Ένα ζεστό μεσημέρι στα τέλη Μαΐου του 1980, ένας εννιάχρονος ντροπαλός πιτσιρικάς προσπαθεί να χωρέσει στο πλήθος για να παρακολουθήσει την παρέλαση των πρωταθλητών Ευρώπης.
Οι δρόμοι του Νότινγχαμ έχουν «πλημμυρίσει» από κόσμο για να υποδεχθούν την τοπική Φόρεστ του κόουτς Μπράιαν Κλαφ, η οποία στις 28/5/80 νίκησε 1-0 το Αμβούργο στο «Σαντιάγκο Μπερναμπέου» της Μαδρίτης και κατέκτησε για δεύτερη συνεχή σεζόν το Κύπελλο Πρωταθλητριών!
Ο μικρός Άντριου δεν φανταζόταν, τότε, ότι 19 αργότερα θα ζήσει ακριβώς την ίδια στιγμή στο Μάντσεστερ, αλλά δεν θα έψαχνε χώρο για να χαζέψει.
Θα ήταν, αντίθετα, περήφανος και όρθιος μέσα στο πούλμαν της Γιουνάιτεντ, αγκαλιά με τρία τρόπαια.
Το 1980 , ωστόσο, δεν τολμούσε καν να κάνει τέτοιες σκέψεις. Άλλωστε, φοβόταν και να επισκεφθεί το γήπεδο της Φόρεστ, «προβάλλοντας» με τρόμο στα μάτια του τα γεμάτα ρατσιστικό μίσος βλέμματα των οπαδών, στην εξέδρα…
Το ειρωνικό παρωνύμιο «Chalky», σε ηλικία 13 ετών στα τμήματα υποδομής της Φόρεστ τον απομόνωσε περισσότερο.
Μία βόλτα στο πάρκο της πόλης, για λίγο κρίκετ με τους φίλους του, ήταν πιο ευχάριστη.
Μοναχικός από μικρός, πάντως, όνειρα δεν έκανε.
Μπορεί τον Μάιο του ’80, από την πολυκοσμία, να αποκόπηκε από την παρέα του και να έχασε για λίγο τον δρόμο προς το σπίτι του, όμως εκείνη η εικόνα του αρχηγού, Τρέβορ Φράνσις, στο λεωφορείο της Φόρεστ με το «κύπελλο με τα μεγάλα αυτιά», του έδειξε έναν δρόμο.
Μία διαδρομή γεμάτη επιτυχίες, τίτλους αλλά και επικριτικά σχόλια. Μία πορεία σε «λαμπερές» λεωφόρους, αλλά συχνά με «λακκούβες» και προβλήματα υγείας, σωματικά και ψυχικά.
Μόνο ένα δεν άλλαξε… Η μοναξιά του.
Σαράντα οκτώ ετών σήμερα, ο Άντι Κόουλ είναι εγκλωβισμένος στο σπίτι του, στο Μάντσεστερ.
Η μόνη επικοινωνία τις ημέρες της καραντίνας, λόγω κορονοϊού, ήταν η ολιγόλεπτη επίσκεψη λίγων φίλων και η ανταλλαγή μερικών νέων, από ασφαλή απόσταση, στο πεζοδρόμιο.
Μία ψευδαίσθηση της πραγματικότητας είναι μερικές κουβέντες στις πλατφόρμες Skype ή Zoom, με συγγενείς ή δημοσιογράφους, για μία συνέντευξη.
Είναι μία επίφαση ενός ακόμη τεντωμένου σχοινιού στο οποίο πιστεύει ότι ακροβατεί. Όπως κάποτε πίστευε ότι δεν είναι καλός στο ποδόσφαιρο, πλέον επιμένει ότι δεν είναι αγαπητός. Αλλά δεν είναι έτσι.
Και δεν είναι απλή συμπόνια για όσα βιώνει από το 2015.
Μέσα από την οθόνη του υπολογιστή, πασχίζει να μην δείξει ότι πονάει.
Ο Ντόναλντ ΜακΡέι του «Guardian», όμως, το διαπιστώνει
Η εικόνα του Κόουλ δεν το αποδεικνύει, αλλά τα λόγια του στην τελευταία συνέντευξή του το επιβεβαιώνουν.
Ο παλαίμαχος Άγγλος επιθετικός πονάει. Πονάει και αισθάνεται (πάλι) μόνος, από τον εγκλεισμό για τη δική του προστασία, μετά τη μεταμόσχευση νεφρού στην οποία υποβλήθηκε το 2017.
«Υπάρχουν στιγμές που θέλω απλώς να τα παρατήσω… Υπάρχουν μέρες που δεν μπορώ να σηκωθώ από το κρεβάτι μου», αναφέρει.
«Αποδέχομαι την “ήττα” μου και το ότι αυτή η μέρα δεν θα είναι η μέρα μου. Παλαιότερα, συνέχιζα να μάχομαι. Τώρα, ξέρω ότι δεν μπορώ να το νικήσω και εύχομαι απλώς να είμαι καλύτερα την επομένη»…
Ο άλλοτε διεθνής φορ των Άρσεναλ, Φούλαμ, Μπρίστολ Σίτι, Νιούκαστλ, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Μπλάκμπερν, Μάντσεστερ Σίτι, Πόρτσμουθ, Μπέρμινγχαμ Σίτι, Σάντερλαντ, Μπέρνλι, Νότινγχαμ Φόρεστ είναι βοηθός προπονητή του Σολ Κάμπελ στη Σάουθεντ, ομάδα τρίτης κατηγορίας της Αγγλίας.
Τονίζει μεν ότι «είμαι ακόμη εδώ και αυτό είναι το σημαντικότερο», ωστόσο επισημαίνει πως «κανένας δεν μπορεί να καταλάβει αυτό που περνάς με αυτή την ασθένεια.
»Κοιτούν έναν άνθρωπο έπειτα από μεταμόσχευση νεφρού και λένε “δείχνεις πολύ καλά”, όμως αυτό είναι αλήθεια μόνο εξωτερικά. Τα φάρμακα επηρεάζουν τη διάθεσή σου.
»Είναι πολύ δύσκολο, διότι τη μία μέρα αισθάνεσαι απίστευτα καλά και την επόμενη σαν ένα τσουβάλι από σκ..α! Υπάρχουν μέρες που απλώς περνούν. Το μόνο καλό είναι ότι δεν είμαι ποτέ θυμωμένος με όσα βιώνω»…
Το μυαλό του ποτέ δεν σταματά να σκέφτεται, τις (πολλές) ανήσυχες και μοναχικές βραδιές.
Ο ίδιος παραδέχθηκε ότι «φοβάμαι πως θα χρειαστεί να υποβληθώ σε νέα μεταμόσχευση. Το νεφρό μου μπορεί να σταματήσει να λειτουργεί οποιαδήποτε στιγμή και ρωτάω τον εαυτό μου: “Θα μπορέσεις να το ξανακάνεις;”.
»Κάποιες ημέρες λέω απλώς “ναι”. Τις υπόλοιπες δεν είμαι βέβαιος».
Στην Boxing Day του 2019, μετά τον αγώνα Μάντσεστερ Γ.-Νιούκαστλ, επέστρεψε στο σπίτι του και ένιωσε πόνους στο στήθος.
Ένα ασθενοφόρο τον πήγε σε γειτονικό νοσοκομείο, όπου υποβλήθηκε σε εξετάσεις για την πιθανότητα καρκίνου του ήπατος…
Για άλλη μία φορά το αντιμετώπισε μοναχικά, ώστε να μην γίνει βάρος σε κανέναν.
Οι εξετάσεις για τον καρκίνο βγήκαν καθαρές. Όμως ο Άντι Κόουλ δεν θέλησε να «καθαρίσει» με τη διαρκή επιφυλακτικότητά του να ομολογήσει στο περιβάλλον του τα προβλήματά του…
«Το να το κρατήσω μέσα μου έμοιαζε στην αρχή ο πιο εύκολος δρόμος. Δεν ήμουν ποτέ προετοιμασμένος να μιλήσω στους δικούς μου και πάντα ήθελα να κάνω τα πράγματα με τον τρόπο μου, μόνος μου.
»Δεν είμαι τύπος που θα ζητήσει βοήθεια. Αισθάνομαι ότι γίνομαι βάρος στους άλλους και ακόμη και όταν μου πουν “μην νιώθεις έτσι”, αυτό είναι πάλι κάτι ξένο για μένα».
Η μοναξιά που επέλεξε από μικρό παιδί, όμως, έγινε επιπλέον βάρος και είναι κάτι που ενδεχομένως μπορεί να οδηγήσει σε αυτοκαταστροφή…
Σε μία άλλη συνέντευξη στον «Guardian», το 2018, είχε απολογηθεί στους ανθρώπους του «για τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρθηκα. Η απροθυμία μου να τους μιλήσω τους έφερε στα άκρα».
Χώρισε με την σύζυγό του, Σίρλεϊ, κυρίως λόγω της αποξένωσης. Το 2002 τον είχε κατηγορήσει για βιαιοπραγία (κάτι που δεν αποδείχθηκε) και ο Κόουλ κέρδισε και μία δίκη εις βάρος της εφημερίδας «Daily Star», για συκοφαντική δυσφήμηση.
Ζήτησε συγγνώμη και από την πρώην σύντροφό του, «επειδή την απογοήτευσα, όπως και πολλούς άλλους, με το να μην τους μιλήσω για την κατάστασή μου. Πίστευα ότι όλο αυτό θα περάσει. Κάτι που δεν συνέβη…».
Ο Κόουλ προσβλήθηκε από έναν ιό το 2015, σε ταξίδι στο Βιετνάμ ως πρεσβευτής της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Αρχικά, το πρησμένο πρόσωπο και το απρόσμενα κουρασμένο κορμί του δεν τον ανησύχησαν. Για την ακρίβεια, αρνούνταν πεισματικά ότι έχει κάτι.
Οι εξετάσεις, όμως, έδειξαν ότι η λειτουργία του νεφρού του είχε μειωθεί στο 7% της φυσιολογικής ικανότητας… Τον Απρίλιο του 2017, υποβλήθηκε σε μεταμόσχευση με δωρητή τον ανιψιό του, Αλεξάντερ Πάλμερ και αυτό του έσωσε τη ζωή.
Η διάθεσή του, πάντως, δεν άλλαξε και ο παλαίμαχος επιθετικός το αιτιολογούσε στο ότι «το νεφρό είναι κάτι ξένο σε μένα και ο οργανισμός μου το “πολεμά” και του επιτίθεται συνεχώς.
»Ο κόσμος σού λέει να μείνεις θετικός, αν και κανένας δεν γνωρίζει πόσο θα αντέξει το νέο νεφρό. Μπορεί να αντέξει δέκα χρόνια, μπορεί όμως και να σταματήσει να λειτουργεί αύριο».
Παραδέχθηκε ότι η ψυχολογική πίεση τού προκάλεσε κατάθλιψη και «θυμάμαι να αδειάζω ένα μεγάλο κουτί με φάρμακα, να κλαίω και να σκέφτομαι ότι το να επιβιώσω ακόμα μια μέρα είναι που πρέπει να παλέψω. Να το κάνω για το υπόλοιπο της ζωής μου, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν μπορώ να συνεχίσω».
Για να ομολογήσει με ανατριχιαστική κυνικότητα πως «έβλεπα ανθρώπους που είχαν κατάθλιψη και σκέψεις αυτοκτονίας και δεν μπορούσα να το καταλάβω. Τώρα είμαι στην ίδια θέση. Η κατάθλιψη σε χτυπάει, έχεις τάσεις αυτοκτονίας. Ακόμα υποφέρω συναισθηματικά»…
Η παραδοχή της ασθένειας αποδείχθηκε ένας «αγώνας» το ίδιο σκληρός και επίπονος με τη θεραπεία του.
Και, όπως επιμένει, ίδιος με τη ζωή του από τα παιδικά χρόνια, αν και δεν διεκδικεί εύσημα για τούτο.
Γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1971 στο Νότινγχαμ, γιος του Λίνκολν Κόουλ, ενός ανειδίκευτου εργάτη στα ορυχεία λιγνίτη της πόλης, ο οποίος είχε μεταναστεύσει στην Αγγλία από την Τζαμάικα.
Όταν στα 13 του αποχώρησε από τις μικρές ομάδες της Φόρεστ, φάνηκε ότι δεν θα κυνηγήσει τη φιλοδοξία να παίξει ποδόσφαιρο.
Η ζωή του, όμως, ήταν από τότε γεμάτη αντιφάσεις και εμπόδια.
Έναν χρόνο αργότερα, η Άρσεναλ τού προτείνει μία θέση στις ακαδημίες της. Ο μικρός Άντι αποφασίζει, μάλιστα, να εγκαταλείψει το σχολείο και μετακομίζει στο Λονδίνο. Η εξέλιξη τον υποχρεώνει να μεγαλώσει νωρίτερα από τον αριθμό που ανέγραφε τη ταυτότητά του.
Ωριμάζει από την εφηβική ηλικία και τονίζει μερικά χρόνια αργότερα ότι «αυτό ήταν το καλύτερο, γιατί στην πόλη μου, αν δεν έπαιζα ποδόσφαιρο, ήταν βέβαιο πως θα βρεθώ μπλεγμένος».
Παρότι απέδιδε στις ομάδες νέων των «κανονιέρηδων», στην τριετία 1989-1992 στην οποία προπονούνταν με την πρώτη ομάδα (ή όταν δεν ήταν δανεικός σε Φούλαμ και Μπρίστολ Σίτι), αγωνίστηκε σε μόλις έναν αγώνα πρωταθλήματος, κόντρα στη Σέφιλντ Γιουν., στις 29/12/90 και σε ένα ματς του Λιγκ Καπ εναντίον της Τότεναμ…
Ο κόουτς Τζορτζ Γκρέιαμ πίστευε ότι ο άλλοτε ντροπαλός νέος ήταν αλαζόνας. Ο 18χρονος Κόουλ τού ζήτησε να παίζει, «γιατί ήμουν καλός», όμως ο Γκρέιαμ αποκρίθηκε με ερώτηση: «Ποιος στον διάολο νομίζεις ότι είσαι;»!
Όταν ο Άντι απάντησε πως «ξέρω εγώ ποιος είμαι και δεν το περιμένω από εσένα», ο προπονητής του απλώς τον έδιωξε.
Μία τέτοια εξέλιξη προφανώς αποτελεί «χτύπημα» και ανασταλτικό παράγοντα για έναν νεαρό παίκτη.
Όμως ο φιλόδοξος Κόουλ δεν πτοήθηκε ούτε από την ατάκα του προέδρου της Άρσεναλ, Τζίμι Χιλ, που προέβλεψε ότι «δεν θα γίνεις ποτέ κανονικός ποδοσφαιριστής…».
«Γιατί νομίζεις ότι με ενδιαφέρει η άποψή σου;», ήταν τα λόγια του 21 ετών επιθετικού, ο οποίος υπέγραψε στην Μπρίστολ Σίτι.
Έπειτα από… μισή σεζόν με 12 γκολ σε 29 παιχνίδια, τον Φεβρουάριο του 1993, η Νιούκαστλ πραγματοποίησε την τότε ακριβότερη μετεγγραφή της και τον απέκτησε έναντι 1,75 εκατ. λιρών.
Το παρασκήνιο της μετεγγραφής αναφέρει πως ο κόουτς Κέβιν Κίγκαν τον αποκάλεσε σε τηλεφωνική συνομιλία «Έντριαν» και όχι «Άντριου», όμως ο νεαρός δεν «ψάρωσε» και τον διόρθωσε αμέσως.
Επιπλέον, ο Κίγκαν τού ζήτησε να πάει στο Νιούκαστλ την επομένη για να υπογράψει, αλλά ο Άντι τού είπε πως «θα έρθω μεθαύριο, γιατί αύριο έχω να βάλω πλυντήριο και να καθαρίσω το σπίτι μου!».
Πρόλαβε να σκοράρει άλλες 12 φορές ως το καλοκαίρι και οδήγησε την ομάδα του στην άνοδο στην Πρέμιερ Λιγκ, στην οποία, το 1993-94 αναδείχθηκε κορυφαίος σκόρερ με 34 γκολ!
Ο Κόουλ σκόραρε 41 φορές σε όλες τις διοργανώσεις, καταρρίπτοντας το ρεκόρ συλλόγου του Χιούι Γκάλαχερ, ψηφίστηκε κορυφαίος νέος παίκτης της λίγκας και η Νιούκαστλ τερμάτισε τρίτη, εξασφαλίζοντας θέση στο Κύπελλο UEFA.
Η εκτελεστική δεινότητά του Κόουλ επιβεβαιώθηκε και ως το 1995, με συνολικό απολογισμό 68 γκολ σε 84 αγώνες (0,81 ανά ματς) και «ανάγκασε» την ομάδα του να τον παραχωρήσει τον Ιανουάριο του 1995 στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Η ατάκα του προέδρου της Άρσεναλ είχε σβηστεί πια από το μυαλό του Άντι Κόουλ. Μάλιστα, αποκάλυψε πως «τον συνάντησα χρόνια μετά, αλλά δεν του είπα τίποτα». Μοναχικός και στην εκδίκηση.
Ο Κόουλ έφτασε στο «Ολντ Τράφορντ» γεμάτος αυτοπεποίθηση.
Στα αυτιά του ηχούσε μία άλλη δήλωση. Ο Μπράιαν Κλαφ τον είχε συναντήσει με τη φανέλα των ακαδημιών της Άρσεναλ και είχε παραδεχθεί ότι «αυτός ο μικρός μάς ξέφυγε στη Φόρεστ!».
Ο Άντι ήταν πια καταξιωμένος ατομικά και με τους «κόκκινους διαβόλους» αναζητούσε τίτλους, υπό τις οδηγίες του Σερ Άλεξ Φέργκιουσον, ο οποίος απαίτησε την απόκτησή του, αντί 6εκατ. λιρών και τον Κιθ Γκιλέσπι, για την, τότε, ακριβότερη μετεγγραφή Βρετανού παίκτη.
Στο υπόλοιπο της σεζόν 1994-95, ο Κόουλ πέτυχε 12 γκολ σε 18 αγώνες, εκ των οποίων πέντε στο 9-0 της Γιουνάιτεντ επί της Ίπσουιτς, ως ο πρώτος με γκολ σε έναν αγώνα στην ιστορία της Πρέμιερ Λιγκ!
Μονάχα που η χρονιά ολοκληρώθηκε με την πρώτη μεγάλη απογοήτευση για τον ίδιο, καθώς στοχοποιήθηκε για την απώλεια του τίτλου, την τελευταία αγωνιστική.
Στο γεμάτο σασπένς φινάλε, η πρωτοπόρος Μπλάκμπερν ηττήθηκε 2-0 στο «Άνφιλντ» από τη Λίβερπουλ και η Γιουνάιτεντ χρειαζόταν νίκη απέναντι στη Γουέστ Χαμ.
Ο Κόουλ έχασε δύο ευκαιρίες στο τέλος και το τελικό 1-1 άφησε την ομάδα του Φέργκιουσον, που αγωνιζόταν χωρίς τον τιμωρημένο Ερίκ Καντονά και τον τραυματία Αντρέι Καντσέλσκις, δεύτερη.
Η αυτοπεποίθησή του, ξαφνικά, χάθηκε. Και όταν η αμφιβολία αιωρούνταν πάνω από το κεφάλι του ή δίπλα στο όνομά του, η μοναχικότητά του αναδύονταν και πάλι στην επιφάνεια και τον έθετε στο περιθώριο, δίχως ο ίδιος να μπορεί να την καταπολεμήσει.
Η σεζόν 1995-96 ήταν δύσκολη για εκείνον.
Αδυνατώντας να βρει ρυθμό και χώρο πλάι στον Καντονά, σκόραρε μεν 14 φορές, αλλά έλαβε την ταμπέλα του «χασογκόλη».
Ο παλαίμαχος μέσος και πρώην ομοσπονδιακός προπονητής, Γκλεν Χοντλ, έκανε μία δήλωση που «χαράχτηκε» δίπλα στον Κόουλ, λέγοντας πως «δεν θα ήταν χρήσιμος στην ομάδα μου, γιατί χρειάζεται πέντε ευκαιρίες για να πετύχει μία φορά τον στόχο…».
Παρότι κατέκτησε τον παρθενικό τίτλο του (και τρίτο της Γιουνάιτεντ σε μία τετραετία), οι μέρες του στο «Ολντ Τράφορντ» έδειχναν μετρημένες.
Πριν από το ξεκίνημα της σεζόν 1996-97, ο Φέργκιουσον τον πρόσφερε ως αντάλλαγμα στη Μπλάκμπερν, μαζί με 12εκατ. λίρες, για τον Άλαν Σίρερ. Στον «Σερ» δεν έφτανε η κυριαρχία στο νησί και πιθανή προσθήκη του τότε κορυφαίου Άγγλου φορ θα μετέτρεπε την ομάδα του σε ευρωπαϊκή υπερδύναμη.
Η άρνηση του Σίρερ, που προτίμησε τη Νιουκάστλ, θα έδινε θέση βασικού και το Νο9 στον Κόουλ, όμως μία πνευμονία τον άφησε εκτός στην αρχή της χρονιάς.
Η ατυχία του, πάντως, είχε και συνέχεια και μάλιστα σοκαριστική.
Το τεχνικό τιμ τού ζήτησε να αγωνιστεί σε μερικά παιχνίδια της δεύτερης ομάδας, ώστε να βρει ρυθμό και τον Οκτώβριο του 1996 έπαιξε στο άδειο «Άνφιλντ» εναντίον της δεύτερης ομάδας της Λίβερπουλ.
Σε μία ανύποπτη φάση, ο αμυντικός της ομάδας του Μέρσεϊσαϊντ, Νιλ Ράντοκ, έπεσε άσχημα πάνω στον Κόουλ και του έσπασε και τα δύο πόδια!
Βρισκόταν σε ένα γήπεδο που δεν έπρεπε να είναι και αντιμετώπιζε έναν αντίπαλο που δεν έπρεπε να αντιμετωπίσει… Οι οιωνοί ήταν εις βάρος του, αλλά δεν τα παράτησε.
Χωρίς κανένας να μπορεί να το πιστέψει, αν και ο Άντι Κόουλ «βυθίστηκε» σε σκέψεις απογοήτευσης, επέστρεψε στο χορτάρι πριν από τα Χριστούγεννα!
Όταν ο Ράντοκ σόκαρε εκ νέου την ποδοσφαιρική Αγγλία, λέγοντας ότι «ποτέ δεν είχα σκοπό να του σπάσω και τα δύο πόδια, αλλά… μόνο το ένα!», ο Κόουλ δεν του κράτησε κακία και ακόμη και σήμερα επιμένει ότι ο παλαίμαχος παίκτης της Λίβερπουλ έκανε απλώς ένα αποτυχημένο αστείο.
Το 2019, πάντως, ο Ράντοκ, που είχε το παρατσούκλι «ξυράφι», απολογήθηκε στον Κόουλ…
Ο επιθετικός της Γιουνάιτεντ πέτυχε οκτώ γκολ ως την άνοιξη του 1997, εκ των οποίων ένα λυτρωτικό για τον ίδιο και την ομάδα του.
Στο «Άνφιλντ», στο ίδιο μέρος όπου μισή σεζόν νωρίτερα υπέστη κάταγμα και στα δύο πόδια, σκόραρε στον θρίαμβο με 3-1 επί τη Λίβερπουλ, στη νίκη που εξασφάλισε μαθηματικά το πρωτάθλημα στους «κόκκινους διαβόλους».
Η αυτοπεποίθησή του είχε επιστρέψει.
Την επόμενη σεζόν, μετά την αποχώρηση του Καντονά από την ενεργό δράση, ο Κόουλ ήταν πια βασική επιθετική επιλογή.
Αποφάσισε να αφήσει στην άκρη τη βεντέτα με τον Τέντι Σέρινγχαμ, τον οποίο δεν συγχώρεσε γιατί δεν του έδωσε το χέρι του όταν τον αντικατέστησε στο φιλικό 0-0 με την Ουρουγουάη, στις 29/3/95. Δηλώνοντας ότι «θα πήγαινα για καφέ με τον… Ράντοκ, αλλά όχι με τον Τέντι!».
Έπαιξε, όμως, στο πλάι του, σκόραρε 18 γκολ, αλλά η Γιουνάιτεντ ολοκλήρωσε τη χρονιά δίχως τρόπαιο, μόλις για δεύτερη φορά σε εννέα σεζόν.
Παράλληλα, ο ανταγωνισμός για μία θέση στην 11αδα είχε αυξηθεί, με την παρουσία των Σέρινγχαμ, Όλε Γκούναρ Σόλσκιερ και του Ντουάιτ Γιορκ.
Κόουλ και Γιορκ είχαν τη θέση του βασικού, αν και οι Σέρινγχαμ και Σόλσκιερ είχαν «υπογράψει» το ιστορικό «τρεμπλ» το 1999, με τα γκολ τους στις καθυστερήσεις του τελικού του Τσάμπιονς Λιγκ επί της Μπάγερν Μονάχου, στο «Καμπ Νου» της Βαρκελώνης.
Μαζί με τον Γιορκ συνέθεσαν ένα παραγωγικό δίδυμο που πρόσφερε 52 γκολ, σε μία σεζόν που ο Κόουλ εμφάνισε στο χορτάρι και μία άλλη πτυχή του ταλέντου του, μοιράζοντας 12 ασίστ.
Άλλωστε, αν και τρίτος σκόρερ στην ιστορία της Πρέμιερ Λιγκ, με 187 γκολ, σκόραρε μόλις μία φορά με πέναλτι, σε αντίθεση με τον κορυφαίο, Άλαν Σίρερ, ο οποίος πέτυχε 260 γκολ, αλλά με 56 πέναλτι. Ο Άντι Κόουλ, όμως, μέτρησε 127 ασίστ στο αγγλικό πρωτάθλημα, επίδοση που τον έφερε 12ο, σε μία λίστα που δεν συναντά κάποιος εύκολα έναν κλασικό επιθετικό.
Η ονειρική σεζόν 1998-99 έκανε ακόμη πιο λαμπερό παλμαρέ του Κόουλ στο Μάντσεστερ, με πέντε πρωταθλήματα, δύο Κύπελλα, ένα Σούπερ-Καπ και ένα Τσάμπιονς Λιγκ.
Ο ίδιος σημείωσε το νικητήριο τέρμα την τελευταία αγωνιστική κόντρα στην Τότεναμ, φέρνοντας τη Γιουνάιτεντ έναν βαθμό πάνω από την Άρσεναλ και χαριζοντάς της έναν ακόμη τίτλο, όμως έχει ακόμη στο μυαλό του «σημαδεμένο» κάποιο άλλο ματς.
Μέχρι και σήμερα θεωρεί καλύτερο παιχνίδι του τη νίκη 3-2 επί της Γιουβέντους στο Τορίνο, όπου η Μάντσεστερ (μετά το 1-1 της Αγγλίας) βρέθηκε πίσω με 2-0 στον επαναληπτικό ημιτελικό του Τσάμπιονς Λιγκ και εκείνος πέτυχε το τρίτο γκολ.
Σην τελευταία, ίσως, μεγάλη στιγμή του, καθώς στην προετοιμασία του καλοκαιριού στην Αυστραλία τραυματίστηκε στο γόνατο και έμεινε εκτός αγώνων για έξι μήνες…
Παρέμεινε στο «Ολντ Τράφορντ» άλλες δύο σεζόν και τον Δεκέμβριο του 2001 αποχώρησε έχοντας συνολικά 93 γκολ σε 195 ματς με τη Γιουνάιτεντ.
Αντικαταστάθηκε από τον Ολλανδό Ρουντ Φαν Νίστελροϊ, με τον οποίο δεν «κόλλησε» τους πρώτους μήνες συνύπαρξης τους και η δική του συνέχεια, αν και σε ηλικία 30 ετών, δεν ήταν αντίστοιχη.
Παραχωρήθηκε στα μέσα της χρονιάς, αντί 8εκατ. λιρών, στη Μπλάκμπερν, με την οποία κατέκτησε το Λιγκ Καπ και συναντήθηκε το 2002 και πάλι με τον Γιορκ. Το 2003-04 πέτυχε «μόλις» 11 γκολ και ήρθε σε ρήξη με τον κόουτς Γκρέιαμ Σούνες, τον οποίο κατήγγειλε στην Ένωση Παικτών για άδικη μεταχείριση…
Δόθηκε δανεικός στη Φούλαμ, στην οποία υπέγραψε και το 2004-05, σκοράροντας 12 φορές σε 31 αγώνες.
Φόρεσε τη φανέλα της Μάντσεστερ Σίτι, με απολογισμό εννέα γκολ σε 22 συμμετοχές, όμως η συνέχεια και το φινάλε ήταν απογοητευτικά.
Αγωνίστηκε στην Πόρτσμουθ, έπαιξε δανεικός σε Μπέρμινγχαμ, Σάντερλαντ και Μπέρνλι, πριν κλείσει την καριέρα του το 2008 στη γενέτειρά του, χωρίς γκολ σε δέκα ματς της Νότινγχαμ Φόρεστ.
Η προσωπική και συλλογική επιτυχία του δεν συνοδεύτηκε από αξιοπρόσεκτη καριέρα στην Εθνική Αγγλίας, τη φανέλα της οποίας φόρεσε 15 φορές, βρίσκοντας δίχτυα μόνο μία φορά, σε αγώνα με την Αλβανία το 2001, για τα προκριματικά του Μουντιάλ.
Αυτά που αντιμετώπισε σε προσωπικό επίπεδο μετά την αποχώρησή του, όμως, τον έκαναν να δηλώσει ότι «θα πετούσα στα σκουπίδια όλα τα μετάλλια και τους τίτλους μου, για να ήμουν υγιής»…
Μπορεί, όπως είπε στον «Guardian», «κάποιες μέρες όλα να είναι θολά γύρω μου», όμως προσπαθεί ακόμη να μοιράσει την ελπίδα που ίσως δεν έχει για τον εαυτό του.
Το 2000 είχε δημιουργήσει μία φιλανθρωπική οργάνωση για τη στήριξη ορφανών που είναι φορείς του ιού HIV (AIDS).
To 2020 ίδρυσε το Andy Cole Fund, σε συνεργασία με την Kidney Research UK, για τη συγκέντρωση χρημάτων και την έρευνα για τη μεταμόσχευση νεφρού.
Καθώς τρία εκατομμύρια άνθρωποι στο Ηνωμένο Βασίλειο πάσχουν από ασθένειες του ήπατος και το 36% όσων είναι σε λίστα αναμονής για μεταμόσχευση, ανήκουν μαύρες ή ασιατικές μειονότητες.
Μέσω αυτής της δράσης, ο Άντι Κόουλ επιχειρεί να δώσει στήριξη και σε άλλους και στον εαυτό του. Εξηγώντας πως «η νοοτροπία “δεν θέλω να βλέπω τον εαυτό μου, γιατί τον μισώ”, με όλες αυτές τις φαινομενικά αποκρουστικές ουλές από το στήθος ως το στομάχι μου, δεν πρέπει να μένει στο μυαλό μας».
Ο ίδιος επαναλαμβάνει ότι «δεν ξέρω πώς τα έχω καταφέρει».
Λατρεύει να παρακολουθεί τον 24χρονο γιο του Ντεβάντε, που έχει παίξει στο παρελθόν στη Γουίγκαν και τη σεζόν 2019-20 αγωνίστηκε στη Ντόνκαστερ Ρόβερς
Όμως δεν κρύβει ότι τις περισσότερες φορές θέλει να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα μόνος του.
Όχι για να λάβει τα εύσημα, αλλά ίσως για να μην αισθάνεται ότι είναι βάρος.
Συχνά η παρουσία του στο γήπεδο ήταν καθηλωτική. Όχι, ωστόσο, πιο καθηλωτική από την προσωπική μάχη του σώματος και του μυαλού του.ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΓΛΙΚΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ