Κάθε φορά που φτάνει ο Ιούλιος, τα συναισθήματα είναι έντονα.
Ξέρεις ότι πλησιάζει η επέτειος της κατάκτησης του Euro 2004.
Ήταν τέτοιο το μέγεθος της επιτυχίας και τόσο έντονες οι αναμνήσεις όσων ζήσαμε τότε στην Πορτογαλία, που δεν μπορείς να μη νιώσεις τη συγκινησιακή φόρτιση, ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια μετά.
Ήταν κάτι που ξεπέρασε κάθε προσδοκία και είναι λογικό να το βάζουμε πιο ψηλά από κάθε τι άλλο έχουμε πετύχει στις καριέρες μας.
Ορισμένοι λένε ότι όλα άρχισαν με τη νίκη επί της Ισπανίας στη Σαραγόσα για τα προκριματικά, αγώνα στον οποίο το γκολ το πέτυχα εγώ.
Όμως δεν είναι ακριβώς έτσι.
Όταν παίζεις στην έδρα της Ισπανίας και είσαι με την πλάτη στον τοίχο, γνωρίζοντας ότι θέλεις μόνο νίκη για να ελπίζεις, δεν μπορείς να φανταστείς ούτε καν ότι θα προκριθείς, όχι ότι θα πετύχεις στη συνέχεια κάτι τόσο μεγάλο.
Μην τρελαθούμε. Κανένα φυσιολογικό μυαλό δεν θα έκανε τέτοια όνειρα.
Αλλά ακόμα κι όταν είχαμε πάρει πια την πρόκριση, όσο πλησίαζε ο Ιούνιος του 2004, η διάκριση στο μυαλό μας σήμαινε απλά πράγματα.
Να παρουσιάσουμε μία καλή εικόνα, να πετύχουμε μία νίκη, που τόσο έλειπε από τις προηγούμενες συμμετοχές μας σε τελικές φάσεις μεγάλης διοργάνωσης.
Συζητούσαμε μεταξύ μας αυτό που είχε συμβεί στην Εθνική του 1994 στην Αμερική, η οποία αποκλείστηκε από τον πρώτο γύρο του Μουντιάλ με τρεις ήττες και χωρίς να πετύχει γκολ. Αυτός ήταν ο βασικός στόχος. Να αποφύγουμε ό,τι έπαθε εκείνη η ομάδα. Να πετύχουμε ένα γκολ όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και ύστερα μία νίκη. Ό,τι δεν είχε συμβεί στο παρελθόν.
Όταν τα καταφέραμε και τα δύο από το πρώτο κιόλας παιχνίδι με την Πορτογαλία, έφυγε τεράστιο άγχος. Μπήκαν φτερά στα πόδια όλων μας.
Ήρθε στη συνέχεια και η ισοπαλία κόντρα στην Ισπανία και μπήκαν οι βάσεις για την πρόκριση στους «8».
Εγώ, ωστόσο, στάθηκα άτυχος μια και αντικαταστάθηκα στα πρώτα λεπτά του δευτέρου ημιχρόνου λόγω τραυματισμού.
Εκείνη τη στιγμή το ομολογώ ότι φοβήθηκα πάρα πολύ μήπως δεν ξαναπαίξω στο τουρνουά. Ένιωθα ένα πολύ έντονο σφίξιμο στη γάμπα και πονούσα.
Τις μέρες που ακολούθησαν, όμως, ήμουν τόσο αισιόδοξος και ότι θα ξεπεράσω ταχύτερα το πρόβλημά μου και ότι η ομάδα θα προχωρούσε, που ο φόβος έφυγε.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι με είχαν ρωτήσει οι δημοσιογράφοι αν θα ήμουν έτοιμος να παίξω στον προημιτελικό με τη Γαλλία και είχα απαντήσει «μην ανησυχείτε, θα αποκλείσουμε τη Γαλλία και θα είμαι έτοιμος για τον ημιτελικό!».
Ακόμα και στα ματς που δεν έπαιξα, όμως, ζούσα κάθε αγώνα από τον πάγκο με τα ίδια έντονα συναισθήματα. Το ίδιο συνέβαινε και με τους συμπαίκτες μου που δεν αγωνίστηκαν ούτε λεπτό στη διοργάνωση.
Δεν υπήρχε γκρίνια από κανέναν, που το φυσιολογικό θα ήταν να υπήρχε, έστω και λίγη, μια και πάντα στο ποδόσφαιρο θες να παίζεις.
Όμως στην Εθνική μας τότε αυτό δεν υπήρχε και ήταν κάτι που πιστεύω ότι έκανε τη διαφορά.
Όλοι παρακολουθούσαμε τα ματς αγκαλιασμένοι. Όσοι δεν έπαιζαν, στήριζαν εκείνους που έπαιζαν.
Ήμασταν όλοι αφοσιωμένοι στο κοινό καλό και από τη φιλοσοφία αυτή δεν παρεξέκλινε κανένας.
Αν ήταν αυτό το μυστικό της επιτυχίας ή η παρουσία του Ότο Ρεχάγκελ ή το ταλέντο της πολύ καλής φουρνιάς παικτών; Θα απαντούσα ότι όλα μαζί συνέβαλαν στο εκπληκτικό αυτό αποτέλεσμα.
Ήμασταν μόνοι μας, δεν υπήρχαν εξωγενείς παράγοντες να μας χαλάσουν το κλίμα.
Ήταν ο προπονητής, ήταν ο Τοπαλίδης, ήταν ο πρόεδρος (σ.σ. Βασίλης Γκαγκάτσης), που ερχόταν να μας δει μια στο τόσο.
Ήταν ο Παπαλάνης, ο τιμ μάνατζερ, που βρισκόταν συνεχώς κοντά μας.
Ήμασταν λίγοι, ήμασταν εμείς.
Είχαμε την ηρεμία που χρειαζόμασταν για να αποδώσουμε τα μέγιστα. Έπαιξε μεγάλο ρόλο αυτό.
Επέστρεψα τελικά, όντως, στον ημιτελικό με την Τσεχία, όπου μπήκα ως αλλαγή.
Ήμασταν καλύτεροι στην παράταση, έχασα κι εγώ μία καλή ευκαιρία για να σκοράρω.
Αν εξαιρέσουμε ένα διάστημα στο ξεκίνημα του παιχνιδιού, όταν οι Τσέχοι πίεσαν και έχασαν ευκαιρίες, νομίζω ότι ήταν δίκαιη η νίκη μας με το γκολ του Δέλλα στην παράταση.
Ήμασταν σοβαροί και πειθαρχημένοι, όπως σε κάθε αγώνα, πλην εκείνου με τη Ρωσία. Και περάσαμε στον τελικό, όπου θα είχαμε ξανά αντίπαλο την Πορτογαλία, όπως ακριβώς και στην πρεμιέρα.
Εκεί πλέον η ψυχολογία μας βρισκόταν στα ύψη.
Πραγματικά νιώθαμε ότι όποιον αντίπαλο και να είχαμε απέναντί μας, θα μπορούσαμε να τον νικήσουμε.
Τέτοια αυτοπεποίθηση είχαμε, το θεωρούσαμε τυπική διαδικασία!
Λέγαμε μεταξύ μας «πάμε να κάνουμε το παιχνίδι μας και είναι βέβαιο ότι θα νικήσουμε».
Είχαμε στο πλευρό μας και πολύ κόσμο, νιώθαμε σαν να παίζαμε στην Ελλάδα.
Μπαίνοντας στον αγωνιστικό χώρο του «Ντα Λουζ», την ώρα που πέρασα μπροστά από το τρόπαιο, έκανα ασυναίσθητα μία κίνηση, σαν να ήθελα να το αρπάξω. Κρατήθηκα όμως και είπα από μέσα μου «άσε, θα περιμένω ενενήντα λεπτά ακόμα». Όπως κι έγινε.
Η κατάκτηση του Euro 2004 δεν είχε άλλα χρώματα πέρα από τα γαλανόλευκα.
Όλοι οι παίκτες είχαμε συνδεθεί με τους συλλόγους μας, όμως η επιτυχία μας ένωσε, όπως ένωσε και όλους τους Έλληνες φιλάθλους, όποια ομάδα κι αν υποστήριζαν.
Ο καθένας από τους 23 παίκτες απολαμβάνει, νομίζω, ακόμα και σήμερα, την αγάπη του κόσμου.
Αυτό είναι το μεγαλείο του αθλητισμού και ταυτόχρονα το μεγαλύτερο παράσημο που μπορεί να πάρει ένας αθλητής. Η αναγνώριση από τον κόσμο.
Υπήρξαν βέβαια και κάποιοι πικρόχολοι, που σχολίασαν τον τρόπο παιχνιδιού της Εθνικής, κυρίως τα χρόνια που ακολούθησαν, όταν ήρθαν κάποια άτυχα αποτελέσματα.
Δεν έχω να απαντήσω κάτι σ’ αυτούς.
Πάντα, ακόμα και στους κορυφαίους αθλητές με τις σημαντικότερες επιτυχίες, θα βρεθεί κάποιος που έχει ζήλεια μέσα του και θα προσπαθήσει να τους μειώσει.
Εδώ υπάρχουν κάποιοι που αμφισβητούν τον Μέσι και τον Ρονάλντο και άλλους τοπ αθλητές άλλων σπορ, σε μας θα κολλούσαν;
Άνθρωποι που δεν έχουν κλωτσήσει ποτέ μπάλα και νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα καθισμένοι στον καναπέ τους, με ένα πληκτρολόγιο στο χέρι…
Είναι παγκόσμιο φαινόμενο, όχι μόνο ελληνικό.
Δεν αξίζει να ασχολούμαστε. Έχουμε μάθει να το αντιμετωπίζουμε ως κομμάτι της δουλειάς μας.
Αν άλλαξαν οι ζωές μας με την επιτυχία αυτή; Δεν θα το ‘λεγα.
Η ποδοσφαιρική μας ζωή σίγουρα άλλαξε σίγουρα προς το καλύτερο.
Άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, εξαργυρώσαμε αυτήν τη μεγάλη επιτυχία. Με κάποια μεταγραφή σε ομάδα καλύτερου πρωταθλήματος και με πιο ακριβό συμβόλαιο.
Σε προσωπικό επίπεδο, αυτό που με συγκινεί, όσο περνούν τα χρόνια, είναι ότι τα παιδιά μου αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι ο πατέρας τους υπήρξε κομμάτι αυτής της κορυφαίας διάκρισης.
Έχω τρεις γιους, απ’ τους οποίους οι δύο μικρότεροι παίζουν ποδόσφαιρο και συχνά τους βλέπω να παρακολουθούν τα στιγμιότυπα του Euro 2004 στο Youtube.
Αλλά και ο μεγάλος μου γιος, που δεν ασχολείται με το ποδόσφαιρο, παρακολουθεί με πολύ θέρμη εκείνους τους αγώνες.
Και οι τρεις είναι περήφανοι για τον μπαμπά και, όπως είναι φυσικό, αισθάνομαι κι εγώ πολύ όμορφα να τους βλέπω να καμαρώνουν έτσι.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Τραϊανός Δέλλας: Να το ξαναζήσουμε