Ὁ ἔρωτας, ὄνομα οὐσιαστικόν, πολύ οὐσιαστικόν, ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,
γένους οὔτε θηλυκοῦ οὔτε ἀρσενικοῦ, γένους ἀνυπεράσπιστου.
Ὁ φόβος, ὄνομα οὐσιαστικόν, στήν ἀρχή ἑνικός ἀριθμός καί μετά πληθυντικός: οἱ φόβοι.
Οἱ φόβοι γιά ὅλα ἀπό δῶ καί πέρα.
Ἡ μνήμη, κύριο ὄνομα τῶν θλίψεων, ἑνικοῦ ἀριθμοῦ, μόνον ἑνικοῦ ἀριθμοῦ καί ἄκλιτη.
Ἡ μνήμη, ἡ μνήμη, ἡ μνήμη.
Άτιμο πράγμα η μνήμη, ακόμα πιο άτιμο ο έρωτας. Γι’ αυτό συχνά επιστρέφουμε στον πρώτο, τον πιο αγνό, τον εξιδανικευμένο.
Έχουν περάσει δεκαετίες κι όμως στην curva Fiesole τραγουδούν ακόμα για το μεγάλο έρωτα.
Κι όσα παιδιά δεν είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν, να τον ζήσουν, να τον αγγίξουν, φροντίζουν οι πρεσβύτεροι να τα μυήσουν.
“M’innamoro solo se vedo segnar Batistuta, corri alla bandierina, bomber della Fiorentina”.
«Ερωτεύομαι μόνο όταν βλέπω τον Μπατιστούτα να βάζει γκολ.
Τρέξε να πανηγυρίσεις στο σημαιάκι, μεγάλε σέντερ φορ της Φιορεντίνα».
Ο έρωτας μιας ολόκληρης πόλης για τον “Re Leone” της είναι ανεξίτηλος, μοναδικός, ανεπανάληπτος. Και «υποχρεωτικός» ακόμα και για τους νεότερους.
Τον ερωτεύτηκαν όλοι, μια διαρκής διαδικασία που ξεκίνησε κεραυνοβόλα και θέριευε σιγά – σιγά.
Ακόμα και το ποδόσφαιρο ήταν ερωτευμένο μαζί του κι ας μην γύριζε να το κοιτάξει στην αρχή.
«Δεν μου άρεσε το ποδόσφαιρο. Στο σχολείο ήθελα να μπω στην ομάδα μπάσκετ ή βόλεϊ, αλλά δεν υπήρχαν θέσεις, γιατί όλοι ήταν καλύτεροι από μένα. Αναγκαστικά, πήγα στην ομάδα του ποδοσφαίρου. Ήμουν ένα σχετικά παχουλό παιδί, τον πρώτο καιρό με φώναζαν El Gordo (το λίπος, «χοντρός» στη slang), όταν έφυγαν τα κιλά της παιδικής ηλικίας, έγινα El Gringo (ο ξένος, ο «Αμερικάνος»), επειδή ήμουν ασυνήθιστα λευκός και ξανθός. Όχι και τόσο συμπαθητικά προσωνύμια και τα δυο νομίζω…».
Η ιστορία της παιδικής και εφηβικής ηλικίας του Γκαμπριέλ Ομάρ Μπατιστούτα δεν έχει δακρύβρεχτα περιστατικά, δεν ξεπήδησε από φαβέλες, δεν αλήτευε στις φτωχογειτονιές, δεν πάλεψε με την ανέχεια, δεν ήταν «γραμμένο» στη μοίρα του να γίνει ποδοσφαιριστής.
Οι γονείς του, ο Όσμαρ και η Γκλόρια, δεν ήταν πλούσιοι, πιο πολύ μεσοαστική θα χαρακτήριζε κάποιος την οικογένεια. Κτηνοτρόφος και μετέπειτα διοικητικός στα σφαγεία Friar ο πατέρας, σχολική υπάλληλος η μητέρα.
Όταν ο πρωτότοκος Γκαμπριέλ ήταν 6 ετών, μετακόμισαν από την Avellaneda που ζούσαν μέχρι τότε, στη Reconquista του Santa Fe, στη θρυλική πια οδό Pueyrredón, αριθμός 1024.
Εκεί μεγάλωσε ο Μπάτι, στο διπλανό σχολείο ξεκίνησε στο δημοτικό για να επιλέξει μετά το τεχνικό γυμνάσιο Enet.
Επιμελής μαθητής, χαμηλών τόνων παιδί, πειθαρχημένος, με υψηλή αίσθηση του καθήκοντος και ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς με της αδερφές του και τον παππού Μελχιόρ, πατέρα του Όσμαρ που διέμενε μαζί στους στο σπίτι της οδού Pueyrredón.
Μια ιστορία από μόνος του ο παππούς Μελχιόρ. Πρώην γαιοκτήμονας με διάφορες εγκαταστάσεις κτηνοτροφικών και πτηνοτροφικών μονάδων, βρέθηκε από το ζενίθ στο ναδίρ από μια σειρά απίθανων γεγονότων που τον εξανάγκασαν να μένει με το γιο του τον Οσμάρ.
Σκληρός αλλά δίκαιος άνθρωπος, με άπειρες χαρακιές στη ζωή του που αντί για μοιρολατρία τις μετέτρεψε σε διδαχές και σοφία.
Εξ αιτίας και του γεγονότος ότι ο νεαρός Γκαμπριέλ ήταν το μοναδικό αγόρι από τα εγγόνια, του μετέδωσε πάρα πολλά πράγματα, προκειμένου να μάθει να αυτοπροστατεύεται.
Ο μικρός άκουγε με προσοχή, ρουφούσε τις ιστορίες του παππού από τα παλιά καλά χρόνια, έμαθε να αγαπάει τη φύση, τα ζώα, λάτρεψε τα άλογα.
Λυπόταν όταν μάθαινε για τις αναποδιές, αντιλαμβανόταν ότι η ζωή είναι ένα κέρμα με δυο όψεις και ο δρόμος του καθενός δεν καταλήγει σχεδόν ποτέ εκεί που τον πρωτοσχεδίασε. «Σπουδές» επέμενε ο παππούς, αυτό ακολούθησε και ο Γκαμπριέλ, αυτό ήταν το πρώτο του μέλημα και ο κύριος στόχος.
Η σχέση του Μπατιστούτα με το ποδόσφαιρο δεν είναι από τις συνηθισμένες. Προέκυψε στην πορεία, είναι αποτέλεσμα δουλειάς, αφοσίωσης, ασφαλώς ταλέντου, μα πάνω απ’ όλα εκλογίκευσης. Μην σας φαίνεται υπερβολικό, ο Γκαμπριέλ πήρε στα σοβαρά το ποδόσφαιρο μόνον όταν αντιλήφθηκε ότι μπορεί να βιοποριστεί από αυτό.
Μέχρι τα τέλη της εφηβείας ήταν απλώς ένα σπορ, ένας τρόπος εκτόνωσης, μια ευκαιρία για παρέες, κοινωνικοποίηση, παραγωγικό ελεύθερο χρόνο.
Το πρώτο γήπεδο που μάτωσε τα γόνατά του ήταν στη γειτονιά του Chapero, ονομάσανε με τους φίλους του την ομάδα Grupo Alegria (το γκρουπ της χαράς) και έβαλαν στόχο να κερδίσουν το «πρωτάθλημα της γειτονιάς».
Ήταν καλός, όχι κάτι τρομερό, όχι πάνω από το μέσο όρο, αλλά τόσο όσο αρκούσε για να τον προσέξει η Πλατένσε και να του δώσει μια ευκαιρία να δοκιμάσει στις ακαδημίες της.
Στην Αργεντινή και στη Λατινική Αμερική γενικότερα, είναι σχεδόν «υποχρέωση» για κάθε νεαρό αγόρι να ενταχθεί σε ποδοσφαιρική ακαδημία. Νέες παραστάσεις, νέες γνωριμίες, πιο ενδιαφέροντες αγώνες.
Και πάλι, όμως, προτεραιότητα παρέμεναν οι σπουδές.
Μέχρι που ήρθε η ευλογημένη μέρα που ο κολλητός του τότε φίλος, Πίτι Λορενζίνι, σπρώχτηκε από μια ανώτερη δύναμη να πάει στην edicola της (γι’ αυτό θρυλικής) οδού Pueyrredón και να αγοράσει το El Grafico για να το δωρίσει στο φίλο του.
Το ημερολόγιο έγραφε 1986, είναι η χρονιά, η περίοδος που ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα έγινε ο θεός της μπάλας.
Είναι χρονιά Μουντιάλ, κατά διαβολική σύμπτωση στην ίδια χώρα που το 1970 ο Πελέ και η Βραζιλία ανέβασαν το παιχνίδι στη θερμόσφαιρα.
Ο Μαραντόνα με τα δυο του γκολ σε εκείνον τον προημιτελικό με την Αγγλία, το πήγε στην εξώσφαιρα. Οι δυο θεοί του ποδοσφαίρου ενθρονίστηκαν στην ίδια χώρα.
Ο Γκαμπριέλ άνοιξε το ιλουστρασιόν περιοδικό και στη μέση είδε τη διπλωμένη αφίσα του Ντιέγκο.
Δεν ξέρω αν μέσα στην υπερβολή μπορεί να χαρακτηριστεί μέχρι και επιφοίτηση πνεύματος το συγκεκριμένο γεγονός, αλλά η αλήθεια είναι ότι εκείνη η αφίσα άλλαξε τη ζωή του.
Ίδια χρονιά, 26 Σεπτεμβρίου του 1986, στην fiesta de quinceañera (συμβολική γιορτή γενεθλίων των 15 ετών με μεγάλη καθολική και κοινωνική παράδοση στις χώρες της Λατινικής Αμερικής) της Ιρίνα Φερνάντεζ, βρίσκει και τον έρωτα της ζωής του.
Την ερωτεύεται κεραυνοβόλα, αρραβωνιάζονται λίγους μήνες αργότερα και είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της ψυχικής ηρεμίας του και της πλήρους αφοσίωσής του στο ποδόσφαιρο.
Η Ιρίνα τον «μεγάλωσε» απότομα, απογαλακτίστηκε νωρίς, είχε μια σταθερά, έναν δεύτερο σύμβουλο μετά τον Μελχιόρ όταν έπρεπε να αποφασίσει εάν θα ακολουθήσει τον Χόρχε Γκρίφα στο Rosario.
Ήταν ένα τουρνουά νέων, ο Γκαμπριέλ είχε ενταχθεί στις ακαδημίες της Πλατένσε και σε ένα παχνίδι με την τοπική Ρασίνγκ είχε εντυπωσιάσει.
Για τον Γκουστάβο Μάσατ ταξίδεψε ο σπουδαίος αμυντικός και μετέπειτα κυνηγός ταλέντων, Γκρίφα στην Reconquista, με δυο «διαμαντάκια» επέστρεψε στο Πάρκο της Ανεξαρτησίας που βρίσκεται το γήπεδο της Νιούελς Ολντ Μπόις.
Στην είσοδο του γηπέδου τους περίμενε ένας εκκεντρικός τύπος με το βλέμμα του τρελού που φορούσε μια φθαρμένη φόρμα.
Πρώτα μίλησε με τον Γκρίφα, κατόπιν φρόντισε να υποδείξει στα δυο ψαρωμένα παιδιά τον κοιτώνα τους.
Πριν τους αφήσει αποσβολωμένους, συστήθηκε: «είμαι ο προπονητής σας, με λένε Μαρσέλο Μπιέλσα και αύριο θα δω τον καθένα σας ξεχωριστά στο γραφείο μου».
Την επόμενη μέρα, ο Γκαμπριέλ μπαίνει στο μικρό γραφειάκι κάτω από τις κερκίδες του γηπέδου και περνάει κανονική ακρόαση. Του “Loco” του άρεσε πολύ που ο μικρός είχε προφίλ «καλού παιδιού», ξετρελάθηκε όταν τον άκουσε να απαντά με πηγαία ειλικρίνεια στις ερωτήσεις του.
«Φοβάμαι να γίνω ποδοσφαιριστής, δεν μου εξασφαλίζει το μέλλον. Ήρθα εξ αιτίας του σεβασμού για τον κύριο Γκρίφα και από αίσθηση καθήκοντος. Παίζω για να παίζω Μίστερ, διασκεδάζω όταν παίζω ποδόσφαιρο, γιατί είναι από τις ελάχιστες δραστηριότητες που αισθάνομαι οδηγός του εαυτού μου και των υπολοίπων.
Είναι τιμητικό που με δεχτήκατε στο γραφείο σας, αλλά μου δημιουργεί και μια υποχρέωση να κάνω το καλύτερο για σας, να δεσμευτώ απέναντί σας. Προτεραιότητά μου ωστόσο είναι οι σπουδές και φοβάμαι ότι επειδή δεν θα μπορέσω να αφοσιωθώ πλήρως, θα σας απογοητεύσω».
Ο Μπιέλσα είχε ακούσει αρκετά. Άμεσα κανόνισε να αναλάβει το κόστος των σπουδών του Γκάμπριελ η Νιούελς, σε λίγες μέρες του είχε εξασφαλίσει και σπίτι δίπλα στο γήπεδο. Τον έβαλε να μείνει με τον Μάσατ για να έχει παρέα και να μην τον χτυπήσει η νόσος της νοσταλγίας για το περιβάλλον του.
Είναι κομβικής σημασίας οι συνθήκες διαβίωσης για έναν ποδοσφαιριστή, ειδικότερα όταν πρόκειται για νεαρό.
Ο Μπιέλσα έδωσε ό,τι έκρινε σωστό και σώφρον στο παιδί και την οικογένειά του, επένδυσε επάνω του. Το «γλύκανε» παίρνοντάς το μαζί του σε ένα τουρνουά νέων στο Viareggio, το καθοδήγησε τακτικά, το διαπαιδαγώγησε.
Όλα μετράνε στη διαμόρφωση ενός ποδοσφαιριστή, η παραμικρή λεπτομέρεια, κάθε εξωγενής παράγοντας δύναται να κρύβει απογοήτευση, αίσθηση αδικίας, έξοδο από τον κύκλο ασφαλείας του καθενός. Ο Μπατιστούτα στο Rosario αισθάνθηκε ασφαλής και ελεύθερος, τόσο όσο του επέτρεπε η αγωγή του.
Όταν του ανακοινώθηκε ότι από την ομάδα νέων επρόκειτο να ξεκινήσει βασικός σε ημιτελικό του Copa Libertadores, αισθάνθηκε ότι ο ιδρώτας που έχυνε στις απαιτητικές προπονήσεις του Μπιέλσα, δεν πήγε χαμένος.
Άλλωστε αισθανόταν καλά, η Νιούελς ήταν μια ομάδα που βασιζόταν αποκλειστικά σε ποδοσφαιριστές από τις ακαδημίες της, μια «τρέλα» που όμοιά της δύσκολα ξαναβρίσκει κανείς στα ποδοσφαιρικά χρονικά.
Κέρδισε το πρωτάθλημα με δικούς της πιτσιρικάδες, με παιδιά που μεγάλωσαν μαζί, που πονούσαν ο ένας τον άλλον. Όταν έφυγε ο Άμπελ Μπάλμπο για τη Ρίβερ, ο Γκαμπριέλ βρέθηκε ανάμεσα σε φίλους, αισθανόταν ότι έπαιζε ακόμα στη Grupo Alegria. Σενσίνι, «Τάτα» Μαρτίνο, όλη εκείνη η φουρνιά της Νιούελς ήταν απίθανη.
Όταν σκόραρε και ένα -τυχερό- γκολ στη ρεβάνς εκείνου του ημιτελικού, ήξερε ότι είχε έρθει η στιγμή να αναζητήσει και έναν άνθρωπο που θα τον βοηθούσε να εξασφαλίσει το μέλλον του. Επέλεξε τον Σετίμιο Αλοίζιο, έναν ατζέντη με τον οποίο έκαναν κοινή διαδρομή και είχαν ταυτόσημη αντίληψη και πίστη στις μακροχρόνιες ανθρώπινες σχέσεις.
Πλέον ο στόχος ήταν ο βιοπορισμός από το ποδόσφαιρο, η διαρκής βελτίωση των αγωνιστικών χαρακτηριστικών του και η μεταγραφή που θα απέφερε χρήματα και στον ίδιο και στο σύλλογο που τον ανέδειξε.
Για να συμμετάσχει σε εκείνο το τουρνουά του Viareggio, η Νιούελς τον δάνεισε για δυο μήνες σε μια ομάδα που είχαν ιδρύσει Ιταλοί εμιγκρέδες στην Αργεντινή, την Deportivo Italiano.
Τέσσερεις αγώνες έδωσε αυτή η απίθανη ομάδα σε εκείνο το τουρνουά. Οι τρεις τελείωσαν με λευκή ισοπαλία, ο τελευταίος με νίκη των Αργεντινών με 4-0. Ο Μπατιστούτα είχε σκοράρει τα τρία από τα τέσσερα γκολ της Deportivo, με ένα ματς ανακηρύχθηκε πρώτος σκόρερ του τουρνουά.
Λένε πως οι έρωτες είναι γεμάτοι συμπτώσεις, ότι όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο, ότι για κάποια γεγονότα συνωμοτούν οι πλανήτες.
Σαν bonus εκείνου του 4-0, οι Αργεντινοί πήγαν να παρακολουθήσουν ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι. Τους πήγαν στην κοντινή Φλωρεντία, στο Artemio Franchi, την έδρα της Φιορεντίνα.
Τότε πρωτοείδε ο Γκaμπριέλ Μπατιστούτα το γήπεδο που μετέπειτα έγινε η σπηλιά του. Το ματς ήταν μια μάχη της Φιορεντίνα του Σβεν Γκόραν Έρικσον με τη Ρόμα του Νιλς Λίντχολμ, ένα χορταστικό 2-2 με δυο γκολ του Μποργκονόβο, του σέντερ φορ, τον οποίο ο άσημος και ανυποψίαστος νεαρός Αργεντινός που καθόταν στην κερκίδα, επρόκειτο να αντικαταστήσει δυο χρόνια αργότερα.
Η Deportivo Italiano έβγαλε τις αναμνηστικές της φωτογραφίες, οι Ιταλοί ατζέντηδες έμαθαν τα ονόματα των παικτών που ήθελαν να σημειώσουν στα μπλοκάκια τους και η ομάδα ολοκλήρωσε την τουρνέ στην Τοσκάνη ταξιδεύοντας στην Πίζα για να δει το πιο φημισμένο αξιοθέατο: τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα στο ξενοδοχείο που είχε καταλύσει η Νάπολι πριν τον αγώνα της με την τοπική ομάδα.
Ο άτυπος και άυλος κύκλος πια είχε κλείσει. Ο Μπατιστούτα είχε γνωρίσει και αγγίξει το είδωλό του, τον άνθρωπο που κάθε Αργεντινός εκείνη την εποχή τοποθετούσε μόνο κάτω από τον Ιησού.
Όλα πια μπορούσαν να πάρουν το δρόμο τους και στο Μπουένος Άιρες ο (ποδοσφαιρικός) δρόμος είναι διχαλωτός: Ρίβερ Πλέιτ και Μπόκα Τζούνιορς.
Έχοντας χάσει τον Μπάλμπο που μεταγράφηκε στο campionato, η Ρίβερ έκανε την προφανή κίνηση και πήρε τον δοκιμασμένο αντικαταστάτη του. Το δίδυμο Μέρλο και Αλόνσο τον πίστευε πολύ, θεωρούσε ότι έχει τις δυνατότητες να διαπρέψει στο ανώτατο επίπεδο για το αργεντίνικο πρωτάθλημα.
Οι millionarios όμως δεν ρόλαραν, το δίδυμο που ήθελε τον Μπατιστούτα απολύθηκε και την ανέλαβε στην παρθενική του δουλειά ως προπονητής μια σημαία της, ο Ντανιέλ Πασσαρέλα. Πρόκειται ίσως για τον μοναδικό άνθρωπο στην καριέρα του Μπατιστούτα που δεν εκτίμησε τις ποδοσφαιρικές του ικανότητες.
Η στάση του Πασσαρέλα εξακολουθεί να αποτελεί μυστήριο στην Αργεντινή, ακόμα και αργότερα όταν ο παίκτης είχε γίνει παγκόσμιος αστέρας, ο Πασσαρέλα επέμενε να τον αγνοεί και να μην τον εκτιμά. Ο Caudillo («στρατηγός») όπως ήταν το προσωνύμιο του, μετά από τρομερή πίεση του Τύπου και του ίδιου του Μαραντόνα τον συμπεριέλαβε στην αποστολή για το Μουντιάλ του ’98 και αρνείτο να τον καλέσει στην albiceleste για καιρό, με αποκορύφωμα το Copa America του 1997.
Τον θεωρούσε τεχνικά ανεπαρκή, μια άποψη αρκετά δημοφιλή ακόμα και σε συμπαίκτες του Μπατιστούτα σε περιόδους προετοιμασίας και προπονήσεων. Κάποτε ο Μπρίαν Λάουντρουπ είχε δηλώσει ότι δεν το πίστευε πόσο κακός παίκτης του φαινόταν στις πρώτες τους προπονήσεις και θεωρούσε αδιανόητο ότι ο ίδιος άνθρωπος μεταμορφωνόταν σε λιοντάρι εν ώρα αγώνα.
Η αλήθεια είναι ότι ο Μπατιστούτα όσο περισσότερο επιστρέφουν στη μνήμη οι εικόνες και οι στιγμές του ως φορ, δεν ήταν ποτέ ο ζογκλέρ, ο ντριμπλέρ, ο εντυπωσιακός και ντελικάτος τεχνίτης της μιας επαφής όπως ας πούμε ο Ρομάριο.
Στον Μπατιστούτα θυμόμαστε το πάθος, την ορμή, την υπερφυσική δύναμη. Ήταν ένας φορ οδοστρωτήρας, μια περίπτωση επιθετικού που μπορούσε να σκοράρει από τα 40 μέτρα σουτάροντας τόσο βίαια που ο τερματοφύλακας είχε το φόβο πως η μπάλα θα συμπαρασύρει και τα γάντια του μέσα στα δίχτυα.
Όχι τυχαία, ο Μαραντόνα τον αποκαλεί χαριτολογώντας animal, δηλαδή «κτήνος».
Αυτό ήταν το κυριότερο χαρακτηριστικό του, αυτό πρωτοέρχεται στο νου και μετά τα υπόλοιπα. Αργότερα βελτιώθηκε σε τεράστιο βαθμό στην τεχνική, έμαθε να βάζει το πόδι σωστά και να την τσιμπάει με το μυτάκι ή να κάνει λόμπες και να σημαδεύει.
Συνήθως στα γκολ θαυμάζουμε είτε την έμπνευση είτε την εκτέλεση.
Ο Μπατιστούτα ένωνε τις δυο έννοιες, βασιζόμενος αφ’ ενός στο γεγονός ότι είναι ο Μπατιστούτα και αφ’ ετέρου στο ότι ήξερε πως είναι ο Μπατιστούτα.
Ήτοι, δεν αρκούσε απλώς ότι ήταν καλός, αλλά ότι το ήξερε κιόλας, είχε επίγνωση του εύρους των δυνατοτήτων του και του τρόμου που προξενούσε στην αντίπαλη άμυνα.
Αυτά τα χαρακτηριστικά δεν έχουν να κάνουν με τεχνικές αρετές ή τη δύναμη στο σουτ, όσο ισχυρή κι αν ήταν.
Είναι βιωματικά, επίκτητα, αποτελέσματα και εμπειρίες μιας καριέρας που από την Νιούελς σε μεταφέρει στην πραγματικότητα της Ρίβερ και από εκεί στη «μισητή» αντίπαλο Μπόκα.
Όταν μέσα σε μια διετία ένας ποδοσφαιριστής έχει φορέσει αυτές τις τρεις φανέλες και έχει επιβιώσει, οποιαδήποτε δύσκολη κατάσταση ή κοινή αντιξοότητα είναι το λιγότερο αφελές να πιστέψουμε πως θα τον καταβάλλει.
Αν στην Ευρώπη εντυπωσιαζόμαστε από το Clasico Ρεάλ-Μπάρσα και το θεωρούμε το μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό παιχνίδι μεταξύ αιωνίων αντιπάλων, μπορείτε εύλογα να φανταστείτε τι σημαίνει για κάθε ποδοσφαιρόφιλο το Super Clasico που είναι το Ρίβερ-Μπόκα.
Ο Μπατιστούτα αποχώρησε «κομμένος» από τον Πασσαρέλα από τη Ρίβερ, τον υπέγραψε η Μπόκα λίγο γιατί τον πίστεψε, λίγο γιατί πόνταρε σε μια πιθανή επιθυμία για «ρεβάνς» του ίδιου του ποδοσφαιριστή.
Στο Bombonera του έδωσαν τη φανέλα με το 7 και τον τοποθέτησαν στα άκρα της επίθεσης. Δεν θεωρείτο κλασσικός φορ, δεν ήταν ούτε βαρύς ούτε ελαφρύς, δεν ήταν αυτό που ονειρεύεται ο μέσος Αργεντινός για τον βασικό σέντερ φορ της ομάδας του.
Ο Γκάμπριελ σκόραρε σποραδικά, η ομάδα άλλωστε παρέπαιε, μετά βίας είχε τερματίσει όγδοη στην πρώτη από καταβολής Clausura και ήταν επιτακτική η ανάγκη αλλαγής φιλοσοφίας.
Τον Ιανουάριο του 1991 ανακοινώνεται ο καινούριος προπονητής της Μπόκα. Είναι Ουρουγουανός, τον φωνάζουν “Maestro” και λέγεται Όσκαρ Ουάσινγκτον Ταμπάρες.
Ο Maestro τον αλλάζει άμεσα θέση τοποθετώντας τον στην κορυφή της επίθεσης. Η κίνηση είναι κομβικής σημασίας.
Στην Clausura, ο Μπατιστούτα σε 19 συμμετοχές ματώνει τα δίχτυα 11 φορές και βγαίνει πρώτος σκόρερ, η Μπόκα το παίρνει περπατώντας και αήττητη και ο Ταμπάρες γίνεται ο νέος προφήτης της θρυλικής La Boca, της συνοικίας του Μπουένος Άιρες που διαθέτει ένα απίθανο γήπεδο ανάμεσα στα σπίτια των κατοίκων της.
Ο Μπατιστούτα σε εκείνη την ομάδα, χωρίς να προσφέρει το παραμικρό στην παραγωγή παιχνιδιού και στους συμπαίκτες του, γίνεται το αδιαμφισβήτητο σύμβολο. Αυτό είναι το u turn της καριέρας του, τότε συνειδητοποιεί τη δύναμη και την επιδραστικότητά του στο παιχνίδι. Όχι στον παιχνίδι των άλλων, στο παιχνίδι αυτό καθ’ αυτό.
Τότε διαμορφώνεται για πρώτη φορά το περίγραμμα του γκολ «α-λα Μπατιστούτα», με το κοντρόλ στα όρια της περιοχής, την μπάλα στο εσωτερικό και το σουτ με φάλτσα στην αντίθετη γωνία. Το έκαναν πάρα πολλοί στη συνέχεια, πρώτος το έκανε ο Μπατιστούτα στη Μπόκα.
Διατηρείται ακόμα και σήμερα ένας πολύ ισχυρός δεσμός με τους οπαδούς και τον οργανισμό εν γένει της Μπόκα. Είναι η ομάδα που υποστήριζε από μικρό παιδί, η ομάδα για την οποία του μιλούσε ο παππούς.
Έχει επαναλάβει πολλάκις σε συνεντεύξεις του ότι το ιδανικό τέλος για εκείνον θα ήταν μια τελευταία σεζόν στην Μπόκα και κατόπιν απόσυρση σε ένα κτήμα στην εξοχή.
Δεν το λένε πολλοί ποδοσφαιριστές-είδωλα αυτό το πράγμα. Οι περισσότεροι επιζητούν το κλείσιμο στην ομάδα που τους ανέδειξε και διατηρούν ισχυρούς δεσμούς μαζί της, έχοντας απώτερο σκοπό να ακολουθήσουν μια καριέρα προπονητή ή βοηθού στο μέλλον.
Ο Μπατιστούτα ήθελε απλώς να τελειώσει εκεί που στο μυαλό του ξεκίνησε.
«Δεν είμαι από εκείνους που θέλουν ένα πόστο. Δεν ζητάω εξασφάλιση, καλά γεράματα, μια αργομισθία. Δεν ανέχομαι να είμαι πουθενά διακοσμητικός, προκειμένου να παραμείνω στο χώρο του ποδοσφαίρου. Δεν πουλάω το όνομα ή την εικόνα μου, δεν αποδέχομαι ότι το club έχει υποχρέωση να αποκαταστήσει τους παλαιμάχους του, όσο μεγάλοι παίκτες κι αν ήταν. Για να σας το εξηγήσω κοντολογίς, δεν είμαι γλάστρα, όπως δεν ήμουν κι όταν έπαιζα», έχει δηλώσει (πάντα) με αφοπλιστική ειλικρίνεια.
Την ίδια χρονιά του ξεπετάγματος υπό τις οδηγίες του Ταμπάρες, καταφθάνει και κλήση από την Εθνική. Δυνατό φιλικό προετοιμασίας εναντίον της Βραζιλίας εν όψει Copa America. Ο εκλέκτορας Άλφιο Μπαζίλε, τον ξεκινάει βασικό. Δεν το μετανιώνει.
Στο πρώτο επίσημο παιχνίδι, ένα 3-0 με τη Βενεζουέλα, σκοράρει δυο φορές, στο δεύτερο όταν η Αργεντινή κερδίζει πολύ δύσκολα τη Χιλή με 1-0, το γκολ είναι και πάλι δικό του.
Στο τρίτο παιχνίδι ξανά γκολ. Στα νοκ άουτ το ίδιο. Η Αργεντινή κατακτά το Copa America, πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης του 1991 με 6 γκολ σε 6 παιχνίδια ανακηρύσσεται ο Γκαμπριέλ Ομάρ Μπατιστούτα.
Όλος ο κόσμος του ποδοσφαίρου στη Λατινική Αμερική μιλάει για αυτόν τον φορ που με μόλις 6 μήνες σοβαρό ποδόσφαιρο στα πόδια, έχει αναστατώσει το λαό της Αργεντινής.
Δειλά εμφανίζονται «ερωτήσεις» από μεγάλα ευρωπαϊκά club. Η απάντηση της Μπόκα είναι μονότονα αρνητική. Ο παίκτης δεν πωλείται, απλούστατα, διότι έχει ήδη πωληθεί στη Φιορεντίνα.
Ο τότε ακόμα Αντιπρόεδρος Βιτόριο Τσέκι Γκόρι, τον είχε ερωτευτεί κεραυνοβόλα και είχε το όνειρο να τον δει ντουέτο με τον Λατόρε και στη Φιορεντίνα.
Τον βραχύσωμο «νέο Μαραντόνα» η Φιορεντίνα τον έχει κλείσει ήδη μετά τις μεγάλες εμφανίσεις του στο θρυλικό τελικό του Λιμπερταδόρες που έμεινε στην ιστορία ως η “Batalla de Macul”. Ο παίκτης είχε ανακοινωθεί, απλώς είχε παραμείνει δανεικός στην Μπόκα για έναν ακόμη χρόνο. Τελικά παρέμεινε και τον επόμενο, διότι ο Τσέκι Γκόρι συγκλονίστηκε από τον σέντερ φορ.
Για να ταξιδέψει ο Γκάμπριελ στη Φλωρεντία, οι viola αγοράζουν και παραχωρούν δανεικό στην Μπόκα έναν ακόμα διεθνή επιθετικό/αντικαταστάτη του νέου βασιλιά του Bombonera: τον Αντόνιο Μοχάμεντ.
Ο Μοχάμεντ, παρότι θα φωτογραφηθεί -και παρουσιαστεί- από τη Φιορεντίνα, φόρεσε τη φανέλα της μόνο στην παρουσίασή του, ενώ ο Λατόρε έπαιξε δυο παιχνίδια την επόμενη σεζόν και ξαναπουλήθηκε.
Επί της ουσίας, ο Τσέκι Γκόρι είχε αγοράσει τρεις ποδοσφαιριστές, εκ των οποίων τους δυο τους χρησιμοποίησε για να πάρει νωρίτερα τον Μπατιστούτα στο Franchi. To deal είναι ιστορικό στην Ιταλία, είναι το λεγόμενο «1 προς 3 του Τσέκι Γκόρι» όπως σχολίαζαν περιπαικτικά οι οπαδοί των viola.
Ο Μπατιστούτα, μετά τον ενθουσιασμό που σκόρπισε η απόκτησή του, πολύ γρήγορα γίνεται «παλτό». Τρία γκολ σε 17 παιχνίδια και τα τρία «ανώνυμα», με τη Φιορεντίνα ήδη να προηγείται.
Ένας πρώτος γύρος αφλογιστίας, με τρία «μίζερα» γκολ. Όλα φλατ μέχρι το παιχνίδι εναντίον της Γιουβέντους που είχε υφαρπάξει με τα χρήματα και τη δύναμή της το καμάρι της πόλης, τον Ρομπέρτο Μπάτζο. Σε εκείνο το ματς, στο έβδομο λεπτό του αγώνα, ο Μπατιστούτα έγινε «Μπατιγκόλ».
Στα επόμενα δυο παιχνίδια, έβαλε πέντε γκολ. Στο δεύτερο γύρο συνολικά δέκα, σκαρφαλώνοντας στην 5η θέση των σκόρερς.
Μπροστά του είχε τον Φαν Μπάστεν, τον Μπάτζο, τον Μπαϊάνο και τον Καρέκα. Χωρίς τα πέναλτι των υπολοίπων τον είχε ξεπεράσει μόνον ο Ολλανδός της Μίλαν, ένας από τους πιο ολοκληρωμένους φορ όλων των εποχών.
Ο Μπαϊάνο είναι η επόμενη κίνηση-ματ του Τσέκι Γκόρι που ονειρεύεται ένα επιθετικό δίδυμο των 35-40 γκολ τη σεζόν. Ο Ρανιέρι που είναι στον πάγκο δίνει το περιβραχιόνιο στο νεοφερμένο αστέρι, ο ίδιος ο Μπαϊάνο στο τέλος της σεζόν το δίνει στον Μπατιστούτα. Η ιεραρχία δεν αποφασίζεται στην προπόνηση. Η ιεραρχία φαίνεται στο γήπεδο.
Έφενμπεργκ, Λάουντρουπ, Μπατιστούτα. Η Φιορεντίνα είναι ένας γαλαξίας αστέρων, αλλά εκείνη την εποχή το campionato είναι διαγαλαξιακό.
Μετά από ένα ελπιδοφόρο ξεκίνημα, η ομάδα αρχίζει και μειώνει ταχύτητα. Στο τέλος της σεζόν δεν έχει απλώς σταματήσει, έχει βάλει όπισθεν. Η Φιορεντίνα υποβιβάζεται στη Serie B. Σοκ.
Για να γίνουν αντιληπτά τα μεγέθη, την επόμενη σεζόν, ο Μπατιστούτα σκοράρει 16 γκολ (και πάλι δίχως εκτελέσεις πέναλτι με τα οποία ανέκαθεν είχε μια αλλόκοτη σχέση) αλλά δεν ανακηρύσσεται πρώτος σκόρερ, διότι στη δεύτερη τη τάξει κατηγορία αγωνίζονται επιθετικοί όπως ο Μπίρχοφ, ο Βιέρι, ο Ιντζάγκι, ο Κιέζα.
Αδιανόητα υψηλό επίπεδο για ένα πρωτάθλημα δεύτερης κλάσης.
Στη Φλωρεντία το κοινό τον έχει αγκαλιάσει, η Ιρίνα έχει λατρέψει την πόλη, έχει γεννηθεί ήδη ο πρωτότοκος γιος τους, ο Τιάγκο, η οικογένεια είναι ευτυχισμένη.
Ο Μπατιγκόλ, παρά το γεγονός ότι είχε προτάσεις από μεγαλύτερες ομάδες, παρά τη δυνατότητα να πιέσει για να παίξει σε ανώτερη κατηγορία, παρέμεινε στην ομάδα, δήλωσε ότι «ο βασικός φορ της Εθνικής Αργεντινής θα παίζει στη Φιορεντίνα».
Όντως δεν έχασε τη θέση του στην Εθνική, είναι βασικό στο Copa America του 1993, το οποίο το κατακτά και πάλι η albiceleste.
Στον τελικό εναντίον του Μεξικού και τα δυο γκολ είναι δικά του, πανηγυρίζει ελάχιστα τη δεύτερη συνεχόμενη κατάκτηση του Copa America και θέτει «πραγματικούς» στόχους όπως δηλώνει στην Clarìn: «Θέλω το Παγκόσμιο Κύπελλο στην Αμερική και να κάνουμε τη Φιορεντίνα μεγάλη».
Αν επρόκειτο για μια συνηθισμένη ιστορία όπως αναφέρθηκε στην αρχή, με το παιδάκι που ονειρεύεται από τις φαβέλες να βρεθεί σε τελικά Μουντιάλ, θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για παραμυθένια πορεία. Για τον Μπατιστούτα το Μουντιάλ της Αμερικής ήταν μόνο πρόκληση και τα πρώτα του διαπιστευτήρια σε διεθνές παλκοσένικο.
Αλήστου μνήμης το ντεμπούτο του σε Παγκόσμιο Κύπελλο -ναι, είναι το παιχνίδι εναντίον της Εθνικής μας- με τρία γκολ, το καθένα διαφορετικής τεχνοτροπίας. Πλασέ, βολέ, πέναλτι. Το τέταρτο γκολ της Αργεντινής ήταν του Μαραντόνα, ένα από τα ωραιότερα που έχουν επιτευχθεί ποτέ στην ιστορία του θεσμού.
Ω ναι. Συμπαίκτης σε τελικά Παγκοσμίου Κυπέλλου με τον ποδοσφαιριστή της αφίσας και τον άνθρωπο που φωτογραφήθηκε σαν θαυμαστής στην Πίζα.
Έγιναν φίλοι, ο σεβασμός ήταν αμοιβαίος, ο Ντιέγκο λάτρευε την κίνηση του Μπάτι στο χώρο, ο Γκαμπριέλ αγαπούσε με παιδική, αφελή αγάπη οτιδήποτε έκανε ο Μαραντόνα.
Εάν δεν υπήρχε η ιστορία της τιμωρίας του Μαραντόνα σε εκείνο το Μουντιάλ, πιθανότατα αυτό το αφιέρωμα να είχε ξεκινήσει με τον Μπατιστούτα να φιλάει την υδρόγειο από χρυσάφι στο τρόπαιο του Παγκοσμίου Κυπέλλου στις Η.Π.Α.. Μετά το σάλο όμως του ελέγχου αντιντόπινγκ, ήττα από τη Βουλγαρία και αποκλεισμός από τη Ρουμανία του Χάτζι στο νοκ άουτ.
Ο Γκαμπριέλ βγαίνει μπροστά: «Δεν υπάρχουν δικαιολογίες, όσο τεκμηριωμένες κι αν είναι. Ακόμα κι όταν η αυτο-αθώωση έχει βάση, προέχει να είμαστε ειλικρινείς και να αναζητoύμε τα δικά μας λάθη. Δεν χάσαμε επειδή τιμωρήθηκε ο Ντιέγκο. Η τιμωρία θα έπρεπε να είναι κίνητρο, δεν είναι δυνατόν να δίνουμε τέτοιο άλλοθι».
Στο Μουντιάλ των Η.Π.Α. ήταν 26 ετών. Η καλύτερη ηλικία της καριέρας του και συνήθως εκείνη την εποχή η ιδανικότερη για καθιέρωση στις συνειδήσεις όλων των φίλων του σπορ.
Πράγματι, η επόμενη σεζόν στη Φιορεντίνα υπήρξε ονειρώδης, αφού με την έλευση του Πορτογάλου Ρούι Κόστα, ο Γκαμπριέλ απέκτησε έναν από τους πιο ιδανικούς παρτενέρ στην καριέρα του.
Παρά το γεγονός ότι έχει υποδείξει τον Φραντσέσκο Τότι ως ιδανικό συμπαίκτη -«παίζει δεκάρι, αλλά σκέπτεται σαν σέντερ φορ κι αυτό τον κάνει τον ιδανικότερο συμπαίκτη που είχα ποτέ»- με τον Ρούι Κόστα έχει τρομερή χημεία και συνεργασία στους viola.
Χάρη στους διόσκουρους, η Φιορεντίνα ξεκινάει μόλις με μια ήττα σε έντεκα παιχνίδια και τον Μπατιστούτα να καταρρίπτει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Σκοράρει για έντεκα συνεχόμενες Κυριακές, ξεπερνά το ιερό τέρας της Φιορεντίνα, Έτσιο Πασκούτι, έναν πιονιέρο από τις εποχές που η τηλεόραση ήταν ακόμα μόνο οβάλ και αυστηρά ασπρόμαυρη.
Ο Μπατιγκόλ ολοκληρώνει το campionato με 26 γκολ, είναι πρώτος σκόρερ στο ιταλικό πρωτάθλημα, πρώτος σκόρερ και στο Copa America του επερχόμενου καλοκαιριού, αλλά η Αργεντινή χωρίς τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, από φαβορί έχει γίνει «απλώς» υπολογίσιμη. Χρειάζεται ένα νέο σύμβολο, κάποιον να πάρει τη σκυτάλη και να της απλώσει το χέρι για να σηκωθεί από το σοκ. Κοινό, Τύπος, προπονητές και το σημαντικότερο οι συνάδελφοί του, υποδεικνύουν εκείνον.
«Τότε κατάλαβα ότι οι ποδοσφαιρικές μου ικανότητες δεν αρκούσαν μόνο για να βιοποριστώ, να γίνω οικονομικά ανεξάρτητος και να ζήσω μια άνετη ζωή. Είμαι ένας από τους ισχυρότερους φορ στον κόσμο απ’ ό,τι φαίνεται, κάτι που δεν το περίμενα ποτέ».
Μην εντυπωσιάζεστε από την ταπεινότητα του λόγου του, μήτε να θεωρήσετε ότι μιλούσε έτσι για να φτιάξει το προφίλ του και να είναι πολιτικά ορθός. Ο Μπατιστούτα εκτός γηπέδων ήταν αντίθετος πόλος με τον Μπατιγκόλ στο χορτάρι. «Τετράγωνος», πραγματιστής, ήπιος, ευγενικά φειδωλός και καθόλου αμετροεπής.
Εντός γηπέδου, ταύρος εν υαλοπωλείω, μια μηχανή των γκολ δίχως σταματημό. Στη Φλωρεντία του έχουν κάνει δώρο σε ημίχρονο ακόμα και σμιλεμένο άγαλμα, έχει σηκωθεί ό,τι βάζει ανθρώπινος νους στην curva fiesole, αλλά ο Μπατιστούτα ανικανοποίητος. «Δεν έχουμε καταφέρει ακόμα τίποτα».
Πολύ κόσμο τον εκνεύριζε αυτή η πτυχή του χαρακτήρα του, αυτή η άρνηση χαράς όπως τη χαρακτήρισαν αρκετοί, ήταν και ο λόγος όμως που βελτιωνόταν κάθε χρόνο και πιο πολύ.
«Θα μπορούσαν να έχω επαναπαυθεί στις δάφνες της Μπόκα, να μείνω ίδιος παίκτης και πάλι να αμείβομαι καλά. Έτσι όμως δεν θα ήμουν καλός, αλλά ένας ακόμα συνηθισμένος Αργεντινός. Ξέρετε, για τους άλλους πάντοτε βρίσκετε διαφορετικές ερμηνείες και τους απαλλάσσετε των ευθυνών τους. Εκείνους που ανεβαίνουν τα σκαλιά σταθερά και ένα-ένα, τους λογίζετε για αδύναμους».
Στη ζωή υπάρχουν βαθμίδες, δεν είναι όλα ένας αγώνας σπριντ.
Εργατικός και πολεμιστής. Σπάνιο πολύ για ποδοσφαιριστή της ποιότητας και του διαμετρήματος Μπατιστούτα, αλλά ο χαρακτήρας είναι τελικά εκείνο που μετράει κα μπαίνει τίτλος στην καριέρα και τη διαδρομή του καθενός μας.
Ο Μπατιστούτα διέθετε και το χαρακτήρα και την προσωπικότητα, ήταν ηγέτης δίχως ίχνος αλαζονείας, άνευ αστερίσκων. Γι’ αυτό ήταν και είναι συμπαθής σε όλους, γι’ αυτό δεν τον αγγίζει κανείς.
Παρά το γεγονός ότι το ποδόσφαιρο είναι το κατ’ εξοχήν άθλημα της υπερβολής, ο Μπατιστούτα μας έπεισε ότι γίνεται και χωρίς ιδιοτροπίες, χωρίς σκάνδαλα, χωρίς στάρλετς και ποτάμια αλκοόλ.
Ο Γκαμπριέλ δεν χρειάστηκε επικοινωνιολόγους, «διαχειριστές εικόνας», διότι την εικόνα του δεν την κατέταξε ποτέ πέρα από εκεί που σταματούν οι γραμμές του γηπέδου.
Αν θα έπρεπε να προσδιορίσω τι ακριβώς ήταν, θα έκλινα σε κάποιον μεσαιωνικό ιππότη, κάποιον Φλωρεντίνο Μέδικο. Ένας μπρουτάλ ποδοσφαιριστής, με συμπεριφορές και στόφα αριστοκράτη, με άνεση και ταπεινότητα πραγματικά ευγενούς.
Πήρε τη Φιορεντίνα βαθμηδόν από το χέρι, το 1996 την έβγαλε τρίτη, πήρε το κύπελλο, μετά και το super cup απέναντι στη Μίλαν του μέντορά του, Όσκαρ Ουάσινγκτον Ταμπάρεζ, με δυο γκολ-ποιήματα.
Στο πρώτο αδειάζει τον Φράνκο Μπαρέζι με ένα αδιανόητο sombrero υποδεχόμενος μια κακή σέντρα και στο δεύτερο εκτελεί τον Σεμπαστιάνο Ρόσι με ένα φάουλ-κεραυνό από τα τριάντα μέτρα.
«Συνηθισμένο» θα έλεγε κανείς, αλλά το συγκεκριμένο γκολ-φάουλ είναι πολύ σημαντικό για τον ίδιο το Μπατιγκόλ: “Te amo Irina” φωνάζει στην κάμερα πριν χαθεί στους πανηγυρισμούς και τις αγκαλιές των συμπαικτών του.
Έρως ανίκατε μάχαν, ο έρωτας είναι ανίκητος στη μάχη και η Ιρίνα Φερνάντεζ παρέμενε ο φάρος και η κινητήρια δύναμη για έναν άνθρωπο που όλοι μας θεωρούσαμε άτρωτο, αλλά τελικά βασανιζόταν αθόρυβα.
Έπασχε από μια σοβαρή μορφή αρθρίτιδας στον αστράγαλο που βαθμηδόν του «έτρωγε» το χόνδρο. Οι πόνοι ήταν τόσο δυνατοί που κάποια χρόνια αργότερα δεν του επέτρεπαν να σηκωθεί από το κρεβάτι.
Μόνο η Ιρίνα καταλάβαινε στην αρχή, μόνο εκείνη τον συμμεριζόταν.
Ο Μπατιστούτα σε όλη του την καριέρα στήριζε τα 86 του κιλά στα οστά του, δεν είχε χόνδρους, δεν είχε τένοντες.
Τεράστια καταπόνηση και εν μέρει η εξήγηση του γεγονότος ότι δεν απέδιδε στις προπονήσεις. Το λιοντάρι βρυχάτο μόνο στους αγώνες γιατί τόσο άντεχε.
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι και το ποδόσφαιρο εκείνης της εποχής ήταν πολύ πιο δύσκολο σε σχέση με το σήμερα.
Ειδικά το campionato ήταν πολύ σκληρό, δεν υπήρχε η δέουσα ιατρική υποστήριξη, επιστημονική παρακολούθηση, απουσίαζε πάσα μορφή πρόληψης, γι’ αυτό και πολλοί ποδοσφαιριστές του παρελθόντος υποφέρουν μετά το τέλος της καριέρας τους.
Ο Μπατιστούτα αγωνιζόταν σε μια ομάδα μικρομεσαία, εκείνος σήκωνε το βάρος, αυτός «πίεζε» για να γίνει μεγαλύτερη. Το κατόρθωσε, αλλά ήταν αδύνατον να μην το πληρώσει.
Τα 13 του γκολ επί παραδείγματι, το 1997, σήμερα φαντάζουν ελάχιστα για έναν σέντερ φορ, στο ιταλικό πρωτάθλημα του τότε και για μια ομάδα όπως η Φιορεντίνα ήταν πολλά. Ειδικά για έναν ποδοσφαιριστή που κατ’ επιλογήν είχε σταματήσει να εκτελεί πέναλτι.
Πέρα από φυσικά προσόντα, ικανότητες, ταλέντο και χάρισμα, το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν τα πολύ υψηλά επίπεδα συγκέντρωσης μέσα στο παιχνίδι.
«Αυτό με έκανε να ξεχωρίσω. Δεν ήθελα τη μπάλα, δεν με ενδιέφερε να φαίνομαι όπως πολλοί φορ μέσα στο παιχνίδι. Θα μπορούσαν να μην έρθω σε επαφή με τη μπάλα και στα 90 λεπτά, αλλά στην πρώτη ευκαιρία ήμουν εκεί και θα έκανα το σωστό. Το παιχνίδι είναι στιγμές. Εγώ φρόντιζα να είμαι παρών τη στιγμή της έκρηξης».
Αν ρωτήσετε οποιονδήποτε μεγάλο αμυντικό, θα σας εξηγήσει πόσο δύσκολοι αντίπαλοι είναι οι φορ-φαντάσματα, εκείνοι που δεν σε κρατούν σε συνεχή εγρήγορση και εκρήγνυνται σε ανυποψίαστους χρόνους. Πιθανόν γι’ αυτό να τον αποκαλούσαν και Re Leone (Βασιλιά των Λιονταριών) τον Μπατιγκόλ.
Το λιοντάρι, ο βασιλιάς της ζώων, το μεγαλύτερο διάστημα είναι ήσυχο και πράο, στέκει αγέρωχο και παρατηρεί. Όταν όμως επιτίθεται το κάνει τόσο βίαια που δεν γλυτώνει κανείς.
Αυτό έκανε στο Camp Nou κόντρα στη Μπαρσελόνα του Ρονάλντο στο κύπελλο κυπελλούχων του ’97. Ένα από τα διασημότερα γκολ του, ένας από τους γνωστότερους πανηγυρισμούς του: «σωπάστε».
Ο Μπατιγκόλ έχει βάλει τη Φιορεντίνα στον ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό χάρτη. Μια επαρχιακή ιταλική ομάδα που όλοι υποστήριζαν μονότονα ότι «δεν τον χωράει».
Όντως δεν τον χωρούσε, όντως θα μπορούσε να έχει κερδίσει πολλά περισσότερα αγωνιζόμενος νωρίτερα με άλλες φανέλες, αλλά οι μεγαλύτεροι και οι πιο έντονοι έρωτες είναι οι δύσκολοι.
Κάθε καλοκαίρι άνοιγε η συζήτηση για μεταγραφή, κατατίθεντο προτάσεις, υπήρχε διασπορά φημών. Η Φιορεντίνα έκανε ό,τι μπορούσε, εκείνο το καλοκαίρι είχε φέρει τον Εντμούντο για παρτενέρ του, προκειμένου να τον πείσει να συνεχίσει.
Συνέχισε γιατί η Φλωρεντία είχε γίνει πια σπίτι του και η σχέση με τον κόσμο ήταν ειλικρινής και αμφίδρομη. Το κοινό γνώριζε ότι μπορούσε να φύγει, αντιλαμβανόταν πως χάνει γαλόνια και παράσημα.
Έχει πολύ μεγάλη σημασία να σε καταλαβαίνουν, να μην αιωρείται αίσθηση αδικίας ή αμφισβήτησης στην ατμόσφαιρα. Κι ο Μπατιγκόλ σε κάθε ευκαιρία ανταπέδιδε.
Αυτό το γκολ με το γυριστό ψαλίδι έξω από την περιοχή συνέβη σε πρεμιέρα πρωταθλήματος με την Ουντινέζε, μετά από ένα καλοκαίρι οργίου φημών και «διαρροών» ότι αποχωρεί, ότι απαίτησε μεταγραφή, ότι δεν θα επιστρέψει από την Αργεντινή εάν δεν πουληθεί σε μεγαλύτερη ομάδα.
«Είναι χρονιά Μουντιάλ, τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να τον πουλήσει και να πιάσει καλά λεφτά ο Τσέκι Γκόρι», επέμεναν οι επαΐοντες.
Δεν ξέρω αν το σκέφτηκε ο μακαρίτης κινηματογραφικός παραγωγός ιδιοκτήτης της Φιορεντίνα, είμαι βέβαιος όμως ότι ζύγισε και τα επακόλουθα μιας τέτοιας απόφασης.
Η πόλη κινείτο σε ρυθμούς Μπατιστούτα. Μια πόλη-αξιοθέατο από μόνη της, είχε τη Santa Maria del Fiore, το Ponte Vecchio, τη Galleria degli Uffizi και τον Μπατιγκόλ.
Οι άνθρωποι στην Τοσκάνη δεν είναι ούτε φιλόξενοι ούτε εξωστρεφείς. Εμπιστεύονται λίγο, αγαπούν δύσκολα και δεν συγχωρούν ποτέ. Στην υπόλοιπη Ιταλία θεωρούνται λίγο «λοξοί», ας το πούμε ευσχήμως, «ιδιαίτεροι».
Ο Μπατιστούτα, λοιπόν, κόλλησε με αυτήν τη νοοτροπία, γιατί στην Τοσκάνη βρήκε ανθρώπους στη δική του τη φτιαξιά. Μέτρο, επιφυλακτικότητα και ελάχιστοι εσωτερικοί κύκλοι με πυρήνα αυστηρά την οικογένεια.
Μετά το Μουντιάλ της Γαλλίας, όπου η Αργεντινή αποκλείστηκε στον προημιτελικό από την Ολλανδία με εκείνο το απίθανο γκολ του Ντένις Μπέργκαμπ, η οικογένεια της Φιορεντίνα έπεισε ξανά το βασιλιά της να παραμείνει.
Χρειάστηκε η πρόσληψη του εμβληματικού Τζιοβάνι Τραπατόνι στην τεχνική ηγεσία της ομάδας, η ανάλυση ενός πρότζεκτ από τη διοίκηση ότι είχε έρθει η ώρα για το άλμα.
Ο «Τραπ» ποντάρει στον εγωισμό του Μπατιστούτα και του Εντμούντο, ξοδεύει πολλές ώρες μαζί τους σε ιδιωτικές συζητήσεις, προκειμένου να λειτουργήσουν μαζί.
Η επικίνδυνη χημεία αποδίδει, η Φιορεντίνα κερδίζει το ένα παιχνίδι μετά το άλλο, ολοκληρώνει τον πρώτο γύρο πρωταθλήτρια χειμώνα.
Δεκαέξι συνεχόμενες νίκες, το πρώτο παιχνίδι που δεν κερδίζουν οι viola στο Artemio Franchi είναι εκείνο κόντρα στη Μίλαν του Τζακερόνι. Αυτό όμως ήταν το λιγότερο.
Ο Μπατιγκόλ τραυματίζεται, δέχεται τις πρώτες βοήθειες έξω από την πλάγια γραμμή. Ο κόσμος ουρλιάζει το όνομά του, ένα ολόκληρο γήπεδο τον θεωρεί άτρωτο, ανίκητο, αλύγιστο. Ο Μπάτι παραμερίζει πόνους και κινδύνους και με αίσθηση αυτοθυσίας σηκώνεται και ξαναμπαίνει. Μετά από λίγα λεπτά σωριάζεται σε ένα σπριντ και αποχωρεί με φορείο. Νεκρική σιγή.
Στην αίθουσα Τύπου εμφανίζεται με πατερίτσες, κανένας δεν τολμάει να διατυπώσει «την ερώτηση».
Την ίδια ώρα, ο αδιανόητος Εντμούντο έχει καταθέσει αίτημα στον Βιτόριο Τσέκι Γκόρι να επιστρέψει για λίγες μέρες στην πατρίδα του.
Το λάθος του πατρόνου της Φιορεντίνα είναι ολέθριο, γιατί ο Εντμούντο καταφθάνει στο Ρίο, συμμετέχει στο καρναβάλι και «ξεχνάει» να επιστρέψει.
Αυτά τα δυο μεμονωμένα περιστατικά στέρησαν από τη Φιορεντίνα τις -πολύ σοβαρές- πιθανότητες να διεκδικήσει το scudetto. Αυτή ήταν η μοναδική χρονιά που έφτασε κοντά, η μόνη που θα μπορούσε να γίνει το θαύμα.
Η κατάρρευση ήταν ολική, ο Τραπατόνι δεν κατόρθωσε να «ξαναμαζέψει» την ομάδα που τερμάτισε τρίτη, 14 βαθμούς πίσω από τη Μίλαν.
Άλλες χρονιές θα είχε πανηγυριστεί σαν πρωτάθλημα, εκείνη τη συγκεκριμένη σεζόν η τρίτη θέση έμοιαζε με κηδεία.
Ο Μπατιστούτα και πάλι ξεκαθαρίζει ότι θα παραμείνει.
«Θα παίξω στο Champions League με την ομάδα μου», είναι η λιτή αλλά γεμάτη νόημα δήλωσή του.
Ξέρει και η πόλη έχει καταλάβει ότι αυτό είναι το encore, ότι η κλεψύδρα στέρεψε από άμμο και στα 30 του είναι το τελευταίο που μπορεί να δώσει σε μια ομάδα που ανάλογα μεγαλεία δεν είδε ποτέ ξανά.
Αυτό το χαρακτηριστικό «γκολ Μπατιστούτα» είναι για τη Φλωρεντία ότι και ο «Ηρακλής» του Μιχαήλ Άγγελου στο Palazzo Strozzi. Το έμβλημα των δυνατοτήτων που χάθηκε για εξωγενείς παράγοντες από το προσκήνιο.
Το encore του Μπατιστούτα την τελευταία του χρονιά στη Φλωρεντία είναι μοναδικό. Μοιάζει σαν όλες τις σεζόν συμπτυγμένες σε μια, είναι η αποθέωσή του.
Ολοκληρώνει με 23 γκολ χωρίς πέναλτι. Ο Σεβτσέκνο του στερεί τον τίτλο του πρώτου σκόρερ για ένα γκολ. Με τη διαφορά ότι ο Ουκρανός εκτέλεσε εύστοχα οκτώ πέναλτι.
Δεν πειράζει, δεν τον ενδιέφεραν αυτά τον Γκαμπριέλ.
Συγκινήθηκε όταν είδε το απλωμένο πανό Μάρτιο μήνα «κι αν το πεπρωμένο μας είναι να χωρίσουμε, ευχαριστούμε για όλα» και υποσχέθηκε ότι θα κάνει ό,τι μπορεί για να καταρρίψει το ρεκόρ του Κερτ Χάμριν, του πρώτου σκόρερ στην ιστορία της Φιορεντίνα που κρατούσε μισό αιώνα.
Επειδή όλα στη ζωή έχουν στη σημασία τους, το ρεκόρ καταρρίφθηκε τελευταία αγωνιστική, εννοείται σε εντός έδρας αγώνα στο Franchi και με δραματουργικό τρόπο.
Πριν το παιχνίδι, ο Μπατιστούτα έχει συνολικά 149 γκολ με τη φανέλα των viola, o σπουδαίος Σουηδός της Παλαιάς Διαθήκης του campionato, Κερτ Χάμριν, 151.
Ο Μπατιγκόλ σκοράρει το πρώτο με ένα αριστερό από το όριο της περιοχής. Ισοφαρίζει το ρεκόρ με μια εκτέλεση φάουλ «α-λα Μπατιστούτα» και όλο το γήπεδο περιμένει το Θείο δώρο.
Στο 82ο λεπτό υποδέχεται τη μπάλα στο δεξί άκρο της μεγάλης περιοχής, παρακολουθεί την πορεία της, την αφήνει να κυλήσει και με το εξωτερικό τη χαϊδεύει τόσο-όσο για να καταλήξει στο πλαϊνό δίχτυ.
Τα χάνει, δεν ξέρει πως να το πανηγυρίσει. Στην αρχή σκέπτεται να τρέξει στην curva fiesole, αλλάζει απόφαση και τρέχει προς το τέρμα. Πηγαίνει και κυριολεκτικά πιάνεται στα δίχτυα σαν αγρίμι που προσπαθεί να ξεφύγει από τον κυνηγό.
Συνειδητοποιεί ότι είναι η τελευταία παράσταση και καταρρέει. Σωριάζεται στο έδαφος και κλαίει με λυγμούς μέσα στο τέρμα. Αυτό είναι το αντίο του στη Φλωρεντία, αυτή ήταν η τελευταία παράσταση. Κορυφαίος σκόρερ στην ιστορία της Φιορεντίνα.
Λένε πως οι μεγαλύτεροι έρωτες διαρκούν επτά χρόνια. Ο έρωτας του Μπατιστούτα με τη Φιορεντίνα διήρκησε εννέα. Δεν έχουν σημασία οι τίτλοι, τα νούμερα, η στατιστική. Το συναίσθημα μπορούν να το κατανοήσουν και να το προσδιορίσουν μόνο ο ίδιος ο Γκαμπριέλ και οι οπαδοί των viola.
Ο κύκλος έκλεισε, κράτησε και με το παραπάνω. Πλέον μπορούσε να φύγει για να δώσει το χρόνο στον έρωτα να γίνει αγάπη.
Τον συναντούν μικρά παιδιά αγέννητα τότε και κλαίνε που έχουν απέναντί τους έναν μεγάλο κύριο με άσπρα μαλλιά. Ο πατέρας δίπλα δεν αρθρώνει λέξη, ο Μπατιστούτα είναι η απευθείας διασύνδεσή του με τη νιότη, την αθωότητα, το εξιδανικευμένο παρελθόν.
Λατρεύτηκε και αναγνωρίστηκε και στη Ρώμη ο Μπατιγκόλ. Όπου κι αν πήγε τον λάτρεψαν και τον σεβάστηκαν. Ξέρουμε όμως πολύ καλά ότι ο έρωτας είναι κάτι ξεχωριστό, ο έρωτας είναι μνήμες και δεν αποτιμάται ποσοτικά.
Στη Ρόμα κέρδισε το πολυπόθητο πρωτάθλημα, εξεπλάγη που ο Φράνκο Σένσι δαπάνησε εξωπραγματικά χρήματα για έναν ποδοσφαιριστή 31 ετών με ευπάθεια. Την επιζήτησε τη μεταγραφή στη Ρόμα ο Μπατιγκόλ. Δεν του έλεγε τίποτα ένα πρωτάθλημα με τη Γιουβέντους ή τη Ρεάλ, γιατί εκεί τα πρωταθλήματα είναι καθεστηκυία τάξη.
Στη Ρώμη βρήκε τον Μπάλμπο, τον ποδοσφαιριστή που αντικαθιστούσε στη νιότη του. Είναι παραμυθένιος ο τρόπος που ξεπλήρωνε τα γραμμάτια της ζωής του ο Μπατιστούτα. Προσδίδει στη Ρόμα το αίσθημα ανωτερότητας που έλειπε. Το πρόβλημα της ομάδας δεν ήταν ποτέ η ποιότητα ή η τακτική. Ανέκαθεν η Magica είχε να αντιμετωπίσει τη νοοτροπία.
Σε ένα ματς στη Μπρέσια ισοφάρισε κάπου στα μέσα του δευτέρου ημιχρόνου. Ένα δύσκολο γκολ, απ’ εκείνα που έρχονται με το ζόρι όταν πιέζει η μεγαλύτερη ομάδα. Έχει σκοράρει και τρέχουν επάνω του οι συμπαίκτες να πανηγυρίσουν. Τους κάνει πέρα, «ντριμπλάρει» κι αυτούς, τρέχει στο τέρμα και μαζεύει την μπάλα. Γυρίζει το βλέμμα και κοιτάζει τον Τότι. Ο Checcho το έπιασε αμέσως.
Η Ρόμα κέρδισε τελικά με 2-4, από εκείνο το παιχνίδι και μετά δεν ξανακοίταξε πίσω και ασχολείτο μόνο με τη συγκλονιστική μάχη με τη Γιούβε για το scudetto.
Το δυσκολότερό του ματς δεν ήταν ούτε με τη Γιούβε, ούτε με τη Μίλαν, ούτε καν το ντέρμπι με τη Λάτσιο. Δεν μπόρεσε να διαχειριστεί το παιχνίδι με τη Φιορεντίνα, ειδικά τη στιγμή που έπρεπε να σκοράρει για να κερδίσει η ομάδα του.
Aν είχε πανηγυρίσει το υπέροχο γκολ του με έναν από τους κλασσικούς του τρόπους, θα έμπαινε στην πρώτη δεκάδα των highlights της καριέρας του. Δεν είχε καν το κουράγιο να τρέξει, να υψώσει έστω το χέρι. Σημειωτέον ότι το παιχνίδι ήταν στο 82ο λεπτό και η Ρόμα «κολλημένη» στο 0-0.
«Θα ήθελα να κερδίσουμε, απλώς, αν γινόταν, δεν ήθελα να βάλω εγώ το γκολ». Δήλωση με παιδική αφέλεια, γεμάτη συναισθηματισμό. Στην αρχή οι συμπαίκτες τον αγκάλιαζαν χαρούμενοι, στο τέλος συμπονετικά.
Ο Καντελά σπεύδει σαν φίλος που πάει να βρει τον κολλητό μετά από χωρισμό, ο Τότι τον χτυπάει στην πλάτη για να του δώσει κουράγιο. Γιατί ο Τότι είναι ο μόνος που μπορεί να καταλάβει, ο μόνος που ξέρει.
Ιούνιος του 2001, η Ρόμα μόλις είχε κατακτήσει το τρίτο πρωτάθλημα της ιστορίας της. Ήταν ένα συγκλονιστικό ματς εναντίον της Πάρμα του Μπουφόν, του Τουράμ, του Σενσίνι, ένα ματς γεμάτο εντάσεις και αγωνία αφού η Γιουβέντους είχε προσπεράσει στη βαθμολογία και το scudetto θα ερχόταν μόνο με νίκη.
Επειδή και στην προκειμένη περίσταση όλα έπρεπε να γίνουν σωστά, το πρώτο γκολ το πέτυχε ο Φραντσέσκο Τότι, το τελευταίο ο Γκάμπριελ Ομάρ Μπατιστούτα. Όλη η πόλη σηκώθηκε στο πόδι, το επόμενο πρωινό ο ήλιος ήταν βαμμένος στα χρώματα της Magica. Πρωτάθλημα.
«Είχα τη μεγάλη τύχη στην καριέρα μου και ό,τι κατέκτησα το κατέκτησα δίκαια. Πήρα όσα μου αναλογούσαν με ιδρώτα και πόνο, δεν μου χαρίστηκε τίποτα» είπε ο Μπατιγκόλ.
Παρέμεινε ακόμη ενάμιση χρόνο στη Ρώμη, όλοι τον θυμόμαστε καλύτερο και πιο παρεμβατικό στην επιτυχία απ’ ότι ήταν στην πραγματικότητα.
Τα πόδια του δεν άντεχαν, κάθε τόσο βρισκόταν στο ιατρείο ή στο φυσικοθεραπευτήριο. Δεν υποτιμώ την προσφορά του, απεναντίας.
Δίχως την αύρα του, τη δίψα του, τη σκιά του, η Ρόμα δεν θα το είχε κατακτήσει εκείνο το scudetto. Αυτό το αναγνωρίζουν όλοι. Τα καλά χρόνια όμως ήταν ήδη πίσω, τα είχε αφήσει στη Φλωρεντία.
Έκλεισε και το κεφάλαιο Selección το 2002 στο Μουντιάλ της Άπω Ανατολής. Φορώντας το περιβραχιόνιο. Η Αργεντινή σε μια από τις πιο αποτυχημένες παρουσίες της σε τελικά, ό,τι έμεινε ήταν το γκολ του Μπατιστούτα στην πρεμιέρα.
Και πάλι σημειολογικά, ολοκλήρωσε κι εκεί έχοντας προπονητή τον άνθρωπο που τον κάθισε απέναντί του στο μικρό γραφειάκι του γηπέδου της Νιούελς, τον Μαρσέλο Μπιέλσα.
Στα πατημένα 33 πίστεψε ότι μπορεί ακόμα σε υψηλό επίπεδο και έκανε μια προσωπική συμφωνία με τον Μάσιμο Μοράτι που τον λάτρευε και πάσχιζε ανέκαθεν να τον δει να φοράει τη φανέλα της Ίντερ.
Δεν άντεξε, ήταν πρόθυμο το πνεύμα, αλλά αδυνατούσε το σώμα. Αποχώρησε λέγοντας ότι ήθελε να προσφέρει και στενοχωριέται περισσότερο για το Μοράτι παρά για τον εαυτό του που «τελείωσε».
Πήγε στο Κατάρ «για την εμπειρία», στην Αλ Αράμπι. Εκτός από τα χρήματα, το Κατάρ τον βοήθησε να καταλάβει πολλά πράγματα και να συμφιλιωθεί με το επερχόμενο τέλος. Πρόλαβε να το διαχειριστεί, να προετοιμαστεί ψυχολογικά, να τακτοποιήσει την ψυχή του. Σκόραρε περισσότερα γκολ από τα παιχνίδια που αγωνίστηκε, αλλά το έκανε περπατώντας.
«Ήξερα ότι δεν είμαι πια ο Μπατιγκόλ. Δεν μπορούσα να τρέξω. Ήμουν ήδη έτοιμος να σταματήσω ήδη τρία χρόνια νωρίτερα, στο μυαλό μου είχε ωριμάσει η σκέψη μετά το scudetto με τη Ρόμα. Δεν έμεινα ούτε για τα λεφτά, ούτε γιατί το ποδόσφαιρο είναι το πάθος και άλλα τέτοια δακρύβρεχτα και υπερβολικά. Θέλετε την αλήθεια; Συνέχισα επειδή είχε σταματήσει να με πονάει το γόνατό μου και θεωρούσα ότι μπορώ».
Μετά το τέλος της καριέρας του χάθηκε για αρκετό καιρό. Κυκλοφορούσαν μόνο φήμες και κουτσομπολιά, κακοήθειες και ευτράπελα.
«Είναι τόσο άρρωστος που δεν μπορεί να περπατήσει, χώρισε με την Ιρίνα επειδή την απάτησε, του απέσπασαν όλα τα χρήματα στον τραπεζικό του λογαριασμό επειδή υπέγραψε μια επιταγή που τάχα του έδωσαν για αυτόγραφο». Ανοησίες και σημεία των καιρών.
Όποιος αγάπησε και αγαπάει το ποδόσφαιρο, αγαπάει και τον Μπατιστούτα. Απλώς ο Μπατιστούτα αγαπά πιο πολύ τους ανθρώπους από το ποδόσφαιρο, διότι στα χρόνια της άκρατης υπερβολής και της υπερέκθεσης στα media, δεν πούλησε ποτέ πάθος, φανατισμό και παραλογισμό.
Διαβάσατε στα media όσοι τον παρακολουθείτε ότι μπήκε στο νοσοκομείο. Ότι βραβεύτηκε και μπήκε στο Hall of Fame της Φιορεντίνα σε μια συγκινητική τελετή, όμως, δεν το διαβάσαμε, γιατί δεν γράφτηκε ποτέ.
Δεν «πουλάνε» αυτές οι ειδήσεις, δεν «τσιμπάει» το αδηφάγο κοινό.
Ορισμένοι νομίζουν ότι το κοινό είναι μόνο αυτό στο οποίο εκτιμούν ότι απευθύνονται. Κάνουν λάθος.
Ο Μπατιστούτα σε εκείνη την τελετή στη Φλωρεντία είχε μπει νευρικός, παρά το γεγονός λίγα χρόνια πριν είχε βραβευθεί από τον Πρωθυπουργό της Ιταλίας Ματέο Ρέντσι και ανήκε στο Hall of Fame του ιταλικού ποδοσφαίρου. Εδώ ήταν στον τόπο του, είδε μπροστά του πρόσωπα που είχε πολύ καλά φυλαγμένα μέσα του. Μνήμες, θυμικό, στιγμές.
Ήταν εκεί το ζευγάρι που τον βοήθησε όταν ήρθε νεότατος στην πόλη, μόνος με την Ιρίνα, χωρίς χρήματα, χωρίς να ξέρει τη γλώσσα, χωρίς ιδέα για το μέλλον.
Ο Στέφανο και η Λιζέτα, δυο ηλικιωμένοι γείτονες από τη via casa Morata στη γειτονιά του Poggetto, ήταν κεφαλαιώδους σημασίας για την προσαρμογή του και την πρώτη επαφή με την πόλη. Εκείνοι του έμαθαν ιταλικά, εκείνοι του εξήγησαν τις ιδιομορφίες και το sui generis χαρακτήρα της Φλωρεντίας και της Τοσκάνης.
Ήταν εκεί όλοι οι συμπαίκτες, οι παράγοντες, οι φροντιστές, οι οπαδοί, όλοι οι άνθρωποι που έκαναν το δεσμό με τη Φλωρεντία τόσο ισχυρό.
Σηκώθηκε με το σκούρο κοστούμι του, να πει δυο λόγια. Έλαμπε, απέπνεε ένα σπάνιο class σαν γνήσιος απόγονος ευγενών της πόλης. Οι διοργανωτές έπαιξαν μόνο ένα βίντεο, το γκολ στο Wembley.
Ένας μεγάλος φάκελος με μια φανέλα. Η φανέλα του. Ούτε βραβεία, ούτε αγαλματίδια, ούτε τίποτα. Απλά, λιτά, συναισθηματικά.
Προσπάθησε να μιλήσει, να αρθρώσει δέκα λέξεις, από την ταραχή κρατούσε το μικρόφωνο και το πήγαινε πέρα-δώθε.
«Το ήξερα, είχα προετοιμαστεί κιόλας ψυχολογικά για απόψε, πήρα και τις ανάσες μου πριν σηκωθώ να σας μιλήσω». Σφίγγει τη φανέλα, δεν μπορεί να συγκρατήσει άλλο τα δάκρυα. Κουνάει το κεφάλι «δεν μπορώ να σταματήσω να κλαίω, τι πράγμα είν’ αυτό;»
Από κάτω μεγάλοι άνθρωποι, συμπαίκτες, κουστουμαρισμένοι κύριοι και απαστράπτουσες κυρίες να φωνάζουν: «Μπάτι- Μπάτι-Μπατιγκόλ, Μπατιγκόλ, Μπατιγκόλ».
Κλαίει, κοκκινίζει, σκουπίζει τα δάκρυα με τη φανέλα των viola.
Αν αυτός δεν είναι έρωτας τότε δεν ξέρω τι είναι έρωτας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: Κλαούντιο Κανίγια: Η ζωή εξαφανίζεται
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro