Είμαστε μέσα στο χωριό Νούνγκβι της Ζανζιβάρης, στα 50 μέτρα περίπου από τη θάλασσα, και το τοπίο είναι μαγικό.
Παραλίες με κάτασπρη άμμο και φοινικιές, τιρκουάζ νερά με ξύλινα ψαροκάικα, κι ο ήλιος που δύει ακριβώς μέσα στη θάλασσα.
Κι η πλήρης αντίθεση, στα πενήντα μέτρα πιο πάνω, καλύβες και κτίρια στην πιο απλή τους μορφή, τέσσερις τοίχοι με τσιμέντο, παράθυρα από σεντόνια, στέγες από λαμαρίνες.
Κρυφοκοιτώντας μέσα, σπάνια έβλεπα περισσότερα από ένα στρώμα.
Γυναίκες να κάθονται έξω από τις πόρτες τους σε παρέες και παιδιά να παίζουν ξυπόλητα στο χώμα με πλαστικά μπουκάλια, παλιές ρόδες και ξυλόβεργες παντού.
Κάποιοι είχαν ανάψει φωτιά με ξύλα για να μαγειρέψουν το βραδινό τους κι άλλοι καθαρίζουν την περιοχή γύρω από το σπίτι τους.
Δεν μου πήρε παραπάνω από δύο μέρες για να συνειδητοποιήσω ότι η Ζανζιβάρη έχει δυο πλευρές. Αυτή της παραλίας, με τα τουριστικά θέρετρα και δραστηριότητες, τα μαγαζάκια με διάφορα χειροποίητα σουβενίρ και μικρά φαγάδικα, καθώς αποτελεί πόλο έλξης πολλών τουριστών λόγω της φυσικής της ομορφιάς.
Και λίγο πάνω από την παραλία και κατά μήκος αυτής βρίσκεται το χωριό, όπου ζουν οι ντόπιοι σε συνθήκες που δεν συναντά κανείς εύκολα στην Ευρώπη.
Εγώ τουλάχιστον δεν το είχα ξανά δει.
Αλλά το κύριο γνώρισμα και των δύο πλευρών της Ζανζιβάρης είναι οι άνθρωποι: χαμογελαστοί, επικοινωνιακοί και εντυπωσιακά φιλικοί.
Η πρώτη μου βόλτα στο χωριό διήρκησε μιάμιση ώρα, γιατί ήμασταν εξαντλημένοι από το ταξίδι και την επόμενη μέρα θα ξεκινούσαμε στο σχολείο νωρίς το πρωί.
Περπάτησα μέσα από το χωριό και μετά κατά μήκος της παραλίας, και κυριολεκτικά καθένας που συναντούσα στο δρόμο χαιρετούσε στη γλώσσα του: Jambo, Poa, Mambo.
Κι αυτό θα συνεχιζόταν και τις επόμενες μέρες, από τις γυναίκες και τους άντρες μέχρι και το πιο μικρά παιδάκια, κι αν δεν χαιρετήσεις πίσω, επαναλαμβάνουν το χαιρετισμό.
Μάλλον δεν χρειάζεται να γνωρίζεις καλά τον άλλον για να πεις ένα απλό «γεια», καθώς διασταυρώνεστε στο δρόμο, και να συνεχίσει ο καθένας το δρόμο του.
Πόσο διαφορετικό από τις συνήθειές μας στην Αθήνα!
Έτσι έμαθα και τις πρώτες μου λέξεις.
Η Κάρλι είχε φτάσει περίπου μια εβδομάδα νωρίτερα από μένα, αφού εγώ είχα ακόμα τις υποχρεώσεις με την εθνική ομάδα.
Το ίντερνετ δεν είναι εύκολο να το βρει κανείς στο νησί, αλλά κι η αλήθεια είναι όσες φωτογραφίες κι αν δεις, μόνο όταν βρεθείς στο μέρος το ίδιο αντικρίζεις την πραγματικότητα.
Η Κάρλι το μόνο που μου είχε πει είναι ότι ο Κόκο, ο ιδρυτής του σχολείου, κι οι δάσκαλοι είναι ενθουσιασμένοι που είμαστε εδώ και μας έχουν υποδεχθεί πολύ θερμά.
Όσο για τα παιδιά, μου είπε: «Δεν θα σου πω τίποτα, θέλω να τα γνωρίσεις μόνη σου, ένα – ένα».
Και, κάπως έτσι, ξεκινάει η πρώτη μέρα:
Σηκωνόμαστε 7 το πρωί να φάμε το πρωινό μας, που περιλαμβάνει φρέσκα τροπικά φρούτα, ό,τι παράγεται στην περιοχή μόνο (οι εισαγωγές είναι πανάκριβες) και στις 8 παρά είκοσι ξεκινάμε για το σχολείο.
Μια δεκάλεπτη διαδρομή μέσα από το χωριό, οι γυναίκες έξω από τα σπίτια τους προετοιμάζουν τη φωτιά για τον πρωινό χυλό ή πλένουν ρούχα στη λεκάνη, και παιδιά διαφόρων ηλικιών (δυστυχώς πολλά) αναλαμβάνουν δουλειές του σπιτιού, όπως το καθάρισμα.
Βλέπουμε την πολύχρωμη ταμπέλα που γράφει Zanzibar School of Hope, και στα επόμενα εκατό μέτρα δεκάδες παιδάκια με τις στολές του σχολείου ξεπροβάλουν από σπίτια και δρομάκια και κατευθύνονται μαζί μας προς το σχολείο. Μόνα τους!
Παιδάκια ηλικίας 3 έως 7 χρονών το πολύ. Δεν αργούν να μας δουν και τρέχουν καταπάνω μας, φωνάζοντας «teacher–teacher», όποιο προλάβει να πιάσει τα χέρια μας.
Την Κάρλι τη γνώριζαν από τις προηγούμενες μέρες, εμένα με έβλεπαν πρώτη φορά αλλά η χαρά είναι ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους και σα να με ήξεραν από πάντα μαλώνουν μεταξύ τους ποιο θα με κρατήσει από το χέρι.
Μακάρι να μπορούσα να τα κρατήσω όλα, αυτό σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή, αλλά αρκέστηκα να είναι δυο σε κάθε χέρι κι ένα σε κάθε μπράτσο κι άλλα δέκα τριγύρω, περπατούσαμε όλοι μαζί μέχρι να φτάσουμε στο σχολείο.
Το συναίσθημα εκείνης της στιγμής δεν περιγράφεται με λόγια κι η αλήθεια είναι ότι αυτό το κομμάτι της διαδρομής, ήταν το πιο αγαπημένο μου όλης της ημέρας! Και, κάθε μέρα, προσπαθούσα να κρατάω διαφορετικά παιδάκια, να μην είναι κανένα παραπονεμένο.
Όχι βέβαια ότι έχουν τέτοιες ανησυχίες αυτά τα παιδιά.
Είναι εντυπωσιακά πειθαρχημένα, όπως θα ανακαλύψω στη συνέχεια.
Μπαίνουμε στο σχολείο, το οποίο αποτελείται από επτά τάξεις, οι δύο είναι αρκετά σκοτεινές, γιατί είναι ενδιάμεσα από τις ακριανές και δεν τις βλέπει ο ήλιος, δυστυχώς, και ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπάρχει.
Οι τοίχοι είναι γεμάτοι με ζωγραφιές και σχέδια. Υπάρχουν και κανόνες της τάξεις γραμμένοι και στα Σουαχίλι, που είναι η επίσημη γλώσσα τους, και στα αγγλικά συνοδευόμενα με τα αντίστοιχα σχέδια.
Σε κάθε τάξη είναι περίπου 30 παιδιά και κάθε δάσκαλος (επτά στο σύνολο) αναλαμβάνει μια τάξη.
Αφού τελειώσει η πρωινή ρουτίνα στο μικρό προαύλιο, που περιλαμβάνει προσευχή αλλά κυρίως τραγούδια, τα παιδιά οδηγούνται στις τάξεις κι εμείς συναντιόμαστε με τον Κόκο και δύο ακόμα υπεύθυνους δασκάλους για να γνωριστούμε και μεταξύ μας.
Η μεταξύ μας γλώσσα επικοινωνίας είναι στα αγγλικά, οι περισσότεροι δάσκαλοι γνωρίζουν τα απολύτως βασικά, όμως η διάθεση για συνεργασία και αλληλοκατανόηση είναι εμφανής στη γλώσσα του σώματος και του προσώπου όλων.
Πριν φύγουμε μαζί με το πρώτο γκρουπ των παιδιών για την αλάνα, ο Κόκο μας εξηγεί την ιστορία του σχολείου, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν και τις ανησυχίες του για την ευαισθητοποίηση της τοπικής κοινότητας σε θέματα εκπαίδευσης.
Η υποχρεωτική εκπαίδευση στην Τανζανία ξεκινάει στα οκτώ χρόνια, πολύ αργά σύμφωνα με τις παιδαγωγικές θεωρίες, και πριν από αυτό δεν προβλέπεται τίποτα από το κράτος.
Στην Ζανζιβάρη υπάρχουν μερικά ιδιωτικά νηπιαγωγεία, τόσο ακριβά που καταλήγουν να είναι σχεδόν απαγορευτικά για την πλειοψηφία.
Το School of Hope είναι το μοναδικό σε ολόκληρο το νησί που λειτουργεί χωρίς δίδακτρα και βασίζεται σε δωρεές κι εθελοντές, γι’ αυτό κι οι πόροι του είναι περιορισμένοι.
Ξεκίνησε με 20 παιδιά και πέντε χρόνια αργότερα, στεγάζει 216 παιδιά.
Οι ανάγκες του σχολείου για σίτιση, στέγαση και σχολικά υλικά είναι καθημερινή πραγματικότητα αλλά, ταυτόχρονα, ένα άλλο θέμα που απασχολεί τον Κόκο είναι η ευαισθητοποίηση της κοινωνίας για τη σημαντικότητα της εκπαίδευσης στην προσχολική ηλικία.
Υπάρχουν πολλά παιδιά, τα οποία κυκλοφορούν στους δρόμους αντί να είναι στο σχολείο, όπως διαπίστωσα κι εγώ μετά τη συζήτησή μας, και το πιο δύσκολο είναι να πειστούν οι γονείς ότι η εκπαίδευση είναι το κύριο εργαλείο για ένα καλύτερο μέλλον.
Όταν όμως τίθεται θέμα βιοποριστικής ανάγκης, τότε η εκπαίδευση ακούγεται πολυτέλεια.
Πολλοί γονείς προτιμούν να κρατήσουν τα παιδιά στο σπίτι, τα κορίτσια να βοηθούν στις δουλειές του σπιτιού και τα αγόρια να βοηθούν στις δουλειές (στα χωράφια ή το ψάρεμα) που εξασφαλίζουν το μικρό αλλά αναγκαίο εισόδημα, για να μπορέσει να επιβιώσει η οικογένεια.
Ένας φαύλος κύκλος, που τελικά περιορίζει τις δυνατότητες εξέλιξης μέσω της εκπαίδευσης.
Ο Κόκο ψάχνει τρόπους να ενημερώσει και να ευαισθητοποιήσει την κοινότητα και ελπίζει η δράση μας εκεί να κινήσει το ενδιαφέρον όλων.
Φτάνοντας εκεί, δεν έχει σημασία ούτε από πού προέρχεσαι ούτε αν είσαι γνωστός στον κύκλο σου. Το μόνο που έχει σημασία είναι τι μπορείς να δώσεις στον διπλανό σου και πώς θα γίνει αυτή η αλληλεπίδραση.
Εμείς είχαμε στο μυαλό μας κάποια πράγματα κι είχαμε κάνει έναν σχεδιασμό για τη δράση μας, αλλά πάντα με μια επιφύλαξη.
Προετοιμάσαμε ένα πρόγραμμα εμπνευσμένο από τις εμπειρίες μας και τις παραστάσεις που έχουμε από το περιβάλλον μας, το οποίο διαφέρει πάρα πολύ από αυτό στο οποίο βρεθήκαμε.
Πριν πάμε εκεί, υπήρχε η αγωνία εάν αυτό που θέλουμε να εφαρμόσουμε θα έχει απήχηση και ουσιαστικό νόημα σε ένα διαφορετικό κι άγνωστο πλαίσιο.
Κάθε δράση ορίζεται και προσδιορίζεται από το πλαίσιο στο οποίο συμβαίνει, και γι΄ αυτό το μεγάλο στοίχημα για εμάς ήταν να παρατηρήσουμε, να αφουγκραστούμε και να αναλύσουμε το καινούριο πλαίσιο στο οποίο βρεθήκαμε όσο πιο σύντομα γίνεται, ώστε να προσαρμόσουμε τις ιδέες μας στις ιδιαιτερότητες του καινούριου συνόλου.
Από την πρώτη επαφή με τα παιδιά, ξεκινήσαμε μαζί τους από μια αφετηρία να διαμορφώνουμε το πρόγραμμά μας, βάσει των συνθηκών και των αναγκών τους.
Ήταν μια αμφίδρομη, δυναμική διαδικασία που διαρκώς εξελισσόταν κι αποκτούσε μορφή μέρα με τη μέρα και είναι πρωτόγνωρο το συναίσθημα όταν συνειδητοποιείς τόσο την επιρροή που έχεις εσύ στα παιδιά όσο κι αυτά σε σένα!
Το πρόγραμμά μας αφορούσε τον αθλητισμό, ως μέσο εκπαίδευσης κι ατομικής έκφρασης.
Η εκπαίδευση μέσα στη σχολική τάξη σε εξοπλίζει με γνώσεις κι αξίες, σου μαθαίνει πώς να χρησιμοποιείς το μυαλό σου και πώς να σκέφτεσαι.
Όμως, κανένα εκπαιδευτικό σύστημα δεν είναι σχεδιασμένο να καλύπτει τις ιδιαιτερότητες κάθε μαθητή κι εδώ έρχεται ο αθλητισμός, και μάλιστα ο ομαδικός αθλητισμός, να δώσει την ευκαιρία σε κάθε παιδί να εκφραστεί με τον δικό του διαφορετικό τρόπο και να αναδειχθεί στο σύνολο.
Ο κάθε ένας από εμάς μαθαίνει με διαφορετικό τρόπο και έχει ξεχωριστά ταλέντα. Κι αυτό το μαγικό κάνει ο αθλητισμός: αναζητά στον καθένα μας τη διαφορετικότητα και συνθέτει όλα αυτά τα διαφοροποιά στοιχεία σε ένα σύνολο, το οποίο αναδεικνύει τον καλύτερο εαυτό του καθένα μας, μέσω της ομαδικής αρμονίας.
Ο αθλητισμός σε εξοπλίζει με έντονα συναισθήματα και προκλήσεις, δεξιότητες συνεργασίας, πρωτοβουλίας, ανάληψης ευθύνης και πειθαρχίας, χτίζοντας την αυτοπεποίθηση και τον αλληλοσεβασμό.
Ο αθλητισμός προσφέρει ένα ελεύθερο πεδίο έκφρασης της ατομικότητας κι αποδοχής της διαφορετικότητας, σε έναν κόσμο που η ομοιομορφία κι η ατομική ανταγωνιστικότητα τείνουν να καθιερωθούν.
Και σε ένα περιβάλλον όπως αυτό της Αφρικής, οι ευκαιρίες για εναλλακτικούς τρόπους εκπαίδευσης είναι περιορισμένες, αν όχι ανύπαρκτες.
Εμείς είχαμε την τύχη να έχουμε πρόσβαση σε τέτοιες δραστηριότητες, κι αυτό είναι που θέλαμε να μοιραστούμε με τα παιδιά αυτά.
Επιμέλεια κειμένου: Λουκάς Μαστροδήμος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Αθηνά Παπαφωτίου: Η Γέννηση Της Ιδέας (1ο σετ)
Αθηνά Παπαφωτίου: Αθλητισμός Και Εκπαίδευση (2ο σετ)
Αθηνά Παπαφωτίου: Hakunamatata! (3ο σετ)
Αθηνά Παπαφωτίου: Κομμάτι Ενός Άλλου Κόσμου (5ο σετ)