Δεν είναι όλες οι μέρες ίδιες. Στη ζωή ενός ποδοσφαιριστή υπάρχουν κάποιες μέρες που σε σημαδεύουν, τις υπολογίζεις διαφορετικά.
Ξημέρωνε η μέρα του τελικού και όλη η ομάδα είχε μια άλλη ψυχολογία.
Θέλαμε να περάσουν οι ώρες, να μπούμε στο γήπεδο και να παίξουμε το παιχνίδι για να φέρουμε το κύπελλο στην Ελλάδα.
Τέτοια ήταν η ψυχοσύνθεσή μου. Να πάρω το κύπελλο και να γυρίσω στην Αθήνα.
Δεν περνούσε άλλη σκέψη απ’ το μυαλό μου, δεν είχα φοβία, ανησυχία ή κάτι παρόμοιο.
Το μόνο διαφορετικό ήταν ότι ίσως για πρώτη φορά σε όλο το Euro που είχα ένα είδος δημιουργικού άγχους.
Είμαι εύθυμος και θετικός άνθρωπος. Ξέρω όμως λόγω ανατροφής και ιδιοσυγκρασίας πότε και σε ποιο βαθμό πρέπει να αποφορτίζω το κλίμα. Έτσι μεγάλωσα, έτσι έμαθα από τους γονείς μου.
Λόγω χαρακτήρα και της γενικότερης στάσης μου ως άνθρωπος, προσπαθούσα αυτό το δημιουργικό άγχος που ένιωθα να το μεταδώσω και στους συμπαίκτες μου. Με μέτρο και τις σωστές δόσεις.
Άλλωστε, όλοι είχαν επίγνωση τι πάμε να κάνουμε, τι είχαμε ήδη καταφέρει και ποιο ήταν το διακύβευμα.
Δεν μας έφτανε πια ότι είχαμε φτάσει στον τελικό που ήταν ήδη τεράστια επιτυχία. Θέλαμε να πάρουμε το κύπελλο.
Μέχρι τότε, ναι, ήμασταν ευτυχισμένοι, ικανοποιημένοι, έφευγαν ένα – ένα τα βάρη από επάνω μας, αλλά εκείνη την ημέρα, σε εκείνο το ματς, ξέραμε ότι έπρεπε να πάμε να το πάρουμε.
Από 12 Ιουνίου που ξεκινήσαμε με τη νίκη επί των Πορτογάλων στην πρεμιέρα στο Ντραγκάο, αφήναμε κάθε παιχνίδι πίσω. Ο τελικός όμως ήταν ένας αγώνας που γνωρίζαμε όλοι ότι δεν θα ξαναδώσουμε στη ζωή μας.
Είναι μια ευκαιρία που τη συναντάς μόνο μια φορά στη ζωή σου, σε παρακολουθεί όλη η υφήλιος, όλα τα φώτα είναι στραμμένα επάνω σου.
Όλοι ήμασταν καλοί ποδοσφαιριστές, όλοι σε εκείνο το τουρνουά είχαμε υποτάξει το «εγώ» στο «εμείς» και μπορούσαμε να διαχειριστούμε και το άγχος και το βάρος.
Πάνω απ’ όλα είχαμε ψυχολογία, αισθανόμασταν καλά, ξέραμε ότι ήμασταν πολύ κοντά να πραγματοποιήσουμε το μεγαλύτερο θαύμα στην ιστορία του παγκόσμιου αθλητισμού.
Ανέβλυζε στην ατμόσφαιρα, το καταλάβαινες από τα βλέμματα, ότι πια εκείνο που μετρούσε για όλους ήταν να παίξουμε τον τελικό και να πάρουμε το τρόπαιο. Γι’ αυτό, όσο περνούσαν οι ώρες και πλησίαζε η στιγμή, η καρδιά χτυπούσε πιο γρήγορα.
Ήξερα ότι θα παίξω, ο Ρεχάγκελ είχε ανακοινώσει ποιοι θα ξεκινήσουμε και, παρόλα αυτά, δεν είχα προετοιμαστεί ξεχωριστά.
Η αγωνιστική μου συμπεριφορά θα ήταν η ίδια, είχα κάνει δυο πολύ καλές εμφανίσεις με την Γαλλία και την Τσεχία στον ημιτελικό και ήμουν έτοιμος.
Εμπειρία από μεγάλα ματς είχα ήδη, αγώνες στο Champions League, ντέρμπι σε Ελλάδα και Πορτογαλία, τελικούς.
Με τους συμπαίκτες μου ήμουν καλά, τους Πορτογάλους τους είχαμε ήδη αντιμετωπίσει -και κερδίσει- στην πρεμιέρα, ο τελικός ήταν πια μια αναμέτρηση με τον εαυτό μου.
Θεωρούσα ότι παίζω «στην έδρα μου», το Ντα Λουζ το ήξερα πολύ καλά όντας μέλος της Μπενφίκα από τον Ιανουάριο.
Γηπεδάρα, με καταπληκτική ατμόσφαιρα, υπερσύγχρονα αποδυτήρια, τρομερή αίσθηση. Ήθελα πάρα πολύ να παίξω, ήταν ένα μεγάλο όνειρο.
Πριν ξεκινήσουμε εκείνη την ξέφρενη πορεία μέχρι την κορυφή της Ευρώπης, έλεγα αστειευόμενος ότι στο Ντα Λουζ θα παίξουμε μόνο αν περάσουμε στον τελικό. Είχα μελετήσει τους ομίλους, τις διασταυρώσεις, την πορεία στα χιαστί παιχνίδια.
Ίσως αυτό να ήταν ένα ξεχωριστό κίνητρο για μένα εν τέλει, γιατί κάτι που έλεγα τον Ιούνιο σαν αστείο, ένα όνειρο τρελό, την 4η Ιουλίου έγινε πραγματικότητα.
Ήμουν αισιόδοξος, αλλά τόσο πολύ δεν θα μπορούσα να είμαι. Δεν νομίζω ότι πριν το τουρνουά υπήρχε έστω και ένας τόσο… τρελός ώστε να πιστεύει ότι θα το πάρουμε.
Είχα ορίσει το γάμο μου 9 Ιουλίου. Έλεγα θα παίξουμε τρία – τέσσερα παιχνίδια, θα γυρίσουμε, θα δω με τους φίλους μου τον τελικό και μετά θα οργανώσουμε το γάμο με τη Χριστίνα. Τελικά έπαιξα εγώ ο ίδιος στον τελικό και οι φίλοι μου αντί να το βλέπουμε μαζί, παρακολουθούσαν εμένα.
Ήμουν απόλυτα συγκεντρωμένος, όλη η ομάδα ήταν συγκεντρωμένη.
Μπήκαμε focused και ξέραμε ότι τώρα είναι η στιγμή, εκείνη ήταν η ώρα. Έβαλε το γκολ ο Άγγελος και μετά, όσο περνούσε η ώρα κοιτούσα τον Μερκ επίμονα.
Ειδικά στα τελευταία λεπτά, περίμενα απλώς να βάλει τη σφυρίχτρα στο στόμα και να το λήξει.
Κι όταν τελείωσε το συναίσθημα ήταν απίστευτο.
Η Ελλάδα Πρωταθλήτρια Ευρώπης, Takis Fyssas Campeão!
Εκείνη τη στιγμή δεν το συνειδητοποιείς, δεν προλαβαίνεις να το διαχειριστείς. Χαρά, ευτυχία, δικαίωση. Ένα μείγμα συναισθημάτων απόλυτης ικανοποίησης. Το μεγαλύτερο επίτευγμα της καριέρας μου, το πιο λαμπρό παράσημο στην αθλητική ζωή μας.
Αντιλήφθηκα το τεράστιο μέγεθος της επιτυχίας λίγο αργότερα, στο πρώτο φιλικό της Μπενφίκα.
Ενσωματώθηκα δέκα μέρες αργότερα στην αποστολή, είχαμε ξεκινήσει προετοιμασία 5 Ιουλίου, μια μέρα μετά τον τελικό και η διοίκηση μου έδωσε δέκα ημέρες να ξεκουραστώ.
Επέστρεψα συμπτωματικά σε ένα φιλικό με τη Ρεάλ Μαδρίτης, τη Ρεάλ των Galacticos. Ζιντάν, Ραούλ, Ρονάλντο, Γκούτι, Κασίγιας, Σάμουελ, Ρομπέρτο Κάρλος, Μοριέντες, Μπέκαμ. Απίθανη ομάδα.
Δεν είχα ξεκινήσει τον αγώνα, πέρασα ανάμεσα από τους παρατεταγμένους ποδοσφαιριστές της Ρεάλ και της Μπενφίκα στην καταπακτή και τότε αισθάνθηκα πραγματικά ξεχωριστός. Συμπαίκτες και αντίπαλοι με αποθεώνουν, χειροκροτούν, αναγνωρίζουν την τεράστια αξία αυτού που είχαμε πετύχει λίγες βδομάδες πριν.
Σάστισα. Με χειροκροτούσαν ο Ζιντάν και ο Ρονάλντο, υποκλινόταν ο Χοσέ Αντόνιο Καμάτσο, με αποθέωνε ο Τραπατόνι. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ηθική δικαίωση, ικανοποίηση, πείτε το όπως θέλετε.
Όταν μπήκα σαν αλλαγή στο παιχνίδι, όλο το Ντα Λουζ να χειροκροτεί κι εγώ να πλέω σε πελάγη ευτυχίας.
Καταπληκτικό συναίσθημα, για μένα η πιο μεγάλη απόδειξη ότι η επιτυχία της Εθνικής το 2004 σήμανε πολλά για όλη την ομάδα και για τον καθένα μας ξεχωριστά.
Όσα χρόνια κι αν περάσουν, αυτή η εικόνα δεν θα σβήσει ποτέ από μέσα μου.
«Respect, Campeão». Ασύλληπτο.
Επιμέλεια κειμένου: Zastro
Επιμέλεια βίντεο: Λουκάς Μαστροδήμος
Βίντεο / Μοντάζ: Θόδωρος Κώτσικας
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Τραϊανός Δέλλας: Να το ξαναζήσουμε
Στέλιος Γιαννακόπουλος: Ήμασταν λίγοι, ήμασταν εμείς