τα διέλυσε.

Ο Ρομέλου Λουκάκου με τη φανέλα της Ίντερ.
Ένιωθε πως κάτι χρωστούσε, ένιωθε πως ο καλύτερος επιθετικός στον κόσμο δεν μπορεί να αγωνίζεται στην Ιταλία και την Ίντερ, παρότι εκεί έγινε ο καλύτερος. Ούτε που πρόλαβε να κλείσει το τηλέφωνο. Με το που άκουσε «Τσέλσι», έφυγε. Αυτή τη φορά ως απόλυτα επιτυχημένος μα αχάριστος. Πέταξε τη “nerazzurra” σανίδα σωτηρίας του σαν ένα απλό κομμάτι ξύλο, κατέστρεψε ακόμα μια σχέση και επέστρεψε στην Αγγλία, με την ελπίδα να κολλήσει τα σπασμένα κομμάτια μιας άλλης, της πρώτης μεγάλης.
Σαν παιδιά που πίστεψαν πως ωρίμασαν, πως μεγάλωσαν, πως τώρα ήταν η στιγμή τους, Τσέλσι και Λουκάκου έσμιξαν ξανά το 2021, φιλοδοξώντας να γράψουν ιστορία μαζί. Άλλωστε, η Πρωταθλήτρια Ευρώπης αγόραζε -αντί 115 εκατ., παρακαλώ- τον καλύτερο φορ στον κόσμο. Θα έπρεπε να είναι έκρηξη, Coca-Cola και Mentos στον κόσμο του ποδοσφαίρου. Μα το ανθρακικό είχε ξεθυμάνει. Δεν πήγε τίποτα καλά, όπως αποδείχθηκε ο Ρομέλου δεν γινόταν να κολλήσει στα πλάνα και το παιχνίδι του Τόμας Τούχελ. Ξανά πανάκριβο μα φαφούτικο αιλουροειδές, ξανά παγιδευμένος. Δεν υπήρχε γυρισμός σε αυτό το ειδύλλιο.
Υπήρχε γυρισμός -με δανεισμός- στην Ιταλία βέβαια, πρώτα στη γνώριμη φωλιά της Ίντερ, εκεί που τα πάντα όμως ήταν διαφορετικά. Τα συναισθήματα είχαν μεταλλαχθεί, ό,τι όμορφο ένιωσαν μαζί του οι «Nerazzurri» εξατμίστηκε με τη μεταγραφή του στην Τσέλσι. Και χάθηκε για πάντα στον χρόνο πρώτα με τις θρυλικές χαμένες ευκαιρίες του στον Τελικό του Champions League απέναντι στη Μάντσεστερ Σίτι κι έπειτα με την επιλογή του να πάει στη Ρόμα. Μετά στη Νάπολι. Τα ίδια. Η όποια αγάπη είχε πια θαφτεί αιώνια. Συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια, γνώριμο αυτό ακριβώς το συναίσθημα για τον Ρομέλου.
Δεν αγαπήθηκε σχεδόν πουθενά. Αποτυχημένος, flop, χοντρός, χασογκόλης, παρά τα τόσα γκολ του, υπερτιμημένος, αντιπαθητικός. Αυτή ήταν παντού η επίγευσή του. Στην Τσέλσι, την Έβερτον, τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, την Ίντερ.
Μέχρι και στο Βέλγιο. Υπήρξε κι αυτός μέλος της -“μηδέν εις το πηλίκο”- χρυσής του γενιάς, πέτυχε ένα τσουβάλι τέρματα, εκπροσωπώντας το, έγινε ο -με διαφορά- κορυφαίος σκόρερ στην ιστορία του. Μα με κάποιον τρόπο, ό,τι καλό κι αν έκανε, στο τέλος μετρούσαν όλα τα ανάποδα. Οι χαμένες ευκαιρίες, οι περίεργες δηλώσεις, τα bloopers. Και κάπως έτσι δεν τον αγάπησαν ποτέ.
Μα ούτε τον ένοιαξε και ποτέ. Ο Λουκάκου δεν έπαιξε ποδόσφαιρο για να αγαπηθεί, δεν ήταν ποτέ αυτός ο γνώμονάς του, δεν νοιάστηκε για την υστεροφημία του ποτέ. Έπαιξε μπάλα για να σωθεί, για να ξεφύγει.

Photo by: INTIME.
«Αν δεν ήσουν μαζί μου, όταν δεν είχα τίποτα, τότε δεν μπορείς να με καταλάβεις», έγραψε κάποτε. Για αυτό και ο ίδιος δεν καταλαβαίνει από βρισιές, υποτίμηση, μίσος. Γιατί να τον πειράξει το να μην είναι αρεστός; Τι να του πει ένα μπινελίκι για μια χαμένη ευκαιρία, όταν όλα στη ζωή του υπήρξαν κάποτε χαμένα;
Το κατάλαβε σκληρά. Από όταν ήταν ένας μπόμπιρας που περίμενε να φάει τα δημητριακά του και είδε τη μητέρα του να αναμειγνύει γάλα με νερό, ίσα-ίσα για να φτάσει η μερίδα στον γιο της. «Θυμάμαι ακριβώς τη στιγμή που συνειδητοποίησα ότι είμαστε χρεοκοπημένοι. Κάνω ακόμη εικόνα τη μαμά μου, το ύφος στο πρόσωπό της. Δεν είχαμε χρήματα για το γάλα μιας εβδομάδας. Δεν ήμασταν φτωχοί, ήμασταν διαλυμένοι. Διαλυμένοι».
Ο Ρομέλου μεγάλωσε, χωρίς να έχει τίποτα. Σε ένα σπίτι δύο Αφρικανών μεταναστών που πάλευαν για τα βασικά, που δανείζονταν ψωμί για να ταΐζουν τα παιδιά τους. Δεν είχαν φαγητό, ρεύμα, ζεστό νερό. Ούτε λόγος για ανέσεις, τηλεοράσεις, κονσόλες, τηλέφωνα. Λίγα τρύπια ρούχα και μπόλικα ποντίκια και ζιζάνια στο κρύο βρόμικο πάτωμα του σπιτιού τους.
Εκείνη τη μέρα, τη μέρα του νερωμένου γάλακτος, το υποσχέθηκε στον εαυτό του. Θα γινόταν ποδοσφαιριστής. Όχι για να παίξει μπάλα βασικά αλλά για να ζήσει. Αυτός και οι δικοί του.
«Κάθε παιχνίδι που έπαιζα ήταν τελικός. Στο πάρκο, τελικός. Στο διάλειμμα στο σχολείο, τελικός. Προσπαθούσα να σκίσω το δέρμα της μπάλας, κάθε φορά που σούταρα. Με όλη μου τη δύναμη. Δεν πατούσα το “R1”, μπρο, δεν υπήρχαν φαλτσαριστά σουτ, δεν είχα το νέο “FIFA”. Δεν είχα Playstation. Δεν έπαιζα. Προσπαθούσα να σε σκοτώσω».
Λίγες μέρες πριν ο παππούς του φύγει από τη ζωή, ζήτησε ένα και μόνο πράγμα από τον Ρομέλου. Να του υποσχεθεί πως θα προσέχει την κόρη του, τη μαμά του δηλαδή. Δεν υπήρχε επιλογή. Ο Λουκάκου έπρεπε να τα καταφέρει. Ήταν ζήτημα ζωής στα αλήθεια. Ξεκίνησε από τον πάτο, κολύμπησε στη λάσπη, ψάχνοντας οξυγόνο, αντιμετωπίζοντας όλα τα εμπόδια που πρέπει να ξεπεράσει ένα μαύρο φτωχό παιδί.

Ιούνιος 2024: Ρομέλου Λουκάκου εναντίον Ζιλ Κουντέ σε αναμέτρηση Βέλγιο – Γαλλία για τους «16» του Euro / Photo by: INTIME.
Στην καλύτερη, αδιαφορία. Στη χειρότερη, καχυποψία και τυφλό αδικαιολόγητο μίσος.
«Όταν ήμουν 11 ετών, στην ακαδημία μου ήμουν ήδη πολύ ψηλός και δεμένος. Ο πατέρας ενός άλλου παιδιού προσπάθησε να με σταματήσει από το να μπω στο γήπεδο. Ήταν σε φάση “Πόσων χρόνων είναι αυτό το παιδί; Πού είναι η ταυτότητά του και από πού είναι τέλος πάντων;”. Δεν μπορούσα να το πιστέψω, ρωτούσε από πού ήμουν. Από το Βέλγιο! Ο πατέρας μου δεν ήταν εκεί, γιατί δεν είχαμε αμάξι για να οδηγάει στα εκτός έδρας παιχνίδια. Ήμουν μόνος και έπρεπε να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Έδειξα σε όλους την ταυτότητά μου, τη γυροέφερναν και με κοιτούσαν περίεργα.
Θυμάμαι το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι μου. Σκέφτηκα “Ούτως ή άλλως θα σκότωνα τον γιο σου, μα τώρα θα τον σκοτώσω ακόμα πιο πολύ. Θα τον διαλύσω. Θα τον πάρεις με κλάματα σπίτι”».
Όχι επιθυμία, όχι όνειρο. Ανάγκη επιτακτική, επιβίωση.
Δεν ζήτησε ποτέ από αυτούς που δεν τον είδαν να μεγαλώνει με νερωμένο γάλα να τον καταλάβουν, δεν παρακάλεσε για αποδοχή. Αδιαφόρησε για την αγάπη τους, για το τι σκέφτονταν για εκείνον. Έμαθε από νωρίς πως αυτό που μετρούσε ήταν ο εαυτός του και μόνο αυτός. Ήξερε πως έπρεπε να τα καταφέρει. Τελεία.
Και τα κατάφερε. Με μια μπάλα στα πόδια. Έτυχε. Θα μπορούσε να το κάνει πάνω από ένα βιβλίο, με ένα τηγάνι στα χέρια, με μια σπυριάρα μπάλα. Ό,τι κι αν έκανε, ήξερε ότι έπρεπε να τα καταφέρει. Να τηρήσει τις υποσχέσεις του. Έτυχε να τα καταφέρει με το ποδόσφαιρο. Μα, αν σε κάποια άλλη ζωή το έκανε με τη ραπ, ο Ρομέλου Λουκάκου θα έφτυνε βίαια τις δικές του λέξεις πάνω από ένα μικρόφωνο με ένα ασήκωτο beat. Και θα είχαν την ίδια σπουδαία σημασία, θα ήταν και πάλι η δική του ιστορία.
«Δεν υπάρχουν αρουραίοι στο διαμέρισμα. Δεν κοιμόμαστε πια στο πάτωμα, δεν έχουμε αγωνία. Τώρα είμαστε καλά. Είμαστε καλά. Δεν τσεκάρουν τις ταυτότητές μας πια. Ξέρουν το όνομά μας»!

Photo by: INTIME.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η πανοπλία του Μαρουάν Φελαϊνί
Βενσάν Κομπανί: Σκαλίζοντας το άγαλμα