Ξεκίνησα να παίζω ποδόσφαιρο στο χωριό μου, την Σκυλλούρα, στην Κύπρο, η οποία σήμερα βρίσκεται στα Κατεχόμενα.
Ήταν την πενταετία 1965-1970. Δεν υπήρχε ανάπτυξη τότε. Παίζαμε φυσικά σε ξερά γήπεδα. Αρχικά έδειξε ενδιαφέρον για μένα ο Ολυμπιακός Λευκωσίας χάρη σε δυο διεθνείς Κυπρίους με καταγωγή από το χωριό μου. Ο ένας μάλιστα, ο Δημήτρης Αργυρού, έγινε και γαμπρός μου, αφού παντρεύτηκε την αδερφή μου. Πήγα για να δοκιμαστώ, αλλά ο προπονητής έκρινε ότι δεν ήμουν ικανός για να παίξω τερματοφύλακας αλλά επιθετικός. Δεν ήθελα και έφυγα.
Η ιστορία κυκλοφόρησε στη Λευκωσία και αμέσως εξέφρασε ενδιαφέρον ο ΑΠΟΕΛ. Ο προπονητής, ο Σάββας Παρτάκης, πήρε πληροφορίες, ήρθε στο χωριό μου, μιλήσαμε και έτσι κατέληξα στον ΑΠΟΕΛ, την πρώτη μου ομάδα σε επίπεδο Α’ Εθνικής.
Οι προπονήσεις έγιναν καλύτερες, υπήρχαν καλύτεροι προπονητές, ανταγωνισμός στη θέση. Βασικός έπαιζε ο Ηρόδοτος. Σιγά-σιγά καθιερώθηκα, πήραμε Πρωτάθλημα και Κύπελλο. Είχαμε έναν πολύ καλό Έλληνα προπονητή, τον Πάνο Μάρκοβιτς, ο οποίος μας εμφύσησε τον επαγγελματισμό και ήταν κι εκείνος που επηρέασε την καριέρα μου.
Τη σεζόν 1973-1974 η Κυπριακή ομάδα που έπαιρνε το Πρωτάθλημα είχε το δικαίωμα να συμμετέχει στο Ελληνικό ως εκπρόσωπος της Κύπρου. Ο ΑΠΟΕΛ ήταν η μόνη ομάδα που αγωνίστηκε δυο χρόνια στην Ελλάδα. Όλες οι υπόλοιπες κυπριακές αντιμετώπιζαν προβλήματα, έπαιζαν έναν χρόνο και γύριζαν στην Κύπρο. Ήρθαν όμως το πραξικόπημα του 1974 και ο πόλεμος, με αποτέλεσμα να σταματήσει η συμμετοχή των κυπριακών ομάδων.
Παιχνίδι της μοίρας, η πρώτη μου συμμετοχή με τον ΑΠΟΕΛ στο Ελληνικό Πρωτάθλημα ήταν με τον Άρη στο Χαριλάου. Θυμάμαι χάσαμε με 1-0 με γκολ του αείμνηστου Αλέκου Αλεξιάδη.

Οκτώβριος 2003: Ο Γιώργος Παντζιαράς σε ηλικία 51 ετών / Photo by: Eurokinissi (Motion Team).
«Εσύ δεν είσαι Παντζιαράς»
Με το πραξικόπημα, επιστρέψαμε στην Κύπρο, πήραμε πάλι το Πρωτάθλημα, αλλά ήδη το όνομά μου άρχισε να κυκλοφορεί στην Ελλάδα. Ενδιαφέρθηκαν τόσο ο Άρης όσο και ο ΠΑΟΚ. Ο ΠΑΟΚ έστειλε μάλιστα τον Μιχάλη Μπέλλη για να με δει. Στις συζητήσεις όμως με τον ΑΠΟΕΛ δεν τα βρήκαν.
Εν τω μεταξύ, είχε ενδιαφερθεί και ο Άρης, μέσω ενός Αρειανού Αξιωματικού που υπηρετούσε στην ΕΛΔΥΚ. Μέσα σε δυο μέρες συμφωνήσαμε και υπέγραψα στον Άρη. Θυμάμαι και τη μέρα που έμπαινα στα αποδυτήρια του Χαριλάου, έφευγε για την Καστοριά ο Τάκης Παπέτας, ο Κύπριος που αγωνιζόταν τότε στην ομάδα.
Στην αρχή ήμουν λίγο επιφυλακτικός, με βοήθησαν όμως όλα τα παιδιά, ο Φοιρός, ο Βένος, ο Πάλλας, στο τέρμα βασικός ήταν ο Στέλιος Παπαφλωράτος, με τον οποίον υπήρχε ένας υγιής ανταγωνισμός, ενώ μάλιστα έτυχε να έχουμε και προπονητή τον Τσατσέφσκι, ο οποίος έκανε προπονητής και στην Κύπρο, οπότε με ήξερε. Κι έτσι, μετά από μια εμφάνιση που έκανα στην Κρήτη με τον ΟΦΗ, καθιερώθηκα και ακολούθησε αυτή η καριέρα για μια εξαετία, από το 1978 ως το 1984.
Στις στιγμές που μου έχουν μείνει από τον Άρη ανήκουν σίγουρα οι αποκρούσεις των πέναλτι που έκανα με τον Ηρακλή και μετά με τον Παναθηναϊκό. Μια μέρα που θα μου μείνει αξέχαστη, γιατί, βγαίνοντας από το γήπεδο για να πάω στο σπίτι μου, ο κόσμος με σήκωσε στους ώμους και με έφερε σπίτι. Ακόμα και όταν μπήκα μέσα, ο κόσμος δεν έφευγε, συνέχιζε να φωνάζει.
Χρόνια αργότερα μάλιστα ένας Αρειανός που έμενε απέναντι μού αποκάλυψε ότι η μητέρα του, ακούγοντας τις ζητωκραυγές του κόσμου, ο οποίος φώναζε «Παντζιαρά, βγες έξω» για να με αποθεώσει, φώναξε την αστυνομία, γιατί φοβήθηκε ότι περίμεναν για να με δείρουν!

Απρίλιος 1979: Ο Γιώργος Παντζιαράς με τη φανέλα του Άρη / Photo by: INTIME.
Θυμάμαι επίσης ένα παιχνίδι με τον Ηρακλή στο Καυτανζόγλειο. Μια εβδομάδα πριν είχα κάνει εγχείρηση στο δάχτυλο, το οποίο είχα σπάσει με το Αιγάλεω στην Αθήνα, και μου είχαν τοποθετήσει ένα καρφί για να κρατάει τα δυο κόκαλα. Εγώ πήγα απλώς για να συμπληρώσω την δεκαεξάδα ως δεύτερος τερματοφύλακας, ενώ στο τέρμα ήταν ο Νίκος ο Παπαδόπουλος. Σε μια φάση όμως με τον Καραΐσκο, χτυπάει στο πρόσωπο και μεταφέρεται στο νοσοκομείο. Με κοιτάζει ο προπονητής μου, ο Αντώνης Γεωργιάδης, και με ρωτάει «τι θέλεις να κάνεις;». Του απαντάω ότι θα μπω και θα παίξω.
Στα 15′ ως το ημίχρονο παίζω με το καρφί στο δάχτυλο. Στο ημίχρονο ο φυσικοθεραπευτής, ο Λάζαρος Κιοφιντζόγλου, πήρε μια πένσα, από αυτές που σφίγγαμε τις τάπες, και το έβγαλε. Αποτέλεσμα να μου μείνει ενθύμιο αυτό το δάχτυλο, γιατί δεν μπορεί να κλείσει.
Η διοίκηση Ιωαννίδη με τίμησε τότε με μια πλακέτα που έλεγε ότι ο Παντζιαράς αψήφησε τον πόνο και μπήκε να βοηθήσει την ομάδα. Και ο κόσμος του Άρη όμως σε πολλά παιχνίδια φώναζε στον αντίπαλο τερματοφύλακα «Θα το φας, θα το φας, εσύ δεν είσαι Παντζιαράς», για να του ρίξουν την αυτοπεποίθηση.
Στον Άρη αγωνίστηκα κατά την “χρυσή” περίοδο με τα σπουδαία ευρωπαϊκά παιχνίδια (Μπενφίκα, Περούτζια, Σεντ Ετιέν).
Είχα δίπλα μου τερματοφύλακες όπως ο Παπαφλωράτος, ο Παπαδόπουλος, ο Γκουιντάρ, ένας από τους καλύτερους τερματοφύλακες που έπαιξαν στον Άρη, αλλά τραυματίστηκε στην προετοιμασία και σταμάτησε την καριέρα του, τον είδα μετά από χρόνια.

Νοέμβριος 1979: Ο Γιώργος Παντζιαράς με τη φανέλα του Άρη / Photo by: INTIME.
Εξαιρετικές σχέσεις είχα και με τον Όλε Σκόμποε. Θυμάμαι, αρκετά χρόνια αργότερα, ως συνεργάτης του Φοιρού, είχα πάει στη Δανία να δω έναν παίκτη που μας πρότειναν. Κατά σύμπτωση, ήταν η πόλη που έμενε και ο Σκόμποε. Πήγα στο σπίτι του και μου έκανε εντύπωση ότι, μόλις άνοιξε την πόρτα, ακουγόταν ελληνική μουσική. Και με τον Σκόμποε δούλεψα ως προπονητής τερματοφυλάκων, όταν ήρθε για ένα διάστημα στον Άρη.
Αυτό που με λυπεί είναι ότι ο κόσμος του Άρη συνεχίζει να θυμάται το Κύπελλο του 1970 και εκείνη την ευρωπαϊκή πορεία, χωρίς να έχει όμως κάποιο άλλο σημείο αναφοράς. Εύχομαι κάποια στιγμή να έρθει ο πολυπόθητος τίτλος.
Ποδοσφαιρική οικογένεια προσφύγων
Όταν έφυγα από τον Άρη, πήγα μια σεζόν στον Πανσερραϊκό στη Β΄ Εθνική και τον ανεβάσαμε. Στη συνέχεια, φεύγοντας από τις Σέρρες, μου έγινε πρόταση από τον ΑΠΟΕΛ για να επιστρέψω στην Κύπρο. Τη δέχτηκα αμέσως, γιατί θα επέστρεφα στην πατρίδα μου και την παλιά μου ομάδα. Πήραμε αμέσως το Πρωτάθλημα, με συμπαίκτες του Άγγλους Μακντέρμοντ και Μουρς και προπονητή τον Κάσιντι. Έμεινα δυο χρόνια στον ΑΠΟΕΛ και άλλα δυο στον Απόλλωνα Λεμεσού, ενώ παράλληλα αγωνιζόμουν και στην Εθνική Κύπρου.
Στον ΑΠΟΕΛ έπαιξαν και τα άλλα δυο αδέρφια μου, ο Νίκος και ο Κούλης. Έκαναν αμφότεροι καριέρα εκεί και διετέλεσαν αρχηγοί. Ο Νίκος έπαιζε στόπερ και ο Κούλης μέσος.
Σε ένα παιχνίδι στο Μακάρειο η τότε διοίκηση Ζιβανάρη είχε καλέσει τους γονείς μου για να τους τιμήσει για την προσφορά των τριών παιδιών τους στον ΑΠΟΕΛ. Αξέχαστη μέρα!
Μετά το πραξικόπημα, μείναμε στη Λευκωσία και ο ΑΠΟΕΛ μάς βοήθησε πολύ να βρούμε σπίτι, αφού ήμασταν πρόσφυγες. Μετά τα γεγονότα του 1974, έγινε μια συμφωνία και επισκεφτήκαμε το σπίτι μας στα Κατεχόμενα, στο οποίο πλέον κατοικούν Τούρκοι Αξιωματικοί. Όσο ζούσαν οι γονείς μου, πήγαμε δυο-τρεις φορές, κατόπιν δικής τους επιθυμίας να επισκεφτούν τον τόπο τους.

Ο Γιώργος Παντζιαράς με τη φανέλα του ΑΠΟΕΛ μαζί με τους αδερφούς του, Νίκο (αριστερά) και Κούλη (δεξιά).
Η σχέση μου με την Κύπρο παραμένει στενή. Τα αδέρφια μου μένουν εκεί άλλωστε. Αυτό που νοσταλγώ πιο πολύ είναι οι συναντήσεις που κάνουν οι Παλαίμαχοι ΑΠΟΕΛ, Ομόνοιας, Ολυμπιακού στη Λευκωσία, στις οποίες “συμμετέχω” τηλεφωνικά καμία φορά.
Στην Ελλάδα επέστρεψα το 1989 και αρχικά δούλεψα ως πρώτος προπονητής στην Ορεστιάδα, έναν χρόνο στην Αλεξανδρούπολη και ήρθα στον Άρη το 1994 ως προπονητής τερματοφυλάκων στο πλευρό του Φοιρού.
Έμεινα δέκα χρόνια και από τα χέρια μου πέρασαν τερματοφύλακες όπως ο Κατεργιαννάκης, ο Δέλλιος, ο Γκίτκος και άλλοι πολλοί. Έζησα και την εποχή Κοντομηνά αλλά και τα δύσκολα που ακολούθησαν με Ζαχουδάνη. Με ευχαριστεί που ακόμη και σήμερα πηγαίνω στο γήπεδο και ο κόσμος με χαιρετάει.
Έπειτα δούλεψα τρία χρόνια στην Καλαμαριά, στον Μακεδονικό και έκλεισα την καριέρα μου ως προπονητής τερματοφυλάκων στη γυναικεία ομάδα ποδοσφαίρου του Άρη.
Δεν μετάνιωσα που έγινα τερματοφύλακας. Στη θέση αυτή δεν πρέπει να έχεις φόβο. Πρέπει να έχεις αυτοπεποίθηση. Θέλει όμως και πολλή δουλειά.
Το μεγάλο μου προσόν ήταν η έξοδός μου. Με την αντίληψη που είχα κάλυπτα το μειονέκτημα του ύψους. Για μένα δεν παίζει ρόλο το ύψος αλλά το μυαλό, η αντίληψη και φυσικά ποιους αμυντικούς έχεις μπροστά σου. Εγώ είχα τον Βένο και τον Φοιρό στον Άρη, οι οποίοι ήταν εγγύηση, και στον ΑΠΟΕΛ τον αδερφό μου, τον Νίκο, έναν από τους καλύτερους Κύπριους αμυντικούς.
Σε όσους με ρωτάνε λέω ότι αισθάνομαι Ελληνοκύπριος. Η πατρίδα είναι σίγουρα πατρίδα, αλλά η γυναίκα μου είναι Ελληνίδα και δίχως τη δική της στήριξη δεν θα είχα κάνει την καριέρα που έκανα. Και το όνομα συνεχίζει πλέον να το τιμάει ο γιος μου, ο Ανδρέας, ο οποίος εδώ και πολλά χρόνια είναι προπονητής σε αρκετές ομάδες Β’ και Γ’ Εθνικής.

Οκτώβριος 2003: Ο Γιώργος Παντζιαράς με την ιδιότητα του υπηρεσιακού προπονητή πανηγυρίζει τη νίκη-πρόκριση του Άρη επί της μολδαβικής Ζίμπρου για τον Α’ γύρο του Κυπέλλου UEFA / Photo by: INTIME.
Ο Γιώργος Παντζιαράς είναι παλαίμαχος διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξης Σαββόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Γιώργος Φοιρός: Δεν κρατάω κακίες
Γιάννης Τζιφόπουλος: Απέναντι στα θηρία

