Ήμουν στην τρίτη σεζόν μου στον Πανιώνιο, όταν οι παράγοντες της ομάδας, είχαν στρέψει τα βλέμματά τους σε έναν νεαρό που εντυπωσίαζε στα ανοικτά γήπεδα της Αθήνας.
Η διοίκηση, με προεξέχοντες τον Ανδρέα Βαρίκα, τον Παύλο Κορκίδη και τον κυρ-Αργύρη Κορωναίο, έφορο της ομάδας, αποφάσισαν να προχωρήσουν σε μία γενναιόδωρη κίνηση για αυτόν τον πιτσιρικά.
Το όνομα του Φάνη Χριστοδούλου είχε ήδη κυκλοφορήσει στην μπασκετική αγορά, ως ένα αυθεντικό ταλέντο, από την Δάφνη.
Έδωσαν σε αντάλλαγμα κάποιους παίκτες και τον Μάκη Δενδρινό, ως προπονητή, πληρωμένο για μία χρονιά. Ο Μάκης αγωνιζόταν ακόμη, όμως ήδη εργαζόταν ως κόουτς στα τμήματα υποδομής και βοήθησε για μία σεζόν την Δάφνη.
Ο Πανιώνιος δεν είχε την οικονομική επιφάνεια να καταβάλλει ένα μεγάλο ποσό στη ομάδα του Φάνη, η οποία κυρίως ζητούσε παίκτες, έστω και αν δεν είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην Α΄ Εθνική, το 1983.
Ήμουν δύο χρόνια μεγαλύτερός του. Γνωριστήκαμε για πρώτη φορά ένα απόγευμα στο ιστορικό κλειστό της Αρτάκης, όμως «δέσαμε» αμέσως.
Ήταν μεν σε διαφορετικό επίπεδο από την κορυφαία κατηγορία, καθώς κατά κύριο λόγο αγωνιζόταν σε ανοικτά γήπεδα.
Ωστόσο, το ταλέντο του ξεχώριζε και ενσωματώθηκε και στην εφηβική ομάδα του Πανιωνίου, με την οποία κατέκτησε το πανελλήνιο πρωτάθλημα, μαζί με τον Γιώργο Γάσπαρη, που επίσης αγωνιζόταν και στους μεγάλους.
Στο ανδρικό τμήμα τον «αγκαλιάσαμε» αμέσως. Ο Δημήτρης Φωσσές ήταν η «μάνα του λόχου», ο Κώστας Μίσσας και οι υπόλοιποι βετεράνοι ήθελαν να βοηθούν τα νέα παιδιά και ο Φάνης αισθάνθηκε αμέσως το οικογενειακό κλίμα του Πανιωνίου.
Ήταν ένα παιδί ιδιαιτέρως ντροπαλό, όμως μέσα στο γήπεδο δεν «κολλούσε» πουθενά.
Με το παιχνίδι του «έλεγε» κάτι σαν «εγώ ήρθα εδώ για να καθιερωθώ» και να επιβεβαιώσει την αξία του, εκπληρώνοντας τις προσδοκίες.
Ήταν φιλότιμος και κάποιες φορές βούρκωνε έπειτα από τα ματς, όταν είτε είχαμε ηττηθεί είτε δεν είχε αποδώσει όπως μπορούσε. Ήταν ένας πολύ ευαίσθητος χαρακτήρας, παιδί της οικογένειας και υπεραγαπούσε τους γονείς του.
Πολύ σεμνός και παρά το αστείρευτο ταλέντο του, η σεμνότητα «βγήκε» και στο γήπεδο, καθώς ήταν πάντα διατεθειμένος να κάνει όλες τις δουλειές στον αγώνα.
Δεν ήταν εγωιστής στο παιχνίδι του, αλλά γεννημένος αλτρουιστής.
Το 1987 ζήσαμε μαζί δύο σπουδαίες στιγμές, αφού πριν από την κατάκτηση του Ευρωμπάσκετ με την Εθνική, είχαμε φτάσει με τον Πανιώνιο στη δεύτερη θέση στο πρωτάθλημα, με προπονητή τον συχωρεμένο τον Μάκη Δενδρινό.
Ηττηθήκαμε μεν στον τελικό των πλέι οφς από τον σχεδόν ανίκητο Άρη του Νίκου Γκάλη και του Παναγιώτη Γιαννάκη, όμως είχαμε επιβεβαιώσει ότι ήμασταν μία δύναμη στο ελληνικό μπάσκετ και η καλύτερη ομάδα της Αθήνας.
Ο Φάνης, μέσα από τον Πανιώνιο εξελίχθηκε με τρόπο που ίσως να μην είχε καταφέρει αν είχε μετεγγραφεί σε μία ομάδα του κέντρου.
Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός, ΑΕΚ υπολείπονταν μεν τότε της δικής ομάδας, όμως σαφώς και διέθεταν μεγαλύτερο όνομα και κόσμο, κάτι που ενδεχομένως να είχε επιφέρει στον Φάνη επιπλέον πίεση.
Την εποχή εκείνη, ο Πανιώνιος ήταν μία ανερχόμενη δύναμη που στηριζόταν σε νέους παίκτες και αυτό του έκανε καλό και του έδωσε χώρο και χρόνο να εξελιχθεί και να μεγαλουργήσει.
Ο Φάνης γαλουχήθηκε με τις αρχές και τις αξίες του Πανιωνίου και τον βοήθησε να ολοκληρώσει μία μπασκετική οντότητα, η οποία επιβεβαιώθηκε ξεκάθαρα και με τις επιτυχίες του με την Εθνική.
Αγαπήθηκε από τον Πανιώνιο, αν και δεν ήταν γέννημα-θρέμμα της Νέας Σμύρνης, διότι ο κόσμος ταυτίστηκε μαζί του και για τον χαρακτήρα και τη νοοτροπία του.
Δεν εκβίαζε μέσα στο παρκέ, δεν εκμεταλλεύτηκε ποτέ τις ικανότητες και τη φήμη του και ήταν σημαντικό το ότι δεν βρέθηκε σε έναν σύλλογο με πιο απρόσωπο περιβάλλον.
Έγινε ένα με την ομάδα και τόσο οι παίκτες όσο και οι παλιοί, ρομαντικοί παράγοντες και φυσικά ο κόσμος τού συμπεριφέρθηκαν με έναν τρόπο που του έδειξαν ότι από την αρχή τον θεώρησαν μέλος της οικογένειας του συλλόγου.
Η σχέση μας ήταν εξαιρετική. Ήμασταν συγκάτοικοι στο Ευρωμπάσκετ του 1987 και είχαμε πάει και μαζί στον στρατό. Δεν κάναμε «κολλητή» παρέα, όμως τον έζησα καλά και συζητούσαμε για πολλά πράγματα, για μπάσκετ και για τη ζωή.
Ήμασταν, βεβαίως, διαφορετικοί. Είχε αυτό το ελάττωμα να καπνίζει από μικρή ηλικία και του έλεγα συνέχεια ότι πρέπει να το κόψει! Εκείνος, ωστόσο, πάντοτε χαμογελούσε και μου απαντούσε απλώς ότι «αυτό δεν γίνεται και κόψε εσύ τις μ……ς»!
Ούτε όταν ήρθε η πρόταση από τους Ατλάντα Χοκς, οι οποίοι τον επέλεξαν στο τέταρτο γύρο και το Νο90 του ντραφτ του ΝΒΑ το 1987, άλλαξε συνήθειες.
Του έλεγα να σηκωθεί να φύγει και να πάει στην Αμερική, όμως στις αποφάσεις του ήταν πάντα σταθερός και δεν άκουγε κανέναν.
Όταν ένα παιδί 22 ετών -εγώ ήμουν 24- γυρίζει και σου λέει ότι «εγώ δεν πρόκειται να πάω στο ΝΒΑ, όσα κι αν είναι τα χρήματα, γιατί δεν θέλω να αφήσω την οικογένειά μου και τους φίλους μου στην πλατεία της Νέας Σμύρνης», κατανοείς ότι δεν ήταν ώριμος ώστε να δει το μέλλον και τις προοπτικές μίας τόσο μεγάλης ευκαιρίας και απόφασης.
Δεν μπορούσε εκείνη την εποχή να γνωρίζει τι θυσίες έπρεπε να κάνει ένας παίκτης για να παίξει στο ΝΒΑ. Η πληροφόρηση δεν ήταν άμεση και δεν εμπιστεύτηκε ένα ένστικτο που θα τον έκανε απλώς να μπει σε ένα αεροπλάνο και να φύγει.
Δεν μπορείς, φυσικά, παρά να σεβαστείς τη στάση και την απόφασή του.
Ο Φάνης δεν έβαλε ποτέ την καριέρα του πάνω απ’ όλα. Στόχος του, εκτός από την επιτυχία στο μπάσκετ, ήταν να περνάει και καλά, να ζει.
Αν ο Φάνης έκανε την προπόνηση που έκανε ο Παναγιώτης Γιαννάκης, θα ήταν ακόμη καλύτερος. Ο Γιαννάκης έφυγε να πάει να δοκιμάσει στη Βοστόνη με ένα πόδι.
Ο Χριστοδούλου δεν ήταν ανώριμος. Είχε απλά μία παιδική αθωότητα στον χαρακτήρα του και επιθυμούσε να διασκεδάζει, να περνάει ώρες με τους φίλους του.
Η προοπτική του ΝΒΑ δεν τον έπεισε να αφήσει οικογένεια, φίλους και το τρόπον τινά βόλεμά του και να βρεθεί στην Αμερική.
Το αμερικανικό όνειρο δεν τον έπειθε, αν και ίσως αν τον ρωτήσει τώρα κάποιος να σου πει ότι δεν μετάνιωσε, αλλά του έμεινε μία απορία για το τι μπορεί να είχε καταφέρει.
Είναι ούτως ή άλλως άδικο να βάζουμε τη λέξη «αν» και τις απορίες τύπου «πού θα έφτανε αν δούλευε πιο σκληρά;», στην ίδια πρόταση με έναν πετυχημένο αθλητή.
Είχε μέσα του τόση καλοσύνη που συχνά αυτό δεν συνάδει με τα απαιτητικά σπορ. Ήταν τόσο αλτρουιστής που αυτό ενδεχομένως να ήταν και ο λόγος που δεν πέτυχε και σε κάποιες επιχειρηματικές δραστηριότητές του, εκτός μπάσκετ.
Όταν κάνεις μία ανασκόπηση στην καριέρα του το καταλαβαίνεις και ο ίδιος το έχει κατανοήσει και το έχει αποδεχθεί αυτό.
Με στεναχώρησε, επίσης, το γεγονός ότι ο Φάνης έριξε «μαύρη πέτρα πίσω του» και απομακρύνθηκε από το μπάσκετ για πάρα πολλά χρόνια.
Δεν ήταν μία συγκυρία έλλειψης ευκαιριών στο μπάσκετ. Αλλά απόφαση λόγω χαρακτήρα.
Αρνήθηκε να δεχθεί τον διορισμό στο Υπουργείο Αθλητισμού, όταν είχε τη δυνατότητα, γιατί επιθυμούσε να γίνει υπαξιωματικός του Λιμενικού.
Ζορίστηκε να το συνεχίσει, όμως, διότι βάσει κανονισμών έπρεπε να κοιμάται κάποια βράδια στη σχολή και δεν το ήθελε αυτό. Αποφάσισε κάποια στιγμή να τα παρατήσει, για να αφοσιωθεί στο μπάσκετ και ήταν φανερό ότι σε κάποια πράγματα δεν ήθελε να πιέζεται.
Ήθελε, παράλληλα, με όσα κάνει, να περνάει και καλά.
Όσα λάθη έκανε, ωστόσο, τα έκανε από την καλοσύνη του, γιατί ακόμη και στις επιχειρηματικές δραστηριότητες του, αυτό που επιθυμούσε πάντα ήταν να βοηθά τους άλλους. Δίχως να σκέφτεται κόστος ή αν οι αποφάσεις του είναι τελικά κάτι που του έκανε καλό ή κακό.
Ήταν ένας παίκτης που ποτέ δεν είχε κανένα άγχος να γίνει ο φυσικός ηγέτης ή να πάρει το τελευταίο σουτ.
Αυτά του έμοιαζαν με «ταμπέλες», ενώ εκείνος το μόνο που ήθελε ήταν να παίζει το μπάσκετ που ξέρει και να κερδίζει η ομάδα του.
Αυτούς τους ρόλους, πάντως, ο Φάνης τούς επωμίστηκε χωρίς λόγια και τους αφομοίωσε πλήρως, κυρίως όταν σταμάτησαν κάποιοι άλλοι παίκτες όπως ο Τάκης Κορωναίος, που ήταν ηγέτης στον Παναθηναϊκό.
Ξέραμε και οι υπόλοιποι, πάντως, πως ο Χριστουδούλου θα πάρει, τελικά, το κρίσιμο σουτ.
Αυτή την ηγετική φυσιογνωμία δεν την έβγαζε εκτός γηπέδου, με το να είναι απρόσιτος ή να μην μιλάει στους άλλους, σαν βεντέτα. Δεν ήταν απόμακρος. Όσο συγκεντρωμένος στον στόχο του ήταν εντός γηπέδου τόσο προσιτός ήταν εκτός. Μπορούσε να κάνει παρέα με τον οποιονδήποτε.
Δεν ήταν ο κλασικός σταρ μίας ομάδας, που έδειχνε πιο απόμακρος.
Αυτός ο χαρακτήρας τον βοήθησε και εντός παρκέ, ώστε η «ταμπέλα» του ηγέτη που καλώς ή καλώς έπρεπε να φέρει, νσ μην τον φορτώσει με άγχος ούτε του προσέδωσε επιπλέον πίεση στο παιχνίδι του.
Επιπλέον, τον βοήθησε να συνδυάζει τον ηγετικό ρόλο στον Πανιώνιο με τον ελαφρώς πιο συμπληρωματικό που είχε στην Εθνική.
Όταν, όμως, αποχώρησε ο Γκάλης και ο Γιαννάκης πλησίαζε προς το τέλος της καριέρας του, έγινε απόλυτος πρωταγωνιστής και στην Εθνική.
Στην Εθνική, ο κόουτς Κώστας Πολίτης τού είχε δώσει έναν ρόλο πίσω από τον Γκάλη και τον Γιαννάκη στο εκτελεστικό κομμάτι, αλλά πρωταγωνιστικό στην άμυνα.
Ξέραμε κάθε φορά ότι ο Φάνης θα μαρκάρει τον καλύτερο αντίπαλο και εκείνος το είχε αποδεχθεί.
Μπορεί κάποιες φορές να θεωρούσε πως θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερο στην επίθεση, όμως δεν είχε κανένα πρόβλημα με αυτό και ήξερε ότι στο σκοράρισμα όλα αρχίζουν από τον Νικ.
Αυτό το είχε δεχθεί ο Γιαννάκης και το έκανε και ο Χριστοδούλου.
Ο Φάνης, άλλωστε, δεν ήταν ποτέ αγχωμένος μέσα στις τέσσερις γραμμές. Μπορεί απέναντί του να είχε σπουδαία ονόματα της πρώην Γιουγκοσλαβίας και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, όμως ποτέ δεν φοβήθηκε κανέναν.
Ο μόνος λόγος να γείρει προς τα κάτω το κεφάλι του ήταν να μην έχει παίξει καλά ή να τον έχουν αδικήσει οι διαιτητές.
Στο Ευρωμπάσκετ του ’87 είχε ενοχληθεί από κάποια φάουλ που του χρέωναν και σε ένα ματς, αν θυμάμαι με την Σοβιετική Ένωση στην πρώτη φάση, είχε πάει στην αγκαλιά του γιατρού του, Κώστα Παρίση και έκλαιγε όταν αποβλήθηκε με πέντε φάουλ.
Δεν φοβόταν ποτέ, όμως, όποιος κι αν ήταν απέναντί του.
Ο Φάνης Χριστοδούλου ήταν ο ορισμός του αντί-σταρ.
Έπειτα από τόσα χρόνια στα γήπεδα, σαν παίκτης ή προπονητής, συνάντησα πολλούς παίκτες οι οποίοι δεν άξιζαν να θεωρούνται σταρ, έξω από το γήπεδο.
Εκείνος το άξιζε, όμως ο χαρακτήρας του δεν θα του επέτρεπε ποτέ να συμπεριφερθεί ως βεντέτα ή να μην κοιτάξει έναν συμπαίκτη ή αντίπαλο ως ισάξιο άνθρωπο.
Τον έζησα σε νίκες, σε ήττες, σε καταστάσεις εκτός παρκέ, σαν φαντάροι. Ακόμη και στον στρατό μιλούσε σε όλο τον κόσμο, γινόταν «ένα» με όλους και δεν είχε ποτέ μέσα του το «σταριλίκι». Όσο ξεχωριστός είναι σαν άνθρωπος άλλο τόσο ξεχωριστό ήταν και το παιχνίδι του.
Άλλωστε, ποτέ στην Ελλάδα δεν ακούσαμε με βάση την ατάκα «αυτός είναι ο νέος Χριστοδούλου», για έναν νέο παίκτη.
Κάποια στιγμή μπήκε στην ίδια πρόταση το όνομα του Νάσου Γαλακτερού, ως «διαδόχου» του Φάνη. Όμως το ταλέντο του ήταν ασύγκριτο.
Ακόμη και ο πολυσύνθετος Δημήτρης Διαμαντίδης αγωνιζόταν στις θέσεις «1», «2» και «3». Ο Χριστοδούλου, ωστόσο, είχε άλλο σωματότυπο και έπαιζε και στις πέντε θέσεις!
Ούτως ή άλλως είναι ιεροσυλία να συγκρίνουμε και τον Φάνη και τον Γκάλη και τον Γιαννάκη με τους νεότερους παίκτες.
Και γιατί κάθε εποχή είναι ξεχωριστή και διότι ο Φάνης ήταν κάτι μοναδικό για τα ελληνικά δεδομένα.
Η διάθεση και η αυτοθυσία του Χριστοδούλου αποτελούσε παράδειγμα για κάθε συμπαίκτη του.
Πολλές φορές, όταν ο εκάστοτε προπονητής ανέθετε τα μαρκαρίσματα στην αρχή ενός αγώνα, ο Φάνης ζητούσε από μόνος του να πάει πάνω στον αντίπαλο σταρ.
«Θα δοκιμάσω εγώ να τον μαρκάρω», ήταν η συνηθισμένη κουβέντα του και δεν δίσταζε να μαρκάρει από πλέι μέικερ ως σέντερ.
Στον τελικό των πλέι οφς του 1987 ζήτησε να μαρκάρει τον Γκάλη.
Συχνά, όμως, ο καθαρά αγωνιστικός εγωισμός του τον οδηγούσε σε λάθος αποφάσεις και χρεωνόταν με φάουλ, κάτι που τρόμαζε τον προπονητή μας, καθώς δεν ήταν καλό ο κορυφαίος παίκτης σου να είναι εκτός ματς από καταλογισμό φάουλ.
Η κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας το 1991 προφανώς και είναι η μεγαλύτερη στιγμή στην καριέρα του Φάνη στον Πανιώνιο, αλλά και κάτι που δυστυχώς δεν μοιραστήκαμε, όπως το ’87.
Εγώ είχα μία προσωπική διένεξη με τον τότε προπονητή, Βλάντο Τζούροβιτς, και είχα αποχωρήσει από την ομάδα δυόμιση μήνες πριν από τον τελικό με τον ΠΑΟΚ. Τη θέση μου στη 12αδα είχε πάρει ένας πιτσιρικάς που λεγόταν Βασίλης Κικίλιας.
Ακόμη και εκτός ομάδας, είχα επικοινωνία με τους συμπαίκτες μου και ζούσα τον παλμό και την αγωνία τους για τον μεγάλο αγώνα.
Το γυαλί με τον Τζούροβιτς είχε «ραγίσει» και το καλύτερο ήταν να απέχω από τις προπονήσεις. Το καλοκαίρι ζήτησα το δελτίο μου, αποχώρησα και συμφώνησα να παίξω στον Σπόρτιγκ.
Η αποχή μου ήταν κάτι που αποφάσισα ώστε να μην δημιουργηθεί κάποιο θέμα με την ομάδα και να μην διαταράξω τις ισορροπίες της.
Τον τελικό τον παρακολούθησα από την τηλεόραση και ενώ χάρηκα πολύ για τον σύλλογο και για τα παιδιά, στεναχωρήθηκα που δεν ήμουν μαζί τους στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας.
Δεν θα ξεχάσω ότι ο έφηβος τότε, υπουργός μετέπειτα, Βασίλης Κικίλιας, με πήρε στο τηλέφωνο την επόμενη μέρα και μου είπε: «Νίκο, εγώ μπήκα από το “παράθυρο” στη 12αδα και εσύ αξίζεις να πάρεις αυτό το μετάλλιο». Το αρνήθηκα…
Αυτό το Κύπελλο ήταν το επιστέγασμα εκείνης της φουρνιάς του Πανιωνίου και όλοι μας νιώσαμε τη χαρά που είχαν νιώσει οι ποδοσφαιριστές του συλλόγου, όταν εκείνοι είχαν κατακτήσει το Κύπελλο του 1979.
Τότε, όλοι οι παίκτες του παιδικού και του εφηβικού τμήματος της ομάδας μπάσκετ είχαν πάει με τα πόδια από τη Νέα Σμύρνη στο Στάδιο Καραϊσκάκη.
Το Κύπελλο του 1991 ήταν για τον Φάνη μία δικαίωση. Δεν ήταν απωθημένο.
Ο ίδιος είχε γευτεί επιτυχίες με την Εθνική και περισσότερο ένας τίτλος με τον Πανιώνιο ήταν μία ηθική δικαίωση για την απόφαση να μείνει τόσα χρόνια στην ομάδα.
Μπορεί να παρέμεινε για άλλα έξι χρόνια στη Νέα Σμύρνη, όμως από εκείνο το σημείο και μετά, χωρίς να τον αγχώνει, θεωρώ ότι μπορούσε να σκεφτεί πιθανή μετεγγραφή του.
Συζητήσαμε πολλές φορές μαζί αυτό το ενδεχόμενο. Θυμόμασταν τις ατάκες του Γιάννη Ιωαννίδη, ο οποίος κάθε καλοκαίρι σκόπευε να κινηθεί για να τον πάρει στον Άρη, όμως του έλεγε πως «για να σε φέρω στη Θεσσαλονίκη πρέπει να ανταλλάξω τρεις ή τέσσερις παίκτες και αυτό είναι αδύνατον».
Περίμενε υπομονετικά ως το 1997, όταν αποφάσισε να μετακομίσει στον Παναθηναϊκό.
Ήταν μία εποχή που ο Φάνης κατάλαβε ότι στον Πανιώνιο δεν έχει να προσφέρει άλλα πράγματα.
Αν και δύο χρόνια πριν είχε οδηγήσει την ομάδα στον τελικό του Κυπέλλου, χάνοντας από τον ΠΑΟΚ και το 1996, υπό την καθοδήγηση του κόουτς Ντούσαν Ίβκοβιτς, ο Πανιώνιος τερμάτισε τρίτος στο πρωτάθλημα και εξασφάλισε τη συμμετοχή του στην Ευρωλίγκα.
Το 1997 αποφάσισε να συνεχίσει σε μία ομάδα η οποία είχε μεγάλους στόχους, με αυξημένο μπάτζετ και κατόρθωσε στη μία σεζόν στον Παναθηναϊκό να κατακτήσει και ένα πρωτάθλημα.
Δέκα χρόνια νωρίτερα, όμως, δεν ήταν εύκολη η μετεγγραφή ενός παίκτη του Πανιωνίου σε άλλη ομάδα του κέντρου.
Την αρχή είχε κάνει ο Κώστας Μίσσας, ο οποίος το 1986 είχε φύγει από τη Νέα Σμύρνη και αγωνίστηκε για δύο χρόνια στον Παναθηναϊκό, πριν επιστρέψει για μία τελευταία σεζόν στον Πανιώνιο και αποχωρήσει από την ενεργό δράση το 1989.
Ο Φάνης πρόσφερε πολλά στον Πανιώνιο και φυσικά έλαβε και πολλά από τον σύλλογο.
Η ταπεινή άποψή μου είναι πως θα μπορούσε να είχε φύγει και νωρίτερα από την ομάδα, όμως τότε δεν ήταν εφικτές οι μετεγγραφές σπουδαίων παικτών από μία μεγάλη ομάδα σε άλλη.
Όταν ο ΠΑΟΚ, με πρόεδρο τον Βεζυρτζή, ζήτησε από τον Πανιώνιο να με παραχωρήσει, η ομάδα μου ξεκαθάρισε ότι η μοναδική περίπτωση για να υπάρξει συμφωνία είναι ο σύλλογος της Θεσσαλονίκης να παραχωρήσει έναν από τους καλύτερους Έλληνες παίκτες του, τον Νίκο Σταυρόπουλο.
Πάντα βρίσκονταν εμπόδια για την μετακίνηση ενός Έλληνα σε άλλη ομάδα και ο Πανιώνιος ήταν λογικό να ζητά πολλούς αθλητές ως αντάλλαγμα για ένα μεγάλο παίκτη σαν τον Χριστοδούλου.
Ο Φάνης μάλλον καθυστέρησε να φύγει από την ομάδα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως έχει μετανιώσει ή είχε μεγάλο στόχο να αγωνιστεί σε μία ομάδα που θα του χάριζε τίτλους.
Όμως στον Πανιώνιο είχε πρωταγωνιστικό ρόλο, περνούσε καλά και απολάμβανε το οικογενειακό κλίμα, έχοντας και υψηλές αποδοχές, οι οποίες βεβαίως δεν ήταν αντίστοιχες των ηγετών της «αυτοκρατορίας» του Άρη.
Το όνομα του Φάνη Χριστουδούλου ήταν, είναι και θα είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο για το ελληνικό μπάσκετ.
Πάντοτε του έλεγα ότι δεν είναι καλό να χάνεται από τα δρώμενα και χάρηκα ιδιαιτέρως με την απόφασή του να ασχοληθεί με τις εκλογές της ομοσπονδίας, στο πλευρό του Παναγιώτη Φασούλα.
Το μπάσκετ έχει προσφέρει στον Φάνη και το ξέρει και ο ίδιος ότι πρέπει να προσφέρει με τη σειρά του στο μπάσκετ.
Υπάρχουν πολλοί στην Ελλάδα που έχουν πάρει πολλά από το άθλημα και δεν έχουν ανταποδώσει.
Είναι εξαιρετικό να ασχολούνται με το μπάσκετ άνθρωποι που σαν παίκτες έχουν προσφέρει τόσα πολλά και έχουν τον χαρακτήρα να συνεχίσουν να το κάνουν, από άλλο πόστο.
Εύχομαι να βρει έναν τομέα στον οποίο θα είναι χρήσιμος και να προσφέρει όπως ακριβώς έκανε και μέσα στο παρκέ.
Πιστεύω ότι η συνεισφορά του στις εθνικές ομάδες μπορεί να είναι καταλυτική για την επόμενη μέρα του αθλήματος.
Να βάλει μαζί με άλλους παλαίμαχους παίκτες το δικό του λιθαράκι στην ανάπτυξη του σπορ, εκτός των τεσσάρων γραμμών.
Θα ήθελα, βεβαίως, να έχει ασχοληθεί και τα προηγούμενα χρόνια, όμως έστω και λίγο καθυστερημένα, είναι πολύ καλό που ένας πρώην συμπαίκτης του τον «ταρακούνησε» για ένα νέο ξεκίνημα στον χώρο.
Η γενιά η δική μας, από το 1987, αλλά και εκείνη του 2005, των παιδιών που κατέκτησαν τα δύο χρυσά στα αντίστοιχα Ευρωμπάσκετ, πρέπει να δώσουν ένα ερέθισμα και ένα κίνητρο στα νέα παιδιά και να βοηθήσουν να σταματήσει η ξενομανία στην Α1.
Ο Φάνης και πολλά άλλα παιδιά καθιερώθηκαν σε πρωτάθλημα με έναν ή δύο ξένους σε κάθε ομάδα και είναι καλό να ακουστεί η γνώμη ανθρώπων που έχουν υπάρξει πρωταγωνιστές.
Ο ίδιος ο Φάνης, πάντως, μου έχει πει πολλές φορές ότι δεν θέλει να δίνει συμβουλές, γιατί δεν αισθάνεται ειδικός. Θεωρεί πως έχει κάνει πολλά λάθη στη δική του πορεία.
Ωστόσο, εκτός από εκπληκτικός άνθρωπος ήταν και άριστος συγκάτοικος, αν και καπνιστής και πεισματάρης στην απόφασή του να μην δοκιμάσει το 1987 στο ΝΒΑ!
Ήμασταν αντίθετοι χαρακτήρες. Εγώ ήμουν συνήθως εκείνος που τακτοποιούσε τα ρούχα στο δωμάτιο, όμως αυτό μας βοήθησε και ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον.
Θα θυμάμαι και τα χρόνια του στρατού, γιατί για χάρη του αγωνίστηκα για πρώτη φορά σαν σμολ φόργουορντ στο πρωτάθλημα της Αεροπορίας, το οποίο κατακτήσαμε αήττητοι.
Μπορεί να βαριόταν ελαφρώς τις πρωινές προπονήσεις, όμως όταν βρισκόταν στο γήπεδο, έδινε τα πάντα για να νικήσει η ομάδα του και να κάνει καλύτερους τους συμπαίκτες του.
Ήταν το κορυφαίο ταλέντο που εμφανίστηκε στο ελληνικό μπάσκετ. Ο Φάνης ήταν και είναι ένα αιώνιο παιδί, με αδαμάντινο χαρακτήρα και δίχως κανέναν δόλο στην πρώτη σκέψη του.
Ο Νίκος Λινάρδος είναι προπονητής μπάσκετ, Πρωταθλητής Ευρώπης με την Εθνική ομάδα το 1987.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Κούλης Τσίχλας: Ο ασύλληπτος Φάνης… σταματούσε το μυαλό σου!
Νίκος Λινάρδος: Η μικρή Ελλάδα μεγάλωσε! / Το Εξπρές του Αμαρουσίου